ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 517 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στον ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νομίμως, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθανάσιο Ψάλτη .
Της εφεσίβλητης : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………», και τον διακριτικό τίτλο «………..» που εδρεύει στην …… Αττικής και εκπροσωπείται νομίμως, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Καρδουλάκη.
Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21-6-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 ανακοπή κατά της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσιβλητης, και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ανωτέρω ανακοπής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 957/2020 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ανακόπτουσα με την από 28-9-2020 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2020 έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………../2024 και προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατεθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 957/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 21-6-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 ανακοπή της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 31-8-2020 και η έφεση κατατέθηκε στις 28-9-2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής ……………./2020 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ.3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ ) κατά την αυτή ως άνω διαδικασία.
Ο ασκών ένδικο μέσο πρέπει να έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του τόσο κατά το χρόνο της ασκήσεώς του όσο και κατά το χρόνο συζητήσεώς του. Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού και γενική διαδικαστική προϋπόθεση (άρθρο 68 ΚΠολΔ) απαιτείται και για την άσκηση εφέσεως και πρέπει να υπάρχει και για την έφεση την ίδια και για καθένα από τους λόγους της και συνίσταται στη δυνατότητα να διαμορφωθεί η δικανική κρίση προς όφελος του εκκαλούντος. Ο ηττηθείς διάδικος, ήτοι ο διάδικος του οποίου απορρίφθηκαν εν μέρει ή εν όλω τα αιτήματα ή έγιναν δεκτά εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα του αντιδίκου του έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση. Συνήθως το έννομο συμφέρον του ηττηθέντος διαδίκου, δηλαδή η βλάβη του, πηγάζει από το διατακτικό, μπορεί όμως να θεμελιώνεται και στο αιτιολογικό ή στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, αν ο διάδικος δέχεται μεν την ήττα του, δημιουργείται όμως από τις αιτιολογίες δυσμενές γι’ αυτόν δεδικασμένο. Το γεγονός ότι οι αιτιολογίες μπορούν να χρησιμεύσουν αποδεικτικώς απλώς σε βάρος του διαδίκου δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον του για άσκηση ενδίκου μέσου. Η επίκληση ήττας αρκεί για το έννομο συμφέρον, εκτός αν προσβάλλεται μόνον η δυσμενής αιτιολογία, οπότε πρέπει να εκτίθενται και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον. Ο νικητής διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση, όταν περιέχεται στην απόφαση διάταξη ή αιτιολογία, η οποία, αν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, θα δημιουργήσει δυσμενές δεδικασμένο για τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις του. Έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει και για το λόγο εφέσεως, ήτοι η παραδοχή του να οδηγεί στην εν όλω ή εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, δηλαδή ο λόγος να είναι λυσιτελής. Έτσι ενδεικτικά, είναι απαράδεκτος ο λόγος έφεσης, αν αναφέρεται σε περιστατικά που δεν εκτέθηκαν στην αγωγή ή αν βάλλει κατά της αιτιολογίας, εκτός αν παράγεται από αυτή δυσμενές δεδικασμένο (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμ ΚΠολΔ, Τόμος I, Εισ. Παρατ. στα άρθρα 495-500 ΚΠολΔ, σελ. 881 επ. ιδίως παρ. 9, άρθρο 516 ΚΠολΔ, σελ. 912 επ., παρ. 16, 17, 18, 19, 21, 22, άρθρο 520 ΚΠολΔ, παρ. 10, σελ. 926). Το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της έφεσης και των λόγων της. Αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως, ή εάν οι λόγοι έφεσης είναι απαράδεκτοι, ή υφίσταται άλλος λόγος μη παραδεκτού της έφεσης (π.