ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4Ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Απόφασης 621/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σοφία Καλούδη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……….. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………….., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ελευθέριο Δικαίο και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1)……………., 2) ………….. και 3) …………. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Γεωργίου Γεωργακά.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………/3.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ.873/2021 εν μέρει μη οριστική απόφαση, που διέταξε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και μετά την επαναφορά της υπόθεσης για συζήτηση η υπ’αριθμ.3339/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.
Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 16.12.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./19.12.2022 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./25.1.2023 έφεση και τους από 20.12.2023 προσθέτους λόγους εφέσεως, που κατατέθηκαν στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης ………../29.12.2023 και προσδιορίστηκαν να συζητηθούν, η έφεση μετ’αναβολή από την αρχικά προσδιορισθείσα την 1η.6.23 δικάσιμο, στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη από 16.12.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./19.12.2022 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/25.1.2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος, ………., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.3339/2022 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.873/2021 εν μέρει μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου και τη διενέργεια της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε μ’αυτήν, η οποία συνπροσβάλλεται, ως προς τις απορριπτικές οριστικές της διατάξεις και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 15.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………/3.12.2019 αγωγή του σε βάρος των εναγομένων, ……………… ήδη εφεσιβλήτους, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, επιμελεία των εναγομένων, στις 18.11.2022 στον ενάγοντα, σημειωμένου τούτου επί του σώματος του επιδιδομένου εγγράφου από τον επιδόσαντα δικαστικό επιμελητή, …………., αντίγραφο του οποίου με την οικεία βεβαίωση προσκομίζεται από τον εκκαλούντα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 19.12.2022, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που ο ενάγων-εκκαλών άσκησε με το από 20.12.2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συντασσομένης της με αριθμό ………../29.12.2023 σχετικής έκθεσης, ακολούθως δε κοινοποίησε στους αντιδίκους του, εφεσιβλήτους, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’αριθμ……………./29.12.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., καθόσον συνδέονται με τα εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), σε συνεκδίκαση με την έφεση του ενάγοντος, προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση τους (ΕφΠειρ 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).
II. O ενάγων και ήδη εκκαλών με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι, ο πατέρας του, ………., που απεβίωσε στις 3.12.2016 και είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, απέκτησε με τα τρία αδέλφια του, ………, που απεβίωσε στις αρχές 2017 κληρονομούμενος από τους εναγομένους, την σύζυγο και τα τέκνα του αντίστοιχα, ……… και ……….., λόγω κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος στις 19.2.1997 αδελφού τους, …………, την κυριότητα κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στην θέση …….. της Κοινότητας ……. της ……, εκτάσεως 4.550τ.μ., μετά της διώροφης οικοδομής, που χρησιμοποιούνταν ως τουριστικά καταλύματα, δυνάμει των αναφερομένων πράξεων αποδοχής κληρονομιάς, που έχουν μεταγραφεί και κατόπιν διανομής μεταξύ των συγκληρονόμων αδελφών, κατέστη αποκλειστικός κύριος της οριζόντιας ιδιοκτησίας Δ12 του υπογείου και των υπό στοιχεία Δ5, Δ6 και Δ7, οριζόντιων ιδιοκτησιών του ισογείου της οικοδομής, μετά των οικείων κοινόχρηστων χώρων, δυνάμει υπ’αριθμ……./1.12.1997 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και διανομής κτισμάτων της ίδιας συμβολαιογράφου και ανέθεσε στον αδελφό του ….. την ενοικίαση τους και την απόδοση σ’αυτόν των εσόδων τους, που εμφανίζονταν μηδαμινά. