ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 634/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., ατομικά και με την ιδιότητα της ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της …………. και ………., κατοίκων ομοίως, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος της Αντωνία Μπουγέλη [Δάφνη Μπατσαρά και συνεργάτες ΔΕ], με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στην …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος της Μαρία Αρβανίτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η εκκαλούσα, …………., ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 17.2.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/18.2.2022 αγωγή, σε βάρος της ήδη εφεσίβλητης εταιρείας, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 06.10.2022, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 3105/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της.
Η ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα, …….., με την από 9.11.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/9-11-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………/9-11-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, η οποία εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[Ι]. Η κρινόμενη από 9.11.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/9-11-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./9-11-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 3105/19.9.2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 17.2.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../18.2.2022 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 19.09.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012 και δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, κατετέθη υπό της εκκαλούσας το με αριθμό …………../2023 ηλεκτρονικό παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ. Εφόσον δε, η ένδικη έφεση, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
[ΙΙ]. Η ενάγουσα, ……….., με την ένδικη αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και όπως το περιεχόμενο αυτής δεόντως εκτιμάται, ισχυρίσθηκε ότι, ο σύζυγός της και πατέρας των ανηλίκων τέκνων της …………. και …………., για λογαριασμό και των οποίων ήγειρε την ένδικη αγωγή, κατόπιν συμβάσεως ναυτικής εργασίας την οποία κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», ναυτολογήθηκε την 2.4.2021, με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε έως την 4.5.2021, με την ανωτέρω ειδικότητα, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματος στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο «BC», πλοιοκτησίας της εναγομένης, το οποίο εκτελούσε εσωτερικούς πλόες και δη το δρομολόγιο Πειραιάς – Καβάλα – Θεσσαλονίκη, μεταφέροντας επιβάτες, αντί μεικτών αποδοχών εκ ποσού ευρώ 3.228,81. Ότι προ της ναυτολόγησής του υπεβλήθη σε μοριακό έλεγχο για τον ιό του Covid – 19, κατά τις προβλέψεις των πρωτοκόλλων ασφαλείας του ΕΟΔΔΥ, το οποίο ήταν αρνητικό. Ότι την 1.5.2021 το βράδυ, αφού το πλοίο είχε αποπλεύσει την προηγουμένη ημέρα από το λιμάνι του Πειραιά με προορισμό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης όπου κατέπλευσε την επομένη ημέρα το πρωί, σε τηλεφωνική επικοινωνία αυτής μετά του συζύγου της, ο τελευταίος της γνωστοποίησε ότι ένιωθε αδιάθετος και δη ένιωθε κόπωση και ρίγη και εμφάνιζε συχνές κενώσεις, συμπτώματα τα οποία ο ίδιος, κατά την αγωγή, απέδιδε στην κόπωση από την εργασία του, εξαιτίας της αυξημένης επιβατικής κίνησης στο πλοίο, λόγω των εορτών του Πάσχα. Επίσης της ανέφερε ότι, την ανωτέρω κατάσταση της υγείας του είχε γνωστοποιήσει στους ανωτέρους του, τα δε συμπτώματά του εγνώριζαν αρκετοί συνάδελφοί του. Ότι την 4.5.2021, ημέρα Τρίτη, μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, ο σύζυγός της μετέβη στην οικία τους, προκειμένου να προμηθευτεί καθαρά ρούχα και να επιστρέψει στο πλοίο, οπότε η ίδια διεπίστωσε ότι ήταν καταβεβλημένος και με δέκατα πυρετού. Ότι με την επιστροφή του στο πλοίο την ίδια ημέρα, υπεβλήθη σε rapid – test, στο οποίο υποβάλλονταν κάθε Τρίτη όλα τα μέλη του πληρώματος, το αποτέλεσμα δε αυτού ήταν θετικό. Ότι συνεπεία τούτου, η εναγομένη αποναυτολόγησε τον σύζυγό της «λόγω ασθενείας», την ίδια ημέρα, όχι αμέσως αλλά αφού συνέχισε να τον απασχολεί στην επιβίβαση των επιβατών και σε εξωτερικές εργασίες στο πλοίο. Ότι ο σύζυγός της υπεβλήθη ακολούθως την ίδια ημέρα και σε μοριακό έλεγχο, πλην όμως η εναγομένη, αν και είχε αναλάβει να του γνωστοποιήσει το αποτέλεσμα αυτού την επομένη ημέρα, δεν επικοινώνησε μαζί του την επομένη ημέρα, όπως έπραξε με έτερο συνάδελφό του, αλλά του γνωστοποίησε το θετικό αποτέλεσμα στον ανωτέρω ιό του μοριακού ελέγχου, δύο ημέρες ακολούθως, ήτοι την 6.5.2021. Ότι η κατάσταση της υγείας του συζύγου της τις επόμενες τέσσερις ημέρες, κατ’ εκτίμηση από την 1.5.2021, επιδεινώθηκε, καθόσον εμφάνισε υψηλό πυρετό, κατόπιν δε υποδείξεως του ιατρού του εισήχθη την 7.5.2021 στο ΓΝ Νέας Ιωνίας «Κωνσταντοπούλειο», οπότε διεγνώσθη με βαριά πνευμονία, σε γενόμενο δε μοριακό έλεγχο, ευρέθη θετικός στον ιό Sars – CoV -2. Ότι η κατάσταση της υγείας του συζύγου της επιδεινώθηκε σταδιακά και εν τέλει, αν και διασωληνώθηκε και εισήχθη για νοσηλεία στη ΜΕΘ του ανωτέρω νοσοκομείου, την 19.5.2021 απεβίωσε, με αιτιολογία θανάτου πνευμονία από κορονοϊό, κυψελιδική αιμορραγία, καταπληξία και πολυοργανική ανεπάρκεια. Η ενάγουσα, επικαλούμενη με την ένδικη αγωγή της κυρίως τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 551/1915, ισχυρίσθηκε ότι, εν προκειμένω, η μετάδοση του ανωτέρω ιού, έλαβε χώρα καθόν χρόνο ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της ήταν ναυτολογημένος στο ανωτέρω πλοίο, κατά την παροχή της εργασίας του, εν προκειμένω δε πληρούται η έννοια του «βιαίου συμβάντος» της διατάξεως του άρθρου 1 του Ν. 551/1995, διότι η εναγομένη παραβίασε την υποχρέωση πρόνοιας που όφειλε έναντι του συζύγου της, ναυτολογημένου στο ανωτέρω πλοίο, καθόσον αν και ήδη από την 1.5.2021, ο θανών σύζυγό της, είχε ενημερώσει τους αξιωματικούς του ανωτέρω πλοίου για την κατάσταση της υγείας του και τα συμπτώματα τα οποία εμφάνιζε, τα οποία άλλωστε ήταν έκδηλα και εμφανή και θα μπορούσαν με ευχέρεια να αποδοθούν στον ανωτέρω ιό, η κατάσταση της υγείας του δεν αξιολογήθηκε από αυτούς δεόντως, αυτοί δεν μερίμνησαν για τον έγκαιρο έλεγχό του, μέσω διαγνωστικών εξετάσεων, προς διαπίστωση της προσβολής του από τον ανωτέρω ιό με την εμφάνιση των συμπτωμάτων του, αλλά τρεις ημέρες ακολούθως, δεν τον έθεσαν σε «καραντίνα» έως του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης την επομένη ημέρα (2.5.2021) το πρωί, ακολούθως δε δεν τον αποβίβασαν στο λιμάνι προορισμού (Θεσσαλονίκη), προκειμένου να ελεγχθεί από ιατρό, καθώς επίσης, αν και δεν υπηρετούσε στο πλοίο ιατρός, δεν επικοινώνησαν με ιατρό τηλεφωνικά προκειμένου να αναζητήσουν οδηγίες για τη διαχείριση της κατάστασης, επιπροσθέτως δε δεν επικοινώνησαν ούτε με το ΕΟΔΥ. Επιπλέον, παρά την ανωτέρω κατάσταση της υγείας του, συνέχιζαν να τον απασχολούν σε εργασίες της ειδικότητάς του και μάλιστα και μετά την ένδειξη θετικού του rapid – test στον ανωτέρω ιό, συνέχισαν να τον απασχολούν στην επιβίβαση του πλοίου και σε εξωτερικές εργασίες σε αυτό (πλοίο). Επικαλούμενοι τα ανωτέρω, καθώς επίσης και το ότι η έκθεση στον ανωτέρω ιό του θανόντος συζύγου της έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εργασίας του με άμεση ευθύνη της εναγομένης για την εκδήλωση των συμπτωμάτων και την επιδείνωση της υγείας του, καθόσον η πνευμονία που προκλήθηκε από την προσβολή του από τον ανωτέρω ιό, η οποία (προσβολή) θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν η εναγομένη κατέβαλε την επιμέλεια και πρόνοια που όφειλε (σελ. 14 ένδικης αγωγής) και η οποία οδήγησε στο θάνατό του, προκλήθηκε από βίαιο εξωτερικό αίτιο, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, εφόσον η νόσος του επήλθε από απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός και δη έκτακτη επενέργεια εξωτερικού αιτίου που συνιστά αιτία ξένη προς τον οργανισμό του και τη βαθμιαία προοδευτική εξασθένιση και φθορά του, ως εκ της φύσεως και του είδους της εργασίας του και των σύμφυτων προς αυτήν δυσμενών