ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 628 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – εκκαλούντος: Του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου» (Δ.Υ.Πε Πειραιώς και Αιγαίου), με έδρα τον ……….. Αττικής, οδός ……….., με ΑΦΜ ……., που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Βασίλειο Ριζάκο και Παρασκευή Γεωργίου, με δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των καθών η κλήση – εφεσίβλητων: 1) ………. 2) …………και 3) ………., όλων κατοίκων Αθηνών, οδός …………, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τουτζιαράκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες (ήτοι, οι καθών η κλήση, καθώς και οι ……………..) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 17-9-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγή τους, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3154/2020 απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εναγόμενο, με την από 23-11-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………./2020 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2021), με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την απόρριψη της πιο πάνω αγωγής. Επί της έφεσης, αφού αυτή συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 3-3-2022, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 309/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση απέρριψε αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς την εφεσίβλητη …………., και δέχτηκε κατ’ ουσίαν ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους. Περαιτέρω, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το εναγόμενο – εκκαλούν άσκησε την από 28-3-2023 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 662/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εν μέρει την προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ως προς τις εφεσίβλητες που είναι διάδικοι εν προκειμένω, και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο που αφορά στον υπολογισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας τους το επίδικο χρονικό διάστημα και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή. Ήδη, με την από 3-7-2024 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά ………/2024 κλήση του εκκαλούντος, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητείται εκ νέου η συζήτηση της ανωτέρω έφεσης, κατά το κεφάλαιο που αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 309/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ανωτέρω από 3-7-2024 υπ’ αριθμ. κατάθεσης δικογράφου ………./2024 κλήση του εκκαλούντος – εναγόμενου νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 23-9-2020 έφεση του ιδίου κατά της υπ’ αριθμ. 3154/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατόπιν της έκδοσης της υπ’ αριθμ. 662/2024 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’ αριθμ. 309/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που είχε εκδοθεί αρχικά επί της ανωτέρω έφεσης και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αναφορικά με τις εφεσίβλητες που είναι διάδικοι εν προκειμένω και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο που αφορά στον υπολογισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας τους το επίδικο χρονικό διάστημα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση…». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοση αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 251/2016 και ΑΠ 738/2012 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, ή προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 423/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 845/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, μετά την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 45/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 845/2010 ό.