Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 617/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   617/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Απόστολο Πόντα (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και Γεωργία Καζά (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σαπουντζάκη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 11.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2687/2020 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Η εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 23.03.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./24.03.2022 και ειδικό …/24.03.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./24.11.2023 και ειδικό …/24.11.2023, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, και (Β) Ο εκκαλών – ενάγων με την από 07.07.2022 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../19.07.2022 και ειδικό …./19.07.2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./24.11.2023 και ειδικό …/24.11.2023, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 23.03.2022 και από 07.07.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 2687/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 2687/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 11.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 23.03.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 24.03.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/24.03.2022 και ειδικό …./24.03.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 07.07.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 19.07.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../19.07.2022 και ειδικό …../19.07.2022, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 03.08.2020. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη και από τον εκκαλούντα – ενάγοντα τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 11.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι η  εναγόμενη προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης, άλλως της απλής δυσφήμισης, άλλως της εξύβρισης, και ειδικότερα ότι η εναγόμενη και η μητέρα της …….. υπέβαλαν σε βάρος του ιδίου και της θυγατέρας του ………, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ……….. έγκληση, στην οποία εξέθεταν ότι ο ενάγων στον Πειραιά, την 01.06.2012, τέλεσε σε βάρος τους τα αδικήματα της απλής σωματικής βλάβης, της διατάραξης οικιακής ειρήνης, της εξύβρισης, της απειλής και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, ότι ακολούθως παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθ. 1509/2017 απόφασή του έπαυσε υφ’ όρον, κατ’ άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 4198/2013, την εναντίον του ποινική δίωξη για τα αδικήματα της διατάραξης οικιακής ειρήνης, της εξύβρισης και της απειλής, έπαυσε υφ’ όρον, κατ’ άρθρο 8 του Ν. 4411/2016, την εναντίον του ποινική δίωξη για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και τον κήρυξε ένοχο με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ του ΠΚ για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης σε βάρος της εναγόμενης, επιβάλλοντάς του ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή, ότι κατόπιν άσκησης έφεσής του, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1414/2019 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία έπαυσε οριστικά η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για την κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό αξιόποινη πράξη της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης σε βάρος της εναγόμενης, ότι στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ……….. έγκληση, της οποίας έλαβε γνώση την 06.05.2014, διαλαμβάνονται τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή ψευδή και συκοφαντικά σε βάρος του γεγονότα, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, και δη του συντάξαντος την έγκληση δικηγόρου της εναγόμενης, του πληρεξούσιου δικηγόρου του ιδίου, των εισαγγελέων, των δικαστών και των δικαστικών γραμματέων, καθώς και απροσδιορίστου πλήθους προσώπων, που παρευρίσκονταν στο ακροατήριο της πρωτόδικης και της εφετειακής ως άνω ποινικής δίκης, και τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του ως συνταξιούχου ναυτικού πράκτορα και ως ατόμου, αφού τον εμφάνιζαν ως πρόσωπο που αναμειγνύεται σε ενδοοικογενειακά ζητήματα τρίτων εξωθώντας την αδελφή της εναγόμενης ……….. να παραμελεί τη φροντίδα της υπερήλικης και με κινητικά προβλήματα μητέρας τους και προτρέποντας την τελευταία να φύγει από το σπίτι της στον Πειραιά και να μετοικήσει στη ………… στην οικία της εναγόμενης, ώστε να την φροντίζει εκείνη, και αφού εμφάνιζαν τον ίδιο και την οικογένειά του ως αυτουργούς της καταστροφής και της διάλυσης της οικογένειας της εναγόμενης και ως ψευδόμενους προς την μητέρα της εναγόμενης αποκρύπτοντάς της που βρίσκεται η θυγατέρα της αδελφή της εναγόμενης, ενώ αναφορικά με το επεισόδιο της 01.06.2012 τον εμφάνιζαν ως δράστη των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων σε βάρος της εναγόμενης και της μητέρας της και τον χαρακτήριζαν με τις λέξεις «τύραννο και δολοφόνο», ότι οι περιεχόμενοι στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ …………. έγκληση συκοφαντικοί και εξυβριστικοί σε βάρος του ισχυρισμοί ήταν εν γνώσει της εναγόμενης ψευδείς, σκοπός δε αυτής ήταν η προσβολή της προσωπικότητάς του και η μείωση της τιμής και της υπόληψής του ως συνταξιούχου επαγγελματία και ως ατόμου, ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης υπέστη ηθική βλάβη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς του. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 40.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της, το ποσό δε αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος της εναγόμενης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2687/2020 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή νόμω αβάσιμη ως προς το σκέλος της κατά το οποίο οι περιεχόμενοι στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ …………. έγκληση της εναγόμενης ψευδείς και συκοφαντικοί σε βάρος του ενάγοντος ισχυρισμοί περιήλθαν σε γνώση δημόσιων λειτουργών ή υπαλλήλων στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, και δη του συντάξαντος την έγκληση δικηγόρου της εναγόμενης, του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος, των εισαγγελέων, των δικαστών και των δικαστικών γραμματέων, αφού τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής και της απλής δυσφήμισης, και αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς το σκέλος της που αφορά σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων που παρευρίσκονταν στο ακροατήριο της πρωτόδικης και της εφετειακής ποινικής δίκης και έλαβαν γνώση των φερόμενων ως ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος του ενάγοντος ισχυρισμών, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 2 του Συντάγματος, 1, 14, 27, 362, 363 του ΠΚ, 57, 59, 297, 299, 330, 345, 914 του ΑΚ, 68, 70, 176 του ΚΠολΔ, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής που κρίθηκαν μη νόμιμα, στη συνέχεια έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Η ηττηθείσα πρωτοδίκως εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 23.03.2022 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή και (Β) Ο εκκαλών – ενάγων κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως αναφορικά με το ύψος της επιδικασθείσας σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με την από 07.07.2022 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, ενώ η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, (α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, (β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, (γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ), εκδηλούμενη, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ) και (δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κλπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, η οποία ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψη του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ (ΑΠ 512/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1017/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 363 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 νέου ΠΚ (με ημερομηνία έναρξης ισχύος από την 01.07.2019), «Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή», ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει από την 01.05.2024, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024, «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Από την αντιπαραβολή των δυο διατάξεων, προκύπτει ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 5090/2024, είναι επιεικέστερη από εκείνη που αντικατέστησε, δεδομένου ότι στην έννοια του τρίτου – απαραιτήτου στοιχείου προς στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του υπόψη αδικήματος – δεν περιλαμβάνονται εισέτι οι δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης. Η υπόψη διάταξη, όπως τροποποιήθηκε, κατ’ ουσίαν ενσωμάτωσε τις σκέψεις της μειοψηφίας της υπ’ αριθ. 3/2021 απόφασης της Ολομέλειας του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι κατάλληλος, δηλαδή πρόσφορος, ως αντιτιθέμενος στην ηθική και στην ευπρέπεια, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (“τρίτος” και “δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια, όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, το πρόσωπο που αφορά, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Ως “τρίτος” της οικείας ποινικής διάταξης δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά αρμόδιο, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο φυσικός δικαστής μίας υπόθεσης), καθόσον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει (δικονομικά επιβεβλημένο) την προσωπική του “ταυτότητα” και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σ’ αυτό θεσμικό ρόλο του αμερόληπτου κριτή. Με άλλα λόγια, παρότι φυσικά πρόσωπα, κατά την ανατεθείσα σ’ αυτούς εξουσία εκφράζουν και υλοποιούν ένα συγκεκριμένο πολιτειακό ρόλο, στην υπηρεσία της απρόσωπης, αμερόληπτης, αφηρημένης απονομής δικαιοσύνης. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι “τρίτος” θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως π.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης ή ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (άρθρο 371 (ήδη 369) του ΚΠοινΔ και άρθρο 301 του ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα, άρθρο 370 (ήδη 368) του ΚΠοινΔ). Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης, είτε της πολιτικής, είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού, η δε όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Δεν μπορούν οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, “υπόνοιες” του εισαγγελέα ή του δικαστή, κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, να αναχθούν σε δικονομικό μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Επιπροσθέτως, ενόψει του χαρακτήρα της συκοφαντικής δυσφήμησης ως εγκλήματος αφηρημένης – συγκεκριμένης διακινδύνευσης, η διακινδύνευση της τιμής και της υπόληψης είναι αποκλεισμένη ενώπιον ενός δικαστικού λειτουργού, με το σκεπτικό ότι είναι νομικά, λογικά και ηθικά ασύμβατη με τον ρόλο και τα καθήκοντα των δικαστών, οι οποίοι, όποτε κληθούν να δικάσουν, είτε θα αχθούν σε αθωωτική κρίση, οπότε ουδεμία τρώση της τιμής και της υπόληψής του θα υποστεί ο ψευδώς καταγγελθείς (το αντίθετο θα τυγχάνει και δικαστικής επικύρωσης η αθωότητά του), είτε θα καταλήξουν σε καταδικαστική απόφαση, οπότε ήταν (και με επίσημη πολιτειακή επικύρωση) αληθή τα καταγγελθέντα. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, με την έννοια που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 363 του ΠΚ, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική δίκη, όπως είναι ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων στην πολιτική δίκη, οι δικηγόροι, οι οποίοι ως δημόσιοι λειτουργοί εκπροσωπούν και υπερασπίζονται τους εντολείς τους σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 4194/2013), τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κλπ. Άλλωστε, για τα πρόσωπα αυτά δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Τυχόν αντίθετη θέση θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας και εξάρτηση της άσκησής του από το μέγεθος της ψυχικής αντοχής ή ανθεκτικότητας του προτιθέμενου να το ασκήσει στο ενδεχόμενο καταμήνυσής του, εκ μέρους εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, με την θεώρηση των εκπροσώπων της δικαστικής λειτουργίας ως “τρίτων”. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε, και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης (ΜονΕφΑθ 1240/2024 ΝΟΜΟΣ). Στο αυτό, άλλωστε, αιτιολογικό και δικαιοπολιτικό υπόβαθρο εδράζεται και η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 5090/2024 σχετικά με την τροποποίηση του άρθρου 363 του νέου ΠΚ, διαλαμβάνοντας ότι «Με την κατάργηση της απλής δυσφήμησης του άρθρου 362 του ΠΚ το αξιόποινο περιορίζεται στις περιπτώσεις που η διάδοση ενώπιον τρίτου συνοδεύεται από την υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση της γνώσης της ψευδούς υπόστασης του γεγονότος που είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Επίσης, από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οπότε εξ αυτού και μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Στην ανωτέρω εξαίρεση δεν περιλαμβάνονται ισχυρισμοί που στρέφονται κατά άλλων (πλην των διαδίκων) μερών ή περιπτώσεις που οι αποδέκτες των διαδόσεων (δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι), συνδέονται προσωπικά με τα διάδικα μέρη έτσι ώστε η γνωριμία αυτή να αίρει την απροσφορότητα του γεγονότος να βλάψει την τιμή, λόγω μη αποστασιοποίησης των λειτουργών ή υπαλλήλων από τα διάδικα πρόσωπα. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων ενόψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης. Άλλωστε, για τα τελευταία αυτά πρόσωπα δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Επίσης, για τον προσδιορισμό της έννοιας του τρίτου χρησιμοποιήθηκε στοχευμένα ο διευρυμένος και γενικός ορισμός της «δίκης» που περιλαμβάνει κάθε στάδιο από την προδικασία (π.χ. αστυνομική προανάκριση, άρα καταλαμβάνει και προανακριτικούς υπάλληλους κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση) μέχρι την αμετάκλητη απόφαση». Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 367 παρ. 1 του νέου ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από την 01.05.2024 με τα άρθρα 136 περ. α’ και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024, ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημιστικής εκδήλωσης, κατ’ αρχήν, αίρεται και όταν αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, και παραμένει η ποινική ευθύνη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση, κατά το αστικό δίκαιο, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 972/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1431/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 343/2016 ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1γ’ του ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου από την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή οι επίμαχες εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ή επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 972/2020 ΝΟΜΟΣ). Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που ως νομική έννοια ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου, ο οποίος φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος, καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Έτσι, ο ειδικός σκοπός εξύβρισης έγκειται στην ενσυνείδητη υπέρβαση των ορίων του δικαιώματος, η οποία κατατείνει στην προσβολή της τιμής και αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος (ΑΠ 815/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 972/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 215/2024 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2017 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1215/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4264/2022 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το Εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ). Η