Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 592/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό µικρότερο από το αναφερόµενο στην επιταγή ή το πράγµατι οφειλόµενο, λόγω περιορισµού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισµός είναι ορισµένος και δεν επιφέρει µετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη. Για το ορισμένο δε της απαίτησης, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή προς πληρωμή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, χωρίς να απαιτείται η περιγραφή κάθε επιμέρους κονδυλίου. Εξάλλου, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, δεδομένης της συνθετότητας και της έκτασης των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, δεν απαιτείται η συγκοινοποίηση στον καθ΄ού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, αλλά θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 951 ΚΠολΔ, που αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής του ΚΠολΔ για την απαγόρευση καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς, επιβάλλεται ο περιορισμός της κατάσχεσης σε τόσα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη όσα απαιτούνται προς ικανοποίηση της απαίτησης και κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης, σκοπό δε έχει να αποτρέψει την από τον δανειστή υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη διά της δέσμευσης δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας. Δεδομένου όμως ότι, κατά την επιβολή της κατάσχεσης, δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν, η ανωτέρω διάταξη ερμηνεύεται με ευρύτητα έτσι ώστε εάν ο οφειλέτης έχει π.χ. και άλλα χρέη και ως εκ τούτου προβλέπονται αναγγελίες άλλων δανειστών, λαμβάνονται υπόψη και οι απαιτήσεις αυτές, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ικανοποίησης του κατασχόντος.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  592/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….. και 2) ………………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Καλτσά.

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στο ………… Αττικής, οδός ……….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων, δυνάμει της από 25.5.2021 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, δημοσιευθείσας σε περίληψη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αρ. πρωτ. …./25.5.2021, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» (……………..), με έδρα στο ……….. Ιρλανδίας, …………. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «………….» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ………. με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ………. και ΑΦΜ ….., νόμιμα εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» (ΑΦΜ ………), λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (…………), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βεατρίκη Μπεκιάρη.

 ΟΙ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, την από 12.10.2023, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2.11.2023 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ΄αρ. 1507/2024 οριστική απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες με την κρινόμενη από 9.5.2024 έφεσή τους κατά της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσαν και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.)……../9.5.2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./9.5.2024, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ……….

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά της υπ΄ αρ. 1507/8.5.2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 12.10.2023,  κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή των ανακοπτόντων – ήδη εκκαλούντων, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 517 εδ.α΄, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε, από τους εκκαλούντες, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, παράβολο για την άσκηση της έφεσης, όπως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση κατάθεσής της στο Πρωτοδικείο Πειραιώς.

Oι ανακόπτοντες – ήδη εκκαλούντες, ζητούσαν με την ως άνω από 12.10.2023, κατ΄ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή τους (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/2.11.2023), την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος τους από την καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη και συγκεκριμένα α) της από 4.9.2023 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αρ. ……/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) της από 22.9.2023 γραπτής εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου της καθ΄ής Βεατρίκης Μπεκιάρη προς τον δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………. και γ) της υπ΄αρ. ………/25.9.2023 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του ως άνω δικαστικού επιμελητή, δυνάμει της οποίας η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….»), επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, προς ικανοποίηση της μεταβιβασθείσας απαίτησης, πηγάζουσας από σύμβαση δανείου, επί των περιγραφόμενων στην ανακοπή και παρακάτω, 5 αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών συγκυριότητας των ανακοπτόντων, που βρίσκονται σε πολυώροφη οικοδομή επί της οδού ………… στον Κορυδαλλό Αττικής.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1507/2024), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε παραδεκτώς ασκηθείσα την ανακοπή, όσον αφορά τις ως άνω α΄ και γ΄ προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, καθώς η υπό στοιχείο β΄ πράξη (η από 22.9.2023 γραπτή εντολή), δεν αποτελεί πράξη εκτέλεσης αλλά προπαρασκευαστική πράξη αυτής και δεν προσβάλλεται αυτοτελώς (ως προς δε την κρίση της αυτή δεν εκκαλείται η εκκαλουμένη απόφαση), ακολούθως την απέρριψε συνολικά, ως προς όλους τους λόγους της.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, στο δικόγραφο της οποίας, όπως προεκτέθηκε, σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή τους.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ,  όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 του ν. 4842/2021, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ.6 περ. γ΄ του νόμου τούτου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή την 1.1.2022, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται στο Δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ΄ αυτού. Το Δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς, θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αίτησης αναστολής και επί του ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αίτησης αναστολής, κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου, έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους ν. 4842 και 4855/2021, τομ. Β, άρθρο 938, σελ.3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών/πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ.79).

