ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός αποφάσεως 525/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισεν ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Α) Αι κρινόμεναι (αντίθεται) εφέσεις (υπ’ αριθ. …… /5-6-2014 και …….. /21-7-2014) κατά της υπ’ αριθ. 1765 /2014 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να συνεκδικασθούν, αφού υπάγονται εις την αυτήν διαδικασίαν, έχουν ασκηθεί μεταξύ των αυτών αντιδίκων (ανεξαρτήτως της προσδόσεως αντιθέτου ιδιότητος διαδίκου εις εκάστην εξ αυτών καθ’ εκάστην εκ των εφέσεων) και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 246 και 524§1 ΚΠολΔ).
Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……. /2013 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείού Πειραιώς η ενάγουσα ανώνυμος ναυτιλιακή εταιρεία (πρώην εργοδότρια) εζήτησεν αφ’ ενός να υποχρεωθεί η εναγομένη (πρώην υπάλληλος αυτής διά σχέσεως εξηρτημένης εργασίας) να καταβάλει προς αυτήν συνολικόν χρηματικόν κεφάλαιον 160.134,50 (= 110.134,21 + 50.000) ευρώ διά αποζημίωσιν εξ αδικοπραξίας (λόγω αστικής και ποινικής υπεξαιρέσεως του απαρτίζοντος το αιτούμενον συνολικόν χρηματικόν κεφάλαιον πρώτου εκ των ως άνω μερικωτέρων χρηματικών ποσών) και διά χρηματικήν ικανοποίησιν της ηθικής βλάβης της νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και αφ’ ετέρου να απαγγελθεί εις βάρος της αδικοπραγησάσης εναγομένης προσωπική κράτησις (διαρκείας δώδεκα μηνών) ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφασις, διά της οποίας η αγωγή εγένετο εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμος (κατά το μείζον μέρος αυτής) διά επιδικάσεως συνολικού χρηματικού κεφαλαίου 130.134,21 (= 110.134,21 + 20.000) ευρώ διά αποζημίωσιν και χρηματικήν ικανοποίησιν ηθικής βλάβης (απορριφθέντος του αντικειμενικώς σωρευομένου αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως).
Γ) Κατά της ως άνω αποφάσεως ήσκησαν: ι) η εναγομένη την υπ’ αριθ. καταθ. ……… /5-6-2014 (συνεκδικαζομένην πρώτην) έφεσιν, διά της οποίας βάσει των δι’ αυτής προβαλλομένων λόγων η ως άνω διάδικος ζητεί μετ’ εξαφάνισιν του δυσμενούς δι’ αυτήν κεφαλαίου της εκκαλουμένης την ολοκληρωτικήν απόρριψιν της κατ’ αυτής ασκηθείσης αγωγής και ιι) η ενάγουσα την υπ’ αριθ. καταθ. …….. /21-7-2014 (συνεκδικαζομένη δευτέραν) έφεσιν, διά της οποίας βάσει των δι’ αυτής προβαλλομένων λόγων ζητεί μετ’ εξαφάνισιν της εκκαλουμένης κατά τα δυσμενή δι’ αυτήν κεφάλαια [αφ’ ενός περί μερικής μόνον παραδοχής του κυρίου ουσιαστικού αιτήματος περί χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης (διά μικρότερον του αιτηθέντος χρηματικού ύψους) και αντιστοίχου απορρίψεως αυτού κατά το αιτηθέν υπόλοιπον κεφάλαιον και αφ’ ετέρου περί απορρίψεως του κυρίου ουσιαστικού αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως] την ολικήν παραδοχήν της αγωγής και κατά τα ως άνω απορριφθέντα κεφάλαια.
Δ) Η δευτέρα εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων (υπ’ αριθ. καταθ. …….. /21-7-2014 της εναγούσης) έχει ασκηθεί, κατ’ άρθρον 518§1 ΚΠολΔ, εκπροθέσμως (πέραν της οριζομένης νομίμου τριακονθημέρου προθεσμίας από της επιδόσεως της εκκαλουμένης), αφού η επίδοσις της εκκαλουμένης συνετελέσθη την 7η Μαΐου 2014 και η έφεσις κατετέθη την 21ην Ιουλίου 2014. Πρέπει, επομένως, η ως άνω έφεσις να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Ε) Η πρώτη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων (υπ’ αριθ. καταθ. ….. /5-6-2014 της εναγομένης) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β-εδ.α΄, 518§1εδ.α΄&γ΄ και 520§1 ΚΠολΔ), δίχως να απαιτείται η κατάθεσις παραβόλου εφέσεως κατά την εφαρμοζομένην ειδικήν διαδικασίαν (άρθρον 495§4εδ.στ΄ ΚΠολΔ). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των επί μέρους λόγων αυτής (άρθρον 533§1 ΚΠολΔ).
ΣΤ) Από τις ένορκες καταθέσεις των πρωτοβαθμίως εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχοντα στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: Α΄) η ενάγουσα ανώνυμος εταιρεία συνεστήθη διά των υπ’ αριθ. ….. /19-11-1991 και .. /16-12-1991 συστατικής και διορθωτικής πράξεων του Συμβολαιογράφου ……., οι οποίες ενεκρίθησαν διά της υπ’ αριθ. ……… /17-12-1991 αποφάσεως του Νομάρχου Πειραιώς. Η ανώνυμος εταιρεία κατεχωρήθη υπ’ αύξοντα αριθμόν μητρώου . /…… στο Μητρώον Ανωνύμων Εταιρειών και εδημοσιεύθη διά του ΦΕΚ ΑΕ&ΕΠΕ ……. Ήδη έχει πλέον καταχωρηθεί υπό αριθμόν ….. εντός του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ). Αντικείμενον εργασιών αυτής τυγχάνει κυρίως η πρακτόρευσις μεταφοράς εμπορευμάτων και παντός είδους αντικειμένων διά παντός πλωτού μεταφορικού μέσου και η πάσης μορφής διαμεσολάβησις εις την διενέργειαν των τοιούτων μεταφορών. Εις δέ την ελληνικήν αγοράν έχει ως πελάτιδες μεγάλες και μικρές εισαγωγικές εταιρείες και διακινεί άνω των 20.000 εμπορευματοκιβωτίων ετησίως. Η εναγομένη ειργάσθη διά σχέσεως εξηρτημένης εργασίας εις την εναγομένην εργοδότιδα ως υπάλληλος γραφείου από της προσλήψεώς της (4η Ιανουαρίου 1999) έως την οικειοθελή αποχώρησιν αυτής (1η Μαρτίου 2013). Η λειτουργική διαδικασία πρακτορεύσεως και διακινήσεως εμπορευμάτων εκ μέρους της εναγούσης εγίνετο κατά τον ακόλουθον τρόπον καθ’ όλην την διάρκειαν της ισχύος της ως άνω εργασιακής σχέσεως της εναγούσης μετά της εναγομένης: μετά την σύναψιν της συμβάσεως (συμφωνίας) της εναγούσης μετά των πελατών φυσικών προσώπων ή πελατιδών εταιρειών διά την μεταφοράν εμπορευμάτων (εκ της αλλοδαπής εις την ημεδαπήν) και την ειδοποίησιν των αρμοδίων οργάνων ή των προς τούτο λοιπών εντεταλμένων προσώπων της πελάτιδος διά την άφιξιν του μεταφορικού πλοίου εις τον λιμένα του Πειραιώς το εντεταλμένο αρμόδιο φυσικόν πρόσωπον του πελάτου ή της πελάτιδος εταιρείας προσήρχετο εις τα ταμεία της εναγούσης, προκειμένου να λάβει ανά χείρας το αντίστοιχον τιμολόγιον ή την αντίστοιχον διατακτικήν, μέσω της κατοχής των οποίων ηδύνατο να παραλάβει το μεταφερθέν εμπόρευμά του αποθηκευμένον εντός εμπορευματοκιβωτίων ανηκόντων εις την κατοχήν της εναγούσης. Κατά την προσέλευσίν του εις το ταμείον της εναγούσης κατέβαλε προς την αρμοδίαν ταμίαν της εναγούσης: α) το τυχόν συμβατικώς καθορισθέν και διά τιμολογίου της εναγούσης ήδη τιμολογηθέν χρηματικόν ποσόν αμοιβής διά τις παρασχεθείσες υπηρεσίες πρακτορεύσεως και εν γένει διακινήσεως του εμπορεύματος και β) το χρηματικόν ποσόν της συμφωνηθείσης εγγυήσεως διά την έγκαιρην (και καλήν) επιστροφήν του εμπορευματοκιβωτίου αποθηκεύσεως του πρακτορευθέντος ή διακινηθέντος εμπορεύματος. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις άμα τη πληρωμή η πελάτις (ή ο πελάτης) παρελάμβανεν πρωτότυπον γραμμάτιον (απόδειξιν) εισπράξεως χρημάτων διά την καταβολήν του εν τω τιμολογίω αναγεγραμμένου χρηματικού ποσού και πρωτότυπον απόδειξιν εισπράξεως εγγυήσεως διά την καταβολήν της εγγυήσεως. Κατά την προπεριγραφείσαν διαδικασίαν παραλαβής (και εξοφλήσεως) του τιμολογίου του διακινηθέντος εμπορεύματος ή καταβολής της εγγυήσεως περί της καλής και εγκαίρου επιστροφής του εμπορευματοκιβωτίου οι προς διεκπεραίωσιν της συναλλαγής ενταλθέντες υπάλληλοι ή εκτελωνιστές της πελάτιδος δεν ήρχοντο εις οιανδήποτε επαφήν μετά του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης αλλά μόνον μετά της υπαλλήλου του -προς διεκπεραίωσιν της συναλλαγής αρμοδίου- ενός εκ των δύο ταμείων της εναγούσης, τα οποία ευρίσκοντο εντός του ισογείου ορόφου εν αντιθέσει προς το τμήμα λογιστηρίου, το οποίον ευρίσκετο εντός του έκτου ορόφου του κτιρίου της έδρας της εναγούσης. Η εναγομένη ειργάζετο ως ταμίας εντός του ενός εκ των δύο ταμείων της εναγούσης, το οποίον είχε αρμοδιότητα εκδόσεως τιμολογίων σειράς Α΄ προς διεκπεραίωσιν των συναλλαγών της εναγούσης μετά των περισσοτέρων πελατριών εταιρειών της ως άνω διαδίκου, αι οποίαι, όμως, είχαν μικροτέρας οικονομικής εμβελείας και εύρους κινήσεις συναλλαγών. Η μη διάδικος ……….. ειργάζετο ως ταμίας του δευτέρου ταμείου της εναγούσης, διά του οποίου εξεδίδοντο τιμολόγια σειράς Β΄ προς διεκπεραίωσιν των συναλλαγών της εναγούσης μετά μικροτέρου αριθμού πελατριών εταιρειών, αι οποίαι, όμως, είχαν μείζονος οικονομικής εμβελείας και εύρους κινήσεις συναλλαγών. Κατά την προσέλευσιν του εκπροσωπούντος την πελάτριαν εταιρείαν φυσικού προσώπου εις το ταμείον η ταμίας της εναγούσης εξετύπωνε το αντίστοιχο τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών και την αντίστοιχον απόδειξιν καταβολής εγγυήσεως εγκαίρου επιστροφής εμπορευματοκιβωτίου και, αφού εισέπραττε παρά της πελατρίας το αντίστοιχον χρηματικόν ποσόν του τιμολογίου παροχής υπηρεσιών ή της απαιτηθείσης εγγυήσεως, παρέδιδε προς το φυσικό πρόσωπο του πελάτου ή προς το εκπροσωπούν την πελάτιδα εταιρεία φυσικόν πρόσωπον την αντίστοιχον διατακτικήν, δυνάμει της οποίας ο πελάτης ηδύνατο να παραλάβει το εμπόρευμα από τον λιμένα Πειραιώς. Οι ως άνω δύο ταμίες είχαν αρμοδιότητα προετοιμασίας των τιμολογίων, ήτοι προτιμολογήσεως, όπως προκύπτει αφ’ ενός διά της ενόρκου καταθέσεως της πρωτοδίκως εξετασθείσης μάρτυρος αποδείξεως … .. (προϊσταμένης του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης), η οποία διευκρίνισεν ότι η εναγομένη έκανε προτιμολόγηση και ότι εντός του ιδίου τμήματος λειτουργούσε υπό των ως άνω ταμιών τόσο η εισαγωγή όσο και το ταμείον, και αφ’ ετέρου από την προς συναγωγήν δικαστικού τεκμηρίου εκτιμωμένη υπ’ αριθ. ……… ένορκη βεβαίωση της ετέρας ταμίου ………, η οποία επίσης διευκρίνισεν ότι μεταξύ των καθηκόντων των ταμιών ήτο και η προετοιμασία των τιμολογίων (προτιμολόγηση), όταν το πλοίο αφίκετο μετά των εμπορευματοκιβωτίων εις τον Πειραιά, οπότε και ειδιοποιείτο ο πελάτης να προσέλθει εις το ταμείον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και να λάβει την διατακτική. Ο διά του από 21-10-2015 απολογητικού υπομνήματος της εναγομένης ενώπιον του Α΄ Ανακριτού Πειραιώς ισχυρισμός περί του ότι η ιδία δεν ηδύνατο να προβεί εις προτιμολόγησιν, διά τον λόγον ότι ο καθορισμός της τιμής εγίνετο από το τμήμα εμπορικών συμφωνιών, το οποίο μετέδιδε ηλεκτρονικώς την συμφωνηθείσαν τιμήν εις το τμήμα εισαγωγής προς έκδοσιν του αντιστοίχου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, δεν δύναται να αποδυναμώσει την ως άνω σχηματισθείσαν κρίσιν, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι, ενώ διά των πρωτοδίκων προτάσεων η εναγομένη ισχυρίσθη ότι αρχικώς (από τον Ιανουάριον του έτους 1999) ειργάζετο εις το τμήμα εισαγωγής της εναγούσης εταιρείας (υπό την τότε επωνυμίαν «……..»), στο οποίον τμήμα συγκεντρούνται τα δηλωτικά έγγραφα διά πάσαν πληροφορίαν περί των πλόων των ενδιαφερόντων εμπορικών πλοίων (όπως περί της ώρας αναχωρήσεως, της ποσότητος των μεταφερομένων εμπορευμάτων, του περιεχομένου εμπορευματοκιβωτίων και συναφών θεμάτων) και βάσει αυτών εκδίδεται η διατακτική [ήτοι το δηλωτικόν του στίχου, του εμπορεύματος και του σημείου αποθηκεύσεως έγγραφον παροχής εις τον παραλήπτην (πελάτην του πράκτορος) της δυνατότητος απροσκόπτου ευρέσεως και παραλαβής του εμπορευματοκιβωτίου μετά του φορτίου του εμπορεύματος εντός των τελωνειακώς υποκειμένων ή ελευθέρων αποθηκών] και ότι εν συνεχεία μετά την συγχώνευσιν της εναγούσης μετά της εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……..» (από το έτος 2001) ετοποθετήθη εις το ταμείον της εναγούσης «με τα αντίστοιχα καθήκοντα», εν τούτοις μετά την ως άνω συγχώνευσιν ουδόλως προσδιορίζει και διαφοροποιεί ως αυτοτελώς στελεχούμενον το τμήμα εισαγωγής (διά κατονομάσεως του προσωπικού των συγκεκριμένων υπαλλήλων του εν λόγω τμήματος) εν σχέσει προς το τμήμα ταμείου, όπως εν αντιθέσει πράττει εν σχέσει προς το τμήμα λογιστηρίου, το οποίον ρητώς κατονομάζει ως αυτοτελές τμήμα στελεχούμενον υπό των υπαλλήλων ……….. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, το εκάστοτε εκδιδόμενον τιμολόγιον αμοιβής πρακτορεύσεως και συναφών εξόδων αφεώρα εις τις υπό της εναγούσης παρασχεθείσες προς την πελάτιδα εταιρείαν υπηρεσίες και τα συναφή έξοδα (συνιστάμενα εις τον τυχόν κατά την συμφωνίαν αποδοτέον ναύλον της το εμπόρευμα μετενεγκούσης ναυτιλιακής γραμμής, τα δικαιώματα διατακτικής, τα δικαιώματα φορτώσεως και εκφορτώσεως και τα παρεμφερή δικαιώματα). Η είσπραξις των παρά των πελατριών οφειλομένων χρηματικών ποσών της πρακτοριακής αμοιβής (και λοιπών εξόδων) και της εγγυήσεως εγκαίρου επιστροφής εμπορευματοκιβωτίων εγίνετο αποκλειστικώς υπό των δύο ταμιών της εναγούσης ανωνύμου εταιρείας. Κατά την είσπραξιν της πρακτορειακής αμοιβής και της χρηματικής αξίας εγγυήσεως (είτε τοις μετρητοίς ή διά παραλαβής τραπεζικών γραμματίων αποδείξεως καταβολής του ισοπόσου χρηματικού ποσού υπό της πελάτιδος σε τραπεζικό λογαριασμόν της εναγούσης είτε διά εγχειρίσεως προς τις ταμίες τραπεζικών επιταγών -εις διαταγήν της εναγούσης- ενσωματουσών το διά την εκάστοτε συναλλαγήν οφειλόμενον αντίστοιχον χρηματικόν ποσόν) αι ταμίαι εξέδιδαν εις πρωτότυπα τις αντίστοιχες αποδείξεις (γραμμάτια) εισπράξεως τιμολογίων αμοιβής εκ παροχής υπηρεσιών και τις αντίστοιχες αποδείξεις εισπράξεως εγγυήσεων (αναλόγως της αιτίας καταβολής του αντιστοίχου χρηματικού ποσού υπό της εκάστοτε πελάτιδος) και παρέδιδαν τα ως άνω πρωτότυπα γραμμάτια αποδείξεων εισπράξεως χρηματικής αμοιβής τιμολογίων και αποδείξεων εισπράξεως χρηματικής εγγυήσεως προς τα εκπροσωπούντα τις πελάτριες εταιρείες φυσικά πρόσωπα. Η απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεων συνετάσσοντο και καθωρίζοντο ως προς το χρηματικόν ύψος καταβολής βάσει εσωτερικού καταλόγου της εναγούσης καθορίζοντος την τιμήν δι’ έκαστον είδος παραλαμβανομένου εμπορευματοκιβωτίου (διαφορετικής χωρητικότητος και μετά ή άνευ ψυγείου), όπως έχει διευκρινισθεί διά της έκτης σελίδος του από 21-10-2015 απολογητικού υπομνήματος της κατηγορουμένης ενώπιον του Α΄ Ανακριτού Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι αναλόγως της χωρητικότητος και του εφοδιασμού του εμπορευματοκιβωτίου ως μετά ή άνευ ψυγείου η τιμή της εγγυήσεως καθωρίζετο σε 100 ευρώ, 150 ευρώ, 500 ευρώ και 750 ευρώ αντιστοίχως. Το ποσόν τούτο καθωρίζετο υπό των ταμιών βάσει του ως άνω καταλόγου, όπως προκύπτει και διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου βάσει της υπ’ αριθ. ……. ενόρκου βεβαιώσεως της ετέρας ταμίου του τμήματος ταμείου …….., η οποία διευκρίνισεν ότι οι ταμίες της εναγούσης καθώριζαν, το χρηματικον ποσόν της εγγυήσεως διά την έγκαιρον επιστροφήν των εμπορευματοκιβωτίων. Εντός των καθηκόντων των προαναφερομένων ταμιών ενετάσσετο και η επιστροφή της καταβληθείσης εγγυήσεως προς τις πελάτιδες άμα τη επιστροφή των εμπορευματοκιβωτίων διά συνυπολογισμού και των σταλιών από τυχόν καθυστέρησιν εγκαίρου επιστροφής, όπως ρητώς ανεφέρθη υπό της ως άνω ετέρας ταμίου. Τα μηχανογραφικώς (ηλεκτρονικώς) εκδιδόμενα τιμολόγια πρακτορεύσεως (διακινήσεως) εμπορευμάτων [όπως επίσης και τα πιστωτικά (ανακλητικά) ή ακυρωτικά τιμολόγια] ήσαν εντεταγμένα εις το σύστημα λογιστικής και κώδικος βιβλίων και στοιχείων του μηχανογραφικού συστήματος της εναγούσης. Περίπτωσις εκδόσεως πιστωτικών (εξουδετερωτικών των προηγουμένως εκδοθέντων τιμολογίων πρακτορεύσεως) ή ακυρωτικών τιμολογίων πρακτορεύσεως υπήρχε αλλά δεν ήτο συχνή. Όμως, η συγκεκριμένη ενέργεια ήτο μηχανογραφικώς δυνατόν να γίνει υπό της εκάστοτε ταμίου (μέσω του υφ’ εκάστης τούτων χειριζομένου ηλεκτρονικού υπολογιστού του τμήματος του ταμείου) αλλ’ ουχί (λειτουργικώς) επιτρεπτόν δι’ ιδίας αυτών πρωτοβουλίας άνευ ενημερώσεως του λογιστηρίου (ήτοι η τοιαύτη ενέργεια ήτο επιτρεπτή εις τας δύο ταμίας υποχρεωτικώς και πάντοτε κατόπιν συνεννοήσεως μετά του μόνου προς τούτο αρμοδίου λογιστηρίου της εναγούσης ανωνύμου εταιρείας). Ολική ακύρωσις τιμολογίου εγίνετο, μόνον όταν υπήρχε λάθος και παραδρομή εις την αναγραφήν της επωνυμίας ή του αριθμού φορολογικού μητρώου του πελάτου, ενώ μερική ακύρωσις συνετελείτο, εάν υπήρχε μικρά διαφορά της συμφωνηθείσης τιμής κοστολογήσεως μεταξύ εναγούσης και πελάτιδος, η οποία διαφορά επηρέαζε και έπρεπε συνακολούθως να διορθωθεί και στην αντίστοιχον τιμήν τιμολογήσεως επί των υπό των ως άνω ταμιών εκδιδομένων τιμολογίων. Εις τας αποκλειστικάς ταύτας περιπτώσεις η ταμίας είχεν, κατά τα αμέσως ως άνω αναφερθέντα, υποχρέωσιν ενημερώσεως του λογιστηρίου της εναγούσης προς τον σκοπόν συντελέσεως της αντιστοίχου ακυρώσεως. Λόγω, όμως, της εντάξεως των τιμολογίων πρακτορειακής αμοιβής (και συναφών εξόδων) εις το σύστημα λογιστικής και κώδικος βιβλίων και στοιχείων του μηχανογραφημένου λογιστηρίου της εναγούσης ταύτα άμα τη εκδόσει αυτών περιήρχοντο άπαξ, αυτομάτως και ανεξιτήλως ως ηλεκτρονικόν γεγονός εις το ηλεκτρονικό σύστημα του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης. Ήτοι, δεν ηδύνατο να γίνει διαγραφή εκδοθέντος τιμολογίου (πρακτορεύσεως), διά της οποίας τούτο να εξαφανίζεται ως ηλεκτρονικό γεγονός (τόσον εκδόσεως όσον και διαγραφής) από το μηχανογραφημένο λογιστικό σύστημα της εναγούσης αλλά εντός του ως άνω συστήματος παρέμεναν καταχωρημένα και αποθηκευμένα τόσον το αρχικό τιμολόγιον τιμολογήσεως των παρασχεθεισών πρακτορειακών υπηρεσιών όσον και το «πιστωτικό» (ανακλητικό) ή ακυρωτικό τιμολόγιο του αρχικού. Αντιθέτως οι αποδείξεις εισπράξεως (τόσον τιμολογίων όσον και εγγυήσεων) δεν ήσαν εντεταγμένες εις το ως άνω μηχανογραφημένον λογιστικό σύστημα αλλά απεθηκεύοντο μόνον ως πραγματικό (ηλεκτρονικό) γεγονός εντός συγκεκριμένου αποθηκευτικού χώρου του μηχανογραφικού συστήματος της εναγούσης, οπότε από της στιγμής της επεμβάσεως εντός του μηχανογραφημένου συστήματος προς τον σκοπόν ακυρώσεως (διαγραφής) κάποιου γραμματίου (αποδείξεως) εισπράξεως (τιμολογίου ή εγγυήσεως) η τοιαύτη επέμβασις προεκάλει το λογιστικό πρόγραμμα να ανατρέξει εις τον (προγενέστερον) χρόνον εκδόσεως του αντιστοίχου γραμματίου εισπράξεως και να «διαγράψει» («εξαφανίσει») αυτό ως (ηλεκτρονικό) γεγονός τόσον αποδείξεως εισπράξεως όσον και διαγραφής αποδείξεως εισπράξεως χρημάτων (και δή από του ως άνω χρόνου ηλεκτρονικής εκδόσεως της διαγραφείσης αποδείξεως εισπράξεως) τόσον από το ηλεκτρονικώς τηρούμενον δελτίον (καρτέλλα) του αντιστοίχου πελάτου όσον και από την ηλεκτρονικώς τηρουμένην αντίστοιχον κατάστασιν εισπράξεως ημέρας, κατά τρόπον ώστε εντός των ως άνω δελτίου πελάτου και καταστάσεως εισπράξεων ημέρας να μην υφίσταται οιαδήποτε μηχανογραφημένη απεικόνιση της γενομένης εγγραφής της εισπράξεως και της επακολουθησάσης διαγραφής αυτής αλλά το γεγονός της εισπράξεως ουδόλως να απεικονίζεται τόσον ως είσπραξις όσο και ως διαγραφή. Διά τούτο ακριβώς τον λόγον και (πέραν της αναρμοδιότητος) δεν υπήρχε κάν ηλεκτρονική (μηχανογραφική) δυνατότης των ταμιών να προβούν εις ακύρωσιν (διαγραφήν) κάποιας αποδείξεως εισπράξεως τιμολογίου (πρακτοριακής αμοιβής) ή αποδείξεως εισπράξεως εγγυήσεως, διότι η συγκεκριμένη ενέργεια δεν ηδύνατο να γίνει ηλεκτρονικώς (μηχανογραφικώς) υπό μόνων των ταμιών διά της χρήσεως του εις εκάστην