Αριθμός απόφασης 519/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Τακτική Διαδικασία
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και τη γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπ΄ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …….. έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ΄αριθμ. 2168/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495§1, 511, 513, 516, 517, 518§1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης έλαβε χώρα στις 14-6-2017 (βλ. την από 14-6-2017 σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… επί επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης, που προσκομίζεται) και η ως άνω έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 13-7-2017 (βλ. την υπ΄αριθμ. …….. έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματείας του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518§1 ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) καθόσον κατά την άσκηση της έφεσης κατατέθηκε από τους εκκαλούντες το σχετικό παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από την §3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ.
Με την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ……. αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 16-9-2015 με ΑΒΜ ……. έγκληση κατά του ιδίου, με την οποία ισχυρίστηκε ψευδώς εν γνώσει της αναλήθειας τους σε βάρος του τα αναλυτικά αναφερόμενα περιστατικά με μοναδικό σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψη του αλλά και να προκαλέσει την άδικη ποινική του καταδίωξη. Ότι στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, που διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά με αφορμή την ως άνω έγκληση, ο δεύτερος εναγόμενος εξεταζόμενος ενόρκως στις 25-1-2016 ενώπιον του ΑΤ Σπετσών κατέθεσε ψευδώς εν γνώσει της αναλήθειας τους τα αναλυτικά αναφερόμενα περιστατικά με μοναδικό σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψη του ιδίου (δηλ. του ενάγοντος). Ότι λόγω της προαναφερθείσας υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων, που παράλληλα συνιστά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας, προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση από καθένα ποσού 80.000 ευρώ. Με ιστορική βάση αυτά τα περιστατικά ο ενάγων, όπως παραδεκτώς περιορίστηκε το αίτημα της αγωγής, ζήτησε να υποχρεωθεί κάθε εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 30.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, το οποίο επιφυλάσσεται να ζητήσει ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αριθμ. 2168/2017 οριστική απόφαση του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ ουσία βάσιμη, υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και το δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ επίσης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και τέλος καταδίκασε τους εναγομένους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την υπό κρίση έφεση τους οι εναγόμενοι-εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η ασκηθείσα σε βάρος τους αγωγή.
Για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει στο δικόγραφο αυτό να εκτίθεται με ακρίβεια η τέλεση της αδικοπραξίας από τον υπόχρεο στην καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης ή οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αντικειμενικής ευθύνης από το νόμο, καθώς και η πρόκληση της ηθικής βλάβης στα αιτούμενα την χρηματική ικανοποίηση πρόσωπα. Πρέπει, επίσης με την αγωγή να ζητείται ορισμένο χρηματικό ποσό, καθόσον ο ενάγων δεν απαλλάσσεται να διατυπώσει ορισμένο αίτημα, ενόψει του άρθρου 932 του ΑΚ, στο οποίο ορίζεται ότι το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης, επιδικάζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου. Δεν είναι όμως αναγκαίο να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, τα προσδιοριστικά εκείνα στοιχεία βάσει των οποίων θα καθορισθεί το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, όπως, προκειμένου περί ηθικής βλάβης, μεταξύ άλλων, ο βαθμός του πταίσματος του αδικοπρακτήσαντος ή η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, καθόσον τα παραπάνω στοιχεία δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις (ΑΠ 265/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο της αναλυτικά αναπτύχθηκε ανωτέρω, περιέχει όλα τα αναγκαία για το ορισμένο αυτής στοιχεία ήτοι σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν στο νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τoν ενάγοντα κατά των εναγομένων (άρθρ. 216§1α ΚΠολΔ) κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, ενώ οι κατ΄ αυτής αιτιάσεις εντάσσονται στην ουσιαστική βασιμότητα του δικογράφου, η οποία εξετάζεται στα πλαίσια της εκτίμησης των αποδείξεων. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του ομοίως έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και απέρριψε τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου του δικογράφου λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε αλλά αντίθετα ορθά εφάρμοσε το νόμο. Για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο ανωτέρω ισχυρισμός περί αοριστίας, ως κατ΄ ουσία αβάσιμος.