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η πρώτη των εναγομένων, …………, σύζυγος του αδελφού του …….., ενεργώντας ως εντολοδόχος, πληρεξουσία, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του, εν αγνοία του, με βάση το υπ’αριθμ………./31.1.2003 πλαστό, ως προς τις υπογραφές του πατέρα του, συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….., εν γνώσει και των λοιπών εναγομένων, προέβη στην πώληση και μεταβίβαση στον σύζυγο και τα εναγόμενα τέκνα τους, εξ αδιαιρέτου, κατ’ισομοιρίαν, όλων των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών του πατέρα του στο εν λόγω ακίνητο, χωρίς την συγκατάθεση ή την έγκριση του, δυνάμει του υπ’αριθμ………./6.2.2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, αντί του ευτελούς εικονικού τιμήματος των 39.810,61 ευρώ, που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 81 δόσεις, έκαστης 450 ευρώ, πλην της τελευταίας 360,61 ευρώ, οπότε συντάχθηκε η υπ’αριθμ………../8.5.2007 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης δια της δήθεν πληρεξουσίας του πατέρα του, πρώτης των εναγομένων και ότι με την εκτιθέμενη παράνομη και δόλια συμπεριφορά τους οι εναγόμενοι ενεργώντας από κοινού αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος ιδιοποιούμενοι την ακίνητη περιουσία του πατέρα του και εκείνου, ως μοναδικού κληρονόμου του, συνολικής αξίας υπερβαίνουσας το ποσό των 3.700.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να υποστεί ισόποση ζημία, καθώς και ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση 500.000 ευρώ. Με βάση αυτά τα περιστατικά, ο ενάγων ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε με τις πρωτόδικες προτάσεις του τα εξ ολοκλήρου καταψηφιστικά αγωγικά αιτήματα, σε έντοκα αναγνωριστικά, καθώς και το ποσό του αιτήματος για την χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, στο ποσό των 50.000 ευρώ, να αναγνωριστεί η ακυρότητα του υπ’αριθμ…../31.1.2003 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, του υπ’αριθμ…./6.2.2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και της υπ’αριθμ…../8.5.2007 συμβολαιογραφικής πράξης εξόφλησης, της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………. και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, με την υποχρέωση των εναγομένων να του αναμεταβιβάσουν τα περιγραφόμενα ακίνητα, ακόμη και με δήλωση βούλησης, άλλως και όλως επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και επικουρικότερα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 3.700.000 ευρώ, ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, από το οποίο αφαίρεσε ποσό 44 ευρώ, προκειμένου να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στην κατά των εναγομένων ποινική δίκη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να τους επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ.873/2021 εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή, παρεκτός του αιτήματος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με αναμεταβίβαση των ακινήτων, ακόμη και με δήλωση βούλησης, που απορρίφθηκε, ως μη νόμιμο, καθώς και η επικουρική βάση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ακολούθως, το αναγνωριστικό αίτημα περί καταβολής εις ολόκληρον του ποσού των 3.700.000 ευρώ, ως αποζημίωση, καθώς και του ποσού των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης, απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος, ένεκα μη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου και κατά τα λοιπά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα, ……………, Αστυνομικό Υποδιευθυντή, δικαστικό γραφολόγο, για να γνωμοδοτήσει με αιτιολογημένη έκθεση του για τα αμφισβητούμενα θέματα: ήτοι α) αν οι υπογραφές στο υπ’αριθμ………../2003 πληρεξούσιο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………… και στα βιβλία της ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ο ……….., πατέρας του ενάγοντος, κατέστησε πληρεξούσια την πρώτη εναγομένη, είναι δικές του υπογραφές και έχουν τεθεί από αυτόν ή αν αποδίδονται σε άλλο πρόσωπο ή και στους εναγομένους και έχουν πλαστογραφηθεί και β) αν οι προσκομιζόμενες από τους εναγομένους αποδείξεις είσπραξης του τιμήματος πώλησης φέρουν την γνήσια υπογραφή του ………………, ή αν αποδίδονται σε άλλο πρόσωπο ή και στους εναγομένους και έχουν πλαστογραφηθεί.
Μετά την διενέργεια της διαταχθείσης, από 8.3.2022 με αριθμό κατάθεσης ………./2022 στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έκθεσης τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, η υπόθεση εισήχθη για περαιτέρω συζήτηση και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε κατ’ουσίαν.
Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συνπροσβαλλομένης και της προδικαστικής απόφασης, ως προς τις απορριπτικές οριστικές της διατάξεις, παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτά και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, την αναδίκαση της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 211 ΑΚ, δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 229 εδάφιο α’ ΑΚ, “αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου …”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 238 εδάφιο α’ του ίδιου κώδικα “η συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (έγκριση), εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, ανατρέχει στον χρόνο της δικαιοπραξίας.,.”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε από κάποιον ως αντιπρόσωπο φυσικού ή νομικού προσώπου, χωρίς πληρεξουσιότητα ή καθ’ υπέρβαση ή κατά κατάχρηση της δοθείσας πληρεξουσιότητας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι περί ελλείψεως πληρεξουσιότητας διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας στην περίπτωση αυτή το κύρος της σύμβασης εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου (ΑΚ 238), ήτοι την συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 911/2023, ΑΠ 1118/2010, 99/2001). Η τυχόν συγκατάθεση αυτή (έγκριση), εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, ανατρέχει στον χρόνο της δικαιοπραξίας, έχει, δηλαδή, κατ’ άρθρο 238 ΑΚ, αναδρομική ενέργεια, αίροντας την υφιστάμενη εκκρεμότητα από τον χρόνο που καταρτίστηκε η σύμβαση. Η έγκριση, αναγόμενη, κατά τα ανωτέρω, στον χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα προς τον αντιπρόσωπο, ή τον τρίτο αντισυμβαλλόμενο (ΑΠ 911/2023, ΑΠ 603/2013, 474/2006, 1659/2005) και όταν η καταρτισθείσα διά του ψευδοαντιπροσώπου σύμβαση απαιτεί τύπο, θα πρέπει να περιβληθεί τον ίδιο τύπο και η έγκριση, εφαρμοζομένης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 217 παρ. 2 του ΑΚ. Αν μάλιστα πρόκειται περί εμπραγμάτων συμβάσεων που αφορούν ακίνητα, η εν λόγω έγκριση χρήζει και μεταγραφής (ΑΠ 911/2023). Η ακυρότητα της πληρεξουσιότητας ελλείψει πληρεξουσιότητας, αίρει εξ υπαρχής το προαπαιτούμενο της υπάρξεως εξουσίας αντιπροσωπεύσεως οπότε επέρχονται οι συνέπειες των άρθρων 229 επ. ΑΚ και ειδικότερα επί συμβάσεως επέρχεται ακυρότητα αυτής (174 ΑΚ), εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος ενέκρινε τη δικαιοπραξία ή υπαναχώρησε από τη σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος. Συνεπώς, επί ακύρου πληρεξουσιότητας για να δικαιούται ο αντιπροσωπευόμενος πληρεξουσιοδότης να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας της κύριας δικαιοπραξίας μεταβίβασης ακινήτου, ή εμπραγμάτου βάρους (υποθήκη, προσημείωση) που χορήγησε επ’ αυτού σε τρίτον ο αγοραστής, πρέπει να επικαλείται με την αγωγή του ότι αναγνωρίστηκε άκυρη η πληρεξουσιότητα με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κατόπιν αγωγής ή ενστάσεως, ή να ζητεί με την ίδια αγωγή την αναγνώριση της ακυρότητας και της πληρεξουσιότητας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν αναγνωρισθεί άκυρη η πληρεξουσιότητα με την αγωγή που απευθύνεται από τον πληρεξουσιοδότη κατά του πληρεξουσίου, η οποία σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 180 ΑΚ, θεωρείται σαν να μην έγινε, αίρεται το προαπαιτούμενο της υπάρξεως εξουσίας αντιπροσωπεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ, οπότε αναγνωρίζεται ταυτόχρονα και η ακυρότητα της καταρτισθείσας με τον αντισυμβαλλόμενό του δικαιοπραξίας, που συνήφθη με βάση το άκυρο πληρεξούσιο, καθώς και η υπέρ του τρίτου χορηγηθείσα εμπράγματη ασφάλεια από τον αγοραστή, κατά παραδοχή της ίδιας αγωγής που απευθύνεται κατά του αντισυμβαλλομένου του αντιπροσώπου, καθώς και του τρίτου υπέρ του οποίου χορηγήθηκε η εμπράγματη ασφάλεια, εφόσον ο αντιπροσωπευόμενος την αποκρούει και δεν την εγκρίνει (ΑΠ 350/2015).
Περαιτέρω, οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο, που προβλέπονταν από το άρθρο 270 § 2 ΚΠολΔ, και ήδη από τα άρθρα 421-424 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το ν.4335/2015 αρχικά και το ν. 4842/2021 στην συνέχεια, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, το οποίο αναφέρεται ρητά και στην περιοριστική απαρίθμηση των νόμιμων αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ και επομένως, πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1506/2023, ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 779/2019). Η επίκληση από το διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή, ο αριθμός της, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας αυτόν και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 1461/2013). Στις διατάξεις των άρθρων 422 και 424 ΚΠολΔ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται, λόγω του χρόνου λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων, αφού κατά τα άρθρα 12, 21 εδ. β` και 24 παρ. 1 α` του ΕισΝΚΠολΔ που εκφράζουν γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, οι διαδικαστικές πράξεις απόδειξης του ΚΠολΔ ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο, που ισχύει κατά το χρόνο διενέργειάς τους, έστω και αν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1175/2019), ορίζεται ότι: “1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση” (άρθρο 422) και “Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων” (άρθρο 424). Επομένως για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης μετά την 1.1.2016 εφαρμοστέα είναι, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάθεσης της αγωγής, προς υποστήριξη ή απόκρουση της οποίας προσκομίζεται η ένορκη βεβαίωση, τα άρθρα 421 επ.