Αριθμός 602/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………., 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Νικόλαο-Γεώργιο Μιχαλινό (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εδρεύουσας στο ………….. εταιρείας με την επωνυμία «………….», ως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Ανδρέα-Κωνσταντίνο Τζήμα [ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ΡΕΔΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, 2) ……….. κατοίκου πλέον ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Κλεοπάτρα Μαδημένου, 3) Πραγματικώς εδρεύουσας στο ……….., εταιρείας Λιβερίας, η οποία διατηρεί στην Ελλάδα γραφείο/υποκατάστημα με βάση τις διατάξεις του Νόμου 89/67 (όπως έχει τροποποιηθεί), με την επωνυμία «………….», ως νόμιμα εκπροσωπείται και 4) ………………νομίμου εκπροσώπου της πρώτης των ανωτέρω κατά τον επίδικο χρόνο ατομικώς και ως νόμιμος εκπρόσωπος, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Οι καλούντες-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.6.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1972/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη καλούντες-εκκαλούντες με την από 33.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚΚ ΕΦΕΤ ………/2023) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 15η.2.2024, μετά δε από αναβολή η δικάσιμος της 20ης.3.2025.
Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 27.3.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2024) κλήση -αίτηση προτίμησης των καλούντων-εκκαλούντων η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καλούντων-εκκαλούντων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των 1ης και 2ου εκ των καθ΄ ων η κλήση-εφεσιβλήτων αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμό ……../24.8.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικό επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……….. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για το λόγο ότι ο 4ος εφεσίβλητος (απολιπόμενος στον πρώτο βαθμό 3ος εναγόμενος) δεν έχει πλέον γνωστή διαμονή, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες εφημερίδες της 30ης.8.2022 “Γενική Δημοπρασιών” και “Λόγος” προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η διαδικασία για την επίδοση ακριβούς αντιγράφου της κρινόμενης εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας στον αρμόδιο εισαγγελέα αφού ο 4ος εναγόμενος πρώην κάτοικος Νέου Κόσμου είναι πλέον αγνώστου διαμονής. Επειδή αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, όταν η κρινόμενη έφεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου πρέπει να δικασθεί ερήμην, θα θεωρηθεί όμως ότι δικάζεται σαν να είναι παρών (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ). Όμως ως προς αυτόν δεν υφίσταται λόγος έφεσης και συνεπώς επειδή θα απορριφθεί ως απαράδεκτο ως προς αυτόν το ένδικο μέσο, δεν θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του. Αντίθετα η συζήτηση θα κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς την τρίτη εφεσίβλητη (1η εναγομένη ως προς την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) διότι δεν προκύπτει ότι ενημερώθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής να παραστεί στη δίκη.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270, 524 §§ 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως οι άνω διατάξεις ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ενώ ενώπιον των Δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων η προφορική είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, οπότε εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, ή ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) και με την έφεση ο εκκαλών ζητούσε την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται αμέσως χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1478/2019, 11/2016, ΕφΔυτΜακ 17/2020, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021, ΕφΠειρ 332/2015 δημ. νόμος). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του (Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα Κονδύλη-Νίκα, συμπλήρωμα στο άρθρο 271, ΕφΑθ 726/ 2006, ΕλλΔνη 2007/632, ΕφΑθ 3137/2009, ΕλλΔ/νη 2009/1520, ΕφΑθ 3287/2008, ΕλλΔ/νη 2008/1514). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεση του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ’ ουσίαν, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράσταση του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 11/2016, ΕφΔωδ 28/2020, ΕφΔυτΜακ 17/2020, ΕφΠειρ(Μον) 341/2021 δημ. νόμος). Αντίθετα, εφόσον η έφεση ασκηθεί από τον αντίδικο του πρωτοδίκως ερημοδικασθέντα, ο οποίος παρέστη κατά την ενώπιων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου διεξαχθείσα δίκη, οι προτάσεις αμφοτέρων των διαδίκων μπορούν να κατατεθούν έως την έναρξη της συζητήσεως της εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αυτοί δε παραδεκτά παρίστανται κατά την εκφώνηση της υποθέσεως και αν δεν εμφανισθούν, αλλά υποβάλλουν δήλωση μη εμφανίσεως κατά την εκφώνηση της υποθέσεως κατά το άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 2150/2014 δημ. νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα, που προσκομίζονται από τον εφεσίβλητο, προκύπτουν τα ακόλουθα: οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τη με αριθμό ……../2022 αγωγή τους κατά της πρώτης εναγομένης Λιβεριανής εταιρίας που διατηρεί εγκατάσταση στην Ελλάδα και δη στο …………. Αττικής με βάση τις διατάξεις του ν. 89/1967, του αλλοδαπού ασφαλιστικού οργανισμού με έδρα το ……….. και των φυσικών προσώπων 3ου και 4ου εναγομένων κατοίκων ……….. και ……….. αντίστοιχα, αίτημα την εις ολόκληρον καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την αντισυμβατική στα πλαίσια ναυτικής εργασίας και ταυτόχρονα αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου συνηγόρου τους, ενώ εκ των εναγομένων παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου συνηγόρου της μόνο η δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία με έδρα το ………… Με την εκκαλουμένη με αριθμό 1972/2023 απόφαση αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση ως προς την πρώτη εναγομένη Λιβεριανή εταρία το Δικαστήριο δικάζοντας με δικονομικά απόντες τον τρίτο και τέταρτο εναγόμενο, σύμφωνα με το σκεπτικό της έκρινε δικονομικά απαράδεκτη την αγωγή ως προς τον τέταρτο εναγόμενο και ουσία αβάσιμη ως προς το δεύτερο ασφαλιστικό οργανισμό, ενώ στο διατακτικό απέρριψε την αγωγή ως προς τους ερημοδικασθέντες και τον παριστάμενο εκ των εναγομένων και συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη. Ακολούθως στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η από 22.7.2024 με αριθμό κατάθεσης …………./2023 και προσδιορισμού ……../2023 έφεση των ηττηθέντων εναγόντων κατά της προαναφερόμενης εκκαλουμένη απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική απουσία των τρίτου και τετάρτου των εναγομένων κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών από το ναυτικό τμήμα. Η κρινόμενη έφεση που κατατέθηκε νομότυπα στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου είναι εμπρόθεσμη διότι κατατέθηκε στις δηλαδή πριν την παρέλευση της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης αφού δεν γίνεται επίκληση κοινοποίησης της εκκαλουμένης (βλ. άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ), ενώ δεν υπόκειται σε παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ διότι αφορά δεδουλευμένες αποδοχές και χρηματική ικανοποίηση λόγω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς στα πλαίσια ναυτικής εργασίας. Όπως, προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες παραστάθηκαν με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ από τους παρισταμένους εφεσιβλήτους ο ασφαλιστικός οργανισμός με έδρα το ….. εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο συνήγορό του που ανακάλεσε τη δήλωση που είχε καταθέσει, παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας συνηγόρου του ο δεύτερος εφεσίβλητος (4ος εναγόμενος και δικονομικά απών πρωτοδίκως) ενώ δεν παραστάθηκαν η Λιβεριανή εταιρία ως προς την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής και ο τέταρτος εφεσίβλητος (δικονομικά απών 3ος εναγόμενος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έφεση ασκήθηκε από τους αντιδίκους του πρωτοδίκως ερημοδικασθέντα 2ου εφεσιβλήτου και συνεπώς σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στη νομική σκέψη οι προτάσεις των διαδίκων μπορούν να κατατεθούν έως την έναρξη της συζητήσεως της εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αυτοί δε παραδεκτά παρίστανται κατά την εκφώνηση της υποθέσεως και αν δεν εμφανισθούν, αλλά υποβάλλουν δήλωση μη εμφανίσεως κατά την εκφώνηση της υποθέσεως κατά το άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ, και συνεπώς μη νομίμως ισχυρίζεται με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων του ο δεύτερος εφεσίβλητος ότι οι εκκαλούντες δεν μπορούσαν να παρασταθούν με δήλωση, διότι είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ μόνο εφόσον η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην και όχι από τον αντίδικο αυτού, και επομένως, επιτρεπόταν παράσταση των εκκαλούντων με δήλωση.