επαγγελματικών όρων, συνδεομένης με την εργασία του ως εκ της εμφάνισής της κατά την εκτέλεση αυτής ή εξ αφορμής αυτής. Κατά την αγωγή, ο θάνατος του συζύγου της έλαβε χώρα καθόν χρόνο ίσχυε η ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας του συζύγου της, διότι η αποναυτολόγησή του λόγω ασθενείας, μετά το θετικό αποτέλεσμα του ανωτέρω ελέγχου, ήταν προσωρινή, σε κάθε περίπτωση, η «λόγω ασθενείας» καταγγελία της ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης έγινε καταχρηστικά υπό της εναγομένης, ως αναλύεται στην ένδικη αγωγή και ως εκ τούτου τυγχάνει άκυρη. Με βάση αυτό το πραγματικό, ισχυρίσθηκε ότι, αυτή ατομικά αλλά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των δύο ανηλίκων τέκνων της, δικαιούται ως αποζημίωση συνολικά το ποσό των ευρώ 155.463,50, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 551/1995, συνιστάμενο στις καθαρές τακτικές αποδοχές του θανόντος συζύγου της για διάστημα πέντε ετών, εκ των οποίων εζήτησε να της επιδικασθεί καταψηφιστικώς το ποσό των 20.000 ευρώ συνολικά και αναγνωριστικώς το υπόλοιπο ποσό των 135.463,60 ευρώ, ποσά τα οποία, δεδομένου ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 551/1915 κατά τις οποίες «Εν περιπτώσει θανάτου του παθόντος, η κατά το άρθρ. 3 περίπτωσις 5 αποζημίωσις περιέρχεται εις τους συγγενείς αυτού ως εξής: 1) Ο επιζών σύζυγος, εάν ο παθών δεν κατέλιπέ τινα των εν τοις επομένοις εδαφίοις οριζομένων συγγενών, λαμβάνει ολόκληρον τηςν αποζημίωσιν. Ο επιζών σύζυγος, συντρέχων μεν μετά κατιόντων, λαμβάνει τα δύο πέμπτα της αποζημιώσεως, των λοιπών τριών πέμπτων διανεμομένων μεταξύ των κατιόντων, κατά τα κατωτέρω περί κατιόντων οριζόμενα συντρέχων δε μετ` ανιόντων, λαμβάνει το ήμισυ της αποζημιώσεως, του ετέρου ημίσεος διανεμομένου μεταξύ των ανιόντων, κατά τα κατωτέρω περί των ανιόντων οριζόμενα συντρέχων δε μετ` αδελφών, λαμβάνει τα τρία πέμπτα, των λοιπών δύο πέμπτων διανεμομένων μεταξύ των αδελφών κατά τα κατωτέρω περί των αδελφών οριζόμενα. Ουδέν δικαίωμα έχει ο μετά το ατύχημα γενόμενος σύζυγος του παθόντος. 2) Το μετά την αφαίρεσιν του μεριδίου του επιζώντος συζύγου ποσόν της αποζημιώσεως ή, μη υπάρχοντος συζύγου, ολόκληρος ή αποζημίωσις περιέρχεται εις τους κατωτέρω οριζομένους συγγενείς του παθόντος: α) Εάν ο παθών κατέλιπε νόμιμα ή ανεγνωρισμένα ή φυσικά, επί γυναικός, τέκνα, ή άλλους κατιόντας, ζώντας εις βάρος αυτού, πάντας δε αγάμους και, προκειμένου περί αρρένων, ηλικίας κατωτέρας των 21 ετών, ή οιασδήποτε ηλικίας κατιόντας, ανικάνους προς εργασίαν, ένεκεν σωματικού ή διανοητικού ελαττώματος, ο ειρηνοδίκης προσδιορίζει δι` αποφάσεώς του, κατά την κρίσιν του, την μερίδα των υπαρχόντων ανικάνων προς εργασίαν, το δε υπόλοιπον διανέμεται εξ ίσου εις πάντας τους λοιπούς. Εις το ήμισυ του ούτως αναλογούντος ποσού της αποζημιώσεως δικαιούνται τα άρρενα τα άγοντα ηλικίαν μεταξύ 18 και 21 ετών και τα άγαμα θήλεα τα υπερβάντα το 21ον έτος της ηλικίας των. Το δε έτερον ήμισυ διανέμεται μεταξύ των λοιπών, προς επαύξησιν της μερίδος των, και, εάν τοιούτοι δεν υπάρχωσι διανέμεται εις τους άλλους, κατά τα κατωτέρω, δικαιουμένους. β) Εάν ο παθών δεν κατέλιπε τους κατά το προηγούμενον εδάφιον δικαιουμένους κατιόντας ή κατέλιπε μόνον τοιούτους δικαιουμένους εις το ήμισυ της αποζημιώσεως, το διαθέσιμον ποσόν της αποζημιώσεως περιέρχεται εις τους απομένοντας και ζώντας εις βάρος του παθόντος ανιόντας. γ) Εάν ο παθών δεν κατέλιπε κατιόντας ή ανιόντας, δικαιουμένους κατά τας προηγουμένας περιπτώσεις α` και β`, κατέλιπεν όμως αδελφούς αγάμους και άγοντας ηλικίαν κατωτέραν μεν των 18 ετών προκειμένου περί αρρένων, κατωτέραν δε των 21 προκειμένου περί θηλέων ή άγοντας οιανδήποτε ηλικίαν, ανικάνους όμως προς εργασίαν, ένεκεν σωματικού ή διανοητικού ελαττώματος, το διαθέσιμον ποσόν της αποζημιώσεως περιέρχεται εις τα πρόσωπα ταύτα, εάν έξων εις βάρος του παθόντος, διανεμόμενον μεταξύ αυτών, κατά τα περί κατιόντων ορισθέντα. δ) Εάν ο παθών δεν κατέλιπεν σύζυγον ή άλλον εκ των ανωτέρω … Μεταξύ των δικαιούχων των προβλεπομένων ανωτέρω υπό μεν του εδαφίου 2α` περιλαμβάνονται και αι κατιούσαι χήραι, υπό δε του εδαφίου 2γ` και αι εν χηρεία τελούσαι αδελφαί», κρίνεται, κατ’ ορθή εκτίμηση της αγωγής ότι, αξιώνει κατά τα δύο πέμπτα για την ίδια ατομικά και κατά το υπόλοιπο ποσό (αφαιρουμένων των δύο πέμπτων) ισομερώς για τα ανήλικα τέκνα της. Επικουρικώς και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της ανωτέρω κύριας βάσης της αγωγής, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι, ο θάνατος του συζύγου της οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και των προστηθέντων αυτής, διότι, αφενός μεν η εναγομένη δια των οργάνων της, κατά παράβαση των γενικών μέτρων ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες και καθορίζονται με τον Ν. 1586/1985 «Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων» οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 32 του οποίου, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα, δεν τήρησε τις προβλέψεις για την προστασία και ασφάλεια του πλοίου και του πληρώματος, στα πλαίσια προληπτικής φροντίδας του πλοίου για την αποτροπή της διάδοσης του ανωτέρω ιού, αλλά εφάρμοζε ελλιπώς τα μέτρα ασφάλειας και δεν συμμορφώνονταν προς τα πρωτόκολλα υγιεινής που είχαν θέσει οι αρμόδιοι φορείς (σελ. 18 και 23 ένδικης αγωγής), αφ’ ετέρου δε, οι προστηθέντες αυτής ναυτολογημένοι στο ίδιο πλοίο ιεραρχικώς προϊστάμενοι του συζύγου της και ιδίως ο υπηρετών κατ’ εκείνο το χρόνο Πλοίαρχος αυτού (πλοίου), κατά παράβαση του άρθρου 10 του ΒΔ 683/1960, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, «περί Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων» και όχι του επικαλούμενου με την αγωγή άρθρου 10 του ΒΔ 806/1970 «περί Κανονισμού περί εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω», δεδομένου ότι το ένδικο πλοίο, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή εκτελούσε δρομολόγια μεταφοράς επιβατών και εν προκειμένω δεν επρόκειτο για φορτηγό πλοίο, αμφότερες δε οι διατάξεις του άρθρου 10 των ανωτέρω ΒΔ (683/1960 και 806/1970) ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις του Πλοιάρχου του πλοίου σε περίπτωση που λάβει γνώση ασθένεια ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων, αν και έλαβαν γνώση των συμπτωμάτων προσβολής του ήδη θανόντος συζύγου της από τον ανωτέρω ιό, προέβησαν στις αναφερόμενες στην αγωγή παραλείψεις, συνιστάμενες σε αυτές που η ενάγουσα ανέφερε στα πλαίσια της κύριας βάσης της αγωγής. Ότι, συνεπεία του θανάτου του συζύγου της, αυτή ατομικά αλλά και τα ανήλικα τέκνα της, για λογαριασμό των οποίων ασκεί την ένδικη αγωγή, τέκνα του αποβιώσαντος συζύγου της, υπέστησαν ψυχική οδύνη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να τους επιδικασθεί αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 300.000 στην ίδια και το ποσό των ευρώ 200.000 για έκαστο των ανηλίκων τέκνων της. Τέλος, ισχυρίσθηκε ότι, ο θανών σύζυγός της και πατέρας των ανηλίκων τέκνων της ……………., ηλικίας κατά το χρόνο θανάτου του πατρός του επτά ετών και ……………, ηλικίας κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου της τεσσάρων ετών, ήταν κατά το χρόνο θανάτου του 42 ετών, κατοικούσε με την ενάγουσα και τα ανήλικα τέκνα τους, από την εργασία του δε ως θαλαμηπόλου, απεκόμιζε μηνιαίως το καθαρό ποσό των ευρώ 2.591,06 ως αμοιβή, με το οποίο κάλυπτε τις ατομικές αλλά και οικογενειακές δαπάνες διαβίωσης, ενώ για τις ανάγκες διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους, τα οποία δεν διαθέτουν περιουσία, δαπανούσε το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως. Ότι το ποσό αυτό, με βεβαιότητα θα εξακολουθούσε να καταβάλει σε αυτά (ανήλικα τέκνα του) μέχρι τη συμπλήρωση του 23ου έτους της ηλικίας τους (χρόνο ολοκλήρωσης των σπουδών τους). Συνεπεία τούτου, τα ανήλικα τέκνα του θανόντος, νομίμως εκπροσωπούμενα από τη μητέρα τους ενάγουσα, ως μόνης ασκούσας τη γονική μέριμνα αυτών, ζητούν με την υπό κρίση αγωγή την επιδίκαση ο μεν υιός του θανόντος του συνολικού ποσού των ευρώ 75.600 εφάπαξ, ήτοι 450 ευρώ μηνιαίως επί δώδεκα μήνες επί δέκα τέσσερα έτη και η θυγατέρα του θανόντος την επιδίκαση του συνολικού ποσού των ευρώ 91.800, εφάπαξ, ήτοι 450 ευρώ μηνιαίως επί δώδεκα μήνες επί δέκα επτά έτη, εκ των οποίων ποσών, καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 10.000 για έκαστο των ανηλίκων και το υπόλοιπο ποσό (65.600 ευρώ και 81.800 ευρώ, αντίστοιχα) αναγνωριστικώς. Επιπλέον με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εζήτησε τα ανωτέρω ποσά να της επιδικασθούν νομιμοτόκως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 346, 361, 648, 662, 914, 928, 930 εδ.