χ. η μη προσκομιδή και καταβολή του παράβολου εφέσεως, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ), η έφεση στο σύνολό της ή ο λόγος της εφέσεως, αντίστοιχα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Κεραμεύς, ο.π. (-Μαργαρίτης), άρθρο 532 ΚΠολΔ, σελ. 957 επ., παρ. 1-4). Το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της έφεσης εξετάζεται μετά την έρευνα του παραδεκτού της εφέσεως, προϋποθέσεις δε του παραδεκτού είναι όσα προεκτέθηκαν και όσα εκτίθενται και στις διατάξεις των άρθρων 520, 525-528 ΚΠολΔ (Κεραμεύς, ο.π., (-Μαργαρίτης), άρθρο 533 ΚΠολΔ, παρ. 1, σελ. 958).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ: «Δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης». Στο ως άνω άρθρο καθιερώνεται ο κανόνας του ανεπίτρεπτου προσβολής με ένδικα μέσα μόνο της διάταξης της απόφασης για τα δικαστικά έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς ασκήσεως ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της αποφάσεως και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013, ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 1356/2003 στην ΤΝΠ Νόμος) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υποθέσεως από την προσβολή και μόνο της αποφάσεως για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 617/2008). Ο περιορισμος αυτός ισχύει και όταν ο διάδικος που ηττήθηκε ως προς τα έξοδα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει την απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως επειδή, μετά από προηγούμενη έρευνά της από το δικαστήριο, νίκησε ως προς αυτήν (ΑΠ 617/2008, ΑΠ 1000/2005, Εφ Πειρ 796/2008 στην ΤΝΠ Νόμος, Απαλαγάκη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 193 ΚΠολΔ, εκδ.6η σελ.637). Η παραπάνω απαγορευτική ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 207/2020, 1276/2017 στην ΤΝΠ Νόμος), στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως (ΕφΑθ 2499/2002, ΕλλΔ/νη 2002/788). Ως ουσία της υπόθεσης κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ νοείται κάθε ζήτημα που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. (ΑΠ 1306/1990 Νόμος, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ΕρμΚΠολΔ, Τόμος I, άρθρο 193, παρ. 2, σελ. 434). Συνεπώς, ακόμη και αν το ζήτημα χαρακτηρίζεται ως δικονομικό, η κρίση του δικαστηρίου αναφέρεται στην ουσια της υπόθεσης (ΑΠ 1306/1990, Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 193 ΚΠολΔ, εκδ.6η σελ.639). Έτσι, απαιτείται παράλληλη προσβολή και του τμήματος της απόφασης, που αφορά στην ουσία της υπόθεσης (η έννοια ουσία για την παρούσα διάταξη έχει την έννοια που εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης πρέπει να είναι παραδεκτός. Δεν αρκεί μόνο η προσβολή της απόφασης επί της ουσίας, αλλά θα πρέπει το ένδικο μέσο να είναι παραδεκτό. Επομένως, αν το ένδικο μέσο ως προς την ουσία της υπόθεσης απορριφθεί ως απαράδεκτο, επέρχεται συγχρονως η ίδια συνέπεια και κατά την προκειμένη διάταξη (ΕφΑθ 95/2024 ΤΝΠ Νόμος, Κεραμεύς ο.π., άρθρο 193 ΚΠολΔ, σελ. 434, παρ. 2, 4, Βασ. Αντ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, κατ’ άρθρο, υπό το άρθρο 193 ΚΠολΔ, παρ. 3,4 σελ. 217, Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ.6η , υπο το άρθρο 193 ΚΠολΔ, σελ.637-639 , Απαλαγάκη – Σταματόπουλος Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, υπό το άρθρο 193 σελ. 778-779).
