Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 598/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 598/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Πρέντζα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να (συν)εκδικάσει τις εφέσεις:

Α. Του εκκαλούντος: …………, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Μαρίας Λειβιδιώτου – Σαξώνη [ΑΜ ΔΣΠ ……..] και κατέθεσε το με αρ.  ………./24.9.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ..

Της εφεσίβλητης: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία …………, που εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …….. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ευάγγελου Αστρά [ΑΜ ΔΣΠ ….], με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε το με αρ. …… γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Β. Της εκκαλούσας:  Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία ………., που εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ……. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ευάγγελου Αστρά [ΑΜ ΔΣΠ ……], με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε το με αρ. …. γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Του εφεσίβλητου: …………., που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Μαρίας Λειβιδιώτου – Σαξώνη [ΑΜ ΔΣΠ ….] και κατέθεσε το με αρ.  ……/24.9.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Ο εκκαλών στην υπό Α΄ έφεση – εφεσίβλητος στην υπό Β΄ έφεση άσκησε την από 13.7.2020 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 13.7.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …./2020 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …/2020, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α΄ έφεση – εκκαλούσας στην Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 2784/2022 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλαν με έφεση: Α) Ο ενάγων με την από 30-9-2022 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/10-10-2022 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ Πειραιά και ΓΑΚ …. και ΕΑΚ…./10.10.2022 ΕΦΕΤΕΙΟΥ Πειραιά έφεσή του και Β) Η εναγόμενη με την από 01-11-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/01-11-2022 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ Πειραιά και ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2-11-2022 ΕΦΕΤΕΙΟΥ Πειραιά έφεσή τους, οι οποίες ορίστηκαν αρχικά να συζητηθούν την 21.9.2023, με αρ. πιν. .. και …. αντίστοιχα. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο και λόγω ανωτέρας βίας (συμμετοχή δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας) οι υποθέσεις δεν εκφωνήθηκαν προς συζήτηση και επαναπροσδιορίστηκαν αυτεπαγγέλτως (άρθ. 260 παρ. 4 ΚΠολΔ) προς συζήτηση με την υπ΄ αριθμ. 75/27.9.2023 ΠΡΑΞΗ του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του παρόντος Δικαστηρίου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και με αρ. πιν. … και …. αντίστοιχα, κατά την οποία εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος, αφού έλαβε το λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσιβλήτου – εναγόμενης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις, με αυτεπάγγελτο προσδιορισμό δικασίμου για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 75/27.9.2023 ΠΡΑΞΗΣ του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του παρόντος Δικαστηρίου. Οι υπό κρίση εφέσεις: Α]Από 30-9-2022, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./10-10-2022 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ Πειραιά και ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./10.10.2022 ΕΦΕΤΕΙΟΥ Πειραιά έφεση του ενάγοντος και Β] Από 01-11-2022, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./01-11-2022 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ Πειραιά και ΓΑΚ .. και ΕΑΚ …./2-11-2022 ΕΦΕΤΕΙΟΥ Πειραιά έφεση της εναγόμενης εταιρείας, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης και δη κατά της με αριθ. 2784/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 13.7.2020 αγωγής του ενάγοντος –  εκκαλούντος στην Α έφεση κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης στην ίδια έφεση / εκκαλούσας στην Β έφεση), που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 13.7.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …./2020 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …/2020. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα) ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική 2 ετής προθεσμία για την άσκηση έφεσης από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 12.09.2022. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Για το παραδεκτό δε των ένδικων εφέσεων μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012 δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, Εφ.Πειρ. 488/2022, www.efeteio-peir.gr) και συνεπώς πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του με αρ. …….. e – παραβόλου που κατέθεσε χωρίς να υποχρεούται η εναγόμενη – εκκαλούσα εταιρεία, ποσού 100 ευρώ.

Με την αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στη Β έφεση εξέθετε ότι με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας τού με ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……. Δ/Ξ- Π/Φ πλοίου “Κ”, κόρων ολικής χωρητικότητας 4599, κατάρτισε την 1.2.2019 προσύμφωνο ναυτικής εργασίας στο Λαύριο, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την αυτή ημέρα στο ίδιο λιμάνι,  με την ειδικότητα του B’ Μηχανικού, έναντι μηνιαίου “κλειστού” μεικτού μισθού, ποσού 5.243,00 ευρώ και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ν.Ε. για τα Πληρώματα Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2010, κατόπιν συμφωνίας περί της ισχύος της. Ότι εργάστηκε στο πλοίο μέχρι 25.4.2019, όταν απολύθηκε στο Λαύριο “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του Πλοιάρχου. Ότι στις 20.6.2019 κατήρτισε εκ νέου προσύμφωνο ναυτικής εργασίας στο Λαύριο, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την ίδια ημέρα, με την ειδικότητα του B’ Μηχανικού, έναντι μηνιαίου “κλειστού” μεικτού μισθού, ποσού 5.243,00 ευρώ και κατά τα λοιπά ιχυόντων των όρων της Σ.Σ.Ν.Ε. για τα Πληρώματα Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2010, εργάσθηκε δε μέχρι τις 22.11.2019, οπότε απολύθηκε στο Λαύριο “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του Πλοιάρχου. Ότι στις 26.2.2020 κατήρτισε νέο προσύμφωνο ναυτικής εργασίας στο Λαύριο, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την ίδια ημέρα στο Λαύριο, με την ίδια ειδικότητα, έναντι μηνιαίου “κλειστού” μεικτού μισθού, ποσού 5.243,00 ευρώ και κατά τα λοιπά σύμφωνα με τους όρους της Σ.