ΚΠολΔ. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, η κλήση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης που επιδίδεται μετά την 1.1.2016 θα πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 422 ΚΠολΔ, έστω και αν λαμβάνεται στο πλαίσιο αγωγής που είχε ασκηθεί πριν την 1.1.2016 (ΑΠ 667/2020, ΑΠ 1175/2019, ΑΠ 927/2017). Την τήρηση των ανωτέρω αναγκαίων προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να την ερευνήσει, όχι μόνο κατ` ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψη τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 977/2020, ΑΠ 1175/2019). Επακολούθησε ο ν.4842/2021, ο οποίος, κατά την διάταξη του άρθ. 120 εδ. 2 αυτού, άρχισε να ισχύει για τις κατωτέρω τροποποιήσεις από 1.1.2022 και ο οποίος τροποποίησε τα ανωτέρω άρθρα. Συγκεκριμένα, με το άρθ. 22 τροποποίησε το άρθρο 422 ΚΠολΔ και μείωσε τον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων, που μπορούν να προσκομίσουν οι διάδικοι και με το άρθρο 23 τροποποίησε το άρθρο 424 ΚΠολΔ, ως ακολούθως: “Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου”, ενώ με την διάταξη του άρθρου 116 § 1β`, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 § 1 Ν. 4871/2021, όρισε ότι οι διατάξεις των άρθρων 422 § 3 και 424 εφαρμόζονται και για τις εκκρεμείς υποθέσεις. Η ανωτέρω τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 424 έγινε γιατί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4842/2021 “η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας… με αποτέλεσμα οι διάδικοι να στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα, όταν το δικαστήριο θεωρεί, λόγω αυτού, ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη”. Με την τροποποίηση δηλαδή του άρθρου 424 ΚΠολΔ περιορίστηκαν οι περιπτώσεις, που η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη, στην παραβίαση των περιοριστικά αναφερομένων στην διάταξη ουσιωδών παραβάσεων λήψης τους, ενώ για τις λοιπές παραβάσεις, που κρίνονται ως επουσιώδεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η παράλειψη αναφοράς, στην επιδιδόμενη στον αντίδικό του προσκομίσαντος την ένορκη βεβαίωση κλήση, του επαγγέλματος του μέλλοντος να εξετασθεί μάρτυρα, ορίζεται πλέον ότι η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν ο αντίδικος του προσκομίσαντος αυτήν επικαλεσθεί και αποδείξει δικονομική βλάβη του από την παράβαση αυτή (ΑΠ 1506/2023). Η μεταβατική αυτή διάταξη του άρθρου 116 § 1β`Ν. 4842/2021 δεν εφαρμόζεται και επί των υποθέσεων, που έχει ασκηθεί αίτηση αναίρεσης, η οποία συζητείται μετά την 1.1.2022, γιατί κατά την σαφή αναφορά της αυτή εφαρμόζεται για τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή για τις υποθέσεις που υπάρχει εκκρεμοδικία, κατά την έννοια των άρθρων 221 και 222 ΚΠολΔ και όχι κατ’αυτήν του άρθ. 120 ΚΠολΔ, δεν δημιουργείται δε εκκρεμοδικία με την άσκηση του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναίρεσης, η οποία δεν ανοίγει δίκη τρίτου ουσιαστικού βαθμού (ΑΠ 1127/2020), αφού η άσκηση της αναίρεσης και η επ` αυτής δίκη δεν καθιστά την αγωγή επίδικη, δεν ανοίγεται με το ένδικο αυτό μέσο νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται πλέον η ουσία της υπόθεσης, αλλ` ερευνάται το παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλομένων με τους λόγους αναίρεσης νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 44/1996, ΟλΑΠ 38/1996, ΑΠ 1506/2023, ΑΠ 1905/2022).
Περαιτέρω, όσον αφορά στην αναγκαιότητα παράστασης δικηγόρου κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ενώπιον Ειρηνοδίκη, δέον να σημειωθεί ότι το άρθρο 94 ΚΠολΔ, σχετικά με την ικανότητα προς το δικολογείν, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού δεν πρόκειται για παράσταση ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, αλλά ενώπιον Ειρηνοδίκη, ο οποίος λειτουργεί ως δημόσιος λειτουργός ή οιονεί διοικητική αρχή. Το γεγονός ότι μπορεί να καταχωρηθούν ενστάσεις, δηλώσεις στην πράξη από τον κλητευθέντα διάδικο, δεν μεταβάλει τον Ειρηνοδίκη σε Δικαστήριο. Άλλωστε, εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, δικαιοδοτική λειτουργία θα ενεργούσε και ο πρόξενος και ο συμβολαιογράφος, που έχουν το ίδιο καθήκον καταχώρισης και θα έπρεπε τότε να εξομοιωθούν ως προς όλες τις διαδικαστικές πτυχές με τον ειρηνοδίκη. Το άρθρο 422 § 2, εξάλλου, προβλέπει ρητά ότι η παράσταση είναι προαιρετική για τους διαδίκους και επειδή ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ αιτούντος και κλητευθέντος, η προαιρετική παράσταση ισχύει ασφαλώς και για τον αιτούντα – επισπεύδοντα την λήψη της βεβαίωσης. Σημειωτέον, ότι η παράσταση δικηγόρου δεν περιλαμβάνεται στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 424 ΚΠολΔ, που η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη.