Με την 21-6-2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019) ανακοπή η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ζητούσε, για τους λόγους που αναφέρει, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ………../2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης σε βάρος της, συνολικού ποσού 220.482,71 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων καθώς και η από 14-6-2019 επιταγή προς πληρωμή ποσού 236.714,52 ευρώ που κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο πρώτου απογράφου εκτελεστού της άνω διαταγής πληρωμής, καθώς επίσης και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη. Με τον πρώτο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα εξέθετε ότι με την καθ’ης διατηρούσε μακροχρόνια εμπορική συνεργασία (ούσα η τελευταία προμηθεύτριά της) και ότι στις 2-4-2018 υπέγραψαν σχετικό ιδιωτικο συμφωνητικό σύμφωνα με το οποίο (μεταξύ άλλων) η πρώτη προέβη σε αναγνώριση οφειλής έναντι της δεύτερης, ύψους 300.386,42 ευρώ, η πληρωμή της οποία ρυθμίσθηκε σε δόσεις. Ότι με βάση το συμφωνητικό αυτό (συμφωνία αναγνώρισης χρέους) η ανακόπτουσα ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην καθ’ης η ανακοπή τα εξής χρηματικά ποσά: α) 50.000 ευρώ τον Απρίλιο 2018, β) 25.000 ευρω τον Μάιο 2018, γ) 30.000 ευρώ τον Ιούνιο 2018, δ) 30.000 ευρώ τον Ιούλιο 2018, ε) 30.000 ευρώ τον Αύγουστο 2018, στ) 30.000 ευρώ τον Σεπτέμβριο 2018, ζ) ποσό 35.000 ευρώ τον Οκτώβριο 2018, η) ποσό 35.000 ευρώ τον Νοέμβριο 2018 και θ)35.386,42 ευρώ τον Δεκέμβριο 2018. Ότι χάριν ασφάλειας της πληρωμής των ανωτέρω δόσεων προς τον σκοπό της εγγύησης, η ανακόπτουσα αποδέχθηκε επτά ισόποσες συναλλαγματικές με βάση τις οποίες εξεδόθη η διαταγή πληρωμής, έκδοσης της καθ’ης η ανακοπή, σε διαταγή της τελευταίας. Ότι στο προαναφερθέν συμφωνητικο στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά περί της αποδοχής των ανωτέρω συναλλαγματικών, ως ασφάλεια για την σταδιακή (σε δόσεις) αποπληρωμή του χρέους, τέθηκε ρήτρα παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων, ότι συγκεκριμένα ορίσθηκε πως για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς ήθελε προκύψει από το παρόν, αρμόδια είναι τα Δικαστήρια Αθηνών. Ότι αν και υπήρχε η εν λόγω ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας, η λήπτρια των επίδικων συναλλαγματικών καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη αιτήθηκε και πέτυχε με βαση αυτές την έκδοση της προσβαλλομενης με την παρούσα ανακοπή διαταγής πληρωμής, η οποία εξεδόθη από την Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικειου Πειραιώς. Ότι η ως άνω Δικαστής ήταν αναρμόδια κατά τόπον για την έκδοση του επίμαχου εκτελεστού τίτλου καθόσον με βάση τη συμφωνία παρέκτασης, για κάθε διαφορά που ήθελε προκύψει σε σχέση με το από μηνός Απριλίου 2018 ιδιωτικό συμφωνητικό αρμόδια είναι τα Δικαστήρια Αθηνών. Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα εξέθετε ότι η καθ’ης η ανακοπή εξέδωσε την βαλλόμενη διαταγή πληρωμής δυνάμει των ανωτέρω συναλλαγματικών, οι οποίες, όμως, κατά ρητή δήλωση και αποδοχη των διαδίκων είχαν εγγυητικο και μόνο χαρακτήρα, διότι η βασική σύμβαση ήταν η εμπορική σύμβαση προμήθειας και αναγνώρισης χρέους και ότι συνεπώς παρανόμως η καθ’ης συμπλήρωσε την λευκη συναλλαγματική και την εμφάνισε όχι προς πληρωμή αλλά απευθείας προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της και ότι ως εκ τούτου η διαταγή πληρωμής και η επιταγή εκτελέσεως πρέπει να ακυρωθούν. Με τον τρίτο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα εξέθετε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι ακυρωτέες διότι είχαν ατύπως συμφωνήσει με την καθ’ης ότι θα υπήρχε καθυστέρηση