ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 582/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : Της Αλλοδαπής Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης Δια Μετοχών με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη ………. Κύπρου, οδός …….., με αριθμό Μητρώου Εταιριών ………. και ΑΦΜ : ………., η οποία διατηρεί νόμιμο υποκατάστημα στην Ελλάδα, στο Δήμο ….. Αττικής, ……….., ΑΦΜ : ………. Δ.Ο.Υ. Κορωπίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαίρη Λαμπροπούλου (ΑΜΔΣΑ : ………..).
Των εφεσίβλητων : 1) Της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…………», η οποία εδρεύει στο Δήμο ……. Αττικής, οδός …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) Του …………., τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Δήμητρα Σακελλαροπούλου (ΑΜΔΣΑ : ….) και 3) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……..», όπως μετονομάστηκε η εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………», δυνάμει του άρθρου 118 του Ν. 4001/2001, όπως αντικαστάθηκε με το άρθρο 98 παρ. 5 του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17-5-2018), ΑΦΜ : … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, η οποία εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Μιχαλακοπούλου (ΑΜΔΣΑ : …..).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28-2-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή της κατά των εναγόμενων, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με τη με αριθμό 1310/2021 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, κήρυξε εαυτό κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 28-2-2022 έφεσή της, η οποία (έφεση) κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ../2022 και ειδικό …./2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …/2022 για τη δικάσιμο της 12ης-1-2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας και η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης και του δεύτερου των εφεσίβλητων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και έκαστη αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της τρίτης των εφεσίβλητων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 1310/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 16-3-2022, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 25-6-2021, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/16-3-2022 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ……../2022 e-παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την κρινόμενη από 28-2-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …../2020 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι η ίδια (ενάγουσα) τυγχάνει κυπριακή εταιρία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, συσταθείσα νομίμως σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την εκμετάλλευση αιολικών ή και φωτοβολταϊκών πάρκων, ότι την 23-3-2012 εγκατέστησε στην Ελλάδα νόμιμο υποκατάστημα με έδρα το Δήμο …. Αττικής, με σκοπό την παραγωγή και πώληση ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θα παράγεται από φωτοβολταϊκό σταθμό σε ακίνητο ιδιοκτησίας της, καθώς και την εισαγωγή και εμπορία του σχετικού εξοπλισμού, ότι κατά άρθρο 58 του Ν. 3190/1955 προέβη στο διορισμό του δεύτερου εναγόμενου ως νόμιμου εκπροσώπου του ελληνικού υποκαταστήματός της, καθώς και ότι για την εκτέλεση από τον τελευταίο διαφόρων ενεργειών, που αφορούσαν ιδίως στην εκμετάλλευση των ακινήτων ιδιοκτησίας της, στη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών της και στη σύναψη συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και σύνδεσης με το δίκτυο της ….., λάμβανε ο δεύτερος εναγόμενος ειδική κάθε φορά έγγραφη εξουσιοδότηση από τη Μόνη Διευθύντρια της ενάγουσας, . …… Επίσης, ιστορούσε ότι κατά το έτος 2007 απέκτησε με τον επικαλούμενο συμβολαιογραφικό τίτλο λόγω πώλησης κατά πλήρη κυριότητα ένα ακίνητο, επιφάνειας 7.761,83 τ.