V. Από την εκτίμηση της ελευθέρως εκτιμώμενης (άρθρο 387 ΚΠολΔ), από 8.3.2022 με αριθμό πράξης κατάθεσης …/11.3.2022 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκθέσεως τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, του διορισθέντος, δυνάμει της υπ’ αριθμ.873/2021 εν μέρει μη οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα, δικαστικού γραφολόγου, ……….., Αστυνομικού Διευθυντή, της από 26.2.2020 εκθέσεως γραφολογικής γνωμοδότησης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου, …………, της από 20.1.2022 εκθέσεως γραφολογικής γνωμοδότησης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου, ………., μετά της από 9.5.2022 εκθέσεως γραφολογικών παρατηρήσεων της επί της γνωμοδοτήσεως του πραγματογνώμονα, ……….., οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση του ενάγοντος και προσκομίζονται από αυτόν, κατ’άρθρο 390 ΚΠολΔ, λαμβανομένων υπόψη και εκτιμωμένων ελεύθερα, μη απαιτουμένου του ορισμού της δεύτερης τούτων, ως τεχνικού συμβούλου, κατ’άρθρα 391 και 392 ΚπολΔ, προκειμένου να διατυπώσει εγγράφως τη γνώμη της για την γνωμοδότηση του ανωτέρω πραγματογνώμονα, ως αβασίμως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την από 9.5.2022 έκθεση της, περαιτέρω από την από 24.5.2022 έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων της ειδικής δικαστικής γραφολόγου, …………., επί της γνωμοδοτήσεως του διορισθέντος από τους εναγομένους τεχνικού συμβούλου και την από 26.5.2023 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου, …………, που συντάχθηκαν κατόπιν αίτησης του ενάγοντος και προσκομίζονται απ’αυτόν επιτρεπτά στην κατ’έφεση δίκη (529 παρ.1ΚπολΔ), από την από 12.5.2022 έκθεση εργαστηριακής διερεύνησης του δικαστικού γραφολόγου, ………., αξιωματικού ΕΛ.ΑΣ., ο οποίος διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος με επιμέλεια των εναγομένων, κατ’αρθρα 391 και 392 ΚπολΔ, προφορικώς με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίζεται στο πρακτικό όρκισης του την 24η.9.2021, εκτιμώμενης ελεύθερα, κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, περαιτέρω, από τις υπ’αριθμ. …, …. και …../12.3.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …………., ληφθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος, μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων – εφεσιβλήτων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ. ….., …. και …./6.12.2019 εκθέσεις επιδόσεις του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), οι οποίες λαμβάνονται υπόψη και δεν θεωρούνται ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, λόγω της μη παράστασης του ενάγοντος, κατά την λήψη τους, με δικηγόρο, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, την υπ’αριθμ………../15.7.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, ………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκόμισε με επίκληση ο ενάγων με την προσθήκη-αντίκρουση στις πρωτόδικες προτάσεις του, με ρητή μνεία ότι την προσκομίζει προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγόμενων (ΑΠ 613/2018, ΑΠ 74/2017 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και λήφθηκε, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης τούτων, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (υπ’αριθμ….., …. και …./10.7.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) και συνεπώς, εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων περί ανυπόστατου αποδεικτικού μέσο, διότι δεν παραστάθηκε ο ενάγων με δικηγόρο, κατά την λήψη της, ως αβασίμου, τις υπ’αριθμ……/19.5.2022 και …../13.5.2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……….. και ………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και Πάρου αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (υπ’αριθμ……., …. και …../10.5.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και τις οποίες προσκόμισε, μετ’επικλήσεως, ο ενάγων προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγομένων, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πλην όμως δεν λήφθηκαν υπόψη, προσκομίζει δε εκ νέου παραδεκτά στην κατ’έφεση δίκη (529 παρ.1 ΚπολΔ), απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων, ως αβασίμου, τις υπ’αριθμ….. και …../31.5.2023 ένορκες βεβαιώσεις των δικαστικών γραφολόγων, ………. και ………., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που συντάχθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος (529 παρ.1 ΚπολΔ), κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (….., ….. …../25.5.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), καθώς επίσης, τις υπ’αριθμ…… και …../10.3.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……………….. και …………., αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, που λήφθηκαν επιμελεία των εναγομένων, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (υπ’αριθμ………../3.3.