ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 616/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Φλούδα (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών).
Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) ……….. και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Νικολέτα Γουβέλη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 14.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1418/2024 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 16.05.2024 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./03.06.2024 και ειδικό …/03.06.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/03.06.2024 και ειδικό …../03.06.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1418/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε η από 14.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – ενάγοντα την 10.05.2024 (βλ. Την υπ’ αριθ. …./10.05.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών ……………), η δε κρινόμενη από 16.05.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/03.06.2024 και ειδικό …/03.06.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 14.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι ο μεν ………. ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και εταίρος που κατείχε εταιρικά μερίδια αναλογούντα σε ποσοστό 40% του εταιρικού κεφαλαίου, οι δε εναγόμενοι ήταν εταίροι που κατείχαν ο καθένας εταιρικά μερίδια αναλογούντα σε ποσοστό 30% του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….», η οποία είχε την έδρα της στον Πειραιά επί της οδού . …….. και είχε ως σκοπό την εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων, ότι την 13.06.2013 καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ αφενός του ιδίου, του ……., του ……. και του …………., αφετέρου των προαναφερόμενων εταίρων της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», ήτοι των εναγόμενων και του …………., το υπό την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, δυνάμει του οποίου οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν στον ενάγοντα μέρος των εταιρικών τους μεριδίων της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που αναλογούσαν σε ποσοστό 10% του εταιρικού κεφαλαίου, αντί συνολικού τιμήματος 200.000,00 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 100.000,00 ευρώ αντιστοιχούσε στο τίμημα μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων του πρώτου εναγόμενου και το ποσό των 100.000,00 ευρώ αντιστοιχούσε στο τίμημα μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της δεύτερης εναγόμενης, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να συνάψουν τη συμβολαιογραφική πράξη πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων μόλις το αιτηθεί ο ενάγων αγοραστής και αφού αυτός διευθετήσει τις σχέσεις συνεργασίας του με άλλες εταιρείες, οι οποίες ήταν ανταγωνιστικές της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και με τις οποίες είχε συνάψει συμβάσεις αντιπροσωπείας των φαρμακευτικών τους προϊόντων, ότι σε εκτέλεση του από 13.06.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στον ……………. που ενεργούσε ως αντίκλητος και δεκτικός καταβολής, κατ’ εντολή και για λογαριασμό των εναγόμενων, την 13.06.2013, κατά τη σύναψη του ιδιωτικού συμφωνητικού, το ποσό των 100.000,00 ευρώ και επιπλέον καταβλήθηκε σε τρεις ισόποσες δόσεις τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του έτους 2013, αντίστοιχα, το υπόλοιπο ποσό των 100.000,00 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων των εναγόμενων, ότι οι διάδικοι δεν προέβησαν άμεσα στη σύναψη με συμβολαιογραφική πράξη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων στον ενάγοντα, εξαιτίας της μη διευθέτησης των σχέσεων συνεργασίας του τελευταίου με τις ανωτέρω εταιρείες, ανταγωνιστικές της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, πλην όμως ο ενάγων κατέστη άτυπα εταίρος της τελευταίας, γεγονός που αποτυπώθηκε και στο από 01.12.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του ιδίου, του ………….., των εναγόμενων και του ……….. και στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στα εταιρικά μερίδια που κατέχει ο ενάγων, αναλογούντα σε ποσοστό 10% του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», η οποία στο μεταξύ είχε μετατραπεί σε μονοπρόσωπη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «………» με μοναδικό εταίρο και διαχειριστή τον ………, ότι αρχές του έτους 2019, ο ………… γνωστοποίησε στον ίδιο και στον …….. αρνητικές εκτιμήσεις για το μέλλον της εταιρείας, αρνούμενος την παροχή λογοδοσίας, και για τον λόγο αυτό ο ………., που είχε επίσης συμβληθεί στο από 13.06.