Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 593/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης  593/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, η οποία εδρεύει στην πόλη ……….. των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και συγκεκριμένα στη διεύθυνση ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Φραγκίσκου Ξυδού (ΑΜ ΔΣΠ …. ΔΕ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΠ ……..).

Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>, η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στη ………………, στην πραγματικότητα όμως στη …. Αττικής, επί της ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Φίλιππου Δίγκα (ΑΜ ΔΣΠ ….. ΔΕ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ΡΕΔΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΠ ….).

Β) Της ασκούσας πρόσθετους λόγους έφεσης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……..>>, η οποία εδρεύει στην πόλη ………… των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και συγκεκριμένα στη διεύθυνση …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Φραγκίσκου Ξυδού (ΑΜ ΔΣΠ ….. ΔΕ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΠ ….).

Της καθ’ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στη Λιβερία ………….., στην πραγματικότητα όμως στη ……. Αττικής, επί της ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Φίλιππου Δίγκα (ΑΜ ΔΣΠ …. ΔΕ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ΡΕΔΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΠ ……).

Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 10-04-2023 και υπ’αριθ. καταθέσεως ………../2023 αίτηση, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 686 επ ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ’αριθ. 2074/2023 απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αίτηση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η καθ’ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα με την από 08-01-2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …../2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2024) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 15-02-2024 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Επίσης η εκκαλούσα κατέθεσε στο παρόν Δικαστήριο το από 24-09-2024 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, με γεν.αριθ.καταθ. …/2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …../2024, που προσδιορίστηκε για συζήτηση για την ίδια ως άνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση (έφεση και πρόσθετοι λόγοι αυτής) εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται και κατέθεσαν σημειώματα, ζητώντας να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους που περιέχονται σε αυτά.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη είναι εκείνες οι οποίες κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. περί ασφαλιστικών μέτρων, όπως οι περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 378, 632 παρ. 2, 644 παρ. 2, 912 παρ. 2, 918 παρ. 5, 929 παρ. 3, 938 παρ. 3, 994 και 1019 παρ. 1. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι δεν χωρούν ένδικα μέσα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ. Οσάκις όμως διατάξεις του AK ή άλλου νόμου, παραπέμπουν στην διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κπολ,Δ το επιτρεπτόν ή μη της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως εξαρτάται εκ του αν με αυτήν δικάστηκε αίτηση περί λήψεως ή ανακλήσεως ασφαλιστικού μέτρου, υπό την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, διώκουσα δηλαδή την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως και σε καταφατική περίπτωση δεν χωρεί έφεση κατά της αποφάσεως σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 699 ΚΠολΔ. Τουναντίον, αν με την απόφαση δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο με την παραπάνω έννοια, αλλά ρυθμίζεται οριστικώς η διαφορά, τότε η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και έφεση επιτρέπεται κατά το γενικό κανόνα των άρθρων 12 παρ. 1 και 511 ΚΠολΔ. Η διάκριση δεν στηρίζεται μόνον στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 699 (αποφάσεις δεχόμενες ή απορρίπτουσες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά), αλλά επιβάλλεται και από την έντονη διαφορά των αποφάσεων, οι οποίες τέμνουν οριστικώς την ουσία της διαφοράς και εκείνων, οι οποίες δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν τέμνουν την ουσία της διαφοράς, η οποία θα κριθεί από καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο, κατά της αποφάσεως του οποίου τα ένδικα μέσα είναι κατά κανόνα παραδεκτά. Αντίθετα όμως οι τέμνουσες κατ` ουσίαν τη διαφορά αποφάσεις και αν ακόμη εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, αποκτούν δύναμη δεδικασμένου και δεν είναι ορθό τη δεσμευτικότητα αυτή να αποκτούν χωρίς ένδικα μέσα, με τα οποία επιτυγχάνεται επανέλεγχος της υποθέσεως, με το σκοπό επανόρθωσης των τυχόν σφαλμάτων (βλ. Μον.