π., ΑΠ 1179/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η εκκρεμοδικία της κατ’ αυτής έφεσης, η οποία θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3 και 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση και στην περίπτωση της αντιμωλία συζήτησης της έφεσης, είτε θα δεχθεί αυτή και θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1216/2020 και ΑΠ 758/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 1421/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο της μετά από την αναίρεση της ένδικης υπόθεσης, ερευνά μόνο τους λόγους έφεσης, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται η υπόθεση (ΑΠ 1145/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, το οποίο δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, που δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας της υπόθεσης, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα, που επέλυσε η αναιρετική απόφαση, με τον λόγο αναίρεσης, που έκανε δεκτό (AΠ 738/2012, ΑΠ 1343/2002, ΕφΑιγ 32/2021, ΕφΑθ 220/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και, μάλιστα του, τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 251/2016 ό.π. ΑΠ 304/2016 και ΑΠ 386/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΑθ 4924/2012, ΜΕφΑθ 507/2020, ΜΕφΑθ 220/2020 και ΜΕφΠειρ 33/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες (ήτοι, οι καθών η κλήση καθώς και οι …………….) άσκησαν κατά του εναγόμενου την από 17-9-2019 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3154/2020 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης, το εκκαλούν – εναγόμενο άσκησε την από 23-9-2020 έφεσή του, με την οποία ζήτησε να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή. Επί της έφεσης, αφού αυτή συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 3-3-2022, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 309/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση απέρριψε αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς την εφεσίβλητη …………….., και δέχτηκε κατ’ ουσίαν ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους. Περαιτέρω, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Ακολούθως, το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 28-3-2023 αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 662/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εν μέρει την προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά για τις εφεσίβλητες που είναι διάδικοι εν προκειμένω, και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο που αφορά στον υπολογισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας τους το επίδικο χρονικό διάστημα και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου (του παρόντος) Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από διαφορετικό δικαστή. Περαιτέρω, η επαναφερόμενη από το εκκαλούν προς εκδίκαση έφεση και για το μέρος που αυτή παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, κατά της υπ’ αριθμ. 3154/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ. 3, 621, 622 ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511 επ. και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), στις 24-11-2020, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 26-10-2020. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, για τους οποίους παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο από τον Άρειο Πάγο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Με την από 17-9-2019 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την κύρια βάση της και κατά το μέρος που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, οι πέμπτη, έβδομη και όγδοη ενάγουσες (ήτοι οι καλούσες εν προκειμένω, από τους συνολικά οκτώ ενάγοντες), ισχυρίστηκαν ότι είναι ειδικευμένες ιατροί, που απασχολούνται ως επικουρικοί ιατροί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε πρωτοβάθμιες μονάδες υγείας του εναγομένου ΝΠΔΔ – ήδη με την επωνυμία «Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου» – αμειβόμενες, από την έναρξη της απασχόλησής τους, κατά τις ρυθμίσεις του ειδικού μισθολογίου του ν. 4472/2017 στις οποίες υπάγονται. Ότι η κάθε μία παρείχε τις υπηρεσίες της στο εναγόμενο, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα διαστήματα, εντός του συνολικού επιδίκου χρονικού διαστήματος, από την 1-1-2017 έως και 31-12-2019, έχοντας την ειδικότητα, βαθμό, τυπικά προσόντα, συνολική προϋπηρεσία, με αντίστοιχο ποσοστό χρονοεπιδόματος, που αναφέρονται στους επισυναπτόμενους πίνακες, λαμβάνοντας τις αναφερόμενες αποδοχές, με βάση υπολογισμού τις αποδοχές των ιατρών του ΕΣΥ στις 31-12-2016, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4472/2017, μειωμένες κατά τις διατάξεις της περ. 