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνήθηκε να του πωλήσουν και να του μεταβιβάσουν οι εναγόμενοι μέρος των εταιρικών τους μεριδίων που αναλογούσαν σε ποσοστό 10% του εταιρικού κεφαλαίου, αντί συνολικού τιμήματος 200.000,00 ευρώ, αιτήθηκε την έγγραφη ενημέρωσή του για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων με την από 07.03.2019 εξώδικη δήλωσή του, πλην όμως ο μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της εταιρείας …………. του κοινοποίησε την από 21.03.2019 εξώδικη δήλωσή του, στην οποία ισχυρίσθηκε ότι ο …….. ουδέποτε εξόφλησε το ανωτέρω τίμημα πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων των εναγόμενων, με συνέπεια να μη νομιμοποιείται στην άσκηση αξιώσεων υπό την εταιρική ιδιότητα και στην παροχή λογοδοσίας, ότι κατόπιν των ανωτέρω ο ίδιος θορυβήθηκε, και δεδομένου ότι οι εναγόμενοι είχαν ήδη μεταβιβάσει στον ……………. το σύνολο των εταιρικών τους μεριδίων, απέστειλε στους εναγόμενους την από 24.06.2019 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία αφενός τους γνωστοποίησε ότι υπαναχωρεί από την από 13.06.2016 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, αφού η εκπλήρωση της αναληφθείσας από αυτούς υποχρέωσης μεταβίβασης των εταιρικών τους μεριδίων, είχε καταστεί αδύνατη λόγω αποκλειστικής τους υπαιτιότητας, αφετέρου καλούσε έκαστο των εναγόμενων να του αποδώσει το καταβληθέν ως άνω τίμημα των 100.000,00 ευρώ, πλην όμως οι εναγόμενοι αρνήθηκαν την απόδοση του καταβληθέντος σε αυτούς τιμήματος, ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε το εισέπραξαν, ότι εφόσον ο ίδιος ως αγοραστής υπαναχώρησε από την από 13.06.2016 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων των εναγόμενων, λόγω υπαίτιας εκ μέρους τους μη εκπλήρωσης της αναληφθείσας συμβατικής τους υποχρέωσης, δικαιούται να αξιώσει το καταβληθέν ως άνω ποσό του τιμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία που δεν επακολούθησε, αφού δεν ολοκληρώθηκε η σύναψη με συμβολαιογραφική πράξη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων στον ενάγοντα, και συνεπώς οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του, χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία, κατά το εν λόγω ποσό. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθεί έκαστος των εναγόμενων να του καταβάλει το ποσό των 100.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1419/2024 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, κρίνοντας ότι, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, η ένδικη από 13.06.2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων των εναγόμενων στον ενάγοντα έπασχε ακυρότητας, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου εκ του νόμου τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, με συνέπεια η επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπαναχώρηση από τη σύμβαση, λόγω υπαίτιας αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής εκ μέρους των εναγόμενων, να μην παράγει έννομα αποτελέσματα και να μη θεμελιώνει αξίωση του ενάγοντος προς απόδοση του καταβληθέντος τιμήματος βάσει των διατάξεων των άρθρων 380, 382, 389 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 επ. του ΑΚ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 16.05.2024 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Κατά το άρθρο 166 του ΑΚ, το προσύμφωνο είναι καταρτισμένη σύμβαση, με την οποία δημιουργείται τέλεια ενοχή και συγκεκριμένα γεννώνται υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών για να καταρτίσουν την κύρια οριστική σύμβαση. Ως προς τις έννομες σχέσεις που πηγάζουν από το προσύμφωνο εφαρμόζονται, αναλογικώς, οι κανόνες που αφορούν γενικώς όλες τις συμβάσεις, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 330 επ., 335 επ., 362 επ. και 380 επ. του ΑΚ. Ειδικότερα, επί αμφιμερώς δεσμευτικού προσυμφώνου, εάν ο ένας συμβαλλόμενος αθετήσει την υποχρέωσή του ή αρνείται κατά τρόπο σοβαρό και οριστικό την εκπλήρωση της μη ληξιπρόθεσμης ακόμη υποχρέωσής του, ο άλλος μπορεί είτε να αξιώσει την εκπλήρωση της σχετικής παροχής, δηλαδή τη σύναψη της κύριας σύμβασης, είτε να αναζητήσει την παροχή που κατέβαλε ο ίδιος κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, είτε να ζητήσει αποζημίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Σημειωτέον ότι το προσύμφωνο αντιδιαστέλλεται από το «σχέδιο συμφωνίας», το οποίο συντάσσεται, συνήθως, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και στο οποίο αναγράφονται, περιληπτικώς, τα σημεία ως προς τα οποία επήλθε αρχικώς συμφωνία των μερών, χωρίς να διατυπώνονται στην οριστική μορφή τους. Η δε ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, κατά τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, υπάρχει μέχρι τη στιγμή που καταρτίσθηκε το προσύμφωνο, αφού έκτοτε δεν υφίσταται στάδιο διαπραγματεύσεων και για την τυχόν εκδηλωθείσα αθέτηση των από το προσύμφωνο υποχρεώσεων, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί μη εκπλήρωσης της παροχής επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων (ΑΠ 592/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 72/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 508/2008 ΠειρΝ 2008. 391, ΕφΠατρ 867/2007 ΑχαΝομ 2008. 45, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 2007. 