μ., κείμενο στη θέση «…..» στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου …., εκτός σχεδίου αλλά εντός Βιομηχανικής Ζώνης ….., επί του οποίου έχει ανεγερθεί βιομηχανικό κτίριο, στη στέγη του οποίου η ενάγουσα εγκατέστησε φωτοβολταϊκό σταθμό, αποτελούμενο από τα αναφερόμενα στην αγωγή κινητά στοιχεία και τεχνικές εγκαταστάσεις, που αγόρασε με δικές της δαπάνες, ότι ακολούθως καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της τρίτης των εναγόμενων με την τότε επωνυμία της, «………» και το διακριτικό τίτλο «…………», μετονομασθείσας αργότερα σε «…………» και το διακριτικό τίτλο «……….», η με αριθμό ………./31-1-2011 σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, διάρκειας 20 ετών, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να αγοράζει από την ενάγουσα ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη από τον ως άνω φωτοβολταϊκό σταθμό, που ενεργοποιήθηκε την 30-7-2012. Ακόμα, ανέφερε ότι στη συνέχεια, ο δεύτερος εναγόμενος προέβη την 7-7-2015 στη σύσταση της μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «…………» και ήδη πρώτης των εναγόμενων, με έδρα το Δήμο …………. Αττικής, με μοναδικό εταίρο και διαχειριστή τον ίδιο, της οποίας ο σκοπός, συνιστάμενος στην παραγωγή, εμπορία και διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα και της οποίας η επωνυμία ήταν σχεδόν ταυτόσημες με εκείνες της ενάγουσας. Επιπλέον, ιστορούσε ότι κατόπιν ο δεύτερος εναγόμενος προέβη, άνευ πληρεξουσιότητας από τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας και εν αγνοία της τελευταίας, στη σύναψη του από 1-9-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ του υποκαταστήματος της ενάγουσας εκπροσωπούμενου από το δεύτερο εναγόμενο και της πρώτης των εναγόμενων ομοίως εκπροσωπούμενης από τον ίδιο (δεύτερο) εναγόμενο, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε η μεταβίβαση του κλάδου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα, συμπεριλαμβανομένου του πάγιου εξοπλισμού της ενάγουσας και του συνόλου των υποχρεώσεων και των απαιτήσεών της, όπως αυτές περιγράφονται στην από 10-9-2015 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ……….., αντί τιμήματος ύψους 197.414,88 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 2,4%, καταβλητέου σε τρεις δόσεις, ποσού 80.000 ευρώ, 80.000 ευρώ και 37.414,88 ευρώ αντίστοιχα, ότι έπειτα ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε σχετικό τιμολόγιο πώλησης του υποκαταστήματος της ενάγουσας σε εκτέλεση της προαναφερόμενης σύμβασης, καθώς και ότι στη συνέχεια την 10-10-2015 ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στη σύναψη του από 1-10-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης μεταξύ του υποκαταστήματος της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης, ενεργώντας υπό διττή ιδιότητα, ήτοι τόσο ως νόμιμος εκπρόσωπος του εκμισθωτή όσο και ως νόμιμος εκπρόσωπος της μισθώτριας, δυνάμει του οποίου εκμίσθωσε για 12 έτη στην πρώτη εναγόμενη ένα χώρο επιφάνειας 120 τ.μ. επί της ταράτσας του ανωτέρω ακινήτου, ιδιοκτησίας της ενάγουσας, αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 98,81 ευρώ. Επιπρόσθετα, ισχυριζόταν ότι τα δύο ως άνω συμφωνητικά μεταξύ του υποκαταστήματος της ενάγουσας και της πρώτης των εναγόμενων ήταν άκυρα, καθότι ο δεύτερος εναγόμενος τα υπέγραψε ως δήθεν εκπρόσωπος του υποκαταστήματος, στερούμενος της σχετικής πληρεξουσιότητας, άλλως καθ’ υπέρβαση, άλλως κατά κατάχρηση των εξουσιών του ως εκπροσώπου του ελληνικού υποκαταστήματος της ενάγουσας, ότι, όταν η ενάγουσα έλαβε γνώση των ανωτέρω άκυρων συμφωνητικών, προέβη σε εξώδικες και δικαστικές ενέργειες για την αναγνώριση της ακυρότητάς τους, ότι ειδικότερα, ανακλήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος από τη θέση του νόμιμου εκπροσώπου του εν Ελλάδι υποκαταστήματός της και ορίστηκε νέος εκπρόσωπος του υποκαταστήματος, καθώς και ότι άσκησε κατά της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων την από 10-4-2017 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2017 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας έχει εκδοθεί η με αριθμό 1551/2019 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, η οποία, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε την ακυρότητα του πιο πάνω από 1-9-2015 συμφωνητικού μεταβίβασης και την ενάγουσα ως κυρία των κινητών πραγμάτων, που συνιστούν τον εξοπλισμό του επίδικου