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου 1 του ν. 4093/2012, οι οποίες έχουν κριθεί από τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων αντισυνταγματικές και ανίσχυρες. Ότι, ως εκ τούτου, ως προς των υπολογισμό των αποδοχών τους, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του ν. 3205/2003 όπως ίσχυαν πριν τις αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012, οι οποίες ανέρχονται στις 31-12-2016 στα αναγραφόμενα ποσά, ενώ επίσης είναι αντισυνταγματικές για τους αναφερόμενους λόγους και οι διατάξεις των άρθρων 136-140 του ανωτέρω ειδικού μισθολογίου τους, του ν. 4472/2017, με ισχύ από 1-1-2017, στο οποίο ενσωματώνονται οι κριθείσες αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012, ως προς το βασικό τους μισθό και τα επιδόματα. Κατόπιν τούτων οι ανωτέρω ενάγουσες ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει στην κάθε μία από αυτές τα αναγραφόμενα ποσά, ως προκύπτουσες διαφορές αποδοχών, μεταξύ αυτών που τους κατέβαλε τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και αυτών που όφειλε να καταβάλει, χωρίς τις περικοπές αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 4093/2012 και του ν. 4472/2017, νομιμοτόκως. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 3154/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει κατ’ ουσία κατά την άνω κύρια βάση της και αναγνώρισε ότι το εναγόμενο ΝΠΔΔ οφείλει να καταβάλει στις 5η, 7η και 8η των εναγουσών και ήδη εφεσιβλήτων και νυν στις 1η, 2η και 3η των καθών – κλήση, τα αναφερόμενα εκεί ποσά, νομιμοτόκως. Ειδικότερα, ως προς τις καθών η κλήση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να λάβουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενο στον βασικό μισθό του ιατρού – Επιμελητή Α΄. Κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου το εναγόμενο, με την υπό κρίση έφεση (και κατά το μέρος που παραπέμφθηκε από τον Άρειο Πάγο, ως προελέγχθη), διαμαρτύρεται ότι το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των εν λόγω ιατρών πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με τον βασικό μισθό του ιατρού – Επιμελητή Β’, που δικαιούνταν αυτές το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1-1-2017 έως 31-12-2019. Ειδικά δε για την 5η εφεσίβλητη και 1η των καθών η κλήση, το εκκαλούν διαμαρτύρεται ότι αυτή υπηρετούσε ως επικουρική ιατρός ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου χρόνου, αντιθέτως απ’ ό,τι δέχτηκε η εκκαλουμένη.
Τα άρθρα 43 και 44 του ν. 3205/2003, είναι ενταγμένα στο κεφάλαιο Γ του ως άνω νόμου, που φέρει τον τίτλο «Ιατροί Εθνικού Συστήματος Υγείας». Στο άρθρο 43 του άνω νόμου, με τίτλο «Βασικός Μισθός», όπως αυτό τροποποιήθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του ν. 3336/2005, στη συνέχεια και διαδοχικά με το άρθρο 11 του ν. 3453/2006, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. ιδ του ν. 3554/2007 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009 και τελικά με το άρθρο 55 παρ. 2 του ν. 3918/2011 και πριν από την αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού με την – ανίσχυρη λόγω αντισυνταγματικότητας – περίπτωση 27.