Εξάλλου ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εκκαλών προέβαλε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ισχυριζόμενος ότι ο αντίδικος του ασκώντας την ως άνω αγωγή ενήργησε κατά κατάχρησης δικαιώματος καθώς η έγκληση, που ο ίδιος υπέβαλε, ήταν το έσχατο μέσο προστασίας του έναντι των δολίων μεθοδεύσεων του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, την οποία άλλωστε έγκληση υπέβαλε μετά την παρέλευση ενός και πλέον έτους από την επιβολή της κατάσχεσης και ενώ ο ενάγων του αποσπούσε διάφορά ποσά με την απειλή του πλειστηριασμού και αδρανούσε να ασκήσει τις έναντι του ιδίου (πρώτου εναγομένου) αξιώσεις. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα από τον πρώτο εναγόμενο περιστατικά δεν είναι ικανά να επιφέρουν την έννομη συνέπεια, την οποία ο ίδιος επικαλείται δηλ. την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος καθ΄ υπέρβαση και μάλιστα προφανή των ορίων, που επιβάλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ). Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ομοίως την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος μη νόμιμη και την απέρριψε δεν έσφαλε αλλά αντίθετα ορθά εφάρμοσε το νόμο. Για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται η ως άνω ένσταση περί κατάχρησης δικαιώματος, ως κατ΄ ουσία αβάσιμος.
Από την υπ΄αριθμ. ……… βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, η οποία ελήφθη με επιμέλεια των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου τους (βλ. προσκ. την υπ΄αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …….) και ρητώς ελήφθη υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως καταδεικνύεται από την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για ορισμένα από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία χωρίς κανένα να παραλείπεται κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είναι κύριος ενός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, έκτασης 220 τ.μ., που βρίσκεται στο ΟΤ ……. στις Σπέτσες στην περιοχή ‘…… Το εν λόγω κατάστημα εκμισθώθηκε από τον ενάγοντα δυνάμει του από 20-4-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού στη σύζυγο του αδελφού του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου εκκαλούντος …….. για χρονικό διάστημα έξι ετών (ήτοι από 20-4-2003 έως 20-4-2008) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εστιατόριο αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 965 ευρώ, αναπροσαρμοζομένου μετά την πάροδο του πρώτου έτους της μίσθωσης και δη κατά ποσοστό 5% επί του εκάστοτε καταβαλλομένου μισθώματος. Στο εν λόγω συμφωνητικό μίσθωσης συνεβλήθη ως εγγυητής ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος εγγυήθηκε σύμφωνα με τον υπ΄αριθμ. 23 όρο αυτού, την τήρηση όλων των όρων και των υποχρεώσεων της μισθώτριας, που απέρρεαν από αυτό, παραιτούμενος οποιασδήποτε ένστασης κυρίως δε αυτής της διζήσεως. Σύμφωνα με τον υπ΄αριθμ. 22 όρο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης συνεκμισθώθηκαν και τα αναφερόμενα στη συνημμένη σε αυτό κατάσταση κινητά πράγματα, της κυριότητας του ενάγοντος, που υπήρχαν εντός του μισθίου, για τα οποία η μισθώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να τα επιστρέψει στην ίδια κατάσταση και σε λειτουργία κατά τη λήξη της μίσθωσης, υποχρέωση για την οποία εγγυήθηκε ο πρώτος εναγόμενος. Εξάλλου με το από 9-12-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μίσθωσης καταστήματος, που καταρτίσθηκε και υπογράφηκε από τα ίδια ως άνω πρόσωπα, συμφωνήθηκε εκτός από τη νέα διάρκεια της μίσθωσης και το ύψος του μισθώματος, να επιτραπεί στη μισθώτρια η σύσταση εταιρίας, στην οποία θα συμμετείχε η τελευταία κατά ποσοστό τουλάχιστον 51% ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του μισθώματος. Ακολούθως με το από 26-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό υπεκμίσθωσης συμφωνήθηκε μεταξύ του ενάγοντος, της μισθώτριας, της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ‘’…….’’ και της ……. η υπεκμίσθωση του καταστήματος από τις δεύτερη και τρίτη αυτών στη ……. για το χρονικό διάστημα από 1-4-2011 έως 30-9-2011 με τους ίδιους όρους, οι οποίοι αναφέρονταν στο από 20-4-2003 αρχικό ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης με συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα ποσού 1.200 ευρώ και με καταβολή αυτού εκ μέρους της υπομισθώτριας απευθείας στο λογαριασμό του ενάγοντος. Συγχρόνως με την ως άνω υπεκμίσθωση με το από 26-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης της επιχείρησης, που προσυπέγραψε ο ενάγων, συμφωνήθηκε μεταξύ της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ‘’………..’’ και της ………. η πώληση και η μεταβίβαση της λειτουργούσας στο μίσθιο κατάστημα επιχείρησης στη ………. αντί τιμήματος 100.000 ευρώ, το οποίο θα καταβαλλόταν τμηματικά στην προαναφερθείσα ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ‘’……..’’ με συναλλαγματικές έκδοσης της τελευταίας και αποδοχής της ………… Τέλος με το από 20-5-2011 τροποποιητικό ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης επιχείρησης, το οποίο υπεγράφη μεταξύ των ιδίων ως άνω προσώπων, μετατέθηκε ο χρόνος πληρωμής των ανωτέρω συναλλαγματικών έκδοσης της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ‘’………..’’, τις οποίες η ……. είχε αποδεχθεί ως τίμημα για την αγορά της επιχείρησης. Ειδικότερα συμφωνήθηκε μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων ότι και τα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 1-10-2011 έως και 30-4-2012 συνολικού ποσού 8.400 ευρώ θα καταβάλλονταν από τη …….. στον ενάγοντα, επιπλέον δε ότι η μεταβίβαση των παγίων στοιχείων από την ως άνω ετερόρρυθμη εταιρία προς τη ……. θα γίνει μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος στην πρώτη και την εν συνεχεία καταβολή από τη …….. στον ενάγοντα των μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος από 1-10-2011 έως και 30-4-2012, οπότε πλέον και θα επερχόταν λύση της μεταξύ του τελευταίου και της αρχικής μισθώτριας υφισταμένης μίσθωσης και θα συναπτόταν νέα μίσθωση μεταξύ του ενάγοντος και της …………. Επειδή όμως οι ανωτέρω υπόχρεοι καταβολής των μισθωμάτων, αν και έκαναν χρήση του μισθίου, περιήλθαν σε υπερημερία ως προς την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, ο ενάγων άσκησε κατά των μισθωτριών και του πρώτου εναγομένου εγγυητή την από 20-3-2012 αγωγή ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών), η οποία επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο στις 28-3-2012, όπως αποδεικνύεται από την υπ΄αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… Με την αγωγή αυτή ο ενάγων κατήγγειλε τη μίσθωση και ζητούσε την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, που αντιστοιχούσαν σε κάθε μία μισθώτρια κατά τις ως άνω διακρίσεις καθώς και την απόδοση του μισθίου και των κινητών πραγμάτων, που είχαν μισθωθεί. Κατά τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής στις 21-5-2012, οι εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο νυν πρώτος εναγόμενος-πρώτος εκκαλών ως εγγυητής της δεύτερης μισθώτριας, δεν παραστάθηκαν με αποτέλεσμα να εκδοθεί ερήμην τους η υπ΄αριθμ. 4549/2012 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, υποχρεώθηκαν όλοι οι εκεί εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και ο νυν πρώτος εναγόμενος-πρώτος εκκαλών, να καταβάλουν τα αναφερόμενα σε αυτή ποσά και να αποδώσουν στον ενάγοντα το μίσθιο και τα αναφερόμενα σε αυτή κινητά πράγματα, η δε απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Ακολούθως στις 23-1-2013 ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω απόφασης με επιταγή προς απόδοση της χρήσης του μισθίου και των κινητών πραγμάτων και προς πληρωμή του επιδικασθέντος με αυτή ποσού επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο, όπως αποδεικνύεται από την υπ΄αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. Στη συνέχεια στις 13-2-2013 έλαβε χώρα αποβολή των μισθωτριών από το μίσθιο και εγκατάσταση του ενάγοντος και για το λόγο αυτό συντάχθηκε η υπ΄αριθμ. …. έκθεση αποβολής και εγκατάστασης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, από τον οποίο καταγράφηκαν τα κινητά πράγματα, που βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή εντός του μισθίου. Ακολούθως ο ενάγων με την υπ΄αριθμ. ……. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, η οποία επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο στις 9-12-2013, όπως αποδεικνύεται από την υπ΄αριθμ. …. έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, επέβαλλε κατάσχεση σε ακίνητο του πρώτου εναγομένου, ορίστηκε δε ημερομηνία πλειστηριασμού η 29η Ιανουαρίου 2014. Εξάλλου με την υπ΄αριθμ. 213/2014 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), διορθώθηκε η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και η περίληψη αυτής ως προς την περιγραφή του ακινήτου και την τιμή πρώτης προσφοράς και ορίστηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 9η Απριλίου 2014. Την ημερομηνία αυτή (9-4-2014) υπεγράφη μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών ……. η υπ΄αριθμ. ……. πράξη αναβολής πλειστηριασμού, κατά την οποία ο επισπευδόμενος για την ως άνω ημερομηνία πλειστηριασμός ανεστάλη συναινετικά και ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα στις 10-6-2014 το ποσό των 7.000 ευρώ, το οποίο αφορούσε τα μέχρι τότε έξοδα εκτέλεσης και ορίστηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 30η Ιουλίου 2014. Προς εκπλήρωση δε της ως άνω υποχρέωσης ο πρώτος εναγόμενος κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ. Στις 14-4-2014 δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού ο πρώτος εναγόμενος ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της αρχικής μισθώτριας …….., προέβη στη μεταβίβαση στον ενάγοντα των ευρισκομένων στο μίσθιο κινητών πραγμάτων κυριότητας της τελευταίας, για τα οποία ο ενάγων είχε οριστεί μεσεγγυούχος, συμψηφίζοντας την απαίτηση της μισθώτριας με την απαίτηση του ενάγοντος κατά της μισθώτριας και του πρώτου εναγομένου για την απόδοση σε αυτόν των εκμισθωθέντων κινητών κυριότητας του, τα οποία δεν του είχαν αποδοθεί κατά τη λήξη της μίσθωσης. Στις 30-7-2014 υπεγράφη μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών ………… η υπ΄αριθμ. ……… πράξη αναβολής πλειστηριασμού, με την οποία ο επισπευδόμενος για την ως άνω ημερομηνία πλειστηριασμός ανεστάλη συναινετικά και ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.000 ευρώ, ορίστηκε δε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 15η Ιουλίου 2015. Την ημερομηνία αυτή (15-7-2015) ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε λόγω της παράτασης της τραπεζικής αργίας, η οποία είχε κηρυχθεί με την από 28-6-2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την με ΑΒΜ … έγκληση σε βάρος του ενάγοντος και του δικαστικού επιμελητή …….., ισχυριζόμενος για τον ενάγοντα ότι τέλεσε σε βάρος του τα εγκλήματα της απάτης, από την οποία επήλθε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία κατ’ εξακολούθηση και της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, από την οποία επήλθε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία. Ειδικότερα ως προς τον ενάγοντα ανέφερε ο πρώτος εναγόμενος στην εν λόγω έγκληση του ότι παρέστησε σε αυτόν ψευδώς ότι η άσκηση σε βάρος του της αγωγής καταβολής μισθωμάτων και απόδοσης της χρήσης του μισθίου ως εγγυητή έλαβε χώρα για τυπικούς και μόνο λόγους, ότι σκοπός της άσκησης της αγωγής αυτής ήταν η αποβολή και μόνο από το μίσθιο της τελευταίας μισθώτριας …….. καθώς χρειαζόταν το κατάστημα και ότι εγγυήθηκε ότι ουδεμία αξίωση θα προέβαλε εναντίον του ιδίου (δηλ. του πρώτου εναγομένου) και κανένα μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης δε θα επέσπευδε εναντίον του. Περαιτέρω ο πρώτος εναγόμενος και τότε εγκαλών ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων και τότε εγκαλούμενος παρέστησε τα ως άνω με μοναδικό σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος του ιδίου (δηλ. του πρώτου εναγομένου) και να υφαρπάξει ερήμην του απόφαση, που τον υποχρέωνε να καταβάλει μεγάλα χρηματικά ποσά πέραν των αιτηθέντων, μη πληροφορώντας παράλληλα το Δικαστήριο για τη φυσική του παρουσία στην αίθουσα του ακροατηρίου. Επιπροσθέτως ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι: α) ο ενάγων παρέστησε τα ως άνω προκειμένου να μην ασκήσει ο ίδιος ένδικα βοηθήματα ενώ στη συνέχεια επέσπευσε σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση με εκτελεστό τίτλο την εκδοθείσα ερήμην του υπ΄αριθμ. 4549/2012 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών), β) ενώ κατά τη διάρκεια των προθεσμιών για την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και των ενδίκων μέσων της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης κατά της ανωτέρω ερήμην απόφασης, επήλθε απόσβεση της αξίωσης του ενάγοντος για καταβολή των μισθωμάτων με τη δόση σε αυτόν αντί καταβολής κινητών πραγμάτων κυριότητας της μισθώτριας ……. και δη του εξοπλισμού του καταστήματος, ο ενάγων συνέχισε την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του και προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ζητούσε από τον ίδιο (δηλ. τον πρώτο εναγόμενο) χρηματικό ποσό για να συναινέσει στην αναβολή των πλειστηριασμών. Η εν λόγω έγκληση απορρίφθηκε ως κατ΄ ουσία αβάσιμη με την υπ΄αριθμ. …… διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά με το σκεπτικό ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων εξαπάτησε τον πρώτο εναγόμενο και ότι δεν είχε πρόθεση να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ακινήτου του πρώτου εναγομένου και ότι μόνο για τυπικούς λόγους άσκησε κατ΄ αυτού την αγωγή καταβολής μισθωμάτων και απόδοσης της χρήσης του μισθίου και του επέδωσε την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου του επισπεύδοντας πλειστηριασμό. Επιπλέον επιβλήθηκαν σε βάρος του τότε εγκαλούντος τα δικαστικά έξοδα με το σκεπτικό ότι υπέβαλε εν γνώσει του ψευδή έγκληση (άρθρ. 585§4 ΚΠΔ). Μετά από άσκηση προσφυγής κατά της ως άνω διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. ……. διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, με την οποία αυτή απορρίφθηκε. Οι ως άνω ισχυρισμοί, οι οποίοι διελήφθησαν στην έγκληση του πρώτου εναγομένου, αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και συνιστούν γεγονότα αφού αποτελούν συγκεκριμένες συμπεριφορές, που υποπίπτουν στις αισθήσεις, είναι δεκτικά απόδειξης και όταν ανακοινώνονται σε τρίτο, είναι πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη άλλου. Ειδικότερα το γεγονός ότι ο ενάγων σκόπευε να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος με την υφαρπαγή ερήμην του πρώτου εναγομένου της υπ΄αριθμ. 4549/2012 απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και την επιδίκαση με αυτή μη οφειλομένων ποσών, παραπλανώντας τον τελευταίο ότι άσκησε την αγωγή καταβολής μισθωμάτων και απόδοσης χρήσης μισθίου για τυπικούς και μόνο λόγους προκειμένου να μη παρασταθεί στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της και παραλείποντας να πληροφορήσει το Δικαστήριο για τη φυσική του παρουσία στην αίθουσα του ακροατηρίου, είναι ψευδές. Τούτο διότι σύμφωνα και με τα όσα ήδη εκτέθηκαν, πρόκειται για υπαρκτό χρέος και με την ως άνω απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο πρώτος εναγόμενος υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό, που αντιστοιχούσε στο χρέος αυτό. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από τη σιωπηρή αποδοχή της ως άνω απόφασης εκ μέρους του πρώτου εναγομένου καθώς ο ίδιος ουδόλως αμφισβήτησε με συγκεκριμένους ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα το επιδικασθέν σε βάρος του χρηματικό ποσό ούτε προέβη στην άσκηση κάποιου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου αρνούμενος το χρέος αυτό. Επίσης σχετικά με την επικαλούμενη απόσβεση της απαίτησης του ενάγοντος για καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων με τη δόση σε αυτόν αντί καταβολής κινητών πραγμάτων κυριότητας της μισθώτριας …… και δη του εξοπλισμού του καταστήματος, αποδείχθηκε ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ειδικότερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ανωτέρω συμφωνία, η οποία έλαβε χώρα δυνάμει του από 14-4-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, αφορούσε την απόσβεση της απαίτησης του ενάγοντος για τα κινητά πράγματα του μισθίου, που είχαν μισθωθεί μαζί με το ακίνητο και τα οποία δεν του είχαν αποδοθεί και όχι την απαίτηση καταβολής των οφειλομένων μισθωμάτων. Εξάλλου ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο ενάγων ζητούσε από τον πρώτο εναγόμενο χρηματικό ποσό για να συναινέσει στην αναβολή των πλειστηριασμών είναι ψευδής. Τούτο διότι επρόκειτο για νόμιμα έξοδα εκτέλεσης ήτοι αμοιβές δικηγόρου, δικαστικού επιμελητή και συμβολαιογράφου και επομένως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει λόγος για παράνομο όφελος. Επιπλέον ο πρώτος εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας όλων των ανωτέρω καθώς γνώριζε την ύπαρξη του χρέους, το οποίο ουδέποτε αμφισβήτησε και είχε θέσει την υπογραφή του στο από 14-1-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο ρητά αναφερόταν η απόσβεση της αξίωσης απόδοσης των κινητών, που είχαν εκμισθωθεί και δεν είχαν αποδοθεί στον ενάγοντα. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η υποβολή της ως άνω έγκλησης από τον πρώτο ενάγοντα έλαβε χώρα με αποκλειστικό σκοπό την καταδίωξη του ενάγοντος συγχρόνως δε και τη συκοφαντική του δυσφήμηση ενώπιον τρίτων με τη διάδοση των αναληθών περιστατικών, που διελήφθησαν σε αυτή. Ο πρωτοδίκως απορριφθείς ισχυρισμός περί δικαιολογημένου ενδιαφέροντος (άρθρο 367§1 ΠΚ, που εφαρμόζεται αναλογικά για την ενότητα δικαίου της έννομης τάξης και στο ιδιωτικό δίκαιο, ΑΠ 265/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ), ο οποίος επαναφέρεται με το σχετικό λόγο έφεσης, είναι απορριπτέος. Τούτο διότι, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, πρόκειται για συκοφαντική και όχι απλή δυσφήμηση και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων κατ΄ αντένσταση καθ΄υποφοράν με την αγωγή, η οποία είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367§2 ΠΚ. Εξάλλου οι ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμοί του πρώτου εναγομένου διαδόθηκαν σε ευρύ κύκλο προσώπων, αφού έγιναν γνωστοί στα πρόσωπα, τα οποία λόγω των καθηκόντων τους έλαβαν γνώση της έγκλησης ήτοι Εισαγγελέων, δικαστικών υπαλλήλων και με τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εκκαλών με την ανωτέρω αναφερθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη του προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και συνεπώς ο τελευταίος δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης με αφορμή την υποβληθείσα από τον πρώτο ενάγοντα έγκληση ο δεύτερος εναγόμενος εξεταζόμενος ενόρκως στις 25-1-2016 ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του ΑΤ Σπετσών κατέθεσε ότι ο ενάγων αποφάσισε να διεκδικήσει δικαστικά τα μισθώματα από την παλιά και τη νέα μισθώτρια και τον πρώτο εναγόμενο, πλην όμως πολλές φορές καθησύχαζε τον πρώτο εναγόμενο λέγοντας του ότι δε διεκδικεί από αυτόν τίποτα και το κάνει για λόγους τυπικούς και ότι το ίδιο θα έκανε και κατά την εκδίκαση της αγωγής απόδοσης του μισθίου και καταβολής των οφειλομένων μισθωμάτων ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 21ης Ιανουαρίου 2012 και ότι ο ενάγων επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ακινήτου του πρώτου εναγομένου ενώ ο πρώτος εναγόμενος κατέβαλε περίπου 30.000 ευρώ στον ενάγοντα και το σύνολο του εξοπλισμού του καταστήματος άνευ ανταλλάγματος. Τα περιστατικά αυτά δεν είναι αληθή καθώς η άσκηση της αγωγής