φωτοβολταϊκού σταθμού. Επίσης, ιστορούσε ότι πέραν των ανωτέρω συμφωνητικών, ο δεύτερος εναγόμενος έχει καταρτίσει και το από 1-10-2015 1ο τριμερές Συμπλήρωμα της ως άνω σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της τρίτης των εναγόμενων με την τότε επωνυμία της «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», του υποκαταστήματος της ενάγουσας και της πρώτης των εναγόμενων, με τη διττή ιδιότητα του ίδιου (δεύτερου εναγόμενου) ως δήθεν εκπροσώπου του υποκαταστήματος της ενάγουσας και εκπροσώπου της πρώτης των εναγόμενων, δυνάμει του οποίου η πρώτη των εναγόμενων υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που προκύπτουν για τον Παραγωγό και απορρέουν από την αρχική με αριθμό …../31-1-2011 σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και ως εκ τούτου η πρώτη των εναγόμενων υπεισέρχεται στη θέση της ενάγουσας ως Παραγωγού, με την έγγραφη συναίνεση της τελευταίας, στην ως άνω σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, ισχυριζόταν ότι το επίδικο συμπλήρωμα της αρχικής σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας είναι άκυρο, εφόσον ο δεύτερος εναγόμενος το υπέγραψε για λογαριασμό της ενάγουσας, εν αγνοία της τελευταίας και χωρίς προηγουμένως να έχει ληφθεί σχετική έγγραφη απόφαση από το μοναδικό εταίρο ή από τη Μόνη Διευθύντρια αυτής σύμφωνα με το καταστατικό της, στερούμενος παντελώς της σχετικής πληρεξουσιότητας, άλλως ενεργώντας καθ’ υπέρβαση των ορίων του γενικού πληρεξουσίου, που του είχε χορηγηθεί στα πλαίσια της λειτουργίας του ελληνικού υποκαταστήματος από την ενάγουσα, άλλως κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της πληρεξουσιότητας, που του παρασχέθηκε για την αντιπροσώπευση του υποκαταστήματος, προβαίνοντας σε πράξεις προφανώς αντίθετες προς τα οικονομικά συμφέροντα της ενάγουσας και προς το σκοπό για τον οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα, άλλως ως παρανόμως καταρτισθείσα αυτοσύμβαση κατά παράβαση των όρων της διάταξης του άρθρου 235 ΑΚ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητούσε α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα του επίδικου από 1-10-2015 1ου Συμπληρώματος της με αριθμό …../31-1-2011 σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, β) να αναγνωριστεί η ενάγουσα ως παραγωγός της ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται και εγχέεται στο σύστημα από τον επίδικο φωτοβολταϊκό σταθμό, για το χρονικό διάστημα από την 1-10-2015 και εφεξής, καθώς και γ) να αναγνωριστεί η ενάγουσα ως μοναδική αντισυμβαλλόμενη της τρίτης εναγόμενης στη με αριθμό ……/31-1-2011 σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και ως αποκλειστική δικαιούχος των δικαιωμάτων, που απορρέουν από αυτήν, για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ήτοι από την 1-10-2015 και εφεξής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο είχε διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. α του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις : ως εκ του τόπου εκπλήρωσης της παροχής), εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την προσβαλλόμενη με αριθμό 1310/2021 οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε εαυτό κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), δεχόμενο περίπτωση εφαρμογής σχετικής ρήτρας παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας, την οποία επικαλέστηκαν πρωτοδίκως κατ’ ένσταση οι εναγόμενοι. Κατά της ανωτέρω απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (1310/2021) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, ο οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή της.