Σ.Ν.Ε. για τα Πληρώματα Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2010, στο οποίο εργάσθηκε έως τις 30.6.2020, οπότε απολύθηκε στη Χαλκίδα “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του Πλοιάρχου. Ότι πριν ναυτολογηθεί στο πλοίο της εναγομένης, είχε θαλάσσια υπηρεσία πλέον των δύο ετών. Ότι το πλοίο ήταν χρονοναυλωμένο στη Δ.Ε.Η, φόρτωνε πετρέλαιο από το Λαύριο και εκφόρτωνε στους υποσταθμούς της Δ.Ε.Η. σε διάφορα νησιά. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα της εργασίας του εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 16 ώρες ημερησίως. Ότι ενόψει αυτών έπρεπε να λάβει για υπερωριακή αμοιβή κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους το συνολικό ποσό των 47.763,48€, κατά τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 12.867,58€, ώστε δικαιούται της διαφοράς, ύψους 34.895,90€. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενος τις διατάξεις περί ευθύνης της εναγομένης ως πλοιοκτήτριας του πλοίου και επικουρικά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι αυτή έγινε πλουσιότερη, χωρίς νόμιμη αιτία και με δική του ζημία, καθώς το αιτούμενο ποσό θα δαπανούσε για την απασχόληση άλλου ναυτικού, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (34.895,90€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απολύσεώς του, ήτοι την 1.7.2020 άλλως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αριθμ. 2784/2022 οριστική απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιόν του, έχοντος διεθνή δικαιοδοσία προς επίλυση ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση (άρθρα 1α’, 3 παρ. 1, 12 παρ. 1, 16 αριθ. 2, 42 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η  εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στην ….. Αττικής, από τη δραστηριότητα του οποίου δημιουργήθηκε η κρινόμενη διαφορά και δεδομένου ότι αυτή (εναγόμενη) παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να προτείνει ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας αυτού, γεγονός, από το οποίο συνάγεται σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων περί παρέκτασης της αρμοδιότητας. Ότι στην προκείμενη, υπέχουσα στοιχεία αλλοδαπότητας, διαφορά, λόγω της κείμενης στην αλλοδαπή έδρας της εναγομένης, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 25 ΑΚ), ως το στενότερα συνδεόμενο με την ένδικη διαφορά, ενόψει της ελληνικής ιθαγένειας του ενάγοντος, της διατήρησης γραφείου στην Ελλάδα εκ μέρους της εναγομένης και του τόπου παροχής της εργασίας, για να δικαστεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ, 82 Κ.Ι.Ν.Δ). Ότι είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, αφού ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο πλοίο της, ορισμένης χωρητικότητας, με την ειδικότητα του B’ Μηχανικού, ότι παρέσχε σ’ αυτό τις υπηρεσίες του σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία, καθώς εργαζόταν, κατά τους ισχυρισμούς του, δεκαέξι (16) ώρες ημερησίως, υπερβαίνοντας το νόμιμο οκτάωρο ημερήσιας εργασίας. Ότι η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330 εδ. α’, 340, 341, 345, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 53, 54, 60, 84 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, 1, 2 παρ. 1, 2 και 4, 4 παρ. 1, 2, 3α’, γ) ββ, 5α’, 5ββ΄, γγ’ και 7β’, γ’, 5, 6, 15, 16, 21 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2010 (Υ.Α. 3525.1.2/01/2011), 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Ενώ απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι τα αναφερόμενα για τη θεμελίωσή της περιστατικά ταυτίζονται απόλυτα με εκείνα που στηρίζουν την αγωγική βάση από τη σύμβαση, καθώς ο ενάγων δεν επικαλείται ακυρότητα των συμβάσεων ναυτικής εργασίας του. Περαιτέρω η αγωγή ερευνήθηκε ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα κατά το μέρος, που αυτό υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ) καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. ……….. ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με το από 25.1.2021 ηλεκτρονικό παράβολο πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς) και έγινε εν μέρει δεκτή, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων είκοσι ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (10.620,42€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της απόλυσής του, ήτοι από 1.7.2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00€) και καταδίκασε την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα ευρώ (350,00€). Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντίστοιχα.

Στη ναυτική πρακτική, «κλειστός» μισθός ονομάζεται η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, η οποία είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314 = ΕΕΔ 2003/1166 = ΔΕΕ 2003/331, ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 202/2021, 464/2021, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του «κλειστού» μισθού προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, προς το οποίο ο συμβατικός μισθός μπορεί είτε να ισούται είτε να το υπερβαίνει, όπως συμβαίνει όταν με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας έχει συμφωνηθεί και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός από το μισθό και τα επιδόματα που προβλέπονται για την ειδικότητά του στην οικεία ΣΣΝΕ και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Περαιτέρω, αντικείμενο της αξιώσεως επί των αποδοχών του μισθωτού, άρα και της σχετικής δίκης, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις είτε υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών είτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τις οποίες οφείλει ο εργοδότης να παρακρατά από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες αντίστοιχες διαφορές αποδοχών (ΑΠ 1131/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 332/2008, Ε7 2009/1153, 1705, ΑΠ 2126/2007, ΔΕΝ 2009/478, ΜονΕφΠειρ. 554/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΣΣΝΕ για Πληρώματα Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω του έτους 2010 (ΥΑ 3525.1.2/01/2011 και αρ. φύλλου ΦΕΚ Β΄ 123/09-02-2011) με τίτλο «ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΗ (ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ)» ορίζονται τα εξής: 1. Έννοια – Όρια υπερωριακής απασχόλησης: «Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εργασθεί υπερωριακά δηλαδή πέραν από τις κανονικές ώρες, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν μπορεί όμως η πρόσθετη αυτή εργασία να ξεπερνά τις 4 (τέσσερις) ώρες μέσα στο 24ωρο, εξαιρέσει των περιπτώσεων της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. 