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………/2022 αγωγή τους οι ήδη εκκαλούντες εξέθεταν ότι οι ενάγοντες εξέθεταν ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που κατάρτισαν με την πρώτη των εναγομένων – διαχειρίστρια του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου (Φ/Γ) «P» της οποίας ο τρίτος ήδη τέταρτος εφεσίβλητος ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος προσελήφθησαν για να απασχοληθούν τις αναφερόμενες το έτος 2019 ημερομηνίες με τις ειδικότητας του πρώτου και δεύτερου μηχανικού αντίστοιχα στο παραπάνω πλοίο. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων είναι ο Αλληλασφαλιστικός Οργανισμός που είχε αναλάβει την κάλυψη της αστικής ευθύνης από τη λειτουργία και εκμετάλλευση του πλοίου κατά τη περίοδο των ένδικων ναυτολογήσεων, ενεχόμενος ως Πάροχος Χρηματοοικονομικής Ασφάλειας δυνάμει των διατάξεων της Διεθνούς Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας 2006, και ότι ο τέταρτος είναι ο αποκλειστικός εφοπλιστής του ως άνω πλοίου. Ότι περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2019, καθ’ ο χρόνο το ανωτέρω πλοίο βρισκόταν τρία ναυτικά μίλια από το Λιμένα του Τζιμπουτί, η πλοιοκτήτρια εταιρία αλλά και η διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου εγκατέλειψαν αυτό, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η παλλινόστησή τους, να αναγκαστούν να παραμείνουν έγκλειστοι στο πλοίο, να εργάζονται άνευ καταβολής των αποδοχών τους, να διαβιούν υπό άθλιες για την αξιοπρέπειά τους συνθήκες, να υποσιτίζονται και να στερηθούν την αναγκαία και προσήκουσα ιατρική περίθαλψη. Ότι συνακόλουθα συνεπεία της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των εναγομένων διατηρούν σε βάρος τους αξιώσεις για δεδουλευμένες αποδοχές, για ιατρικές δαπάνες και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Ακολούθως αιτήθηκαν με απειλή χρηματικής ποινής και απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης με βάση τη σύμβαση εργασίας, και επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού τις δεδουλευμένες αποδοχές τους με την ισοτιμία δολαρίου ευρώ την ημέρα της παλλινόστησης τους και ειδικότερα ο πρώτος 72.000 δολάρια δηλαδή 66.000 ευρώ, για ιατρικές δαπάνες το ποσό των 8.000 ευρώ τέλος για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 150.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το Φεβρουάριο του έτους 2020 άλλως από την επίδοση της αγωγής, και ο δεύτερος για δεδουλευμένες αποδοχές το ποσό των 93.8000 δολ. ΗΠΑ και κατά μετατροπή με βάση την ισοτιμία του μηνός Απριλίου 2020, οπότε επαναπατρίστηκε, δηλαδή ποσό 86.296 ευρώ, για ιατρικές δαπάνες το ποσό των 1.040 ευρώ, και για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 120.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον Απρίλιο του έτους 2020 άλλως από την επίδοση της αγωγής, και τα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεμελίωσε τη δωσιδικία του και ακολούθως τη διεθνή δικαιοδοσία του στο γεγονός ότι οι ατομικές συμβάσεις εργασίας των ναυτικών καταρτίστηκαν στον Πειραιά και ο εφοπλιστής εργοδότης φερόταν κάτοικος ………., δηλαδή στα άρθρα 20 και 21 του κανονισμού της ΕΕ 1215/2012 “για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις” σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του προαναφερόμενου κανονισμού για τον ασφαλιστικό οργανισμό με έδρα το ………., του οποίου απέρριψε τον ισχυρισμό περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση τα άρθρα 1 και 8 (ατομική σύμβαση εργασίας) του κανονισμού 593/2008 (Ρώμη Ι) ως προς την βάση περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και στο άρθρο 4 παρ. 3 (δίκαιο χώρα που το αδίκημα εμφανίζει στενότερη σύνδεση) του κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) κατά το μέρος που επιχειρείτο η αγωγή να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξίας σε συνδυασμό με το άρθρο 26 του ΑΚ. Απέρριψε στη συνέχεια την αγωγή ως προς τον φερόμενο εφοπλιστή ως δικονομικά απαράδεκτη, τα παρεπόμενα αιτήματα περί έμμεσης εκτέλεσης ως νομικά αβάσιμο και διότι το αίτημα αφορούσε χρηματική απαίτηση και αυτό της προσωπικής κράτησης ως δικονομικά απαράδεκτο διότι δεν προσδιοριζόταν το φυσικό πρόσωπο που εκπροσωπούσε τον ασφαλιστικό οργανισμό και ήταν υπεύθυνο για την αδικοπραξία. Έκρινε νόμιμη κατά τα λοιπά την αγωγή με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 361, 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 4078/2012 και αφού διαπίστωσε ότι καταβλήθηκε το αρμόζον τέλος δικαστικού ενσήμου και ότι προηγήθηκε η ενημέρωση περί δυνατότητας διαμεσολάβησης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που αφορούν εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνιση τους προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 § 1 του Ν. 5422/1932, η τελευταία εκ των οποίων διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 20 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, η χρηματική οφειλή εκ συμβάσεως που είναι πληρωτέα στην ημεδαπή, ακόμα και σε όσες περιπτώσεις μπορεί εγκύρως να συνομολογηθεί σε αλλοδαπό νόμισμα (βλ. λχ άρθρο 1 § 2 του Ν. 740/1977 (ΦΕΚ Α 308/13.10.1977), είναι πάντοτε εξοφλητέα στο ημεδαπό νόμισμα (σε δραχμές και μετά το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000 [ΦΕΚ Α 207/27.9.2000] σε ευρώ), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στις (πρωτογενείς) αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο (ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται και στις δευτερογενείς (αποζημιωτικές) αξιώσεις που παράγονται από την αθέτηση της συμβάσεως, όμως, κατά την ορθότερη άποψη (ΑΠ 343/2019, ΧρΙΔ 2020/199, ΑΠ 686/2015, www.areiospagos.gr, ΑΠ 536/2004, Δνη 2006/480, ΜονΕφΠειρ. 