Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 591/2024

Αριθμός    591/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το  Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   KΣ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – εκκαλούσας – ενάγουσας: ………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Κουντούρη [ΜΙΚΕΣ Ν. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] (με δήλωση κατ΄αρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης – εναγομένης: Εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>  (…………) πρώην <<……….>> (……….), που εδρεύει στη ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παρασκευά Ζουρντό [ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

Η ενάγουσα και ήδη καλούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.12.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../2016) αγωγή της  την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος της ανωτέρω καθ’ης η κλήση. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 3798/2018  οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν για δεδουλευμένες αξιώσεις της για το έτος 2016, απορριπτομένης κατά τα λοιπά για τις αντίστοιχες του έτους 2015, τις οποίες έκρινε ως μη νόμιμες. Την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αμφότεροι οι διάδικοι με τις με αριθμό ……./4.2.2019 και ……../22.3.2019 εφέσεις επί των οποίων, αφού διατάχθηκε η συνεκδίκαση αυτών,  εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 750/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αφού δέχθηκε  τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3798/2018 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής, η οποία και έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.482,40 νομιμόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και καταδίκασε την ίδια στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία όρισε στο ποσό των 1200 ευρώ.

Η ενάγουσα – εκκαλούσα άσκησε κατά της αντιδίκου της   ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 14.5.2021 (με αριθμ.εκθ.καταθ ……/2021) αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 1305/2022 απόφασης του Β2  Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό αυτής κεφάλαιο  η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλο δικαστή από αυτόν  που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο με την από 28.11.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./28.11.2022) κλήση της ενάγουσας–εκκαλούσας, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 16.11.2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 579 παρ.1, 580 παρ.3 και 581 παρ.2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης, και επομένως η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Αν η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο η εκ νέου εξέταση της υπόθεσης γίνεται ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο αυτό που αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος και δεν επανεξετάζονται τα λοιπά κεφάλαια αυτής, τα οποία είτε δεν έχουν προσβληθεί με λόγο αναίρεσης, είτε ως προς αυτά έχει απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναιρέσεως και συνεπώς αυτά καλύπτονται από το δεδικασμένο της απόφασης. Η έκταση της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, δηλαδή από το διατακτικό της, σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της (άρθρο 581 παρ.2 ΚΠολΔ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο της παραδοχής της αίτησης αναίρεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή κλπ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ (υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο επιλαμβάνεται ύστερα από κλήση για συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του, την οποία έχει δικαίωμα να επισπεύσει οποιοσδήποτε διάδικος της αναιρετικής δίκης, επιδίδοντας την κλήση προς τους αντιδίκους του στην αναιρετική δίκη. Συγκεκριμένα, το Εφετείο ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ. 2, 3 και 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, και δεν περιορίζεται στο νομικό μόνον ζήτημα, περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του, αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση τις αποδείξεις για τα πραγματικά περιστατικά, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση. Τα κεφάλαια της απόφασης που δεν αναιρέθηκαν δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται, αφού ως προς αυτά η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/ 2010 ΝοΒ 2010-2329, ΑΠ 875/ 2009 ΝοΒ 2009- 1436, ΑΠ 707/ 2008 ΝοΒ 2008- 2190, ΑΠ 404/ 2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν δηλαδή η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο της παραπομπής γίνεται μόνο ως προς αυτό. Τα λοιπά κεφάλαια της διαφοράς (είτε διότι δεν έχουν προσβληθεί, είτε διότι απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως ως προς αυτά) δεν επανεξετάζονται. Συνακόλουθα τούτων, κατά την επανεκδίκαση της έφεσης οι διατάξεις που δεν αναιρέθηκαν διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το δικαστήριο της παραπομπής, καθόσον υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση από την εν μέρει οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του Εφετείου και τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτά, δεν επανεξετάζονται (βλ. σχετικώς Ε.Μ. Ρίκου, Ζητήματα εκ της μερικής εξαφανίσεως της αποφάσεως είτε την αναιρετικήν και την έκκλητον δίκην, ΕλλΔνη 26- 1985 σελ. 615, Κ. Παπαδόπουλου, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ (1997) παρ.514, σελ. 764 επ., ΑΠ 659/1988, ΕλλΔνη 30- 310 και ΑΠ 1030/1977 ΝοΒ 26- 290). Έτσι, με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 1717/2002 ΝοΒ 51.1223) επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα (ΑΠ 129/2005 ΕΕργΔ 2005,150), με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 845/2010 ΔΕΕ 2010,1198, ΑΠ 129/2004 ΝΟΜΟΣ). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41,51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΝΟΜΟΣ).). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005 ΕλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2 και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα, περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 548/2008 ΝΟΜΟΣ, 805 και 806/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2004 Δίκη 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δίκη 35.804). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ Γ 145). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.662), δυνάμενο και να την απορρίψει ως εκπρόθεσμη, εφόσον ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος αφορούσε την ουσία του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος (ΕφΠειρ 658/1989 ΕλΔνη 31.1490).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τη με αριθμό ………/2016 ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους προσλήφθηκε από την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του, υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά…………, Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου, με το όνομα «Δ», κ.ο.