Αριθμός 631/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…………», εδρεύουσας στο …….. (οδός ………….), εκπροσωπούμενης νόμιμα και με αφμ ………. και ΓΕΜΗ ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία Αναγνωστοπούλου.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣ:
Το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά, το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και εν προκειμένω από τον κ. Νηολόγο και Ναυτικό Υποθηκοφύλακα του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, κάτοικο Πειραιώς, για το οποίο εμφανίστηκε η δικηγόρος Μαρία-Ζωή Τζιαβέλη και κατέθεσε προτάσεις.
Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023) αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ αριθ 1200/2024 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αίτηση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα με την από 9.7.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………/2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της οριστικής με αριθμό 1200/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθ. 739 επ. ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 4198/2013 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρου έκτου Ν.4335/2015) την από) αίτηση της εκκαλούσας, η τελευταία έχει ασκήσει την από 9.7.2024 με αριθμό ……../2024 έφεση. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός διετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης, καθόσον από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση αυτής και καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ σύμφωνα με την προσκομιζόμενη απόδειξη συναλλαγής με στοιχεία ……………/2024 (άρθ. 495 επ., 516, 518 παρ. 2 ,όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, 741, 761, 762 ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Η έννοια του διαδίκου στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ελαστικότητα της διαδικασίας, έχει άλλο περιεχόμενο από ότι έχει στο πεδίο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Και τούτο, διότι στη διαδικασία αυτή δεν υφίσταται, κατά κανόνα, αντιδικία (είναι, όμως, δυνατόν να υπάρξουν και στη διαδικασία αυτή περισσότεροι διάδικοι και με αντιτιθέμενα συμφέροντα και κατά συνέπεια να διεξαχθεί η δίκη κατ’ αντιδικία) και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν αντιδικούντα πρόσωπα. Τα πρόσωπα τα οποία μετέχουν στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ονομάζονται μεν «διάδικοι», όμως στην ουσία πρόκειται περί «ενδιαφερομένων» θετικά ή αρνητικά ως προς τη ρύθμιση που θα αποφασισθεί και αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης. Έτσι, η έννοια του διαδίκου, που προσδιορίζεται τόσο με το τυπικό όσο και με το ουσιαστικό κριτήριο, προσλαμβάνεται στην εκούσια δικαιοδοσία με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: α)με την υποβολή αίτησης προς εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση τρίτων στη διαδικασία, κατόπιν διαταγής του αρμόδιου δικαστηρίου (άρθρ. 748 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ), γ) με την προσεπίκληση τρίτων κατόπιν πρωτοβουλίας του διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 753 ΚΠολΔ), δ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης και ε)με την άσκηση τριτανακοπής (άρθρ. 773, 583 επ. Κ.Πολ.