541/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ηλ. Κρίσπης, Η χρηματική οφειλή κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1964, § 20, σελ. 182), την οποία ακολουθεί και το παρόν Δικαστήριο, οι αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις διέπονται, όπως και οι αδικοπρακτικές, από το άρθρο 297 ΑΚ, κατά το οποίο, όμως, η αποκαταστατέα ζημία προσδιορίζεται και πάλι σε ευρώ (ΟλΑΠ 14/1997, ΝοΒ 1998/43, ΟλΑΠ 15/1996, ΝοΒ 1997/433), κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων είτε κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας είτε κατά το χρόνο της συζητήσεως της αγωγής, ανάλογα με το αν η ζημία αυτή αποκαταστάθηκε πριν την έγερση της αγωγής ή όχι (ΑΠ 922/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 388/2015, ΧρΙΔ 2015/531). Σε περίπτωση δε απώλειας κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (Ολ. ΑΠ 14/1997, Ολ. ΑΠ 15/1996, Ολ. ΑΠ 9/1995, ΑΠ 388/2015, ΑΠ 232/2002, ΑΠ 1595/2001, ΑΠ 698/2006). Διαφορετική εκδοχή, ότι δηλαδή θα ληφθεί υπόψη η ισοτιμία κατά την ημέρα της καταψήφισης ή της εξόφλησης, είναι ασυμβίβαστη με τον εξαρχής καθορισμό της ζημίας στο εθνικό νόμισμα και, επιπλέον, θα κατέληγε στο άτοπο να τελούν υπό τιμαριθμική ρήτρα ξένου νομίσματος οι οφειλές αποζημίωσης από τη μη εκπλήρωση ή τη μη προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως, όταν ο δικαιούχος είναι αλλοδαπός ή κατοικεί στην αλλοδαπή ή συνέβη στην αλλοδαπή η απώλεια των χρημάτων, ενώ τέτοια ειδική μεταχείριση, εξ αιτίας των συγκυριακών αυτών περιστάσεων, δεν δικαιολογείται ((ΕφΠειρ 415/2024 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Συνεπώς το αίτημα περί δεδουλευμένων αποδοχών με την ισοτιμία το χρόνο παλλινόστησης ήταν νόμιμο σύμφωνα με τα προαναφερόμενα εφόσον, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 297 εδ. α` του ΑΚ, η θετική ή αποθετική ζημία αποτιμάται και εκφράζεται εξαρχής, δηλαδή από τον χρόνο επέλευσή της, σε χρήμα ως μέτρο αξίας και αποκαθίσταται σε χρήμα (εθνικό νόμισμα) ως μέσο εξόφλησης. Η σχετική δε αποζημιωτική ενοχή, είτε προέρχεται από αδικοπραξία, είτε από σύμβαση, έχει εξαρχής από τη γέννηση της ως περιεχόμενο την οφειλή – παροχή χρηματικής ποσότητας εθνικού νομίσματος. Κατά συνέπεια, αν προ της εγέρσεως της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων του 84, 105 και 106 προκύπτει ότι ο προϊσχύων Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1958) διέκρινε τις έννοιες της πλοιοκτησίας, της κυριότητας επί πλοίου και του εφοπλισμού. Το ίδιο περιεχόμενο αποδίδει στις έννοιες αυτές και ο νέος ΚΙΝΔ (βλ. άρθρα 59 επ. Ν. 5020/2023) που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης. Κατά τις παραπάνω διατάξεις, η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, κατά τρόπον ώστε, όταν τα στοιχεία αυτά αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός (απλή) κυριότητα επί του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι κατά νόμο δυνατή η συνύπαρξη επί του ιδίου πλοίου πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΑΠ 618/2015 δημ. νόμος). Ειδικότερα, πλοιοκτήτης κατά το νόμο είναι αυτός που με σκοπό το κέρδος εκμεταλλεύεται δικό του πλοίο, (απλός) κύριος του πλοίου είναι εκείνος που έχει επ’ αυτού το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1000 του ΑΚ και το δικαίωμα αυτό έχει εγγραφεί στο νηολόγιο, ενώ εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον (ΑΠ 1910/2009, ΕΝαυτΔ 2010/164 = ΕΕμπΔ 2010/970, ΑΠ 799/2001, ΕΝαυτΔ 2001/361 = ΕΕμπΔ 2002/389). Κρίσιμη, επομένως, για την κατάφαση πλοιοκτησίας ή εφοπλισμού είναι η διαπίστωση του αν ο φορέας της εκμετάλλευσης του πλοίου συμπίπτει με το φορέα του δικαιώματος της επ’ αυτού κυριότητας, καθώς στην πρώτη περίπτωση υφίσταται πλοιοκτησία ενώ στη δεύτερη εφοπλισμός. Ως εκμετάλλευση του πλοίου νοείται η κερδοσκοπική διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών με οποιονδήποτε τρόπο (ΤριμΕφΠειρ. 874/2013, ΕΝαυτΔ 2013/422) και οποιοδήποτε αντικείμενο, όπως [και] η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων (ΤριμΕφΠειρ. 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012/39 = ΕΕμπΔ 2012/681 = Αρμ. 2012/1288 = Ε7 2013/111). Κατά την έννοια του νόμου βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί πράγματι για δικό του λογαριασμό τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010, ΕΝαυτΔ 2011/314 = Ε7 2012/373, ΑΠ 5/2009, Αρμ. 2009/1885 = ΔΕΕ 2009/800, ΑΠ 271/1998, ΕΝαυτΔ 1998/279, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, § 19, αρ. 769 επομ., σελ. 397 επομ., Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό ναυτικό δίκαιο, 2015, σελ. 399 επομ., Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2021, αρ. 201, σελ. 102, Ι. Κοροτζής, Κυριότητα πλοίου, πλοιοκτησία και εφοπλισμός, σε Δνη 1986/1098 επομ. [1102], Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 105, § 2, σελ. 323, βλ. και Λ. Γεωργακόπουλο, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127), ενώ ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του εφοπλισμού αποτελεί η ανάληψη από τον εφοπλιστή της ναυτικής ή τεχνικής διεύθυνσης του πλοίου (ΑΠ 1145/2003, ΕΝαυτΔ 2003/432 = Δνη 2004/458 = ΕΕμπΔ 2004/819 = ΧρΙΔ 2004/55, ΜονΕφΠειρ. 