εξ αυτών ανήκοντος προσωπικού κωδικού αριθμού διαβαθμίσεως (έκαστος υπάλληλος είχε προσωπικόν κωδικόν αριθμόν διαβαθμίσεως εντός της εναγούσης ανωνύμου εταιρείας). Ουχί μόνον η αρμοδιότης αλλά και η μηχανογραφική δυνατότης ακυρώσεως των αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων ή εγγυήσεων ανήκεν αποκλειστικώς εις το τμήμα του λογιστηρίου, του οποίου ο εκάστοτε αρμόδιος υπάλληλος εν περιπτώσει επικειμένης ακυρώσεως τέτοιας αποδείξεως έδει να ειδοποιηθεί προς τούτο υπό των ταμιών, να κατέλθει από τον (εντός του έκτου ορόφου κείμενον) χώρον του λογιστηρίου εις τον (εντός του ισογείου ορόφου κείμενον) χώρον του ταμείου του κτιρίου της έδρας της εναγούσης και διά της χρήσεως του εις αυτόν αποκλειστικώς ανήκοντος προσωπικού κωδικού αριθμού να προβεί μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού της αντιστοίχου ταμίου εις την τοιαύτην ακύρωσιν (αι δύο ταμίαι της εναγούσης δεν είχαν ηλεκτρονική – μηχανογραφική δυνατότητα ακυρώσεως αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων ή εγγυήσεων διά της χρήσεως του προσωπικού κωδικού αριθμού αυτών). Εκάστη των δύο ταμιών εξεκίνει την εργασίαν αυτής έχουσα εντός του ταμείου χρηματικόν ποσόν κυμαινόμενον μεταξύ 200 έως 250 ευρώ και διενήργει τις χρεωπιστώσεις κατά την διάρκειαν του ωραρίου εργασίας. Μετά δέ το πέρας της εργασίας της άμα τη λήξει του ωραρίου οι υπάλληλοι του λογιστηρίου της εναγούσης εξετύπωναν το δελτίον ταμείου προς τον σκοπόν διαπιστώσεως της ποσότητος των χρημάτων, τα οποία ευρίσκοντο εις έκαστον εκ των δύο ταμείων. Εν συνεχεία είς των υπαλλήλων του λογιστηρίου κατήρχετο εκ του έκτου ορόφου εις τον ισόγειον όροφον και παρελάμβανε παρ’ εκάστης ταμίου το χρηματικόν ποσόν εκάστου αντιστοίχου εκ των δύο ταμείων, το οποίον χρηματικόν ποσόν ταμείου (πραγματική είσπραξις) έπρεπε να συμφωνεί προς το λογιστικόν αντίστοιχον χρηματικό μέγεθος, το οποίον ενεφαίνετο εντός της λογιστικής καταστάσεως εισπράξεως ημέρας της εκτυπουμένης εντός του λογιστηρίου. Ο δέ το χρηματικό ποσόν ημερησίας εισπράξεως παραλαμβάνων υπάλληλος του λογιστηρίου παρέδιδε τούτο προς την προϊσταμένην του λογιστηρίου, η οποία ετοποθέτει τούτο προς φύλαξιν εντός χρηματοκιβωτίου της εναγούσης. Β΄) Η εναγομένη, εκμεταλλευθείσα προς ίδιον παράνομον όφελος τόσον την προπεριγραφείσα διαδικασίαν εκδόσεως πιστωτικών (ανακλητικών) και ακυρωτικών τιμολογίων και ακυρώσεως (διαγραφής) αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων όσον και την σχέσιν συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των συναδέλφων υπαλλήλων από την πολυετή συνεργασίαν αλλήλων ως μισθωτών της ως άνω επιχειρήσεως της εναγούσης, απεμνημόνευσεν λάθρα τον προσωπικόν κωδικόν διαβαθμίσεως της υπαλλήλου του λογιστηρίου της εναγούσης …………, ο οποίος εταυτίζετο προς το έτος γεννήσεώς της ως άνω υπαλλήλου του λογιστηρίου (ήτο ο αριθμός «1972») και τον οποίον η εναγομένη είχε αντιληφθεί ιδίοις όμμασιν, καθ’ άς σπανίας περιπτώσεις η ως άνω υπάλληλος του λογιστηρίου, κατελθούσα από του λογιστηρίου εις το ταμείον, είχε διά του συγκεκριμένου κωδικού αριθμού προβεί μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού της εναγομένης σε νόμιμες ακυρώσεις αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων εκδοθεισών υπό της ως άνω διαδίκου, και κατά τας κάτωθι αναλυτικώς αναφερομένας περιπτώσεις διά της χρήσεως του ως άνω προσωπικού κωδικού της προαναφερθείσης υπαλλήλου του λογιστηρίου εν αγνοία της τελευταίας προέβαινε σε παράνομες ακυρώσεις αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων, οι οποίες, όμως, αποδείξεις ήσαν και έπρεπε να παραμείνουν έγκυρες και ισχυρές, αφού δεν συνέτρεχε περίπτωσις και λόγος ακυρώσεως αυτών, καθώς αφεώρων εις ισχύουσες και μη ακυρωθείσες συναλλαγές. Διά του τρόπου αυτού επετύγχανεν την παράνομον ιδιοποίησιν και κάρπωσιν προς ίδιον όφελος του χρηματικού ποσού εκάστης αντιστοίχου παρανόμως ακυρωθείσης αποδείξεως εισπράξεως τιμολογίων, το οποίον περιήρχετο εις χείρας της από τα εκπροσωπούντα τις μετά της εναγούσης συναλλασσόμενες πελάτιδες εταιρείες φυσικά πρόσωπα και ήτο αποδοτέον προς την ενάγουσαν ως αφορών αμοιβήν και έξοδα της εναγούσης από έγκυρον συναλλαγήν. Πρέπει να επισημανθεί ότι μετά την προς την εναγομένην διά λογαριασμόν της εναγούσης καταβολήν του αντιστοιχούντος εις εκάστην (εκ των υστέρων ακυρωθείσαν) απόδειξιν χρηματικού ποσού τιμολογίου από τα μετ’ αυτής (εναγομένης) συναλλασσόμενα και τις πελάτιδες εταιρείες της εναγούσης εκπροσωπούντα φυσικά πρόσωπα (ή από τα μετ’ αυτής ατομικώς συναλλασσόμενα φυσικά πρόσωπα) η εναγομένη είχε ήδη εγχειρίσει προς τους ως άνω εκπροσώπους των πελατιδών εταιρειών της εναγούσης τα πρωτότυπα γραμμάτια των εγκύρως εκδοθεισών (αλλά εκ των υστέρων παρανόμως υπό της εναγομένης ακυρωθεισών) αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων, οπότε τόσον η ενάγουσα ως πράκτωρ όσον και αι μετ’ αυτής συναλλασσόμεναι πελάτιδες εταιρείες (ή φυσικά πρόσωπα ατομικών επιχειρήσεων), αι οποίαι είχαν δεχθεί τις υπηρεσίες πρακτορεύσεως της εναγούσης, ουδόλως εγνώριζαν διά την εκ των υστέρων άνευ λόγου και αιτίας αυθαίρετον και παράνομον ακύρωσιν των ως άνω αποδείξεων εκ μέρους της εναγομένης, αφού η συναλλαγή μεταξύ αυτών (εναγούσης και πελατριών εταιρειών) ήτο και είχε παραμείνει ισχυρά, ούτως ώστε το υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης αντιστοίχως εγχειριζόμενον πρωτότυπον γραμματίου (αποδείξεως) εισπράξεως τιμολογίου (ανεξαρτήτως της εκ μέρους της εναγομένης παρανόμου ακυρώσεώς του εν αγνοία των εναγούσης και πελατιδών) να βεβαιώνει την εξόφλησιν της οφειλομένης αμοιβής από τις πελάτιδες προς την ενάγουσαν διά υπαρκτήν και έγκυρον συναλλαγήν. Επί πλέον, εις τις συγκεκριμένες κάτωθι εκ των αναλυτικώς αναφερομένων περιπτώσεων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την παράνομον και αυθαίρετον ακύρωσιν των αντιστοίχων γραμματίων εισπράξεως αμοιβών τιμολογίων η εναγομένη προέβαινε σε έκδοσιν πλαστών πιστωτικών (ανακλητικών) ή ακυρωτικών τιμολογίων εν σχέσει προς την συναλλαγήν, διά την οποίαν είχε προηγουμένως παρανόμως ακυρωθεί η νομίμως εκδοθείσα απόδειξις εισπράξεως τιμολογίων, ούτως ώστε, ενώ διά της εγκύρου εκδόσεως των αρχικών τιμολογίων απεικονίζετο η σύναψις εγκύρου συμβάσεως και η ύπαρξις πραγματικής συναλλακτικής σχέσεως μεταξύ εναγούσης και πελατριών εταιρειών δικαιολογούσης την εν τοις τιμολογίοις αναφερομένην πρακτορικήν αμοιβήν μετ’ εξόδων, παρά ταύτα (εν τούτοις) διά της τοιαύτης εκ των υστέρων παρανόμου από την εναγομένην εκδόσεως αντιστοίχων πιστωτικών ή ακυρωτικών τιμολογίων η υπό της εναγούσης εκτελεσθείσα έγκυρος και υπαρκτή σύμβασις -εκ της οποίας εδικαιολογείτο η απαίτησις αμοιβής από την ενάγουσαν έναντι των πελατριών εταιρειών (και συνακολούθως η απαίτησις της εναγούσης έναντι της εναγομένης προς απόδοσιν της τοιαύτης αμοιβής μετά την υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της πρώτης είσπραξιν αυτής από τις καταβαλούσες αυτήν εκάστοτε πελάτριες εταιρείες)- να παρουσιάζεται εκ των υστέρων τεχνηέντως και ψευδώς υπό της εναγομένης προς την ενάγουσαν ως μη ισχύουσα και ως μη δικαιολογούσα οιανδήποτε αμοιβήν, διά να ιδιοποιείται εκ προθέσεως και καρπούται παρανόμως η εναγομένη προς βλάβην της εναγούσης την προ της παρανόμου ακυρώσεως των τιμολογίων ήδη από τις πελάτιδες προς την εναγομένην διά λογαριασμόν της εναγούσης καταβληθείσαν διά πραγματικήν παροχήν υπηρεσιών τοιαύτην αμοιβήν. Ειδικώτερον: Ι) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………..»: α) την 13η Νοεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ……… /13-11-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 5.766,15 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ……. /13-11-2012 γραμμάτιον (απόδειξις) περί εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 7η Δεκεμβρίου 2012 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ………. /7-12-2012 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 5.766,15 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Μετά ταύτα, την 8η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη (επαν)εξέδωσεν το υπ’ αριθ. ….. /8-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών ιδίας ως άνω αξίας (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου αναγράφεται αναληθώς ότι η ως άνω πελάτις οφείλει το ως άνω χρηματικόν ποσόν από την αυτήν ως άνω αιτίαν προς την ενάγουσαν (διά πλαστής μεταθέσεως του χρόνου οφειλής από τον χρόνον πραγματοποιήσεως της συναλλαγής), ενώ εν τοις πράγμασιν δεν οφείλει τούτο, αφού το ως άνω χρηματικόν ποσόν είχε καταβληθεί υπό της ως άνω πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης βάσει των εις ανωτέρω σημείον αναφερομένων αρχικού τιμολογίου και γραμματίου (αποδείξεως) εισπράξεως, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα), β) την 28η Νοεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ……… /28-11-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 5.089,95 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …… /28-11-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 7η Δεκεμβρίου 2012 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ….. /7-12-2012 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 5.089,95 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Μετά ταύτα, την 8η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη (επαν)εξέδωσε το υπ’ αριθ. …… /8-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών ιδίας ως άνω αξίας (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου αναγράφεται αναληθώς ότι η ως άνω πελάτις οφείλει το ως άνω χρηματικόν ποσόν από την αυτήν ως άνω αιτίαν προς την ενάγουσα (διά πλαστής μεταθέσεως του χρόνου οφειλής από τον χρόνον πραγματοποιήσεως της συναλλαγής), ενώ εν τοις πράγμασιν δεν οφείλει τούτο, αφού το ως άνω χρηματικόν ποσόν είχε καταβληθεί υπό της ως άνω πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης βάσει των ανωτέρω αναφερομένων αρχικού τιμολογίου και αντιστοίχου γραμματίου (αποδείξεως) εισπράξεως, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασα υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα), γ) την 17η Δεκεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …… /17-12-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 11.513,85 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ….. /17-12-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 10ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ……. /10-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 11.513,85 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασα υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα), δ) την 15ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ….. /15-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 7.794,75 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ……. /15-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ….. /4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 7.794,75 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα), ε) την 24ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /24-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.723,25 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ………..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …. /24-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 2.723,25 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα), στ) την 30ήν Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /30-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 3.061,35 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ….. /30-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 3.061,35 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα), και ζ) την 1η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. .. /1-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.385,15 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /1-2-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ….. /4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 2.385,15 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι άπαντα τα (εκ ων υστέρων παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρων πιστωτικών τιμολογίων ανακληθέντα – ακυρωθέντα) ως άνω επτά τιμολόγια αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχουν επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχουν εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από τις επίσης ως άνω αναφερόμενες συνοδευτικές των συγκεκριμένων τιμολογίων αποδείξεις εισπράξεως (γραμμάτια εισπράξεως), τα πρώτο, δεύτερον, τέταρτον, πέμπτον, έκτον και έβδομον εκ των ως άνω τιμολογίων εξωφλήθησαν υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτών υπό της εναγομένης ταμίου, ενώ το τρίτον εξ αυτών εξωφλήθη τρείς ημέρες μετά την έκδοσιν αυτού. Εις ουδέν μάλιστα εξ αυτών (γραμματίων εισπράξεως) έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως αθροιστικό χρηματικόν ποσόν 38.334,45 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «……..» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: την 27η Νοεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ……. /27-11-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.783,71 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ….. /28-11-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 8ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ……. /8-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 1.783,71 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το (εκ ων υστέρων παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρου πιστωτικού τιμολογίου ανακληθέν – ακυρωθέν) ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένην συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη μίαν ημέραν μετά την έκδοσιν αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Επί δέ του σώματος αυτού (γραμματίου εισπράξεως) δεν έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 1.783,71 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «………» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΙΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: α) την 12ην Οκτωβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /12-10-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 3.994,94 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …… /15-10-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 10ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ….. /10-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 3.994,95 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα), β) την 17η Δεκεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ……… /17-12-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.981,53 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ….. /17-12-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας) ως μέρους εισπραχθείσης μείζονος οφειλής ποσού 3.654,33 ευρώ (διά ρητής μνείας της εισπράξεως του ως άνω κρισίμου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών ομού μετά των υπ’ αριθ. .. /17-12-2012 και …… /17-12-2012 τιμολογίων παροχής υπηρεσιών εκ ποσών 672,81 ευρώ και 999,99 ευρώ αντιστοίχως), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως. Ακολούθως, την 11ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ….. /11-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 1.981,53 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσα (εργοδότιδα) και γ) την 19η Δεκεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …… /19-12-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 7.456,65 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …….. /19-12-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας) ως μέρους εισπραχθείσης μείζονος οφειλής ποσού 23.851,50 ευρώ (διά ρητής μνείας της εισπράξεως του ως άνω κρισίμου τιμολογίου παροχής υπηρεσιών ομού μετά των υπ’ αριθ. ……… τιμολογίων παροχής υπηρεσιών εκ ποσών 1.032,75 ευρώ, 2.047,05 ευρώ, 356,55 ευρώ, 2.047,05 ευρώ, 694,65 ευρώ, 356,55 ευρώ, 694,65 ευρώ, 7.118,55 ευρώ και 2.047,05 ευρώ αντιστοίχως), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν μερικώς το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως και δή εν σχέσει προς το ως άνω εισπραχθέν κρίσιμον ποσόν των 7.456,65 ευρώ. Ακολούθως, την 28η Δεκεμβρίου 2012 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ……. /28-12-2012 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 7.456,65 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασα υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι άπαντα τα (εκ ων υστέρων παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρων πιστωτικών τιμολογίων ανακληθέντα – ακυρωθέντα) ως άνω τρία τιμολόγια αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχουν επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχουν εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από τις επίσης ως άνω αναφερόμενες συνοδευτικές των συγκεκριμένων τιμολογίων αποδείξεις εισπράξεως (γραμμάτια εισπράξεως), τα δεύτερον και τρίτον εκ των ως άνω τιμολογίων εξωφλήθησαν υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτών υπό της εναγομένης ταμίου, ενώ το πρώτον εξ αυτών εξωφλήθη τρείς ημέρες μετά την έκδοσιν αυτού. Εις ουδέν μάλιστα εξ αυτών (γραμματίων εισπράξεως) έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως αθροιστικό χρηματικόν ποσόν 13.433,12 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «…… ……» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, IV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……»: α) την 21ην Ιανουαρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …. /21-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.869,60 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ (δυσαναγνώστου αριθμού) /21-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (το οποίον ετύγχανε μερικώτερο ποσόν συμπεριλαμβανόμενον εις το δια του αυτού γραμματίου εισπράξεως εισπραχθέν μείζον ποσόν εκ 3.251,53 ευρώ εις εξόφλησιν του ανωτέρω επιδίκου υπ’ αριθ. … /21-1-2013 καθώς και των μη επιδίκων υπ’ αριθ. …….. /2013 μη επιδίκων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ουδέποτε, όμως, απέδωσε το παρά της ως άνω πελάτιδος εισπραχθέν ως άνω χρηματικόν ποσόν προς την ενάγουσαν, η οποία υπελάμβανεν ότι η ως άνω πελάτις εξακολουθεί να οφείλει την ως άνω οφειλήν και β) την 1η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …..4 /1-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 4.900,32 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …. /5-2-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου υπογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ουδέποτε, όμως, απέδωσε το παρά της ως άνω πελάτιδος εισπραχθέν ως άνω χρηματικόν ποσόν προς την ενάγουσαν, η οποία υπελάμβανεν ότι η ως άνω πελάτις εξακολουθεί να οφείλει την ως άνω οφειλήν. Πρέπει να επισημανθεί ότι αμφότερα τα ως άνω τιμολόγια αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχουν επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχουν εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από τις επίσης ως άνω αναφερόμενες συνοδευτικές των συγκεκριμένων τιμολογίων αποδείξεις εισπράξεως (γραμμάτια εισπράξεως), το πρώτον εξ αυτών εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου και το δεύτερον εξ αυτών εξωφλήθη τέσσερεις ημέρες μετά την έκδοσιν αυτού. Εις ουδέν μάλιστα εξ αυτών (γραμματίων εισπράξεως) έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως αθροιστικό χρηματικόν ποσόν 6.769,92 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «…….