α της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και την κατάργησή του επίσης με τις προαναφερόμενες ανίσχυρες λόγω αντισυνταγματικότητας διατάξεις του ν. 4472/2017, ορίζονται τα εξής: «1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται από 1ης Ιανουαρίου 2011 στα παρακάτω ποσά: α. Συντονιστής Διευθυντής: 2.055 ευρώ, β. Διευθυντής : 2.054 ευρώ, γ. Επιμελητής Α. 1.759 ευρώ. δ. Επιμελητής Β : 1.468 ευρώ, ε. Ειδικευόμενος: 1.027 ευρώ. […]». Περαιτέρω, στη παράγραφο Α. 1 του άρθρου 44 του ίδιου νόμου (δηλαδή του ν. 3205/2003), με τίτλο «Επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις» ορίζονται τα εξής: «Α. Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα: 1. Χρόνου υπηρεσίες, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου Α.1 του άρθρου 30 του νόμου αυτού. Ως υπηρεσία για τη χορήγηση του επιδόματος αυτού λαμβάνεται υπόψη εκείνη που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 15 του παρόντος νόμου, υπολογιζόμενου και του χρόνου απόκτησης ειδικότητας». Εξάλλου, στην παράγραφο Α. 1 του, (ενταγμένου στο κεφάλαιο Α «Ειδικό Μισθολόγιο Δικαστικών Λειτουργών»), άρθρου 30 του ν. 3205/2003, που, επίσης, φέρει τον τίτλο «επιδόματα, παροχές, αποζημιώσεις» ορίζονται τα ακόλουθα: «Α. Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα: 1. Χρόνου υπηρεσίας, οριζόμενο σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους υπηρεσίας, προσαυξανόμενο στη συνέχεια ανά διετία από τη χορήγηση του ποσοστού αυτού και μέχρι δεκατέσσερις (14) διετίες κατά τέσσερις (4) ποσοστιαίες μονάδες και μέχρι συνολικού ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%). Το επίδομα αυτό υπολογίζεται στο βασικό μισθό που δικαιούται κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός». Τέλος, στην παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 3205/2003 καθορίζονται ανά βαθμό οι βασικοί μισθοί όλων των δικαστικών λειτουργών με βάση τους εκεί αναγραφόμενους συντελεστές, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται με το βασικό μισθό του Πρωτοδίκη, ο οποίος έχει διαμορφωθεί στο ποσό των 2.067 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 29, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 6 του ν. 4307/2014. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 43 και 44 παρ. Α περ. 1, 29 παρ. 2 και 30 παρ. Α περ.1 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν μέχρι τις 30-12-2016, συνάγεται εναργώς ότι: Το άρθρο 43 παρ. 1 του ν. 3205/2003, (όπως ίσχυε, μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 3918/2011) ορίζει τους από 1-1-2011 καταβαλλόμενους μηνιαίους βασικούς μισθούς όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Ε.Σ.Υ, μεταξύ των οποίων και του Επιμελητή Β’, και το άρθρο 44 παράγραφος Α.1 του ίδιου νόμου ορίζει ότι, επιπλέον του ως άνω βασικού μισθού των ιατρών, παρέχεται και επίδομα χρόνου υπηρεσίας, για τον καθορισμό του οποίου παραπέμπει σε ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου Α. 1 του άρθρου 30 του νόμου αυτού. Η κατά τα άνω ανάλογη εφαρμογή αναφέρεται στο επί μέρους και στο συνολικό ποσοστό (4% και 60%) του χρονοεπιδόματος, καθώς και στον απαιτούμενο χρόνο που πρέπει να συμπληρωθεί για τη χορήγηση του χρονοεπιδόματος και όχι, προφανώς, στη βάση υπολογισμού του, ήτοι στο ποσό επί του οποίου εκάστοτε υπολογίζεται. Επομένως, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις: α) το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των γιατρών του Ε.Σ.Υ. ορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους υπηρεσίας (της υπηρεσίας καθοριζόμενης σύμφωνα με το εδάφιο β της παρ. 1 του άρθρου 44), προσαυξανόμενο στη συνέχεια ανά διετία από τη χορήγηση του ποσοστού αυτού και μέχρι δεκατέσσερις (14) διετίες κατά τέσσερις (4) ποσοστιαίες μονάδες και μέχρι συνολικού ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%) και β) το επίδομα αυτό υπολογίζεται στο βασικό μισθό που δικαιούται κάθε φορά ο ιατρός, αναλόγως, δηλαδή, του βαθμού του. Αντιθέτως, από τις ως άνω διατάξεις δεν προκύπτει ότι το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών υπολογίζεται στο βασικό μισθό που δικαιούται κάθε φορά ο δικαστικός λειτουργός και μάλιστα στο βασικό μισθό του Πρωτοδίκη, καθόσον, εάν οριζόταν το τελευταίο, στην παράγραφο Α.1 