Δ) (ΑΠ 1103/2005, ΑΠ 305/205, ΕφΘεσ 292/2009, ΕφΔωδ 120/2004 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ, Γ.Ν. Διαμαντόπουλος Η δίκη των αντιρρήσεων ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή έκδ.2014 σελ.119 επ.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 παρ. 3, 753 παρ. 1 και 752 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο καθού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, δεν απευθύνεται κατ’ αυτού η έφεση, ούτε έχει δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, αλλά αν προκαλεί σε αυτόν βλάβη ή εκθέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, μπορεί να την τριτανακόψει. Ούτε άλλωστε ο από το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ορισμός, κατά την κατάθεση της αίτησης, απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίησή της στον καθού για να ασκήσει παρέμβαση ή να προστατεύσει κατ’ άλλο, ενδεχομένως, τρόπο τα πιθανά συμφέροντά του, συνιστά ή μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθού η αίτηση την ιδιότητα του διαδίκου (βλ. ΑΠ 1305/1994 ΕλλΔ/νη 37.638, ΑΠ 646/1978 ΝοΒ 24.50, ΕφΑθ 2295/1998 ΕλλΔ/νη 39.617, ΕφΑθ 1948/1994 ΝοΒ 43.64, ΕφΑθ 211/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση το ελληνικό δημόσιο προς το οποίο κοινοποιήθηκε η έφεση με την προσαγόμενη με αριθμό 35 με αριθμό …../16.7.2024 έκθεση επίδοσης τη δικαστικής επιμελήτριας …………, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις, χωρίς να ασκήσει παρέμβαση ή τριτανακοπή. Αυτό δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, η οποία αποκτάται στις προαναφερόμενες μόνο περιπτώσεις κατά την εκούσια δικαιοδοσία, και συνεπώς οι κατατεθείσες από τη δικαστική πληρεξουσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αυτού προτάσεις που κατατέθηκαν στο ακροατήριο δεν θα ληφθούν υπόψη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση με την από 31.7.2023 με αριθμό κατάθεσης ………/2023 αίτηση της (όχι ……../2023 όπως εκ παραδρομής προφανώς αναγράφεται στην εκκαλουμένη) ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ήδη εκκαλούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με έδρα το …… Αργολίδας και την επωνυμία …. ….. εξέθετε ότι, όπως προκύπτει από τα τηρούµενα στο Κεντρικό Λιµεναρχείο Πειραιά Νηολόγια Πλοιαρίων, το βοηθητικό ιχθυοκαλλιέργειας «Φ», µε αριθµό εγγραφής ….., κ.ο.χ 21,91, κ.κ.χ. 8,72, ΔΔΣ …….., φέρεται ότι ανήκει στην εταιρεία «…………» από 01-02-2002 και ότι στις 02-10-2002 µεταφέρθηκε από τα Νηολόγια Α’ κλάσης της ως άνω υπηρεσίας, όπου ήταν γραµµένο µε αύξοντα αριθµό ………, γιατί βρέθηκε να έχει καθαρή χωρητικότητα κάτω από 10 κόρους, µετά από σχετική ανακαταµέτρησή του. Ότι σύμφωνα με το με αριθμό …../12.7.2023 πιστοποιητικό βαρών επί του παραπάνω πλοιαρίου υπάρχει εγγεγραµµένο ένα ναυτικό ενέχυρο για ποσό 1.000.000 ευρώ υπέρ της εταιρείας «………» και κατά της εταιρείας «……………», που καταχωρήθηκε στα σχετικά βιβλία της ως άνω υπηρεσίας στις 08-09-2003 μετά την από 23.7.2003 σύμβαση πώλησης και σύστασης ενεχύρου που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ των εταιριών …………., ……………, ………. και ………… Ότι η ίδια (αιτούσα) συγχωνεύθηκε µέσω απορρόφησης, μεταξύ άλλων, µε την ως άνω εταιρεία «…………», ως εκ τούτου η τελευταία έπαψε να υφίσταται, ενώ το ενεργητικό και παθητικό της