Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 620/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

4ο τμήμα

Αριθμός  απόφασης :   620/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(4ο τμήμα)

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε  στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ  :   Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό  Οικονομικών (ΑΦΜ …….), ο  οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με ΑΦΜ ……,   η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα κι εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, που κατοικοεδρεύει στην Κηφισιά Αττικής, και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας, που κατοικοεδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής, το οποίο εκπροσωπήθηκε από Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ :  1) Της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο ……. της Ιρλανδίας, (αριθμός μητρώου ……..), όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Βελλίδου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), 2)  της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», με Α.Φ.Μ. ……., που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», με Α.Φ.Μ. …….., λόγω διάσπασης της τελευταίας (διασπώμενης) με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (επωφελούμενης), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Στέλλα Βαρζακάκου [Φρουδάκη Χρήστου και συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία], 3)           της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», με Α.Φ.Μ. ……….., που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», με Α.Φ.Μ. ………., μετά τη διάσπαση της τελευταίας (διασπώμενης) δια τη απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (επωφελούμενης), η οποία εκπροσωπήθηκε από  πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Βελλίδου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242  παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), 4) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. ………….», με Α.Φ.Μ. ……., που εδρεύει στο ….. Αττικής, οδός ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στο ………. Ιρλανδίας, οδός ………….., με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», με Α.Φ.Μ. ……….., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..». η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Στέλλα Βαρζακάκου [Φρουδάκη Χρήστου και συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία].

Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς: (α)  από 1.10.2020 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ΕΑΚ/ ………./2020 ανακοπή του και η τέταρτη εφεσίβλητη την (β) από     17.11.2021 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ΕΑΚ ………/2001 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της.  Οι άνω υποθέσεις  συνεκδικάσθηκαν επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 368/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.  Κατά της τελευταίας  απόφασης  το εκκαλούν άσκησε την από 20.4.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου, ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2023 έφεσή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η Δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ και η πληρεξούσια Δικηγόρος της πρώτης και τρίτης των εφεσιβλήτων ανέπτυξαν τις απόψεις του με τις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος της δεύτερης και τέταρτης των εφεσίβλητων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 20.4.2023  με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2023 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αριθμό 386/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία  περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης [19  §  1 του του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931)].  Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό μέρος και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

Το εκκαλούν –  ανακόπτον με την από 1.10.2020 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ΕΑΚ/ ………./2020 ανακοπή του ζήτησε την μεταρρύθμιση του με αριθμό ………../2020 πίνακα κατάταξης  δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……., α) ως προς την παράλειψη του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου να κατατάξει το ίδιο και ως εγχειρόγραφο δανειστή, β) ως προς το ποσό των εξόδων. Η τέταρτη εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία «……..» άσκησε υπέρ της δεύτερης των καθ΄ών η ανακοπή την από 17.11.2021 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ ΕΑΚ ………./2001 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις άνω υποθέσεις, απέρριψε την ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου και κατά της απόφασης αυτής  αυτό παραπονείται, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρο2υ 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, 2ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη θεωρία και τη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα : Α) Κατά μία άποψη από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας  και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους.  Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. ¨Οσο και με την εκδοχή ότι  μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online,  Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ. 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595,. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνο, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά τρίτη δε και μάλλον κρατούσα πλέον στη νομολογία άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις, ενώ οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία (βλ. αμέσως προηγούμενες απόψεις) έρχεται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που χωρίς άλλο αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέρα όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής αυτής ratio είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της, αφού είναι επόμενο ότι δεν θα απέμεινε καθόλου ή ελάχιστο υπόλοιπο για τους εγχειρόγραφους δανειστές. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου 4842/2021), ότι αν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  4855/ 2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν  σε μη προνομιακή κατάταξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008  www.areiospagos.gr Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (ΕφΑθ 2574/2024, ΕφΑθ 2521/2024, ΕφΑιγ 64/2024,  ΕφΠειρ 1/2023, ΕφΘεσ 768/2022, ΕφΘεσ  297/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1064/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, EφΠειρ 379/2023, EφΠειρ 363/2023, ΕφΠειρ 525/2022 σε https://www.efeteio-peir.gr/ Απαλαγάκη/Σταματόπουλος (Ρεντούλης) ο νέος ΚΠολΔ, 2022 άρθρο 977 αρ. 11. Αντ. Βαθρακοκοίλη- Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138 και την άποψη αυτή φαίνεται να ακολουθεί και η ΑΠ 524/2023 www.areiospagos.gr). Στην περίπτωση αυτή και ο προνομιούχος δανειστής, ο οποίος δεν ικανοποιήθηκε πλήρως από την  κατάταξή του στο 65% ή 25% του πλειστηριάσματος  έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την αποβολή των καθ΄ών η  ανακοπή των οποίων οι μη ικανοποιηθείσες πλήρως προνομιούχες απαιτήσεις εξομοιώθηκαν με μη προνομιούχες και κατετάγησαν στο 10 % αυτού, προκειμένου να καταταγεί ο ίδιος στο υπόλοιπο,  κατά τη διάταξη του άρθρου 977 παρ.3 εδ.γ , 1 εδ.β ΚΠολΔ. (ΕφΑθ 1064/2023, ΕφΘεσ 768/2022 ό.π. ).

Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με το μοναδικό λόγο της έφεσής του επαναφέρει τον πρώτο λόγο της ανακοπής του στον οποίο εξέθετε τα εξής : ¨Ότι με πρωτοβουλία της πρώτης των καθ΄ών η ανακοπή και ήδη πρώτης εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» εκπροσωπούμενης νόμιμα από την διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ………..» επισπεύσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός σε βάρος ακινήτου συγκυριότητας των συνοφειλετών i) ……….. και ii) ………..,  το οποίο εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικά και δυνάμει της της με αριθ. ………/11.3.2020 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., και κατακυρώθηκε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», αντί πλειστηριάσματος ποσού 1.421.000 €. Ότι στον άνω πλειστηριασμό αναγγέλθηκε το Ελληνικό Δημόσιο  μεταξύ άλλων για  απαιτήσεις του ληξιπρόθεσμες και προνομιακές, κατ’ άρθρα 5, 6 και 61 Κ.Ε.Δ.Ε. σε βάρος των άνω συνοφειλετών i) ως προς τον …….. α)  δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας, με τη με αριθ. πρωτ. ………/13.3.2020 και αρ. ειδ. βιβλίου ……../2020 αναγγελία του, συνολικού ποσού 486.465,99  και β)  δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, με τη με αριθ. πρωτ. …./17.3.2020 και αρ. ειδ. βιβλίου …./2020 αναγγελία του, για απαιτήσεις του, συνολικού ποσού 107.036,26 €, ii) ως προς την ………..   δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, με τη με αριθ. πρωτ. ……./17.3.2020 και αρ. ειδ. βιβλίου ………/2020 αναγγελία του, για απαιτήσεις συνολικού ποσού 167.242,40 €. Ότι  ο  επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, αφού προαφαίρεσε τα έξοδα εκτέλεσης, οπότε απέμεινε προς διανομή το ποσό των 1.410.345,94 €, το οποίο ποσό διαίρεσε διά του δύο, με βάση τα ποσοστά συνιδιοκτησίας των καθ’ ων η εκτέλεση – συγκυρίων, οπότε απέμεινε ποσό πλειστηριάσματος 705.172,97 € για έκαστο, κατέταξε : Ι)  Ως προς τον ………..: Α) Στο 25% του εναπομείναντος πλειστηριάσματος: 1) οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα, το Ελληνικό Δημόσιο διά της ΔΟΥ Καλλιθέας, για μέρος της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του, ποσού 155.103,88 €, 2) οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα, τον «…………..», για μέρος της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του, ποσού €. Β) Στο 65%, οριστικά και προνομιακά, την επισπεύδουσα αλλοδαπή εταιρεία, ως ενυπόθηκη δανείστρια, για ποσό 458.362,43 €. Γ) Στο 10%: 1) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «……………» ως εγχειρόγραφη δανείστρια για ποσό 42.443,68 €, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών της (2η των καθ΄ών η ανακοπή – εφεσίβλητη) 2) την επισπεύδουσα αλλοδαπή εταιρεία, ως εγχειρόγραφη δανείστρια, για ποσό 22.120,77 €, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών της, και (1η των καθ΄ών η ανακοπή- εφεσίβλητη) 3) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «………….» (3η των καθ΄ών η ανακοπή – εφεσίβλητη), ως εγχειρόγραφη δανείστρια για ποσό 5952,85 €, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών της, ΙΙ) Ως προς τη ………..: Α) Στο 25% του εναπομείναντος πλειστηριάσματος: 1) οριστικά και προνομιακά, το NΠΔΔ «e-ΕΦΚΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ Κ.Ε.Α.