δε διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, που, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, απαγορεύει, κατά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, πριν από την εξαφάνισή της, την έκδοση απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα και, συνεπώς, απόφασης με δυσμενέστερο γι’ αυτόν δεδικασμένο, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν επιτρέπει υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί μέσα στα όρια αυτά, οπότε δεν απαγορεύεται η έκδοση απόφασης (πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης), με ισοδύναμο προς την πρωτόδικη δεδικασμένο, η οποία δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 385/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 314/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – εναγόμενη με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσής της επαναφέρει τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της περί αοριστίας της κρινόμενης αγωγής, επικαλούμενη ότι ο ενάγων αρκείται σε επίκληση της προσβολής της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της μείωσης της τιμής και της υπόληψής του ως ατόμου και ως επαγγελματία, χωρίς να αναφέρει κανένα ζημιογόνο περιστατικό, όπως απώλεια εισοδημάτων, και χωρίς να αναφέρει τις επιπτώσεις που επέφερε στην καθημερινότητά του η προσβολή της προσωπικότητάς του. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή κατά το σκέλος της που αφορά σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων που παρευρίσκονταν στο ακροατήριο της πρωτόδικης και της εφετειακής ποινικής δίκης και έλαβαν γνώση των φερόμενων ως ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος του ενάγοντος ισχυρισμών, που περιέχονταν στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ …………. έγκληση της εναγόμενης, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού αναφέρονται στο δικόγραφό της το είδος της προσβολής του ενάγοντος, η παράνομη πράξη της εναγόμενης που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι η προσβάλλουσα εναγόμενη τελούσε σε υπαιτιότητα, ενώ οι επικαλούμενοι από την εκκαλούσα – εναγόμενη ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών ενάγων, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης της υπαίτιας εναγόμενης κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση της βλάβης, βαρύτητα του πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος ενάγοντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες), και συνεπώς δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά το σκέλος της που αφορά σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων που παρευρίσκονταν στο ακροατήριο της πρωτόδικης και της εφετειακής ποινικής δίκης και έλαβαν γνώση των φερόμενων ως ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος του ενάγοντος ισχυρισμών που περιέχονταν στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ………….. έγκληση της εναγόμενης, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Επιπλέον, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη κατά το σκέλος της που αφορά στους δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους που έλαβαν γνώση των περιεχόμενων στην έγκληση της εναγόμενης ισχυρισμών, στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, και δη του συντάξαντος την έγκληση δικηγόρου της εναγόμενης, του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος, των εισαγγελέων, των δικαστών και των δικαστικών γραμματέων, καθόσον τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της κατάφασης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 363 του νέου ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από την 01.05.2024, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν συντρέχει περίπτωση παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος του ενάγοντος στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστάμενης στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της απλής δυσφήμισης, μετά την κατάργηση από την 01.05.2024 του άρθρου 362 του νέου ΠΚ με το άρθρο 136 περ. α’ του Ν. 5090/2024. Περαιτέρω, η εκκαλούσα – εναγόμενη προς απόκρουση της ιστορικής βάσης της κρινόμενης αγωγής προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσής της, την κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ ένσταση ισχυριζόμενη αφενός ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του ενάγοντος, καθώς οι περιεχόμενοι στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ……….. έγκλησή της ισχυρισμοί ήταν αληθείς και, σε κάθε περίπτωση, ελλείπει το στοιχείο της γνώσης του ψεύδους εκ μέρους της, αφετέρου ότι συντρέχει λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της απλής δυσφήμησης και της εξύβρισης, καθόσον πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να διαφυλαχθεί το νόμιμο δικαίωμά της να προσφύγει στην ποινική δικαιοσύνη επιδιώκοντας την καταδίκη του ενάγοντος για τις τελεσθείσες σε βάρος της ως άνω αξιόποινες πράξεις, οι δε περιεχόμενοι στην έγκλησή της ισχυρισμοί δεν υπερέβαιναν το αναγκαίο μέτρο και ήταν αντικειμενικά αναγκαίοι για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης της εναγόμενης που ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ούτε χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης ήταν ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 του νέου ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από την 