Εφ.Πειρ. 284/2015 με παραπομπές σε ΕφΑθ 1991/2007 Τρ.Ν. Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση Γ, παρ. 147 σελ. 44-45, Χ. Φραγκίστας, Δ 6,545). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 168 προβλέπει ότι αν πάψει η αιτία για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αυτή αίρεται και αν πραγματοποιηθεί ο λόγος για τον οποίο δόθηκε, επέρχεται κατάπτωση της εγγύησης υπέρ εκείνου για τον οποίο είχε δοθεί, μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο όταν αυτό είχε διατάξει την εγγύηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου  ή  Ειρηνοδικείου  με  την  οποία  διατάσσεται  η  άρση  ή  κατάπτωση της εγγύησης,  εκδίδεται μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών  μέτρων,  δεν  αποτελεί  όμως  τέτοιο  αφού λύει οριστικά τη διαφορά αλλά απλώς από το νόμο ορίστηκε η κατά τη διαδικασία αυτή εκδίκαση της υπόθεσης για την ταχύτερη λύση της διαφοράς.  Για  το  λόγο  αυτό  η  διάταξη  του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και κατά της  σχετικής απόφασης επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο νόμος στις κοινές υποθέσεις (βλ. Μον.Εφ.Πειρ 298/2014 με παραπομπές σε ΑΠ 465/2009, ΑΠ 1669/1988, ΕφΑθ 3003/2000, Εφ Αθ 1991/2007,Εφ Πειρ 169/1998, δημ.ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση της καθ’ης η αίτηση, ήδη εκκαλούσας, αλλοδαπής (εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στο ….. των Ηνωμένων Πολιτειών) εταιρείας, προσβάλλεται η υπ’αριθ. 2074/2023 απόφαση, με την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε τη διαφορά των διαδίκων περί της τύχης της εγγυοδοσίας, ύψους 22.500 ευρώ, που  κατατέθηκε στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου από την αιτούσα, ήδη εφεσίβλητη, δεχόμενο την από 10-04-2023 αίτηση αυτής και διατάσσοντας την άρση της εγγυοδοσίας και την απόδοση στην αιτούσα και για λογαριασμό της στους πληρεξουσίους δικηγόρους της, του κατατεθέντος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σχετικού γραμματίου σύστασης χρηματικής παρακαταθήκης. Καίτοι, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθ` όσον τέμνει κατ` ουσίαν την ως άνω διαφορά των διαδίκων περί της τύχης της εγγυήσεως και δεν αφορά στη λήψη ασφαλιστικού μέτρου κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εφεσίβλητης που προβάλεται με τις από 24-10-2024 προτάσεις – σημείωμα που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 2074/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της, στις 12-01-2024, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εντός της γνήσιας προθεσμίας των εξήντα [60] ημερών, δεδομένου ότι η εκκαλούσα είναι  αλλοδαπή εταιρεία, εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στο ….. των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία (προθεσμία) άρχεται από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης [άρθρα 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1  ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 518  ισχύει, λόγω του χρόνου άσκησής της, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1  του ένατου άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015], καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας η αιτούσα, ήδη εφεσίβλητη, επέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στην καθ’ης η αίτηση, στις 15-11-2023 (βλ. την από 15-11-2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………, επί του σώματος της εκκαλουμένης, νομίμως προσκομιζόμενης με επίκληση από την εκκαλούσα). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………./2024, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου. Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 591παρ. 1ζ ΚΠολΔ, που προσιδιάζει προς την ταχεία διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως εγγύτερη δικονομικά προς τις εφαρμοζόμενες στις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 επ ΚΠολΔ διατάξεις (αρχή προφορικότητας, αρχή πιθανολόγησης, ανακριτικό σύστημα κλπ), απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εφεσίβλητης που προβάλεται με τις από 24-10-2024 προτάσεις – σημείωμα που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας. Ειδικότερα, η εκκαλούσα άσκησε τους πρόσθετους λόγους της έφεσής της με το από 24-09-2024 δικόγραφο προσθέτων λόγων που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 24-09-2024 και κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη αυθημερόν, τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ.υπ’αριθ. …………/24-09-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….), πρέπει δε να συνεκδικαστούν με την έφεση λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και καθόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία, εκκρεμούν στο παρόν Δικαστήριο ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους και από τη συνεκδίκασή τους, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 246 σε συνδυασμό  με  το άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 10-04-2023 αίτηση, η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι η καθ΄ης η αίτηση, ήδη εκκαλούσα, άσκησε σε βάρος της, την από 27.07.2022 και υπ’αριθ. καταθέσεως …./2022 αίτηση με την οποία ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτούσας και ιδίως του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου της με ονομασία <<GO>>, έως του ποσού των 33.242,46 ευρώ, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων που προέβαλε με την αίτηση αυτή. Οτι παρά πόδας της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η από 28.07.2022 προσωρινή διαταγή, με την οποία απαγορεύθηκε προσωρινά και έως τη συζήτηση της αίτησης, ο απόπλους του ανωτέρω πλοίου καθώς και οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής και πραγματικής του κατάστασης και ότι ορίστηκε ως καταβλητέα εγγυοδοσία το ποσό των 22.500 ευρώ, η καταβολή του οποίου εκ μέρους της (καθής η αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης) ή άλλου για λογαριασμό της, με την κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου, ισόποσης εγγυτικής επιστολής αξιόχρεου τραπεζικού ή χρηματοπιστωτικού φορέα, θα επέφερε αυτοδικαίως την ανάκληση (παύση) της ισχύος της προσωρινής διαταγής και την άρση των με αυτήν διαταχθέντων απαγορεύσεων, βάσει των άρθρων 704 και 705 ΚΠολΔ. Οτι για την ανάκληση της ανωτέρω προσωρινής διαταγής, κατατέθηκε για λογαριασμό της (αιτούσας), από την εταιρεία ……….., το υπ’αριθ. …… γραμμάτιο σύστασης χρηματικής παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού 22.500 ευρώ, συνταγείσης της υπ’αριθ. …./05-08-2022 έκθεσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής του Γραμματέα του Πρωτοδικείου. Οτι επί της ανωτέρω, από 27.07.2022, αιτήσεως εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1638/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), που απέρριψε αυτήν. Οτι έκτοτε έπαυσε η αιτία για την οποία είχε δοθεί η εγγυοδοσία που διατάχθηκε με την ως άνω προσωρινή διαταγή και ότι συντρέχει περίπτωση να διαταχθεί η άρση και η απόδοση της εγγυητικής επιστολής στην αιτούσα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να διαταχθεί η άρση της εγγυοδοσίας, η οποία δόθηκε για την αντικατάσταση της προσωρινής διαταγής και η απόδοση της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής στην αιτούσα δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’αριθ. 2074/2023 απόφαση, δικάζοντας κατ’αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκανε δεκτή την αίτηση στο σύνολό της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να απορριφθεί η από 10-04-2023 αίτηση στο σύνολό της, και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 του ίδιου Κώδικα στοιχεία και τους λόγους της εφέσεως, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αν ελλείπει σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως, το δικόγραφο κηρύσσεται άκυρο και η έφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως. Συνίστανται δε οι πλημμέλειες της αποφάσεως και σε νομικά και πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Στα τελευταία ανάγεται και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού βλ. σχετ. ΑΠ 102/2010, ΑΠ 1440/2005, δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη διότι κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων εν γένει, δέχθηκε την αίτηση της εφεσίβλητης. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και δεν καθίσταται ασαφής εκ του ότι δεν περιλαμβάνει σε τι έγκειται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι, όπως εκτέθηκε, το Εφετείο μετά συνεκτίμηση της υποθέσεως ως συνόλου στην ουσία, θα κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης αποφάσεως.

Από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η δυνατότητα να διαταχθεί καταβολή εγγυοδοσίας επί των περιπτώσεων των άρθρων 162 επ., επί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 694), επί κηρύξεως αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής (άρθρο 911), επί ασκήσεως ανακοπής ή εφέσεως (άρθρο 912 παρ. 1), ή αναιρέσεως (άρθρο 565 ΚΠολΔ) και επί ανοχής ή παραλείψεως πράξεως (άρθρο 947). Η εγγυοδοσία, που διατάσσεται ως ασφαλιστικό μέτρο κατά τα άρθρα 704 και 705 του ΚΠολΔ, παρέχεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 162 επ. του ίδιου Κώδικα, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά, αίρεται δε ή καταπίπτει υπέρ εκείνου, υπέρ του οποίου δόθηκε, εφόσον συντρέχει νόμιμος λόγος, ύστερα από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ακόμη και αν η εγγύηση δόθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγου (ή του Ειρηνοδικείου για τις εγγυοδοσίες που διατάχθηκαν από αυτό), η οποία εκδίδεται, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και αποφαίνεται για την ύπαρξη ή μη του ως άνω λόγου, δηλαδή, τη λήξη της αιτίας ή την επέλευση της περιπτώσεως, για την οποία δόθηκε η εγγύηση, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 168 του ΚΠολΔ. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της εγγυήσεως, που έχει κατατεθεί υπέρ του αιτούντα από τον ήδη καθού η αίτηση οφειλέτη ή τρίτο και την ως συνέπεια αυτής (κατάπτωσης) απόδοση, ενδεχομένως, στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής τράπεζας ή του παρακρατηθέντος στο γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και όχι στο να απαγγείλει καταψήφιση προς πληρωμή του ποσού της εγγυήσεως (ΑΠ 1133/2021, δημ. ΝΟΜΟΣ, με παραπομπή σε ΑΠ 465/2009, Α.Π. 375/1997). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 ΚΠολΔ (όμοια με τη διάταξη του άρθρου 847 ΚΠολΔ), προκύπτει σαφώς, ότι, αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου δόθηκε, ενώ εάν παύσει η αιτία για την οποία δόθηκε, η εγγύηση αίρεται και διατάσσεται η απόδοσή της, και στις δύο περιπτώσεις μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ’ αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο ακόμη και αν η εγγύηση δόθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγου, η δε απόφασή του υπόκειται σε έφεση (ΑΠ 465/2009, ΑΠ 375/1997, ΕφΠειρ 284/2015, ΕφΠειρ 382/2015, Εφ.Αθ 6042/2009, ΝΟΜΟΣ). Η αρμοδιότης, εξάλλου, του δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της κατατεθείσας υπέρ του αιτούντος υπό του καθ` ου η αίτηση οφειλέτου ή τρίτου εγγυήσεως και την συνεπεία αυτής απόδοση στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ή του παρακατατεθέντος στον γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών. Δυνάμει δε της αποφάσεως αυτής, ο δικαιωθείς μπορεί να ζητήσει την ανάληψη από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου, του παρακατατεθέντος σ` αυτόν γραμματίου ή της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας, ενώ μόνον στην περίπτωση που ο γραμματέας αρνείται να προβεί στην απόδοση της εγγυήσεως το δικαστήριο μπορεί να τον υποχρεώσει, εγειρομένης της αγωγής περί καταδίκης του σε ενέργεια της, ως άνω, πράξεως κατά την τακτική διαδικασία σε απόδοση της κατατεθείσας εγγυήσεως (ΑΠ 465/2009, δημ. ΝΟΜΟΣ).

Κατά το αρθρ. 691 παρ.2 του ΚΠολΔ αν το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, έχει το δικαίωμα μόλις κατατεθεί αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και ώσπου να εκδοθεί ή σχετική απόφαση να εκδώσει και αυτεπαγγέλτως προσωρινή διαταγή που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση ή τα πρακτικά σχετικά με τα μέτρα που πρέπει αμέσως να ληφθούν για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. Η προσωρινή διαταγή, η οποία αποβλέπει στη διασφάλιση του επικείμενου ασφαλιστικού μέτρου, ώστε να πραγματωθεί ο σκοπός που επιδιώκεται με αυτό σε σχέση με τον τελικό σκοπό της κυρίας δίκης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει ούτε απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση, ως εκ τούτου δε στερείται των στοιχείων εκείνων που κατά τα αρθρ. 93§3 του Συντ. και 305 του ΚΠολΔ ανάγονται σε προϋποθέσεις του κύρους των δικαστικών αποφάσεων. Είναι όμως τίτλος εκτελεστός, από εκείνους που αναφέρονται στο αρθρ. 904 § 2 ζ του ΚΠολΔ, του οποίου μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση, κατ` αρθρ. 700 § 3 του ίδιου κώδικα, με βάση σημείωση του δικαστή που την εξέδωσε κάτω από την αίτηση ή τα πρακτικά (βλ. ΑΠ 133/2004, ΝοΒ 52,1549. 561/99, Δνη 99,63, αναλυτικά δε για τις υποστηριζόμενες απόψεις ως προς τη φύση της προσωρινής διαταγής Κράνης, Δνη 99, 1008 επ.) Επομένως, η προσωρινή διαταγή είναι δεσμευτική με την έννοια ότι οι πράξεις που είναι αντίθετες με το περιεχόμενο της στερούνται νομιμότητας. Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, εκτός και αν έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια (λ.χ. μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως) και ανακαλείται ή μεταρρυθμίζεται με νεότερη διαταγή του δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως ή με απόφαση κατά τις διατάξεις των αρθρ. 696-698 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται αναλόγως (βλ. Εφ.Πειρ. 298/2014, δημ. ΝΟΜΟΣ, με παραπομπή σε Εφ Πατρ 1002/2006, δημ.ΝΟΜΟΣ, Απαλαγάκη ΚΠολΔ άρθρο 691 σελ.1576).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και δη του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι μετ’επικλήσεως προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 690 παρ.1, 339, 347 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται μνεία στη συνέχεια, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται η εκτίμηση κανενός, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), από τους ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στα σημειώματα που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και από όλη εν γένει τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ης η αίτηση, ήδη εκκαλούσα, άσκησε κατά της αιτούσας, ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 27-07-2022 και υπ’αριθ.