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, V) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: την 5η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …. /5-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.104,81 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /5-2-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ακολούθως, την αυτήν ως άνω ημερομηνίαν (5ην Φεβρουαρίου 2013) η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …… /5-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν ακυρωτικόν τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι ηκυρώθη το αμέσως ως άνω προηγηθέν τούτου τιμολόγιον αμοιβής υπηρεσιών. Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω ακυρωτικού τιμολογίου λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ακυρωθέντι τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το εκ των υστέρων (παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρου ακυρωτικού τιμολογίου) ακυρωθέν ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένην συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί επί του σώματος αυτού υπό της εναγομένης και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 2.104,81 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «…….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, VΙ) Εν σχέσει προς τον πελάτη ……..: την 17ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ….. /17-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.164,07 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ (δυσαναγνώστου αριθμού) /17-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ουδέποτε, όμως, απέδωσε το παρά της ως άνω πελάτιδος εισπραχθέν ως άνω χρηματικόν ποσόν προς την ενάγουσαν, η οποία υπελάμβανεν ότι η ως άνω πελάτις εξακολουθεί να οφείλει την ως άνω οφειλήν. Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένη συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό του ως άνω πελάτου άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί επί του σώματος αυτού υπό της εναγομένης και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 2.164,07 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό του πελάτου ……….. διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, VΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα «……….»: την 15η Νοεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ……… /15-11-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.723,25 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ….. /15-11-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ακολούθως, την 8ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ……. /8-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 2.723,25 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένη συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 2.723,25 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «. …..» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, VΙΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα «………»: την 8η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθησαν υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης τα υπ’ αριθ. …….. /8-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγια παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 1.426,20 (= 356,55 + 356,55 + 356,55 + 356,55) ευρώ (υπό αντιστοίχους κωδικούς αιτιολογίας …..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …. /8-2-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπολειπομένου κατά πέντε λεπτά του ευρώ), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ουδέποτε, όμως, απέδωσε το παρά της ως άνω πελάτιδος εισπραχθέν ως άνω χρηματικόν ποσόν προς την ενάγουσαν, η οποία υπελάμβανεν ότι η ως άνω πελάτις εξακολουθεί να οφείλει την ως άνω οφειλήν. Πρέπει να επισημανθεί ότι τα ως άνω τιμολόγια αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχουν επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχουν εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένη συνοδευτικήν των συγκεκριμένων τιμολογίων απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), ταύτα εξωφλήθησαν υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτών υπό της εναγομένης ταμίου. Εις ουδέν μάλιστα εξ αυτών (γραμματίων εισπράξεως) έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως αθροιστικό χρηματικόν ποσόν 1.426,15 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «……» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΙΧ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα «………..»: α) την 18η Σεπτεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ….. /18-9-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.723,25 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …… /18-9-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ακολούθως, την 12η Δεκεμβρίου 2012 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ……. /12-12-2012 σειράς Α΄ πλαστό πιστωτικό (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικό) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 2.723,25 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα) και β) την 4η Δεκεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. ……. /4-12-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 5.766,15 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ……. /4-12-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου υπογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ακολούθως, την 10ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ….. /10-1-2013 σειράς Α΄ πλαστό πιστωτικό (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικό) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 5.766,15 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι αμφότερα τα ως άνω τιμολόγια αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχουν επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχουν εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, τα ως άνω τιμολόγια εξωφλήθησαν υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτών υπό της εναγομένης ταμίου. Εις ουδέν μάλιστα εξ αυτών (γραμματίων εισπράξεως) έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως αθροιστικό χρηματικόν ποσόν 8.489,40 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «. . …….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν. Χ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα «………»: την 12η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …… /12-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.282,60 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ………) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …… /14-2-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την αυτήν ημέραν εκδόσεως του ως άνω τιμολογίου (12η Φεβρουαρίου 2013), ήτοι δύο ημέρες προ της εκδόσεως της ως άνω αποδείξεως εισπράξεως, η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …….. /12-12-2012 σειράς Α΄ πλαστόν ακυρωτικόν τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι ηκυρώθη το αμέσως ως άνω προηγηθέν τούτου τιμολόγιον αμοιβής υπηρεσιών. Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω ακυρωτικού τιμολογίου λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ακυρωθέντι τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το εκ των υστέρων (παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρου ακυρωτικού τιμολογίου) ακυρωθέν ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένην συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος δύο ημέρες μετά την έκδοσιν αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 1.282,60 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «……..» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα «………»: την 13η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …. /13-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 357,55 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …. /13-2-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον παρεδόθη και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο, όπως αποδεικνύεται και διά της αντιστοίχου ηλεκτρονικής σημειώσεως επί του από 5-4-2013 αποσπάσματος κινήσεως του ταμείου της εναγομένης κατά την 13-2-2013. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την αυτήν ημέραν εκδόσεως του ως άνω τιμολογίου (13η Φεβρουαρίου 2013) η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …… /13-12-2012 σειράς Α΄ πλαστόν ακυρωτικόν τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι ηκυρώθη το αμέσως ως άνω προηγηθέν τούτου τιμολόγιον αμοιβής υπηρεσιών. Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω ακυρωτικού τιμολογίου λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ακυρωθέντι τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το εκ των υστέρων (παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρου ακυρωτικού τιμολογίου) ακυρωθέν ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένην συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 357,55 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «………» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΙI) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: την 21ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /21-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.961,69 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /23-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ακολούθως, την 5η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. ….. /5-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικό (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 1.961,69 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος μίαν ημέραν μετά την έκδοσιν αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 1.961,69 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «.. ….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΙΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «.. …..»: την 6η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /6-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 356,55 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /6-2-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την αυτήν ημέραν εκδόσεως του ως άνω τιμολογίου (6η Φεβρουαρίου 2013) η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /6-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν ακυρωτικόν τιμολόγιον ιδίου ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι ηκυρώθη το αμέσως ως άνω προηγηθέν τούτου τιμολόγιον αμοιβής υπηρεσιών. Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω ακυρωτικού τιμολογίου λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ακυρωθέντι τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασα υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το εκ των υστέρων (παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρου ακυρωτικού τιμολογίου) ακυρωθέν ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένην συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 356,55 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «……….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΙV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………..»: την 25η Οκτωβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …… /25-10-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 590,44 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ ….. /26-10-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 7ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /7-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικό (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 590,40 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος μίαν ημέραν μετά την έκδοσιν αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 590,40 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «……….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: την 27η Νοεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /27-11-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 995,85 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ .. /27-11-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 8ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /8-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικόν ποσόν των 995,85 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 995,85 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «…………» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧVΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: την 25η Οκτωβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /25-10-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.076,25 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ……..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ …. /29-10-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 7ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. … /7-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικό) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 1.076,25 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος τέσσερεις ημέρες μετά την έκδοσιν αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 1.076,25 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «…………» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧVΙI) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………»: την 8η Οκτωβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /8-10-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 3.196,50 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ .. /9-10-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου υπογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 12η Δεκεμβρίου 2012 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. … /12-12-2012 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικό) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 3.196,50 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος μίαν ημέρα μετά την έκδοσιν αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 3.196,50 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «……….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧVΙIΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………..»: την 9ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …. /9-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 995,85 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /9-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. … /4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικό) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 995,85 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος μίαν ημέρα μετά την έκδοσιν αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 995,85 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «. …..» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΙΧ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: την 29ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. .. /29-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.003,68 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ .. /31-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ουδέποτε, όμως, απέδωσε το παρά της ως άνω πελάτιδος εισπραχθέν ως άνω χρηματικόν ποσόν προς την ενάγουσαν, η οποία υπελάμβανεν ότι η ως άνω πελάτις εξακολουθεί να οφείλει την ως άνω οφειλήν. Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένη συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος μετά δύο ημέρες από της εκδόσεως αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 1.003,68 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «……….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «… ..»: την 23ην Οκτωβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. .. /23-10-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 3.839,11 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /23-10-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 7η Δεκεμβρίου 2012 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /7-12-2012 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 3.839,11 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 3.839,11 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «………..» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: την 3ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /3-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.032,75 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /3-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου υπογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. … /4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 1.032,75 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 1.032,75 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «. ………» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………»: την 15ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /15-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 319,65 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /15-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 319,65 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 319,65 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «……….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧΙΙΙ) Εν σχέσει προς τον πελάτη …………: την 20ή Νοεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. …. /20-11-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.327,17 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /21-11-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου υπογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν του ως άνω πελάτου, ως εξοφλήσαντος τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 8ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ… /8-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ του ως άνω πελάτου το ως άνω χρηματικό ποσόν των 1.327,17 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό του πελάτου εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό του πελάτου και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό του ως άνω πελάτου την επομένην της εκδόσεως αυτού ημέραν. Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 1.327,17 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό του πελάτου .. … διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧΙV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: την 2αν Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /2-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.385,15 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ….) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /2-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου υπογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 4η Φεβρουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …/4-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 2.385,15 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ακολούθως την 5η Φεβρουαρίου 2013 (επομένην της εκδόσεως του πλαστού πιστωτικού τιμολογίου ημέραν) η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. … /5-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν τιμολόγιον ιδίας ως άνω αξίας υπό την αυτήν προς το αρχικόν τιμολόγιον ως άνω αιτιολογίαν εκδόσεως, διά του οποίου εφαίνετο ότι η προαναφερθείσα συναλλαγή ήτο υπαρκτή (αλλά γενομένη εις μεταγενεστέραν ημερομηνίαν), πλήν, όμως, εν συνεχεία αυθημερόν εξέδωσεν το υπ’ αριθ. … /5-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν ακυρωτικόν τιμολόγιον, διά του οποίου ηκυρώθη το εν τη αυτή ημέρα πλαστώς εκδοθέν αμέσως ως άνω πιστωτικόν τιμολόγιον. Ούτως, διά της εκδόσεως του ανωτέρω αναφερομένου αρχικού πλαστού πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του αρχικού εγκύρου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) γνησίω τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Αντιστοίχως διά της μεταγενεστέρας εκδόσεως αφ’ ενός του πλαστού τιμολογίου μεταχρονολογημένης επανατιμολογήσεως της εις προγενέστερον χρόνον ως άνω γενομένης υπαρκτής συναλλαγής και αφ’ ετέρου του επακολουθήσαντος πλαστού ακυρωτικού τιμολογίου περί ακυρώσεως του αμέσως ως άνω αναφερομένου πλαστού τιμολογίου μεταχρονολογημένης επανατιμολογήσεως λογιστικώς επεχειρήθη η περαιτέρω συγκάλυψις της ως άνω υπεξαιρέσεως, αφού εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ακυρωθέντι πλαστώ τιμολογίω επανατιμολογήσεως αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή συντελεσθείσα εις προγενέστερον χρόνον εν συγκρίσει προς τον χρόνον εκδόσεως του πλαστού τιμολογίου επανατιμολογήσεως, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης (ουχί κατά την έκδοσιν του μεταγενεστέρου πλαστού τιμολογίου επανατιμολογήσεως αλλά κατά την έκδοσιν του αρχικού γνησίου τιμολογίου), δίχως, όμως, όπως προανεφέρθη, να αποδοθεί από την εισπράξασα υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσα (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το γνήσιον αρχικόν τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτών αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν άμα της εκδόσει αυτού (υπό της εναγομένης). Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 2.385,15 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «……..» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα «……..Ε.»: την 24ην Δεκεμβρίου 2012 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. .. /24-12-2012 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 1.598,25 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /24-12-2012 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 10ην Ιανουαρίου 2013 η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /10-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν πιστωτικόν (εν τοις πράγμασιν ακυρωτικόν) τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι επιστώθη (ηκυρώθη) υπέρ της ως άνω πελάτιδος το ως άνω χρηματικό ποσόν των 1.598,25 ευρώ (από την εν τω προηγουμένω τιμολογίω αναφερομένην συναλλαγήν). Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω πιστωτικού τιμολογίου (ανακλητικού του προηγουμένου) λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ανακληθέντι (ακυρωθέντι) τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν (άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης). Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 1.598,25 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «………..» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧVΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα «…………»: την 29ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. .. /29-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 356,65 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας ..) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /29-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Ούτως, η εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης ως προς την εξ αυτής απορρέουσαν υποχρέωσιν πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχεν ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασαν υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προανεφέρθη, το ως άνω τιμολόγιον εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν (άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης). Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως ποσόν 356,65 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος εταιρείας «… .» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, ΧΧVΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: την 9ην Ιανουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. … /9-1-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 2.723,25 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /9-1-2013 γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου υπογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν της ως άνω πελάτιδος, ως εξοφλησάσης τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 9ην Ιανουαρίου 2013 (αυθημερόν) η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. .. /9-1-2013 σειράς Α΄ πλαστόν ακυρωτικόν τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι ηκυρώθη το αμέσως ως άνω προηγηθέν τούτου τιμολόγιον αμοιβής υπηρεσιών. Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω ακυρωτικού τιμολογίου λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ακυρωθέντι τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό της πελάτιδος εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό της πελάτιδος και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασα υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσαν (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το εκ των υστέρων (παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρου ακυρωτικού τιμολογίου) ακυρωθέν ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένην συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν (άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου). Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 2.723,25 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό της πελάτιδος «…….» διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν, και ΧΧVΙΙI) Εν σχέσει προς τoν πελάτη ……..: την 6η Φεβρουαρίου 2013 εξεδόθη υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης το υπ’ αριθ. .. /6-2-2013 σειράς Α΄ τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών αξίας 356,55 ευρώ (υπό κωδικόν αιτιολογίας …) και ακολούθως το υπ’ αριθ. ΓΕ … /6-2-2013 [ή 648 /6-2-2013 (λόγω του δυσαναγνώστου του πρώτου αριθμητικού στοιχείου)] γραμμάτιον εισπράξεως του ως άνω ποσού, του οποίου γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον μετά της ιδιοχείρου μονογραφής της εναγομένης παρεδόθη υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης και ευρίσκεται εις την κατοχήν του ως άνω πελάτου, ως εξοφλήσαντος τούτο. Όμως, εν συνεχεία η εναγομένη διά πλαστής ακυρωτικής αποδείξεως ακύρωσεν το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως. Εν τούτοις, την 6η Φεβρουαρίου 2013 (αυθημερόν) η εναγομένη εξέδωσε το υπ’ αριθ. …. /6-2-2013 σειράς Α΄ πλαστόν ακυρωτικόν τιμολόγιον ιδίου ως άνω επί μέρους ποσού (υπό τον αυτόν ως άνω κωδικόν αριθμόν αιτιολογίας), διά του οποίου έχει αναγραφεί ψευδώς ότι ηκυρώθη το αμέσως ως άνω προηγηθέν τούτου τιμολόγιον αμοιβής υπηρεσιών. Ούτως, διά της εκδόσεως του ως άνω ακυρωτικού τιμολογίου λογιστικώς εφαίνετο ότι δεν έγινε η εν τω ακυρωθέντι τιμολογίω αναφερομένη συναλλαγή και ότι δεν ωφείλετο υπό του πελάτου εις την ενάγουσαν οιαδήποτε αμοιβή δι’ αυτήν, ενώ εν τοις πράγμασιν η συναλλαγή ήτο υπαρκτή, είχε εκτελεσθεί υπό της εναγούσης η εξ αυτής απορρέουσα υποχρέωσις πρακτορεύσεως και ωφείλετο η εν τω τιμολογίω αναφερομένη αμοιβή, το χρηματικόν ποσόν της οποίας είχε ήδη καταβληθεί υπό του πελάτου και είχε εισπραχθεί αντιστοίχως υπό της εναγομένης διά λογαριασμόν της εναγούσης, δίχως, όμως, να αποδοθεί από την εισπράξασα υπάλληλον – ταμίαν (κάτοχον) προς την κυρίαν των χρημάτων ενάγουσα (εργοδότιδα). Πρέπει να επισημανθεί ότι το εκ των υστέρων (παρανόμως διά της εκδόσεως μεταγενεστέρου ακυρωτικού τιμολογίου) ακυρωθέν ως άνω τιμολόγιον αμοιβής (μετ’ εξόδων) διά παροχήν υπηρεσιών πρακτορεύσεως έχει επί του σώματος αυτού αναγεγραμμένην την φράσιν: «επί πιστώσει», δηλαδή ότι έχει εκδοθεί επί πιστώσει του τιμήματος. Όμως, όπως προκύπτει από την επίσης ως άνω αναφερομένην συνοδευτικήν του συγκεκριμένου τιμολογίου απόδειξιν εισπράξεως (γραμμάτιον εισπράξεως), τούτο εξωφλήθη υπό της ως άνω πελάτιδος αυθημερόν (άμα τη εκδόσει αυτού υπό της εναγομένης ταμίου). Ουδόλως μάλιστα έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης επί του σώματος αυτού και δή κάτωθι της αντίστοιχης στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» ότι η καταβολή έγινε διά της εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως τραπεζικών επιταγών από την ως άνω πελάτριαν προς την ενάγουσαν. Ήτοι, η εναγομένη ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικόν ποσόν 356,55 ευρώ, το οποίον, κατά τα προαναφερθέντα, είχε καταβληθεί εις αυτήν υπό του πελάτου ……. διά αμοιβήν της εναγούσης διά τις εν τω ως άνω τιμολογίω αναφερόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσεως αλλά ουδέποτε απεδόθη υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν. Συνακολούθως, η εναγομένη παρεκράτησεν και δεν απέδωσεν προς την ενάγουσαν τις υπό των ως άνω πελατριών και πελατών καταβληθείσες ως άνω επί μέρους χρηματικές αμοιβές από παρασχεθείσες υπηρεσίες πρακτορεύσεως της εναγούσης προς τους και τις μετ’ αυτής αντισυμβαλλομένους και αντισυμβαλλόμενες, οι οποίες επί μέρους αμοιβές συμποσούνται σε χρηματικόν ποσόν 102.984,33 ευρώ, από το οποίον διά της αγωγής η ενάγουσα ζητεί 102.984,21 ευρώ. Γ΄) Επί πλέον η εναγομένη υπεξήρεσεν τα ακόλουθα χρηματικά ποσά εγγυήσεων, τα οποία εισέπραξε από τις κάτωθι πελάτριες εταιρείες προς εξασφάλισιν της καλής και εγκαίρου επιστροφής υπ’ εκείνων προς την ενάγουσαν των εις αυτήν ανηκόντων εμπορευματοκιβωτίων των υπ’ αυτής πρακτορευθέντων εμπορευμάτων, όπερ η εναγομένη επέτυχεν εις μέν τας αναφερομένας των κάτωθι περιπτώσεων διά της εκ των υστέρων αλλά αυθημερόν μετά την έκδοσιν αυτών εν αγνοία των υπαλλήλων του λογιστηρίου της εναγούσης (και διά παρανόμου χρήσεως του κωδικού αριθμού της προς τούτο αρμοδίας υπαλλήλου του λογιστηρίου ………) ακυρώσεως των κάτωθι αναφερομένων αποδείξεων εισπράξεως εγγυήσεων, τις οποίες η ως άνω ταμίας εξέδιδε και παρέδιδε προς τις πελάτριες εις απόδειξιν της καταβολής των αντιστοίχων ποσών εγγυήσεων, εις δέ τας αναφερομένας των κάτωθι περιπτώσεων διά της εκ των υστέρων εκδόσεως πλαστών αποδείξεων επιστροφής αυτών προς τας πελατρίας, ως ακολούθως: Ι) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «…….»: ηκυρώθησαν υπό της εναγομένης αι υπό στοιχεία ΕΕ .. /28-9-2011, ΕΕ .. /4-10-2011, ΕΕ .. /30-11-2011, ΕΕ .. /8-12-2011, ΕΕ .. /21-12-2011, ΕΕ .. /11-1-2012, ΕΕ .. /19-1-2012, ΕΕ 172 /23-1-2012, ΕΕ … /8-2-2012, ΕΕ … /15-2-2012, ΕΕ .. /23-2-2012, ΕΕ .. /1-3-2012, ΕΕ … /1-3-2012, ΕΕ .. /14-3-2012, ΕΕ .. /27-3-2012, ΕΕ .. /4-4-2012, ΕΕ 1319 /22-5-2012, ΕΕ .. /23-5-2012, ΕΕ .. /23-5-2012, ΕΕ .. /6-6-2012, ΕΕ 1536 /15-6-2012 και ΕΕ .. /17-9-2012 αποδείξεις εισπράξεως εγγυήσεων (αι πρώτη, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη, ογδόη, ενάτη, δεκάτη, ενδεκάτη, δωδεκάτη, δεκάτη τρίτη, δεκάτη πέμπτη, δεκάτη έκτη, δεκάτη ογδόη, δεκάτη ενάτη, εικοστή, εικοστή πρώτη και εικοστή δευτέρα εξ αυτών φέρουσαι την μονογραφήν και αι δευτέρα, έκτη, εβδόμη, δεκάτη τετάρτη, δεκάτη εβδόμη εξ αυτών φέρουσαι την υπογραφήν της εναγομένης) συνολικού ποσού 5.250 (= 150 + 100 + 500 + 150 + 550 + 250 + 250 + 100 + 200 + 300 + 300 + 400 + 400 + 300 + 100 + 250 + 100 + 100 + 150 + 200 + 150 + 250) ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη αφ’ ενός δεν απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την διαδοχικήν επί μέρους είσπραξιν αυτού και αφ’ ετέρου δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει συνολικώς προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΕΕ …. /4-4-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: ηκυρώθησαν υπό της εναγομένης αι υπό στοιχεία ΕΕ …. /21-1-2011, ΕΕ …. /30-5-2011, ΕΕ … /29-8-2011, ΕΕ … /1-11-2011, ΕΕ …. /30-11-2011, ΕΕ … /27-12-2011, ΕΕ … /7-6-2011, ΕΕ .. /4-1-2012, ΕΕ .. /7-2-2012, ΕΕ … /15-3-2012, ΕΕ .. /30-5-2012, ΕΕ … /6-6-2012 και ΕΕ … /8-8-2012 αποδείξεις εισπράξεως εγγυήσεων (αι δευτέρα, έκτη, εβδόμη, ογδόη, ενάτη, ενδεκάτη, δωδεκάτη και δεκάτη τρίτη εξ αυτών φέρουσαι την μονογραφήν και αι πρώτη, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη, δεκάτη εξ αυτών φέρουσαι την υπογραφήν της εναγομένης) συνολικού ποσού 4.400 (= 600 + 150 + 100 + 150 + 400 + 450 + 1.300 + 400 + 100 + 300 + 150 + 150 + 150) ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη αφ’ ενός δεν απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την διαδοχικήν επί μέρους είσπραξιν αυτού και αφ’ ετέρου δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει συνολικώς προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΕΕ … /4-4-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΙΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα από 7-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 500 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη αφ’ ενός δεν απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού κατά επί μέρους ποσόν 250 ευρώ και αφ’ ετέρου δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων ως προς το υπόλοιπον ποσόν 250 ευρώ αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως (ολόκληρον το ως άνω ποσόν), η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ ……. /21-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη αμέσως μετά την εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος ακύρωσιν της προαναφερομένης εισπράξεως εγγυήσεως εζήτησε και έλαβε το πρωτότυπον αυτής παρά της ως άνω πελάτιδος (μέσω του εντολέως της εκτελωνιστού ………) δήθεν προς εκκαθάρισιν και εν συνεχεία (ωσαύτως αυθημερόν και εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος και του ως άνω εντολέως της τελευταίας) εξέδωσε την υπό στοιχεία ΕΕ … /7-2-2013 πλαστήν απόδειξιν εισπράξεως εγγυήσεως αλλά διά ποσόν 250 ευρώ (ήτοι διά το ήμισυ του πράγματι εισπραχθέντος) και ακολούθως (μετά οκταήμερον) την υπό στοιχεία ΠΕ …… /15-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το διά της πλαστής αποδείξεως εισπράξεως εγγυήσεως αναγραφόμενον ως καταβληθέν ποσόν των 250 ευρώ, ΙV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ … /12-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 100 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν του αντιστοίχου εμπορευματοκιβωτίου αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /21-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχε ζητήσει και λάβει (δήθεν προς εκκαθάρισιν) από τον προστηθέντα της ως άνω πελάτιδος εκτελωνιστήν …….. το πρωτότυπον της εις την ως άνω πελάτιδα χορηγηθείσης αποδείξεως εισπράξεως εγγυήσεως και εν συνεχεία είχε εκδώσει εν αγνοία της πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ … /18-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 100 ευρώ, V) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ … /14-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 100 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν του αντιστοίχου εμπορευματοκιβωτίου αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /13-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχε ζητήσει και λάβει (δήθεν προς εκκαθάρισιν) από τον προστηθέντα της ως άνω πελάτιδος εκτελωνιστήν …….. το πρωτότυπον της εις την ως άνω πελάτιδα χορηγηθείσης αποδείξεως εισπράξεως εγγυήσεως και εν συνεχεία είχε εκδώσει εν αγνοία της πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ …. /15-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 100 ευρώ, VΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «…………»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ … /2-1-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 150 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν του αντιστοίχου εμπορευματοκιβωτίου αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /5-4-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχε εκδώσει εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ .. /4-1-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 150 ευρώ, VΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «…….»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ …. /29-1-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 100 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν του αντιστοίχου εμπορευματοκιβωτίου αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ .. /28-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχε εκδώσει εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ … /7-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 100 ευρώ, VIII) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ … /5-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 450 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /15-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχεν εκδώσει εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ .. /8-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 450 ευρώ, ΙΧ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «…….»