184/2021, ΜονΕφΠατρ. 216/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012/39 = ΕΕμπΔ 2012/681 = Αρμ. 2012/1288 = Ε7 2013/111, βλ. και ΑΠ 777/2015, Ε7 2016/572), που ασκείται μέσω, αφενός, του πλοιάρχου που κατ’ άρθρο 106 § 1 ΚΙΝΔ διορίζεται από αυτόν και, αφετέρου, των μελών του πληρώματος, που προσλαμβάνονται μεν από τον πλοίαρχο (άρθρο 53 ΚΙΝΔ), ο οποίος όμως συμβάλλεται ως άμεσος αντιπρόσωπός του (βλ. άρθρο 39 ΚΙΝΔ και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 53, § 3, σελ. 136, τον ίδιο, Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1977, σελ. 64). Πάντως, η εφοπλιστική ιδιότητα δεν συνιστά αυτοτελή λόγο ευθύνης. Αυτή, αν υπάρχει, θεμελιώνεται στην έννομη σχέση που αποτελεί το γενεσιουργό της λόγο. Έτσι, ο εφοπλιστής ευθύνεται για την ικανοποίηση ναυτεργατικών απαιτήσεων εφόσον έχει και την ιδιότητα του εργοδότη των ναυτικών που απασχολούνται στο πλοίο που τελεί υπό εφοπλισμό (ΕφΠειρ. 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009/13, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 – 538 [506]). Εφόσον δε η πρόσληψη του πληρώματος αποτελεί πράξη εκμετάλλευσης του πλοίου (ΑΠ 591/1988, ΕΕμπΔ 1988/496 = Δνη 1989/84 = ΕΝαυτΔ 1989/37), η αναφορά στην αγωγή με την οποία ασκούνται ναυτεργατικές αξιώσεις περισσότερων εργοδοτών του ενάγοντος ναυτικού ισοδυναμεί με την επίκληση συνεκμετάλλευσης του πλοίου από περισσότερα (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα, η οποία όμως δεν συνεπάγεται και συνεφοπλιστεία, καθώς η έννοια αυτής δεν υπάρχει στο ελληνικό δίκαιο, αφού όταν περισσότερα πρόσωπα συναποφασίζουν να εκμεταλλευθούν από κοινού ένα πλοίο θα δρουν είτε υπό μορφή εμπορικής εταιρίας, η οποία θα έχει και την εφοπλιστική ιδιότητα είτε στα πλαίσια αφανούς εταιρίας, οπότε εφοπλιστής θα είναι ο εμφανής εταίρος (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 774, σελ. 401, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο Ι, 2005, σελ. 139 – 140). Και τούτο υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το υπό συνεκμετάλλευση πλοίο είναι ξένο έναντι όλων των εκμεταλλευόμενων αυτό, αφού, αν ανήκει κατά κυριότητα σε κάποιον από αυτούς, ο τελευταίος, ναυτολογώντας στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό το πλήρωμα, αποκτά την ιδιότητα του πλοιοκτήτη, γεγονός που αποκλείει τον εφοπλισμό του πλοίου του. Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία από την εκμετάλλευση του πλοίου γεννώνται κατά του εφοπλιστή απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, όπως σημειώθηκε, και εκείνες που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από συμβάσεις παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1549/2006, Δνη 2006/1436 = Αρμ. 2007/549, ΜονΕφΠειρ. 590/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι δανειστές μπορούν, όπως συνάγεται από τις ίδιες ως άνω διατάξεις του ΚΙΝΔ, να στραφούν τόσο κατά του εφοπλιστή όσο και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος, μολονότι δεν είναι προσωπικός οφειλέτης των ναυτικών, εντούτοις υπέχει εκ του νόμου ευθύνη για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΜονΕφΠειρ. 595/2020, Αρμ. 2023/648). Αυτή η ex lege ευθύνη απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητας επί του πλοίου και είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, υπό την έννοια ότι ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο με το συγκεκριμένο στοιχείο της περιουσίας του και μέχρι την αξία του, ενώ, αντιθέτως, ο εφοπλιστής ευθύνεται προσωπικά και απεριόριστα με όλη την περιουσία του (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946, για τη διαφορά του νόμιμου λόγου ευθύνης εφοπλιστή και απλού κυρίου του πλοίου βλ. και ΜονΕφΠειρ. 91/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Μεταξύ των προσώπων αυτών δεν υπάρχει παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ (ΑΠ 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝ 2008/199), δεδομένου ότι ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μεν για την πληρωμή των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό αλλά δεν είναι οφειλέτης του δανειστή και μάλιστα προσωπικός, αφού απλώς υποχρεούται να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση αλλότριου χρέους (ΑΠ 1652/1995, Δνη 1997/1569). Τούτο σημαίνει ότι ο απλός κύριος του πλοίου, όταν η αγωγή στρέφεται και εναντίον του, ομοδικεί μεν με τον εφοπλιστή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ (απλή ομοδικία, βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 809/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επειδή η ευθύνη του κυρίου αφορά την οφειλή του εφοπλιστή, που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης αλλά δεν καταδικάζεται στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του τελευταίου εις ολόκληρον μαζί του (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 804, σελ. 414, αντίθετος ο Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται, πρώτον, ότι στη σύμβαση ναυτολόγησης εργοδότης του ναυτικού μπορεί να είναι είτε ο πλοιοκτήτης είτε ο εφοπλιστής (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 157, σελ. 104, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 127, σελ. 202 επομ.), όχι όμως και οι δύο ενεργώντας από κοινού, δεύτερον, ότι ο δανειστής των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό δύναται να στραφεί επιδιώκοντας την ικανοποίησή τους τόσο κατά του εφοπλιστή όσο και κατά του κυρίου του πλοίου, σωρεύοντας μάλιστα τις αξιώσεις του (υποκειμενικώς) στο ίδιο δικόγραφο και, τρίτον, ότι για την πληρότητα του περιεχομένου της αγωγής αυτής θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύεται ο νόμιμος λόγος ευθύνης εκάστου εναγομένου και, συγκεκριμένα, όσον αφορά τον εφοπλιστή, η έννομη σχέση του με τον ενάγοντα, από την οποία απορρέει το επίδικο χρέος του και, όσον αφορά τον κύριο του πλοίου, η έννομη σχέση η οποία τον συνδέει με αυτό και, ειδικότερα, το δικαίωμα της κυριότητάς του επί του πλοίου, ο αποχωρισμός από αυτό της εκμεταλλεύσεως του πράγματος και η ανάληψη αυτής από τον έτερο εναγόμενο (τον εφοπλιστή), δηλαδή τα περιστατικά που κατά νόμο επάγονται την ευθύνη του κυρίου για αλλότριο χρέος. Με δεδομένο, επομένως, ότι η ευθύνη καθενός εναγομένου έχει διαφορετικό περιεχόμενο και πραγματικό (ΑΠ 1652/1995, ο.π., ΕφΠειρ. 19/1998, ΠειρΝ 1998/58), η σωρευτική αναφορά στο ίδιο δικόγραφο του ότι καθένας εναγόμενος, εκτός από την αντίστοιχη ιδιότητα του εφοπλιστή και του απλού κυρίου του πλοίου, έχει συγχρόνως και την ιδιότητα του εργοδότη του αντιδίκου του, επειδή προσέλαβε το ναυτικό που ενάγει για την ικανοποίηση αξιώσεών του από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, καθιστά την αγωγή αντιφατική και αόριστη ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης καθενός εναγομένου (ΜονΕφΠειρ. 27/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ποιος από αυτούς ενάγεται ως συμβατικός οφειλέτης του ενάγοντος και ποιος ως εκ του νόμου ευθυνόμενος απέναντί του, δεδομένου ότι η σύμπτωση των ιδιοτήτων αυτών στο ίδιο πρόσωπο δεν είναι νοητή και η ευθύνη εκάστου εναγομένου θα είναι είτε προσωπική και ενοχική είτε πραγματοπαγής (ΜονΕφΠειρ. 129/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, αυτός που εκμεταλλεύεται «δι’ εαυτόν» πλοίο που ανήκει σε άλλον οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολογήσεως και, αν τέτοια δήλωση παραλειφθεί, θεσπίζεται νόμιμο τεκμήριο περί του ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, ων, επομένως, πλοιοκτήτης (ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 954/2004, ΕΝαυτΔ 2004/342). Το τεκμήριο είναι μαχητό (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 48/1988, Δνη 1989/62 = ΕΕΝ 1989/61 = ΕΕΔ 1989/315 = ΕΝαυτΔ 1989/179) και μπορεί να ανατραπεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτον, δεδομένου ότι, επειδή ακριβώς οι διατυπώσεις δημοσιότητας του εφοπλισμού δεν έχουν συστατική ενέργεια και η τήρησή τους δεν αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση της εφοπλιστικής ιδιότητας ούτε αναπληρώνει τους ουσιαστικούς όρους κτήσης της, δηλαδή την οικονομική εκμετάλλευση και τη ναυτική διεύθυνση του ξένου πλοίου για ίδιο λογαριασμό, και είναι ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος έχει πράγματι την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009, ΕΝαυτΔ 2009/1, ΤριμΕφΠειρ. 436/2018, ΕΕμπΔ 2019/907, ΜονΕφΠειρ. 76/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η κοινή δήλωση του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου (ΤριμΕφΠειρ. 437/2018, ΕΝαυτΔ 2018/250), δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται μεν απεριόριστα ο εφοπλιστής, υπέγγυο, όμως, για την ικανοποίησή τους παραμένει και το πλοίο, με αποτέλεσμα ο κύριός του να υπέχει παράλληλη, κατά τα ανωτέρω, πραγματοπαγή και περιορισμένη ευθύνη. Μολονότι δε η λειτουργία αλλά και η δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου προβλέπεται μόνο για την περίπτωση της παράλειψης τηρήσεως των διατυπώσεων δημοσιότητας της εφοπλιστικής σχέσης, εντούτοις, ορθώς γίνεται δεκτή (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 787, σελ. 406 επομ., Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 491, Ι. Κοροτζής, ο.α.π., σελ. 79) η δυνατότητα και του εμφανιζόμενου στο νηολόγιο ως εκμεταλλευόμενου το πλοίο να αντιτάξει στους τρίτους δανειστές ότι αυτός που εκμεταλλεύεται πράγματι το πλοίο δεν είναι ο ίδιος (ο φαινόμενος εφοπλιστής) αλλά ο κύριός του. Βέβαια, ο ισχυρισμός αυτός είναι αντιτάξιμος στους τρίτους μόνον όταν αυτοί τελούν σε γνώση του προσώπου που εκμεταλλεύεται πράγματι το πλοίο, καθώς μόνον τότε η προβολή του δεν προσβάλλει την εμπιστοσύνη που η πανηγυρική δήλωση περί εφοπλισμού δημιούργησε. Ο ίδιος ισχυρισμός μπορεί να αποδειχθεί με κάθε τρόπο και μέσο (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, ο.π., αρ. 215, σελ. 109) και, επί ναυτεργατικών αξιώσεων, θα ευδοκιμήσει όταν προκύψει ότι αντισυμβαλλόμενος του ενάγοντος ναυτικού στη σύμβαση ναυτικής εργασίας (έστω αντιπροσωπευθείς αμέσως από το φαινόμενο εφοπλιστή), οφειλέτης της μισθοδοσίας του και πληρωτής των αποδοχών του είναι στην πραγματικότητα όχι εκείνος που εμφανίζεται στο νηολόγιο ως εφοπλιστής αλλά ο κύριος του πλοίου (ΑΠ 591/1988, ο.π., ΕφΠειρ. 186/1994, ΕΝαυτΔ 1995/107, ΕφΠειρ. 584/1994, ΕΝαυτΔ 1995/343). Στην περίπτωση αυτή, η ανατροπή του φαινόμενου εφοπλισμού θα έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εναχθέντος υπό την εφοπλιστική ιδιότητα από την ευθύνη για την αποπληρωμή των χρεών του πλοίου και την ίδρυση αντίστοιχης ευθύνης του κυρίου του πλοίου, που θα θεωρηθεί πλέον πλοιοκτήτης.