κατάθ. ………../2022 αίτηση, με την οποία ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της  αιτούσας, είτε εις χείρας της είτε εις χείρας τρίτων και ιδίως του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου της, με την ονομασία <<GO>>, μέχρι του ποσού των 33.242,46 ευρώ, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων που προέβαλε με την αίτηση αυτή. Κατόπιν συζήτησης εκδόθηκε, παρά πόδας της ανωτέρω αιτήσεως, η από     28-07-2022 προσωρινή διαταγή του Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απαγορεύθηκε προσωρινά και μέχρι τη συζήτηση της αίτησης, ο απόπλους του ένδικου πλοίου καθώς και οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης αυτού και ορίστηκε ως καταβλητέα εγγυοδοσία το ποσό των 22.500 ευρώ, η καταβολή του οποίου εκ μέρους της (καθής η αίτηση) ή άλλου για λογαριασμό της, με την κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου, ισόποσης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεου τραπεζικού ή χρηματοπιστωτικού φορέα, θα επέφερε αυτοδικαίως την ανάκληση (παύση) της ισχύος της προσωρινής διαταγής και την άρση των με αυτήν διαταχθέντων απαγορεύσεων, βάσει των άρθρων 704 και 705 ΚΠολΔ. Με σκοπό την άρση των απαγορεύσεων της ανωτέρω προσωρινής διαταγής, κατατέθηκε από την εταιρεία ………….., υπέρ της καθ’ης η αίτηση, το υπ’αριθ. ……. γραμμάτιο σύστασης χρηματικής παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού 22.500 ευρώ, συνταγείσης της υπ’αριθ. ……../05-08-2022 έκθεσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε στις 19-09-2022 και εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1638/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν. Κατά της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκαν τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, όπως προκύπτει από το υπ’αριθ. ………./2023 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ενδίκων μέσων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την έκδοση της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης έπαυσε αυτοδικαίως και η ισχύς της από 28-07-2022 προσωρινής διαταγής, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία δόθηκε η εγγυοδοσία, σε αντικατάσταση του ασφαλιστικού μέτρου της απαγόρευσης απόπλου του πλοίου και της μεταβολής της νομικής και πραγματικής του κατάστασης, στο πλαίσιο της δίκης που ανοίχθηκε με αίτημα τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου της καθ’ης η (από 27-07-2022) αίτηση. Εφόσον δε εξέλιπε η αιτία για την εν λόγω εγγυοδοσία, ήτοι η από 28-07-2022 προσωρινή διαταγή υπό την οποία και μόνο παρασχέθηκε ως δυνατότητα άρσης των επιβληθέντων ασφαλιστικών μέτρων, δεν υφίσταται πλέον νόμιμος λόγος διατήρησης της ισχύος της ως άνω εγγυοδοσίας, αντίθετα συντρέχει περίπτωση για την άρση αυτής και την απόδοση της εγγυητικής επιστολής στην αιτούσα, ήδη εφεσίβλητη, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της. Το γεγονός ότι η καθ’ης η αίτηση, ήδη εκκαλούσα, διατηρεί κατά της αιτούσας ενεργή απαίτηση από την ίδια αιτία, για την οποία έχει ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), την από 30-12-2022 υπό ΓΑΚ …../2022 και ΕΑΚ …/2022 αγωγή, με αίτημα την αναγνώριση της οφειλής της αιτούσας προς αυτήν, ποσού 22.781,75 δολαρίων ΗΠΑ (ή το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής), έχοντας σωρεύσει με τις προτάσεις της και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί ανάκλησης, κατ’άρθρο 697 ΚΠολΔ, της υπ’αριθ. 1638/2022 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, δεν διαφοροποιεί την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον πρόκειται για άλλη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, όπως και το γεγονός ότι επί της ανωτέρω αγωγής έχει έκδοθεί ήδη η υπ’αριθ. 2472/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δέχεται αυτήν, δεν αναιρεί τα ανωτέρω εκτεθέντα (την παύση της ισχύος της από 28-07-2022 προσωρινής διαταγής) αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται διαφοροποίηση (Εφ.Πειρ. 298/2014, ο.π), ο δε μοναδικός πρόσθετος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.  Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και επομένως και ο μοναδικός λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτου πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. …………./2024 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά και

Απορρίπτει αυτούς κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. …………../2024 παραβόλου της έφεσης  στο δημόσιο ταμείο.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 5 Δεκεμβρίου 2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