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ .. /12-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 100 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν του αντιστοίχου εμπορευματοκιβωτίου αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ .. /7-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχεν εκδώσει εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ … /15-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 100 ευρώ, Χ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ …../9-1-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 200 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ .. /12-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχε εκδώσει εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ … /28-1-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 200 ευρώ (ως μέρος μείζονος επιστραφέντος ποσού 300 ευρώ), ΧΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ .. /13-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 150 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ .. /22-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχεν εκδώσει εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ .. /15-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 150 ευρώ, ΧΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «…….»: α) εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ .. /13-11-2012 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 800 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη εξέδωσεν εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ … /23-11-2012 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 800 ευρώ, και β) ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα από 15-11-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 300 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, αμφότερα δέ τα ως άνω ποσά συνολικού ύψους 1.100 (= 800 + 300) ευρώ η ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ …. /6-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΧΙΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ … /18-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 600 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ .. /27-2-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, αφού προς συγκάλυψιν της ως άνω πράξεως υπεξαιρέσεως η εναγομένη είχεν εκδώσει εν αγνοία της ως άνω πελάτιδος την υπό στοιχεία ΠΕ … /19-2-2013 πλαστήν απόδειξιν πληρωμής εγγυήσεως, διά της οποίας ανεγράφη αναληθώς ότι είχε επιστραφεί προς την ως άνω πελάτιδα το παρ’ αυτής εισπραχθέν ως άνω ποσόν των 600 ευρώ, ΧΙV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..Ε.»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα υπό στοιχεία ΕΕ ……. /8-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 600 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /26-2-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΧV) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «………»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα υπό στοιχεία ΕΕ … /13-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 150 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /27-2-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΧVΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «. . …….»: εξεδόθη υπό της εναγομένης η υπό στοιχεία ΕΕ … /6-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 150 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη δεν επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /13-3-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΧVΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «…….»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα υπό στοιχεία ΕΕ … /9-10-2012 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 1.000 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν ποσόν 800 ευρώ εκ του ως άνω οφειλομένου (και να οφείλει υπόλοιπο ποσό 200 ευρώ διά την ως άνω αιτίαν) δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ …. /2-4-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΧVΙΙΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «… ……»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα υπό στοιχεία ΕΕ … /7-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 250 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ .. /27-2-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, ΧΙΧ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……..»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα υπό στοιχεία ΕΕ … /9-1-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 800 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, ΧΧ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «. .. ………»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα υπό στοιχεία ΕΕ … /13-2-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 300 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /27-2-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως, και ΧΧΙ) Εν σχέσει προς την πελάτιδα εταιρεία «……….»: ηκυρώθη υπό της εναγομένης η υπ’ αυτής εκδοθείσα υπό στοιχεία ΕΕ … /5-10-2013 απόδειξις εισπράξεως εγγυήσεως ποσού 700 ευρώ, όπερ χρηματικόν ποσόν η μέν εναγομένη ούτε απέδωσε προς την ενάγουσαν αμέσως μετά την είσπραξιν αυτού ούτε επέστρεψεν προς την ως άνω πελάτιδα κατά την έγκαιρον επιστροφήν των αντιστοίχων εμπορευματοκιβωτίων αλλά ιδιοποιήθη παρανόμως, η δέ ενάγουσα ηναγκάσθη να επιστρέψει προς την ως άνω πελάτριαν εταιρείαν δυνάμει της υπό στοιχεία ΠΕ … /29-5-2013 αποδείξεως πληρωμής εγγυήσεως. Συνακολούθως, η εναγομένη παρεκράτησεν και ιδιοποιήθη παρανόμως χρηματικά ποσά εγγυήσεων πελατών, τα οποία συμποσούνται σε χρηματικόν ύψος 17.150 ευρώ. Δ΄) Τα προαναφερθέντα αποδεικνύονται ουχί μόνον διά της μετά νομίμου επικλήσεως προσκομιδής των ανωτέρω μνημονευθέντων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και γραμματίων εισπράξεως τιμολογίων και εγγυήσεων αλλά και: α) από την ένορκη κατάθεση της πρωτοδίκως εξετασθείσης μάρτυρος ……. (προϊσταμένης του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης), η οποία, μεταξύ άλλων, κατέθεσεν ότι η εναγομένη ταμίας διενήργει προτιμολογήσεις τιμολογίων και εισέπραττε είτε τραπεζικές επιταγές είτε χρήματα διά τα εξοφλούμενα τιμολόγια, ότι, όταν έγινε αντιληπτόν υπό του λογιστηρίου το έλειμμα του ταμείου και εκλήθη υπό της διευθύνσεως προς παροχήν εξηγήσεων και ανέφερεν (προεφασίσθη) ότι έχει γίνει διαχειριστικό λάθος, εχορηγήθη προς αυτήν προθεσμία τριών ημερών να παράσχει πειστικές εξηγήσεις, ότι την επομένην ημέραν ενέμεινε εις την αυτήν απάντησιν, πλήν, όμως, ουδόλως επανήλθε εις την εργασίαν αυτής αλλά την επομένην εβδομάδα ενεφανίσθη συνοδεία δικηγόρου και εδήλωσεν την οικειοθελή παραίτησιν αυτής και επέστρεψεν χρηματικόν ποσόν 10.000 ευρώ έναντι οφειλής και ότι εν συνεχεία προέτεινε να δώσει ποσόν 60.000 ευρώ προς διευθέτησιν του ελείμματος, όπερ δεν έγινε δεκτόν υπό της διοικήσεως της εναγούσης, ότι οι ακυρώσεις αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων ηδύναντο να γίνουν μηχανογραφικώς μόνον διά της χρήσεως κωδικών προσβάσεως των υπαλλήλων του λογιστηρίου, ότι οι προγραμματιστές του μηχανογραφικού συστήματος της εναγούσης Δαλιβέγκας και Καρυστινάκης προέβησαν σε έλεγχον και διεπίστωσαν ότι οι ακυρώσεις των αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων εγίνοντο από το τερματικό της εναγομένης διά της εκ μέρους της (παρανόμου) χρήσεως του υπ’ αυτής λάθρα απομνημονευθέντος κωδικού προσβάσεως της υπαλλήλου του λογιστηρίου …. και ότι η χρήσις του συγκεκριμένου κωδικού υπό της εναγούσης εγίνετο ακόμη και σε ημέρες απουσίας της ως άνω υπαλλήλου του λογιστηρίου λόγω αδείας, ότι τα ακυρωτικά τιμολόγια απεικονίζοντο, ενώ αντιθέτως οι ακυρώσεις αποδείξεων δεν απεικονίζοντο εντός του μηχανογραφικού συστήματος, και ότι οι παράνομες ακυρώσεις και αλλοιώσεις τιμολογίων και αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων εγίνοντο εκ μέρους της εναγομένης κατά την διάρκειαν του ημερησίου ωραρίου εργασίας αυτής και ότι η εναγομένη υπό το πρόσχημα της αναμονής του συζύγου της παρέμενε εις τον χώρον εργασίας αυτής μέχρι και ώραν 19:00, β) από την διά συναγωγήν δικαστικού τεκμηρίου λαμβανομένην υπ’ όψιν ένορκον κατάθεσιν αυτής ως μάρτυρος κατά την δίκην επί των υπ’ αριθ. καταθ. ………. /19-3-2014 και ………… /16-9-2014 αντιθέτων αγωγών αφ’ ενός της ……… εναντίον της εναγομένης και αφ’ ετέρου της εναγομένης εναντίον της . .. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (βλ. υπ’ αριθ. 2496 /8-1-2015 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), διά της οποίας η ως άνω μάρτυς κατέθεσεν ότι οι νομότυπες ακυρώσεις τιμολογίων και διαγραφές γραμματίων (αποδείξεων) εισπράξεων εγίνοντο άπαξ ή δίς εβδομαδιαίως και ότι αντιθέτως οι παράνομες αντίστοιχες ακυρώσεις και διαγραφές της εναγομένης είχαν αναχθεί μέχρι και τριάντα ως προς τον αριθμόν ημερησίως, ότι τα αντίγραφα των παρανόμως υπό της εναγομένης διαγραφομένων αποδείξεων εισπράξεως δεν παρεδίδοντο υπ’ αυτής εις το λογιστήριον, ότι αρχικώς οι υποψίες ειστιάσθησαν εις βάρος της ……. λόγω της υπό των προγραμματιστών του μηχανογραφικού συστήματος της εναγούσης διαπιστώσεως της χρήσεως του κωδικού της συγκεκριμένης υπαλλήλου προς τον σκοπόν τούτον, πλήν, όμως διεπιστώθη ότι άπασες οι ως άνω παράνομες διαγραφές είχαν γίνει μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού της εναγομένης ταμίου και ότι, όταν η πρακτοριακή αμοιβή κατεβάλετο διά της υπό του πελάτου παραδόσεως (τουτέστιν εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως) τραπεζικής επιταγής, η εναγομένη εξέδιδε απόδειξιν ότι «εισέπραξε» μέσω τραπεζικής επιταγής, γ) διά των ως εγγράφων προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων λαμβανομένων υπ’ όψιν υπ’ αριθ. ……….. /28-6-2013 και ….. /28-6-2013 ενόρκων εξετάσεων της …….. και ……. (προϊσταμένης και υπαλλήλου αντιστοίχως του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης) ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, αι οποίαι ελήφθησαν εις χρόνον προγενέστερον της καταθέσεως της ενδίκου αγωγής χρόνον και δή προς υποστήριξιν της υπό στοιχεία ……. /28-6-2013 εγκλήσεως της εναγούσης εναντίον της εναγομένης και διά των οποίων αι ως άνω ενόρκως βεβαιώσασαι κατέθεσαν ότι η πρώτη τυγχάνει προϊσταμένη και η δευτέρα υπάλληλος του εις τον έκτον όροφον του κτιρίου εδράσεως της εταιρείας τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης από του έτους 1999, ότι η εναγομένη ειργάσθη ως υπάλληλος του ενός εκ των δύο ταμείων του κατά τον ισόγειον όροφον του κτιρίου κειμένου τμήματος ταμείου της εταιρείας (δι’ εκδόσεως τιμολογίων σειράς Α΄) από του έτους 1999 έως της οικειοθελούς αποχωρήσεως αυτής την 1η Μαρτίου 2013 (η άλλη ταμίας ……. εξέδιδε τιμολόγια σειράς Β΄), ότι η εταιρεία της εναγούσης τηρεί διπλογραφικό σύστημα εκδόσεως τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, ότι άμα τη αφίξει τινος πλοίου μετά εμπορευματοκιβωτίων (πρακτορευομένων υπό της εναγούσης) εις τον λιμένα του Πειραιώς η εναγομένη διενήργει προετοιμασίαν των τιμολογίων (προτιμολόγησιν), οπότε ειδοποιείτο ο εκάστοτε πελάτης να προσέλθει στο ταμείον προς καταβολήν της πρακτοριακής αμοιβής και παραλαβήν της διατακτικής, εξέδιδε το τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών, καθώς και το αντίστοιχο γραμμάτιον εισπράξεως τιμολογίου (διά παραδόσεως του πρωτοτύπου της αποδείξεως εισπράξεως εις τον πελάτην και του αντιγράφου αυτής εις το λογιστήριον), ότι αι αποδείξεις εισπράξεως τιμολογίων πρακτοριακής αμοβής (και αι αποδείξεις εγγυήσεων) κατεχωρούντο ηλεκτρονικώς εντός μηχανογραφικής καταστάσεως εκτυπουμένης καθημερινώς υπό του λογιστηρίου περί το τέλος των συναλλαγών του ταμείου μετά των πελατών, ότι μετά την εκτύπωσιν της ως άνω καταστάσεως συγκεκριμένη υπάλληλος του λογιστηρίου (μέχρι του Ιουνίου του έτους 2012 η . .. και έκτοτε η ……. .) κατήρχοντο από του λογιστηρίου εις το ταμείον προς παραλαβήν της ημερησίας εισπράξεως εκάστου ταμείου, η οποία έδει να ταυτίζεται προς την διά της ημερησίας καταστάσεως απεικονιζομένην αντίστοιχον, ότι η ακύρωσις γραμματίου (αποδείξεως) εισπράξεως δεν ηδύνατο να αποτυπωθεί εντός της ημερησίας καταστάσεως εισπράξεως ούτε περιήρχετο το αντίγραφον της ακυρωθείσης αποδείξεως εισπράξεως εις το λογιστήριον και ότι διά τούτο η τοιαύτη ακύρωσις δεν ηδύνατο να γίνει υπό μόνης της υπαλλήλου του ταμείου άνευ χρήσεως του κωδικού προσβάσεως (διαβαθμίσεως) κάποιου υπαλλήλου του τμήματος λογιστηρίου, ότι, όταν νομοτύπως ετηρείτο η προπεριγραφείσα διαδικασία ακυρώσεως γραμματίου εισπράξεως το πρωτότυπον του ακυρουμένου γραμματίου δεν (έπρεπε να παραδίδεται ούτε) παρεδίδετο εις τον πελάτην, ότι, όταν εντός του μηνός Ιανουαρίου 2013 ένεκα του λογιστικού κλεισίματος του έτους 2012 η εξ αυτών ……. ώχλησεν τηλεφωνικώς τέσσερεις πελάτες διά εξόφλησιν του λογιστικώς φερομένου ως εναπομείναντος ανεξοφλήτου μικρού υπολοίπου συναλλαγών, εκείνοι απήντησαν ότι είχαν εξοφλήσει, όπερ παρεδέχθη η εναγομένη ταμίας ισχυρισθείσα (προσχηματικώς) ότι μη εξόφλησις ωφείλετο εις «λάθος», ότι το ίδιο συνέβη και διά μεγαλύτερα χρηματικά ποσά απεικονιζόμενα λογιστικώς ως οφειλόμενα υπό άλλης πελάτιδος («……….») εχούσης μέχρι τότε πρακτικήν τακτικής και αμέσου εξοφλήσεως των οφειλών της προς την ενάγουσαν, ότι μετά ταύτα διετάχθη και διηνεργήθη διαχειριστικός έλεγχος, εκ του οποίου διεπιστώθη η υπό της εναγομένης ακύρωσις τιμολογίων αμοιβής πρακτορεύσεως και γραμματίων εισπράξεων, των οποίων, όμως, τα πρωτότυπα ευρίσκοντο ισχυρά εις την κατοχήν των πελατριών λόγω καταβολής του αντιστοίχου χρηματικού ποσού της ισχυράς και εγκύρου συναλλαγής, καθώς και ότι οι επιτετραμμένοι μετά της υποστηρίξεως της μηχανοργανώσεως της εταιρείας της εναγούσης ……. και ……… (μηχανικοί ηλεκτρονικών υπολογιστών – προγραμματισταί) διεπιστωσαν ότι οι «πιστώσεις» – ακυρώσεις τιμολογίων και οι ακυρώσεις εγγυήσεων είχαν διενεργηθεί διά της χρήσεως του (διαβαθμισμένου) κωδικού προσβάσεως της … αποκλειστικώς μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού του ταμείου της εναγομένης και ότι η χρήσις του ως άνω κωδικού της υπαλλήλου του λογιστηρίου . … προς διενέργειαν διαγραφών (ακυρώσεων) αποδείξεων (γραμματίων) εισπράξεων εγίνετο (από την εναγομένην) μέσω του εις το ισόγειον ευρισκομένου ηλεκτρονικού υπολογιστού του ταμείου της εναγομένης και μάλιστα παραλλήλως προς την χρήσιν του ιδίου κωδικού από την ως άνω υπάλληλον κατά την παροχήν της εργασίας της εντός του λογιστηρίου εις τον έκτον όροφον αλλά ακόμη και κατά το χρονικό διάστημα της απουσίας της .. .. λόγω αδείας χάριν ταξιδίου αναψυχής εις την Σκωτίαν κατά το χρονικό διάστημα από 19ης έως και 23ης Νοεμβρίου 2012, δ) διά των ως εγγράφων προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων λαμβανομένων υπ’ όψιν αφ’ ενός …… /28-6-2013 και ….. /28-6-2013 ενόρκων βεβαιώσεων των ….. και ….. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, αι οποίαι ελήφθησαν εις χρόνον προγενέστερον της καταθέσεως της ενδίκου αγωγής χρόνον και δή προς υποστήριξιν της υπό στοιχεία ……. /28-6-2013 εγκλήσεως της εναγούσης εναντίον της εναγομένης, και αφ’ ετέρου υπ’ αριθ. .. /13-1-2015 και .. /13-1-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των ιδίων ως άνω προσώπων ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, αι οποίαι ελήφθησαν κατά την δίκην επί των υπ’ αριθ. καταθ. ….. /19-3-2014 και …… /16-9-2014 αντιθέτων αγωγών αφ’ ενός της . … εναντίον της εναγομένης και αφ’ ετέρου της εναγομένης εναντίον της …. … ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου οι ως άνω ενόρκως βεβαιώσαντες κατέθεσαν ότι το υπ’ αυτών εγκατασταθέν μηχανογραφικό σύστημα εκδόσεως τιμολογίων παροχής υπηρεσιών της εναγούσης είναι διπλογραφικό, ότι εντός του συστήματος καταγράφεται ο,τιδήποτε οιοσδήποτε χρήστης ενεργεί επ’ αυτού (ήτοι ο χρόνος ηλεκτρονικής εισόδου, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και η αντίστοιχη οθόνη εισόδου, καθώς και η εισαγωγή, μεταβολή και η διαγραφή στοιχείων ανά συγκεκριμένην ώραν, λεπτά και δευτερόλεπτα), ότι έκαστος ηλεκτρονικός υπολογιστής έχει συγκεκριμένο όνομα και έκαστος χρήστης έχει συγκεκριμένο κωδικό, βάσει του οποίου αναλόγως της διαβαθμίσεώς του δύναται να ενεργήσει ορισμένες ενέργειες εντός του τερματικού, ότι έκαστος υπάλληλος ηδύνατο διά του προσωπικού κωδικού διαβαθμίσεως (προσβάσεως) να ενεργήσει ηλεκτρονικές ενέργειες τόσον μέσω του υπ’ αυτού χειριζομένου ηλεκτρονικού υπολογιστού όσον και μέσω των υπό άλλων υπαλλήλων χειριζομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ότι αι δύο ταμίαι της εναγούσης είχαν δυνατότητα μέσω του μοναδικού ηλεκτρονικού υπολογιστού, τον οποίον εκάστη εχειρίζετο, να εκδίδουν πιστωτικά ή ακυρωτικά τιμολόγια (κατά τους κανόνες λειτουργίας της εταιρείας κατόπιν επικοινωνίας μετά του λογιστηρίου) αλλά ουχί και να διενεργούν ακύρωσιν των αποδείξεων εισπράξεως χρημάτων, η οποία ενέργεια ηδύνατο να γίνει μόνον διά της χρήσεως του προσωπικού κωδικού κάποιου υπαλλήλου του λογιστηρίου, ότι περί το μέσον του μηνός Φεβρουαρίου 2013 εζητήθη παρ’ αυτών υπό των αρμοδίων φυσικών προσώπων της εναγούσης εταιρείας η διενέργεια ελέγχου εις το μηχανογραφικό σύστημα της εναγούσης προς διαπίστωσιν του ή των προσώπων των διενεργησάντων εργασίες, οι οποίες αφορούσαν σε λογιστικά θέματα της εταιρείας και τις οποίες οι υπάλληλοι του λογιστηρίου ιχυρίζοντο ότι δεν είχαν διενεργήσει, ότι διεπιστώθη ότι οι συγκεκριμένες λογιστικές ενέργειες (διαγραφές αποδείξεων εισπράξεως) είχαν γίνει κατά το σύνολον αυτών διά χρήσεως του διαβαθμισμένου προσωπικού κωδικού προσβάσεως της υπαλλήλου του λογιστηρίου … .. αλλά αποκλειστικώς μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού του χειριζομένου υπό της εναγομένης ταμίου, ότι διεπίστωσαν εν τω γίγνεσθαι ότι ακόμη και κατά την ώραν εργασίας της υπαλλήλου του λογιστηρίου .. .. διά της χρήσεως του ιδίου αυτής προσωπικού κωδικού προσβάσεως εντός του τμήματος λογιστηρίου εις τον έκτον όροφον εγίνετο χρήσις του ιδίου κωδικού προσβάσεως υπό της εναγομένης μέσω του υπ’ αυτής χειριζομένου ηλεκτρονικού υπολογιστού του ταμείου του ισογείου ορόφου, ότι υπήρχαν ημέρες, κατά τις οποίες η εναγομένη διά της χρήσεως του κωδικού της . .. παρέμενεν επί ώρες εντός του μηχανοργανωμένου συστήματος της εναγούσης, καθώς και ότι διά της χρήσεως του ως άνω κωδικού της … … εγίνοντο διαγραφές γραμματίων (αποδείξεων) εισπράξεως από την εναγομένην, ακόμη και καθ’ ό διάστημα η υπάλληλος του λογιστηρίου ….. απουσίαζε λόγω κανονικής αδείας εις την αλλοδαπήν (κατά το χρονικό διάστημα από 19ης έως 23ης Νοεμβρίου 2012), ε) διά της ως εγγράφου προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων λαμβανομένης υπ’ όψιν υπ’ αριθ. ……. /28-6-2013 ενόρκου βεβαιώσεως της .. ……. (δευτέρας ταμίου της εναγούσης) ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία ελήφθη εις χρόνον προγενέστερον της καταθέσεως της ενδίκου αγωγής χρόνον και δή προς υποστήριξιν της υπό στοιχεία …… /28-6-2013 εγκλήσεως της εναγούσης εναντίον της εναγομένης και διά της οποίας η ως άνω ταμίας κατέθεσεν ότι αντικείμενον εργασίας εκάστης ταμίου ήτο η προετοιμασία των τιμολογίων (προτιμολόγησις) άμα της αφίξει του πλοίου μετά του πρακτορευομένου εμπορεύματος, η ειδοποίησις του