Εν προκειμένω, η σωρευθείσα στο δικόγραφο της ένδικης έφεσης, αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας και δη της διενέργειας του δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, των κατασχεθέντων με την προαναφερθείσα προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων των ανακόπτοντων – ήδη εκκαλούντων, που είχε οριστεί στις 16.5.2024, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Σακκά, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ΄ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ [όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 ν. 4842/2021 που, εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση, εφόσον πρόκειται για την από 4.9.2023 επιταγή προς εκτέλεση, επιδοθείσα στις 26.9.2023, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος (1.1.2022) του εν λόγω νόμου], μαζί με το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά της εκκαλουμένης απορριπτικής οριστικής απόφασης επί της από 12.10.2023 ανακοπής των εκκαλούντων κατά της επισπευδόμενης σε βάρος τους εκτέλεσης, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Σημειωτέον ότι, στο πλαίσιο της ως άνω σωρευθείσας στο δικόγραφο της έφεσης, αίτησης αναστολής, οι ανακόπτοντες ζήτησαν με αίτημά τους, που περιέχεται στο ίδιο δικόγραφο (της έφεσης), τη χορήγηση προσωρινής διαταγής. Το αίτημα αυτό έγινε  δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας – Εφέτη Χρυσή Φυντριλάκη, η οποία, με το από 13-5-2024 σημείωμά της, διέταξε την αναστολή της ένδικης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ΄ής εις βάρος των ανακοπτόντων δυνάμει των προσβαλλόμενων πράξεων, και δη της διενέργειας του ως άνω πλειστηριασμού, έως την εκδίκαση της ένδικης έφεσης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, την οποία όρισε η ίδια Δικαστής. Δεδομένου δε ότι, έχει χορηγηθεί η ανωτέρω προσωρινή διαταγή, χωρίς αυτή να έχει ανακληθεί μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο για τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, καθίσταται άνευ αντικειμένου, ελλείψει έννομου συμφέροντος, η εξέταση της σωρευμένης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της έφεσης (βλ. και Μον.Εφ.Πειρ.353/2023 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό την µορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννοµης προστασίας, απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισµένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσµία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισµένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίµησης και άλλων εγγράφων µε δεσµευτική αποδεικτική δύναµη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (Εφ.Αθ. 4901/2000 ΕλλΔικ 2001. 776). Αυτό επιβάλλεται προκειµένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας µπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισµένη η απαίτηση και όταν µπορεί να καθοριστεί κατά ποσό µε αριθµητικό υπολογισµό (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 653/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό µικρότερο από το αναφερόµενο στην επιταγή ή το πράγµατι οφειλόµενο, λόγω περιορισµού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισµός είναι ορισµένος και δεν επιφέρει µετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη (ΑΠ 1773/2001 ΕλλΔικ 2002.1386, Εφ.Αθ. 4901/2000, Εφ.Πειρ.(Μον.)86/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόµα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό µεγαλύτερο του πράγµατι οφειλόµενου (Εφ.Αθ. 4901/2000 ό.π., Εφ.Πειρ.(Μον.) 86/2022 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ, η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς, όμως, να απαιτείται να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισµός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλµένο υπολογισµό ή το παράνοµο των τόκων. Επίσης, ούτε ο τρόπος υπολογισµού των οφειλοµένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσό αυτών χρειάζεται να αναφέρεται στην επιταγή, αφού το ποσοστό του τόκου ορίζεται από τον νόµο και το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, µπορεί να βρεθεί µε απλό µαθηµατικό υπολογισµό βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήµατος που θα έχει παρέλθει µέχρι της ηµεροµηνίας εξόφλησης της επιταγής. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονοµική βλάβη που δεν µπορεί να επανορθωθεί µε άλλο τρόπο παρά µε την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 474/1999, Εφ.Πατρ. 21/2021, Εφ.Αθ. 2838/2002, Εφ.Πειρ.(Μον). 