καταβολής μισθωμάτων και απόδοσης χρήσης μισθίου και κατά του πρώτου εναγομένου ουδόλως είχε τυπικό χαρακτήρα αλλά στηριζόταν σε βάσιμη αξίωση του ενάγοντος, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος αποδέχθηκε με τον τρόπο αυτό τη βασιμότητα της. Επιπροσθέτως μέρος του εξοπλισμού μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα δυνάμει του από 14-4-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού ως δόση αντί καταβολής προκειμένου να αποσβεσθεί απαίτηση του ενάγοντος για κινητά πράγματα του μισθίου, που είχαν εκμισθωθεί μαζί με το ακίνητο και δεν του είχαν αποδοθεί και δε μεταβιβάστηκε άνευ ανταλλάγματος, όπως αναληθώς ανέφερε στην ένορκη κατάθεση του ο δεύτερος εναγόμενος. Ο τελευταίος κατέθεσε τα ψευδή αυτά περιστατικά με σκοπό να υποστηρίξει την έγκληση του πρώτου εναγομένου για να ασκηθεί σε βάρος του ενάγοντος ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξης της απάτης, από την οποία επήλθε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία κατ΄ εξακολούθηση και της απάτης στο Δικαστήριο εν γνώσει της αναλήθειας τους, ήταν δε πρόσφορα και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν ανάφερε ότι τα όσα κατέθεσε, τα γνώριζε από τον πρώτο εναγόμενο ώστε να γεννώνται αμφιβολίες σχετικά με το δόλο του. Εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και δόλιας συμπεριφοράς των εναγομένων, που συνιστά παράλληλα και προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 του Συντάγματος), που επιβάλλει στα δικαιοδοτικά όργανα κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού (ολ ΑΠ 9/2015) και σταθμίζοντας όλα τα ως άνω περιστατικά και τις προαναφερθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, το βαθμό υπαιτιότητας (δόλος), την ένταση του δόλου των εναγομένων, το είδος του θιγόμενου αγαθού του ενάγοντος και δη τις εκφάνσεις της προσωπικότητας του, κατά της οποίας στράφηκε η προσβολή (τιμή και υπόληψη), το μέγεθος της προσβολής της προσωπικότητας του και της έκτασης αυτής σε συνδυασμό και με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου πρέπει να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη το ποσό των 5.000 ευρώ και ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 1.000 ευρώ.
Με βάση όλα τα ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και το δεύτερο εναγόμενο το ποσό των 1.000 ευρώ για τον ίδιο λόγο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθώς εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους έφεσης κρίνονται απορριπτέα. Επομένως για τους λόγους αυτούς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ ουσία αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Εξάλλου πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου ποσού 100 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495§3 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί αυτεπαγγέλτως ανεξαρτήτως της υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του εφεσιβλήτου χρηματική ποινή σε βάρος των εκκαλούντων, που περιέρχεται στο Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αναλόγως της ευθύνης του καθενός κατ΄ άρθρο 205 εδ. α ΚΠολΔ καθώς άσκησαν εν γνώσει τους, όπως καταδεικνύεται ανωτέρω, προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος αντίγραφο της παρούσας απόφασης γνωστοποιείται αμέσως στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 205 εδ. β ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία την έφεση.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει χρηματική ποινή σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος ποσού 2.500 (δύο χιλιάδων πεντακοσίων) ευρώ και σε βάρος του δευτέρου εκκαλούντος ποσού 2.000 (δύο χιλιάδων) ευρώ.
Διατάσσει την άμεση γνωστοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στο Υπουργείο Οικονομικών με επιμέλεια της γραμματείας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 22 Αυγούστου 2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