1502). Περαιτέρω, το άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 «περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης» (όπως ίσχυε κατά τον ένδικο κρίσιμο χρόνο, δηλαδή πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 4541/2018, ανεξαρτήτως του ότι δεν υπήρξε κάποια μεταβολή ως προς το ενδιαφέρον για την εν λόγω υπόθεση ζήτημα του σχετικού τύπου) ορίζει ότι «1. Εκτός αντιθέτου διατάξεως του καταστατικού και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 29 παρ. 1 [περί μεταβιβάσεως αιτία θανάτου] το εταιρικό μερίδιο είναι μεταβιβαστόν δια πράξεως εν ζωή…3. Η μεταβίβασις του εταιρικού μεριδίου γίνεται μόνον δια συμβολαιογραφικού εγγράφου περιλαμβάνοντος…, επάγεται δε αποτελέσματα ως προς την εταιρείαν από της εγγραφής εις το κατά το άρθρον 25 βιβλίον των εταίρων…». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση για τη μεταβίβαση μεριδίου ή μεριδίων Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.) πρέπει να υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου για να είναι έγκυρη. Μάλιστα, το τελευταίο ισχύει τόσο για την υποσχετική, όσο και για την εκποιητική σχετική δικαιοπραξία, και το αντίστοιχο προσύμφωνο (ΕφΘεσ 456/1996 ΔΕΕ 1996. 702). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159, 166, 180 του ΑΚ και του άρθρου 28 του Ν. 3190/1955 προκύπτει ότι η μη τήρηση του τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεριδίου ή μεριδίων Ε.Π.Ε., καθώς και του σχετικού με τη σύμβαση αυτή προσύμφωνου, συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης ή του προσυμφώνου, που θεωρούνται σαν να μην έγιναν, η ακυρότητα δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΘεσ 456/1996 ΔΕΕ 1996. 702). Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία σε εκτέλεση του άκυρου, κατά τα ανωτέρω, προσυμφώνου, καταβλήθηκε ολόκληρο ή μέρος του σχετικού τιμήματος, η καταβολή αυτή επάγεται πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του αγοραστή, και ως εκ τούτου το τίμημα αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, κατά τις τελευταίες διατάξεις του άρθρου 904 του ΑΚ αναγνωρίζεται αξίωση προς απόδοση της ωφελείας που αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου και όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης, για την οποία ο νόμος απαιτεί την τήρηση ορισμένου τύπου και ο τύπος αυτός δεν τηρήθηκε. Στην περίπτωση αυτή η σύμβαση, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, θεωρείται ως μη γενόμενη, και επομένως δεν υπάρχει νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στο λήπτη (ΑΠ 1709/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2011 ΝοΒ 2011. 2121, ΑΠ 852/2000 ΕλλΔνη 41. 1654, ΕφΠειρ 738/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 399/2012 ΕΦΑΔ 2012. 718, ΜονΕφΠειρ 63/2023 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 330/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 του ΑΚ «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Επίσης, κατά το άρθρο 908 εδ. α’ του ΑΚ «Ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη του πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Στερείται νόμιμης αιτίας, και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός, που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη. Ειδικότερα, από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγόμενου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι και το ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μια από τις ενδεικτικά αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές έλλειψης της νομιμότητάς της. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση μη νόμιμης αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφόσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από τη μία περιουσία στην άλλη, β) τη συγκεκριμένη αιτία της μετακίνησης αυτής και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 898/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1254/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου, εξαιτίας ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α’ του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή, έστω και έμμεση (ΑΠ 408/2020 ΝΟΜΟΣ), επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο, αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί κατόπιν παραδοχής της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγόμενου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου της ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 23/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 640/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 261/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1157/2017, ΑΠ 170/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1321/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή της στις διατάξεις των άρθρων 380, 382, 389 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, δυνάμει του από 13.06.