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, (που, όπως ήδη αναφέρθηκε είναι ενταγμένο στο Κεφάλαιο Γ του νόμου αυτού με τίτλο «Ιατροί Εθνικού Συστήματος Υγείας»), δεν θα αναγραφόταν η φράση «με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου Α.1 του άρθρου 30 του νόμου αυτού», αλλά ρητώς και ευθέως θα οριζόταν «κατ’ εφαρμογή της παραγράφου Α.1. του άρθρου 30 του ν. 3205/2003». Η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή ενισχύεται και από το ότι στο άρθρο 43 του ν. 3205/2003, υπό την αρχική του διατύπωση, καθορίζονταν ανά βαθμό οι βασικοί μισθοί των ιατρών με βάση τους εκεί αναγραφόμενους συντελεστές, οι οποίοι πολλαπλασιάζονταν με τον μηνιαίο βασικό μισθό του Επιμελητή Β, που οριζόταν σε συγκεκριμένο ύψος (1.042 ευρώ) και συνεπώς ο αρχικός νομοθέτης είχε ρυθμίσει με αντίστοιχο τρόπο τους βασικούς μισθούς των ιατρών με εκείνο των δικαστικών λειτουργών (ΑΠ 904/2022, ΑΠ1626/2023).
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν αποδείχτηκαν τα εξής: 1) Η 5η ενάγουσα – 1η καθών η κλήση …………, απασχολήθηκε αρχικά, ως ιατρός υπηρεσίας υπαίθρου επί θητεία, και στη συνέχεια από τις 23-4-2018, με την ειδικότητα του καρδιολόγου, ως επικουρική ιατρός, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, στο ΠΕΔΥ-Π.Π.Ι ……………. Αποκεντρωμένης Μονάδας του εναγόμενου, με συνολική προϋπηρεσία 9 ετών, 4 μηνών και 14 ημερών την 1-1-2017, όπως αυτή αυξήθηκε στη συνέχεια (ως αγροτικός ιατρός από 24-11-2000 έως και 23-2-2001 και από 27-2-2001 έως και 26-2-2002, ως ιατρός επί θητεία στο Π. Ιατρείο …………. από 15-5-2002 έως 14-5-2003, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου από 16-10-2003 έως 15-7-2005, ως ειδικευόμενη από 28-11-2007 έως 17-11-2011, ως ιατρός υπαίθρου από 8-1-2013 έως 7-1-2014, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, από 4-9-2014 έως 29-1-2015 και ως επί θητεία ιατρός υπαίθρου, από 1-11-2016 έως 24-11-2017. Το χρονοεπίδομα που δικαιούται, υπολογίζεται βάσει του βασικού μισθού που δικαιούνταν ως Επιμελήτρια Β΄(1.468 ευρώ). Συνεπώς για το επίδικο χρονικό διάστημα δικαιούται με ποσοστό χρονοεπιδόματος 20 % (= 4 % για το πρώτο έτος και 4 % για καθεμία από τις επόμενες 4 διετίες) μέχρι τις 24-11-2017 και από τις 23-4-2018 έως τις 30-11-2018, και 24 % (4 % για την επιπλέον διετία) στη συνέχεια, το ποσό των 293,6 (1.468 Χ 20 %) και των 352,32 (1.468Χ 24 %) ευρώ, αντίστοιχα, ως χρονοεπίδομα, μηνιαίως κατά τις προαναφερθείσες περιόδους. 2) Η 7η ενάγουσα – 2η καθών η κλήση ………… και η 8η ενάγουσα – 3η καθών η κλήση ………. προσελήφθησαν και απασχολούνταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ως επικουρικές ιατροί, με την ειδικότητα του ρευματολόγου και του νευρολόγου, αντίστοιχα, και με βαθμό επιμελητή Β’, στο Κέντρο Υγείας ………… Αποκεντρωμένης Μονάδας του εναγόμενου, η μεν πρώτη από τις 8-1-2018 έως και την 7-1-2020 και η δεύτερη, η οποία είναι και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος, από 14-2-2017 έως 13-2-2019 και από 23-4-2019 έως 22-4-2021. Με βάση τα στοιχεία αυτά, η 7η, με 8 έτη προϋπηρεσίας κατά την πρόσληψή της, και 9 έτη προϋπηρεσίας από τις 8-1-2019, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 16 % (=4% για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε μία από τις επόμενες 3 διετίες) και στη συνέχεια από την 8-1-2019, 20 % (4 % για μία επιπλέον διετία) δικαιούται, κατά τα άνω, από 8-1-2018 έως 8-1-2019, το ποσό των 234,88 ευρώ μηνιαίως και από 8-1-2019 έως 31-12-2019, το ποσό των 293,6 ευρώ (1.468 Χ 20 %). Επίσης, η 8η, με συνολική προϋπηρεσία 7 ετών κατά την πρόσληψή της και 9 ετών από τις 23-4-2019 και εντεύθεν, και, επομένως, ποσοστό χρονοεπιδόματος 16 % (=4% για το πρώτο έτος και 4 % για κάθε μία από τις επόμενες 3 διετίες) και στη συνέχεια 20 % (4 % για μία επιπλέον διετία), δικαιούται, κατά τα άνω, από 14-2-2017 έως 13-2-2019 το ποσό των 234,88 (1.468 Χ 16 %) ευρώ μηνιαίως και από 23-4-2019 έως 31-12-2019, το ποσό των 293,6 (1.468 Χ 16 %) ευρώ μηνιαίως. Ως προς τα ανωτέρω ποσά εξαφανίζεται η εκκαλουμένη και το Δικαστήριο αφού κρατήσει την αγωγή ως προς την επιδίκαση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας των 5ης, 7ης και 8η των εναγόντων, ήτοι των καθών η κλήση, δεχόμενο την έφεση ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να δεχτεί εν μέρει την αγωγή κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω, καθότι με την υπ’ αριθμ. 