217/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείµενη περίπτωση, µε τον πρώτο λόγο της ανακοπής, τον οποίο επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, µετά από τον περιορισµό της συνολικής απαίτησης (ανερχόµενης στο ποσό των 216.296,02 ευρώ), στο ποσό των 102.927,82 ευρώ, για το οποίο επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση, χωρίς την παράλληλη αναφορά σε ποια συγκεκριµένα κονδύλια της απαίτησης, αφορά ο περιορισµός, δεδοµένου ότι η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση συντίθεται από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, µε διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος και χωρίς επίσης να αναφέρεται ρητά και µε σαφήνεια, αν το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης παραµένει απαιτητό ή η καθ΄ής παραιτείται από αυτό, καθιστά την απαίτηση για την ικανοποίηση της οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος τους, µη εκκαθαρισµένη και τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτέλεσης αυτής, άκυρες. Ο λόγος, ωστόσο, αυτός της ανακοπής και συνεπώς και ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προεκτέθηκε στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη και μετά τον εν λόγω περιορισµό, δεν μεταπίπτει η απαίτηση σε ανεκκαθάριστη, καθώς, στην ένδικη περίπτωση, η δήλωση περιορισµού του οφειλόµενου κεφαλαίου είναι σαφής, η δε προσβαλλόµενη επιταγή προς πληρωµή, περιέχει σύντοµη αναφορά του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά του ιστορικού κάθε κονδυλίου, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη  επιταγή προς πληρωµή επισυνάφθηκε, ώστε να αποτελεί ενιαίο σύνολο µε αυτήν, η εξωλογιστική κίνηση του µε αριθ. 0026.02020300055996 λογαριασµού οριστικής καθυστέρησης από 9.3. 2012 (ηµεροµηνία καταγγελίας της υπ΄αριθ. ………../27.4.2004 σύμβασης δανείου, εκ της οποίας πηγάζει η οφειλή για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση) έως τις 16.5.2023, που αποτελεί πλήρη απόδειξη για την απαίτηση, σύµφωνα µε τον όρο 3 της ως άνω σύµβασης. Με απλή δε επισκόπηση της εν λόγω κίνησης του λογαριασµού, προκύπτουν όλες οι χρεοπιστώσεις που έλαβαν χώρα κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστηµα (από 9.3.2012 έως και 16.5.2023) και επίσης προκύπτει ότι, συνυπολογίσθηκαν µειωτικά κατά τη σύνταξη της ανακοπτόμενης επιταγής προς πληρωµή, οι πιστώσεις συνολικού ποσού 260.242,85 ευρώ, που αναφέρονται στη, συνηµµένη σε αυτήν, ανωτέρω εξωλογιστική κίνηση του προαναφερθέντος λογαριασµού και, τέλος, προκύπτει ότι, κατά την 16η.5.2023, η συνολική απαίτηση της καθ΄ής, διαµορφώθηκε στο ποσό των 102.927,82 ευρώ, το οποίο φέρει τόκους υπερηµερίας από τις 17.5.2023, όπως ρητά αναφέρεται στην προσβαλλόμενη επιταγή. Σε κάθε περίπτωση οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π.).

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζόμενου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. …… 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). ……Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. …… 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3156/2003…». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης – ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την Υ.Α. 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003, προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ΄ού η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ΄ού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ΄ού η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρείας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ΄εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ΄αριθ. 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (Εφ.Θεσ. 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 574/2020 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ., Π. Γιαννόπουλου, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ. 2019.233 επ.).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες παραπονούνται ότι κακώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τους ως ουσιαστικά αβάσιμος. Με τον λόγο αυτόν, οι ανακόποντες ισχυρίζονταν ότι, από το συγκοινοποιηθέν απόσπασμα εκ του παραρτήματος που συνόδευε τη με αρ. πρωτ. ……/25.5.2021 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, δεν αποδεικνύεται ότι μεταβιβάστηκε το συνολικό ύψος της επίδικης απαίτησης, όπως αυτή αναλύεται στην ανακοπτόμενη από 4.9.2023 επιταγή προς πληρωμή, αλλά φέρεται να αφορά μέρος αυτής και ως εκ τούτου, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ΄ής η ανακοπή, που πλήττουν, κατ΄ ακολουθία, το κύρος των προβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης, οι οποίες βασίστηκαν σε αυτήν.