περιήλθαν κατά πλήρη κυριότητα στην ίδια, περιλαµβανοµένου και του πλοιαρίου «Φ», ήδη από το έτος 2008. Ότι µετά τις τροποποιήσεις του καταστατικού της, αλλά και τις αντιδικίες και δικαστικούς αγώνες που η αιτούσα διεξήγαγε µε την προς ην η κοινοποίηση εταιρεία «…………», ενώπιον των δικαστηρίων Ναυπλίου που καταργήθηκαν με συμβιβασμό αναφέρει ότι δεν είναι πλέον οφειλέτρια της προαναφερόμενης όπως αναφερόταν στην από 23.7.2003 σύμβαση πώλησης και σύστασης ενεχύρου αλλά είναι πλέον δανείστρια. Ότι η υπερ ής το ενέχυρο τέθηκε σε εκκαθάριση, διαδικασία η οποία περατώθηκε το 2019 και η ίδια διαγράφηκε από το ΓΕΜΗ από το έτος 2019. Ότι η γενική συνέλευση των εταίρων της αποφάσισε την άρση και διαγραφή του συσταθέντος ενεχύρου, ακολούθως δε, µε την από 19-07-2023 αίτησή της, αυτή απευθύνθηκε προς τη Ναυτική Υποθηκοφύλακα του Τοµέα Νηολογίων του Κεντρικού Λιµεναρχείου Πειραιά, αιτήθηκε να διαγραφεί από το βιβλίο βαρών οποιοδήποτε βάρος ή ναυτικό ενέχυρο υφίσταται εναντίον της, ως απορροφήσασα την εταιρεία «………..» και σε βάρος του βοηθητικού πλοιαρίου Φ» …….. Ότι ωστόσο, ο Νηολόγος και Ναυτικού Υποθηκοφύλακας του Λιµεναρχείου Πειραιώς, µε την με αριθμό ……./2023 απορριπτική έκθεσή του, αρνήθηκε για τους διαλαµβανόµενους στην αίτηση λόγους, να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια επί της αίτησής της. Ακολούθως επικαλούμενη έννομο συμφέρον αιτείται να διαταχθεί ο Νηολόγος και Ναυτικός Υποθηκοφύλακας του Κεντρικού Λιµεναρχείου Πειραιώς να εγγράψει στο τηρούµενο Νηολόγιο Πλοιαρίων του Λιµένα Πειραιώς ότι το βοηθητικό πλοιάριο ιχθυοκαλλιέργειας «Φ» …… ανήκει στην αιτούσα και να διαγράψει, ώστε να αποσβεσθεί και εξαλειφθεί από το βιβλίο βαρών του Τοµέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκών του Κεντρικού Λιµεναρχείου Πειραιώς, οποιοδήποτε βάρος ή ναυτικό ενέχυρο υφίσταται εναντίον της (ως απορροφήσασας µε συγχώνευση την «…………) και σε βάρος του βοηθητικού πλοιαρίου ιχθυοκαλλιέργειας «Φ» ……….. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης αλλά στη συνέχεια απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αίτηση κρίνοντας ότι είναι υπόθεση αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και ότι δεν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 791 του ΚΠολΔ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα με την κρινόμενη με αριθμό ………./2024 έφεση της για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον ισχυρίζεται ότι το συμβατικό ενέχυρο έχει αποσβεστεί στις 8.9.2013 λόγω της παρόδου 10ετίας, ότι λόγω της εκκαθάρισης και της διαγραφής της υπερ ής το συμβατικό ενέχυρο υφίσταται η τεκμαιρόμενη συναίνεση της και ζητεί την παραδοχή της εφέσεως της ώστε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η αίτησή της.
Το συμβατικό ενέχυρο, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν προς την κατάργηση τους με το άρθρο 26 του ν. 5123/2024 κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, ρυθμιζόταν διεξοδικά στο δέκατο κεφάλαιο του Εμπραγμάτου Δικαίου του Αστικού Κώδικα. Για την έγκυρη σύσταση του συμβατικού ενεχύρου απαιτείται όπως η κατοχή του ενεχυράσματος περιέλθει στον δανειστή ή τρίτο, με συνέπεια να αποξενώνεται από αυτήν ο ενεχυρικός οφειλέτης (άρθρα 1211, 1212, 1213 και 1243 αρ. 2 ΑΚ). Ειδική κατηγορία συμβατικού ενεχύρου