309/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά επιδικάστηκαν συνολικά ποσά στις ενάγουσες (ήτοι, βασικός μισθός, επιδόματα, κλπ), παρόλο που ως προς αυτά η πιο πάνω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη και το παρόν Δικαστήριο δεν εξετάζει τα ανωτέρω, θα αναφερθούν τα συνολικά ποσά που επιδικάζονται στις ενάγουσες (κατόπιν του υπολογισμού του χρονοεπιδόματος κατά τα ως άνω), για την αποφυγή δυσχερειών στην εφαρμογή της απόφασης. Συνεπώς, βάσει και της υπ’ αριθμ. 309/2022 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου: α) η 5η ενάγουσα -1η καθής η κλήση δικαιούται συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 24-11-2017 και από 23-4-2018 έως 30-11-2018, ήτοι για χρονικό διάστημα 18,03 μηνών, και από 1-12-2018 έως 31-12-2019, ήτοι για χρονικό διάστημα 14 μηνών, το ποσό των 72.908,79 {40.578,31 [2.250,6 (1.957 + 293,6) Χ 18,03] + 32.330,48 [2.309,32 (1.957 + 352,23) Χ 14]} ευρώ, ενώ ελάμβανε από το εναγόμενο το ποσό των 1.973 ευρώ μηνιαίως και συνολικά για την ίδια περίοδο, των 63.195,19 (1.973 Χ 32,03) ευρώ, επομένως δικαιούται τη διαφορά των 9.713,61 ευρώ, β) η 7η ενάγουσα – 2η καθής η κλήση δικαιούται από 8-1-2018 έως 8-1-2019, το ποσό των 2.228,03 [1.468 + 251,94 + 237,21 + 36 + 234,88] ευρώ μηνιαίως και από 8-1-2019 έως 31-12-2019, το ποσό των 2.286,75 [1.468 + 251,94 + 237,21 + 36 + 293,6] ευρώ μηνιαίως, δηλαδή συνολικά το ποσό των 53.559,93 [26.736,36 (2.228,03 Χ 12) + 26.823,57 (2.286,75 Χ 11,73)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από το εναγόμενο μηνιαίως το ποσό των 1.921 ευρώ και συνολικά, κατά την άνω περίοδο, το ποσό των 45.585,33 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 7.974,61 ευρώ, γ) η 8η ενάγουσα – 3η καθής η κλήση δικαιούται από 14-2-2017 έως 13-2-2019 το ποσό των 2.237,03 [1.468 + 251,94 + 237,21 + 45 + 234,88] ευρώ μηνιαίως και από 23-4-2019 έως 31-12-2019, το ποσό των 2.295,75 [1.468 + 251,94 + 237,21 + 45 + 293,6] ευρώ μηνιαίως, δηλαδή συνολικά το ποσό των 72.582,74 [53.688,72 (2.237,03 Χ 24) + 18.894,02 (2.295,75 Χ 8,23 μήνες)] ευρώ, ενώ ελάμβανε από το εναγόμενο μηνιαίως το ποσό των 1.966 ευρώ και συνολικά το ποσό των 63.364,18 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των 9.218,56 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα συμψηφίζονται μεταξύ των διαδίκων, κατ’ άρθρα 179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 23-11-2020 έφεση, κατά το μέρος που παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 662/2024 απόφασης του Αρείου Πάγου, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά το ως άνω μέρος.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 3154/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος που αφορά στην επιδίκαση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας των 5ης, 7ης και 8ης των εναγουσών.
Κρατεί και δικάζει την από 17-9-2019 αγωγή, κατά το μέρος αυτό.
Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο οφείλει συνολικά στις ενάγουσες ως μισθολογικές διαφορές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2017 έως τις 31-12-2019 τα παρακάτω ποσά (στα οποία περιλαμβάνονται και όσα επιδικάστηκαν με την υπ’ αριθμ. 309/2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αναλύθηκε στο σκεπτικό): α) Στην 5η ενάγουσα -1η καθής η κλήση (…….) το ποσό των 9.713,61 ευρώ. β) Στην 7η ενάγουσα – 2η καθής η κλήση (……….) το ποσό των 7.974,61 ευρώ. γ) Στην 8η ενάγουσα – 3η καθής η κλήση (……….) το ποσό των 9.218,56 ευρώ.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 20.12.2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