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ 1 στοιχ. γ’, 448 παρ. 2, 449 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ………… (…………) είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του, ……… (……….), που απεβίωσε στις 3.12.2016 χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ο κληρονομούμενος είχε αποκτήσει, λόγω κληρονομικής διαδοχής του προαποβιώσαντος στις 19.2.1997 αδελφού του, ………, την συγκυριότητα, κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου, με τους συγκληρονόμους τρεις αδελφούς του, ………., ………… και ……….. (………), που απεβίωσε στις αρχές 2017 κληρονομούμενος από τους εναγομένους, την σύζυγο του, ……….. και τα τέκνα τους, …………… ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στην θέση ……… της Κοινότητας …. της ….., εκτάσεως 4.550τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από Μαίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα-μηχανικού, ……….., μετά της επ’αυτού διώροφης οικοδομής, συνολικής επιφανείας του υπογείου, του ισογείου και του πρώτου ορόφου, 350,46τ.μ., που χρησιμοποιούνταν ως τουριστικά καταλύματα, δυνάμει των υπ’αριθμ…./18.6.1997, …./30.6.1997 και …./31.7.1997 πράξεων αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πάρου, ……….., που έχουν νομίμως μεταγραφεί και κατόπιν διανομής των κτισμάτων μεταξύ των συγκληρονόμων αδελφών, ο πατέρας του ενάγοντος, κατέστη αποκλειστικός κύριος της οριζόντιας ιδιοκτησίας υπό στοιχεία Δ 12 του υπογείου, εκτάσεως 18,43τ.μ. και των υπό στοιχεία Δ 5, Δ 6 και Δ 7, οριζόντιων ιδιοκτησιών του ισογείου ορόφου της διώροφης οικοδομής, συνολικής επιφανείας 55,10τ.μ., που αποτελούν την τέταρτη ιδιοκτησία, δυνάμει της υπ’αριθμ………/1.12.1997 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και διανομής κτισμάτων, της ίδιας, ως άνω, συμβολαιογράφου Πάρου, όπως αυτά εμφαίνονται στο από 14.10.1997 διάγραμμα κάτοψης του αρχιτέκτονα μηχανικού …………, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 25/100 εξ αδιαιρέτου, μετά των οικείων κοινόχρηστων χώρων του γκαράζ-αποθήκης, επιφανείας 54τ.μ., του χώρου υποδοχής (ρεσεψιόν), εκτάσεως 35,27τ.μ. και των πλυντηρίων, επιφανείας 17,40τ.μ.. Σημειωτέον, ότι οι ανωτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις της αποδοχής κληρονομίας του ………. και διανομής της κληρονομιαίας ακίνητης περιουσίας, έλαβαν χώρα με βάση τα υπ’αριθμ……/1997 και …/1997 συμβολαιογραφικά πληρεξούσια του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., με τα οποία ο ………. όρισε πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο, εντολοδόχο και αντίκλητο του, τον αδελφό του, ………, προκειμένου να προβεί στο όνομα και για λογαριασμό του στην αποδοχή και διανομή αντίστοιχα της κληρονομιάς, πλην όμως οι υπογραφές στην θέση του εντολέα δεν τέθηκαν από τον ………., αλλά από τον ………, κατόπιν συνεννοήσεως με τους αδελφούς του, ….. και ….. και την συγκατάθεση του …. Τούτο διότι ο τελευταίος είχε αρχίσει να εμφανίζει κάποια ψυχολογικά προβλήματα και φοβίες, που επιδεινώθηκαν με τον θάνατο του αδελφού του, …., ήταν άνεργος, απέφευγε τις δραστηριότητες και εν γένει τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές και τις ανθρώπινες συναναστροφές, δεν ήταν κοινωνικός, αλλά ιδιόρρυθμος και δύστροπος, καθώς και ιδιαίτερα επιφυλακτικός και δύσπιστος με τους ανθρώπους και συνήθιζε να παραμένει κλεισμένος στην οικία του και τον εαυτό του.
Για τους ίδιους λόγους, πέραν της απόκτησης της κυριότητας των επίδικων διαμερισμάτων, δεν ασχολήθηκε ο ίδιος με την εκμετάλλευση τους, αλλά την διαχείριση τούτων ανέλαβε για λογαριασμό του, ο αδελφός του, …………, αποδίδοντας του κάποια έσοδα μικρής αξίας από την εκμίσθωση τους και ουδέποτε αυτός προέβη σε έλεγχο των αποτελεσμάτων χρήσης τους. Όταν ο ενάγων, κατά το έτος 2002, εκδήλωσε το ενδιαφέρον να αναλάβει την διαχείριση του μεριδίου του πατέρα του, επήλθε μεγάλη ρήξη στις σχέσεις του με τον θείο του, …… Ακολούθως, προκειμένου να αποκλειστεί οποιαδήποτε περαιτέρω ανάμιξη του ενάγοντος στα ακίνητα της …… και να παραμείνει η εκμετάλλευση τους στα χέρια του ……., αυτός συμφώνησε με τους αδελφούς του, …. και …., εν αγνοία του αδελφού τους, …. και του ενάγοντος ανιψιού τους, …., να μεταβιβάσουν το ανωτέρω μερίδιο του … στον …., αντί του ποσού των 100.000 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί στον ……, ούτως ώστε αυτός να ανταποκριθεί στην επιμέλεια του προσώπου του ….., που δεν διέθετε άλλους δικούς του οικονομικούς πόρους, από εργασία ή άλλες πηγές, αλλά συντηρούνταν από τον ενάγοντα υιό του και τον αδελφό του, ……., που διαχειριζόταν τα εισοδήματα του από την εκμίσθωση των επίδικων διαμερισμάτων του.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση της μεταξύ των λοιπών αδελφών, χωρίς γνώση του ………….., ως άνω συμφωνίας, συντάχθηκε το υπ’αριθμ…………./31.1.2003 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………., άνευ όμως της παρουσίας και της συγκατάθεσης του ………, με την εμφάνιση έτερου ατόμου, που δήλωσε ότι είναι ο …………… και επέδειξε το με αριθμό …………. ιταλικό διαβατήριο του, το οποίο έφερε ημερομηνία ανανέωσης της ισχύος του στις 29.6.2000 και ημερομηνία λήξεως στις 21.6.2005, που είχε στην διάθεση του ο ………….., αφού διέμεναν στην ίδια οικία επί της οδού ……….. στον Πειραιά, χωρίς η συμβολαιογράφος να προβεί σε έλεγχο της ταυτοπροσωπίας, ως όφειλε, με το οποίο φερόταν ότι όρισε πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους του, τον αδελφό του, ……….. και την νύφη του, …………… και τους παρείχε την εντολή και πληρεξουσιότητα, ενεργώντας από κοινού ή και ο καθένας χωριστά να πωλήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει σε οποιονδήποτε τρίτο τα ανωτέρω ακίνητα διαμερίσματα ιδιοκτησίας του, να εισπράξει το τίμημα και να ενεργήσει κάθε αναγκαία για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης πράξη.