πληρωμής, καθόσον η ανακόπτουσα εκτελούσε δημόσια έργα με πελάτες της το δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, η πληρωμή των οποίων καθυστερούσε ενώ αναγκάζοντο να προσφεύγουν στα διοικητικά δικαστήρια για την εκδοση δικαστικών αποφάσεων κατά των συμβαλλομένων τους, και ότι η ανακοπτουσα είχε συναινέσει να της καταβάλλονται διάφορα χρηματικά ποσά προς εξόφληση της οφειλής και ότι, ενώ είχε εισπραξει από την ανακόπτουσα ιδιαίτερα σημαντικά ποσά, παρά ταύτα εξέδωσε κατά κατάχρηση δικαιώματος την διαταγή πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι παραδεκτά σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο οι ασκηθείσες ανακοπές (άρθρα 632 παρ. 6, 218 ΚΠολΔ), ότι υπάγονται στην καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητά του (άρθρα 632 παρ. 1 και 933 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ) και ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 633 παρ. 2 και 934 παρ. 1 περ. α` ΚΠολΔ), δίκασε την ένδικη ανακοπή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 ΚΠολΔ) και εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την υπ.’ αριθ. 957/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε τον ως άνω πρώτο λόγο ανακοπής νομικά και ουσιαστικά βάσιμο, δεχόμενο στην αιτιολογία του (σκεπτικό) τα εξής: Ότι από τις μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις πώλησης ηλεκτρολογικού υλικου που η καθ’ης η ανακοπή προμήθευε την ανακόπτουσα) προέκυψε οφειλή συνολικού ύψους 300.386,42 ευρώ. Ότι προς τον σκοπό της διευκόλυνσης της ανακόπτουσας, τα μέρη υπεγραψαν το από 2-4-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους διά του οποίου η ανακόπτουσα αναγνώρισε την ανωτέρω οφειλή της και συμφωνήθηκε η τμηματική καταβολή του ανωτέρω ποσου ως εξής: α) 50.000 ευρώ τον Απρίλιο 2018, β) 25.000 ευρω τον Μάιο 2018, γ) 30.000 ευρώ τον Ιούνιο 2018, δ) 30.000 ευρώ τον Ιούλιο 2018, ε) 30.000 ευρώ τον Αύγουστο 2018, στ) 30.000 ευρώ τον Σεπτέμβριο 2018, ζ) ποσό 35.000 ευρώ τον Οκτώβριο 2018, η) ποσό 35.000 ευρώ τον Νοέμβριο 2018 και θ)35.386,42 ευρώ. Ότι σύμφωνα με το ιδιωτικο συμφωνητικο, χάριν εγγυήσεως περί της εμπρόθεσμης καταβολής των ανωτέρω δόσεων, η καθ’ης η ανακοπή εξεδωσε συναλλαγματικές οι οποίες υπεγράφησαν, έγιναν αποδεκτές από τον οφειλέτη και ο νόμιμος εκπρόσωπός του τριτεγγυήθηκε γι’ αυτές και ορίσθηκε ότι κατά την καταβολή κάθε δόσεως θα επιστρέφεται το σώμα της ισόποσης συναλλαγματικής και περαιτέρω με ρητό όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού προβλέφθηκε ότι αρμόδια δικαστήρια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς ήθελε ανακύψει από το ιδιωτικο συμφωνητικό είναι τα Δικαστήρια της πόλης των Αθηνών. Ότι έτσι με βάση τον όρο αυτόν προβλέφθηκε ρήτρα παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας, η οποία δεν αφορά μόνον τις μέλλουσες προκύψουν διαφορές από την υποκείμενη σχέση που απετέλεσε την αιτία για την οποία υπογράφηκαν οι επίδικες συναλλαγματικές, ήτοι την από 2-4-2018 σύμβαση αναγνώρισης χρέους αλλά και τις διαφορές από τις συναλλαγματικές που υπεγράφησαν από την ανακόπτουσα με τις οποίες ασφαλίσθηκε το χρέος αυτό. Περαιτερω έκρινε η εκκαλουμένη ότι η Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ήταν κατά τόπον αναρμόδια προς έκδοση της υπ’ αριθμ. …../2019 διαταγής πληρωμής και ακολούθως δέχθηκε τον πρώτο λόγο ανακοπής και ακύρωσε την διαταγή πληρωμής και την από 14-6-2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα που είναι η νικήσασα διάδικος με την υπό κρίση έφεσή της για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ και 63 επ. του νομου 4194/2013, και διώκει την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της στο σύνολό της.