αποτελεί το λεγόμενο πλασματικό ενέχυρο, στο οποίο η δημοσιότητα της σύστασης του δεν επιτυγχάνεται με την παράδοση του πράγματος στον ενεχυρούχο δανειστή αλλά με καταχώρηση της σύστασης της σύμβασης σε ειδικά δημόσια βιβλία (άρθρο 1214 ΑΚ και ν. 2844/2000 «Συμβάσεις επί κινητών ή απαιτήσεων υποκείμενες σε δημοσιότητα και άλλες συμβάσεις παροχής ασφάλειας»). Στην περίπτωση αυτήν ο δανειστής και ο οφειλέτης είναι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες και η ασφάλεια παρέχεται για τις ανάγκες της επιχείρησης ή του επαγγέλματος του οφειλέτη (Εκούσια Δικαιοδοσία, Ιωάννης Χαμηλοθώρης, Χαρίλαος Κλούκινας, Θεμιστοκλής Κλουκίνας, Τόμος Πρώτος, σ. 243, αρ. 974 και 975). Επί πλασματικού ενεχύρου, με το άρθρο 8 § 4 ν. 2844/2000, ορίζεται ότι ο πλειστηριασμός του πράγματος γίνεται ύστερα από αναγκαστική κατάσχεση, η οποία επιβάλλεται, αν δεν υπάρχει εκτελεστός τίτλος, με άδεια του μονομελούς πρωτοδικείου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 ν. 2844/2000. Ο νομοθέτης του ν.2844/2000, έλαβε υπ’ όψιν του τόσο το σύστημα δημοσιότητας των βασικών πλασματικών ενεχύρων του παρελθόντος, όσο και τις ως επί το πλείστον επιτυχείς διατάξεις του βιομηχανικού ενεχύρου του ν.δ. 1038/1949 και των λοιπών ομοειδών νομοθετημάτων σχετικά με την οριοθέτηση των δικαιωμάτων των καλοπίστως αποκτώντων ενεχυρασμένα πράγματα τρίτων έναντι του ενεχυρούχου δανειστή. Συνεπώς, η προϊστορία του θεσμού του πλασματικού ενεχύρου συνέβαλε στην επιτυχέστερη διαμόρφωσή του στη σύγχρονη εποχή. Σε αντίθεση με το κοινό ενέχυρο, για τη σύσταση του οποίου απαιτείται παράδοση του πράγματος, στο πλασματικό ενέχυρο το πράγμα δεν παραδίδεται στο δανειστή (ή με κοινή συναίνεσηδανειστή και οφειλέτη σε τρίτον), αλλά ο ενεχυραστής εξακολουθεί ο ίδιος να το κατέχει και να το χρησιμοποιεί. Παρά την αντίθετη ρύθμιση της ΑΚ 1213 η αντιφώνηση της νομής επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή, καθώς αντισταθμίζεται με την υποχρεωτική τήρηση δημοσιότητας, η οποία πραγματώνεται με την υποχρεωτική εγγραφή του πλασματικού ενεχύρου στα δημόσια βιβλία (άρθρο 1214 του ΑΚ). Η απαιτούμενη για την ασφάλεια των συναλλαγών δημοσιότητα, η οποία στο κοινό ενέχυρο αναπληρώνεται με την υλική παράδοση του πράγματος, εδώ επιτυγχάνεται με την καταχώριση της ενεχυρικής σύμβασης σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, στο οποίο μπορεί οποιοσδήποτε να ανατρέξει και να το συμβουλευτεί (άρθρο 3 Ν.2844/2000). Με αυτόν τον τρόπο διευρύνεται η πιστοληπτική ικανότητα των οφειλετών χωρίς αυτοί να στερούνται από χρήσιμα για την επιχείρησή τους κινητά, όπως λόγου χάρη τις μηχανές ενός εργοστασίου ή τον εξοπλισμό μιας επιχείρησης ή ένα επαγγελματικό όχημα. Κατ’ αποτέλεσμα, δεν αναστέλλεται η οικονομική δραστηριότητα του οφειλέτη προς όφελος τόσο του ίδιου όσο και της εθνικής οικονομίας. Επιπροσθέτως, η μη παράδοση του ενεχυρασμένου κινητού στο δανειστή είναι συμφέρουσα και για τον ίδιο, καθότι τον απαλλάσσει από την ανάγκη εύρεσης χώρου και από τις δαπάνες φύλαξής του. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την καθιέρωση συστήματος δημοσιότητας διασφαλίζονται πληρέστερα τα συμφέροντά του, καθώς προστατεύεται η πίστη που επιδεικνύει στις εγγραφές των δημοσίων βιβλίων και παρέχονται δίκαια κριτήρια για τη λύση του προβλήματος προτεραιότητας, όταν συντρέχει με άλλους ασφαλειολήπτες. Το πλασματικό ενέχυρο ενισχύει την πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων και διευκολύνει τις οικονομικές συναλλαγές, εφαρμόζεται δε αφού έχει καθιερωθεί πλέον με νόμο. Πρόκειται για μια ρύθμιση των συμβάσεων παραχώρησης ασφάλειας επί κινητών πραγμάτων και απαιτήσεων, με βάση την οποία οι επιχειρήσεις μπορούν να εξασφαλίσουν πιστώσεις, χωρίς απαραίτητα να υποθηκεύσουν ακίνητα. Οι ασφάλειες που παρέχονται από τον οφειλέτη στο δανειστή καταχωρίζονται σε ειδικά βιβλία, όπως τα βιβλία υποθηκών επί ακινήτων, στα υπάρχοντα κατά τόπους υποθηκοφυλακεία και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η διαφάνεια των συναλλαγών και η δημόσια πίστη. Η διάταξη όμως του άρθρου 1214 ΑΚ έμεινε ανενεργός, αφού μέχρι το 2000 δεν είχε ακόμη εκδοθεί ο σχετικός νόμος παρόλο που από καιρό το ζήτημα είχε απασχολήσει και την επιτροπή σχεδίασης του Εμπορικού Κώδικα. Αλλά και πριν τον ΑΚ ο νομοθέτης αντιλαμβανόμενος την πρακτική αξία του πλασματικού ενεχύρου, είχε θεσπίσει πλασματικά ενέχυρα που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τον ΑΚ (ΕισΝΑΚ 70). Η δημόσια και νομότυπη καταχώριση της συμφωνίας για τη σύσταση του πλασματικού ενεχύρου (άρθρο 3 ν.2844/2000) αποτελεί συστατικό τύπο και, εάν δεν λάβει χώρα, το πλασματικό ενέχυρο δεν έχει συσταθεί εγκύρως ούτε μεταξύ των συμβαλλομένων ούτε έναντι τρίτων. Δεν προβλέπεται νομοθετικά προθεσμία για τη δημόσια καταχώριση της ενεχυρικής συμφωνίας, ωστόσο το χρονικό σημείο της καταχώρισης καθορίζει το χρόνο επελεύσεως των συνεπειών του ενεχύρου, την ύπαρξη προνομίου δυνάμει αυτού καθώς και τη τάξη προτεραιότητας μεταξύ των τυχόν περισσότερων πλασματικών ενεχύρων που έχουν συσταθεί πάνω στο ίδιο πράγμα. Αναφορικά με το ζήτημα της τηρητέας δημοσιότητας και ειδικότερα αν αυτή θα είναι πλήρης, χωρίς περιορισμούς, όσον αφορά τα προς καταχώριση στοιχεία, και προσιτή σε κάθε ενδιαφερόμενο, ο νόμος ακολούθησε θετική στάση με εισαγωγή συστήματος αντίστοιχου με εκείνου που ισχύει για τις υποθήκες στα ακίνητα. Η καταχώριση γίνεται με κατάθεση σχετικού εντύπου στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του ενεχυραστή και, αν δεν έχει αυτός κατοικία ή έδρα στην ελληνική επικράτεια, στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, σύμφωνα με την ειδικότερα προβλεπόμενη διαδικασία. Κάθε ενδιαφερόμενος δικαιούται να προβαίνει σε έρευνα και να λαμβάνει αντίγραφο της δήλωσης καθώς και πιστοποιητικό περί της ύπαρξης ή μη καταχώρισης στο όνομα ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, χωρίς να απαιτείται προς αυτό συναίνεση του οφειλέτη. Αρμόδια πρόσωπα για την τήρηση των δημόσιων βιβλίων επιλέχθηκαν να είναι οι υποθηκοφύλακες – μέχρι τουλάχιστον τη σύσταση στο μέλλον με προεδρικό διάταγμα (άρθρο 19 παρ.1) ειδικών ενεχυροφυλακείων. Αναφορικά με το ζήτημα των συνεπειών της δημόσιας εγγραφής – με την οποία και ολοκληρώνεται η σύσταση δικαιώματος- έναντι των άλλων εμπραγμάτων βαρών που έχουν ήδη επιβληθεί ή θα επιβληθούν μελλοντικά πάνω στο πράγμα, το άρθρο 6 παρ.1 του νόμου ακολουθεί κατά βάση την ισχύουσα γενικώς στην εμπράγματη ασφάλεια αρχή «priortempore potior iure». Πιο συγκεκριμένα, αν στο ίδιο πράγμα συσταθούν περισσότερα πλασματικά ενέχυρα, η μεταξύ τους προτεραιότητα καθορίζεται από τον χρόνο δημοσίευσης. Ενέχυρα με την ίδια ημερομηνία δημοσίευσης έχουν την ίδια τάξη και οι δανειστές ικανοποιούνται συμμέτρως. Μικρή απόκλιση καθιερώνεται για το νόμιμο ενέχυρο (άρθρο 8 παρ.1 τελευταίο εδάφιο), το οποίο ορίζεται ότι έπεται του πλασματικού. Ο ν. 2844/2000 μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 26 του ν. 5123/2024 που δημοσιεύθηκε στις 19.7.2024 αλλά ως προς τις διατάξεις που εδώ ενδιαφέρουν αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 1 του άρθρου 24, περί έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας του Ηλεκτρονικού Μητρώου Ενεχύρων, άλλως την 31η Δεκεμβρίου 2024 (άρθρο 32), όριζε ότι χρονικό όριο ισχύος των συμφωνιών για το πλασματικό ενέχυρο είναι τα δέκα χρόνια με δυνατότητα ανανέωσής τους (άρθρο 4 ν.2844/2000). Ο περιορισμός αυτός είχε διττή δικαιολογητική βάση: αφενός ο περιορισμός ως προς το χρόνο ισχύος δικαιολογείται λόγω της απομείωσης με την πάροδο του χρόνου της αξίας της ασφάλειας, εφόσον αφορά σε κινητά πράγματα και αφετέρου λόγω του ότι με το πλασματικό ενέχυρο διασφαλίζονται συνήθως βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες πιστώσεις. Επιπλέον, η δεκαετής διάρκεια του ενεχύρου αποσκοπούσε στο να μην διατηρούνται ανακριβείς εγγραφές (βλ. την περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι αμέλησαν να καταχωρίσουν τις μεταβολές που επήλθαν) και για να διευκολυνθεί η τήρηση του βιβλίου. Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του προαναφερόμενου νόμου “1. Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για το ενέχυρο εφαρμόζονται συμπληρωματικά, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση του ενεχύρου χωρίς παράδοση. Η καλή πίστη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1215 του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το χρόνο σύναψης της ενεχυριακής συμφωνίας. 2. Οι διατάξεις των άρθρων 1284, 1290, 1294 έως 1299, 1314 έως 1316 εδάφιο πρώτο, 1324, 1327 έως 1329, 1331, 1332,1334, 1335 και 1339 έως 1341 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως. Η συναίνεση του άρθρου 1324 μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο. Η εξάλειψη του ενεχύρου γίνεται με πράξη πάνω στο κατατεθειμένο έντυπο του άρθρου 3, σημειώνεται στο ευρετήριο, χρονολογείται και υπογράφεται από τον ενεχυροφύλακα.” Να σημειωθεί τέλος ότι ο νόμος παρείχε τη δυνατότητα στο δανειστή να ανανεώσει μονομερώς την καταχώριση ζητώντας με έγγραφο που υποβάλλεται στον ενεχυροφύλακα και κοινοποιείται στον ενεχυραστή τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη συμπλήρωση της δεκαετίας την καταχώριση δήλωσής του για παράταση του ενεχύρου για άλλη μια δεκαετία ή για μικρότερο χρονικό διάστημα (άρθρο 4 παρ.1). Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, η δήλωση αυτή δεν ίσχυε, εάν προσκομισθεί στον ενεχυροφύλακα έγγραφη εξοφλητική απόδειξη του δανειστή ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση για την απόσβεση ή την ανυπαρξία της ασφαλιζόμενης απαίτησης ένα μήνα πριν τη συμπλήρωση της δεκαετίας (άρθρο 4 παράγραφος 2) (Α.Γεωργιάδης, «Ο ν.2844/2000 για το ενέχυρο […]συμβάσεις», ΧρΙΔ Α/2001 σελ.9, ο ίδιος, «Η εξασφάλιση των πιστώσεων», §26, ο ίδιος, «Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου», §89).