2. Υπερωριακή απασχόληση σε έκτακτη ανάγκη: Μετά το τέλος της τετράωρης υπερωριακής εργασίας απαγορεύεται άλλη πρόσθετη απασχόληση, εκτός από την περίπτωση έκτακτης ανάγκης που αφορά την ασφάλεια του πλοίου, του φορτίου ή των επιβαινόντων. 3. Υπολογισμός υπερωρίας: α) Για την υπερωριακή αυτή εργασία καταβάλλεται στο ναυτικό που την εκτέλεσε υπερωριακή αμοιβή (υπερωρία), η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσό του μηνιαίου βασικού μισθού διαιρείται με τις ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, οι οποίες βρίσκονται με την διαίρεση των εβδομάδων του χρόνου δια δώδεκα μηνών και με τον πολλαπλασιασμό του πηλίκου 4,33 που προκύπτει απ’ αυτή τη διαίρεση επί τις ώρες της εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης που ισχύει κάθε φορά. Με βάση αυτό τον υπολογισμό οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης είναι 173 (εκατόν εβδομήντα τρεις). β) Για την υπερωριακή εργασία της παραγράφου 1 η υπερωριακή αμοιβή που προκύπτει από την εφαρμογή του ανωτέρω εδαφίου (α) αυξάνεται κατά 25% ενώ στις περιπτώσεις της παρ. 2 αυξάνεται στο διπλάσιο. 4. Υπερωριακή αμοιβή Σαββάτου και αργιών: Όλο το πλήρωμα πλην του Α Μηχανικού όταν υπάρχει απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες θα αμείβεται με το 1/173 του βασικού μισθού για κάθε ώρα απασχόλησης προσαυξημένο κατά 50%. Διευκρινίζεται ότι όλες οι ώρες εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες είναι ώρες υπερωριακής απασχόλησης αμειβόμενες κατά τον ανωτέρω τρόπο αποκλειστικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 της ίδιας ως άνω ΣΣΝΕ ο βασικός μισθός του μηχανικού Β που ανήκει στους αξιωματικούς του μηχανοστασίου καθορίζεται στο ποσό των 1.417,32 ευρώ. Οι υπερωριακές αμοιβές, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 διαμορφώνονται για την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού ως εξής: Β. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟΥ: Μηχανικός Β: Απλή Υπερωρία: 8,19, Προσαυξημένη με 25% & αργιών προσαυξημένη με 50%: 10,24, Υπερωρία Σαββάτου: 12,29, Διπλή υπερωρία: 16,39.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, ……….. και την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος, οι οποίοι εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουθμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια εκ των οποίων γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, πλην της από 20.10.2021 βεβαίωσης του ………. της Συμπλοιοκτησίας με το διακριτικό τίτλο «…………», που αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθώς δόθηκε ειδικά για να χρησιμοποιηθεί σε αυτή τη δίκη (ΟλΑΠ 8/1987 ΝΟΒ 1988.75, ΑΠ 928/1997 ΕΕργΔ 1998.840, ΑΓΙ 421/1991 1992.127), τις υπ’ αριθ. …. και ……. από 17.9.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, …………. και ………., που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. ………../14.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, ……….), την με αρ. ………../20.09.2023 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, του μάρτυρα του ενάγοντος, ……….., που λαμβάνεται υπόψιν ως νέο αποδεικτικό μέσο στην κατ΄ έφεση δίκη, κατ΄ άρθρο 529 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ, τις υπ’ αριθ. …../30.9.2020 και …./7.10.2020 ένορκων βεβαιώσεων, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., των μαρτύρων της εναγόμενης, ……… και ………., αντίστοιχα, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. τις υπ’ αριθ. ……./22.9.2020 και ………..   εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………), της από 28.9.2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Λας Πάλμας, ………., του μάρτυρα της εναγόμενης, ………., η οποία εκτιμάται ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο (βλ. ΕφΔωδ 20/2015 ΤΝΓΙ Νόμος, ΕφΛαρ 390/2012 Δικογραφία 2012.749) και λήφθηκε μετά από νόμιμη κι εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ………./23.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………), μη λαμβανομένης υπόψη, όπως και πρωτοδίκως, της υπ’ αριθ. …../12.10.2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Λαυρίου, διότι ξεπερνά των αριθμό των τριών ενόρκων βεβαιώσεων, που επιτρέπονται ανά βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) ούτε λήφθηκε προς αντίκρουση όσων κατατέθηκαν στο ακροατήριο ή περιέχονται στις προτάσεις του ενάγοντος, την με αρ. ………./25.04.2023 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., του μάρτυρα της εναγόμενης, ………, που λαμβάνεται υπόψιν ως νέο αποδεικτικό μέσο στην κατ΄ έφεση δίκη, κατ΄ άρθρο 529 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ναυτικός, απογεγραμμένος από το έτος 1981 (βλ. το υπ’ αριθ. …… φυλλάδιο ναυτικού). Δυνάμει της από 1.2.2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας ενός (1) μηνός, που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και του νόμιμου εκπρόσωπου της εναγόμενης, αλλοδαπής ναυτικής εταιρείας, πλοιοκτήτριας τού, υπό ελληνική σημαία, δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ) – Πετρελαιοφόρου (Π/Φ) πλοίου με την ονομασία «Κ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, Δ.Δ.Σ. …., κ.ο.χ. 4599, κ.κ.χ. 1958, ΔΣΠ ….. και αριθμ. ΙΜΟ …., ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του B’ Μηχανικού. Κατά την παραπάνω ναυτολόγηση του ενάγοντος συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να αμείβεται αυτός με τους όρους και τις συμφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των φορτηγών πλοίων από 4.500 τόνων TDW και άνω, όπως τούτο αποδεικνύεται από το ναυτικό του φυλλάδιο. Ειδικότερα, με την ανωτέρω σύμβαση είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει ο ενάγων «κλειστό» μηνιαίο μισθό, ποσού 5.243,00 ευρώ (μικτά), αποτελούμενο από τα εξής ποσά: Α) βασικό μισθό 1.870,66 ευρώ, που περιλαμβάνει το βασικό μισθό της Σ.Σ.Ε. 1.417,32 ευρώ, το επίδομα Κυριακών 311,81 ευρώ και το επίδομα Δ/Ξ 141,73 ευρώ, Β) μηνιαία άδεια 680,31 ευρώ, όπως προβλέπει η σχετική Σ.Σ.