IΙΙ. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα : Δυνάμει της με αριθμό ……/31-1-2011 σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της τρίτης των εναγόμενων με την τότε επωνυμία της «…….» και το διακριτικό τίτλο «……………», συμφωνήθηκε με το άρθρο 21 (επίλυση διαφορών) αυτής, ότι με την επιφύλαξη κάθε αντίθετης διάταξης του Κώδικα Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς, που τυχόν ανακύψει κατά την εκτέλεση ή ερμηνεία της ένδικης σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη θα επιδιώξουν την επίλυση της διαφωνίας τους με διαπραγματεύσεις, διαφορετικά ως αρμόδια για την επίλυση αυτής συμφωνήθηκαν τα πολιτικά δικαστήρια των Αθηνών (παρ. 2 και 4 του εν λόγω άρθρου). Ο δε συμβατικός όρος αυτός της παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας υπέρ των δικαστηρίων των Αθηνών διατηρήθηκε ισχυρός και αμετάβλητος και με το από 1-10-2015 επίδικο συμπλήρωμα της ως άνω αρχικής σύμβασης, την αναγνώριση της ακυρότητας του οποίου αιτείται η ενάγουσα και το οποίο (συμπλήρωμα) καταρτίστηκε μεταξύ της τρίτης των εναγόμενων με την τότε επωνυμία της «…………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», του υποκαταστήματος της ενάγουσας στην Ελλάδα και της πρώτης των εναγόμενων, καθότι κατά ρητή πρόβλεψη σε αυτό (συμπλήρωμα) οι λοιποί όροι της (βασικής) σύμβασης παραμένουν ισχυροί και αμετάβλητοι και άρα και ο επίδικος συμβατικός όρος της ρήτρας παρέκτασης. Περαιτέρω, η ενάγουσα επικαλείται ότι το επίδικο συμπλήρωμα της αρχικής σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας είναι άκυρο, για όλους τους επικαλούμενους λόγους, που συνιστούν την κύρια βάση της αγωγής (έλλειψη πληρεξουσιότητας) και τις επικουρικές τοιαύτες (υπέρβαση πληρεξουσιότητας, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος πληρεξουσιότητας, άκυρη αυτοσύμβαση) και ως εκ τούτου, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, εξακολουθεί να ισχύει η αρχική σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία η ίδια (ενάγουσα) είχε καταρτίσει με την τρίτη των εναγόμενων και μέρος της οποίας αποτελεί η προαναφερόμενη ρήτρα παρέκτασης. Εφόσον δε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης αρχικής σύμβασης πώλησης, η τυχόν μελλοντική διαφορά, που πηγάζει από την επίδικη συμβατική σχέση της πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και σχετίζεται με την εκτέλεση και την ερμηνεία της ένδικης σύμβασης, έχει σαφώς περιουσιακό αντικείμενο και ενόψει του ότι, όπως γίνεται δεκτό (βλ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 42, παρ. 2, σελ. 99), η συμφωνία παρέκτασης για τη διαφορά της κύριας δίκης καλύπτει και τα προδικαστικά ζητήματα (άρθρο 331 ΚΠολΔ), αναρμοδίως η ένδικη αγωγή φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθόσον αρμόδιο για την εκδίκασή της είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ’ εφαρμογή της ένδικης ρήτρας παρέκτασης, δοθέντος ότι προδικαστικό ζήτημα της, συνδεόμενης με την εκτέλεση και την ερμηνεία της σύμβασης, διαφοράς είναι η ακυρότητα ή μη της σύμβασης, η οποία περιέχει και τη ρήτρα παρέκτασης. Ενισχυτικό της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου είναι το γεγονός ότι με βάση τη νομολογία του ΔΕΚ, το συμβατικά καθορισμένο δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο και όταν με την αγωγή ζητείται να αναγνωριστεί η ακυρότητα της συμβάσεως, η οποία περιέχει την έγκυρη κατά το άρθρο 17 ΣυμΒρ ρήτρα παρέκτασης (ΔΕΚ 3.7.1997, Benincasa, ΣυλλΝομολ 1997.Ι-3767, βλ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 3, παρ. 21, σελ. 29), ενώ επιπλέον, τα ίδια ισχύουν και με τον Κανονισμό 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (βλ. Ιωάννη Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, Γ΄ έκδοση, 2022, σελ. 95-97). Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ένδικη διαφορά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας παρέκτασης και δεν έχει περιουσιακό αντικείμενο και δεν ισχύει η συμφωνία παρέκτασης για τους εναγόμενους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του. Έτι περαιτέρω, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους των αντιδίκων της προβολή της ένστασης αναρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά έγινε όλως καταχρηστικά, κατά παράβαση των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, που επιτάσσει η επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, καθότι είναι αντίθετη με την κατάσταση που οι τελευταίοι είχαν δημιουργήσει με την προηγούμενη συμπεριφορά τους, αποδεχόμενοι σιωπηρά σε προγενέστερες δίκες την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά, και συγκεκριμένα : α) κατά τη