Περαιτέρω, σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 791 ΚΠολΔ όποιος τηρεί δημόσια βιβλία, στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις για αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα, να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνησή του και τους λόγους της. Σύμφωνα δε με την § 2 του ίδιου άρθρου η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η εν λόγω διάταξη έχει διπλό περιεχόμενο αφ’ ενός θεσπίζει την ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση απάντησης των προσώπων που τηρούν βιβλία, αφ’ ετέρου καθορίζει τη διαδικασία άρσης σχετικής εκκρεμότητας. Η διάταξη εφαρμόζεται σε αμφισβητήσεις ως προς την υποχρέωση εγγραφής στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων, καθώς και σε περίπτωση άρνησης να χορηγηθούν αντίγραφα, περιλήψεις ή πιστοποιητικά για σχετικές πράξεις. Σε απόκλιση με την διάταξη του άρθρου 852 ΚΠολΔ/1968, η συγκεκριμένη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση διαγραφής παράνομης εγγραφής (ΕφΑθ 7467/1976 ΝοΒ 1977. 757, ΕφΠειρ 290/1996 ΕλλΔνη 1997. 683-684), με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 220 ΚΠολΔ. Επίσης, η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη υποθήκης, η οποία υπάγεται στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία (ΕφΑθ 2930/1975 ΑρχΝ 1976.150, ΕφΘεσ 1512/1978 ΤΝΠ-Νόμος), εκτός εάν επέρχεται συνεπεία καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή κατ’ άρθρο 1005 § 3 ΚΠολΔ. (Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, β` τόμος, σ. 1559- 1562). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξάλειψη στο συγκεκριμένου ενεχύρου δεν μπορεί να διαταχθεί με βάση την παρούσα διαδικασία και τη διάταξη του άρθρου 791 του ΚΠολΔ διότι η εξάλειψη του συγκεκριμένου ενεχύρου λόγω της ρητής παραπομπής του νόμου στις διατάξεις περί υποθήκης πραγματοποιείται είτε με τη συναίνεση του δανειστή είτε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται από αγωγή που ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον κατά του ενεχυρούχου δανειστή. Το γεγονός ότι η αιτούσα αναφέρει ότι αφενός έχει παρέλθει 10ετία και αφετέρου ότι η δανείστρια έχει διαγραφεί από το ΓΕΜΗ δε συνιστά ούτε τεκμαιρόμενη συναίνεση της τελευταίας ούτε λόγος για να ζητηθεί η διαγραφή του ενεχύρου με την εκούσια δικαιοδοσία, καθώς η δεκαετής διάρκεια του ενεχύρου αποσκοπούσε στο να μην διατηρούνται ανακριβείς εγγραφές και για να διευκολυνθεί η τήρηση του βιβλίου, ενώ δε συνιστούσε λόγο αυτοδίκαιας διαγραφής από αυτόν που τηρούσε το δημόσιο βιβλίο. Ήδη με το 26 του ν. 5123/2024 που δημοσιεύθηκε στις 19.7.2024 αλλά ως προς τις διατάξεις που εδώ ενδιαφέρουν αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 1 του άρθρου 24, περί έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας του Ηλεκτρονικού Μητρώου Ενεχύρων, άλλως την 31η Δεκεμβρίου 2024 (άρθρο 32) οι διατάξεις περί δεκαετούς ισχύος του ενεχύρου καταργήθηκαν. Αντιθέτως η εξάλειψη του ενεχύρου με την παρούσα διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας θα επερχόταν συνεπεία καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή κατ’αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1005 § 3 του ΚΠολΔ. Αντίθετα από τον συνδυασμό των άρθρων 1317 έως 1321, 1324, 1327, 1328 και 1329 ΑΚ στις οποίες παραπέμπτει ρητά το άρθρο 8 του ισχύοντος κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης ν. 2844/2000 προκύπτει ότι σε περίπτωση που το ενέχυρο έχει αποσβεσθεί ή η εγγραφή του είναι άκυρη, τότε αυτό εξαλείφεται από τα βιβλία είτε με τη συναίνεση του δανειστή είτε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται από αγωγή που ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον κατά του δανειστή. Οι διαζευκτικώς τασσόμενες από το άρθρο 1328 ΑΚ προϋποθέσεις συνιστούν έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, η διάγνωση των οποίων