Ε.,  υπερωρίες 103 ώρες, 1.054,72 ευρώ και πρόσθετα επιδόματα, 1.637,11 ευρώ, στα οποία περιλαμβάνονται «επιπλέον υπερωρίες, επίδομα προσοντούχου, διορθωτικό επίδομα, τροφοδοσία, δώρο πλοιοκτήτη και άλλα επιδόματα». Όσον αφορά τα πρόσθετα επιδόματα το ποσό των «επιπλέον υπερωριών» ανερχόταν μηνιαίως σε 1.618,16 ευρώ, (1.637,11 μείον 18,95 διορθωτικό επίδομα) δεδομένου ότι το επίδομα προσοντούχου δίδεται για το κατώτερο πλήρωμα (άρθ. 2 παρ. 3 της ΣΣΕ), στο οποίο και δεν ανήκει ως Β’ Μηχανικός (Αξιωματικός Μηχανής), το τροφοδοσίας μόνο όταν ο ναυτικός παραμείνει στην ξηρά (άρθ. 15 της ΣΣΕ) γεγονός που δεν επικαλείται ο ενάγων, ενώ «δώρο πλοιοκτήτη», το οποίο είναι προαιρετικό και «άλλα επιδόματα» δεν επικαλέστηκε ο ενάγων ότι λάμβανε. Συνεπώς ο ενάγων αποδεικνύεται ότι συνολικά για υπερωριακή του απασχόληση κάθε μήνα, είτε αυτή λάμβανε χώρα, είτε όχι η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.672,88 ευρώ [ήτοι 1.054,72 ευρώ [για υπερωρίες το μήνα 103 ωρών] + επίδομα για επιπλέον υπερωρίες 1.618,16 ευρώ]. Δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης, ο ενάγων υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 01-02-2019, που ναυτολογήθηκε στο Λιμάνι του Λαυρίου, έως 25-04-2019, που η σύμβασή του λύθηκε στο ίδιο Λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Περαιτέρω, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο στο Λιμάνι Λαυρίου, με την ίδια ειδικότητα του Β’ Μηχανικού και με τους ίδιους ως άνω μισθολογικούς και λοιπούς όρους, για το χρονικό διάστημα από 20-06-2019 έως 22-11-2019, οπότε η σύμβασή του λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», όπως επίσης και για το χρονικό διάστημα από 26-02-2020 έως 30-06-2020, οπότε η σύμβασή του λύθηκε και πάλι «αμοιβαΙα αιναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Το ανωτέρω πλοίο κατά τις ως άνω περιόδους ναυτολογήσεων του ενάγοντος σε αυτό μετέφερε πετρέλαιο, το οποίο φόρτωνε από το Λιμάνι του Λαυρίου, από όπου εκτελούσε συνεχή ταξίδια προς διάφορα νησιά του Αιγαίου, όπως της Κω, της Καρπάθου, της Ρόδου, της Καλύμνου, της Λέσβου, της Ικαρίας, της Σάμου, της Χίου, της Λήμνου, της Μήλου, της Σαντορίνης, του Ηρακλείου Κρήτης, όπου ξεφόρτωνε πετρέλαιο στους υποσταθμούς της ΔΕΗ. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά τα παραπάνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, επί 16 ώρες την ημέρα και ότι για τις διαφορές αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης η εναγόμενη έπρεπε να του καταβάλει, με βάση τις μεταξύ τους συμφωνίες, το συνολικό ποσό των 47.763,48 ευρώ (3.097,08 ευρώ + 12.390,84 ευρώ + 12.410,88 ευρώ + 19.864,68 ευρώ), από το οποίο του κατέβαλε μόνο το ποσό των 12.867 58 ευρώ και οφείλει να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 34.895,90 ευρώ (47.763,48 ευρώ – 12.867,58 ευρώ). Οι ισχυρισμοί αυτοί του ενάγοντος δεν αποδείχθηκαν και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι στο μηχανοστάσιο του πλοίου ήταν ναυτολογημένοι o μηχανικός Α’, o ενάγων, ως μηχανικός B’ και ο μηχανικός Γ’. Βάρδιες πραγματοποιούσαν συνήθως μόνον ο μηχανικός Β’ – ενάγων και ο μηχανικός Γ’, οι οποίοι  εκτελούσαν τις υπηρεσίες τους εναλλάξ σε δύο εξάωρες βάρδιες, όπως, διορθώνοντας την κατάθεσή του, κατέθεσε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, σε εξαιρετικές δε μόνον περιπτώσεις και ο μηχανικός Γ.  Ο ενάγων όφειλε να βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας (stand by) για μισή έως και μία ώρα, κάθε φορά που προσέγγιζαν κάποιο λιμάνι και γινόταν η εκφόρτωση του πετρελαίου, ο χρόνος, δε, αυτός συνήθως συνέπιπτε με τις κανονικές βάρδιες εργασίας του και δεν επιβάρυνε το ωράριό του. Τούτο αποδεικνύεται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την εναγόμενη ημερολόγιο καταστρώματος όπου εμφαίνεται ότι κατά κανόνα η εργασία του ενάγοντος κατά το χρόνο του stand-by  εκτελούνταν εντός του 12ωρου ωραρίου εργασίας του. Το γεγονός αυτό βεβαιώνουν και ο μάρτυρας της εναγόμενης, ……… . (πλοίαρχος), ο …….. (Α΄ μηχανικός, που υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο από 3.10.2019 έως 10.7.2020 ήτοι το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα και καταθέτει ότι δεν θυμάται ποτέ ο ενάγων να εργάστηκε πάνω από 10 με 12 ώρες και ούτε χρειαζόταν να εργαστεί αφού οι βάρδιες μοιράζονταν και ότι ποτέ ο ενάγων δεν του εξέφρασε κανένα παράπονο για τις ώρες εργασίας του ή γενικά για την εργασία του. Επίσης ότι ο ενάγων εξερχόταν του πλοίου όταν αυτό ήταν στο λιμάνι ή στο αγκυροβόλιο του Λαυρίου για να πάει σπίτι του για διανυκτέρευση δεδομένου και ότι ο Γ μηχανικός ήταν αλλοδαπός από τις Φιλιππίνες και δεν είχε πρόβλημα να παραμείνει στο πλοίο)  και ο μάρτυρας, ………… Σε κάθε περίπτωση πρέπει ακόμα να αναφερθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον αυτός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 ΚΙΝΔ. Τα παραπάνω ενισχύονται έτι περαιτέρω και από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες νομίμως το πρώτον, κατ΄ άρθρο 529 ΚΠολΔ, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από την εναγόμενη καταστάσεις αρχείου ωρών εργασίας και ανάπαυσης του ενάγοντος και από την ένορκη βεβαίωση του ως άνω μάρτυρα της εναγόμενης, …….., με αρ. ……../25.4.2023, που υπηρέτησε ως Πλοίαρχος κατά το διάστημα από 26.2.2020 έως 22.6.2020 και ήταν υποχρεωμένος να καταγράφει τις ώρες ανάπαυσης και εργασίας σε ημερήσια βάση, προκειμένου να συνταχθεί η εν λόγω μηνιαία καταγραφή ωρών εργασίας και ανάπαυσης, που υπογραφόταν είτε από τον ίδιο ως πλοίαρχο είτε από τον αρμόδιο αξιωματικό που είχε εξουσιοδοτήσει. Όσον δε αφορά τις ώρες εργασίας του ενάγοντος, όπως καταθέτει μετά λόγου γνώσης ο ως άνω μάρτυρας (πλοίαρχος), ο Α’ Μηχανικός, ………., τον ενημέρωνε ως προς τις επακριβείς ώρες εργασίας του ενάγοντος, ενώ όταν το πλοίο διανυκτέρευε στο αγκυροβόλιο του Λαυρίου ή βρισκόταν προσδεμένο στο λιμάνι της ΔΕΗ στο Λαύριο, ο ενάγων πάντοτε εξερχόταν τα απογεύματα από το πλοίο, επιβαίνοντας σε λάντζα,  προκειμένου να αποβιβαστεί στο Λαύριο και να επιστρέψει το επόμενο πρωί. Ο ως άνω μάρτυρας καταθέτει επίσης ότι συνομίλησε με τον πρώην πλοίαρχο του πλοίου Κ., ………., ο οποίος τον ενημέρωσε ότι υπηρετούσε στο πλοίο Κ. από τις 01/02/2019 έως τις 22/02/2019 και από τις 20/06/2019 έως τις 22/11/2019 και ότι κατά τη διάρκεια απασχόλησης του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο οι ώρες εργασίας του καταγράφονταν επίσης λεπτομερώς στα Αρχεία Καταγραφής Ωρών Εργασίας και Ανάπαυσης, τα οποία  ο ενάγων πάντοτε συνυπέγραφε στο τέλος κάθε μήνα, επαληθεύοντας και επιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως την ακρίβειά τους, χωρίς επιφύλαξη και χωρίς ουδέποτε να εκφράσει στον Πλοίαρχο κάποιο παράπονο σχετικά με την εργασία του ή και τις συνθήκες των ωρών εργασίας του και το ότι δεν είχε πληρωθεί για τις υπερωρίες του, όπως αυτές κατεγράφησαν στο Αρχείο Καταγραφής Ωρών Εργασίας και Ανάπαυσης, ή να αναφερθεί προς τούτο στη λιμενική Αρχή, παραπονούμενος για ψευδείς καταγραφές, όπως θα μπορούσε να πράξει. Ο ως άνω μάρτυρας ακόμα καταθέτει