χ. 9.834 και ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου. Ότι για την εργασία της στο πλοίο αυτό συμφωνήθηκε να αμείβεται με τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων μηνιαίες αποδοχές. Ότι, όλο το διάστημα της ναυτολόγησής της εργαζόταν υπερωριακώς και μάλιστα τουλάχιστον επί 15 ώρες, κατά μέσον όρο, καθημερινά, κατόπιν σχετικής εντολής του Πλοιάρχου αυτού, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη προς τούτο αμοιβή και ότι επίσης της οφείλεται διαφορά επί της αμοιβής για τους πλόες «άγονης γραμμής», καθώς και για τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το πλοίο κατά το ένδικο διάστημα, αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, διαφορές επί των επιδομάτων εορτών και, τέλος, αποζημίωση απόλυσης, καθώς η τελευταία σύμβαση εργασίας της λύθηκε την 22.03.2016 λόγω αδείας έως την 22.04.2016, οπότε η εναγομένη αδικαιολογήτως δεν την επαναυτολόγησε στο πλοίο της, παρά το γεγονός ότι η ίδια κατά την ημέρα λήξης της αδείας της έθεσε τις υπηρεσίες της στη διάθεσή της. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα, αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγομένη με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των 17.612,97€, για διαφορά αμοιβής πλόων άγονης γραμμής το συνολικό ποσό των 548,11 €, για διαφορά επί της αμοιβής για εξπρές δρομολόγια το συνολικό ποσό των 2.927,57€, για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων το συνολικό ποσό των 421,04€, για διαφορά επί των δώρων εορτών το συνολικό ποσό των 4.828,35€ και για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.028,43€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από απόλυσή της από το πλοίο, την 22.03.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής, έως την οριστική εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’87/23.07.2015), έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεση που είχε ναυτικό χαρακτήρα (άρθρα 7,8,9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33,621 του Κ.Πολ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του ν. 2.172/1993), την έκρινε ορισμένη και νόμιμη μόνο ως προς τα δεδουλευμένα του έτους 2016 και λοιπά αιτήματα καθώς την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη ως προς όλα τα αγωγικά αιτήματα του έτους 2015 κρίνοντας ότι τότε δεν υφίστατο ενεργής συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας για τους εργαζόμενους στην κατηγορία του πλοίου της εναγομένης εργοδότριας και σε επάλληλη αιτιολογία ανέφερε ότι η αγωγή ως προς την υπερωριακή απασχόληση δεν ανέγραφε ότι οι εκτιθέμενες σε αυτή αμοιβές ήταν ο ειθισμένος μισθός. Έκρινε νόμιμα τα υπόλοιπα αγωγικά κοδύλια με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 648, 653, 655 ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 72επ., 82, 84 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με την από 16.06.2016, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/72672/2016 ΥΑ (ΦΕΚ Β’2796/05.09.2016) και στη συνέχεια την έκανε δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα με προσωρινά εκτελεστή απόφαση υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής, διαφορά πλοών άγονης γραμμής, διαφορά αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές και διαφορά επιδόματος εορτών Πάσχα και συνολικά το ποσό των 2.199,55 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής αμφότερα τα διάδικα  μέρη άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τις με αριθμό ………./4.2.2019 και …………./22.3.2019 εφέσεις επί των οποίων   εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 750/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αφού έγιναν τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτές οι εφέσεις, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3798/2018 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κρατήθηκε και δικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής, η οποία και έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.482,40 νομιμόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και καταδίκασε την ίδια στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία όρισε στο ποσό των 1200 ευρώ. Η ενάγουσα – εκκαλούσα άσκησε κατά της αντιδίκου της   ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 14.5.2021 (με αριθμ.εκθ.καταθ …../2021) αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 1305/2022 απόφασης του Β2  Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό αυτής κεφάλαιο  η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλο δικαστή από αυτόν  που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Ειδικότερα με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου έγιναν δεκτά ότι: α) τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά ήταν αρκετά για την κατά νόμο θεμελίωση της αγωγής στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 5 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944 και την υπ` αριθμ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου. Επί πλέον για τον υπολογισμό του μισθού της, για το έτος 2015, γίνεται ρητή παραπομπή στις διατάξεις της προϊσχύσασας ΣΣΝΕ του έτους 2014 και β)  με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του πραγματικούς ισχυρισμούς που αναφέρονταν, έστω και συνοπτικά στην αγωγή και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού καθιστούσαν αυτή τόσο ορισμένη όσο και νομικά βάσιμη στηριζόμενη σε κατάρτιση συμφωνίας ναυτολόγησης, η οποία για την αμοιβή της αναιρεσείουσας το έτος 2015 παρέπεμπε στην κυρωθείσα με την υπ` αρ. 3525.1.5.01/2014 Υπουργική Απόφαση, ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως του εάν η ισχύς αυτής είχε ήδη λήξει. Μετά ταύτα έκρινε ότι πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της απόφασης που αναφέρεται σε πάσης φύσεως αμοιβές για το έτος 2015 και παρέπεμψε την  υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστή άλλον, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως. Επισημαίνεται ότι κατόπιν της μερικής αναίρεσης της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής επανεκδικάζει την έφεση, ερευνώντας μόνον τους λόγους αυτής που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία και μόνον επανακρίνεται εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής. Ειδικότερα με βάση τις παραδοχές της 1305/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου ο έλεγχος του παρόντος το παρόν μετ’ αναίρεση Δικαστηρίου που θα κρίνει επί της εφέσεως της εκκαλούσας – ενάγουσας περιορίζεται στα κεφαλαία της απόφασης που αναιρέθηκε και δη ως προς το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα της αγωγής για το διάστημα ναυτολόγησής της για το 2015,  στηριζόμενη σε κατάρτιση συμφωνίας ναυτολόγησης, η οποία για την αμοιβή της ενάγουσας  το έτος 2015 παρέπεμπε στην κυρωθείσα με την υπ` αρ. 3525.1.5.01/2014 Υπουργική Απόφαση, ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως του εάν η ισχύς αυτής είχε ήδη λήξει. Το παρόν δικαστήριο, ως δικαστήριο της αναπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση. Η κρινόμενη, λοιπόν, από 31.1.2019 (με αριθ. κατ. ……./2019 Πρωτ. Πειρ/ ……../2019 Εφ. Πειρ.) έφεση, της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της 3798/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων (άρθρο 614 παρ. 3 και 621 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, αφού δεν γίνεται επίκληση επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως η προαναφερόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.