πελάτου διά προσέλευσιν εις το ταμείον προς λήψιν της διατακτικής, η έκδοσις του τιμολογίου αμοιβής πρακτορεύσεως άμα τη προσελεύσει του πελάτου, ο καθορισμός του χρηματικού ποσού εγγυήσεως διά την έγκαιρον επιστροφήν των εμπορευματοκιβωτίων αναλόγως του τύπου αυτών, η διαπίστωσις της διενεργείας σταλιών και η έκδοσις του αντιστοίχου γραμματίου εισπράξεως του τιμολογίου παροχής υπηρεσιών πρακτορεύσεως ή του αντιστοίχου γραμματίου εισπράξεως εγγυήσεως (διά παραδόσεως του πρωτοτύπου εις τον πελάτην και του δευτέρου στελέχους εις το λογιστήριον), η πίστωσις ή ακύρωσις τιμολογίων εν συνεννοήσει μετά του λογιστηρίου και η έκδοσις γραμματίων (αποδείξεων) επιστροφής εγγυήσεων κατά την επιστροφήν των εμπορευματοκιβωτίων και την παράδοσιν του πρωτοτύπου γραμματίου εισπράξεως εγγυήσεως από τον πελάτην, ότι, ενώ η ιδία είχε περισσότερο φόρτο εργασίας από την εναγομένη, εν τούτοις εκείνη απεχώρει εις μεταγενέστερον χρόνον από την εργασίαν καθ’ εκάστην ημέραν και ότι η ιδία ουδέποτε εχειρίσθη τον ηλεκτρονικόν υπολογιστήν του ταμείου της, ότι η εναγομένη δεν έλλειψε από την εργασίαν της λόγω ασθενείας ή άλλου λόγου κατά το τελευταίον προ της οικειοθελούς αποχωρήσεως έτος και ότι η ιδία αναγνωρίζει την μονογραφή της εναγομένης επί του συντριπτικού μέρους των πρωτοτύπων αποδείξεων πληρωμών τιμολογίων ή εγγυήσεων, οι οποίες ευρίσκονται εις την κατοχήν των πελατών της εναγούσης και διά τις οποίες έχουν εκδοθεί πλαστές ακυρωτικές αποδείξεις, και στ) διά της προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων λαμβανομένης υπ’ όψιν υπ’ αριθ. ….. /28-6-2013 ενόρκου βεβαιώσεως της ….. (υπαλλήλου του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης) ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία ελήφθη εις προγενέστερον της καταθέσεως της ενδίκου αγωγής χρόνον και δή προς υποστήριξιν της υπό στοιχεία ……. /28-6-2013 εγκλήσεως της εναγούσης εναντίον της εναγομένης και διά της οποίας η ως άνω υπάλληλος κατέθεσεν ότι από τον Ιούνιον του έτους 2012 είχε ανατεθεί εις αυτήν υπό της προϊσταμένης η μετάβασις εκ του λογιστηρίου εις το ταμείον κατά το τέλος του ωραρίου εργασίας και συναλλαγών μετά τρίτων προς τον σκοπόν παραλαβής των χρημάτων των ταμείων βάσει της εις το λογιστήριον εκτυπουμένης ημερησίας καταστάσεως εισπράξεων, ότι από το καλοκαίρι και κυρίως από το φθινόπωρο του έτους 2012 πάντοτε ενεφανίζετο μικρό ταμειακό έλλειμμα (ουχί μείζον των 200 ευρώ ημερησίως) εις το ταμείον της εναγομένης, ότι κατά τον χρόνον παραμονής της ιδίας εις τον χώρον του ταμείου (περί το μεσημέρι εκάστης ημέρας) η εναγομένη ουδέποτε ηδυνήθη να ανεύρει εάν είχε απωλέσει τα χρήματα ή εάν το έλλειμμα είχε προκληθεί από κάποιο λάθος και ποίον, ότι μίαν ημέραν άδειασαν κυριολεκτικώς τα ερμάρια και ερεύνησαν παντού, δίχως να ευρεθούν τα χρήματα του ελλείμματος και ότι την επομένην ημέραν η εναγομένη πασιχαρής είπε προς αυτήν ότι τα χρήματα ευρέθησαν σε συγκεκριμένο μέρος, το οποίον, όμως, είχε ερευνηθεί την προηγουμένην ημέραν υπό της ως άνων ενόρκως βεβαιώσάσης και της εναγομένης, δίχως να ευρεθεί κάτι. Διά του υπ’ αριθ. 636 /2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς [υπό το σκεπτικόν αφ’ ενός ότι δεν έχει προσκομισθεί οιοδήποτε εκτυπωμένον έγγραφον του σκληρού δίσκου του μηχανογραφικού συστήματος της εναγούσης προς απόδειξιν της εκδόσεως πιστωτικών ή ακυρωτικών τιμολογίων και της διαγραφής (ακυρώσεως) εγγυήσεων ούτε έχει υπάρξει αναλυτική κατάθεσις των επιληφθέντων της ερεύνης μηχανικών ηλεκτρονικών υπολογιστών περί του θέματος τούτου και αφ’ ετέρου ότι, κατά το ως άνω σκεπτικόν, διεπιστώθη (βάσει της επισκοπήσεως του σώματος των κατά την ανακριτικήν διαδικασίαν προσκομισθέντων γραμματίων εισπράξεως) η παράδοσις (έκδοσις ή οπισθογράφησις) τραπεζικών επιταγών υπό των πελατών διά καταβολήν (χάριν καταβολής) του εκάστοτε καθορισθέντος ποσού εγγυήσεων] διετάχθη συμπληρωματική κυρία ανάκρισις, ούτως ώστε: α΄) να κληθεί ο πολιτικώς ενάγων και η αρμοδία υπάλληλος του τμήματος λογιστηρίου, προκειμένου να διευκρινίσουν: ι) εάν η καταβολή (εξόφλησις) των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και των ποσών των εγγυήσεων εγίνετο τοις μετρητοίς ή διά εγχειρίσεως τραπεζικών επιταγών και εάν η εναγομένη ηδύνατο να παραλαμβάνει υπό των πελατών τραπεζικές επιταγές προς εξόφλησιν των τιμολογίων ή προς είσπραξιν των εγγυήσεων, ιι) εν καταφατική περιπτώσει, ποίος ετύγχανεν ο τρόπος εμφανίσεως της πληρωμής των τιμολογίων και της εισπράξεως των εγγυήσεων εντός του λογιστικού δελτίου (καρτέλλας) της εναγούσης (όταν η καταβολή εγίνετο βάσει εγχειριζομένων τραπεζικών επιταγών) και ποίον ετύγχανεν το προς είσπραξιν των τραπεζικών επιταγών εξουσιοδοτημένον πρόσωπον, ιιι) εάν κατά την είσπραξιν των τραπεζικών επιταγών η κατηγορουμένη προέβαινε εις έκδοσιν πιστωτικού τιμολογίου και ιν) ποίος ενημέρωνε την κατηγορουμένην διά την επιστροφήν των εγγυήσεων (εμπορευματοκιβωτίων), β΄) να κληθεί η υπάλληλος του λογιστηρίου της εναγούσης ……, προκειμένου να διευκρινίσει εάν κατά το χρονικό διάστημα της υπ’ αυτής ημερησίας παραλαβής των καθ’ ημέραν εισπράξεων του ταμείου της εναγομένης εμπεριείχοντο και τραπεζικές επιταγές, γ΄) να κληθούν οι προαναφερθέντες μηχανικοί (τεχνικοί) ηλεκτρονικών υπολογιστών προς διευκρίνισιν περί του ποίες ακυρώσεις τιμολογίων και διαγραφές αποδείξεων εισπράξεως τιμολογίων και εγγυήσεων συνετελέσθησαν μέσω του υπό της εναγομένης χειριζομένου ηλεκτρονικού υπολογιστού (διά χρήσεως του κωδικού προσβάσεως της υπαλλήλου του λογιστηρίου .. ..) και εν περιπτώσει αδυναμίας αυτών να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, δ΄) να ελεγχθεί ο (μη αυτοτελής) ισχυρισμός της κατηγορουμένης αφ’ ενός περί του ότι τα τιμολόγια (χρεωστικά και πιστωτικά) ήσαν προεκτυπωμένα και δεν υφίστατο δυνατότης μεταβολής ή αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών υπό της ιδίας και αφ’ ετέρου περί του ότι οι πελάτες της εναγούσης ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλουν χρηματικά ποσά μείζονα των 1.500 ευρώ μέσω τραπεζικών επιταγών και ε΄) να διερευνηθεί από τις εντός των τιμολογίων και των αντιστοίχων γραμματίων εισπράξεως αναφερόμενες εταιρείες (πελάτιδες της εναγούσης) ο τρόπος πληρωμής των τιμολογίων και εισπράξεως των εγγυήσεων και δή εάν εξωφλήθησαν τοις μετρητοίς ή μέσω τραπεζικών επιταγών (και εν περιπτώσει ισχύος της δευτέρας εκδοχής να διακριβωθεί ο αριθμός εκάστης τραπεζικής επιταγής και ο εις διαταγήν δικαιούχος αυτής). Κατά το σημείον τούτο, όμως, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: διά της δεκάτης πέμπτης έως και δεκάτης εβδόμης σελίδων του από 12-1-2017 δικογράφου των δευτεροβαθμίων προτάσεων η ενάγουσα διευκρίνισεν ότι η καταβολή των τιμολογίων αμοιβής διά παροχήν πρακτορειακών υπηρεσιών και των καθοριζομένων ποσών εγγυήσεων εγίνετο είτε τοις μετρητοίς είτε διά τραπεζικής καταθέσεως του πελάτου σε τραπεζικόν λογαριασμόν της εναγούσης και προσκομιδής εις την εναγομένην ταμίαν του αντιστοίχου τραπεζικού γραμματίου καταθέσεως είτε διά της παραδόσεως (εκδόσεως ή οπισθογραφήσεως) τραπεζικών επιταγών. Επί πλέον διευκρίνισεν ότι κατά την λήξιν του ωραρίου συναλλαγής της εναγομένης ταμίου μετά των πελατών η αρμοδία υπάλληλος του λογιστηρίου κατήρχετο από του έκτου εις το ισόγειον όροφον και ήλεγχε βάσει της εις το λογιστήριον εκτυπωθείσης καταστάσεως εισπράξεων ημέρας εάν το σύνολον των εισπράξεων (μετρητών, γραμματίων τραπεζικών καταθέσεων και τραπεζικών επιταγών) του ταμείου ισούτο κατ’ άθροισμα προς το εντός της ως άνω καταστάσεως ημερησίας εισπράξεως εμφαινόμενον αντίστοιχον χρηματικόν σύνολον, δίχως να ελέγχει περαιτέρω εάν είχαν εκδοθεί παραλλήλως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, διά τα οποία οι αντίστοιχες αποδείξεις (γραμμάτια) εισπράξεως είχαν εν τω μεταξύ διαγραφεί υπό της εναγομένης και είχε υπεξαιρεθεί υπ’ αυτής το δι’ αυτά (τιμολόγια) τοις μετρητοίς προς την εναγομένην ταμίαν καταβληθέν αντίστοιχον χρηματικόν ποσόν και χωρίς να δύναται να ελέγξει εάν είχαν διαγραφεί υπό της εναγομένης γραμμάτια (αποδείξεις) εισπράξεως καταβληθέντων χρηματικών ποσών εγγυήσεων. Η δέ πράξις υπεξαιρέσεως ειστιάζετο εις την παράνομον ιδιοποίησιν ημερησίων εισπράξεων συντελουμένων διά καταβολής τοις μετρητοίς και ουχί βάσει γραμματίων τραπεζικών καταθέσεων ή τραπεζικών επιταγών, οι οποίες δεν ηδύναντο να εισπραχθούν υπό της εναγομένης αλλά μόνον υπό των αποκλειστικώς αρμοδίων προς τούτο φυσικών προσώπων (νομίμων εκπροσώπων ή ειδικώς επιτετραμμένων υπαλλήλων) της εναγούσης. Συνακολούθως δέ διά της εκ μέρους της εναγομένης παρανόμου ακυρώσεως των αποδείξεων εισπράξεων τιμολογίων και εγγυήσεων διά χρηματικά ποσά καταβληθέντα τοις μετρητοίς, η αντίστοιχος ηλεκτρονική πράξις εισπράξεως διεγράφετο, όπως έχει αναπτυχθεί εις ανωτέρω σημείον του παρόντος σκεπτικού, οριστικώς και έπαυε να εμφαίνεται τόσον ως έκδοσις αποδείξεως εισπράξεως όσον και ως διαγραφή της εκδόσεως της ως άνω αποδείξεως εντός του μηχανογραφημένου διπλογραφικού συστήματος, οπότε ούτως επετυγχάνετο υπό της εναγομένης η φαινομενική συμφωνία της υπό της ταμίου προς την υπάλληλον του λογιστηρίου εισπράξεως ημέρας εκάστοτε παραδιδομένης (αλλά μικροτέρας λόγω της υπεξαιρέσεως από την πραγματικώς γενομένη αντίστοιχη τυγχανούσης) ημερησίας εισπράξεως (τραπεζικών επιταγών και γραμματίων τραπεζικών καταθέσεων και μη υπεξαιρεθέντων λοιπών μετρητών) προς την κατάστασιν ημερησίας εισπράξεως την εκτυπουμένην εντός του λογιστηρίου, εντός της οποίας μηχανογραφημένης ημερησίας καταστάσεως εισπράξεως ημέρας λόγω διαγραφής δεν ηδύναντο να αποτυπωθούν και εκτυπωθούν τα παρανόμως διαγεγραμμένα γραμμάτια εισπράξεως των υπό της εναγομένης υπεξαιρεθέντων επί μέρους χρηματικών ποσών. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως προκύπτει από την επισκόπησιν των σωμάτων των επιστηριξάντων την επίδικον πράξιν υπεξαιρέσεως γραμματίων εισπράξεως τιμολογίων και εγγυήσεων, αι δι’ αυτών αναφερόμεναι εισπράξεις έχει αναγραφεί υπό της εναγομένης ότι έχουν γίνει τοις μετρητοίς, αφού, όπως αναλυτικώς έχει αναφερθεί εις ανωτέρω σημείον του σκεπτικού της παρούσης, εις ουδέν εξ αυτών έχει καταγραφεί υπό της εναγομένης συντακτρίας και εκδοτρίας αυτών ότι η είσπραξις αυτών έχει γίνει διά καταθέσεως τραπεζικής επιταγής και δή διά αντίστοιχης καταχωρήσεως (σημειώσεως) του αριθμού, του χρόνου εκδόσεως και του ποσού της αντίστοιχης τραπεζικής επιταγής και της επωνυμίας της πληρωτρίας τραπέζης κάτωθι της οικείας προς τούτο στήλης υπό την ένδειξιν «επιταγές» εκάστης αντίστοιχης αποδείξεως εισπράξεως. Επιπλέον διά των προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων λαμβανομένων υπ’ όψιν ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων των προγραμματιστών – μηχανικών υποστηρίξεως ηλεκτρονικών υπολογιστών ….. και ……. επαρκώς και ανενδοιάστως εβεβαιώθη, ως έχει αναφερθεί και εις ανωτέρω σημείον της παρούσης, ότι μόνον διά της χρήσεως του κωδικού διαβαθμίσεως των υπαλλήλων του λογιστηρίου ήτο λειτουργικώς εφικτή η διαγραφή γραμμματίων (αποδείξεων) εισπράξεως τόσον αμοιβών τιμολογίων εκ παροχής υπηρεσιών πρακτορεύσεως όσον και καθορισθέντων ποσών εγγυήσεων, ότι άπασαι αι διαπιστωθείσαι διαγραφαί γραμματίων (εις ποσοστόν 100%) έγιναν αποκλειστικώς μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού του ταμείου της εναγομένης (διά της χρήσεως του κωδικού προσβάσεως της υπαλλήλου του λογιστηρίου . ..), ότι η τοιαύτη χρήσις του κωδικού εγίνετο μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού της εναγομένης εις τον ισόγειον όροφον την αυτήν ώραν παροχής της εργασίας της δικαιούχου (κατόχου) του κωδικού . .. εντός του λογιστηρίου εις τον έκτον όροφον αλλά και κατά τον χρόνον απουσίας αυτής από την εργασίαν της βάσει κανονικής αδείας και ότι οιαδήποτε ηλεκτρονική κίνησις οιουδήποτε χρήστου – υπαλλήλου της εναγούσης καταγράφεται εντός αρχείου παρακολουθήσεως, διά του οποίου παρακολουθείται (καταχωρείται) ο κωδικός προσβάσεως εκάστου χρήστου, η ηλεκτρονική ενέργειά του και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής εισόδου εντός του μηχανοργανωμένου συστήματος της εναγούσης και εντός του οποίου ο αρμόδιος προγραμματιστής δύναται να αντιληφθεί άπασες τις ως άνω ενέργειες. Διευκρινίσθηκε επιπλέον τόσον υπό της ….. (προϊσταμένης του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης) διά της πρωτοβαθμίου ενόρκου εξετάσεως αυτής ως μάρτυρος αποδείξεως αλλά και διά της προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων εκτιμωμένης υπ’ αριθ. …. /28-6-2013 ενόρκου βεβαιώσεως αυτής ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς όσον υπό της …….. (υπαλλήλου του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης) διά της προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων εκτιμωμένης υπ’ αριθ. … /2013 ενόρκου βεβαιώσεως αυτής ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς ότι η κατά την διάρκειαν του ημερησίου ωραρίου εκ μέρους της ταμίου διαγραφή κάποιας αποδείξεως εισπράξεως τιμολογίου ή εγγυήσεως ή η μεταβολή των στοιχείων τούτου είχε ως αποτέλεσμα την μη εμφάνισιν του διαγεγραμμένου γραμματίου εισπράξεως ή των αρχικών στοιχείων του μεταβληθέντος γραμματίου εισπράξεως εντός της καταστάσεως εισπράξεως ημέρας, η οποία εξετυπώνετο εντός του λογιστηρίου περί το τέλος των συναλλαγών εκάστης ημέρας, και επιπλέον τα ακυρωθέντα ή διαγραφέντα γραμμάτια εισπράξεως δεν περιήρχοντο εις την κατοχήν του λογιστηρίου. Επομένως, ο πρώτος λόγος εφέσεως, διά του οποίου ζητείται, κατ’ άρθρον 250 ΚΠολΔ, η αναστολή της εκδικάσεως της παρούσης υποθέσεως μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της αντίστοιχης ποινικής δίκης επί τη βάσει της υπό στοιχεία …… /28-6-2013 εγκλήσεως της εναγούσης προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειριαώς τυγχάνει απορριπτέος. Ε΄) Αναφορικώς προς τον δεύτερον λόγον εφέσεως η εναγομένη (εκκαλούσα της πρώτης εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων) παραπονείται ότι εσφαλμένως εκρίθη διά της εκκαλουμένης εν σχέσει προς την μη υιοθέτησιν του αρνητικού της ιστορικής βάσεως της αγωγής ισχυρισμού της εναγομένης (περί μη υπεξαιρέσεως του διά της αγωγής αναφερομένου χρηματικού ποσού): α) ότι η επί μέρους επιχειρηματολογία της εναγομένης [περί του ότι το υπ’ αριθ. … /30-3-2013 γραμμάτιον εισπράξεως (ποσού 3.052,35 ευρώ) από την πελάτιδα εταιρεία «……» (εις εξόφλησιν του διά της αγωγής αναφερομένου ως πλαστού υπ’ αριθ. … /30-3-2013 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα) εξετυπώθη την 18ην Ιουνίου 2013, ήτοι εις χρόνον μεταγενέστερον της οικειοθελούς αποχωρήσεως της εναγομένης από την ενάγουσαν] δεν ευσταθεί υπό την αιτιολογίαν της εκκαλουμένης ότι τούτο εξετυπώθη μέν την 18ην Ιουνίου 2013 (καθ’ ήν ημερομηνίαν η εναγομένη είχε αποχωρήσει από την ενάγουσα), πλήν, όμως, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται (υπό της εναγομένης), διότι σημασίαν έχει πότε έλαβε χώρα η πράξιςη και όχι πότε έγινε η εκτύπωσις, β) ότι η επί μέρους επιχειρηματολογία της εναγομένης [περί του ότι το υπό κωδικόν αριθμόν 30.30.025509 (υπό δυσανάγνωστα στοιχεία αριθμού εκδόσεως από 21-1-2013) γραμμάτιον εισπράξεως (ποσού 3.251,53 ευρώ από την πελάτιδα εταιρείαν «…….» εις εξόφλησιν του υπ’ αριθ. … /21-1-2013 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα εκ ποσού 1.869,60 ευρώ) φέρει υπογραφήν μη ανήκουσαν εις την ως άνω διάδικον] συνιστά αόριστον ισχυρισμόν υπό την αιτιολογίαν της εκκαλουμένης ότι ουδόλως προσδιορίζεται σε ποίον ανήκει η υπογραφή αυτή, δεδομένου ότι το γραμμάτιον εισπράξεως έχει συνταχθεί και εκτυπωθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της εναγούσης, γ) ότι η επί μέρους επιχειρηματολογία της εναγομένης (περί του ότι η πελάτις της εναγούσης «…….» ητήθη την έκδοσιν πολλών τιμολογίων αντί του ενός) δεν ευσταθεί υπό την αιτιολογίαν της εκκαλουμένης ότι η τοιαύτη αιτίασις δεν απεδείχθη από κάποιον αποδεικτικό μέσον και εις πάσαν περίπτωσιν ακόμη και εάν εγίνετο δεκτή, δεν ηδύνατο να αναιρέσει την κρίσιν περί υπεξαιρέσεως του επιδίκου χρηματικού ποσού από την εναγομένην, δ) ότι η επί μέρους επιχειρηματολογία της εναγομένης (περί του ότι οι διά των πρωτοδίκων προτάσεων αυτής αναφερόμενοι τριάντα δύο πελάτες της εναγούσης ουδέποτε διενήργησαν συναλλαγές μετά της εναγομένης, καθώς τους λογαριασμούς διεχειρίζετο η έτερη ταμίας) δεν ευσταθεί υπό την αιτιολογίαν ότι απεδείχθη ότι άπασες οι συναλλαγές των ως άνω τριάκοντα δύο πελατών έγιναν μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστού του ταμείου της εναγομένης, ε) ότι η επί μέρους επιχειρηματολογία της εναγομένης περί μη υπεξαιρέσεως από την εναγομένη του υπό της πελάτιδος εταιρείας «………» καταβληθέντος επί μέρους χρηματικού ποσού των 1.426,20 ευρώ δεν ευσταθεί και στ) ότι η επί μέρους επιχειρηματολογία της εναγομένης περί καταβολής από αυτήν προς την ενάγουσαν χρηματικού ποσού 10.000 ευρώ έγινε λόγω διαχειριστικού λάθους και ουχί εις αναγνώρισιν της υπεξαιρέσεως του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού συνιστά αόριστον ισχυρισμόν. Όμως αι ως άνω επί μέρους αιτιάσεις του δευτέρου λόγου της συνεκδικαζομένης πρώτης εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέες, καθ’ όσον: α΄) το υπ’ αριθ. … /30-3-2013 γραμμάτιον εισπράξεως (ποσού 3.052,35 ευρώ) από την πελάτιδα εταιρεία «……..» (εις εξόφλησιν του διά της αγωγής αναφερομένου ως πλαστού υπ’ αριθ. … /30-3-2013 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα) πράγματι εξεδόθη την 30ή Μαρτίου 2013 και εξετυπώθη την 18ην Ιουνίου 2013 (ήτοι εξεδόθη και εξετυπώθη εις ημερομηνίες μεταγενέστερες της οικειοθελούς αποχωρήσεως της εναγομένης από την ενάγουσαν), πλήν, όμως, τούτο αφηγηματικώς αναφέρεται διά της ιστορικής βάσεως της αγωγής, δίχως, να επιστηρίζει αυτοτελώς την διά της ως άνω αγωγής προβαλλομένην επίδικον χρηματικήν αξίωσιν περί αποδόσεως του εις ανωτέρω σημείον αναφερομένου χρηματικού ποσού υπεξαιρέσεως, αφού διά του υπό στοιχεία «1.3.