ως πλοίαρχος ότι δεν θυμάται ποτέ να ανέβηκε στο πλοίο Κ. στο Λαύριο ο μάρτυς του ενάγοντος, ……….. και ότι το πλοίο δεν έδενε στο λιμάνι του Λαυρίου αλλά είτε έδενε στο λιμάνι της ΔΕΗ στο Λαύριο όταν φόρτωνε, είτε αγκυροβολούσε στα ανοικτά του Λαυρίου και δεν επιτρέπονταν επισκέψεις σε αυτό από μη έχοντες εργασία. Μάλιστα όταν χρειάστηκε η σύζυγος του εν λόγω μάρτυρα να ανέβει στο πλοίο, αυτή έλαβε ειδική άδεια από το Λιμεναρχείο Λαυρίου. Στην προκειμένη δε περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η είσοδος του ως άνω μάρτυρά του στο δεξαμενόπλοιο Κ. οπότε και η κατάθεση αυτού δεν κρίνεται αξιόπιστη, ενώ ο μάρτυρας του ενάγοντος, ………. επιβεβαιώνει ότι υποχρεωτικά θα γραφόταν η (είσοδος ή) έξοδος στο ημερολόγιο πλοίου. Η κατάθεση μάλιστα του τελευταίου μάρτυρα (………..) που υπηρέτησε στο επίδικο πλοίο με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου τον μήνα Ιούνιο 2020, δηλαδή συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα μόνο για ένα μήνα – χωρίς να αναφέρει πότε έληξε η ναυτολόγησή του – δεν κρίνεται αξιόπιστη δεδομένου ότι δεν αναφέρει ονομαστικά την πηγή της πληροφόρησής του και επιπρόσθετα καταθέτει για υπερωριακή απασχόληση 16 ωρών του ενάγοντος εστιάζοντας κυρίως σε ηλεκτρολογικές εκ μέρους του εργασίες, για τις οποίες όμως ο ενάγων δεν έκανε λόγο στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφό του, ήτοι στην αγωγή του και συνεπώς δεν τηρήθηκε η αρχή της προδικασίας και δεν λαμβάνεται ο ισχυρισμός αυτός υπόψιν του Δικαστηρίου, δεκτών γενομένων των σχετικών ισχυρισμών από την πλευρά της εναγόμενης. Επίσης, αόριστη και γενική κρίνεται και η μαρτυρία του . ………, υποπλοιάρχου κατά το διάστημα από 25.4.2019 έως 17.11.2019, ο οποίος αναφέρει απλά ότι γνωρίζει πως ο ενάγων εκτελούσε καθημερινά 16ωρη εργασία, χωρίς άλλη εξειδίκευση των λεγομένων του και επικεντρώνεται και αυτός στις ηλεκτρολογικής φύσης εργασίες του ενάγοντος για τις οποίες ήδη έχει γίνει λόγος παραπάνω. Ομοίως και ο μάρτυρας . ………, συνταξιούχος του ΝΑΤ από το 2011 (εν ενεργεία είχε την ειδικότητα του ενάγοντος ήτοι του Β μηχανικού) και φίλος του ενάγοντος, ο οποίος καταθέτει γενικά και αόριστα ότι το έτος 2019 – 2020 πήγε 5 φορές εντός του πλοίου στο Λαύριο [δεν αναφέρονται συγκεκριμένες ημερομηνίες] για να τον συναντήσει και ότι αν και τον παρακολουθούσε να τρέχει συνεχώς, να είναι ένα όρθιο πτώμα από την κούραση και μάλιστα να μην προλαβαίνουν κατά τις επισκέψεις του ούτε να μιλήσουν ούτε να πιουν έναν καφέ, παρόλ΄ αυτά αυτός στη συνέχεια καταθέτει ότι μίλησαν για τους όρους εργασίας του ενάγοντος και έμαθε από αυτόν [επομένως η πληροφόρησή του προέρχεται από τον ενάγοντα και σταθμίζεται ανάλογα], για την επί 16ωρο εργασία του ημερησίως. [Κρίνεται βέβαια ως άξιο απορίας πώς ο μάρτυρας αυτός συνέχισε να επισκέπτεται τον ενάγοντα -5 φορές συνολικά καταθέτει- όταν ο ίδιος καταθέτει ταυτόχρονα ότι δεν υπήρχε καθόλου ελεύθερος χρόνος να μιλήσουν και να πιουν καφέ εκ μέρους του ενάγοντος κάθε φορά που τον επισκεπτόταν]. Το γεγονός, όμως, που επικαλείται ο εν λόγω μάρτυρας πως επισκέφτηκε το ένδικο πλοίο δεν αποδεικνύεται αφού δεν προσκομίζεται, εκτός από την κατάθεσή του, κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο και μάλιστα –αφού υπήρχε τέτοια δυνατότητα- έγγραφο προς τούτο στοιχείο και δη σχετική εγγραφή εισόδου και εξόδου του μάρτυρα καταγεγραμμένη όπως απαιτείτο στο ημερολόγιο του πλοίου, δεδομένου ότι ουδείς χωρίς άδεια, όπως αποδείχθηκε, μπορούσε να εισέλθει εντός του δεξαμενόπλοιου αλλά και να εξέλθει από αυτό και φυσικά και για λόγους ασφαλείας. Ακόμα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη συνεργαζόταν με εξωτερικούς συνεργάτες για την εκτέλεση των ηλεκτρολογικών εργασιών, που έπρεπε να διενεργηθούν στο πλοίο, εφόσον δεν απαιτείτο η ναυτολόγηση ηλεκτρολόγου για τα δρομολόγια που αυτό εκτελούσε (βλ. το από 18.1.2019 έγγραφο της εταιρείας με την επωνυμία “……….”, το από 25.4.2020 προτιμολόγιο και τη με ίδια ημερομηνία αναφορά επισκευής της εταιρείας με την επωνυμία ”………….”, καθώς και το από 9.5.2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ………….., τα οποία προσκομίζονται εκ μέρους της εναγόμενης στην αγγλική γλώσσα και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική), o δε ενάγων μόνο επικουρικά απασχολείτο με μικρής κλίμακας εργασίες ηλεκτρολογικής φύσης, οι οποίες και δεν επιβάρυναν το ωράριο εργασίας του. Όμως σχετικά με τον αμέσως παραπάνω ισχυρισμό του ενάγοντος που προβάλλεται προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό του περί υπερωριακής του απασχόλησης επί 16 ώρες ημερησίως και αποδεικνύεται ουσιαστικά αβάσιμος, πρέπει να λεχθεί ότι το παρόν  Δικαστήριο ως εκ περισσού αναφέρεται, καθόσον  στην ένδικη αγωγή του δεν αναγράφεται ο ισχυρισμός αυτός και επομένως δεν κατάγεται σε δίκη αλλά για πρώτη φορά τον επικαλείται στη δίκη της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης στις 2.10.20 ενώπιον του ΜΠΠ και επαναλαμβάνει με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση. Επομένως απαραδέκτως επικαλείται ο ενάγων τον εν λόγω ισχυρισμό διότι δεν τηρήθηκε η απαιτούμενη αρχή της έγγραφης προδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, όπως ορθά επισημαίνει και η εναγόμενη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί ημερήσιας υπερωριακής εργασίας του 16 ωρών επί του εν λόγω πλοίου κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ομοίως και οι ισχυρισμοί της εναγόμενης περί 10ωρης ημερήσιας απασχόλησής του. Δεκτού γενομένου ότι ο ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο 12 ώρες ημερησίως. Με βάση δε τις εργασιακές συνθήκες και περιστάσεις στο ένδικο πλοίο αλλά και της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, κατέστη αναγκαίο προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, να εργαστεί ο ενάγων υπερωριακά κατά μέσο όρο επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα δε Σάββατα και τις αργίες, επί δώδεκα (12) ώρες, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ν.Ε., η εργασία του Σαββάτου και των αργιών θεωρείται στο σύνολό της ως  υπερωριακή απασχόληση. Ο ενάγων λάμβανε μηνιαίως για υπερωριακή απασχόληση το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών [ήτοι ποσό 1.054,72 ευρώ (για υπερωρίες 103 ωρών το μήνα) + 1.618,16 ευρώ (επίδομα για «επιπλέον» υπερωρίες)= 2.672,88]. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με το ότι ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά κατά μέσο όρο επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας η υπερωριακή αυτή εργασία του κατά τις καθημερινές και Κυριακές καθ΄ ο μέρος υπερβαίνει το νόμιμο 8ωρο εργασίας που ορίζεται από την ΣΣΝΕ (και έως 4 ώρες ημερησίως) [παραγρ. 