συζήτηση την 4-8-2020 της από 1-6-2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και δη περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης και κατά τη συζήτηση την 10-7-2020 της σχετικής προσωρινής διαταγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου ουδείς των εναγόμενων πρόβαλε τη σχετική ένσταση, β) σε δίκη ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής εκδοθείσας σε βάρος της τρίτης των εναγόμενων και αίτησης αναστολής μεταξύ της εταιρίας συμφερόντων του δεύτερου εναγόμενου «……………» και της τρίτης των εναγόμενων, όπου δεν προβλήθηκε τέτοια ένσταση και γ) σε έτερες υποθέσεις με διάδικο την τρίτη των εναγόμενων, που έχουν εκδικαστεί στα δικαστήρια του Πειραιά (ενδεικτικά η με αριθμό 4075/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), όπου η τελευταία δεν είχε προβάλει τέτοια ένσταση. Ωστόσο, ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επικαλείται αφενός μεν την ύπαρξη της ένδικης ρήτρας παρέκτασης, αφετέρου δε την καταχρηστική επίκλησή της από τους εναγόμενους, έρχεται σε αντίθεση με τους πιο πάνω αρνητικούς ισχυρισμούς της, που στηρίζουν τη νομική και ουσιαστική αβασιμότητα της προβαλλόμενης ένστασης αναρμοδιότητας, όπως αυτοί διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο έφεσης και εφόσον ο δεύτερος λόγος έφεσης περί καταχρηστικής δικονομικής πράξης προβάλλεται σωρευτικά με τους ως άνω επικαλούμενους στον πρώτο λόγο ισχυρισμούς για τη μη εφαρμογή της ρήτρας, και όχι επικουρικώς σε σχέση με αυτόν, πρέπει ο δεύτερος λόγος έφεσης να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Σε κάθε περίπτωση, ο υπό εξέταση δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι δεν προβλέπεται ρητώς ότι η κατά παράβαση του άρθρου 116 ΚΠολΔ επιχειρηθείσα διαδικαστική πράξη, όπως εν προκειμένω η προβολή της ένστασης τοπικής αναρμοδιότητας, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 221/2016 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, ο προκείμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του, καθότι δεν αποδείχθηκε σιωπηρή αποδοχή της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά από τους εναγόμενους, αφού i) η μη προβολή της επίδικης ένστασης σε μία μόνο συναφή δίκη, ήτοι σε εκείνη των ασφαλιστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής διαταγής, δεν αρκεί ώστε να δημιουργήσει στην ενάγουσα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα προβληθούν στην κύρια δίκη αντιρρήσεις ως προς την αρμοδιότητα και ii) η δικονομική στάση της τρίτης των εναγόμενων και μάλιστα σε άλλες δίκες, όπως οι ανωτέρω υπό στοιχεία β και γ προσδιοριζόμενες, μη έχουσες σχέση με την κρινόμενη υπόθεση, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην παρούσα δίκη. Σημειωτέον ότι η έκδοση της με αριθμό Δ5ΗΛ/Γ/Φ1/οικ.23278/23-11-2012 απόφασης του Υφυπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής περί συμπληρωματικών διατάξεων για μονάδες Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Αποδοτικότητας, τύπος και περιεχόμενο Συμπληρωματικών Συμβάσεων Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας Κατανεμόμενων Μονάδων ΣΗΘΥΑ, στην οποία προβλέπεται η αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων του Πειραιά, ουδόλως επηρεάζει την ένδικη ρήτρα παρέκτασης υπέρ των δικαστηρίων των Αθηνών, καθότι η τελευταία εμπεριέχεται στην προγενέστερη (2011) της ως άνω ΥΑ ένδικη σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκό σταθμό. Συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης στο σύνολό του.
IV. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (1310/2021) κηρύχθηκε εαυτό κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, που παραδεκτά συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς επίσης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/16-3-2022 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι η ένδικη έφεσή της απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά της με αριθμό 1310/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 24 Οκτωβρίου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 3η Δεκεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