δύναται να γίνει μόνον κατά την αμφισβητούμενη διαδικασία σε αντιδικία μεταξύ του έχοντος έννομο συμφέρον προς εξάλειψη του ενεχύρου, ο οποίος πρωτίστως είναι ο κύριος του κινητού πράγματος το οποίο κατέχει, ως ενάγοντος και του μη συναινούντος εις την εξάλειψη δανειστού, ως εναγομένου και δε υπόκειται σε δικαστικό ένσημο όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα αφού ούτε η αγωγή εξάλειψης υποθήκης εγγράφεται στο βιβλία, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (ΕφΘεσ 51/1999 ΝοΒ 1999, 632, Παπαδόπουλος Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου β΄τόμος 1992, 441επ.). Το γεγονός ότι η αιτούσα μετά την απορρόφηση της οφειλέτριας συμβιβάστηκε με τη δανείστρια ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου και ότι επομένως έχει καταργηθεί η ενώπιον του προαναφερόμενου Δικαστηρίου δίκη δε συνιστά γεγονός που όφειλε να εξετάσει ο Νηολόγος, όπως παραπονείται η αιτούσα. Τούτο δεν διότι δεν υπήρχε υποχρέωση του Νηολόγου να υπεισέλθει σε θέματα ουσίας και να διαπιστώσει όπως αναγράφεται στο δικόγραφο της εφέσεως ότι έχουν διαμορφωθεί δεδομένα που καθιστούν αδυναμία άσκησης αγωγής σε βάρος της ……… διότι αυτή έχει διαγραφεί από το ΓΕΜΗ, διότι στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία αυτό θα διαπιστωθεί με την κλήτευση της υπερ’ής το ενέχυρο στην έδρας της και στην περίπτωση που δε βρεθεί με τη διαδικασία περί επίδοσης σε άγνωστο. Κατά την παρούσα διαδικασία ελέγχεται το σύννομο ή μη του Νηολόγου που αρνήθηκε να διαγράψει το ναυτικό ενέχυρο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αυτός όφειλε να εξετάσει και το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της υπηρεσίας του. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με συνοπτικότερη αιτιολογία που εδώ συμπληρώνεται κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ότι αυτός δεν νομιμοποείται να υπεισέλθει σε ζητήματα ουσίας αναφορικά με την υποβληθείσα αίτηση, δηλαδή σε αυτό της απόσβεσης του ενεχύρου λόγω της εδώ επικαλούμενης απορρόφησης της οφειλέτριας εταιρίας και το συμβιβασμό με τη δανείστρια ερμήνευσε ορθά το νόμο και δεν άφησε αδίκαστο αίτημα. Συνεπώς και το όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στα επτά σκέλη του πρώτου λόγου εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο λόγος για τα έξοδα δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου δύναται να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος έφεσης για τα έξοδα (βλ σχετικά Εφ. Δωδεκαννήσου 64/2017 τνπ νόμος). Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΑθ 1407/2024, ΕφΠατρ 85/2015 δημ. Νόμος). Τούτο δε διότι ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020, ΑΠ 207/2020, ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1004/2023, ΑΠ 617/2008 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με το δεύτερο λογο εφέσεως εκτιμάται ότι υποβάλλεται το παράπονο ότι επιβλήθηκαν στην εκκαλούσα δικαστικά έξοδα ύψους 150 ευρώ υπέρ του καθού η αίτηση παρόλο που αυτός δεν ήταν διάδικος αφού δεν διατάχθηκε η κλήτευση του από το δικαστήριο, αλλά του κοινοποιήθηκε μόνο η αίτηση. Ο λόγος αυτός αφορά μόνο το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή αυτής και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, και συνεπώς πρέπει, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Ακολούθως δεδομένου ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη από 9.7.2024 με αριθμό …………./2024 έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του αριθμό …../2024 παραβόλου εφέσεως στο δημόσιο ταμείο διότι το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία της εκκαλούσας
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ουσία
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………../2024 στο δημόσιο ταμείο
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Δεκεμβριου 2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