Σε εκτέλεση του ανωτέρω ψευδούς πληρεξουσίου η πρώτη των εναγομένων, …….., σύζυγος του αδελφού του, …………., εμφανιζόμενη, ως εντολοδόχος, πληρεξουσία, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του ενάγοντος, ……….., χωρίς όμως να διαθέτει πραγματικά την σχετική πληρεξουσιότητα, εν γνώσει και των λοιπών εναγομένων, δυνάμει του υπ’αριθμ………./6.2.2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, προέβη στην πώληση και μεταβίβαση στον τότε εν ζωή σύζυγο της, ……… και τα εναγόμενα τέκνα τους, ………. και …….., την πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, όλων των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών, κυριότητας του, χωρίς την συγκατάθεση ή την έγκριση του, αντί του εικονικού τιμήματος των 39.810,61 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 3.450 ευρώ, η ψευδοαντιπρόσωπος δήλωσε ότι έχει ήδη λάβει ο πωλητής και το υπόλοιπο των 36.360,61 ευρώ, συμφωνήθηκε να εξοφληθεί άτοκα σε 81 δόσεις, ποσού 450 ευρώ καθεμία και η τελευταία ποσού 360,61 ευρώ. Η πληρωμή του πιστωθέντος ποσού συμφωνήθηκε να αποδεικνύεται με σχετικές αποδείξεις του πωλητή και υπό τον όρο να επισυναφθούν στην οικεία πράξη εξόφλησης. Ακολούθως, συντάχθηκε η υπ’αριθμ………../8.5.2007 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης του πωλητή, δια της ιδίας φερόμενης πληρεξουσίας του, πρώτης των εναγομένων, που δήλωσε ότι εισέπραξε από τους αγοραστές το σύνολο του τιμήματος, χωρίς όμως την μνεία των σχετικών αποδείξεων είσπραξης του.
Ο δικαιοπάροχος των εναγομένων, ………., δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα με τους αδελφούς του, … και …., για την καταβολή στον πρώτο τούτων του ανωτέρω ποσού των 100.000 ευρώ για λογαριασμό του αδελφού τους, ………., από την πώληση των εν λόγω διαμερισμάτων, ως αντάλλαγμα για την συντήρηση και οικονομική στήριξη του, αλλά πολύ λιγότερα, όπως εμφαίνονται στις προσκομιζόμενες από τους εναγομένους σαράντα έξι (46) αποδείξεις είσπραξης σε δόσεις του εικονικού τιμήματος της αγοραπωλησίας, με φερόμενο εκδότη τον ……….., στην πραγματικότητα όμως αυτός δεν τελούσε σε γνώση της γενόμενης πώλησης και ουδέποτε εξέδωσε τις εν λόγω αποδείξεις, μήτε εισέπραξε το αναγραφόμενο σε έκαστη ποσό, θέτοντας την υπογραφή του, αλλά τα χρήματα αυτά καταβάλλονταν και εισπράττονταν, κατά τα συμφωνηθέντα, από τον …………..
Ειδικότερα, όσον αφορά τις φερόμενες, ως υπογραφές του . …………, στο ανωτέρω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και στην καταχώρηση τούτου στο οικείο βιβλίο της συμβολαιογράφου, καθώς και στις εν λόγω αποδείξεις είσπραξης του τιμήματος, από την εξέταση τους, τόσο από τον δικαστικό γραφολόγο, που διόρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθμ.873/2021 προδικαστική απόφαση του, όσο και από τους λοιπούς δικαστικούς γραφολόγους, που ορίστηκαν κατ’εντολή και για λογαριασμό των διαδίκων, αντίστοιχα, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης της δικαστικής γραφολογίας, συντασσομένων των οικείων, ως άνω, μνημονευομένων εκθέσεων και την συγκριτική αντιπαραβολή τους με τις εξετασθείσες τρεις δειγματικές υπογραφές του ………., που θεωρήθηκαν ομοφώνως γνήσιες και απεικονίζονται σε ευκρινή φωτοτυπικά αντίγραφα των συνημμένων από το υπ’αριθμ……. του εγγράφων, στην με αριθμ.πρωτ………..΄/29.12.2005 βεβαίωση της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πειραιά της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, με ημερομηνίες χάραξης αντίστοιχα στις 29.6.2000 (ανανέωση διαβατηρίου), 14.9.2005 (δήλωση αφίξεως στην χώρα) και 15.2.2006 (απόσυρση διαβατηρίου), διαπιστώθηκε ότι η υπογραφή του ………. συνίστατο σε χάραξη πολύ απλού μορφώματος, το οποίο παρά τις όποιες παραλλαγές μπορούσε εύκολα να γίνει αντικείμενο απομίμησης. Αντίθετα, μόνο ο ορισθείς από τους εναγομένους δικαστικός γραφολόγος, …………., υποστηρίζει ότι οι υπό κρίση υπογραφές λόγω των επιμέρους σχημάτων τους και της ποικιλίας που εμφανίζουν, καθιστούν την προσπάθεια απομίμησης εξαιρετικά δυσχερή, χωρίς