Από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, προκύπτουν τα εξής: Με την από 14.7.2020 Σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρίστηκε νόμιμα στα δηµόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (με αριθ. πρωτ. …./14.7.2020), η ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «………» µεταβίβασε, κατά τα οριζόµενα στη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, τις απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «………». Στις ως άνω µεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαµβάνεται και η ένδικη απαίτηση, που απορρέει από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. ………./27.4.2004 σύµβαση δανείου, και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, όπως αποδεικνύεται από το ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της περίληψης της από 13.7.2020, µε αριθ. πρωτ. ………./14.7.2020, σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης απαιτήσεων µετά του αποσπάσµατος µε αριθ. σελίδας 9.505 από το καταχωρισθέν στα βιβλία του ν. 2844/2000 (τόµ. … µε α.α. …..). Με την υπ΄αριθ. πρωτ. …./21.7.2020 δηµοσίευση συµβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, που ενεγράφη στις 21.7.2020 στα ως άνω βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόµ. … µε α.α. …..) η ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «………..» και η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία « ……….» προέβησαν σε ορθή επανάληψη του παραρτήµατος της από 13.7.2020 σύµβασης μεταβίβασης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, που δηµοσιεύθηκε στις 14.7.2020 µε αριθ. πρωτ. ………../14.7.2020. Ακολούθως, η τελευταία εταιρεία, δυνάµει της από 14.7.2020 σύµβασης διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρίστηκε νόµιµα στα δηµόσια βιβλία του ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (με αριθ. πρωτ. …../14.7.2020), ανέθεσε τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην καθ΄ής η ανακοπή εταιρεία, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003. (Σημειωτέον δε ότι προγενέστερα, η ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «………….» είχε καταστεί καθολική διάδοχος της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………» πρώην «………..» λόγω διάσπασης της τελευταίας µε απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της και σύσταση της ως άνω ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας δυνάµει των υπ΄αριθ. … και …./20.3.2020 Ανακοινώσεων ΓΕΜΗ). Στη συνέχεια, δυνάµει της από …./13.4.2021 σύµβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρίστηκε νόµιµα στα δημόσια βιβλία του ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (με αριθ. πρωτ. ……./13.4.2021), η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «……….», προέβη σε αναµεταβίβαση των ήδη µεταβιβασθεισών προς αυτή απαιτήσεων προς την ήδη µεταβιβάζουσα ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «………..», στις οποίες περιλαµβάνεται και η ένδικη απαίτηση, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθ.πρωτ. …./13.4.2021 περίληψη της από 13.4.2021 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης απαιτήσεων που καταχωρίστηκε στα βιβλία του ν. 2844/2000, (τόµ. … µε α.α. …. µετά του αποσπάσµατος µε αριθ. σελίδας 10021. Ακολούθως, δυνάµει της από 25.5.2021 σύµβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, η οποία καταχωρίστηκε νόµιµα στα ίδια βιβλία του ν. 2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόµ. …. µε α.α. …..), η ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «……….» µεταβίβασε, κατά τα οριζόµενα στη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, τις απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «……….», στις οποίες περιλαµβάνεται και η ένδικη απαίτηση, που απορρέει από την προαναφερθείσα υπ΄αριθ. ………../27.4.2004 σύµβαση δανείου, και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, όπως αποδεικνύεται από το αντίγραφο της περίληψης της υπ΄αριθ. …/25-05-2021 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης επιχειρηµατικών απαιτήσεων που καταχωρίστηκε στα βιβλία του ν. 2844/2000 (τόµ. … με α.α….) µετά του παραρτήµατος µε αριθ. σελίδας 1. Ακολούθως, δυνάµει της από 25.5.2021 σύµβασης διαχείρισης απαιτήσεων, που ενεγράφη την ίδια ημέρα στα βιβλία του ν. 2844/2000, η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «…………», ανέθεσε, κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούµενων απαιτήσεων, µεταξύ των οποίων και την ένδικη απαίτηση, στην καθ΄ής η ανακοπή εταιρεία. Περίληψη της εν λόγω σύµβασης διαχείρισης δηµοσιεύθηκε µε αριθ. πρωτ. …./25.5.2021 στα ως άνω βιβλία (τόµ. …. με α.α…..). Εν συνεχεία, µε την από 11.10.2021 σύµβαση, νόμιμα δηµοσιευθείσας σε περίληψη µε αρ. πρωτ. …/11.10.2021 στα ίδια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, (τόµ. …. µε α.α. ….), λύθηκε η από 25.5.2021 σύµβαση διαχείρισης µεταξύ της καθ΄ής και της εταιρείας ειδικού σκοπού «……….», που έχει επίσης καταχωριστεί, όπως προαναφέρθηκε, στα βιβλία αυτά. Την ίδια δε ημέρα (11.10.2021), ενεγράφη στα βιβλία δηµοσιεύσεων του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόµ…. µε α.α. ….) η µε αριθ. πρωτ. …./11.10.2021 δηµοσίευση συµβάσεων του άρθρου 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003, µε την οποία η διαχείριση των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων, µεταξύ των οποίων και η ένδικη απαίτηση, ανατέθηκαν εκ νέου στην καθ΄ής η ανακοπή εταιρεία – εφεσίβλητη. Ακολούθως, στις 8.11.2022, καταχωρίστηκε µε αριθ. πρωτ. …/8.11.2022 στα ανωτέρω βιβλία (τόµ. …. με α.