Από την επανεκτίμηση των προσκομιζόμενων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόρκων βεβαιώσεων δηλαδή τη με αριθμό ………/2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του συνταξιούχου ναυτικού και εργαζόμενου κατά το παρελθόν στην εναγομένη πλοιοκτήτρια με την ίδια ειδικότητα με την ενάγουσα ……………, την οποία προσκομίζει μετ’επικλήσεως η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα και τη με αριθμό …../2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………  του εργαζόμενου μέχρι το 2016 στην πλοιοκτήτρια ……….. οι οποίες δόθηκαν μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους όπως βεβαιώθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά, οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη, καθόσον τα πρόσωπα που είναι διάδικοι σε υπόθεση παρόμοια με την εκδικαζόμενη δε θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 παρ. 3 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 400 αριθμ. 10, ΕφΠειρ 257/2014 αδημ.), από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν για συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όµως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς δεδομένου ότι κατά την προκείµενη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά µμέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), από όσα οι διάδικοι συνομολογούν σχετικά με το διάστημα ναυτολόγησης την ειδικότητα και τις συμφωνηθείσες αποδοχές της ναυτικού και τέλος από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 3.2.2015 μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης πλοιοκτήτριας του, υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου, με το όνομα «Δ», κ.ο.χ. 9.834,37, η ενάγουσα προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, στο οποίο ναυτολογείτο ήδη από το έτος 2011 με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλο  αντί καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθού που θα διαμορφωνόταν με βάση τους όρους και τις συμφωνίες  της εκάστοτε ισχύουσας  ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Η συμφωνία των μερών για την εφαρμογή της ΣΣΝΕ της κατηγορίας του πλοίου προκύπτει τόσο από το ναυτικό φυλλάδιο της ενάγουσας όσο και από τις αποδείξεις πληρωμής του καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθού όπου γίνεται αναφορά και παραπομπή στην εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση. Μάλιστα για το κρίσιμο έτος 2015 στις αποδείξεις καταβολής των μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας αναγράφεται η ένδειξη <<Σ.Σ.>> που παραπέμπει στην ύπαρξη συμφωνίας αμοιβής με βάση τους όρους της συλλογικής σύμβασης εργασίας του της κατηγορίας του πλοίου. Περαιτέρω  ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι κατά το κρίσιμο έτος 2015 η ενάγουσα αμειβόταν με κλειστό μισθό, ήτοι με πάγιο επαναλαμβανόμενο σταθερό μηναίο μισθό για όλο το ένδικο τούτο χρονικό διάστημα δεν κρίνεται ως βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι από τις προσκομιζόμενες με επίκληση μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας της ενάγουσας προκύπτει ότι αυτή δεν ελάμβανε τις ίδιες σταθερές αποδοχές για όλους τους μήνες της απασχόλησής της στο πλοίο αλλά αντιθέτως αυξομειώνονταν με βάση τις ώρες της παρεχόμενης εργασίας της. Ακολούθως στις  8.4.2014 υπογράφηκε από τους νομίμους εκπροσώπους α) του συνδέσμου επιχειρήσεων επιβατηγού ναυτιλίας και β) της πανελλήνιας ναυτικής ομοσπονδίας και κλαδικών οργανώσεων της δύναμής της που αναφέρονται στο προοίμιο της σύμβασης, η συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων 2014 που κυρώθηκε με τη με αριθμό ΥΑ 3525.1.5/01/2014 Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ β 1664/24.6.2014) και ορίσθηκε η ισχύς της να αρχίζει την 1.1.2014 και λήγει την 31.12.2014. Ωστόσο μολονότι για το έτος 2015 δεν είχε καταρτιστεί νέα Συλλογική Σύμβαση που θα κάλυπτε το έτος και η αντίστοιχη του έτους 2014 είχε λήξει την 31.12.2014, η αμοιβή της ενάγουσας για το έτος 2015  παρέπεμπε στην κυρωθείσα με την υπ` αρ. 3525.1.5.01/2014 Υπουργική Απόφαση, ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως του εάν η ισχύς αυτής είχε ήδη λήξει. Στην παραδοχή αυτή κατέληξε και η 1305/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η οποία είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής. Περαιτέρω από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι η ενάγουσα για το έτος 2015 ναυτολογήθηκε, ως ανωτέρω ελέχθη, την 3.2.2015 και απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” την 10.3.2015, επαναπροσλήφθηκε την 2.4.2015 και απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” την 11.6.2015, επαναπροσλήφθηκε την 25.6.2015 και απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” την 31.10.2015, επαναπροσλήφθηκε την 1.12.2015 και απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” την 10.12.2015. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης της ενάγουσας το πλοίο εκτελούσε κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Εμπορικής ναυτιλίας τα ακόλουθα δρομολόγια:

Α) Από 3.2.2015 έως 10.12.2015

(ακολουθούν πίνακες δρομολογίων)

Στο παραπάνω πλοίο ήταν ναυτολογημένοι συνολικά 19 θαλαμηπόλοι, 7 επίκουροι, 1 αρχιθαλαμηπόλος και 1 προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, κατά τη χρονική περίοδο από 1 Απριλίου έως 20 Σεπτεμβρίου προστίθεντο, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, δύο ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά την περίοδο από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου η ως άνω οργανική σύνθεση σε θαλαμηπόλους και επίκουρους μειωνόταν κατά το 1/3. Η ενάγουσα εργαζόταν κυρίως είτε στο κεντρικό μπαρ επί δώδεκα ώρες, είτε στο πίσω μπαρ για 14 ώρες όπως αναφέρει ο απασχολούμενος με την ίδια ειδικότητα στο παρελθόν …………… που γνωρίζει επακριβώς τις συνθήκες εργασίας στο πλοίο της εναγόμενης είχε δε ασκήσει αγωγή αιτούμενος υπερωριακή αμοιβή για απασχόληση 13,5 ωρών ημερησίως.  Εξάλλου δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής το κοινό πασίδηλο ότι το έτος 2015 υφίσταντο ροές προσφύγων – μεταναστών στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων με αποτέλεσμα η κίνηση σε αυτά τα πλοία να είναι αυξημένη καθ’όλη τη διάρκεια του έτους και όχι μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες και επομένως επειδή εκείνη τη χρονιά δεν είχαν προβλεφθεί οι έκτακτες αυτές συνθήκες ώστε να μη μειωθεί ο αριθμός των θαλαμηπόλων η εργασία της ενάγουσας  στις 13 ώρες ημερησίως. Υπό τα  δεδομένα αυτά  λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, τις περιστάσεις, την χρονική περίοδο, τη φύση και το αντικείμενο της εργασίας της και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την οποία αυτή ήταν ναυτολογημένη η εκκαλούσα – ενάγουσα εργαζόταν καθημερινά κατά μέσο όρο 13 ώρες, πραγματοποιώντας 13 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και 5 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και εργάσιμες ημέρες και κατά τις Κυριακές μετά το νόμιμο οκτάωρο της καθημερινής και της Κυριακής εργασίας της, οι οποίες πρέπει να πληρωθούν  με απλή υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 25%για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, για τα δε Σάββατα  και τις αργίες έπρεπε να πληρωθούν όλες οι ώρες με υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 50% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης. Ειδικότερα κατά το ένδικο έτος 2015, ήτοι από 3.2.2015 έως 10.12.2015, η ενάγουσα εργάστηκε 33 Σάββατα και 9 αργίες επί 13 ώρες ημερησίως και 224 καθημερινές και αργίες  επί 13 ώρες ημερησίως, δικαιούμενη  για την ως άνω υπερωριακή απασχόλησή της, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ΣΣΝΕ, το συνολικό ποσό των [ (33+9=) 42 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες  = 546 ώρες Χ 10,04/ώρα=] 5.481,84 ευρώ.  