Ειδικότερα με τον πρωτο λόγο εφέσεως παραπονείται η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, κατ’ ορθήν εκτίμηση, ότι εσφαλμένως δεν εδέχθη η εκκαλουμένη τον δεύτερο λόγο ανακοπής ότι οι επίμαχες συναλλαγματικες είχαν καθαρά και μόνον εγγυτικό χαρακτήρα και δεν είχαν εκδοθεί έναντι καταβολής, διότι η βασικη σύμβαση ήταν η εμπορικη σύμβαση προμηθειας και αναγνώρισης χρέους και και ότι συνεπώς παρανόμως η καθ’ης συμπλήρωσε την λευκη συναλλαγματική και την εμφάνισε όχι προς πληρωμή αλλά απευθείας προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της και ότι ως εκ τούτου η διαταγή πληρωμής και η επιταγή εκτελέσεως πρεπει να ακυρωθούν. Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως παραπονείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε διά της μη ερεύνης τον τρίτο λόγο ανακοπής ότι η διαταγή πληρωμής εξεδόθη κατά κατάχρηση δικαιώματος, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι είχαν ατύπως συμφωνήσει με την καθ’ης ότι θα υπήρχε καθυστέρηση πληρωμής, καθόσον η ανακόπτουσα εκτελούσε δημόσια έργα με πελάτες της το δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, η πληρωμή των οποίων καθυστερούσε ενώ αναγκάζοντο να προσφεύγουν στα δικαστήρια για την εκδοση δικαστικών αποφάσεων κατά των συμβαλλομένων τους, και ότι η καθ’ης είχε συναινέσει να της καταβάλλονται διάφορα χρηματικά ποσά και, ενώ είχε εισπραξει από την ανακόπτουσα ιδιαίτερα σημαντικά ποσά, παρα ταύτα εξέδωσε καταχρηστικώς την διαταγή πληρωμής. Οι ως άνω λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως απαραδεκτοι, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθόσον η εκκαλούσα είναι η νικήσασα διάδικος και δεν παράγεται εν προκειμένω δυσμενές δεδικασμένο από τις αιτιολογίες ή το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η εκκαλούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως, αφού από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης δεν δημιουργείται δυσμενές για την ιδία δεδικασμένο. Μετά την ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω αναρμοδιότητος του εκδόσαντος την διαταγή πληρωμής Δικαστού (σημείο ως προς το οποίο δεν εκκαλείται η απόφαση), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απεκδύθη της εξουσίας του να ερευνήσει τους κατ’ ιδίαν λόγους ανακοπής, ώστε να παραχθεί διά της αποφάσεως του δεδικασμένο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας με βάση τον πρώτο λόγο ανακοπής επί της ουσίας ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από τον κατά τόπο αναρμόδιο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προέβη στην ακύρωση του συνόλου της ένδικης διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή και ως εκ τούτου παρέπεται ότι το ίδιο (Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) δεν είχε πλέον κατά τόπον αρμοδιότητα για την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης και την έρευνα των λόγων ανακοπής που αφορούν στην απαίτηση, ενώ όσον αφορά στην ανακόπτουσα δεν υφίσταται πλέον εκτελεστός τίτλος για διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ης η ανακοπή με βάση τις ένδικες διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή και συνεπώς δεν παράγεται από την αιτιολογία της απόφασης ούτε από το διατακτικό της δυσμενές δεδικασμένο για την ανακόπτουσα. Επομένως, ούτε από την αιτιολογία της εκκαλουμένης, αλλά ούτε από το διατακτικό της θεμελιώνεται έννομο συμφέρον για την ανακόπτουσα για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης ούτε η ίδια (ανακόπτουσα- εκκαλούσα) επικαλείται με τους λόγους της έφεσής της συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία να θεμελιώνει το έννομο συμφέρον της.