01.05.2024 με τα άρθρα 136 περ. α’ και 138 παρ. 1 του Ν. 5090/2024, καθόσον διαλαμβάνονταν σ’ αυτόν όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την πλήρη και εμπεριστατωμένη παράθεση του επικαλούμενου κανόνα δικαίου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού η εκκαλούσα – εναγόμενη επικαλείτο το ως άνω νόμιμο δικαίωμά της προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη, σε προάσπιση του οποίου αποσκοπούσε, μέσω της χρήσης των επίμαχων και περιεχόμενων στην έγκλησή της φράσεων και χαρακτηρισμών σε βάρος του ενάγοντος. Εντούτοις, πρέπει επισημανθεί ότι μετά την κατάργηση των άρθρων 362 και 367 του νέου ΠΚ με το Ν. 5090/2024, το μόνο που χωρεί προς περαιτέρω κρίση και διερεύνηση, εν προκειμένω, είναι εάν τα περιεχόμενα στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ …… έγκληση της εναγόμενης πραγματικά περιστατικά και γεγονότα σε βάρος του ενάγοντος, ανεξαρτήτως της αλήθειας ή μη αυτών, έτσι όπως εκτίθενται από την εναγόμενη, η οποία τα επικαλέσθηκε προς θεμελίωση της ουσιαστικής και νομικής βασιμότητας της έγκλησής της, υποδηλώνουν σκοπό αυτής προς εξύβριση του αντιδίκου της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε ως αόριστη την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 του νέου ΠΚ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αφού η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται για την απόρριψη της ένστασής της και η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη γι’ αυτήν από την εκκληθείσα, και συνεπώς πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η ένσταση αυτή ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι δεν δημιουργείται δυσμενέστερο δεδικασμένο, αφού η αόριστη προβολή της ένστασης αυτής, όπως και η απόρριψή της ως μη νόμιμης ή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, καλύπτεται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης που δέχτηκε την αγωγή, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του. Περαιτέρω, η εκκαλούσα – εναγόμενη με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσής της επαναφέρει την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος επικαλούμενη αφενός ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε επτά έτη μετά την υποβολή της από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ………. έγκλησής της, το περιεχόμενο της οποίας είναι εξ ολοκλήρου αληθές, και τέσσερα έτη μετά την άσκηση της από 15.09.2015 αγωγής της σε βάρος του ενάγοντος και της θυγατέρας του, αφετέρου ότι έχει ασκηθεί εναντίον της πανομοιότυπη αγωγή από τη θυγατέρα του ενάγοντος, με αίτημα την αποκατάσταση της φερόμενης ηθικής της βλάβης με το υπέρογκο ποσό των 40.000,00 ευρώ, και ότι όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν τη δικομανία του ενάγοντος και της θυγατέρας του, αλλά και την προσπάθεια αυτών να επωφεληθούν οικονομικά σε βάρος της. Ο ισχυρισμός αυτός της εκκαλούσας – εναγόμενης ορθώς απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, καθόσον τα περιεχόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, ούτε καθιστούν μη ανεκτή, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, την έγερση της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος, αφού η εναγόμενη δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση της ένδικης αξίωσής του, διότι τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγονται επαχθείς συνέπειες για την ίδια. Αντιθέτως, επικαλείται μόνο την πάροδο χρονικού διαστήματος επτά ετών από την υποβολή της από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ………… έγκλησής της, συνεπεία της οποίας φέρεται να γεννήθηκε η ένδικη αξίωση του ενάγοντος, καθώς και τις δυσμενείς για την ίδια οικονομικές συνέπειες λόγω της άσκησης της κρινόμενης αγωγής, περιστατικά, όμως, που δεν κρίνονται επαρκή ώστε να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος. Κατόπιν τούτων, ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος στο σύνολό του.

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …/25.07.2019 και …./25.07.2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων ………….. και …….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. ……../22.07.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Δωδεκανήσου ………..), των υπ’ αριθ. …/04.09.2019 και …./04.09.2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρόδου ……….. των μαρτύρων ………… και ……….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …………/30.08.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα των σχηματισθεισών ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων που γεννήθηκε το έτος 1949, είναι συνταξιούχος ναυτικός πράκτορας και κατοικεί σε διαμέρισμα πολυώροφης οικοδομής επί της οδού …………. στον Πειραιά. Σε διαμέρισμα όμορης οικοδομής επί της οδού …….. κατοικούσε μέχρι το έτος 2012, η μητέρα της εναγόμενης …………., η οποία διατηρούσε με την οικογένεια του ενάγοντος μακρινές συγγενικές, αλλά στενές φιλικές σχέσεις, αφού η αδελφή της εναγόμενης ………… που επίσης κατοικεί σε διαμέρισμα της οικοδομής επί της οδού ……….., είχε βαφτίσει τον υιό του ενάγοντος ………… Στα πλαίσια αυτών των στενών φιλικών σχέσεων, η οικογένεια του ενάγοντος συνέδραμε την μητέρα της εναγόμενης στις καθημερινές της ανάγκες, καθόσον αυτή ήταν υπερήλικη και αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, ενώ η εναγόμενη ως μόνιμος κάτοικος ….., δεν μπορούσε να της προσφέρει βοήθεια σε καθημερινή βάση, η δε αδελφή της εναγόμενης ……… απουσίαζε συχνά σε ταξίδια αναψυχής και εκδρομές, όπως η ίδια καταθέτει στην υπ’ αριθ. …………../25.07.2019 ένορκη βεβαίωσή της, παραμελώντας έτσι τη φροντίδα της μητέρας τους. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι αρχές του έτους 2012, διαταράχθηκαν οι σχέσεις μεταξύ της εναγόμενης και της αδερφής της, λόγω περιουσιακών διαφορών, και συνακόλουθα επηρεάστηκαν δυσμενώς και οι σχέσεις της εναγόμενης με την οικογένεια του ενάγοντος, καθόσον η αδελφή της εναγόμενης, ως νονά του υιού του ενάγοντος, εξακολουθούσε να διατηρεί άριστες σχέσεις με την οικογένεια αυτού, ο δε ενάγων αναμείχθηκε στις οικογενειακές τους διαφορές, υποστηρίζοντας την αδελφή της εναγόμενης, όπως με σαφήνεια κατέθεσε ο σύζυγος της εναγόμενης στην υπ’ αριθ. ……/04.09.2019 ένορκη βεβαίωσή του. Αποδείχθηκε επίσης ότι η μητέρα της εναγόμενης, κατά την τακτική επικοινωνία της μ’ αυτήν, εξέφραζε διαμαρτυρίες αφενός ότι δεχόταν λεκτικές παρενοχλήσεις από τον ενάγοντα προκειμένου να φύγει από το διαμέρισμά της στον Πειραιά και να μετοικήσει στη …… στην οικία της εναγόμενης, ώστε να την φροντίζει εκείνη και να μην επιβαρύνει την αδελφή της εναγόμενης, αφετέρου ότι είχε εγκαταλειφθεί από την αδελφή της εναγόμενης, η οποία απουσίαζε συνεχώς, χωρίς να την ενημερώνει, και κάποιες φορές φιλοξενείτο από την οικογένεια του ενάγοντος, όπως συνέβη και τον Μάϊο του έτους 2012, που φιλοξενήθηκε από την θυγατέρα του ενάγοντος στην οικία της στο … ……, όπου υπηρετούσε ως αγροτικός ιατρός. Ενόψει της διαμορφωθείσας ως άνω τεταμένης κατάστασης και της συνακόλουθης ανησυχίας της εναγόμενης αναφορικά με την καθημερινή διαβίωση και την κάλυψη των αναγκών της υπερήλικης μητέρας τους, σε συνδυασμό με την έλλειψη φροντίδας αυτής εκ μέρους της αδελφής της εναγόμενης, η τελευταία αποφάσισε να μεταβεί από την …. στον Πειραιά, προκειμένου να επισκεφθεί και να συνδράμει την μητέρα τους, περί τα τέλη Μαϊου του έτους 2012. Ακολούθως, την 01.06.2012, η εναγόμενη συνάντησε τυχαία την θυγατέρα του ενάγοντος επί της οδού …………., έξωθεν της πολυώροφης οικοδομής όπου διέμεναν η μητέρα και η αδελφή της εναγόμενης, όταν δε η θυγατέρα του ενάγοντος της απηύθυνε το λόγο, η εναγόμενη θυμωμένη την απέτρεψε λέγοντάς της με έντονο ύφος: «Σε παρακαλώ δε θέλω καμία κουβέντα έχει καταστραφεί η οικογένεια μας με ό,τι κάνετε … τόσο καιρό μπαινοβγαίνει η αδερφή μου στο σπίτι σας… ρωτάει η μητέρα μου που είναι η κόρη μου και εσείς απαντάτε ότι δε γνωρίζετε … έχετε φέρει σε απόγνωση μια γριά γυναίκα που δε μπορεί να πάρει τα πόδια της». Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι αμέσως μετά η εναγόμενη εισήλθε στο διαμέρισμα της μητέρας της, όπου την αναζήτησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα ο ενάγων και η θυγατέρα του, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν σ’ αυτήν για τα όσα άδικα, κατά τη γνώμη τους, προσήψε στην οικογένειά τους, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Αρχικώς η εναγόμενη αρνήθηκε να τους επιτρέψει την είσοδο στο διαμέρισμα και για τον λόγο αυτό ο ενάγων χτύπησε τη θύρα δυνατά απειλώντας την εναγόμενη με τις φράσεις: «άνοιξε μωρή την πόρτα, άνοιξε γιατί θα την σπάσω τώρα, άνοιξε σου λέω». Στη συνέχεια όμως, και αφού είχε προσέλθει η αδελφή της εναγόμενης έξωθεν της θύρας του διαμερίσματος της μητέρας τους, η εναγόμενη άνοιξε τη θύρα και αμέσως ήλθε σε βίαιη σωματική επαφή με τον ενάγοντα, κατά την οποία του έσπασε τα γυαλιά που φορούσε, αυτός δε την άρπαξε με βία από τα μπράτσα και αφού την έσυρε έως τον καναπέ, την πέταξε ανάσκελα πάνω του, σφίγγοντας την δυνατά και χαστουκίζοντάς την, προξενώντας σ’ αυτήν όλως ελαφρά σωματική βλάβη, ήτοι μώλωπες ώμου και βραχίονα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 03.07.2012 ιατρικό σημείωμα του ………. επίκουρου καθηγητή χειρουργικής της …. Χειρουργικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ». Στη δε προσπάθεια της εναγόμενης να ξεφύγει από τον ενάγοντα, όντας ανάσκελα πάνω στον καναπέ, του προξένησε με τα νύχια της εκδορές στην αριστερή υπερκλείδιο χώρα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. εκθ. ………. και υπ’ αριθ. πρωτ. ……. από 05.06.2012 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Β’ Τάξεως ………. της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς. Στη συνέχεια, η εναγόμενη και η μητέρα της ………. υπέβαλαν σε βάρος του ενάγοντος και της θυγατέρας του …………., ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την προσκομιζόμενη από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ……… έγκληση, στην οποία περιέλαβαν διηγηματικά τους ανωτέρω αναφερόμενους ισχυρισμούς της εναγόμενης περί ανάμειξης της οικογένειας του ενάγοντος στα ενδοοικογενειακά τους ζητήματα, περί καταστροφής της οικογένειας της εναγόμενης από την οικογένεια του ενάγοντος, περί της συγκάλυψης που παρείχε η οικογένεια του ενάγοντος στις συχνές απουσίες της αδελφής της εναγόμενης από το πλευρό της μητέρας τους και περί της κατάστασης απόγνωσης, στην οποία είχε περιέλθει η υπερήλικη μητέρα τους, εξαιτίας της έλλειψης φροντίδας από την αδελφή της εναγόμενης. Επιπροσθέτως, εξέθεταν ότι στον Πειραιά, την 01.06.2012, ο ενάγων και η θυγατέρα του τέλεσαν από κοινού σε βάρος της μητέρας της εναγόμενης (α) το αδίκημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης, αφού εισήλθαν και παρέμειναν παράνομα και βίαια στην επί της οδού ………….. οικία της, παρά τη θέλησή της και (β) το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, σπάζοντας το τζάμι της μπαλκονόπορτας της οικίας της μητέρας της εναγόμενης, ότι ο ενάγων και η θυγατέρα του τέλεσαν από κοινού σε βάρος της εναγόμενης και της μητέρας της (α) το αδίκημα της εξύβρισης, προσβάλοντας την τιμή τους με τις λέξεις «μωρή πουτάνες», εκδηλώνοντας έτσι καταφρόνηση στο πρόσωπό τους και (β) το αδίκημα της απειλής απειλώντας αυτές με βία με τις φράσεις «θα δείτε τι θα πάθετε από εδώ και πέρα, θα πεθάνετε» και επιπλέον ο ενάγων ότι απείλησε την εναγόμενη με τις φράσεις «άνοιξε μωρή την πόρτα, άνοιξε γιατί θα την σπάσω τώρα, άνοιξε σου λέω», και ότι ο ενάγων τέλεσε σε βάρος της εναγόμενης το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης, προξενώντας σ’ αυτήν σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της, αφού της επιτέθηκε, την άρπαξε με βία από τα μπράτσα, την έσυρε έως τον καναπέ και την πέταξε ανάσκελα πάνω του, βάζοντας το γόνατό του στο στέρνο της για να την ακινητοποιήσει, την χαστούκισε και της έσφιξε δυνατά τα μπράτσα, προξενώντας της μελανιές, κακώσεις (ΑΡ) άνω άκρου (ώμου και βραχίονα), καθώς και πλήξεις σε κεφαλή, θώρακα, κοιλία, μώλωπες ώμου και βραχίονα, με την απλή συνέργεια της θυγατέρας του ενάγοντος, η οποία ήταν παρούσα καθόλη τη διάρκεια της επίθεσης, ενθαρρύνοντας τον ενάγοντα και παρέχοντάς του ψυχική συνδρομή. Τέλος, ανέφεραν διηγηματικά ότι κατά τη διάρκεια του επεισοδίου της 01.06.2012, η μητέρα της εναγόμενης που αδυνατούσε να βαδίσει λόγω των κινητικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, προσπαθούσε να απωθήσει με τα χέρια της τον ενάγοντα, απευθύνοντας σ’ αυτόν τις φράσεις «φύγε άσε την κόρη μου, φύγε, φύγε τύραννε, δολοφόνε». Ακολούθως, ο ενάγων και η θυγατέρα του παραπέμφθηκαν να δικασθούν ενώπιον του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθ. 1509/2017 απόφασή του έπαυσε υφ’ όρον, κατ’ άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 4198/2013, την εναντίον τους ποινική δίωξη για τα αδικήματα της διατάραξης οικιακής ειρήνης, της εξύβρισης και της απειλής, έπαυσε υφ’ όρον, κατ’ άρθρο 8 του Ν. 4411/2016, την εναντίον τους ποινική δίωξη για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, κήρυξε αθώα την θυγατέρα του ενάγοντος για το αδίκημα της απλής συνέργειας σε απλή σωματική βλάβη σε βάρος της εναγόμενης, ενώ κήρυξε ένοχο τον ενάγοντα με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ’ του ΠΚ, για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης σε βάρος της εναγόμενης, επιβάλλοντάς του ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή. Κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους του ενάγοντος, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1414/2019 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία έπαυσε οριστικά η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για την κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό αξιόποινη πράξη της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης σε βάρος της εναγόμενης, αφού κρίθηκε ότι ο ενάγων επιτέθηκε στην εναγόμενη, την άρπαξε με βία από τα μπράτσα, την έσυρε έως τον καναπέ και την πέταξε ανάσκελα πάνω του, σφίγγοντας την δυνατά και χαστουκίζοντάς την, προξενώντας σ’ αυτή μώλωπες ώμου και βραχίονα, ήτοι όλως ελαφρά σωματική βλάβη, και όχι την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της απλής σωματικής βλάβης. Όπως δε προκύπτει από την προσκομιζόμενη έκθεση πρακτικών και απόφαση υπ’ αριθ. 1509/2017 του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, αλλά και από την προσκομιζόμενη έκθεση πρακτικών και απόφαση υπ’ αριθ. 1414/2019 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η εναγόμενη κατέθεσε ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγουσα, κατ’ άρθρο 221 του ΚΠΔ, ενώπιον απροσδιορίστου πλήθους προσώπων, που παρευρίσκονταν στο ακροατήριο της πρωτόδικης και της εφετειακής ποινικής δίκης, υποστηρίζοντας τα ανωτέρω σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα που διαλαμβάνονταν στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ………. έγκλησή της. Ωστόσο, αναφορικά με τους ως άνω ισχυρισμούς σε βάρος του ενάγοντος που περιλήφθηκαν διηγηματικά στην έγκληση της εναγόμενης και επαναλήφθηκαν κατά τις καταθέσεις αυτής ως πολιτικώς ενάγουσας, περί ανάμειξης της οικογένειας του ενάγοντος στα ενδοοικογενειακά τους ζητήματα, περί καταστροφής της οικογένειας της εναγόμενης από την οικογένεια του ενάγοντος, περί της συγκάλυψης που παρείχε η οικογένεια του ενάγοντος στις συχνές απουσίες της αδελφής της εναγόμενης από το πλευρό της μητέρας τους και περί της κατάστασης απόγνωσης, στην οποία είχε περιέλθει η υπερήλικη μητέρα τους, εξαιτίας της έλλειψης φροντίδας από την αδελφή της εναγόμενης, κρίνεται ότι λόγω των ήδη διαταραγμένων σχέσεων μεταξύ της εναγόμενης και της αδελφής της, του κλίματος καχυποψίας που υφίστατο μεταξύ τους, αλλά και συχνής διατύπωσης παραπόνων εκ μέρους της μητέρας τους για την παραμέληση της φροντίδας της από την αδελφή της εναγόμενης, η τελευταία ευλόγως πίστευε ότι τα ανωτέρω γεγονότα ήταν αληθή, καθόσον η γνώση της προέρχονταν από όσα της μετέφερε η υπερήλικη μητέρα της, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ελλείψει του υποκειμενικού στοιχείου της γνώσης του ψεύδους των ισχυρισμών. Όσον αφορά στο βίαιο επεισόδιο της 01.06.2012 μεταξύ της εναγόμενης και του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι, παρά το στοιχείο της υπερβολής