Η ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία αντί του ανωτέρω ποσού έλαβε το ποσό των 4.064,84 ευρώ και δικαιούται επομένως να λάβει τη διαφορά  (5.481,84 – 4.064,84=) 1.417 ευρώ. Ακολούθως η ενάγουσα εργάστηκε 224 Καθημερινές και αργίες Χ 5 ώρες= 1.120 ώρες Χ 8,37 ευρώ/ώρα =] οπότε και δικαιούται να λάβει το ποσό των 9.374,40 ευρώ. Αντί του ποσού αυτού έλαβε το ποσό των 1.522,35 ευρώ και δικαιούται επομένως να λάβει τη διαφορά από (9.374,40 – 1.522,35=) 7.852,05 ευρώ. Να σημειωθεί ότι η εναγόμενη επί του αιτουμένου κονδυλίου υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας προβάλλει τη νόμιμη ένσταση συμψηφισμού ζητώντας να συμψηφισθεί το κονδύλιο που ελάμβανε μηνιαία με τη μισθοδοσία της που φέρει το τίτλο <<έκτακτες αμοιβές>> αθροιζόμενες για το έτος 2015 στο συνολικό ποσό των 1.781,61 ευρώ προς απόδειξη του οποίου επικαλείται την από 2.2.2016 σύμβαση ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των μερών, χωρίς όμως να επικαλείται και να προσάγει την αντίστοιχη προσάγει την αντίστοιχη σύμβαση ναυτικής εργασίας έτους 2015, οπότε και δεν προκύπτει ο συμβατικός χαρακτήρας της επικαλούμενης ένστασης συμψηφισμού, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου το πλοίο της αντιδίκου εκτελούσε καθημερινά κα και τις επτά ημέρες την εβδομάδα πλόες σε γραμμές για τις οποίες είχε συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (“άγονη γραμμή”). Ειδικότερα, το πλοίο της εναγομένης, εκτελούσε τα ακολούθα επιδοτούμενα τμήματα δρομολογίων: α) «Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος — Τήλος — Ρόδος και επιστροφή», η εκτέλεση του οποίου επεκτεινόταν κατά τις ημέρες Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη, β) «Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος και επιστροφή», η εκτέλεση του οποίου επεκτεινόταν κατά τις ημέρες Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, γ) «Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος και επιστροφή», η εκτέλεση του οποίου επεκτεινόταν κατά τις ημέρες Παρασκευή και Σάββατο και δ) «Ρόδος – Καστελόριζο και επιστροφή» κατά τις ημέρες της Δευτέρας και της Παρασκευής. Σύμφωνα επομένως με το άρθρο 7 της οικείας και εφαρμοζόμενης κατά τα ως άνω ΣΣΝΕ και για κάθε μήνα ναυτολογήσεώς μου στο πλοίο, η ενάγουσα δικαιούται μα λάβει αμοιβή, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας, ήτοι σε € 81,05 ανά μήνα (μισθός ενεργείας € 1.157,99 Χ 7%) και επί τους 9,06 μήνες της ναυτολογήσεώς της  ίσον συνολικά € 734,31. Έναντι του ποσού αυτού και για την ίδια αιτία έλαβε για το 2015 συνολικά το ποσό των 256,70 ευρώ. Κατά συνέπεια δικαιούται η ενάγουσα να λάβει για την αιτία αυτή τη διαφορά από ευρώ (734,31- 256,70=) 477,61.  Επιπλέον  το πλοίο της εναγομένης κατά την εκτέλεση των δρομολογίων του, αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρω διαρκούσαν πάνω από 12 ώρες έκαστο, πραγματοποιούσε λιγότερες από πέντε αναχωρήσεις την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας του, τον Πειραιά, και συχνά, είτε λόγω καθυστερημένης άφιξής του, είτε λόγω του προγράμματος των δρομολογίων, αναχωρούσε από την αφετηρία του πριν τη συμπλήρωση 6/ωρης παραμονής σε αυτήν και ως εκ τούτου πραγματοποιούσε και εξπρές δρομολόγια, για καθένα εκ των οποίων, σύμφωνα με το άρθρο 60 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 33 της προμνησθείσας ΣΣΝΕ, έπρεπε να λάβει το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών της. Συγκεκριμένα, το πλοίο πραγματοποίησε πρόωρες αναχωρήσεις, όπως αυτές εμφαίνονται στον παρακάτω πίνακα:

(ακολουθεί πινακας)

Από τον παραπάνω πίνακα προκύπτει ότι το ένδικο πλοίο πραγματοποίησε 142,94 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Ως αμοιβή για κάθε ένα εξπρές δρομολόγιο που εκτέλεσε το πλοίο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της εντός του έτους, δικαιούται σύμφωνα με τα ανωτέρω, να λάβω το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών της, ήτοι [μισθός ενεργείας € 1.157,99 + επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 254,76 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 35,22 + επίδομα ιματισμού € 56,50 + μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφής € 576,30 + επίδομα αδείας με την τροφοδοσία € 417,13 + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή € 842,64+ κατά μέσο όρο μηνιαίο επίδομα για πλόες “άγονης γραμμής* € 81,05 + κατά μέσο όρο ποσοστά επί των πωλήσεων των μπαρ και των κυλικείων του πλοίου εξ € 197,01 + αναλογία δώρου Χριστουγέννων € 417,09 (ετησίως € 5.005,13, δια 12) + αναλογία δώρου Πάσχα € 208,54 (ετησίως € 2.502,56, δια 12) = € 4.254,23  μηνιαίως, επί 1/30, = ]141,80 ευρώ. Κατά συνέπεια το πλοίο της εναγομένης εκτέλεσε 142,94 ώρες πρόωρης αναχώρησης δια του συντελεστή «8», ήτοι συνολικά εκτέλεσε 17,86 εξπρές δρομολόγια), οπότε και η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το ποσό των ( 17,86 εξπρές δρομολόγια Χ € 141,80=) 2.532,54 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη μου κατέβαλε το ποσό των € 927,27 και επομένως δικαιούται να λάβει τη, η οποία ανέρχεται σε ( 2.532,54 – 927,=) 1.605,54 ευρώ. Στη συνέχεια κατά τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας της ενάγουσας στο πλοίο δεν της χορηγήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες από το άρθρο 16 παρ. 1 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ άδειες διανυκτέρευσης στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού του πλοίου, ήτοι δεν της χορηγήθηκαν διανυκτερεύσεις, οπότε και η τελευταία δικαιούται  να αναζητήσει την αποζημίωση που προβλέπεται για την αιτία αυτή από την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου και δη κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Ιούλιο, Αύγουστο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2015. Να σημειωθεί ότι τον μήνα  Φεβρουάριο 2015 η ενάγουσα δικαιούταν 2 διανυκτερεύσεις ανά μήνα ενώ κατά τους λοιπούς μήνες μια διανυκτέρευση. Κατά συνέπεια η ενάγουσα δικαιούταν  (1 μήνα 2 διανυκτερεύσεις και  4 μήνες ανά μία διανυκτέρευση) 6 διανυκτερεύσεις, οπότε και η αποζημίωση της ανέρχεται σε  [ήτοι ένα ημερομίσθιο από ευρώ 52,63 (μισθός ενεργείας 1.157,99 Χ 1/22) Χ 6 μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις =] 315,78 ευρώ.