α. …), η από 8.11.2022 σύµβαση συµπλήρωσης, δυνάµει της οποίας συµπληρώθηκε το υπ΄αριθ. πρωτ. …./11.10.2021 έντυπο δηµοσίευσης της από 8.10.2021 σύµβασης διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, που κατραχωρίστηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόµ. .. με α.α.. …) και εξειδικεύτηκαν οι υπό διαχείριση απαιτήσεις. Όλα τα παραπάνω έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται, κατά πλήρη αλληλουχία, η µεταβίβαση της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας, επισπεύδεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία «…………» αλλά και η διαχείριση αυτής (απαίτησης) από την καθ΄ής η ανακοπή εταιρεία, συγκοινοποιήθηκαν στους ανακόπτοντες κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, µετά της προσβαλλόµενης από 4.9.2023 επιταγής προς πληρωµή. Συνεπώς, ο ως άνω λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, από τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερθέντα έγγραφα, προκύπτει σαφώς ότι η μεταβιβασθείσα απαίτηση στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού είναι αυτή από την επίμαχη δανειακή σύμβαση, χωρίς να δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την ταυτότητα της μεταβιβασθείσας απαίτησης με αυτήν για την οποία επισπεύδεται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των ανακοπτόντων – εκκαλούντων.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, με τον οποίον επαναφέρουν τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, που απορρίφθηκε επίσης ως ουσιαστικά αβάσιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες, διατείνονται ότι, η καθ΄ής η ανακοπή εταιρεία διααχείρισης, χορήγησε την από 22.9.2023 εντολή προς εκτέλεση στον προαναφερθέντα δικαστικό επιμελητή, στηρίζοντας τη νομιμοποίησή της σε λυθείσα, κατά τον κρίσιμο ως ανω χρόνο, από 25.5.2021 σύµβαση διαχείρισης, με αποτέλεσμα, λόγω έλλειψης τέτοιας ενεργητικής νομιμοποίησής της, να καθίσταται ανυπόστατη η εντολή αυτή και να οδηγεί σε ακυρότητα όλη τη διαδικασία της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης. Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες σημειώνουν ότι, η ίδια η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. ………/25.9.2023 Έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, στηρίζεται σε λυθέν συµβατικό έγγραφο, ήτοι επιβάλλεται από την καθ΄ής η ανακοπή υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας εταιρείας της ως άνω εταιρείας ειδικού σκοπού και δικαιούχου της απαίτησης («……..»), δυνάµει του µε αριθ. πρωτ. ………./25.05.2021 έντυπου καταχώρισης της από 25.5.2021 σύμβασης διαχείρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, πλην όµως, η σύμβαση αυτή είχε ήδη λυθεί άλλως είχε αντικατασταθεί. Κι αυτός ο λόγος, όμως, της ανακοπής, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη, είναι απορριπτέος ως  αβάσιμος, και επομένως και ο ως άνω σχετικός λόγος της έφεσης, διότι αποδεικνύεται ότι µε την από 4.9.2023 επιταγή, συνταχθείσα κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …/2013 διαταγής πληρωµής του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (όπως αυτή διορθώθηκε µε την υπ΄ αριθ. 4557/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου), που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, η καθ΄ής η ανακοπή, ως διαχειρίστρια εταιρεία της ειδικής διαδόχου προαναφερθείσας αλλοδαπής εταιρείας µε την επωνυµία «……….» (δυνάµει της από 11.10.2022 σύµβασης διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών), επίταξε να της καταβάλουν οι ανακόπτοντες τα ποσά που αναλυτικά αναφέρονται στην εν λόγω επιταγή. Μεταξύ των εγγράφων που συνεπιδόθηκαν στους ανακόπτοντες με την επιταγή αυτή, ήταν, κατ΄ άρθρο 925 ΚΠoλΔ, και επικυρωµένο αντίγραφο της µε αριθ. πρωτ. …../11.10.2022 δηµοσίευσης συµβάσεων του άρθρου 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003, που ενεγράφη επίσης στο ως άνω βιβλίο, όπως προαναφέρθηκε, από την οποία προκύπτει ότι η διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν, ανατέθηκε εκ νέου στην καθ΄ής η ανακοπή διαχειρίστρια εταιρεία, δυνάµει της από 8.10.2021 σύµβασης διαχείρισης. Συνεπώς, αποδεικνυόταν η νοµιµοποίηση της καθ΄ής τόσο κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης της επιταγής όσο και αυτόν της επιβολής της κατάσχεσης.

Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, οι οποίοι περιέχονται στους αντίστοιχους λόγους της κρινόμενης έφεσής τους, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχουν από ακυρότητα, διότι, η καθ΄ής εταιρεία, υπό την επίκληση της ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού («………..»), δεν τους συγκοινοποίησε µε την ως άνω προσβαλλόµενη επιταγή προς πληρωµή, όλα τα νοµιµοποιητικά της έγγραφα και ειδικότερα δεν τους συγκοινοποίησε κάποιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται, πέραν πάσης αµφιβολίας, ότι η διαχείριση της ένδικης απαίτησης ανατέθηκε σε αυτήν, καθώς η εν λόγω απαίτηση δεν µνηµονευόταν µε σαφήνεια, όπως απαιτείτο, στην περίληψη της σύµβασης ανάθεσης της διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, που τους επιδόθηκε, ούτε, ακόµη, τους επιδόθηκε η οικεία σύµβαση διαχείρισης, που αναγραφόταν στην κοινοποιηθείσα στους ίδιους περίληψη της σύµβασης ανάθεσης της διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, µε αποτέλεσµα να µην αποδεικνύεται η ενεργητική νοµιµοποίηση της καθ΄ής η ανακοπή, ως διαχειρίστριας εταιρείας της δικαιούχου της απαίτησης ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, αλλά ούτε και ότι η τελευταία είναι πράγματι δικαιούχος της απαίτησης αυτής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στους ανωτέρω λόγους της ανακοπής και της έφεσης. Ωστόσο, οι λόγοι αυτοί της ανακοπής και επομένως και της έφεσης, δεν τυγχάνουν βάσιμοι. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδεικνύεται ότι, η καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητη, κατά την επίδοση στους ανακόπτοντες – εκκαλούντες της προσβαλλόμενης από 4.9.2023 επιταγής προς πληρωμή, συγκοινοποίησε σε αυτούς, ως όφειλε, ολόκληρη τη σειρά των απαιτούμενων εγγράφων που την νομιμοποιούσαν στη διενέργεια της διαδικασίας της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης. Συγκεκριμένα δε, κοινοποιήθηκαν στους ανακόπτοντες οι περιλήψεις των συμβάσεων μεταβίβασης λόγω πώλησης και ανάθεσης της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης. Οι περιλήψεις αυτές, περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία των εν λόγω συμβάσεων, ενώ η καθ΄ής η ανακοπή ανέλαβε τη διαχείριση του συνόλου των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων. Άλλωστε, εφόσον οι περιλήψεις των ανωτέρω συμβάσεων έχουν καταχωριστεί νόμιμα στο οικείο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με την καταχώριση δε αυτή έχει επέλθει η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης και στη συνέχεια, η ανάθεση της διαχείρισής της, στην καθ΄ής η ανακοπή εταιρεία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 3 εδ. γ’ του ν. 4354/2015 και 10 παρ. 8, 9, 10 και 16 Ν. 3156/2003, δεν απαιτείται η συγκοινοποίηση κάποιου άλλου εγγράφου για την κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, νομιμοποίηση της καθ΄ής, σύμφωνα και τα με τα όσα προεκτέθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη. Μόνο το γεγονός ότι το παράρτημα της σύμβασης μεταβίβασης, στο οποίο αυτή παραπέμπει, δεν κοινοποιήθηκε ολόκληρο ως σύνολο στους ανακόατοντες, παρά μόνο αποσπασματικά και συγκεκριμένα το μέρος που εμπεριέχεται σε αυτό η απαίτηση σε βάρος τους, ουδεμία ακυρότητα δημιουργεί, δεδομένου ότι το υπόλοιπο του παραρτήματος αυτού, το οποίο αριθμεί χιλιάδες σελίδες στο σύνολό του, αφορά δάνεια άλλων οφειλετών, που δεν έχουν καμία σχέση με την επισπευδόμενη σε βάρος των ανακοπτόντων αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, η συγκοινοποίηοη ολόκληρου του παραρτήματος αυτού, θα ήταν υπερβολική, εξαιρετικά δαπανηρή και τελικά άνευ αντικειμένου, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται απαραίτητη, κατά τα επίσης προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη.

Με τον έκτο λόγο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος ο έκτος λόγος της ανακοπής τους, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι το αντίγραφο του υπ΄αριθ. …/2013 πρώτου απογράφου, όπως αυτό προσαρτήθηκε στην υπ΄ αριθ. …../29.9.2013 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. ., κατόπιν της διόρθωσης της υπ΄αρ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  δυνάμει της υπ’ αριθ. 4557/2013 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, δεν φέρει μνεία από δικηγόρο ή αρμόδια αρχή ότι αποτελεί ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο. Ο λόγος αυτός της έφεσης, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως ορθά επισημαίνεται στην εκκαλουμένη, από το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους, σώμα της προσβαλλόμενης από 4.9.2023 επιταγής προς πληρωμή, προκύπτει ότι, αμέσως μετά την τελευταία σελίδα του αντιγράφου του πρώτου απογράφου της υπ΄αρ. …/2013 διορθωτικής της υπ΄αρ. …./2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απόφασης, παρατίθεται κείμενο της πληρεξούσιας δικηγόρου της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, που αναφέρει αυτολεξεί: «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του πιστού αντιγράφου που εκδόθηκε κατ’ άρθ. 918 παρ.Β ΚΠολΔ. του α’ εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …./2013, διαταγής πληρωμής του κ. Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 4557/2013 απόφαση του κ. Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που προσαρτώνται στην υπ’ αριθμ. …/29-09-2013 πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών . ….., το οποίο επικυρώνω…», ενώ, στο τέλος της προσβαλλόμενης επιταγής (σελ. 8) τίθεται η υπογραφή και η σφραγίδα της ως άνω πληρεξούσιας δικηγόρου. Επικυρώθηκε δηλ. το ως άνω αντίγραφο του πρώτου εκετλεστού απογράφου, όπως ρητά αναφέρεται αλλά και συνάγεται βεβαίωση του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης.