που περιείχαν οι διαλαμβανόμενοι στην έγκληση της εναγόμενης και της μητέρας της ισχυρισμοί, οι οποίοι επαναλήφθηκαν κατά την ανωμοτί κατάθεσή της ως πολιτικώς ενάγουσας, δεν ήταν αναληθείς. Αντιθέτως, αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ο ενάγων προέβη στην άσκηση σωματικής και λεκτικής βίας εναντίον της εναγόμενης, με την τέλεση σε βάρος αυτής της αξιόποινης πράξης της απειλής με τις φράσεις: «άνοιξε μωρή την πόρτα, άνοιξε γιατί θα την σπάσω τώρα, άνοιξε σου λέω», καθώς και της αξιόποινης πράξης της όλως ελαφράς σωματικής βλάβης, προξενώντας σ’ αυτήν μώλωπες ώμου και βραχίονα. Σε κάθε δε περίπτωση, οι αποδειχθείσες ως άνω περιστάσεις εκτεταμένης συμπλοκής ανάμεσα στην εναγόμενη, στη μητέρα της και στον ενάγοντα και στη θυγατέρα του, μπορούσαν να καταστήσουν εύλογη την πεποίθηση της εναγόμενης ότι ο ενάγων συμμετείχε στο βίαιο επεισόδιο με τους προδιαλαμβανόμενους τρόπους, ασκώντας σωματική και λεκτική βία σε βάρος της. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι τα ως άνω περιστατικά και γεγονότα, που διαλαμβάνονταν στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ …………. έγκληση, ανεξαρτήτως της αλήθειας ή μη αυτών, έτσι όπως εκτέθηκαν από την εναγόμενη κατά την ανωμοτί κατάθεσή της ως πολιτικώς ενάγουσας, υποδηλώνουν σκοπό αυτής προς εξύβριση του ενάγοντος. Αντιθέτως, από το λεκτικό και νοηματικό ύφος των ως άνω πραγματικών περιστατικών δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος, υπό την έννοια ότι ο τρόπος εκδήλωσης των εκφράσεων της εναγόμενης δεν ήταν αναγκαίος, ώστε να αποδοθεί προσηκόντως το περιεχόμενο της σκέψης της, έτσι όπως αυτή μετουσιώθηκε στην ανωμοτί κατάθεσή της ως πολιτικώς ενάγουσας, για την προάσπιση του δικαιολογημένου δικαιώματός της να προσφύγει στην δικαιοσύνη επιδιώκοντας την καταδίκη του ενάγοντος για τις τελεσθείσες σε βάρος της ως άνω αξιόποινες πράξεις, ούτε προκύπτει ότι η εναγόμενη πραγματοποίησε αυτή την ανωμοτί κατάθεση, ώστε να βλάψει την τιμή του ενάγοντος, δοθέντος ότι η παράθεση των γεγονότων έγινε από αυτήν με τρόπο λιτό και αντικειμενικά αναγκαίο, χωρίς να προβαίνει σε χαρακτηρισμούς ή βερμπαλιστικές φράσεις ή εκφράσεις που να απαξιώνουν ηθικά – δεοντολογικά τον στενό πυρήνα της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος και να κατατείνουν στην αναίρεση ή στην προσβολή του, χωρίς ωσαύτως να υποκρύπτεται ειδικότερος σκοπός εξύβρισης αυτού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ’ αριθ. 716/2022 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, θεωρήθηκε ως μη γενόμενη η ποινική δίωξη σε βάρος της μητέρας της εναγόμενης, λόγω θανάτου αυτής, η δε εναγόμενη κρίθηκε αθώα των αποδιδόμενων σ’ αυτές αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης που φέρονταν τελεσθείσες σε βάρος του ενάγοντος στον Πειραιά, την 01.08.2012, με την υποβολή της από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ………… έγκλησής τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ορισμένα από τα ανωτέρω σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα που διαλαμβάνονταν στην από 01.08.2012 υπό ΑΒΜ ……….. έγκληση της εναγόμενης ήταν αναληθή, εν γνώσει της ιδίας, και συκοφαντικά σε βάρος του ενάγοντος και ότι περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων που παρευρέθηκαν κατά την δημόσια επ’ ακροατηρίω εκδίκαση των κατηγοριών που του αποδόθηκαν ενώπιον του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με συνέπεια να υποστεί ο ενάγων προσβολή της προσωπικότητάς του, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσία του πρώτου λόγου της υπό κρίση από 23.03.2022 υπό στοιχείο Α’ έφεσης, και απορριπτομένου ως αβάσιμου του μοναδικού λόγου της από 07.07.2022 υπό στοιχείο Β’ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για το ύψος της επιδικασθείσας σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

Συνοψίζοντας όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ από 07.07.2022 έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Α’ από 23.03.2022 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2687/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, παρελκομένης της έρευνας του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος της μέρους των δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 11.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον έχει ασκήσει και η εφεσίβλητη την υπό στοιχείο Α’ έφεση. Αναφορικά με το παράβολο που ο εκκαλών της υπό στοιχείο Β’ έφεσης προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ λόγω της ήττας του, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης λόγω της νίκης της, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 23.03.2022 και από 07.07.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 2687/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Β’ από 07.07.2022 έφεση.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Α’ από 23.03.2022 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 11.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα – εναγόμενη κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Α’ έφεσής της με το υπ’ αριθ. …./2022 ηλεκτρονικό παράβολο.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα – ενάγοντα κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ έφεσής του με το υπ’ αριθ. …./2022 ηλεκτρονικό παράβολο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17.12.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