β, 932, 1461 εδ.α, 1463 εδ.β, 1485, 1486, 1488, 1493, 1510 ΑΚ, 1, 2, 3, 16 του Ν. 551/1915, 68, 70, 176, 907 ΚΠολΔ, ακολούθως απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της, ως προς αμφότερες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική), διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του εργατικού ατυχήματος, αλλά ούτε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων και προστηθέντων της εναγομένης, αφού η μετάδοση του ιού covid-19 στον σύζυγο της ενάγουσας ……., έλαβε χώρα πράγματι, κατά τη διάρκεια που αυτός βρισκόταν στο πλοίο της εναγομένης, παρέχοντας την εργασία του, πλην όμως δεν απεδείχθη ότι αυτή (εναγομένη) παραβίασε διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας, επιπλέον δε, διότι ο πλοίαρχος και άλλοι αρμόδιοι ανώτεροι αξιωματικοί, προστηθέντες της εναγομένης, δεν έλαβαν γνώση των συμπτωμάτων και της κατάστασης της υγείας του θανόντος συζύγου της ενάγουσας, καθόσον, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, δεν γνωστοποίησε τα συμπτώματα που εμφάνιζε, ώστε, με βάση αυτή την πληροφόρηση, να αξιολογήσει ο πλοίαρχος την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως, αλλά ούτε απευθύνθηκε στον ιατρό του πλοίου. Τέλος, κρίνοντας ότι υπήρχε εύλογη αμφιβολία στο πρόσωπο της εναγομένης ως προς την έκβαση της δίκης, προέβη σε μερικό συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων και επέβαλε μέρος αυτών και δη το ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ σε βάρος της ενάγουσας. Ήδη η ενάγουσα, ως έχουσα έννομο συμφέρον εκ του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 551/1915 αλλά και του άρθρου 914 ΑΚ, σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ελλιπή, λανθασμένη και αντιφατική αιτιολογία.
[ΙΙΙ]. Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ` άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε σε ναυτικό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 1424/2015). Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου (ΑΚ 662), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζόμενου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1690/2013, ΑΠ1401/2013). Στην τελευταία περίπτωση, επομένως, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζόμενου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και, συνακόλουθα, εργατικό ατύχημα με την παραπάνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεώς του [ΑΠ 981/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ιδίου Νόμου (Ν. 551/1915), προκύπτει ότι, ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν αυτό έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, κατ` άρθρο 3 του εν λόγω Ν. 551/1915. Τέτοιες δε διατάξεις είναι εκείνες που ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Τέτοιες δε τυγχάνουν και οι διατάξεις του άρθρου 32 του Ν. 1586/1985 και οι διατάξεις του άρθρου 10 του ΒΔ 683/1960 [ΑΠ 1000/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα να επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει το δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ` αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 και 929 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση. Οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές (κοινού δικαίου ή του Ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1000/2018 ο.π.). Τα αμέσως ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου, για τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενικά του πρόσωπα, σε περίπτωση αξίωσης υπ’ αυτών της πλήρους αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου [2014/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Πράγματι, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενικά του πρόσωπα, δικαιούνται να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν ή όταν επήλθε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών. Στην τελευταία περίπτωση οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να προβλέπουν ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή να προσδιορίζουν τους όρους αυτούς, μνημονεύοντας και συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξη τους και δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την γενική υποχρέωση πρόνοιας (αρθρ.662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (Ολ.ΑΠ 26/1995). Σε κάθε, περίπτωση, εν τούτοις, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 του ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 NoB 35.891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45.716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ΒΔ 683/1960 υπό του τίτλου «Ασθένειαι Ατυχήματα» «1. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ώστε να παρασχεθή αμελλητί εις τον πάσχοντα υπό της υγειονομικής υπηρεσίας, ή ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψις, εν ελλείψει δε υγειονομικής υπηρεσίας να παρασχεθώσι αμελλητί αι πρώται βοήθειαι αιτούμενος προς τούτον οδηγίας διά του ασυρμάτου. 2. Εν περιπτώσει βαρείας ή παρατεινομένης ασθενείας οφείλει εν συνεννοήσει μετά του ιατρού, εφ` όσον είναι δυνατόν να καταπλεύση εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συννενοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής ή εν ελλείψει ταύτης μετά της επιτοπίου Αρχής και Υγειονομικής τοιαύτης, διά την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν, εάν δε πρόκειται περί μέλους του πληρώματος δέον να έλθη εις επαφήν και μετά του αντιπροσώπου του πλοίου διά την παροχήν αυτώ των μέσων νοσηλείας, συντηρήσεως μετά την εκ του νοσοκομείου ή κλινικής έξοδον και παλιννοστήσεως κατά τας σχετικάς διατάξεις. 3. Ιδιαίτερα όλως προσοχή καταβάλλεται εάν υπάρχη υπόνοια ή σύμπτωμα μεταδοτικής, επιδημικής ή λοιμώδους νόσου διά την απομόνωσιν του ασθενούς διά την απολύμανσιν των ενδιαιτημάτων, σκευών και ειδών κατακλίσεως, άτινα ούτος εχρησιμοποίησε και εν γένει δια την αυστηράν τήρησιν των υγειονομικών διατάξεων και των διαταγών των αρμοδίων αρχών. 4. Καταχωρεί εν τω ημερολογίω του πλοίου έκθεσιν περί παντός ατυχήματος ή ασθενείας επιβαίνοντος μετά προηγουμένην βεβαίωσιν αυτού κατά τας σχετικάς διατάξεις. 5. Ο Πλοίαρχος οφείλει να ζητήση παρά της Λιμενικής ή Προξενικής Αρχής την παρεμπόδοσιν της επιβιβάσεως προσώπων πασχόντων εκ λοιμωδών νόσων. Ωσαύτως δε και δυνοπαθών, τυφλών, παραλύτων, ανηλίκων κάτω των 4 ετών ή άλλων προσώπων εχόντων ανάγκην αμέσου προστασίας εφ` όσον ταύτα δεν συνοδεύονται υπό συγγενών, οικείων ή νοσοκόμου.». Με την τελευταία διάταξη, θεσμοθετούνται ειδικοί κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων παρέχει σ` εκείνον που έγινε ανίκανος προς εργασία από ατύχημα που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, στα κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημιώσεως [πρβλ. ΑΠ 1000/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Η λήψη εν τούτοις, καθενός συγκεκριμένου, των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 10 του ανωτέρω ΒΔ, μέτρων, εξαρτάται από την προηγουμένη διάγνωση της καταστάσεως του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν περιλαμβάνεται βέβαια στις υποχρεώσεις του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο (και μάλιστα από τα δυσχερέστερα) των ειδικών ιατρών. Εκείνο όμως που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος είναι να διακρίνει ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση ή αν επιβάλλεται να ζητήσει προς αντιμετώπιση αυτής ιατρική συνδρομή, προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από την παρ. 1 και 2 ενέργειες ή αν πρόκειται για βαρεία ασθένεια να προβεί και στις καθοριζόμενες από την παρ.3 του άρθρου αυτού ενέργειες (ΑΠ 1000/2018 , AΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 928 ΑΚ «Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει τα νοσήλια και τα έξοδα της κηδείας σ` εκείνον που κατά το νόμο βαρύνεται με αυτά. Έχει επίσης την υποχρέωση να αποζημιώσει εκείνον που κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών.» Με το εδ. β της ανωτέρω διατάξεως, κατ` εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δεν αποκαθίσταται η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος, επί θανατώσεως προσώπου, υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και έναντι τρίτου, ο οποίος κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή και στερήθηκε εξαιτίας του θανάτου του το δικαίωμα αυτό. Η αξίωση που απορρέει από την ως άνω διάταξη είναι γνήσια αξίωση αποζημιώσεως και όχι διατροφής και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο διατροφής στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος για να τον διατρέφει [ΑΠ 652/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486 εδ. β`, 1489 εδ. β`και 1493 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι, η υποχρέωση των γονέων για διατροφή του τέκνου τους δεν διαρκεί μόνο μέχρι την ενηλικίωση του, αλλ` αυτοί (γονείς) υποχρεούνται να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους, αν αυτό δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του (ΕφΑθ 4299/1993 ΕλλΔνη 35.51). Ειδικότερα, ανίκανο να διαθρέψει τον εαυτό του, μετά την ενηλικίωσή του, θεωρείται το τέκνο αν πάσχει από σωματική ή ψυχική ανικανότητα, εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί να βρει εργασία κατάλληλη για την ηλικία του. Αν ο ενήλικος επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στην τριτοβάθμια ή την επαγγελματική εκπαίδευση (συνήθως δε η ενηλικότητα συμπίπτει με το τέλος της δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως), τότε δικαιούται διατροφής από τα πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 1485 του ΑΚ αν δεν έχει περιουσία, στην περίπτωση όμως αυτή συνεκτιμώνται οι μέχρι τώρα σπουδές του ενηλίκου τέκνου σε σχέση με τη δυνατότητα του να εργαστεί. Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστού συνήθους συνεπάγεται ότι αυτό δεν είναι σε θέση ν` ασκήσει παραλλήλως οιονδήποτε επάγγελμα ή εργασία, χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς αντιμετωπίσεως των σπουδών του (ΕφΑθ 3689/1985 ΕλλΔνη 26.1169). Στην περίπτωση αυτή το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται, όχι πλέον από την κοινωνική θέση του δικαιούχου, αλλά με βάση τις ανάγκες αυτού, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του (ΑΠ 1838/1984 ΝοΒ 33.1139). Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του, προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κατά μήνα, εκτός αν το Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι, ορίσει την καταβολή κατ’ άλλο τρόπο (αρθρ. 930 παρ. 1 ΑΚ). Η διατροφή αυτή του τέκνου βαρύνει αμφότερους τους γονείς, πάντως όχι κατ` ίσο μέρος, αλλά αναλόγως προς τις δυνάμεις εκάστου (ΕφΑθ 5821/1987 ΕλλΔνη 29. 1411). Αντιθέτως, για μελλοντικά έξοδα σπουδών (λ.χ. για την περίπτωση επιτυχίας σε ανωτάτη σχολή) δεν μπορεί να ζητηθεί διατροφή, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιτυχία του είναι προσδοκώμενη (ΕφΑθ 8200/1984 Αρμ 39.218). Πάντως, ο ενήλικος που ισχυρίζεται ότι είναι ανίκανος για εργασία οφείλει να το αποδείξει, αν αμφισβητηθεί η ανικανότητα του από τον εναγόμενο (Ανδρουλιδάκη, εις Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας VII, Οικογενειακό Δίκαιο στο άρθρο 1487, αριθμ. 31, 34). Τέλος, σημειώνεται ότι, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του ενηλίκου τέκνου, με την οποία ζητά την αποκατάσταση της ζημίας του από τη στέρηση του δικαιώματος του διατροφής, πρέπει να εκτίθενται σαφώς όλα τα ανωτέρω, επιπροσθέτως δε η ύπαρξη της συγγενικής σχέσεως του θανόντος και του δικαιούχου, το γεγονός της θανατώσεως του γονέα και ο πιθανός χρόνος ζωής του. Αντιθέτως, δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής να γίνεται αποτίμηση της συνεισφοράς που θα παρεχόταν από τον καθένα γονέα για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, αφού ο ανωτέρω ισχυρισμός μπορεί να θεμελιώσει καταλυτικό της αξιώσεως ισχυρισμό του εναγομένου στη δίκη περί αποζημιώσεως για στέρηση διατροφής (ΑΠ 1752/1987 ΝοΒ 36.1635), εκτιθέμενος υπό επαρκή περιστατικά (αρθρ. 262 ΚΠολ Δ).
Υπό τα ανωτέρω επομένως εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη αγωγή, τυγχάνει νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 6, 16 του Ν. 551/1915, 914, 928, 297, 298, 299, 932, 340, 345, 346 ΑΚ, 70, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος επιδίκασης διατροφής για τα ανήλικα τέκνα του θανόντος για τον μετά την ενηλικίωση αυτών χρόνο, δεδομένου ότι για το μετά την ενηλικίωση τους χρονικό διάστημα η αγωγή ασκείται προώρως, αφού πρόκειται για μελλοντικά έξοδα σπουδών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιτυχία τους είναι προσδοκώμενη. Έσφαλε, επομένως η εκκαλουμένη απόφαση η οποία έκρινε σιωπηρά ως παραδεκτή κατά τούτο την ένδικη αγωγή, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως προώρως ασκηθείσα. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για την επί της ουσίας απόρριψη της ένδικης αγωγής, να γίνει δεκτή αυτή κατά τούτο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) πρέπει να απορρίψει την ένδικη αγωγή, καθό μέρος ζητείται η επιδίκαση διατροφής για τα ανήλικα τέκνα του θανόντος για τον μετά την ενηλικίωση αυτών χρόνο, ως προώρως ασκηθείσα και δη ως απαράδεκτη.
[IV] Από την ένορκη, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας και περιέχεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ……., αδελφής της ενάγουσας, την υπ’ αριθμ. ……../5-10-2022 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., με την επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (σχετικά υπ’ αριθμ. ………/30-9-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), της ενόρκως βεβαιούσας ………, τις υπ’ αριθμ. ……./16-9-2022 και ……./20-9-2022 ένορκες βεβαιώσεις, των ενόρκως βεβαιούντων …….. και ………., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (σχετικά υπ’ αριθμ. …/12-9-2022 και …./15-9-2022 αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ………. προς την πληρεξούσια δικηγόρο της ενάγουσας ως εκ του νόμου αντικλήτου, ως υπογράφουσα την αγωγή), τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρ. 336 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του ήδη αποβιώσαντος την 19.5.2021, συζύγου της ενάγουσας ……. και πατέρα των τέκνων αυτής …….. και ………., ο ………… ναυτολογήθηκε την 2.4.2021, με την ειδικότητα του Θαλαμηπόλου στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «BC», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας «……….». Προ της επιβίβασής του στο ανωτέρω πλοίο υπεβλήθη σε μοριακό τεστ ανίχνευσης του ιού, όπως όριζαν τα πρωτόκολλα ασφαλείας του Ε.Ο.Δ.Υ. για την πρόληψη εξάπλωσης της νόσου Covid-19, όπως αναφέρεται στην αγωγή και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης. Το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς, Καβάλα, Θεσσαλονίκη. Σε εκτέλεση του εν λόγω δρομολογίου την 30.4.2021 ημέρα Μεγάλη Παρασκευή, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά, προς εκτέλεση του ανωτέρω τακτικού του δρομολογίου. Την επομένη ημέρα (1.5.2021 ημέρα Μεγάλου Σαββάτου), όπως η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της, ο σύζυγός της την ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι ένιωθε κόπωση, ρίγος και είχε συχνές κενώσεις. Επίσης, κατά την αγωγή, ο ίδιος απέδιδε την εν λόγω αδιαθεσία του στην κόπωση από την εργασία του. Απεδείχθη επίσης ότι, την επομένη ημέρα Κυριακής του Πάσχα, όπως περί τούτου κατέθεσε η με επιμέλεια της ενάγουσας, εξετασθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας αυτής και αδελφή της …………., η κατάθεση της οποίας περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, το πλοίο με την άφιξή του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, παρέμεινε σε αυτό έως το βράδυ της ίδιας ημέρας, οπότε απέπλευσε με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Όπως κατέθεσε ο εξετασθείς με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρας ……….., ο οποίος κατά τον ίδιο χρόνο ήταν ναυτολογημένος στο ανωτέρω πλοίο ως Επίκουρος, ο σύζυγος της ενάγουσας …….. την ημέρα αυτή (2.5.2021) του γνωστοποίησε ότι δεν ένιωθε καλά. Ο εν λόγω μάρτυρας (………), όπως ομοίως ο ίδιος κατέθεσε, προσεφέρθη να εκτελέσει αυτός τη νυχτερινή βάρδια του συζύγου της ενάγουσας ……………, στη ρεσεψιόν του πλοίου, την οποία και πράγματι εκτέλεσε, προκειμένου αυτός (………..) να ξεκουρασθεί. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, την επομένη ημέρα (Δευτέρα του Πάσχα) ο ………., εκτέλεσε κανονικά τη βάρδιά του. Μάλιστα, ως προς την κατάσταση της υγείας του, ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε, κατ’ ακριβή διατύπωση της ένορκης βεβαίωσής του «Τη Δευτέρα του Πάσχα (03.05.2021) ο ……… δεν είχε πρόβλημα και έκανε κανονικά τη βάρδιά του…». Την 4.5.2021, ημέρα Τρίτη, το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά και ο σύζυγος της ενάγουσας, ……….., αποβιβάσθηκε από το πλοίο και μετέβη στην οικία του, προκειμένου να παραλάβει καθαρό ρουχισμό. Μάλιστα, η εξετασθείσα με επιμέλεια της ενάγουσας ανωτέρω μάρτυρας, κατέθεσε ότι ο σύζυγος της ενάγουσας ήταν καταβεβλημένος και δεν επιθυμούσε να έρθει σε επαφή με τη σύζυγό του, φοβούμενος την περίπτωση να έχει προσβληθεί από τον κορωνοϊό COVID-19. Χαρακτηριστικά η εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε «… επιστρέψανε στον Πειραιά την τέταρτη μέρα, την Τρίτη. Ήρθε στο σπίτι γρήγορα, μας είπε ότι, μην κατεβαίνετε. Απλά δώστε μου τα ρούχα, γιατί πρέπει να επιστρέψω στην εργασία μου γιατί θα έχουμε πάλι επιβίβαση και θα πρέπει να φύγω. Του κατέβασα εγώ τα ρούχα γιατί φοβόταν για την αδελφή μου, να ανέβει. Γιατί μου λέει δεν γνωρίζω κάτι, αν έχω κάτι ακόμα. Γιατί λέει σήμερα θα (ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟ) το rapid -test. Κάθε Τρίτη τους κάνανε, 13.30 – 14.00 και εκεί θα φανεί αν έχω κάτι όντως ή όντως είμαι απλά, έχω πάθει κάποια δηλητηρίαση …». Ο ………… ακολούθως επιβιβάσθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο και πράγματι, υπεβλήθη σε rapid – test ενόψει του ότι η εναγομένη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 46 του Ν. 4790/2021 και του άρθρου 2 της με αριθμό Δ1α/ΓΠ.οικ.26389/24.4.2021 Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών – Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων – Υγείας – Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – Επικρατείας «Εφαρμογή του υποχρεωτικού μέτρου του διαγνωστικού ελέγχου νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19 σε ναυτικούς – μέλη πληρώματος πλοίων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών και εμπορευμάτων» σύμφωνα με την οποία, υπό του τίτλου «Υποχρεωτική διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19 -Χρόνος διενέργειας του διαγνωστικού ελέγχου» «1. Ο διαγνωστικός έλεγχος νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρούσας, είναι υποχρεωτικός για τους ναυτικούς του άρθρου 1, προκειμένου να παρέχουν την εργασία τους στο συμφωνημένο στην ατομική τους σύμβαση εργασίας πλοίο. 2. Ο διαγνωστικός έλεγχος νόσησης διενεργείται υποχρεωτικά μία (1) φορά την εβδομάδα, και έχει ισχύ για επτά (7) ημέρες από την ημέρα διενέργειάς του. Σε περίπτωση που ο/η ναυτικός καλείται να παραστεί εκτάκτως στο πλοίο που πρόκειται να ναυτολογηθεί, ο διαγνωστικός έλεγχος νόσησης δύναται να διενεργείται και αυθημερόν.» διενεργούσε, κάθε ημέρα Τρίτη σε όλο το πλήρωμα σχετικό έλεγχο, εφόσον αποτελούσαν μέλη πληρώματος πλοίων που δραστηριοποιούνται και εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών εντός της ελληνικής επικράτειας (άρθρο 1 ανωτέρω ΥΑ). Κατά τις εγγραφές του αποσπάσματος του Ημερολογίου Γέφυρας του ανωτέρω πλοίου, η διαδικασία του εν λόγω ελέγχου ξεκίνησε ώρα 13.00 και ολοκληρώθηκε ώρα 14.20. Το αποτέλεσμα του εν λόγω ελέγχου ήταν θετικό για τον σύζυγο της ενάγουσας, όπως θετικό ήταν και για τους εξετασθέντες με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρες ………….., ο οποίος υπηρετούσε στο ανωτέρω πλοίο ως Οικονομικός Προϊστάμενος και ………… Αντίθετα, τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος δεν απεδείχθη ότι είχαν θετικό αποτέλεσμα στον ανωτέρω έλεγχο. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, οι ανωτέρω υπεβλήθησαν από το ίδιο διαγνωστικό εργαστήριο και σε μοριακό έλεγχο προς επιβεβαίωση του αποτελέσματος του rapid – test, τα αποτελέσματα του οποίου θα γνωστοποιούντο την επομένη ημέρα. Όπως αποδεικνύεται από τις ένορκες βεβαιώσεις των εξετασθέντων με επιμέλεια της εναγομένης μαρτύρων, αλλά και από το αντίγραφο του Ημερολογίου γέφυρας του πλοίου που προσκομίζεται από την εναγομένη και το οποίο φέρει θεώρηση από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά με ημερομηνία 4.5.2021, ο Πλοίαρχος του πλοίου, έδωσε εντολή στους ανωτέρω ανευρεθέντες με θετικό αποτέλεσμα, να απομονωθούν άμεσα στην καμπίνα τους και πράγματι απομονώθηκαν στις καμπίνες με αριθμό ……………. έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία απόλυσής τους. Παράλληλα, έγινε διερεύνηση των στενών επαφών και ανευρέθησαν οι …… και ….. οι οποίοι απομονώθηκαν ομοίως στις καμπίνες τους (………..). Την ίδια ημέρα, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο γέφυρας, ενημερώθηκε και το ΕΟΔΔΥ. Ακολούθως, με την ολοκλήρωση των απαραιτήτων διαδικασιών αποναυτολόγησης των ανωτέρω νοσούντων, άπαντες οι ανωτέρω αποναυτολογήθηκαν αυθημερόν «λόγω ασθενείας», κατά τις προβλέψεις της παραγράφου 5 του άρθρου 5 της ίδιας ως άνω ΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.26389/24.4.2021, σύμφωνα με τις οποίες «5. Εάν το αποτέλεσμα του αυτοδιαγνωστικού ελέγχου (self test) είναι θετικό, εκδίδεται από την πλατφόρμα δήλωση του θετικού αποτελέσματος, την οποία οι ναυτικοί εκτυπώνουν ή φέρουν σε ηλεκτρονική μορφή. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, ο ναυτικός μεταβαίνει εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών για δωρεάν επαναληπτικό έλεγχο (rapid test ή PCR test) σε δημόσια δομή, όπως αυτές είναι αναρτημένες στην πλατφόρμα self-testing.gov.gr της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr – ΕΨΠ), ή σε ιδιωτική δομή της επιλογής τους με επιβάρυνση είτε του πλοιοκτήτη/ εφοπλιστή/διαχειριστή, είτε δική τους. Μέχρι την ολοκλήρωση της κλινικής εκτίμησης και της αξιολόγησης των ευρημάτων, οι διαγνωσθέντες θετικοί ναυτικοί και οι οικείοι τους, παραμένουν σε κατ’ οίκον περιορισμό, ακολουθώντας τις οδηγίες του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (Ε.Ο.Δ.Υ.).» αλλά και τη με αριθμό πρωτ. …………./02.04.2019 Διαταγή του Υ.ΝΑ.Ν.Π./Α.Λ.Σ. – Ελ.Ακτ./Δ.Ν.ΕΡ. 1ο-2ο ). Οι αιτιάσεις της ενάγουσας, που περιέχονται στον πρώτο λόγο έφεσης ότι ο σύζυγός της συνέχισε να εργάζεται επί του πλοίου και μετά τη διάγνωσή του ως θετικού στον ανωτέρω ιό, δεν αποδεικνύονται. Πράγματι, η εξετασθείσα με επιμέλεια της ενάγουσας μάρτυρας, κατέθεσε ότι ο σύζυγος της ενάγουσας συνέχισε να εργάζεται και μετά την ανωτέρω διάγνωση, πλην όμως η εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν παρούσα στο ανωτέρω, πλοίο. Αντίθετα, πλην των εγγραφών στο ημερολόγιο γέφυρας, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, που αμφότεροι ευρέθησαν θετικοί στον ανωτέρω ιό, αποδεικνύεται ότι, αμέσως μετά τη διάγνωση των ανωτέρω μελών του πληρώματος θετικών στο rapid – test, απομονώθηκαν στις καμπίνες τους. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο σύζυγος της ενάγουσας μετέβη στην οικία του το απόγευμα της εν λόγω ημέρας (4.5.2021), μετά την αποναυτολόγησή του και παρέμεινε σε αυτή έως την 7.5.2021, οπότε, κατόπιν συστάσεως του ιατρού του, μετέβη στο ΓΝ Ν. Ιωνίας «Κωνσταντοπούλειο – Πατησίων». Κατά την εισαγωγή του στο ανωτέρω νοσοκομείο, ο ίδιος εδήλωσε, όπως προκύπτει από το άνευ ημερομηνίας και υπογραφής ενημερωτικό σημείωμα ασθενούς του ως άνω Νοσοκομείου που προσκομίζει η ενάγουσα, ότι εμφάνιζε πυρετό μέγιστης θερμοκρασίας 38,2°C από 3ημέρου, ήτοι από την 4-5-2021. Επίσης, από τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου του που προσκομίζονται, προκύπτει ότι, κατά την εισαγωγή του στο εν λόγω νοσοκομείο, η κλινική του εικόνα είχε ως εξής: “θερμοκρασία: 38,5°C, Sp02: 91%, HR: 107 bpm, ΑΠ: 140/80, Παρούσα Νόσος και Παρελθόν Ιστορικό: ΑΙΑ: φ”, ενώ από την αντικειμενική εξέτασή του κατά συστήματα διαπιστώθηκαν τα εξής: “Αναπνευστικό: διάχυτοι τρίζοντες άμφω ιδίως ΔΕ – Καρδιαγγιακό: S1-S2 ρυθμικοί ευκρινείς (ταχείς) – Πεπτικό: Κοιλία ΜΕΑ, Εντερικοί ήχοι: παρόντες – Νευρικό: ΑΝΕ κφ” και νοσηλεύθηκε για περαιτέρω αντιμετώπιση και παρακολούθηση. Αφού υποβλήθηκε σε ειδικότερες εξετάσεις και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, ετέθη ρινική κάνουλα οξυγόνου 3 λίτρων. Τις επόμενες ημέρες εμφάνισε ταχεία επιδείνωση, με ανάγκη για αποθεματικό ασκό. Την 11-5-2021, διαπιστώθηκε αποκορεσμός του ασθενούς και διασωληνώθηκε, ενώ επιδεινώθηκε η ακτινολογική του εικόνα σε σύγκριση με αυτή της 7-5-2021 και εμφάνισε σταδιακή αερομετρική επιδείνωση. Την επομένη ημέρα, 12-5-2021, εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) του ως άνω Νοσοκομείου και τέθηκε σε οξυγονοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή. Κατά την 1η, 2η, 3η 4η, 5η και 6η ημέρα νοσηλείας στη Μ.Ε.Θ., ήτοι στις 12, 13, 14, 15, 16 και 17/5/5021, ο ασθενής ήταν σε καταστολή, απύρετος υπό φαρμακευτική αγωγή, αιμοδυναμικά σταθερός, με διεντερική σίτιση και καλή διούρηση. Το απόγευμα της 17/5 εμφάνισε επιδείνωση της αναπνευστικής ανεπάρκειας, διαταραχές οξυγόνωσης και αερισμού και πυρετό που δεν υποχωρούσε. Το πρωί της 18/5, ευρισκόμενος υπό διπλή καταστολή και μυοχάλαση, διαπιστώθηκε η βαριά κλινική του κατάσταση. Πρωινές ώρες της 19-5-2021 υπεβλήθη σε επείγουσα λαρυγγοσκόπησή, παρουσίασε αιφνίδια κατάρρευση με βαριά υπόταση, υποξυγοναιμία και μετέπεσε σε ασυστολία. Έγινε έναρξη καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ), συνολικά έξι κύκλων με αδρεναλίνη και θωρακικές συμπιέσεις, χωρίς να επανέλθει, ενώ παρουσίασε αθρόα εκροή αίματος από τον τραχειοσωλήνα. Μετά από προσπάθειες αναζωογόνησης επί μία ώρα και είκοσι δύο λεπτά ο ασθενής απεβίωσε ώρα 9:22 π.μ. Με βάση το προσκομιζόμενο Εξιτήριο, που υπογράφει ο ιατρός της κλινικής Μονάδας Εμφραγμάτων του ως άνω Νοσοκομείου, …………, ο σύζυγος της ενάγουσας απεβίωσε την 19-5-2021, σε ηλικία 42 ετών, από πνευμονία από κορονοϊό, κυψελιδική αιμορραγία, καταπληξία και πολυοργανική ανεπάρκεια. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, περιοδικά, κατά την επίδικη περίοδο, εξεδίδοντο Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις ενόψει του κορωνοϊού COVID-19, με εγγύτερη χρονικά στο ένδικο συμβάν τη με αριθμό ΔΙα/Γ.Π.οικ. ……./2021 (ΦΕΚ 1682/Β/24-4-2021) «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Μ. Δευτέρα, 26 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 3 Μαΐου 2021 και ώρα 6:00.», η οποία αφορούσε το χρονικό διάστημα από 26.4.202 έως 3.5.2021. Ειδικότερα, με το άρθρο 3 της εν λόγω ΚΥΑ, «για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίσταντο στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19», κατά την ακριβή διατύπωση της παραγράφου 1 αυτής, είχε επιβληθεί ως μέτρο πρόληψης ο περιορισμός της κυκλοφορίας των πολιτών σε όλη την επικράτεια και της κυκλοφορίας των πλοίων με την παρ.1 του άρθρου 5, πλην της κυκλοφορίας πλοίων και σκαφών προς τον σκοπό μεταφοράς επιβατών δια θαλάσσης για τους λόγους των περ. α), γ), στ), ζ), ι), ια), ιε) και ιζ) της παρ. 2 του άρθρου 3. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, πράγματι, ο σύζυγος της ενάγουσας, εξετέθη και προσεβλήθη από τον ανωτέρω ιό, καθόν χρόνο ήταν ναυτολογημένος στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο εν τούτοις, επιτρεπτώς, κατά τα αμέσως ανωτέρω, εκτελούσε τακτικά δρομολόγια για μεταφορά επιβατών εντός Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω δρομολογίων, δεν αποδείχθηκε, ως η ενάγουσα ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι, η προσβολή του ήδη θανόντος συζύγου της ενάγουσας από τον ανωτέρω ιό, ήταν αποτέλεσμα παραβίασης μέτρων πρόληψης και προστασίας αυτού ως εργαζομένου, υπό της εναγομένης. Παρά τις αόριστες αναφορές στην αγωγή της ότι η προσβολή του συζύγου της από τον ανωτέρω ιό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης της επιμέλειας και πρόνοιας που όφειλε να επιδείξει η εναγομένη ως εργοδότρια αυτού, η ενάγουσα δεν προσεκόμισε αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η εναγομένη δεν τηρούσε τα ισχύοντα, κατά τον επίδικο χρόνο, μέτρα πρόληψης από αυτόν (ιό). Ως μόνη απόδειξη προς υποστήριξη του ισχυρισμού της αυτού, η ενάγουσα επικαλείται την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσας υπ’ αυτής μάρτυρος και αδελφής της η οποία, στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, κατάθεσή της, έκανε λόγω για υπεράριθμους επιβάτες, χωρίς μάλιστα η ενάγουσα στην αγωγή της να αναφέρει ότι πράγματι, κατά την επίδικη περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος του ανωτέρω πλοίο, σε αυτό επέβαιναν επιβάτες πλέον του επιτρεπομένου αριθμού, καταθέτοντας σχετικά «-Ρώτησα ότι, δεν πιστεύω να έχετε πολύ κόσμο, λόγω κορονοϊού και μου είπε ότι είμαστε και υπερ. Περισσότεροι – Υπερπλήρεις – Υπεράριθμοι…». Εν τούτοις, η κατάθεση αυτή δεν κρίνεται πειστική, αφενός μεν διότι η εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν παρούσα στο ανωτέρω πλοίο, αφ’ ετέρου δε, διότι ήδη από την 26.4.2021 (Μ. Δευτέρα) και ώρα 06.00, υπήρχαν περιορισμοί στην κυκλοφορία των πολιτών σε όλη την επικράτεια, η δε κυκλοφορία με πλοίο επιτρέπονται απολύτως περιορισμένα, όπως αναλύεται αμέσως ανωτέρω, δίχως να προκύπτει ότι η εναγομένη κατά παράβαση των περιορισμών κυκλοφορίας δέχθηκε και μετέφερε πρόσωπα επιπλέον των οριζομένων με την ανωτέρω Υπουργική απόφαση. Εξάλλου, δεν απεδείχθη ότι η εναγομένη, δια των προστηθέντων της, δεν τηρούσε τα υγειονομικά πρωτόκολλα της εποχής. Με δεδομένο ότι, λόγω της διασποράς του ανωτέρω ιού, η οποία επέβαλε μάλιστα, για την μείωση του κινδύνου διασποράς του και κατά τον επίδικο χρόνο, τη λήψη μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών σε όλη την επικράτεια, καθώς επίσης κυκλοφορία των πλοίων και σκαφών, προς τον σκοπό μεταφοράς επιβατών δια θαλάσσης, για συγκεκριμένους λόγους και δη για τους λόγους των περ. α), γ), στ), ζ), ι), ια), ιε) και ιζ) της παρ. 2 του άρθρου 3 της ανωτέρω ΚΥΑ, το εκτός πλοίου περιβάλλον, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ασφαλέστερο για τον ναυτολογημένο στο ανωτέρω πλοίο σύζυγο της ενάγουσας, έναντι του εντός του πλοίου τοιούτου. Επιπροσθέτως, η επαφή με το επιβατηγό κοινό, ενόψει του ότι τα μέλη που υπηρετούσαν στο ανωτέρω πλοίο ως πλήρωμα, προ της ναυτολόγησής του υποβάλλονταν σε σχετικό διαγνωστικό έλεγχο, καθιστούσαν πράγματι δυσμενές το περιβάλλον εργασίας του συζύγου της ενάγουσας. Εν τούτοις, οι συνθήκες εργασίας του δεν κατέστησαν εκτάκτως δυσμενείς, μη συμφυείς προς τους συνηθισμένους, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη διασπορά από έτους του ανωτέρω ιού, όρους παροχής αυτής, συνεπεία μη επίδειξης εκ μέρους της εναγομένης της αναγκαίας επιμέλειας και πρόνοιας για τους εργαζομένους της, αφού όπως απεδείχθη για τη ναυτολόγηση του πληρώματός απαιτούσε προηγούμενο σχετικό έλεγχο για τυχόν προσβολή των μελών του πληρώματός της με τον ανωτέρω ιό, κάθε Τρίτη, ως απεδείχθη εφρόντιζε να πραγματοποιεί τους κατάλληλους προληπτικούς ελέγχους των μελών του πληρώματός της, στο ανωτέρω δε πλοίο της ήδη από την 12.3.2021 (σχετικά με αριθμό ……../03-21 έντυπο σήμα του Υ.ΚΑ.Ν.Π./Α.Λ.Σ.- ΕΛ. ΑΚΤ./Δ.Θ.