Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 619/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  619/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας: …………., δικηγόρου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος …), κατοίκου Πειραιώς Αττικής, …………., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Του εφεσίβλητου – εκκαλούντος – εναγόμενου: ……….., δικηγόρου (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος ….), κατοίκου Πειραιώς Αττικής, ……….. ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17.09.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …/2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1341/2023 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 07.07.2023 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/11.07.2023 και ειδικό …/11.07.2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/11.07.2023 και ειδικό …/11.07.2023, για τη δικάσιμο της 11.01.2024 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, και (Β) Ο εκκαλών – εναγόμενος με την από 17.07.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/18.07.2023 και ειδικό …./18.07.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/19.12.2023 και ειδικό …../19.12.2023, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα – εφεσίβλητη – ενάγουσα που παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο εφεσίβλητος-εκκαλών–εναγόμενος που παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 07.07.2023 και από 17.07.2023, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 1341/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1341/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 17.09.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …../2020 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 07.07.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 11.07.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/11.07.2023 και ειδικό …./11.07.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 17.07.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 18.07.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/18.07.2023 και ειδικό …./18.07.2023, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 27.04.2023. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα και από τον εκκαλούντα – εναγόμενο τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα στην από 17.09.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος της της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, και ειδικότερα ότι άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 09.07.2020 και με αριθμό κατάθεσης …./2020 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί προσωρινά ο εναγόμενος να αποδέχεται την εκ μέρους της χρήση του επωνύμου «…….» σε όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές συναλλαγές, ότι μετά τη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης κατά τη δικάσιμο της 10.09.2020, ο εναγόμενος με το από 15.09.2020 σημείωμά του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διέδωσε ψευδή και συκοφαντικά σε βάρος της γεγονότα, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, και δη του δικάζοντος δικαστή, του δικαστικού γραμματέα, αλλά και των συνεργατών δικηγόρων των διαδίκων, και τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ως επαγγελματία δικηγόρου και ως ατόμου, αφού την εμφανίζουν ως πρόσωπο στερούμενο επαγγελματικής ηθικής που δημιουργεί εντάσεις και προβλήματα στους συναδέλφους και στους εντολείς της, ως πρόσωπο στερούμενο αυτοεκτίμησης και κύρους, μη έχουσα κανένα ηθικό φραγμό τόσο κατά την άσκηση του επαγγέλματός της, όσο και γενικότερα στη ζωή της, ως πρόσωπο που προτάσσει το οικονομικό της συμφέρον, μη διστάζουσα να χειραγωγεί τον υιό των διαδίκων και να λειτουργεί σε βάρος του και σε όφελός της προκειμένου να ικανοποιήσει την απληστία της, ότι οι περιεχόμενοι στο από 15.09.2020 σημείωμα του εναγόμενου συκοφαντικοί και εξυβριστικοί σε βάρος της ισχυρισμοί ήταν εν γνώσει του ψευδής, ενώ υπερέβαιναν το επιβαλλόμενο και το αντικειμενικά αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη του δικαιώματός του ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αφού σκοπός του εναγόμενου ήταν η προσβολή της προσωπικότητάς της και η κάμψη του φρονήματός της προς διεκδίκηση των αξιώσεών της, ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου υπέστη ηθική βλάβη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει το ποσό των 25.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, το ποσό δε αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1341/2023 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 345, 914, 932 του ΑΚ, 361, 362, 363 του ΠΚ, 70, 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής που κρίθηκε μη νόμιμο, στη συνέχεια έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 3.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Η εκκαλούσα – ενάγουσα κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως αναφορικά με τα κεφάλαια της εκκαλουμένης με τα οποία κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης εκ μέρους του εναγόμενου, αλλά η τέλεση απλής δυσφήμισης, και κατά το κεφάλαιο με το οποίο έγινε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η στηριζόμενη στο άρθρο 367 του ΠΚ ένσταση του εναγόμενου, καθώς και αναφορικά με το ύψος της επιδικασθείσας σ’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με την από 07.07.2023 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της και (Β) Ο ηττηθείς πρωτοδίκως εκκαλών – εναγόμενος, με την από 17.07.2023 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή.

Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, ενώ η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, (α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, (β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, (γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ), εκδηλούμενη, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ) και (δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κλπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, η οποία ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψη του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ (ΑΠ 512/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1017/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 363 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 νέου ΠΚ (με ημερομηνία έναρξης ισχύος από την 01.07.2019), «Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή», ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει από την 01.05.2024, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024, «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Από την αντιπαραβολή των δυο διατάξεων, προκύπτει ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 5090/2024, είναι επιεικέστερη από εκείνη που αντικατέστησε, δεδομένου ότι στην έννοια του τρίτου – απαραιτήτου στοιχείου προς στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του υπόψη αδικήματος – δεν περιλαμβάνονται εισέτι οι δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης. Η υπόψη διάταξη, όπως τροποποιήθηκε, κατ’ ουσίαν ενσωμάτωσε τις σκέψεις της μειοψηφίας της υπ’ αριθ. 3/2021 απόφασης της Ολομέλειας του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι κατάλληλος, δηλαδή πρόσφορος, ως αντιτιθέμενος στην ηθική και στην ευπρέπεια, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (“τρίτος” και “δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια, όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, το πρόσωπο που αφορά, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Ως “τρίτος” της οικείας ποινικής διάταξης δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά αρμόδιο, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο φυσικός δικαστής μίας υπόθεσης), καθόσον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει (δικονομικά επιβεβλημένο) την προσωπική του “ταυτότητα” και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σ’ αυτό θεσμικό ρόλο του αμερόληπτου κριτή. Με άλλα λόγια, παρότι φυσικά πρόσωπα, κατά την ανατεθείσα σ’ αυτούς εξουσία εκφράζουν και υλοποιούν ένα συγκεκριμένο πολιτειακό ρόλο, στην υπηρεσία της απρόσωπης, αμερόληπτης, αφηρημένης απονομής δικαιοσύνης. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι “τρίτος” θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως π.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης ή ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (άρθρο 371 (ήδη 369) του ΚΠοινΔ και άρθρο 301 του ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα, άρθρο 370 (ήδη 368) του ΚΠοινΔ). Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης, είτε της πολιτικής, είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού, η δε όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Δεν μπορούν οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, “υπόνοιες” του εισαγγελέα ή του δικαστή, κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, να αναχθούν σε δικονομικό μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Επιπροσθέτως, ενόψει του χαρακτήρα της συκοφαντικής δυσφήμησης ως εγκλήματος αφηρημένης – συγκεκριμένης διακινδύνευσης, η διακινδύνευση της τιμής και της υπόληψης είναι αποκλεισμένη ενώπιον ενός δικαστικού λειτουργού, με το σκεπτικό ότι είναι νομικά, λογικά και ηθικά ασύμβατη με τον ρόλο και τα καθήκοντα των δικαστών, οι οποίοι, όποτε κληθούν να δικάσουν, είτε θα αχθούν σε αθωωτική κρίση, οπότε ουδεμία τρώση της τιμής και της υπόληψής του θα υποστεί ο ψευδώς καταγγελθείς (το αντίθετο θα τυγχάνει και δικαστικής επικύρωσης η αθωότητά του), είτε θα καταλήξουν σε καταδικαστική απόφαση, οπότε ήταν (και με επίσημη πολιτειακή επικύρωση) αληθή τα καταγγελθέντα. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, με την έννοια που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική δίκη, όπως είναι ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων στην πολιτική δίκη, οι δικηγόροι, οι οποίοι ως δημόσιοι λειτουργοί εκπροσωπούν και υπερασπίζονται τους εντολείς τους σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4194/2013), τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κλπ. Άλλωστε, για τα πρόσωπα αυτά δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Τυχόν αντίθετη θέση θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας και εξάρτηση της άσκησής του από το μέγεθος της ψυχικής αντοχής ή ανθεκτικότητας του προτιθέμενου να το ασκήσει στο ενδεχόμενο καταμήνυσής του, εκ μέρους εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, με την θεώρηση των εκπροσώπων της δικαστικής λειτουργίας ως “τρίτων”. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε, και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης (ΜονΕφΑθ 1240/2024 ΝΟΜΟΣ). Στο αυτό, άλλωστε, αιτιολογικό και δικαιοπολιτικό υπόβαθρο εδράζεται και η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5090/2024 σχετικά με την τροποποίηση του άρθρου 363 του νέου ΠΚ, διαλαμβάνοντας ότι «Με την κατάργηση της απλής δυσφήμησης του άρθρου 362 του ΠΚ το αξιόποινο περιορίζεται στις περιπτώσεις που η διάδοση ενώπιον τρίτου συνοδεύεται από την υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση της γνώσης της ψευδούς υπόστασης του γεγονότος που είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Επίσης, από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οπότε εξ αυτού και μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Στην ανωτέρω εξαίρεση δεν περιλαμβάνονται ισχυρισμοί που στρέφονται κατά άλλων (πλην των διαδίκων) μερών ή περιπτώσεις που οι αποδέκτες των διαδόσεων (δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι), συνδέονται προσωπικά με τα διάδικα μέρη έτσι ώστε η γνωριμία αυτή να αίρει την απροσφορότητα του γεγονότος να βλάψει την τιμή, λόγω μη αποστασιοποίησης των λειτουργών ή υπαλλήλων από τα διάδικα πρόσωπα. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων ενόψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης. Άλλωστε, για τα τελευταία αυτά πρόσωπα δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Επίσης, για τον προσδιορισμό της έννοιας του τρίτου χρησιμοποιήθηκε στοχευμένα ο διευρυμένος και γενικός ορισμός της «δίκης» που περιλαμβάνει κάθε στάδιο από την προδικασία (π.χ. αστυνομική προανάκριση, άρα καταλαμβάνει και προανακριτικούς υπάλληλους κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση) μέχρι την αμετάκλητη απόφαση». Επομένως και με βάση τις νομικές σκέψεις που εκτέθηκαν, οι περιεχόμενοι σε δικόγραφο πολιτικής δίκης ισχυρισμοί που διαλαμβάνουν ψευδή γεγονότα για κάποιον άλλον, εφόσον περιέρχονται αποκλειστικά και μόνο στη γνωστική σφαίρα πρόσληψης των ανωτέρω προσώπων, και δη των δικαστικών λειτουργών που θα κρίνουν τη βασιμότητά τους ή μη, των δικαστικών γραμματέων ενώπιον των οποίων κατατίθεται το δικόγραφο, των δικαστικών επιμελητών που θα επιμεληθούν της τυχόν επίδοσής του και των δικηγόρων που εκπροσωπούν τα διάδικα μέρη, δεν πληρούν το πραγματικό για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου του 363 του ΠΚ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1951/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 162/2013 ΕλλΔνη 2013. 168, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 3289/2009 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί έφεσης του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λ.π. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 77/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 20/2018 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή ελέγχεται απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, δεν στοιχειοθετείται τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους του εναγόμενου σε βάρος της ενάγουσας, αφού οι ισχυρισμοί που περιέχονται στο από 15.09.2020 σημείωμα του εναγόμενου που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά τη συζήτηση της από 09.07.2020 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας εναντίον του, με τους οποίους ο τελευταίος φέρεται να διέδωσε ψευδή και συκοφαντικά σε βάρος της γεγονότα, περιήλθαν σε γνώση μόνο του δικάζοντος δικαστή, του δικαστικού γραμματέα και των συνεργατών δικηγόρων των διαδίκων μερών, που αμφότεροι τυγχάνουν δικηγόροι, δυνάμενοι να παρασταθούν και αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, και συνεπώς τα πρόσωπα αυτά, ως τα μόνα που είχαν εκ του νόμου πρόσβαση στο περιεχόμενο του κατατεθέντος από 15.09.2020 σημειώματος του εναγόμενου, στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της κατάφασης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 363 του νέου ΠΚ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Ακολούθως, δεν συντρέχει, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, περίπτωση παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της ενάγουσας στην προσωπικότητά της με αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου συνιστάμενη στην τέλεση σε βάρος αυτής της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, αλλά ούτε και της απλής δυσφήμισης, μετά την κατάργηση του άρθρου 362 του νέου ΠΚ με το άρθρο 136 περ. α’ του Ν. 5090/2024. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο αγωγικό δικόγραφο γίνεται αόριστη αναφορά σε εξυβριστικούς σε βάρος της ενάγουσας χαρακτηρισμούς που εμπεριέχονται στο από 15.09.2020 σημείωμα του εναγόμενου, χωρίς όμως να εξειδικεύονται περαιτέρω οι εν λόγω χαρακτηρισμοί και χωρίς να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία να περιέχονται στο από 15.09.2020 σημείωμα και από τα οποία, ανεξαρτήτως της αλήθειας τους ή μη, να υποδηλώνεται σκοπός του εναγόμενου προς εξύβριση της ενάγουσας. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την υπό κρίση αγωγή και στη συνέχεια έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού ο εκκαλών – εναγόμενος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ζητεί την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, έστω και για άλλους λόγους, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα των αγωγικών αιτημάτων που έγιναν δεκτά ως παραδεκτά και νόμιμα πρωτοδίκως και να απορρίψει αυτά, ως αόριστα ή μη νόμιμα, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον έχει ασκήσει και ο εκκαλών – εναγόμενος την υπό στοιχείο Β’ έφεση. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από 07.07.2023 υπό στοιχείο Α’ έφεση και πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν η από 17.07.2023 υπό στοιχείο Β’ έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1341/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί στη συνέχεια η από 17.09.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό ……/2020 αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Περαιτέρω, λόγω της νίκης του εκκαλούντος – εναγόμενου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης πρέπει να επιστραφεί σε αυτόν το κατατεθειμένο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ενώ αναφορικά με το παράβολο που η εκκαλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα προαναφερθέντα, εξαφανίζεται και η περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, και ακολούθως τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 07.07.2023 και από 17.07.2023, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 1341/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 07.07.2023 υπό στοιχείο Α’ έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …………./2023 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Α’ από 07.07.2023 έφεσής της.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν, την από 17.07.2023 υπό στοιχείο Β’ έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1341/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 17.09.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2020 και ειδικό …/2020 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β’ από 17.07.2023 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……/2023 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17.12.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