Με τον πρώτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τον τέταρτο εναγόμενο “καθόσον στο εισαγωγικό δικόγραφο πέραν της αναφοράς του ότι είναι ο αποκλειστικός εφοπλιστής του πλοίου, δεν αναφέρονται άλλα περιστατικά από τα οποία να δύναται το δικαστήριο να κρίνει την ευθύνη του κατά αμφότερες τις νομικές βάσεις, ενώ δεν αναφέρονται και στοιχεία που να επέφεραν τη χρήση του εταιρικού τύπου της πρώτης των εναγομένων κατά κατάχρηση και προς αποφυγή της ατομικής του ευθύνης”. Εκθέτουν μάλιστα ότι αυτοί ουδόλως αιτήθηκαν την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και ότι η αγωγή κατά του δευτέρου εφεσιβλήτου ερείδεται αποκλειστικά στην αδικοπρακτική συμπεριφορά του ως φυσικού προσώπου και μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Όμως η αγωγή με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε ήταν δικονομικά απαράδεκτη τόσο ως προς τον τρίτο όσο και ως προς τον τέταρτο των εναγομένων που ήταν δικονομικά απόντες και ως προς τους οποίους η υπόθεση παραδεκτά συζητήθηκε, καθώς από το περιεχόμενο της πρωτίστως δεν μπορούν να διακριβωθούν ποιος ήταν ο κύριος, ή ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του πλοίου απασχόλησης των εκκαλούντων αναφορικά με την ενδοσυμβατική βάση της αγωγής, καθώς αναφέρεται ότι η πρώτη εναγομένη αφενός είχε τη διαχείριση φορτηγών πλοίων (σελ. 1) αφετέρου ότι ενεργούσε για λογαριασμό της εργοδότριας και επικουρικά ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας (σελ. 3), ότι διευθύνων και εν τοις πράγμασι αποκλειστικός εφοπλιστής και καταρτίσας τις συμβάσεις ναυτολογήσεως ήταν ο τέταρτος των εναγομένων ήδη δεύτερος εφεσίβλητος (σελ. 38) ο οποίος ήταν προστηθείς της πρώτης και μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτής (σελ. 58). Έτσι υφιστάται ασάφεια ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης και μάλιστα εις ολόκληρον σε χρηματική ενοχή του τετάρτου και του τρίτου των εναγομένων τόσο ως προς την ενδοσυμβατική όσο και ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη, αφού δεν εκτίθεται στο δικόγραφο αν υφίσταται κύριος του πλοίου με πραγματοπαγή μόνο ευθύνη και εφοπλιστής και ποιος ή αν υφίσταται πλοιοκτήτης με προστηθείσα την πρώτη των εναγομένων της οποίας προστηθείς ήταν ο τέταρτος των εναγομένων ή μέλος αυτής αι συνεπώς ποιος ήταν υπεύθυνος για την καταβολή των αποδοχών των εργαζόμενων αλλά και για την παλλινόστηση τους την οποία και παρανόμως δεν πραγματοποιούσε. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με ελλιπή αιτιολογία ιδίως ως προς τον τρίτο εναγόμενο (εδώ 4ο εφεσίβλητο) που εδώ συμπληρώνεται, κατ΄άρθρο 534 του ΚΠολΔ ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό πρώτο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν ενώ πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως προς το δεύτερο των εφεσίβλητων. Τα δικαστικά έξοδα και αυτού του βαθμού θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μέρων λόγω εύλογης αμφιβολίας ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠοΔ).
Περαιτέρω στο ελληνικό δίκαιο, η ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης µε την οποία καλύπτονται κίνδυνοι επαγγελµατικοί, επιχειρησιακοί κλπ, δηµιουργεί συµβατική σχέση µόνο µεταξύ του ασφαλιστή αφενός και του αντισυµβαλλόµενου ή του ασφαλισµένου προσώπου αφετέρου, αποκλείοντας µε τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα οποιουδήποτε τρίτου, ο οποίος ζηµιώθηκε και διατηρεί αξίωση αποζηµίωσης κατά του ασφαλισµένου, να ενάγει ευθέως τον ασφαλιστή, παρά µόνο ασκώντας τα δικαιώµατά του πλαγιαστικώς, σύµφωνα µε τη διάταξη του αρ. 72 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 286/2007 ΕΝΔ 35 205 βλ. όμως Κιάντο Ασφαλιστικο δίκαιο Θεσσαλονίκη 1991 περί αναλογικής εφαρμογής και στην προαιρετική ασφάλιση). Ευθείες αξιώσεις τρίτων ζηµιωθέντων αναγνωρίζονται µόνο στις περιπτώσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήµατα (άρθρο 10 ν. 489/1976), όπως και σε όσες περιπτώσεις καθορίζεται υποχρεωτική εκ του νόµου ασφάλιση (αρ. 26 παρ.1 ν. 2496/1997)11. Στο πεδίο της θαλάσσιας ασφάλισης, µε το ν. 4256/2014 «Τουριστικά πλοία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 92/14.04.2014), όπως τροποποιήθηκε µε το ν. 4276/2014 (ΦΕΚ Α’ µ 155/30.07.2014), ο οποίος κατήργησε το ν. 2743/1999, κατέστη υποχρεωτική η ασφάλιση των επαγγελµατικών σκαφών αναψυχής για την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία τους έναντι επιβαινόντων και τρίτων”. Επίσης, σύµφωνα µε το ν. 2881/2001 οι πλοιοκτήτες και οι κύριοι πλωτών ναυπηγηµάτων οφείλουν να έχουν συνάψει ασφάλιση της αστικής τους ευθύνης για περιπτώσεις ανέλκυσης ναυαγίων, αλλά µόνο όσον αφορά την ευθύνη τους απέναντι στην αρµόδια αρχή που έχει αναλάβει τα έξοδα της ανέλκυσης και όχι απέναντι σε τρίτους ζηµιωθέντες από τυχόν ρύπανση που προκληθεί από το ναυάγιο ή εξαιτίας των εργασιών ανέλκυσής του. Και το αγγλικό δίκαιο, επίσης, είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό ως προς την αναγνώριση της ευθείας αξίωσης τρίτων ζηµιωθέντων εναντίον του ασφαλιστή. Στο συγκεκριµένο δικαιϊκό σύστημα, το οποίο όπως τονίσθηκε διέπει και εφαρµόζεται στην πλειοψηφία των ασφαλιστικών συµβάσεων (Σινανιώτη Ασφαλιστικό Δϊκαιο 2014, 236-238), βασικός κανόνας υπήρξε ανέκαθεν η απαγόρευση της ευθείας εναγωγής του ασφαλιστή αστικής ευθύνης από τρίτους ζημιωθέντες στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (Δημητριάδης Ευθείες αξιώσεις τρίτων ζημιωθέντων κατά των ασφαλιστών αστικής ευθύνης στο πεδίο της θαλάσσιας ασφάλισης, υπό το πρίσμα των διεθνών συμβάσεων ΕΝΔ 43, 84). Έτσι σύμφωνα με τη νομολογία ο κοινός νομοθέτης θέσπισε την ευθεία αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή, περιοριστικώς, μόνο στις περιπτώσεις της υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφάλισης, καθώς και σε εκείνη από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, μη επιτρεπομένης για τον λόγο αυτό της επεκτάσεως της εφαρμογής της πιο πάνω διατάξεως και στην περίπτωση της γενικής αστικής ευθύνης, που είναι προαιρετική ασφάλιση (ΑΠ 166/2024, ΑΠ 106/2014, ΕφΘεσ 1039/2013 δημ. νόμος) και επομένως ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει ευθεία αξίωση έναντι του ασφαλιστή παρά μόνο κατά του λήπτη της ασφάλισης, από τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις του, ενώ μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνο πλαγιαστικώς. Ο ζημιωθείς τρίτος, όμως, νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της σχετικής περί καταβολής του ασφαλίσματος αγωγής κατά του ασφαλιστή τότε μόνο, όταν οι ιδιότητες του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, αλλά η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου, οπότε πρόκειται για γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τα άρθρα 410 επ. του ΑΚ (ΑΠ 504/2012, ΑΠ 492/2012, ΑΠ 441/2010, ΑΠ 381/2008, ΑΠ 109/2007 Δημ. Νόμος). Δηλαδή, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ ασφαλιστή και αντισυμβαλλομένου ότι ασφαλιζόμενος είναι άλλο πρόσωπο (όπως π.