Α.» κεφαλαίου (των 18ης και 19ης σελίδων της αγωγής), αν και εσφαλμένως απεδόθη υπό της εναγούσης η έκδοσις του ως άνω γραμματίου εισπράξεως εις την εναγομένην, η οποία δεν ηδύνατο πράγματι να έχει εκδώσει το -υπό της εναγούσης εσφαλμένως χαρακτηρισθέν πλαστόν- ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως εις χρόνον μεταγενέστερον της οικειοθελούς αποχωρήσεώς της (και αυτονοήτως της απομακρύνσεώς της από το μηχανογραφικό σύστημα λειτουργίας της εταιρείας της εναγούσης), εν συνεχεία διηυκρινίσθη διά της ιστορικής βάσεως της αγωγής ότι το διά του ως άνω γραμματίου αναφερόμενον ως εισπραχθέν χρηματικόν ποσόν εκ 3.052,35 ευρώ πράγματι έχει εισπραχθεί από την ενάγουσαν και δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των μερικωτέρων χρηματικών ποσών των απαρτιζόντων το διά της ενδίκου αγωγής επίδικον χρηματικόν κεφάλαιον υπεξαιρέσεως, β΄) το υπό κωδικόν αριθμόν ….. (υπό δυσανάγνωστα στοιχεία αριθμού εκδόσεως από 21-1-2013) γραμμάτιον εισπράξεως ποσού 3.251,53 ευρώ από την πελάτιδα εταιρείαν «………» (εις εξόφλησιν συνολικώς τόσον του επιδίκου υπ’ αριθ. … /21-1-2013 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα εκ ποσού 1.869,60 ευρώ όσον και των μη επιδίκων υπ’ αριθ. …….. /2013 τιμολογπίων παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα) πράγματι φέρει μονογραφήν (ουχί υπογραφήν) εκ πρώτης όψεως μη προσομοιάζουσαν προς την αναμφισβήτητον αντίστοιχον της εναγομένης (δίχως η ως άνω αιτίασις της εναγομένης να συνιστά αόριστον ισχυρισμόν, αφού πρόκειται περί μη αυτοτελούς, ήτοι αρνητικού της ιστορικής βάσεως της αγωγής, ισχυρισμού), πλήν, όμως, το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως, όπως προκύπτει εκ της μηχανογραφημένης αναγραφής επί της άνω δεξιάς γωνίας του σώματος αυτού, εξεδόθη περί ώραν 13:30 της 21ης Ιανουαρίου 2013, ήτοι εξεδόθη εντός (και ουχί εκτός) του ωραρίου εργασίας της εναγομένης και δή μέσω του υπ’ αυτής αποκλειστικώς χειριζομένου ηλεκτρονικού υπολογιστού (ενός εκ των δύο) του τμήματος ταμείου της εναγούσης, λαμβανομένης μάλιστα υπ’ όψιν και της, κατά τα εις ανωτέρω σημείον του παρόντος σκεπτικού αναφερόμενα, διά συναγωγήν δικαστικού τεκμηρίου χρησιμευούσης ενόρκου βεβαιώσεως της ετέρας ταμίου του τμήματος ταμείου της εναγούσης ….., η οποία εχειρίζετο τον ηλεκτρονικόν υπολογιστή του δευτέρου ταμείου του τμήματος ταμείου της επιχειρήσεως της εναγούσης (μέσω του οποίου εξεδίδοντο τιμολόγια παροχής υπηρεσιών αποκλειστικώς σειράς Β΄ εν αντιθέσει προς τον υπό της εναγομένης χειριζόμενον ηλεκτρονικόν υπολογιστήν του πρώτου ταμείου της εναγούσης μέσω του οποίου εξεδίδοντο τιμολόγια παροχής υπηρεσιών σειράς Α΄) και η οποία ως άνω δευτέρα ταμίας ετόνισεν ότι ουδέποτε η εναγομένη έλλειψε από την εργασίαν της λόγω ασθενείας ή άλλου λόγου κατά το τελευταίον έτος προ της οικειοθελούς αποχωρήσεώς της (μάλιστα η ως άνω ενόρκως βεβαιώσασα ταμίας επεσήμανεν ότι η ιδία ουδέποτε εχειρίσθη τον ηλεκτρονικόν υπολογιστήν του ταμείου της εναγομένης και ότι η εναγομένη πάντοτε απεχώρει εκ του χώρου εργασίας εις ώραν μεταγενεστέραν της αντιστοίχου αποχωρήσεως της ιδίας από τον αυτόν χώρον). Άλλωστε η εναγομένη ουδόλως αντέλεξεν ότι κατά την ως άνω κρίσιμον ημερομηνίαν εκδόσεως του ως άνω επιμάχου γραμματίου εισπράξεως είχε απουσιάσει από την εργασίαν της λόγω ασθενείας ή αδείας ή εξ άλλου λόγου. Η δέ έκδοσις του ως άνω γραμματίου εισπράξεως υπ’ άλλου, πλήν της εναγομένης, προσώπου αποκλείεται εκ του γεγονότος ότι τούτο, κατά τα προαναφερθέντα, εξεδόθη περί ώραν 13:30 (της 21ης Ιανουαρίου 2013), οπότε ακόμη και υπό την εκδοχήν ότι προς στιγμήν είχε γίνει χειρισμός του ηλεκτρονικού υπολογιστού της εναγομένης υπό τρίτου προσώπου κατά την διάρκειαν ολιγολέπτου απουσίας (λόγω αναψυχής ή σωματικής ανάγκης) της η τυχόν υπό τρίτου προσώπου τοιαύτη έκδοσις και είσπραξις του εις το ως άνω τιμολόγιον ενσωματωμένου ουχί ευκαταφρονήτου χρηματικού ποσού των 1.869,60 ευρώ (ως αναποσπάστου μέρους του διά του αυτού τιμολογίου εισπραχθέντος συνολικού ποσού των 3.251,53 ευρώ) από την πελάτιδα εταιρείαν «…….» (εις εξόφλησιν, μεταξύ άλλων, και του επιδίκου υπ’ αριθ. …. /21-1-2013 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα) έδει, ως γεγονός, να έχει γίνει αντιληπτόν αμέσως υπό της εναγομένης κατά την επιστροφήν της εις το ταμείον και εις πάσαν περίπτωσιν κατά το κλείσιμον του ταμείου περί το τέλος της συναλλαγής του ταμείου μετά των πελατών (περί ώραν 15:00), καθώς και να έχει κινηθεί αμέσως υπ’ αυτής η διαδικασία ελέγχου και ανευρέσεως του διαφορετικού από την ιδίαν τυχόν εκδόσαντος το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως προσώπου προς απόκρουσιν πάσης υποψίας εις βάρος του προσώπου της και προς απόδοσιν ευθυνών εις το τυχόν άλλον υπαίτιον πρόσωπον (τέτοια ενέργεια ερεύνης ουδέποτε συνετελέσθη υπό της εναγομένης), γ΄) από την αντιπαραβολήν και επισκόπησιν του υπ’ αριθ. … /28-11-2012 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών (αντί αμοιβής 4.947,41 ευρώ) της εναγούσης προς την πελάτιδα εταιρεία «……… …» και του υπ’ αριθ. … /29-11-2012 πιστωτικού (ήτοι ανακλητικού του αμέσως ως άνω προηγηθέντος) τιμολογίου παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα (πιστουμένης ισοπόσου ως άνω αξίας), εν συνδυασμώ αφ’ ενός προς τα υπ’ αριθ. … /29-11-2012, … /30-11-2011 και … /30-11-2012 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα συνολικής αξίας 4.940,72 (= 1.649,14 + 1.645,79 + 1.645,79) ευρώ (περίπου ίσης προς την αξία του αμέσως ως άνω πιστωθέντος – ανακληθέντος αρχικού τιμολογίου παροχής υπηρεσιών) και αφ’ ετέρου προς τα υπ’ αριθ. ΓΕ … /29-11-2012, ΓΕ … /30-11-2012 και ΓΕ …/2-1-2013 γραμμάτια εισπράξεως (περί καταβολής της αμοιβής των αμέσως ως άνω αναφερομένων υπ’ αριθ. … /29-11-2012, … /30-11-2011 και … /30-11-2012 τιμολογίων παροχής υπηρεσιών) συνολικού ύψους 4.940,72 (= 1.649,14 + 1.645,79 + 1.645,79) ευρώ καθίσταται εμφανές ότι η ανάκλησις του υπ’ αριθ. … /28-11-2012 (αρχικού) τιμολογίου παροχής υπηρεσιών διά του υπ’ αριθ. .. /29-11-2012 πιστωτικού (ανακλητικού) τιμολογίου παροχής υπηρεσιών και η εν συνεχεία έκδοσις των επί μέρους τριών (υπ’ αριθ. .. /29-11-2012, .. /30-11-2011 και .. /30-11-2012) τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και των επί μέρους τριών (υπ’ αριθ. ΓΕ .. /29-11-2012, ΓΕ .. /30-11-2012 και ΓΕ .. /2-1-2013) αντιστοίχων γραμματίων εισπράξεως διά συνολικήν αμοιβήν σχεδόν ίσην προς την εν τω ανακληθέντι αρχικώ τιμολογίω παροχής υπηρεσιών αναφερομένην αντίστοιχον αφορούν εις την αυτήν πρακτορειακήν αμοιβήν διά την αυτήν αιτίαν πρακτορεύσεως του αυτού εμπορεύματος κατά την αυτήν ημερομηνίαν, αφού εις άπαντα τα προαναφερθέντα φορολογικά παραστατικά έγγραφα (τόσον εις το αρχικό και το ανακλητικό του αρχικού τιμολόγια παροχής υπηρεσιών όσον και εις τα εν συνεχεία εκδοθέντα τρία επί μέρους τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και τα αντίστοιχα γραμμάτια εισπράξεως) έχει αναγραφεί ο ίδιος κωδικός (B/L: …..) και το αυτό κατά είδος και βάρος πρακτορευόμενον εμπόρευμα. Όμως, η διά της ενδίκου αγωγής αναφορά εις άπαντα τα ως άνω τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και τα αντίστοιχα γραμμάτια εισπράξεως τυγχάνει αφηγηματική, καθ’ όσον ουδόλως επιστηρίζεται επ’ αυτών η διά της αγωγής προβαλλομένη επίδικος αξίωσις, αφού διά της ιστορικής βάσεως της αγωγής (υπό το στοιχείον 1.5.Α. των 22ας έως 23ης σελίδων) αναφέρεται ότι το διά των ως άνω τιμολογίων αναφερόμενον χρηματικόν ποσόν (εκ 4.947,41 ευρώ βάσει του ανακληθέντος αρχικού τιμολογίου ή 4.940,72 ευρώ βάσει των εν συνεχεία εκδοθέντων επί μέρους τριών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών) έχει καταβληθεί από την εναγομένην εις την ενάγουσαν και δεν αναζητείται. Πέραν τούτου, όμως, διά της εν τη εβδόμη σελίδι του δικογράφου της συνεκδικαζομένης πρώτης εφέσεως αναφοράς της εναγομένης περί του ότι η ανάκλησις του αρχικού προς τον σκοπόν της εν συνεχεία εκδόσεως των επί μέρους τριών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών έγινε υπό της ιδίας αλλά κατ’ εντολήν της πελάτιδος και εν γνώσει των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων της εναγούσης πρώην εργοδότιδος εν συνδυασμώ προς το γεγονός ότι ουδέν εξ απάντων των ως άνω εκδοθέντων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και γραμματίων εισπράξεως φέρει μονογραφήν ή υπογραφήν της εναγομένης ή άλλου προσώπου (εξ αυτών μόνον τα υπ’ αριθ. ΓΕ … /29-11-2012 και ΓΕ .. /30-11-2012 γραμμάτια εισπράξεως φέρουν μηχανογραφημένην (και ουχί χειρόγραφον) την αναγραφήν του ονοματεπωνύμου «… (ήτοι ..) ..», καταδεικνύεται διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου ότι ηδύναντο να έχουν εκδοθεί υπό της ιδίας της εναγομένης τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και γραμμάτια εισπράξεως υπό του παρ’ αυτής χειριζομένου ηλεκτρονικού υπολογιστού άνευ θέσεως της υπογραφής της ιδίας επ’ αυτών, δ΄) διά του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου της συνεκδικαζομένης πρώτης εφέσεως η εναγομένη ρητώς κατωνόμασε τους τριάκοντα δύο πελάτες, οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς της, ουδέποτε διενήργησαν συναλλαγές μετ’ αυτής αλλά μετά της ετέρας ταμίου, ως ακολούθως: 1. ……., 2. ………, 3) ……., 4) ….., 5. ….., 6. .., 7. …., 8. ……, 9. ….., 10. ……, 11. …….., 12. ……, 13. ……, 14. . .., 15. .. .. .., 16. ….., 17. ….., 18. ….., 19. …., 20. ….., 21. …, 22…… ., 23……, 24. …. 25. …, 26. ….., 27) ….., 28. ….., 29. …., 30. …, 31. …… και 32……. Όμως, η αιτίασις αυτή αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι η διά της ενδίκου αγωγής επίδικος αξίωσις εν σχέσει προς το υπό της εναγομένης υπεξαιρεθέν συνολικόν χρηματικόν κεφάλαιον τόσον αμοιβών παροχής υπηρεσιών όσον και χρηματικών ποσών εγγυήσεων αναφέρεται εις πελάτες διαφορετικούς από τους διά του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου εφέσεως αλλά και διά των 18ης έως 19ης σελίδων των πρωτοβαθμίων προτάσεων της εναγομένης ως άνω αναφερομένους τριάκοντα δύο αντιστοίχους. Επομένως, ο διά των πρωτοδίκων προτάσεων και διά του ως άνω λόγου εφέσεως προβαλλόμενος μη αυτοτελής ισχυρισμός της εναγομένης περί του ότι η ενάγουσα εσφαλμένως αναφέρεται σε παράνομες διαγραφές εγγυήσεων (ως γενόμενες υπό της εναγομένης) και εσφαλμένως καταλογίζει εις βάρος της τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά αναφορικώς προς εγγυήσεις καταβληθείσες υπό των ως άνω τριάκοντα δύο πελατών, οι οποίοι, όμως, ουδέποτε είχαν συναλλαγεί μετά της ιδίας (εναγομένης) αλλά μετά της άλλης ταμίου, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού ειδικώς ως προς το υπεξαιρεθέν ποσόν εγγυήσεων η ιστορική βάσις της ενδίκου αγωγής επιστηρίζεται και η αντίστοιχος αγωγική αξίωσις αποδεικνύεται ότι εγεννήθη από την υπεξαίρεσιν των χρηματικών ποσών αμοιβών πρακτορεύσεως και καταβολών εγγυήσεων των εις ανωτέρω σημείον του παρόντος σκεπτικού αναλυτικώς αναφερομένων πελατών (και πελατριών), οι οποίοι, όμως, ουδόλως συμπίπτουν (ταυτίζονται) αλλά τυγχάνουν εντελώς διαφορετικοί από τους διά του ως άνω λόγου εφέσεως κατονομαζομένους τριάκοντα δύο πελάτες, και επομένως ορθώς κατ’ αποτέλεσμα διά της εκκαλουμένης (έστω και δι’ εσφαλμένης αιτιολογίας) αντεκρούσθη ο ως άνω μη αυτοτελής ισχυρισμός της εναγομένης, ε΄) διά του υπό της εναγομένης ταμίου εκδοθέντος υπ’ αριθ. ΓΕ ….. /8-2-2013 γραμματίου εισπράξεως της εναγούσης ανεγράφη ότι η ενάγουσα εισέπραξε μέσω της εναγομένης ταμίου από την πελάτιδα εταιρείαν «……..» χρηματικόν ποσόν 1.426,15 ευρώ εις εξόφλησιν των υπ’ αριθ. …. /8-2-2013, … /8-2-2013, … /8-2-2013 και … /8-2-2013 τιμολογίων παροχής υπηρεσιών της εναγούσης προς την ως άνω πελάτιδα επί μέρους ποσών ισοπόσων κατ άθροισμα προς το αντίστοιχον του γραμματίου εισπράξεως [1.426,15 (= 356,55 + 356,55 + 356,55 + 356,55) ευρώ]. Διά των πρωτοδίκων προτάσεων αλλά και διά της αντιστοίχου επί μέρους αιτιάσεως του δευτέρου λόγου εφέσεως η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπεξήρεσεν το εν λόγω χρηματικό ποσόν και προς τούτο επικαλείται το υπό της εναγούσης προσκομισθέν αντίστοιχον δελτίον (καρτέλλα) της ως άνω πελάτιδος, βάσει της οποίας διατείνεται ότι δεν είναι δυνατόν η ιδία να έχει εκδώσει (παρανόμως) ακυρωτικήν απόδειξιν (ήτοι να έχει προβεί σε παράνομον διαγραφήν) του ως άνω γραμματίου εισπράξεως και παρά ταύτα εντός του υπό της εναγούσης τηρουμένου δελτίου (καρτέλλας) της ως άνω πελάτιδος να καταδεικνύεται ότι η ενάγουσα έχει εισπράξει το ως άνω χρηματικόν ποσόν. Όμως, από την επισκόπησιν του ως άνω δελτίου πελάτου καταδεικνύεται ότι διά των κεχωρισμένων τεσσάρων από 8-2-2013 μηχανογραφικών εγγραφών το προαναφερόμενον χρηματικόν ποσόν εκ 356,55 + 356,55 + 356,55 + 356,55 (= 1.426,15) ευρώ έχει καταχωρηθεί ουχί εντός της στήλης πιστώσεως αλλά εντός της στήλης χρεώσεως του υπό της εναγούσης τηρουμένου μηχανογραφικού δελτίου (καρτέλλας) λογαριασμού της ως άνω πελάτιδος, εξ ής καταχωρήσεως (αυτοτελώς αλλά και εν συνδυασμώ προς την επί των τεσσάρων αντιστοίχων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών αναγραφήν της εκδόσεως αυτών επί πιστώσει) καταδεικνύεται το αντίθετον από το υπό της εναγομένης υποστηριζόμενον, ήτοι ότι η πρακτοριακή αμοιβή των ως άνω τεσσάρων τιμολογίων οφείλεται και δεν έχει εξοφληθεί. Η εξόφλησις των τεσσάρων ως άνω τιμολογίων παροχής υπηρεσιών ηδύνατο να αποδειχθεί εντός του μηχανογραφημένου διπλογραφικού συστήματος μόνον διά του υπό της εναγομένης, κατά τα ως άνω, εκδοθέντος υπ’ αριθ. ΓΕ …… /8-2-2013 γραμματίου εισπράξεως συνολικού ποσού 1.426,15 ευρώ, το οποίον εξεδόθη ενιαίως εις συνολικήν εξόφλησιν των ως άνω τεσσάρων τιμολογίων αλλά ηκυρώθη (διεγράφη) παρανόμως υπό της εναγομένης προ της αποδόσεως της ημερησίας εισπράξεως ταμείου (επί τη βάσει της ημερησίας καταστάσεως ταμείου) εις το λογιστήριον, το οποίον, όμως, γραμμάτιον εισπράξεως ουδέποτε κατεχωρήθη εις την αντίστοιχον στήλην πιστώσεως του υπό της εναγούσης τηρουμένου δελτίου (καρτέλλας) λογαριασμού της ως άνω πελάτιδος ως πράξις εξοφλήσεως των τεσσάρων ως άνω τιμολογίων πρακτοριακής αμοιβής, επειδή ακριβώς προ της αποδόσεως της ημερησίας εισπράξεως ταμείου της 8-2-2013 από την εναγομένην εις την προς τούτο κατελθούσαν μετά της αντιστοίχου καταστάσεως εισπράξεως ημέρας αρμοδίαν υπάλληλον του λογιστηρίου το ως άνω γραμμάτιον εισπράξεως είχε διαγραφεί παρανόμως υπό της εναγομένης και διά τούτο, αν και είχε πραγματοποιηθεί η είσπραξις του αντιστοίχου χρηματικού ποσού, εν τούτοις δεν ενεφαίνετο ως λογιστική πράξις εντός της καταστάσεως ημερησίας εισπράξεως του λογιστηρίου και εντός του δελτίου (καρτέλλας) λογαριασμού πελάτου του μηχανογραφικού συστήματος της εναγούσης (η καταβολή απεδείχθη αργότερον διά της προσκομιδής υπό της ως άνω πελάτιδος προς την ενάγουσαν του πρωτοτύπου γραμματίου εισπράξεως, το οποίον είχε εκδοθεί υπό τη εναγομένης και εγχειρισθεί υπ’ αυτής εις τον αρμόδιον προστηθέντα της πελάτιδος άμα τη καταβολή του οφειλομένου χρηματικού ποσού κατά την ημέραν διενεργείας της συναλλαγής, εν συνδυασμώ προς το υπό της ως άνω πελάτιδος προσκομισθέν προς την ενάγουσαν δελτίον προμηθευτού, εντός του οποίου η πελάτις είχε καταχωρήσει κάτωθι της στήλης της κινήσεως των πιστώσεων (υπό ημερομηνίαν 8-2-2013) τα υπ’ αυτής προς την ενάγουσαν προμηθεύτριαν ως άνω καταβληθέντα χρηματικά ποσά εκ 356,55 ευρώ και 356,55 ευρώ και 356,55 ευρώ και 356,55 ευρώ), οπότε, ορθώς, διά της εκκαλουμένης, έστω και διά συνοπτικωτέρας αιτιολογίας, έγινε δεκτόν ότι υπήρξεν υπεξαίρεσις του προαναφερθέντος μερικωτέρου χρηματικού ποσού, και στ΄) την 1η Μαρτίου 2013 η εναγομένη υπέγραψε την από 1-3-2013 αναγγελίαν (δήλωσιν) περί οικειοθελούς αποχωρήσεως αυτής από την σύμβασιν (σχέσιν) παροχής εξηρτημένης εργασίας εις την εναγομένην εργοδότιδα (μετά δέκα τέσσερα έτη και δύο μήνες από της συνάψεως της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας. Μάλιστα, κατά την αυτήν ημέραν της οικειοθελούς αποχωρήσεως κατέβαλε προς την ενάγουσα χρηματικόν ποσόν 10.000 ευρώ υπό την αιτιολογίαν «έναντι οφειλής», όπως προκύπτει από το υπ’ αυτής (ως καταβαλούσης) και υπό του (…) … (ως εισπράξαντος) υπογραφέντος υπ’ αριθ. ΓΕ .. /1-3-2013 γραμματίου εισπράξεως της εναγούσης. Περί της προσελεύσεως εις τον χώρον εργασίας και υπογραφής της αναγγελίας οικειοθελούς παραιτήσεως κατόπιν επιστροφής χρηματικού ποσού 10.000 ευρώ έναντι οφειλής (και ουχί εις ολοσχερή εξόφλησιν πάσης απαιτήσεως), κατέθεσεν, ως έχει αναφερθεί εις ανωτέρω σημείον της παρούσης, και η πρωτοδίκως ενόρκως εξετασθείσα μάρτυς αποδείξεως και προϊσταμένη του τμήματος λογιστηρίου της εναγούσης (. ….), η οποία διευκρίνισεν ότι «η εναγομένη εμφανίσθηκε με την δικηγόρο της, είπε ότι παραιτήθηκε και επέστρεψεν 10.000 ευρώ έναντι οφειλής». Την 11η Μαρτίου 2013 η ενάγουσα επέδωσεν προς την εναγομένην την από 11-3-2013 εξώδικον δήλωσιν – διαμαρτυρίαν – όχλησιν, διά της οποίας εξέθεσεν προς την αντίδικόν της ότι εκείνη είχε υπεξαιρέσει (κατά τα μέχρι της επιδόσεως της ως άνω εξωδίκου δηλώσεως διαπιστωθέντα εκ του τότε διενεργουμένου διαχειριστικού ελέγχου) χρηματικόν ποσόν 101.970 ευρώ (μετ’ επιφυλάξεως διά το ύψος του υπεξαιρεθέντος χρηματικού κεφαλαίου λόγω της συνεχίσεως του διαχειριστικού ελέγχου), ότι είχε προβεί σε ηλεκτρονικές αλλοιώσεις προς τον σκοπόν συγκαλύψεως των ιχνών της αξιοποίνου πράξεώς της, ότι, ενώ εζητήθη παρ’ εκείνης η γνωστοποίησις του συνολικώς υπεξαιρεθέντος χρηματικού ποσού και η απόδοσις τούτου προς την εργοδότιδα, εν τούτοις κατά την ημερομηνίαν της οικειοθελούς αποχώρησεώς της η εναγομένη -παρουσία και της πληρεξουσίας δικηγόρου της (.. ….)