1 άρθρου 6 της ένδικης ΣΣΝΕ] αμείβεται με προσαύξηση 25% , ενώ η υπερωριακή αμοιβή του Σαββάτου και των αργιών, η οποία αφορά το σύνολο των ωρών απασχόλησής του και έως 12 ώρες ημερησίως αμείβεται με προσαύξηση 50%. Για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ο ενάγων ηεργάστηκε υπερωριακά ως εξής: 1) Από 1.2.2019 έως 28.2.2019: α)4 Σάββατα + 0 αργίες = 4 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 589,92€ και β) 20 καθημερινές + 4 Κυριακές = 24 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 983,04€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.572,96 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό. 2) Από 1.3.2019 έως 31.3.2019: α)5 Σάββατα + 2 αργίες = 7 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 1.032,36€ και β) 19 καθημερινές + 5 Κυριακές = 24 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 983,04€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.015,40 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό,. 3)Από 1.4.2019 έως 25.4.2019: α)3 Σάββατα + 1 αργία = 4 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 589,92€ και β) 18 καθημερινές + 3 Κυριακές = 21 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 860,16€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.450,08 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό 2.227,40  ευρώ (2.672,88 Χ 25/30 ημέρες), που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 4)Από 20.6.2019 έως 30.6.2019: α)2 Σάββατα + καμία αργία = 2 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 294,96€ και β) 7 καθημερινές + 2 Κυριακές = 9 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 368,64€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 663,60 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό 980,05  ευρώ (2.672,88 Χ 11/30 ημέρες), που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 5) Από 1.7.2019 έως 31.7.2019: α)4 Σάββατα + καμία αργία = 4 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 589,92€ και β) 23 καθημερινές + 4 Κυριακές = 27 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 1.105,92€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.695,84 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό,6) Από 1.8.2019 έως 31.8.2019: α)5 Σάββατα + 1 αργία = 6 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 884,88€ και β) 21 καθημερινές + 4 Κυριακές = 25 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 1.024€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.908,88 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 7) Από 1.9.2019 έως 30.9.2019: α)4 Σάββατα + καμία αργία = 4 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 589,92€ και β) 21 καθημερινές + 4 Κυριακές = 25 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 1.024€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.613,92 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 8) Από 1.10.2019 έως 31.10.2019: α)4 Σάββατα + 1 αργία = 5 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 737,40€ και β) 22 καθημερινές + 4 Κυριακές = 26 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 1.064,96€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.802,36 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 9) Από 1.11.2019 έως 22.11.2019: α)3 Σάββατα + καμία αργία = 3 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 442,44€ και β) 16 καθημερινές + 3 Κυριακές = 19 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 778,24€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.220,68 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 1.960,11 (=2.672,88 χ 22/30), που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 10) Από 26.2.2020 έως 29.2.2020: α)1 Σάββατο + καμία αργία = 1 ημέρα χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 147,48€ και β) 3 καθημερινές + καμία Κυριακή = 3 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 122,88€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 270,36 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 356,38 (=2.672,88 χ 4/30), που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 11) Από 1.3.2020 έως 31.3.2020: α)4 Σάββατα + 2 αργίες = 6 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 884,88€ και β) 20 καθημερινές + 5 Κυριακές = 25 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 1.024€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.908,88 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 12) Από 1.4.2020 έως 30.4.2020: α)3 Σάββατα + 5 αργίες = 8 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 1.179,84€ και β) 19 καθημερινές + 3 Κυριακές = 22 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 901,12€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.080,96 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 13) Από1.5.2020 έως 31.5.2020: α)5 Σάββατα + 2 αργίες = 7 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 1.032,36€ και β) 19 καθημερινές + 5 Κυριακές = 24 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 983,04€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 2.015,40 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό, 14) Από1.6.2020 έως 30.6.2020: α)4 Σάββατα + καμία αργία = 4 ημέρες χ 12 ώρες χ 12,29€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%) = 589,92€ και β) 22 καθημερινές + 4 Κυριακές = 26 ημέρες χ 4 ώρες χ 10,24€ (ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%) = 1.064,96€ και συνολικά (α+β) έπρεπε να λάβει το ποσό των 1.654,88 ευρώ. Για την αιτία αυτή έλαβε ποσό ευρώ 2.672,88 ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει την υπερωριακή του απασχόληση για το παραπάνω διάστημα και συνεπώς δεν δικαιούται άλλη αποζημίωση για τον λόγο αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, δεκτής γενομένης της ένστασης εξόφλησης εκ μέρους της Εναγόμενης ως ουσιαστικά βάσιμης, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων είκοσι ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (10.620,42€), με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της τελευταίας απόλυσης, ήτοι από 1.7.2020 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να εξαφανιστεί δεκτής γενομένης της έφεσης της εναγόμενης και απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της έφεσης του ενάγοντος. Και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί η αγωγή πρέπει αυτή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο ενάγων, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματός της, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω η εκκαλούσα – εναγόμενη το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και με τον 2ο λόγο της έφεσής της υποβάλει ένσταση καταλογισμού.  