Σ. Γ σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο ως σχετικό 5 από την εναγομένη έγγραφο παρατηρήσεων σύνθεσης του πληρώματος) υπηρετούσε ως ιατρός ο ………….., παρά τα περί του αντιθέτου κατατεθέντα υπό της μάρτυρος της ενάγουσας και υποστηριζόμενα από την ενάγουσα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, στα πλαίσια του οποίου αρνείται ότι στο εν λόγω πλοίο υπηρετούσε ιατρός. Περαιτέρω, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι αν και οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι του συζύγου της και μάλιστα και ο ίδιος ο Πλοίαρχος του πλοίου εγνώριζαν τα συμπτώματα που εμφάνιζε ο σύζυγός της ήδη από την 1.5.2021, δεν του παρείχαν την αναγκαία ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, παρά τον εξανάγκαζαν να εργάζεται. Εν τούτοις, οι ανωτέρω αγωγικοί ισχυρισμοί δεν απεδείχθησαν. Όπως η ίδια η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της, κατά την τηλεφωνική συνομιλία της με τον ήδη θανόντα σύζυγό της το βράδυ της 1.5.2021, ο ίδιος ο σύζυγός της, τα συμπτώματα που αισθάνονταν (κόπωση, ρίγη, συχνές κενώσεις) τα απέδιδε στην κόπωση από την εργασία του. Παράλληλα, αν και απεδείχθη ότι επί του πλοίου υπηρετούσε ιατρός, ο σύζυγος της ενάγουσας, δεν απευθύνθηκε σε αυτόν, προκειμένου να τον εξετάσει. Και πράγματι, ο εξετασθείς με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρας …………, ο οποίος υπηρετούσε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Επικούρου, κατέθεσε ότι την 2.5.2021 ο σύζυγός της θανούσας τον ενημέρωσε ότι ένιωθε αδιάθετος «… μου είπε ότι δεν αισθάνονταν καλά …», πλην όμως από την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση δεν προκύπτει ότι του γνωστοποίησε και τα συμπτώματα που ένιωθε. Μάλιστα, ο ίδιος μάρτυρας, κατά την ένορκη κατάθεσή του, προσφέρθηκε να αντικαταστήσει τον ήδη θανόντα σύζυγο της ενάγουσας, στην νυχτερινή του βάρδια στη ρεσεψιόν όπως και πράγματι έπραξε, πλην όμως παράλληλα ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι την επομένη ημέρα (3.5.2021) ο σύζυγός της ήταν καλά και εκτέλεσε κανονικά την υπηρεσία του. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, ο σύζυγος της ενάγουσας για την κατάσταση της υγείας του κανέναν άλλον δεν ενημέρωσε. Η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρος κατά τούτο, κρίνεται πειστική, διότι σε διαφορετική περίπτωση εάν δηλαδή οι προϊστάμενοι του θανόντος συζύγου της ενάγουσας και ιδίως ο Πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου, όπως η ενάγουσα αναφέρει, εγνώριζε ότι ο σύζυγος της δεν αισθανόταν καλά, καθώς επίσης εγνώριζε τα συμπτώματά του και κατά συνέπεια υποψιάζονταν ότι είχε προσβληθεί από τον εν λόγω ιό, δεν είχε λόγο να αποφύγει τις υποχρεώσεις του και δη να μεριμνήσει ώστε να παρασχεθεί αμελλητί στον πάσχοντα φροντίδα ιατρού, ενόψει μάλιστα του ότι στο πλοίο υπηρετούσε ιατρός, ως ανωτέρω απεδείχθη, ή να του παράσχει την ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, θέτοντας δια της παραλείψεώς του σε κίνδυνο προσβολής από τον ανωτέρω ιό και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, αλλά και τους επιβάτες του πλοίου. Η αλήθεια της εν λόγω κατάθεσης ενισχύεται και από το γεγονός ότι μόλις ο Πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου πληροφορήθηκε το θετικό αποτέλεσμα του διαγνωστικού τεστ, πληροφόρησε περί τούτου αμέσως το ΕΟΔΥ και το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά, όπως βεβαιώνεται σχετικά στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, το οποίο θεωρήθηκε αυθημερόν από το οικείο Λιμεναρχείο. Ενόψει των αμέσως ανωτέρω αποδειχθέντων, δεν κρίνονται πειστικές οι αιτιάσεις της ενάγουσας που περιέχονται στον πρώτο λόγο έφεσης ότι για λόγους σκοπιμότητας και δη προκειμένου να μην τεθεί υπό καραντίνα το εν λόγω πλοίο και εν τέλει ζημιωθεί από τη μη εκτέλεση δρομολογίων η εναγομένη, δεν επετράπη στον σύζυγό της να εξέλθει του πλοίου καθόν χρόνο αυτό (πλοίο) ευρίσκετο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης προκειμένου να υποβληθεί σε σχετικό διαγνωστικό έλεγχο. Εξάλλου, όπως απεδείχθη, στο ανωτέρω πλοίο υπηρετούσε ιατρός στον οποίο δεν απευθύνθηκε ο σύζυγος της ενάγουσας. Επίσης, αν και την ημέρα Τρίτη (4.5.2021) ο σύζυγος της ενάγουσας αποβιβάσθηκε από του πλοίου και επισκέφθηκε την οικία του, δεν αναζήτησε ιατρική βοήθεια, την οποία κατά την ένδικη αγωγή, στερήθηκε καθόν χρόνο επέβαινε επί του πλοίου, ούτε υπεβλήθη σε διαγνωστικό έλεγχο για διερεύνηση τυχόν προσβολής του από τον ανωτέρω ιό, αν και ηδύνατο. Επομένως, δεν κρίνεται βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι οι Προϊστάμενοι του θανόντος συζύγου της ενάγουσας και ο ίδιος Πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου, εν γνώσει τελούντες ότι ο ήδη θανών σύζυγος της ενάγουσας δεν ένιωθε υγιής, αλλά αντίθετα εμφάνιζε τα ανωτέρω συμπτώματα, δεν αξιολόγησαν τούτο δεόντως, δεν μερίμνησαν για τον έγκαιρο έλεγχό του μέσω διαγνωστικών εξετάσεων, προς διαπίστωση της προσβολής του από τον ανωτέρω ιό με την εμφάνιση των συμπτωμάτων του παρά τρεις ημέρες ακολούθως, δεν τον έθεσαν σε «καραντίνα» έως του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης την 2.5.2021, ακολούθως δε δεν του επέτρεψαν να αποβιβασθεί στο λιμάνι προορισμού (Θεσσαλονίκη), προκειμένου να ελεγχθεί από ιατρό, δεν επικοινώνησαν με το ΕΟΔΥ, παρά συνέχιζαν να τον απασχολούν και μάλιστα και μετά την ένδειξη θετικού του rapid – test το οποίο διενεργήθηκε σε αυτόν, στον ανωτέρω ιό. Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης με τον οποίο, μεταξύ άλλων, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 551/ 1915, η ενάγουσα, επικαλούμενη (α) τα ισχύοντα κατά την ένδικη περίοδο υγειονομικά πρωτόκολλα του ΕΟΔΔΥ, κατά τα οποία σε περίπτωση που ανευρίσκονταν ο σύζυγός της θετικός στον κορωνοϊό, θα έπρεπε το ένδικο πλοίο, το πλήρωμα και οι επιβάτες να τεθούν σε καραντίνα, λόγος για τον οποίο, κατά τα αναφερόμενα στον ίδιο λόγο έφεσης, δεν εδόθη άδεια στον σύζυγό της να εξετασθεί, παρά την ύπαρξη των ανωτέρω συμπτωμάτων, (β) τα νομοθετικά κείμενα που προσεκόμισε στον πρώτο βαθμό, από τα οποία, κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, προκύπτει ότι πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες και παρουσιάζουν περίπτωση μολυσματικής ασθένειας εν πλω, οφείλουν να ενημερώσουν σχετικά και το λιμάνι αφετηρίας αλλά και το λιμάνι προορισμού, γεγονός που δεν απέδειξε, κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, η εναγομένη, αφού δεν απέδειξε ότι ενημέρωσε το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, κατά τον κατάπλου σε αυτό, αν και ο σύζυγός της είχε ήδη από 1.5.2021 εκδηλώσει συμπτώματα, (γ) τις διατάξεις του Ν. 3991/2011 με τον οποίο κυρώθηκε ο αναθεωρημένος Διεθνής Υγειονομικός Κανονισμός του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, και ιδίως το άρθρο 28 του Νόμου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου οι επικεφαλής αξιωματικοί των πλοίων οφείλουν να γνωστοποιήσουν στις αρχές ελέγχου του λιμένα πριν τον κατάπλου ή την άφιξη αυτού στο λιμάνι, τυχόν περιπτώσεις ασθένειας που είναι ενδεικτικές νόσου μολυσματικής φύσεως ή στοιχεία κινδύνου Δημοσίας Υγείας στο πλοίο, μόλις αυτές οι περιπτώσεις καταστούν γνωστές, και (δ) Κανονισμούς που εξέδωσε το Υπουργείο Υγείας αναφορικά με τις βασικές υγειονομικές απαιτήσεις των λιμένων, σύμφωνα με τις οποίες, η αρμόδια αρχή του επομένου λιμένα κατάπλου του πλοίου, πρέπει να είναι ενημερωμένη για την ύπαρξη ύποπτων κρουσμάτων μεταδοτικών νοσημάτων, ενώ επί του πλοίου θα πρέπει να υπάρχουν επαρκείς ιατρικές προμήθειες και εξοπλισμός για την αντιμετώπιση μεμονωμένου κρούσματος, όπως εν προκειμένω διαγνωστικά pcr test καθώς και ο απαραίτητος αναγκαίος εξοπλισμός για τη συλλογή δειγμάτων για εξέταση των επιβαινόντων και κατόπιν υπολογισμού με αντίστοιχο αλγόριθμο, κατά το παράρτημα Β του εν λόγω Κανονισμού, θα πρέπει να λάβει χώρα έναρξη θεραπείες κατά τις οδηγίες ιατρού και να μεταφερθεί ο ασθενής σε ιατρικές εγκαταστάσεις στην ξηρά όπου θα πρέπει να λάβει χώρα εργαστηριακός έλεγχος των κλινικών δειγμάτων του ασθενούς, και παράλληλα θα πρέπει να διεξαχθεί και επιθεώρηση στο πλοίο με αποκλεισμό του χώρου τον οποίο επισκέφθηκε ο ασθενής ενώ θα πρέπει να ληφθούν υγειονομικά μέτρα, ιχνηλάτηση των επαφών του κρούσματος, αποβίβαση αυτών από το πλοίο και ανάλογα κατά περίπτωση άδεια, άλλως απαγόρευση απόπλου του πλοίου έως λήψεως των κατάλληλων υγειονομικών μέτρων, ενεργοποίηση σχεδίου έκτακτη ανάγκης/διαχείρισης έξαρσης κρουσμάτων, χρήση μάσκας από το ύποπτο περιστατικό και απομόνωση σε κατάλληλο χώρο, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι στην προκειμένη περίπτωση, τίποτα από τα ανωτέρω δεν έλαβε χώρα, αφού ο σύζυγός της δεν απομονώθηκε σε συγκεκριμένο χώρο του πλοίου έως της αφίξεώς του στο λιμάνι κατάπλου την Θεσσαλονίκη, την 2.5.2021, δεν ενημερώθηκαν οι υγειονομικές αρχές του λιμένα για την άφιξη πλοίου στο οποίο επέβαινε εργαζόμενος – ύποπτο κρούσμα λόγω των συμπτωμάτων που εμφάνιζε, επιπλέον δε δεν υπήρχαν εντός του πλοίου