Από τον συνδυασμό των άρθρων 281 ΑΚ, 116, 933 ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδομένης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 17/1995, ΑΠ 2045/2014, ΑΠ 1627/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Προκειμένου δε να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού ή με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Επιπλέον δε, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το δε ζήτημα εάν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που είναι δυνατόν να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (Ολ.ΑΠ 6/2016, ΑΠ 1603/2014, Εφ.Αθ.(Μον).2634/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 951 ΚΠολΔ, η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης. Με την τελευταία αυτή διάταξη, η ρύθμιση της οποίας αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής του ΚΠολΔ για την απαγόρευση καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς, επιβάλλεται ο περιορισμός της κατάσχεσης σε τόσα περιουσιακά  στοιχεία του οφειλέτη όσα απαιτούνται προς ικανοποίηση της απαίτησης και κάλυψη των εξόδων εκτέλεσης, σκοπό δε έχει να αποτρέψει την από τον δανειστή υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη διά της δέσμευσης δυσανάλογης προς την απαίτηση περιουσίας. Δεδομένου όμως ότι, κατά την επιβολή της κατάσχεσης, δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν, η ανωτέρω διάταξη ερμηνεύεται με ευρύτητα έτσι ώστε εάν ο οφειλέτης έχει π.χ. και άλλα χρέη και ως εκ τούτου προβλέπονται αναγγελίες άλλων δανειστών, λαμβάνονται υπόψη και οι απαιτήσεις αυτές, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ικανοποίησης του κατασχόντος. Συνέπεια της παράβασης της άνω διάταξης είναι ο περιορισμός της κατάσχεσης με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, στα ανάλογα περιουσιακά στοιχεία και όχι η ακυρότητα της κατάσχεσης (ΑΠ 551/2005, Εφ.Αιγ.(Μον).6/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον όγδοο και τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσης, οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε τον δέκατο λόγο της ανακοπής τους περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος εκ μέρους της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονταν με τον λόγο αυτό, ότι η καθ΄ής η ανακοπή, ενεργώντας καταχρηστικά και προς βλάβη τους, σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (αλλά και του άρθρου 951 ΚΠολΔ), επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της ανακοπτόμενης ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης σε πέντε (5) συνολικά ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες) συγκυριότητάς τους, συνολικής αξίας 475.500 ευρώ, ήτοι ποσό καταφανώς μεγαλύτερο από το ύψος της απαίτησης (102.927,82 ευρώ) προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, ενώ θα επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής, η κατάσχεση ενός μόνο εκ των εν λόγω ακινήτων και συγκεκριμένα του ακινήτου με αρ. 5 στην έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, αξίας 120.100 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στον ως άνω λόγο της ανακοπής. Ως προς τον τελευταίο αυτό λόγο της ανακοπής και της έφεσης, λεκτέα είναι τα εξής: Δυνάμει της προαναφερθείσας υπ΄αριθ. ………./30.1.2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (όπως αυτή διορθώθηκε δυνάμει της υπ΄αριθ. 4557/2013 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» – τότε δικαιούχου της απαίτησης πηγάζουσας εκ της ως άνω επίσης αναφερθείσας υπ΄αριθ. ………./27.4.2004 σύμβασης δανείου μετά των πρόσθετων πράξεων αυτής, οι καθ΄ών η διαταγή αυτή – αρχικά συμβληθέντες στην εν λόγω σύμβαση (ήτοι: 1. Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» ως πρωτοφειλέτιδα, 2. Ο ……….. ως εγγυητής, ήδη θανών στις 10-9-2012 και κληρονομηθείς, με το ευεργέτημα της απογραφής, από τη σύζυγό του-πρώτη ανακόπτουσα – εκκαλούσα και 3. Ο …………., ως εγγυητής, ήδη δεύτερος ανακόπτων – εκκαλών, υποχρεώθηκαν  να καταβάλουν στην ανωτέρω τραπεζική εταιρεία, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 216.296,02 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 9.3.2012 έως την ολοσχερή εξόφληση, εισφοράς ν. 128/1975 και δικαστικών εξόδων ποσού 3.690 ευρώ. Εν συνεχεία, η καθ΄ής η ανακοπή, με την προαναφερθείσα ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού «………..», (που, εν τω μεταξύ, είχε αποκτήσει την ένδικη απαίτηση, όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε), επέδωσε στις 26.9.2023 στους ανακόπτοντες την προσβαλλόμενη από 4.9.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ίδιας διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας τους επιτάσσει να της καταβάλουν, αλληλεγύως και εις ολόκληρο, ο καθένας εξ αυτών, τα εξής ποσά: Α. Για κεφάλαιο το συνολικό ποσό των 102.927,82 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας από 17.5.2023 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, πλέον εισφοράς ν. 128/75, των τόκων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο. Β. Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 3.690 ευρώ, Γ. Για επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση το ποσό των 86 ευρώ. Δ. Για σύνταξη τηs επιταγής προς εκούσια συμμόρφωση το ποσό των 100 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας (για τα υπό στοιχ. Β, Γ, Δ κονδύλια, από την επομένη της επίδοσης της επιταγής). Ακολούθως, στις 26.9.2023, η καθ’ής επέδωσε στους ανακόπτοντες την επίσης προσβαλλόμενη υπ’αριθ………./25.9.2023 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ….., μέλους της Αστικής Επαγγελματικής Εταιρείας Δικαστικών Επιμελητών «……….», με ΑΦΜ ………, δυνάμει της οποίας επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στα κάτωθι πέντε (5) ακίνητα (αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες) συγκυριότητας των ανακοπτόντων, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστου εξ αυτών, που βρίσκονται σε πολυώροφη οικοδομή επί της οδού ………. στον Κορυδαλλό Αττικής και ειδικότερα: 1) Στην αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία – κατάστημα, υπό στοιχ. Κ1, του ισογείου ορόφου, με  ΚΑΕΚ ………….., επιφάνειας 95 τ.μ.,  η εμπορική αξία του οποίου εκτιμήθηκε στο ποσό των 87.900 ευρώ, 2) στην αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα, υπό στοιχ. Α1, του πρώτου πάνω από το ισόγειο – πιλοτή ορόφου, με  ΚΑΕΚ ……….., επιφάνειας 79 τ.μ., η εμπορική αξία του οποίου εκτιμήθηκε στο ποσό των 85.600 ευρώ, 3) στην αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα, υπό στοιχ. Α2, του πρώτου πάνω από το ισόγειο – πιλοτή ορόφου, με  ΚΑΕΚ ……., επιφάνειας 88 τ.μ., η εμπορική αξία του οποίου εκτιμήθηκε στο ποσό των 97.200 ευρώ, 4) στην αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα, υπό στοιχ. Δ1, του τέταρτου πάνω από το ισόγειο – πιλοτή ορόφου, με  ΚΑΕΚ …….., επιφάνειας 71 τ.μ., η εμπορική αξία του οποίου εκτιμήθηκε στο ποσό των 84.700 ευρώ και 5) στην αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα, υπό στοιχ. Δ2, του τέταρτου πάνω από το ισόγειο – πιλοτή ορόφου, με  ΚΑΕΚ ……………, επιφάνειας 96 τ.μ., η εμπορική αξία του οποίου εκτιμήθηκε στο ποσό των 120.100 ευρώ. Όπως αναφέρεται στο υπ΄αριθ. ……./29.9.2023 απόσπασμα της ως άνω Κατασχετήριας Έκθεσης Ακίνητης Περιουσίας του ίδιου δικαστικού επιμελητή, τα ακίνητα αυτά, σύμφωνα με το πιστοποιητικό εγγραπτέων πράξεων του Κτηματολογίου Πειραιώς και Νήσων,  πέραν της ένδικης αναγκαστικής κατάσχεσης, έχουν και άλλα βάρη και συγκεκριμένα, επί όλων των εν λόγω ακινήτων υφίστανται δύο προσημειώσεις υποθήκης υπέρ της τράπεζας …………, για ποσό 100.000 ευρώ έκαστη, επί των τεσσάρων πρώτων εκ των ως άνω ακινήτων, υποθήκη υπέρ της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, για ποσό 43.502,27 ευρώ, καθώς και, επί των τριών πρώτων εκ των ως άνω ακινήτων, υποθήκη υπέρ της ίδιας Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, για ποσό 44.000,09 ευρώ.

Από τα παραπάνω εκτεθέντα, ουδόλως προκύπτει ότι υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση, και της αξίας των κατασχεθέντων προς ικανοποίηση αυτής ως άνω ακινήτων των ανακοπτόντων και ότι η καθ΄ής προέβη σε αυτήν καταχρηστικά, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες στον ως άνω λόγο της ανακοπής και της έφεσής τους. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι θα αρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής η επιβολή κατάσχεσης σε ένα µόνο ακίνητο των αντιδίκων και συγκεκριμένα στο υπ΄αριθ.5, λαμβανομένου υπόψη ότι θα πρέπει προηγουµένως συνυπολογιστούν τα έξοδα εκτέλεσης, οι νόμικοι τόκοι της απαίτησης,  καθώς και το ενδεχόµενο αναγγελίας απαιτήσεων των έτερων δανειστών των αντιδίκων (βλ. σχετικά τα όσα αναφέρθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη), δεδομένου μάλιστα ότι, τα εν λόγω κατασχεθέντα ακίνητα, όπως προεκτέθηκε, είναι βεβαρηµένα.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ΄ουσία, καθώς και η σωρευθείσα στο δικόγραφό της αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά τα προεκτεθέντα και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ής η ανακοπή για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν εις βάρος των ηττηθέντων και στην εκκλητή δίκη ανακοπτόντων – εκκαλούντων, όπως ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της 1507/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και την σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο με αυτή (έφεση) αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

 Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτή στην ουσία.

Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τους  εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης, παράβολο (e-παράβολο με αρ. ……………./2024, ποσού 100 ευρώ).

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 5 Δεκεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            H  ΓPAMMATEAΣ