Σύμφωνα με το άρθρο 60 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ και την υπ’ αριθ. 70109/8008 της 14.12.1981/7.1.1982 απόφαση του YEN, δικαιούμαι να λάβω την προκύπτουσα διαφορά επί της α. αναλογίας του δώρου Πάσχα των ετών 2015, ήτοι για τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας της ενάγουσας από 3.2.2015 έως και 10.3.2015 και από 2.4.2015 έως και 30.4.2015, δικαιούται να λάβει ο 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού της για κάθε 8 ημέρες εργασίας. Ειδικότερα  το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών της ανερχόταν, όπως ανωτέρω υπολογίστηκε σε 4.254,23 ευρώ Χ ½= 2.127,11 ευρώ /15 = 141,80 ευρώ Χ 8,12 οκταήμερα = 1.148,64 ευρώ, β. αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2015 για τα χρονικά διαστήματα  ναυτολόγησης της ενάγουσας από 1.5.2015 έως 11.6.2015, από 25.6.2015 έως και 31.10.2015 και από 1.12.2015 έως 10.12.2015 η ενάγουσα δικαιούται να λάβει τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού για κάθε 19 ημέρες εργασίας. Ειδικότερα  το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών της ανερχόταν, όπως ανωτέρω υπολογίστηκε σε 4.254,23 ευρώ Χ 2/25 = 340,33 ευρώ ανά δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 9,52 δεκαεννιαήμερα = 3.239,94.Έναντι του ποσού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 1.548,34 ευρώ και δικαιούται επομένως να λάβει τη διαφορά (3.239,94 – 1.548,34=) 1.691,60 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω μη υπάρχοντος έτερου λόγου έφεσης προς εξέταση που αφορά τις αξιώσεις της εκκαλούσας – ενάγουσας για το ένδικο έτος ναυτολόγησής της ενάγουσας (2015) Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση πρέπει να γίνουν εν δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της αυτό,να κρατήσει τούτο, να αναδικάσει την υπόθεση ως προς αυτό  (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να κάνει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά το μεταβιβασθέν κεφάλαιο των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας για το ένδικο έτος 2015 και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των [ (διαφορά αμοιβής για υπερωρίες Σάββατα- Αργίες =) 1417 + (διαφορά αμοιβής ια υπερωρίες Καθημερινές =) 7.852,05 + (διαφορά αμοιβής πλόων άγονης γραμμής = ) 477,61 + (διαφορά αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές=) 1.605,54 + (διαφορά αμοιβής για διανυκτερεύσεις =)  315,78 + (διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2015=) 1,148,64  + ( διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2015=) 1.691,60 =]  14.508, 22 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 22.3.2016 έως τη πλήρη εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, την εναγομένη λόγω της ήττας της κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων την [με αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …/2019 -ΓΑΚ/ ΕΑΚ …../2019)  έφεση  κατά της με αριθμό 3798//2018 απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της  από  19.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…../2016) αγωγής.

Δέχεται τυπικά και  κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει εν μέρει τη με αριθμό 3798/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σύμφωνα με το σκεπτικό της παρούσας.

Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση  επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2016 αγωγής κατά κεφάλαιο  που μεταβιβάσθηκε προς κρίση στο παρόν Δικαστήριο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή κατά το  μεταβιβασθέν κεφάλαιο των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας για το έτος 2015.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων οκτώ και είκοσι δύο λεπτών (14.508, 22) ευρώ με το νόμιμο τόκο από 22.3.2016 έως τη πλήρη εξόφληση.

Επιβάλει στην εφεσίβλητη – εναγομένη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  την 5 Δεκεμβρίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