χ. και στην περίπτωση που συνίσταται σε απώλεια μεταφερόμενου πράγματος από τυχαίο περιστατικό και συμφωνηθεί μεταξύ ασφαλιστή και αντισυμβαλλόμενου ότι ο ασφαλιζόμενος είναι ο παραλήπτης), οπότε δημιουργείται ασφάλιση για λογαριασμό άλλου ή, κατ` άλλη έκφραση, ασφάλιση ξένου συμφέροντος, η οποία από τη φύση και τον σκοπό της συμβάσεως είναι γνήσια υπέρ τρίτου (ΑΠ 1597/2001 Δημ. Νόμος). Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 410 και 411 ΑΚ, για να υπάρχει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, η οποία παρέχει στον τρίτο, παρότι δεν μετείχε στην κατάρτιση της συμβάσεως, το δικαίωμα να απαιτήσει απ` ευθείας από τον υποσχεθέντα την παροχή, πρέπει να προκύπτει από τη σύμβαση ότι τα συμβαλλόμενα μέρη σκοπούσαν να προσπορίσουν απ` ευθείας στον τρίτο ίδιο δικαίωμα, δυνάμει του οποίου να μπορεί αυτός, στρεφόμενος κατά του υποσχεθέντος, να ζητήσει την παροχή (ΑΠ 501/2010 Δημ. Νόμος). Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου υπάρχει και όταν δεν εκφράστηκαν ρητώς οι συμβαλλόμενοι, συνάγεται όμως τούτο από τη φύση και τον σκοπό της συμβάσεως, όπως στην περίπτωση κατά την οποία συνομολογήθηκε κυρίως προς το συμφέρον του τρίτου (ΑΠ 1613/1999 Δημ. Νόμος). Από τις άνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, όταν ο αναλαμβανόμενος από τον ασφαλιστή κίνδυνος συνίσταται στο ενδεχόμενο ευθύνης του ασφαλιστή προς αποζημίωση τρίτου, ήτοι προσώπου μη μετέχοντος στη σύμβαση ασφάλισης, το πρόσωπο αυτό (δηλαδή ο τρίτος) δεν αποκτά άμεσο δικαίωμα κατά του ασφαλιστή και δεν μπορεί ευθέως να τον εναγάγει, έστω και εάν στη σύμβαση περιλαμβάνεται συμφωνία κατά την οποία ο ασφαλιστής δύναται να καταβάλει την αποζημίωση και προς τον τρίτο παθόντα, καθώς με τη συμφωνία αυτή παρέχεται απλώς η ευχέρεια στον ασφαλιστή να καταβάλει στον τρίτο ως δεκτικό καταβολής, αντί να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλισμένο, απαλλασσόμενος έτσι της υποχρεώσεως του έναντι αυτού, και δεν αποτελεί την κατά τα άρθρα 410 και 411 γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (πρβλ. ΟλΑΠ 850/1982, ΑΠ 1147/2011 Δημ. Νόμος), εκτός αν προβλέπεται στη σύμβαση ότι ο τρίτος-παθών έχει δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλιστή ή προκύπτει από τη φύση και τον σκοπό αυτής ή αν αυτό ρητώς ορίζεται από τον νόμο σε ειδικές περιπτώσεις (ΕφΛαρ 827/2000 Δημ. Νόμος). Άλλωστε, αν η σύμβαση ασφαλίσεως έχει κενό ή αμφίβολο σημείο ως προς το πρόσωπο του ασφαλιζομένου, η πλήρωση του κενού ή η άρση της αμφιβολίας πρέπει να γίνεται δια της ερμηνείας της συμβάσεως με την εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή πρέπει να γίνεται με αναζήτηση της αληθινής βουλήσεως των συμβαλλομένων χωρίς προσήλωση στις λέξεις, αλλά και όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 1597/2001 ό.π.). Όλα τα παραπάνω ισχύουν παρά την έντονη προσπάθεια της της διεθνούς ναυτιλιακής κοινότητας να ρυθµίσει το εξαιρετικά ευαίσθητο, τόσο για τα πλοιοκτητικά όσο και τα ασφαλιστικά συµφέροντα, ζήτηµα της υποχρεωτικής ασφάλισης και του δκαιώµατος ευθείας εναγωγής του ασφαλιστή σε περιπτώσεις ευθύνης του πλοιοκτήτη εναντίον τρίτων προσώπων κατά την ενάσκηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας υφίσταται ανομοιομορφία και νομική κενό στις διατάξεις του ελληνικού και του αγγλικού δικαίου. Και τούτο παρόλο που η οδηγία 2009/20/EC του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επέβαλε σε όλα τα πλοία ανεξαρτήτως σημαίας που πλέουν στα ευρωπαϊκά χωρικά ύδατα να διατηρούν υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη σε κάποιο αναγνωριμένο οργανισμο (βλ. Φαραντούρη “Συνεταιρισμοί θαλάσσιας αλληλασφάλισης ΕΝΔ 2007, 158). Δόκιµα επομένως, θά µπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι οι συναπτόµενες µε τα Ρ&Ι Clubs ασφαλιστικές συµβάσεις, εξεταζόµενες υπό το πρίσµα της ελληνικής νοµοθεσίας, εµπίπτουν στον ορισµό του αρ. 1 του ν. 2496/1997 και εποµένως το αρ. 26 που αναγνωρίζει την ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή έχει εφαρµογή και επί αυτών.” Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι πρακτικά ανεφάρµοστο, αφενός διότι στην απόλυτη σχεδόν πλειοψηφία τους οι ανωτέρω ασφαλιστικές συµβάσεις διέπονται από το Αγγλικό δίκαιο και περιέχουν ρήτρα διαιτησίας στο Λονδίνο 15, και αφετέρου διότι ουδέποτε τα ………….. έχουν αποδεχθεί ρύθµιση εσωτερικού δικαίου, η οποία να προβλέπει δυνατότητα άσκησης ευθείας αγωγής κατ’ αυτών (Κοροτζής Η επέκταση του θεσμού υποχρεωτικής ασφάλισης σε ναυτικές απαιτήσεις με το π.δ 6/2012 ΝοΒ 2014, 1047). Να σημειωθεί ότι σε σχέση µε την καθιέρωση ευθείας αξίωσης κατά του ασφαλιστή του πλοιοκτήτη από το ΡΑL Prot 2002 ήδη έστω και εξωδικαστικά στα πλαίσια του θαλασσίου ατυχήµατος του επιβατηγού πλοίου ………… (28/12/2014) καταβλήθηκαν άµεσα από τους ασφαλιστικούς οργανισµούς (……………) της πλοιοκτήτριας εταιρείας και της ναυλώτριας ……… αποζηµιώσεις τόσο προς επιβάτες όσο και προς ιδιοκτήτες φορτίων και οχηµάτων τα οποία κατεστράφησαν στο ως άνω πλοίο γεγονός που καταδεικνύει την αποτελεσµατική επίδραση των διεθνών ρυθµίσεων όχι µόνο σε θεωρητικό αλλά και σε πραγµατικό και πρακτικό επίπεδο (Αθανασίου Η υποχρεωτική θαλάσσια ασφάλιση Ιδίως ο ρόλος και η λειτουργία της ασφάλισης στη θαλάσσια ρύπανση σε Παμπούκη Τουντόπουλο σελ. 155).