- επέστρεψε οικειοθελώς χρηματικόν ποσόν μόλις 10.000 ευρώ «έναντι των οφειλομένων» και ότι καθ’ όλον το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα έδιδε γενικές και αόριστες υποσχέσεις περί δήθεν πλήρους αποκαταστάσεως της ζημίας της εργοδότιδος. Προσεκάλεσεν δέ την αντίδικον να γνωστοποιήσει το συνολικόν ύψος του υπ’ εκείνης υπεξαιρεθέντος χρηματικού ποσού και την απόδοσιν τούτου προς την ενάγουσαν μέχρι την 13η Μαρτίου 2013 (βλ. από 11-3-2013 εξώδικον δήλωσιν της εναγούσης και υπ’ αριθ. …… /11-3-2013 έκθεσιν επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……..). Την 22α Μαρτίου 2013 η εναγομένη επέδωσεν προς την ενάγουσαν την από 19-3-2013 εξώδικον δήλωσιν – απάντησιν, διά της οποίας αντέλεξεν ότι η μόνη πλημμέλειά της ήτο το διαχειριστικόν σφάλμα επί του δελτίου ενός μόνον πελάτου, ένεκα του οποίου προεκλήθη εις την ενάγουσαν ζημία χρηματικού ύψους 10.000 ευρώ, και ότι διά τον λόγον αυτόν η εναγομένη παρητήθη εκ λόγων ευθιξίας, αφού προηγουμένως είχε καταβάλει προς την αντίδικόν της το χρηματικόν ύψος της ως άνω ζημίας. Όμως, ενώ διά της ως άνω εξωδίκου απαντήσεως ουδόλως αντέλεξεν εις την επισήμανσιν της εξωδίκου δηλώσεως της εναγούσης ότι πράγματι προσήλθε εις την έδραν της εργοδότιδος συνοδευομένη υπό της πληρεξουσίας δικηγόρου της και υπέγραψεν παρουσία της ως άνω δικηγόρου της την έγγραφον αναγγελίαν οικειοθελούς αποχωρήσεως και το γραμμάτιον εισπράξεως περί αποδόσεως χρηματικού ποσού 10.000 ευρώ «έναντι οφειλής» και ουχί εις ολοσχερή εξόφλησιν της ζημίας της εναγούσης από το υπό της εναγομένης αναφερόμενον «διαχειριστικόν λάθος», εν τούτοις κατά την από 22-10-2015 απολογίαν αυτής ενώπιον του Α΄ Ανακριτού Πειραιώς ισχυρίσθη και υπεστήριξεν (δίχως να προσθέσει άλλο τι ή να διαφοροποιηθεί διά της από 15-4-2015 συμπληρωματικής απολογίας της ενώπιον του ιδίου ως άνω Ανακριτού) ότι υπέγραψεν αφ’ ενός το γραμμάτιον εισπράξεως περί επιστροφής χρηματικού ποσού 10.000 ευρώ διά τον λόγον ότι ήτο «θολωμένη» και δεν είδεν ότι επ’ αυτού υπήρχεν αναγεγραμμένη η φράσις «έναντι οφειλής» και αφ’ ετέρου την έγγραφον αναγγελίαν (δήλωσιν) περί οικειοθελούς αποχωρήσεως διά τον λόγον ότι δεν ανέγνωσε το περιεχόμενό της, δίχως, όμως, να διευκρινίσει εάν ανέγνωσε τα ως άνω έγγραφα η συμπαρισταμένη πληρεξουσία δικηγόρος της και διά ποίον λόγον η νομική της σύμβουλος δεν απέτρεψεν αυτήν από της υπογραφής των ως άνω εγγράφων και δεν έθεσεν ως όρον της προηγουμένης αποδόσεως του χρηματικού ποσού των 10.000 ευρώ την σύνταξιν, υπογραφήν και παράδοσιν εξοφλητικής αποδείξεως περί ολοσχερούς εξοφλήσεως (διά της καταβολής του ως άνω ποσού) πάσης απαιτήσεως της εναγούσης έναντι της εναγομένης (και ουχί διά παραδόσεως γραμματίου εισπράξεως αναγράφοντος την φράσιν «έναντι οφειλής»). Διά του τοιούτου περιεχομένου της ως άνω απολογίας της εναγομένης αποδυναμούται έτι πλέον η ένορκος κατάθεσις της πρωτοβαθμίως εξετασθείσης μάρτυρος ανταποδείξεως, η οποία προσαχθείσα υπό της εναγομένης κατέθεσεν ότι η ως άνω διάδικος απεχώρησεν οικειοθελώς της εργασίας της διά τον λόγον ότι περί το τέλος Φεβρουαρίου του έτος 2013 υπέβαλεν εις ηλικίαν πεντήκοντα τριών ετών αίτησιν διά μειωμένην συνταξιοδότησιν, όπερ ουδαμώς η εναγομένη είχεν ισχυρισθεί τόσον διά της ως άνω εξωδίκου απαντήσεως αυτής προς την ενάγουσαν όσον και διά της αρχικής και συμπληρωματικής απολογιών αυτής ενώπιον του Α΄ Ανακριτού Πειραιώς, οπότε ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, έστω και βάσει συνοπτικωτέρας αιτιολογίας διά της εκκαλουμένης αποφάσεως εκρίθη ότι ο μη αυτοτελής ισχυρισμός της εναγομένης περί υπάρξεως απλού διαχειριστικού λάθους δεν ήτο πρόσφορος να αποδυναμώσει την πρωτοδίκως σχηματισθείσαν κρίσιν περί υπεξαιρέσεως από την εναγομένην του εις ανωτέρω σημείον της παρούσης αναφερομένου συνολικού χρηματικού ποσού. ΣΤ΄) Διά του τρίτου λόγου εφέσεως η εναγομένη αιτιάται ότι, κατ’ εσφαλμένην εφαρμογήν του άρθρου 671§1 ΚΠολΔ ελήφθησαν υπ’ όψιν προς σχηματισμόν της δικανικής κρίσεως της εκκαλουμένης, μεταξύ «όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων» και οι υπ’ αριθ. …… /28-6-2013, …. /28-6-2013, … /28-6-2013, 1075 /28-6-2013, … /28-6-2013, … /28-6-2013 και … /28-6-2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, καθώς και οι υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων προσώπων, οι οποίες, κατά το σκεπτικόν της εκκαλουμένης, συνεκτιμήθησαν μόνον διά συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, καθ’ όσον είχαν ληφθεί παραδεκτώς άνευ κλητεύσεως της εναγομένης, ενώ έπρεπε να μην ληφθούν υπ’ όψιν ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα. Κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα τυγχάνουν και τα έγγραφα, εις τα οποία περιλαμβάνονται και οι έγγραφες υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 Ν. 1599 /1986 τρίτων προσώπων, όταν αυτές δεν εδόθησαν προς τον αποκλειστικόν σκοπόν χρησιμοποιήσεως αυτών εις την συγκεκριμένην δίκην, καθ’ ήν προσκομίζονται μετά νομίμου επικλήσεως, οπότε συνεκτιμώνται προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 432 /2013, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 780 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1076 /2010, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 410 /2009, ΤΝΠΔΣΑ). Αντιθέτως, όταν εδόθησαν προς τον σκοπόν χρησιμοποιήσεως εις την συγκεκριμένην δίκην, τυγχάνουν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα ακόμη και κατά τις ειδικές διαδικασίες, όπως επί της αντιστοίχου των εργατικών διαφορών. Όταν, όμως, οι χάριν της δίκης γενόμενες ως άνω υπεύθυνες δηλώσεις προέρχονται ουχί από τρίτους αλλά από τους διαδίκους και δή από τους αντιδίκους των επικαλουμένων ταύτας, λαμβάνονται υπ’ όψιν ως αποδεικτικά μέσα προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων ή διά λήψιν εξωδίκου ομολογίας (βλ. ΑΠ 1523 /2014, ΤΠΔΣΑ, ΑΠ 1092 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 610169, ΑΠ 1446 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 266 /2011, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1051 /2010, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 2096 /2009, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1508 /2009, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 635 /2008, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 173 /2007, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 370 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 373709, ΑΠ 109 /2004, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 41 /2002, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΠειρ 837 /2005, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΔωδ 200 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 371263). Εξ άλλου, αι ένορκαι βεβαιώσεις, αι οποίαι δεν ελήφθησαν προς χρησιμοποίησιν εις την διεξαγομένην δίκην αλλά εις άλλην (πολιτικήν ή ποινικήν) δίκην, δύνανται να ληφθούν υπ’ όψιν προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων εις την διεξαγομένην δίκην, ακόμη και εάν δεν ετηρήθησαν αι δι’ αυτάς εκ του νόμου προβλεπόμεναι διατυπώσεις και ελήφθησαν άνευ κλητεύσεως του αντιδίκου (βλ. ΑΠ 1829 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 736 /2016, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 897 /2014, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 554 /2012, ΤΝΠΔΣΑ). Επίσης αι κατά την διάρκειαν άλλης (αστικής ή ποινικής) δίκης ή διαδικασίας δοθείσαι ένορκαι μαρτυρικαί καταθέσεις, λαμβάνονται υπ’ όψιν προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 736 /2016, ο.π., ΑΠ 897 /2014, ο.π. και ΑΠ 432 /2013, ο.π.). Εν τέλει ιδιότητα μάρτυρος ή ενόρκως βεβαιώσαντος δεν δύναται να έχει ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτού, διότι εξομοιούται προς διάδικον, οπότε ακόμη και η εις άλλην δίκην δοθείσα ένορκος βεβαίωσις αυτού, καθ’ όν χρόνον είχε την ως άνω ιδιότητα, δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ακόμη και διά συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, θεμελιουμένου άλλως του εκ του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ προβλεπομένου λόγου αναιρέσεως, εφ’ όσον η τοιαύτη ιδιότης του ενόρκως βεβαιώσαντος είχε προβληθεί υπό του αντιδίκου του προσκομίσαντος την ένορκον βεβαίωσιν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. ΑΠ 2077 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1910 /2011, ΤΝΠΔΣΑ). Εις την προκειμένην περίπτωσιν αι διά του τρίτου λόγου εφέσεως αναφερόμεναι ένορκαι βεβαιώσεις δεν έχουν ληφθεί προς τον σκοπόν χρησιμοποιήσεως αυτών κατά την εκδίκασιν της ενδίκου αγωγής, η οποία δεν είχε ακόμη κατατεθεί κατά τον χρόνον λήψεως των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων (ημερομηνία λήψεως ενόρκων βεβαιώσεων: 28-6-2013 και ημερομηνία καταθέσεως ενδίκου αγωγής: 19-7-2013), αλλά αποκλειστικώς προς υποστήριξιν της κατά την ημερομηνίαν λήψεως αυτών υποβληθείσης υπό στοιχεία …….. /28-6-2013 εγκλήσεως της εναγούσης εναντίον του εναγομένου ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, διά (των 71ης και 72ας σελίδων) της οποίας εγκλήσεως ρητώς αι ως άνω ένορκαι βεβαιώσεις αναφέρονται ως συνημμένα προς υποστήριξιν του περιεχομένου αυτής έγγραφα. Επομένως, η μη τήρησις των εκ του άρθρου 671§1εδ.γ΄ ΚΠολΔ οριζομένων διατυπώσεων κλητεύσεως της αντιδίκου δεν καθιστά αυτάς ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα αλλά δύνανται (πλήν της αμέσως ως κάτωθι αναφερομένης εξ αυτών) να συνεκτιμηθούν ως έγγραφα προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, όπως ορθώς εκρίθη (διά τας λοιπάς πλήν της αμέσως κατωτέρω) διά της εκκαλουμένης αποφάσεως. Εξ αυτών, όμως, η υπ’ αριθ. … /28-6-2013 ένορκος βεβαίωσις (του …..) δεν ηδύνατο να ληφθεί υπ’ όψιν πρωτοδίκως και δεν δύναται ωσαύτως να ληφθεί εις δεύτερον βαθμόν υπ’ όψιν ακόμη και διά συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, διότι κατά τον χρόνον λήψεως αυτής ο ενόρκως βεβαιώσας ετύγχανεν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εναγούσης. Η τοιαύτη ειδική αιτίασις (περί της ως άνω ιδιότητος του ανωτέρω ενόρκως βεβαιώσαντος) δεν προεβλήθη διά του ερευνωμένου λόγου εφέσεως υπό της εκκαλούσης εναγομένης ως ειδικόν παράπονον κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλήν, όμως, αποδεικνύεται εκ του υπό της ιδίας της εναγούσης μετά νομίμου επικλήσεως προσκομισθέντος υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /11-2-2013 εγγράφου της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Τμήματος Μητρώου της Διευθύνσεως Εμπορίου και Βιομηχανίας. Όμως, εις πάσαν περίπτωσιν ακόμη και η τυχόν προβολή τέτοιας αιτιάσεως εκ μέρους της εναγομένης δεν ηδύνατο αυτή καθ’ εαυτήν να καταστεί λυσιτελής, αφού και το παρόν Δικαστήριον κατέληξεν εις την αυτήν ουσιαστικήν κρίσιν προς την του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αντίστοιχον διά συνεκτιμήσεως και αξιολογήσεως των λοιπών (άνευ της ως άνω ενόρκου βεβαιώσεως) εγκύρων αποδεικτικών μέσων (ανεξαρτήτως του ότι διά της επισκοπήσεως των αιτιολογιών του σκεπτικού της εκκκαλουμένης δεν προκύπτει ότι ελήφθη ειδικώς υπ’ όψιν και δή προς συναγωγήν δικαστικού τεκμηρίου η συγκεκριμένη ένορκος βεβαίωσις). Επιπροσθέτως, παρέπεται να επισημανθεί ότι αι υπ αριθ. . /13-1-2015 και . /13-1-2015 ένορκαι βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς ελήφθησαν επιμελεία της εις την παρούσαν δίκην μη διαδίκου ….. προς υποστήριξιν της υπ’ αυτής ασκηθείσης υπ’ αριθ. καταθ. ……. /19-3-2014 αγωγής κατά της νύν εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2496 /2015 απόφασις ειδικής διαδικασίας περί εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Διά δέ την λήψιν αυτών υπήρξεν νομότυπος και εμπρόθεσμος (κατ’ άρθρον 671§1 ΚΠολΔ) κλήτευσις της δι’ εκείνης της αγωγής εναγομένης βάσει δηλώσεως καταχωρηθείσης στα υπ’ αριθ. 2496 /8-1-2015 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την κατ’ αντιμωλίαν μεταξύ των τότε αντιδίκων γενομένην πρωτοβάθμιον συζήτησιν εκείνης της αγωγής. Ως εκ τούτου, αφού ελήφθησαν προς χρησιμοποίησιν εις άλλην δίκην (επί αγωγής εχούσης διαφορετικήν ενάγουσαν από την ενάγουσαν της ενδίκου αγωγής), της οποίας η (πρωτοβάθμιος συζήτησις) εγένετο εις χρόνον μεταγενέστερον ουχί μόνον της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ενδίκου αγωγής αλλά και αυτής ταύτης της εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, αποδεικνύεται ότι αύται δεν εδόθησαν προς τον σκοπόν χρησιμοποιήσεως εις την παρούσαν δίκην και συνακολούθως, ανεξαρτήτως του ότι διά την ισχύν αυτών ως αποδεικτικών μέσων δεν προεβλήθη κάποια αιτίασις διά τινος λόγου της συνεκδικαζομένης πρώτης εφέσεως (της εναγομένης), παραδεκτώς λαμβάνονται υπ’ όψιν ως αποδεικτικά μέσα, τα οποία επιτρεπτώς, κατ’ άρθρον 529§1 ΚΠολΔ, προσεκομισθησαν το πρώτον εις την δευτεροβάθμιον συζήτησιν της ενδίκου αγωγής (και δή ως έγγραφα χρησιμεύοντα προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων). Εν τέλει, διά του κρινομένου λόγου εφέσεως δεν προσδιορίζεται ποίες υπεύθυνες δηλώσεις ελήφθησαν παρατύπως υπ’ όψιν προς σχηματισμόν δικανικής κρίσεως διά της εκκαλουμένης αποφάσεως, οπότε ως προς το συγκεκριμένο σκέλος ο ως άνω λόγος εφέσεως τυγχάνει αόριστος. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, οι εκ μέρους της εναγούσης (εφεσιβλήτου της συνεκδικαζομένης πρώτης εφέσεως) μετά νομίμου επικλήσεως προσκομισθείσες ακόλουθες υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 Ν. 1599 /1986 και έγγραφες βεβαιώσεις εφ’ απλού χάρτου: ι) δύο ως προς τον αριθμόν υπεύθυνες δηλώσεις της …….. (μετά της από 28-3-2013 θεωρήσεως του ΚΕΠ Πειραιώς), ιι) η από 4-3-2013 υπεύθυνος δήλωσις του ……., ιιι) η από 13-3-2013 υπεύθυνος δήλωσις του ……., ιν) η από 5-4-2013 απλή βεβαίωσις του ……, ν) η από 13-3-2013 απλή βεβαίωσις του ….., νι) η από 7-3-2013 απλή βεβαίωσις του .. …, νιι) η (τηλεομοιοτυπικώς αποσταλείσα) από 9-1-2013 απλή βεβαίωσις του ….. νιιι) η άνευ ημερομηνίας απλή βεβαίωσις του ……. και ιx) η από 4-3-2013 απλή βεβαίωσις του ….., δεν εδόθησαν προς τον σκοπόν χρησιμοποιήσεως εις την ένδικον διαφοράν αλλά συνετάχθησαν υπό των συντακτών αυτών και εδόθησαν προς την ενάγουσαν εις προγενέστερον της ασκήσεως της αγωγής ανύποπτον χρόνον αποκλειστικώς εντός του πλαισίου της εσωτερικής διαδικασίας διαλευκάνσεως της υποθέσεως εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγούσης και αποδόσεως υπό της ως άνω διαδίκου προς τις πελάτιδες εταιρείες ………. των εις ανωτέρω σημείον της παρούσης αναφερομένων ως υπό της εναγομένης υπεξαιρεθέντων χρηματικών ποσών εγγυήσεων. Επομένως και ο κρινόμενος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος. Ζ΄) Διά του τετάρτου λόγου εφέσεως η εναγομένη αιτιάται ότι κατ’ εσφαλμένην ερμηνείαν των αντιστοίχων διατάξεων και πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων εγένετο διά της εκκαλουμένης δεκτόν ότι η ενάγουσα επλήγη από την αδικοπρακτική συμπεριφοράν της εναγομένης ως προς την εμπορικήν πίστιν και φήμην αυτής εις την αγοράν και επεδικάσθη υπέρ αυτής χρηματική ικανοποίησις λόγω ηθικής βλάβης. Από τα άρθρα 71, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ως φορείς εννόμων αγαθών δύνανται να αξιώσουν χρηματικήν ικανοποίησιν λόγω ηθικής βλάβης, εάν εκ της αδικοπραξίας ετρώθη η εμπορική πίστις, η επαγγελματική υπόληψις και εν γένει το εμπορικό μέλλον αυτών (βλ. ΑΠ 1891 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 6440955, ΑΠ 1596 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 639707 και ΑΠ 1381 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Εις την προκειμένην περίπτωσιν εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης απεδείχθη ότι ετρώθη έναντι των πελατών αυτής η φήμη και η αξιοπιστία της εναγούσης ως νομικού προσώπου επιχειρούντος εις την αγοράν του ελευθέρου ανταγωνισμού των συμβάσεων και υπηρεσιών πρακτορεύσεως θαλασσίως μεταφερομένων εμπορευμάτων, αφού εκλονίσθη η προς το νομικόν πρόσωπον της εναγούσης εμπιστοσύνη των ως άνω μετ’ αυτής συναλλαγέντων φυσικών προσώπων ατομικών επιχειρήσεων και των τα νομικά πρόσωπα των πελατιδών εταιρειών διοικούντων φυσικών προσώπων), καθώς μετ’ εκπλήξεως ήκουον να αναζητούνται υπό των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγούσης έναντι αυτών χρηματικά ποσά, τα οποία, κατά τους υπαλλήλους της εναγούσης εφέροντο ως εισέτι οφειλόμενα διά παροχές υπηρεσιών πρακτορεύσεως, αλλά τα οποία, όμως, είχαν εξοφληθεί από τους ως άνω πελάτες και τις ως άνω πελάτιδες προς την ενάγουσαν. Ούτως ετέθη εν αμφιβόλω έναντι των ως άνω πελατών τόσον η ευθύτης της εναγούσης (μέσω των διοικούντων αυτήν προσώπων και των αρμοδίων υπαλλήλων της) εις τις συναλλαγές όσον και η εν γένει εικών του νομικού προσώπου της ως άνω διαδίκου υπό την έννοιαν της -κατ’ αποκλειστικήν επιλογήν και ευθύνην των οργάνων του νομικού προσώπου- στελεχώσεως των επί μέρους τμημάτων λειτουργίας της ανωνύμου εταιρείας και δή του ταμείου της εναγούσης μετά προσώπων μη παρεχόντων εχέγγυα αρτιότητος και αξιοπιστίας κατά την συναλλαγήν μετά των πελατών. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπ’ όψιν του είδους της παρανόμου και αδίκου πράξεως (ως εξακολουθηματικής υπεξαιρέσεως), της κατοχής από την εναγομένην εμπιστευτικής θέσεως ως υπαλλήλου του ταμείου της εναγούσης, της υπό της εναγομένης (εξαιρέσει της καταβολής χρηματικού ποσού μόλις 10.000 ευρώ εν συγκρίσει προς το συνολικώς υπεξαιρεθέν και οφειλόμενον υπερενδεκαπλάσιον αντίστοιχον) προσχηματικής αρνήσεως της ως άνω αξιοποίνου πράξεως και της συνακόλουθης υποχρεώσεως άρσεως των εξ αυτής δυσμενών συνεπειών εις βάρος της εναγούσης, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των αντιδίκων μερών, κρίνεται εύλογον το χρηματικόν ποσόν των 20.000 ευρώ, όπως ορθώς επεδικάσθη και πρωτοδίκως, απορριπτομένου του αντιστοίχου λόγου εφέσεως. Η΄) Εν τέλει διά του πέμπτου λόγου εφέσεως η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένην εφαρμογήν του άρθρου 178§1 επεβλήθη εις βάρος της μέρος της δικαστικής δαπάνης της εναγούσης καθορισθέν μάλιστα εις το χρηματικόν ύψος των 3.900 ευρώ, ενώ βάσει της ως άνω διατάξεως έπρεπε αυτή να κατανεμηθεί αναλόγως της νίκης και ήττης και να συμψηφισθεί μεταξύ των αντιδίκων, άλλως έπρεπε να επέλθει συμψηφισμός της δικαστικής δαπάνης κατ’ άρθρον 179 ΚΠολΔ λόγω ευλόγου αμφιβολίας περί την έκβασιν της δίκης. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος κατ’ αμφότερες τις βάσεις αυτού, αφού εν σχέσει μέν προς την κυρίαν βάσιν διά της ενδίκου αγωγής επεδιώχθη η καταβολή χρηματικού ποσού 160.134,21 (= 110.134,21 + 50.000) ευρώ και επεδικάσθη χρηματικόν κεφάλαιον 130.134,21 (= 110.134,21 + 20.000) ευρώ (ήτοι η αγωγή έγινε δεκτή εξ ολοκλήρου ως προς το δι’ αυτής επιδιωκόμενον χρηματικόν κεφάλαιον υπεξαιρέσεως και εν μέρει δεκτή μόνον κατά το επιδιωκόμενον χρηματικόν ύψος χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης), εξ ής αναλογίας μεταξύ επιδιωχθέντος και επιδικασθέντος χρηματικού ποσού ουδαμώς αιτιολογείται κατανομή δικαστικών εξόδων μέχρι του σημείου συμψηφισμού αυτών και εν σχέσει δέ προς την επικουρικήν βάσιν του ως άνω λόγου εφέσεως η επί μέρους περίπτωσις του άρθρου 179 ΚΠολΔ περί δυνατότητος συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης λόγω ευλόγου αμφιβολίας έχει καταργηθεί και δεν ισχύει (άρθρον 2 Ν. 2915 /2001). Θ΄) Επομένως, εν κατακλείδι μετά την εξέτασιν και απόρριψιν όλων των λόγων της συνεκδικαζομένης πρώτης εφέσεως ορθώς διά της εκκαλουμένης έγινε δεκτόν αφ’ ενός ότι το συνολικώς υπεξαιρεθέν χρηματικόν ποσόν αμοιβών εκ τιμολογίων παροχής υπηρεσιών πρακτορεύσεως και εγγυήσεων ανήλθεν εις το χρηματικόν ύψος των 120.134,21 (= 102.984,21 + 17.150) ευρώ και ότι μετά την εκ των υστέρων επιστροφήν ποσού 10.000 ευρώ εξακολουθεί να οφείλεται από την εναγομένην προς την ενάγουσαν χρηματικόν κεφάλαιον 110.134,21 ευρώ και αφ’ ετέρου ότι η ενάγουσα δικαιούται εύλογον χρηματικήν ικανοποίησιν λόγω ηθικής βλάβης προσδιοριζομένην εις ύψος 20.000 ευρώ, ήτοι ότι η συνολική αξίωσις της εναγούσης διά την περιουσιακήν και μη περιουσιακήν ζημίαν της ανέρχεται εν συνόλω σε 130.984,21 ευρώ και οφείλεται νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η πρώτη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων εν συνόλω.
Ζ) Η δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας εν σχέσει προς την συνεκδίκασιν αμφοτέρων των αντιθέτων εφέσεων πρέπει να κατανεμηθεί αναλόγως της νίκης και ήττης και να συμψηφισθεί μεταξύ των αντιδίκων λόγω της απορρίψεως αμφοτέρων των εφέσεων (άρθρα 191§2 και 178§1 ΚΠολΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει τις υπ’ αριθ. καταθ. …. /5-6-2014 και ……. /21-7-2014 (αντίθετες) εφέσεις κατά της 1765 /2014 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνην.
Εκρίθη, απεφαασίσθη και δημοσιεύθη στο ακροατήριο εν εκτάκτω δημοσία συνεδριάσει την 24ην Αυγούστου 2018, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