Ειδικότερα, όπως αναφέρει σε σχέση με την επιδικασθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση απαίτηση του ενάγοντος, ποσού ευρώ 10.620,42, υποβάλλει ένσταση καταλογισμού για το ποσό των 3.853 ευρώ, το οποίο ποσό εκ παραδρομής κατέβαλε για δεύτερη φορά στον ενάγοντα στις 22.7.2020, δια καταθέσεως στον υπ’ αριθ. …………… λογαριασμό αυτού, για εξόφληση καθαρών αποδοχών Ιουνίου 2020, ενώ είχε ήδη καταβάλει ισόποσο ποσό 3.853 ευρώ, στον ίδιο λογαριασμό του, την 1.7.2020 σε εξόφληση των καθαρών αποδοχών του Ιουνίου 2020. Ο λόγος αυτός της έφεσης εφόσον το πρώτον υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αφορά τα κεφάλαια που προσβάλλονται με την έφεση, ούτε τα κεφάλαια τα οποία συνέχονται αναγκαίως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει αναλογική εφαρμογή το άρθρο 440 ΑΚ που επιτρέπει την προβολή της ένστασης συμψηφισμού σε κάθε στάση της δίκης και συνεπώς εφαρμογή του άρθρου 527 αρ. 3 ΚΠολΔ. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:

Aπό τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ. προκύπτει ότι τα συνιστώντα την ιστορική βάση της ένστασης πραγματικά περιστατικά προτείνονται κατά τη πρώτη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση παραδεκτής προβολής τους σε μεταγενέστερη συζήτηση ή στην κατ’ έφεση δίκη, οπότε πρέπει να γίνεται συγχρόνως επίκληση του λόγου, που επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση μεταγενέστερη προβολή (βλ. ΑΠ 1024/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 591 §1, 666§1, 115§3 και 256§1δ ΚΠολΔ συνάγεται ότι : (α) στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθ.664 επ. ΚΠολΔ (εργατικών διαφορών), κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι οι ενστάσεις και οι αντενστάσεις, για το παραδεκτό αυτών, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, επιπλέον δε οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός εάν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις, απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που «ως γενόμενα κατά τη συζήτηση» σημειώνονται στα πρακτικά, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενο αυτής. Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει από τη σχετική σημείωση στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της, είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (βλ. Ολ. ΑΠ 2/2005, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 757/2015, ΑΠ 1144/2015, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 298/2012, ΑΠ 1414/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και (β) είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη των ισχυρισμών αυτών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως ως άνω, εκτός εάν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής τους, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, τις οποίες πρέπει να επικαλεστεί ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς. Επομένως, ο διάδικος που, ως εκκαλών, προβάλλει με την έφεσή του αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς – ενστάσεις, που δεν τους είχε προτείνει παραδεκτά πρωτοδίκως, οφείλει να επικαλεστεί την συνδρομή των εξαιρετικών περιπτώσεων της ως άνω διατάξεως, η οποία επιτρέπει την προβολή τους στο εφετείο (βλ. ΑΠ 598/2017, ΑΠ 757/2015, ΑΠ 1144/2015, ΑΠ 341/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ. είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3)λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5)προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι : α) όλοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί στη διαδικασία εκδικάσεως των εργατικών διαφορών πρέπει να προτείνονται κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, β) στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτές διάδικος ( βλ. και ΑΠ 536/2017, ΑΠ 105/2017, ΑΠ 9/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απόδειξη, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια ( βλ. και ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 611/2016, ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1087/2014), ενώ και στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (βλ. και ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 243/2015, 9/2014, 259/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 527 και 262 παρ. 1  ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως προβληθείσα και, επομένως, παραδεκτή η ένσταση, πρέπει να έχουν αναφερθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά, που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια, εάν δε, έχουν προταθεί αορίστως στην πρώτη συζήτηση και επαναφερθούν σε μεταγενέστερη συζήτηση, ή στο εφετείο σαφώς και με πληρότητα, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται στην απαγόρευση, εκτός εάν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ ( βλ. ΑΠ 488/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Άλλωστε, από τη διάταξη του άρθρου 422 του Α.Κ., για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, η οποία είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή. Και ναι μεν ο δανειστής δεν έχει ποτέ το δικαίωμα να ορίσει μονομερώς το χρέος που θα εξοφληθεί, ο οφειλέτης όμως μπορεί να συμφωνήσει, ρητά ή σιωπηρά, στον προσδιορισμό που προτείνει ο δανειστής, οπότε πλέον ο καταλογισμός δεν γίνεται με βάση το άρθρο 422 του Α.Κ., αλλά κατά τη συμφωνία των μερών (άρθρο 361 του Α.Κ., Α.Π. 1653/2011, Α.Π. 1988/2006). Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού) των αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει να αναφέρεται ρητώς η καταρτισθείσα, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνία περί καταλογισμού, το ακριβές περιεχόμενό της, ο τρόπος καταβολής της αξιώσεως, το χρονικό διάστημα που αφορά και οι αιτίες καταβολής του οφειλομένου χρηματικού ποσού. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού, περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό, για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής αλλά πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων, που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του, για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Επίσης, για το λόγο αυτό με το άρθρο 18 παρ. 1 του Νόμου 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (βλ. ΑΠ 529/2016, ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 1688/2012, ΑΠ 178/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ως άνω ισχυρισμός της εναγόμενης – εκκαλούσας (ένσταση καταλογισμού) είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον η ένσταση αυτή έπρεπε να προταθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έπρεπε να προταθεί προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επιπλέον να καταχωρηθεί στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, που όμως όπως αποδεικνύεται από τα εν λόγω πρακτικά δεν προτάθηκε. Επίσης η εκκαλούσα – εναγόμενη παραστάθηκε στον 1ο βαθμό και δικάστηκε αντιμωλία και συνεπώς όφειλε να προτείνει κατά τον ως άνω τρόπο όλους τους ισχυρισμούς της (βλ. και την προσκομιζόμενη από την ίδια ΑΠ 358/2020 ΝΟΜΟΣ στην οποία γίνεται σχετική μνεία περί του παραδεκτού αυτής της ένστασης εξαιτίας του ότι η εκεί αναιρεσείουσα είχε δικαστεί ερήμην στον πρώτο βαθμό). Συνεπώς, δεν ισχύει αναλογική εφαρμογή του άρθρου 440 ΑΚ και συνακόλουθα της πρότασής της σε κάθε στάση της δίκης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη και πρέπει ο 2ος λόγος της έφεσης να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος. Περαιτέρω η εναγόμενη ζητά με την έφεσή της την επιστροφή του καταβληθέντος προσωρινά εκτελεστού ποσού που η εκκαλουμένη απόφαση κήρυξε και δη το ποσό των ευρώ 3,000, το οποίο κατέβαλε στον ενάγοντα διά της (δεκτικής καταβολής χρημάτων για λογαριασμό του εφεσίβλητου) πληρεξουσίας δικηγόρου του, …………., δυνάμει του από 10.7.29 ειδικού πληρεξουσίου του ενάγοντος, στις 19.9.22, με τραπεζική επιταγή, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 19.9.22 απόδειξη είσπραξης και ζητά να διαταχθεί ο ενάγων να της επιστρέψει το ποσό αυτό. Επί του αιτήματος αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Το άρθρο 914 ΚΠολΔ -όπως ίσχυσε πριν από το άρθρο 1 – άρθρο όγδοο παρ. 2του ως άνω ν. 4335/2015 και εξακολουθεί να ισχύει, κατά το ενδιαφέρον την ένδικη υπόθεση μέρος – ορίζει: Αν το δικαστήριο δεχθεί την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, εφ’ όσον αποδειχθεί ότι η απόφαση, που προσβάλλεται, εκτελέσθηκε, διατάσσει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν, πριν εκτελεσθεί η απόφαση, που εξαφανίσθηκε ή μεταρρυθμίσθηκε. Η αίτηση υποβάλλεται με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο, που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της αποφάσεως πρέπει να προ αποδεικνύεται. Συνεπώς, εάν η πρωτόδικη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ολικώς ή μερικώς και εκτελέσθηκε, το εφετείο, όταν δέχεται την έφεση και απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει την αγωγή, ως προς το εκκληθέν κεφάλαιό της, διατάσσει, μετά από αίτηση εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση. Επαναφορά των πραγμάτων διατάσσεται, όχι μόνο όταν η απόφαση εκτελέστηκε αναγκαστικά, αλλά και όταν εκείνος, που καταδικάστηκε συμμορφώθηκε εκουσίως προς το περιεχόμενο της απόφασης, προκειμένου να αποτρέψει την εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση. Η αίτηση υποβάλλεται όσο εκκρεμεί η κατ’ έφεση δίκη, ακόμη και με τις έγγραφες προτάσεις του εκκαλούντος. Εάν η επαναφορά των πραγμάτων συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, αποδοτέα είναι, εκτός άλλων, το κεφάλαιο και οι τόκοι του κεφαλαίου μετά από αίτημα του δικαιούχου εκκαλούντος. Οι τόκοι αρχίζουν από τον χρόνο επιδόσεως στον υπόχρεο εφεσίβλητο της αποφάσεως του εφετείου, που διατάσσει την απόδοσή τους. Πριν από την γνωστοποίηση της εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης, εκτελεσθείσης εκουσίως ή αναγκαστικώς, ο εφεσίβλητος κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή (πρωτόδικη), ως νόμιμο τίτλο. Υπερήμερος καθίσταται ο εφεσίβλητος από την γνώση της ανατροπής της απόφασης. Παραδεκτή είναι η αίτηση, εάν η εκτέλεση – εκούσια συμμόρφωση έγινε και προαποδεικνύεται με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, που δεν επικυρώθηκε από το εφετείο (βλ. ΑΠ 315/2023, ΑΠ 51/2019 ΝΟΜΟΣ).

Στην υπό κρίση περίπτωση η υποβολή της αίτησης έγινε νόμιμα, δηλαδή όσο εκκρεμούσε η κατ’ έφεση δίκη, με το δικόγραφο της έφεσής της εκκαλούσας και με τις έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του εφετείου. Η πρωτόδικη (εκκαλουμένη) απόφαση υπ΄ αριθμ. 2784/2022 κηρύχθηκε, σύμφωνα με το διατακτικό μέρος αυτής, προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Προς εκτέλεση της διάταξης αυτής της εκκαλουμένης απόφασης, συμμορφώθηκε εκουσίως η εναγόμενη, ήτοι, κατέβαλε στον ενάγοντα διά της δεκτικής καταβολής χρημάτων για λογαριασμό του, πληρεξουσίας δικηγόρου του, …………, δυνάμει τού από 10.7.2020 ειδικού πληρεξουσίου του ενάγοντος προς αυτήν (όρος ΣΤ) (ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου που βεβαιώνει η εν λόγω δικηγόρος προσκομίζεται από την  εκκαλούσα – εναγόμενη) στις 19.9.2022, όπως αποδεικνύεται από την με ίδια ημερομηνία απόδειξη είσπραξης του εν λόγω ποσού υπογεγραμμένη από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος, με την υπ΄ αριθμ. …….. τραπεζική επιταγή της …………, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 19.9.22 απόδειξη είσπραξης το προσωρινά επιδικασθέν ποσό. Ενόψει, δε, του ότι η έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος απορρίφθηκε με την παρούσα απόφαση και συνακόλουθα και η αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημά της εναγόμενης – εκκαλούσας και να διαταχθεί η επιστροφή του προσωρινά εκτελεσθέντος ποσού, ύψους 3.000 ευρώ στην εναγόμενη – εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει την έφεση του ενάγοντος – εναγόμενου – εκκαλούντος.

Δέχεται  εν μέρει την έφεση της εναγόμενης – εφεσίβλητης – εκκαλούσας.

Διατάζει την επιστροφή στην εκκαλούσα – εναγόμενη του με αρ. …….. e – παραβόλου, για την άσκηση της έφεσης, ποσού εκατό (100) ευρώ.

Εξαφανίζει την υπ΄ αριθμ. 2784/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατά την υπόθεση και δικάζει την από 13.7.2020 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 13.7.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …./2020 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …../2020, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει τον ενάγοντα να επιστρέψει στην εναγόμενη το προσωρινά εκτελεσθέν, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 2784/2022  απόφασης του Μον.Πρωτ. Πειραιά, ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 6-12-2024

              Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