διαγνωστικά τεστ αλλά ούτε, με την άφιξη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το πλοίο προμηθεύθηκε σχετικό διαγνωστικό τέστ. Και εκ των λόγων τούτων πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ότι υπέπεσε σε λογικά σφάλματα, εφάρμοσε εσφαλμένα τις σχετικές νομικές διατάξεις και κατέληξε σε αβάσιμη και αναιτιολόγητη κρίση, λόγους για τους οποίους πρέπει και να εξαφανισθεί. Εν τούτοις, οι ανωτέρω αναφορές δεν δύνανται να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε διαφορετική κρίση. Όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο σύζυγος της ενάγουσας, περί των συμπτωμάτων που εμφάνιζε δεν ενημέρωσε κανέναν εκ των μελών του οργανωμένου πληρώματος του πλοίου, τόσο προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όσο και ακολούθως, ούτε τον εξετασθέντα με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρα ………., ο οποίος κατέθεσε ότι ο σύζυγος της ενάγουσας τον ενημέρωσε ότι δεν ένιωθε καλά. Όταν μετά τον έλεγχο με διαγνωστικό rapid test ο σύζυγος της ενάγουσας διεγνώσθη θετικός, τότε πράγματι απομονώθηκε στην καμπίνα του έως της ολοκληρώσεως της αποναυτολογήσεώς του, τότε δε ενημερώθηκε και το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς και το ΕΟΔΥ. Περαιτέρω, πράγματι απεδείχθη ότι η εναγομένη ενημέρωσε τον σύζυγο της ενάγουσας ότι θετικό στον ανωτέρω ιό ήταν και το μοριακό διαγνωστικό τεστ, την 6.5.2021 και όχι την 5.5.2021, χωρίς εν τούτοις να προκύπτει ότι το σχετικό αποτέλεσμα η εναγομένη εγνώριζε νωρίτερα της 6.5.2021 και δεν γνωστοποιούσε τούτο στον σύζυγο της ενάγουσας. Ενόψει των ανωτέρω δεν απεδείχθη ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 και δη ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο ή εξ αφορμής αυτής, επήλθε στον σύζυγο της ενάγουσας, ατύχημα από βίαιο συμβάν, και δη ότι, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της και συνεπεία τούτου προσεβλήθη από τον ανωτέρω ιό. Επίσης δεν απεδείχθη ότι ο ήδη θανών σύζυγος της ενάγουσας εξακολούθησε, μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων προσβολής του από τον ανωτέρω ιό, καθώς επίσης και μετά το θετικό διαγνωστικό σχετικό rapid test, να εργάζεται, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, αν και η εναγομένη, δια των προστηθέντων αυτής μελών του πληρώματος και δη των ιεραρχικά προϊσταμένων αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου, τελώντας εν γνώσει της προσβολής αυτού από τον ανωτέρω ιό ή αγνοώντας αυτό υπαίτια, αξίωναν την υπ’ αυτού συνέχιση της απασχολήσεως του και δεν τον έθεσαν εκτός υπηρεσίας. Αντίθετα, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω κανείς εκ των μελών του οργανωμένου πληρώματος του ανωτέρω πλοίου και ιδίως ο Πλοίαρχος αυτού δεν εγνώριζε περί των ανωτέρω συμπτωμάτων του συζύγου της ενάγουσας έως την ημέρα Τρίτη 4.5.2021, οπότε αμέσως απομονώθηκε στην καμπίνα του έως της ολοκληρώσεως της αποναυτολογήσεώς του από το ανωτέρω πλοίο οπότε και αποχώρησε για την οικία του. Περαιτέρω, δεν απεδείχθη ότι, τα όργανα της εναγομένης ή οι προστηθέντες αυτής και δη οι ιεραρχικά προϊστάμενοι του συζύγου της ενάγουσας και ο ίδιος ο πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου, δεν τηρούσαν διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, συνεπεία των οποίων προσεβλήθη ο σύζυγος της ενάγουσας από τον ανωτέρω ιό ή ότι εν γνώσει τελούντες των εν λόγω συμπτωμάτων, του επέβαλαν να εργασθεί, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του. Τέλος, δεν απεδείχθη ότι, υπαίτιως οι ασκούντες τη διοίκηση της εναγομένης ή οι προστηθέντες αυτής, ιεραρχικά προϊστάμενοι του συζύγου της ενάγουσας μέλη του πληρώματος του εν λόγω πλοίου και ο Πλοίαρχος αυτού, δεν τήρησαν τους όρους που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την γενική υποχρέωση πρόνοιας (αρθρ.662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, και συνεπεία τούτου, ο σύζυγος της ενάγουσας προσεβλήθη από τον ανωτέρω ιό ή επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του εκ της απασχόλησής του παρά την εμφάνιση των ανωτέρω συμπτωμάτων. Κατά συνέπεια, δεν απεδείχθη ότι η προσβολή του συζύγου της ενάγουσας με τον ανωτέρω ιό και η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του μπορεί να αποδοθεί σε δόλο της εναγομένης και των προστηθέντων της ή ότι έλαβε χώρα διότι η εναγομένη δεν τήρησε ειδικές διατάξεις για τους όρους ασφάλειας του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου (άρθρα 16 του Ν. 551/1915 σε συνδυασμό με άρθρα 914 επ. 297, 298 ΑΚ) ή ότι η προσβολή του συζύγου της ενάγουσας με τον ανωτέρω ιό και η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, η οποία προκάλεσε ψυχική οδυνη στην ενάγουσα και τα τέκνα του, οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ή των προστηθέντων της. Κατά συνέπεια, η ένδικη αγωγή τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αμφότερων των δύο λόγων, με τον πρώτο εκ των οποίων πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 551/1915, κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ελλιπή, άλλως λανθασμένη και αντιφατική αιτιολογία και με τον δεύτερο εκ των οποίων πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 914 ΑΚ, κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ελλιπή, λανθασμένη και αντιφατική αιτιολογία.
Κατόπιν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνει δεκτή τυπικά η ένδικη έφεση και εν μέρει δεκτή στην ουσία της, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω και δη καθό μέρος με την εκκαλουμένη απόφαση αφού έγινε δεκτή ως παραδεκτή και νόμιμη ακολούθως απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της η ένδικη αγωγή όσον αφορά στην αξίωση της ενάγουσας, ως ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της για καταβολή αποζημίωσης για στέρηση διατροφής για τον μετά την ενηλικίωση αυτών χρόνο, διάταξη ως προς την οποία, γενομένης δεκτής της ένδικης έφεσης πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει πρέπει να δικάσει την ένδικη υπόθεση κατά τούτο και να απορρίψει την ένδικη αγωγή όσον αφορά στην αξίωση της ενάγουσας ως ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της για καταβολή αποζημίωσης για στέρηση διατροφής για τον μετά την ενηλικίωση αυτών χρόνο, ως απαράδεκτη και δη προώρως ασκηθείσα. Κατά τα λοιπά η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του προκαταβληθέντος για την άσκηση της ένδικης έφεσης παραβόλου. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η ένδικη έφεση έγινε εν μέρει δεκτή, πρέπει να εξαφανισθεί και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη. Τέλος, η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν και δη όσον αφορά στην έννοια του εργατικού ατυχήματος από προσβολή του εργαζομένου από τον ανωτέρω ιό και τη συνεπεία αυτού νόσηση (179 ΚΠολΔ), η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει στην ουσία της την ένδικη έφεση, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, απορριπτομένης αυτής κατά τα λοιπά ως αβάσιμης στην ουσία της.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλουμένη με αριθμό 3105/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποίας εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και δη όσον αφορά στην αξίωση της ενάγουσας, ως ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της για καταβολή αποζημίωσης για στέρηση διατροφής για τον μετά την ενηλικίωση αυτών χρόνο, ως προς την οποία η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως αβάσιμη την ουσία της.
Κρατεί και δικάζει την ένδικη από 17.2.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/18.2.2022 αγωγή, καθό μέρος εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.
Απορρίπτει την ένδικη αγωγή, κατά τούτο, ήτοι όσον αφορά στην αξίωση της ενάγουσας, ως ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της για καταβολή αποζημίωσης για στέρηση διατροφής για τον μετά την ενηλικίωση αυτών χρόνο ως απαράδεκτη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Διατάσσει να επιστραφεί στην εκκαλούσα, το προκαταβληθέν κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης παράβολο.
Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 31.12.2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