Περαιτέρω, εφόσον οι δύο πρώτοι λόγοι της εφέσεως, οι οποίοι ανάγονται στην ουσία της υποθέσεως, είναι, όπως προεξετέθη, απαράδεκτοι δεν παρέχεται η δυνατότητα ερεύνης του τρίτου λόγου της εφέσεως που αναφέρεται στην εσφαλμένη επιδίκαση δικαστικών εξόδων υπέρ της εκκαλούσας-ανακόπτουσας (ότι δηλαδή εσφαλε η εκκαλουμένη που επιδίκασε υπέρ της ανακόπτουσας δικαστική δαπάνη ποσού 2.400 ευρώ, ενώ η ελάχιστη δικαστική δαπάνη που δικαιούται, ανέρχεται σε (236.714,52 Χ 2%) 4.734,28 ευρώ), σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προαναφερόμενη μείζονα σκέψη, κι ως εκ τούτου ο τρίτος λόγος εφέσεως εκ του λόγου τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Κατόπιν τούτων και εφόσον η εκκαλούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης και συνεπώς και ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων, στον εσφαλμένο προσδιορισμό των οποίων αναφέρεται ο τρίτος και τελευταίος λόγος της κρινόμενης έφεσης η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ μετά την απόρριψη της εφέσεως πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στον Δημόσιο Ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη του καθενός, χρηματική ποινή από χίλια [1000] ευρώ] έως δύο χιλιάδες πεντακόσια [2500] ευρώ, που περιέρχεται στο Δημόσιο, ως δημόσιο έσοδο, αν προκύπτει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και γνώριζαν: 1] άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2] διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον αληθείας. Με τη διάταξη αυτή η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Δημόσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή της δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρέμβασης ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση όμως αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διάταξης, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διάταξης, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με τη μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή αμέλεια (ΑΠ 1211/2021, ΑΠ 489/2016, ΑΠ 1443/2014). Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ` ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 1859/2023, ΑΠ 558/2023, ΑΠ 431/2023, ΑΠ 1567/2023 ΑΠ 1211/2021, ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 738/2012, ΑΠ 997/2008 ΤΝΠ Νόμος). Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαρεία αμέλεια. Τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως οριοθετούν την ευθύνη του διαδίκου, του νομίμου αντιπροσώπου και του δικαστικού πληρεξουσίου (ΑΠ 1567/2023, ΑΠ 1207/2022, ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 1472/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε στην παρούσα δίκη, ζήτησε να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας χρηματική ποινή, κατ` άρθρο 205 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η εκκαλούσα άσκησε εν πλήρη γνωσει της προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, και ότι προέβη στην άσκηση της εφέσεως έχοντας κίνητρο παρελκυστικό, χωρίς να τηρεί την καλή πίστη. Το αίτημα αυτό της εφεσίβλητης είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι ο τρίτος λόγος εφεσεως περί εσφαλμένης επιδίκασης δικαστικής δαπάνης συνοδεύθηκε και από άλλους δύο λόγους εφέσεως επί της ουσιας ανεξαρτήτως του απαραδέκτου αυτών και δεν απεδείχθη ότι η εκκαλούσα ενήργησε δολίως προς καταστρατήγηση του άρθρου 193 ΚΠολΔ. Για την επιβολή της κατά το ανωτέρω άρθρο χρηματικής ποινής δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαρεία αμέλεια, αλλά απαιτείται εν γνώσει άσκηση προφανώς αβασίμου ενδίκου μέσου, τέτοια όμως γνώση δεν απεδείχθη ότι συνέτρεξε στο πρόσωπο της εκκαλούσας, ενώ εξάλλου δεν απεδείχθη ότι αυτή ενήργησε παρελκυστικώς ή κατά παράβαση των χρηστών ηθών ή του καθήκοντος της αληθείας, μόνη δε η απόρριψη του ασκηθέντος εκ μέρους της ενδίκου μέσου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης, κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα της παρούσας σκέψη. Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής χρηματικής ποινής σε βάρος της εκκαλούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων. Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του εις το σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε τρεις χιλιάδες τριακόσια (3.300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Νοεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