Ο» Πειραιά, σε πλήρη ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του, ποσού 15.137,63 €, και 2) οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα, το Ελληνικό Δημόσιο διά της ΔΟΥ Κηφισιάς, για μέρος της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του, ποσού 161.155,61 €. Β) Στο 65%, οριστικά και προνομιακά, την επισπεύδουσα αλλοδαπή εταιρεία, ως ενυπόθηκη δανείστρια, για ποσό 458.362,43 €, Γ) Στο 10%: 1) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «……………» (2η των καθ΄ών η ανακοπή – εφεσίβλητη) ως εγχειρόγραφη δανείστρια για ποσό 43.341,59 €, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών της, 2) την επισπεύδουσα αλλοδαπή εταιρεία (1η των καθ΄ών η ανακοπή – εφεσίβλητη)  ως εγχειρόγραφη δανείστρια, για ποσό 21.010,08 €, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών της, και 3) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «………….», ως εγχειρόγραφη δανείστρια (3η των καθ΄ών η ανακοπή – εφεσίβλητη)  για ποσό 6.165,63 €, υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών της. ¨Ότι οι  άνω απαιτήσεις του Δημοσίου, κατά το μέρος που δεν ικανοποιήθηκαν, εξομοιώνονται κατά αποτέλεσμα με εγχειρόγραφες, ώστε εσφαλμένα  δεν κατετάγησαν  και στο  10 % του πλειστηριάσματος [περ. (ΙΓ) και (ΙΙΓ)] συμμέτρως με τους καθ΄ών  εγχειρόγραφους δανειστές.  Ζήτησε δε με τον άνω λόγο της ανακοπής του να καταταγεί το ίδιο στο άνω μέρος του πλειστηριάσματος  προς μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών του  και ειδικότερα για τα  ποσά επιπλέον  των 14.168,32 €  και 4.576,63 € (ΔΟΥ Καλλιθέας και  Κηφισιάς αντίστοιχα)  ως προς τον i) τον ……….. και για ποσό  6.086,79 € ως προς την ii) …….. , συμμέτρως με τους  καθ΄ών η ανακοπή,  αφού αποβληθούν αυτοί μερικώς αντίστοιχα.  Ο λόγος όμως αυτός της ανακοπής, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν,  πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι το Ελληνικό Δημόσιο ζητά να καταταγεί  ως εγχειρόγραφος δανειστής για το μέρος των προνομιακών κατ΄άρθρο 975 αρ. 3 ΚΠολΔ απαιτήσεών του, κατά το οποίο αυτές δεν ικανοποιήθηκαν  από το 25 %  του πλειστηριάσματος.  ¨Όμως ο χαρακτήρας των απαιτήσεων ως προνομιακών δεν αναιρείται και δεν μεταπίπτουν αυτές σε εγχειρόγραφες για το υπόλοιπο αυτών που απομένει μετά την κατάταξή τους με την  επίκληση του προνομίου, διότι    η  βούληση όμως του νομοθέτη, όπως εκτέθηκε,  δεν ήταν  να κατατάσσονται διπλά στο 10% του πλειστηριάσματος σε βάρος των εγχειρόγραφων δανειστών,  όσοι  προνομιούχοι  αναγγελθέντες δανειστές δεν μπόρεσαν  να ικανοποιηθούν  εν όλω  από το 25% ή 65% αυτού, λαμβάνοντας εκ των υστέρων και την ιδιότητα εγχειρόγραφου δανειστή.  Αντίθετα,  σκοπός του ήταν από το 10 % να ικανοποιούνται αποκλειστικά οι μη προνομιούχοι, εγχειρόγραφοι δανειστές, παρέχοντας σ΄αυτούς σχετικό κίνητρο να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος οφειλέτη τους, ώστε να ικανοποιηθούν από ικανό μέρος του πλειστηριάσματος (βλ. ήδη  και τη διάταξη του άρθρου  977 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως πρόσφατα τροποποιήθηκε με το ν. 4842/2021). Συνεπώς,  ο λόγος αυτός της ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος και το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα όσα περί του αντιθέτου διατείνεται το ανακόπτον-εκκαλούν με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, τα δε δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία  των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την  έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) €.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  18.12.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