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού προσυμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση στον ενάγοντα μέρους των εταιρικών μεριδίων των εναγόμενων – εταίρων στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………………..», που αναλογούσαν σε ποσοστό 10% του εταιρικού κεφαλαίου, αντί συνολικού τιμήματος 200.000,00 ευρώ, ενώ ουδέποτε καταρτίσθηκε η οριστική σύμβαση μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων, λόγω υπαιτιότητας των εναγόμενων, και συνεπώς, εφόσον η σύναψη του προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων της ως άνω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης διενεργήθηκε με το από 13.06.2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, και όχι με τον απαιτούμενο κατ’ άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου τύπου, και θεωρείται ως μη γενόμενη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, και ως εκ τούτου δεν χωρεί υπαναχώρηση του ενάγοντος από την εν λόγω σύμβαση, ώστε να γεννάται αξίωση αυτού προς απόδοση της παροχής που έλαβαν οι εναγόμενοι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής δεν σωρεύεται οικεία βάση, είτε κυρίως, είτε κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), με την οποία να γίνεται επίκληση της ακυρότητας του από 13.06.2013 προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης στον ενάγοντα των εταιρικών μεριδίων των εναγόμενων, καθώς και του λόγου στον οποίο αυτή οφείλεται, ήτοι μη τήρηση του απαιτούμενου κατ’ άρθρο 28 του Ν. 3190/1955 τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ώστε να δύναται να εκτιμηθεί ότι η αγωγή στηρίζεται ευθέως στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, και ειδικότερα από τη διατύπωση στην όγδοη και στην ένατη σελίδα αυτής «Πλην όμως ο πλουτισμός των εναγόμενων έλαβε χώρα δίχως νόμιμη αιτία. Πιο συγκεκριμένα η απόκτηση των εταιρικών μεριδίων από μένα ουδέποτε ολοκληρώθηκε, δια συμβολαιογραφικής πράξης περιβληθείσας τον τύπο της τροποποίησης του καταστατικού και υποβληθείσας στις νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας. Αντ’ αυτού, αμφότεροι οι εναγόμενοι μεταβίβασαν, μετά τη συμφωνία μας, το σύνολο των εταιρικών τους μεριδίων στο ………………, ισχυρίζονται δε από κοινού με αυτόν, ως τωρινό κάτοχο των μεριδίων τους, ότι ουδέποτε καταβλήθηκε το συμφωνηθέν τίμημα ποσού διακοσίων χιλιάδων (200.00) ευρώ και κατά συνέπεια ουδέποτε «ενεργοποιήθηκε» η από 13 Ιουνίου 2013 συμφωνία. Συνεπώς, οι εναγόμενοι υποχρεούνται σε απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισαν σε βάρος της περιουσίας μου για αιτία που δεν ακολούθησε, ήτοι ως παροχή για σύμβαση, η οποία δεν καταρτίστηκε, καθώς σε αυτή την περίπτωση ο δότης καταβάλει, χωρίς να οφείλει, ορισμένη παροχή με την προοπτική κατάρτισης μιας δικαιοπραξίας, η τελευταία όμως ματαιώνεται, η αιτία δεν επακολουθεί, και συνεπώς η παροχή που καταβλήθηκε καθίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός για μη επακολουθήσασα αιτία», δεν διαλαμβάνεται σ’ αυτήν επίκληση της ακυρότητας του από 13.06.2013 προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, ενώ ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι η ανωτέρω αναφορά στον πλουτισμό των εναγόμενων σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος «δίχως νόμιμη αιτία», συνιστά αν όχι άμεση, τουλάχιστον έμμεση επίκληση της ακυρότητας του από 13.06.2013 προσυμφώνου πώλησης και μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, αυτή δεν θα αρκούσε, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού η από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγική βάση δεν σωρεύεται επικουρικώς, δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κυρίας βάσης της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ομοίως ότι προκειμένου η αγωγή να δύναται να θεμελιωθεί ευθέως στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα έπρεπε να αναφέρεται ρητά στο δικόγραφό της ο λόγος που καθιστά τον πλουτισμό των εναγόμενων αδικαιολόγητο, καθώς και σε περίπτωση που αυτός συνίσταται στην ακυρότητα της σύμβασης, θα έπρεπε να αναφέρονται επιπλέον και τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα αυτής, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 16.05.2024 έφεση κατ’ ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων – εναγόμενων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση απορρίπτεται, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων, λόγω της ήττας του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 16.05.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1418/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος-ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων-εναγόμενων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα-ενάγοντα κατά την άσκηση της έφεσής του με το υπ’ αριθ. ………………/2024 ηλεκτρονικό παράβολο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17.12.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