Περαιτέρω το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, που, σύμφωνα με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, έχει η έφεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, εξετάζει όλους τους ισχυρισμούς που προβάλλονται παραδεκτώς σύμφωνα με τα άρθρα 525 έως 527 ΚΠολΔ και έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που είχε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς μπορεί, και χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα της αγωγής και, αν την κρίνει αόριστη ή νομικά αβάσιμη, να εξαφανίσει για το λόγο αυτό την εκκαλούμενη απόφαση, έστω και αν ο ενάγων παραπονείται για την απόρριψή της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης και αφού κρατήσει την υπόθεση να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη. Η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον ενάγοντα-εκκαλούντα από την εκκαλούμενη απόφαση και δεν αρκεί απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, αφού οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης είναι διαφορετικές από εκείνες της απόρριψής της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης (ΑΠ 731/91 ΕλλΔνη 37,583, ΕΛαρ 428/2007 ΕλλΔνη 2008,236,ΕΔωδ 37/2003, δημ. ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. ΣΤ, παρ. 854). Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τους συναφείς δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο και δέκατο λόγους εφέσεως παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, καθόσον κρίθηκε ότι η πρώτη εφεσίβλητη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία με έδρα το …….. (δεύτερη εναγομενη κατά την εκκαλουμένη απόφαση) δεν είχε ευθύνη για τη ζημία την οποία υπέστησαν και ότι οι υποχρεώσεις του περιορίζονταν στην παροχή των απαιτούμενων οικονομικών πόρων για την παλλινόστησή τους και ότι δεν υπεισέρχονται στη θέση και τις υποχρεώσεις του πλοιοκτήτη. Προσκομίζουν δε μετ’επικλήσεως τη γνωμοδότηση των ………….. σύμφωνα με την οποία το με αριθμό 2.5.2 πρότυπο της Σύμβασης Ναυτικής εργασίας 2006 της Διεθνούς οργάνωσης Εργασίας κατέστη εσωτερικό δίκαιο με το πδ 3/2017 μετά τη με αριθμό 2242.7-2.1/5625/2017 (φεκ 159 β/25.1.2017) Υπουργική απόφαση των Υπουργών Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλειας και Αλληλεγγύης, Υγείας και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) και με αυτό εισάγεται ευθεία αξίωση του εγκαταλειφθέντος ναυτικού έναντι του παρόχου χρηματοοικονομικής ασφάλισης, αφού όχι μόνο προβλέπει ως υποχρεωτική την απευθείας πρόσβαση του εγκαταλειφθέντος ναυτικού στο σύστημα χρηματοοικονομικής ασφάλισης αλλά περαιτέρω ρητά προβλέπει την υποκατάσταση του παρόχου χρηματοοικονομικής ασφάλισης, ο οποίος θα προβεί σε καταβολές προς τον εγκαταλειφθέντα ναυτικό, στις αξιώσεις και τα δικαιώματα του τελευταίου έναντι του πλοιοκτήτη και τέτοια υποκατάσταση δε νοείται παρά μόνο στην περίπτωση της ύπαρξης ευθείας αξίωσης του ναυτικού κατά του παρόχου χρηματοοικονομικής ασφάλισης αφού ελλείψει αυτής δεν θα υπήρχε και περίπτωση απευθείας καταβολής στο ναυτικό και υποκατάστασης. Όμως όλα τα παραπάνω είναι απορριπτέα ως αβάσιμα διότι και μετά την κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας του 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, με το Ν. 4078/2012 (Α’179) και τις τροποποιήσεις με το π.δ. 113/2018 (Α’ 222/21.12.2018) τόσο η υπουργική απόφαση 2242.7-2.1/5625/2017 (φεκ 159 β/25.1.2017) που επικαλούνται οι εκκαλούντες, όσο και η προγενέστερη αυτής κοινή υπουργική απόφαση με αριθμό 3522.2/08/2013 (Β’1671) με την οποία εγκρίθηκε το άρθρο 10α του κανονισμού για την εφαρμογή απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που αφορά αποκλειστικά την παλλινόστηση, δεν επήλθε αλλαγή στον όρο “pay to be paid” που επικαλούνται οι μη κερδοσκοπικοί αλληλοασφαλιστικοί οργανισμοί θαλάσσιας ασφάλισης και απαλλάσσονται στην περίπτωση που ο πλοιοκτήτης δεν έχει πρώτα αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο. Επομένως ελλείψει ρητής νομοθετικής ρύθμισης με την πραγματοποίηση της ασφαλιστικής περίπτωσης υφίσταται μόνο απλή προσδοκία και όχι υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης από τον ασφαλιστική στον τρίτο. Εξάλλου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής ούτε τα στοιχεία της πλοιοκτήτριας και του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ώστε να κριθεί αν τελικά υφίσταται δικαίωμα των εναγόντων ναυτικών να αξιώσουν με πλαγιαστική αγωγή από την ασφαλίστρια αποζημίωση στα πλαίσια της ασφάλισης της αστικής ευθύνης η οποία, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν συνεπάγεται δικαίωμα ευθείας αγωγής. Συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες ήδη εκκαλούνται νομιμοποιούνται ενεργητικά απευθείας κατά της ασφαλίστριας, η οποία μάλιστα προβάλλει ισχυρισμό περί διαιτησίας στα πλαίσια του ασφαλιστικού συμβολαίου, γεγονός που θα στερούσε από το δικαστήριο αυτό τη δικαιοδοσία του. Συνεπώς λόγω της έλλειψης αυτής της διαδικαστικής προϋπόθεσης θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την πρώτη εκκαλουμένη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία με έδρα το …….. (δεύτερη εναγομένη) να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει ως προς αυτήν την αγωγή και να την απορρίψει ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν αμφοτέρων των βαθμών θα συμψηφιστούν λόγω της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη
Δικάζει με τη δικονομική απουσία του τετάρτου εφεσιβλήτου και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων
Απορρίπτει την έφεση ως προς τον τέταρτο εφεσίβλητο
Δέχεται τυπικά την έφεση ως προς την πρώτη και δεύτερο των εφεσιβλήτων
Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας
Δέχεται την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη
Εξαφανίζει ως προς την πρώτη εφεσίβλητη τη με αριθμό 1972/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και αναδικάζει ως προς αυτήν (δεύτερη εναγόμενη) την υπόθεση επί της …………../2022 αγωγής
Απορρίπτει την αγωγή
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Δεκεμβρίου 2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