όμως να τεκμηριώνει την άποψη του με κάποιο αποδεκτό πρωτόκολλο διατύπωσης συμπερασμάτων, με αποτέλεσμα να λαμβάνει, ως δεδομένο, το ζητούμενο, αφού υπολαμβάνει ότι όλες οι αμφισβητούμενες υπογραφές είναι γνήσιες, άνευ εμφανών σημείων πλαστότητας, λόγω του ότι η ταχύτητα χάραξης τους καταδεικνύει μη πλαστότητα, υπό την έννοια ότι το άτομο που τις αποδίδει δεν καταβάλει προσπάθεια απομίμησης και δεν προβαίνει, ως έδει, σε ενδελεχή συγκριτική επισκόπηση των διαφορών τους με τις αυθεντικές υπογραφές του διαβατηρίου, που δόθηκαν ως δείγματα. Ειδικότερα, οι εν λόγω γνήσιες υπογραφές αποτελούν απλής σχετικά δομής και βραχείας έκτασης μορφώματα συμβολικού τύπου με σταθερά επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά στον τρόπο έναρξης τους (ανοδική χάραξη σε σχετική απόσταση από την καθοδική χάραξη που ακολουθεί) και την εν γένει δομή τους (με τέσσερα σημεία αλλαγής της γραφίδας), με συνδυασμό γωνιωδών και καμπυλοειδών χαράξεων, με προκαταληκτικό τμήμα το οποίο αποδίδεται σταθερά με δεξιόστροφη φορά με σχήμα κωνικό ή τριγωνικό μικρού μεγέθους, του οποίου η βάση φέρεται άνω δεξιά του υπογραφικού σώματος και με ληκτική χάραξη, η οποία σχηματίζει ευρεία γωνία και λήγει άνω δεξιά σε απόσταση από το υπογραφικό σώμα, στο πλαίσιο ποικιλομορφίας που αφορά κυριως στο μέγεθος/σχήμα του εναρκτήριου και του προκαταληκτικού τμήματος τους. Για να θεωρηθούν οι υπό έλεγχο υπογραφές γνήσιες, θα πρέπει να εντοπισθούν σ’αυτές συνδυαστικά τα σταθερά επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά και η ποικιλομορφία, που προσδιορίζουν τις δειγματικές γνήσιες υπογραφές, χωρίς ουσιώδεις διαφορές. Παρά μια σχετική ομοιότητα στον τύπο και την γενική εμφάνιση των υπογραφών στο επίμαχο πληρεξούσιο και την υπογραφή στην καταχώρηση στο οικείο βιβλίο, διαπιστώθηκε από τους ορισθέντες ειδικούς δικαστικούς γραφολόγους, παρεκτός εκείνου των εναγομένων, διαφοροποίηση στην ταχύτητα, τον αυθορμητισμό, την φυσικότητα και την ελευθερία κινήσεων, στην σταθερότητα των αναλογιών των διαστάσεων και των αναλογιών των συνολικών και επιμέρους σχηματισμών, στην κλίση ως προς τον νοητό κατακόρυφο άξονα και ως προς την ποικιλομορφία, την ποιότητα του γραφικού ίχνους και τον ατομικό υπογραφικό αυτοματισμό και εθισμό. Επίσης, διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στα πρωτεύοντα, δευτερεύοντα και στα ιδιάζοντα γραφολογικά χαρακτηριστικά των γνήσιων δειγματικών υπογραφών του …………. με εκείνες στις επίδικες αποδείξεις είσπραξης, που αφορούν διαφορές σε δομικά και μορφολογικά γνωρίσματα, τις διαστάσεις και τις αναλογίες των επιμέρους σχηματισμών μεταξύ τους. Ουσιώδης είναι και η διαφορά στην πορεία χάραξης του προκαταληκτικού τμήματος των αμφισβητούμενων υπογραφών, που είναι αριστερόστροφη, ενώ στις γνήσιες υπογραφές διαγράφει δεξιόστροφη πορεία. Εξάλλου, από την συγκριτική αντιπαραβολή των υπό έλεγχο επίδικων υπογραφών με τις πρόσθετες δειγματικές υπογραφές του ………., επί εγγράφων, που παραδόθηκαν στην ειδική δικαστική γραφολόγο, …………, από τον ενάγοντα εντολέα της, μετά την διενέργεια της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης από τον πραγματογνώμονα ……….., καθόσον λήφθηκαν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας και ανάγονται σε πολύ απώτερους χρόνους και δη στα έτη 1958-1990 και αφορούν δηλώσεις αφίξεως αλλοδαπού και αιτήσεις του για άδεια παραμονής, προς το Κέντρο Αλλοδαπών Πειραιά ήδη Τμήμα Αλλοδαπών Πειραιά, διαπιστώθηκαν στοιχεία αφύσικης χάραξης, γραφικών αντιφάσεων και δομικής ασυνέπειας, που μπορούν να γίνουν και άμεσα αντιληπτά από το Δικαστήριο, χωρίς να απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις γραφολογικής επιστήμης, καθόσον πρόκειται για τελείως διαφορετικού τύπου υπογραφές, των διαστάσεων τους και των αναλογιών των συνολικών και επιμέρους υπογραφικών σχηματισμών, ιδιάζουσας δομής, με διαφορές στην ποιότητα του γραφικού ίχνους και του βαθμού γραφικής ικανότητας και του ατομικού υπογραφικού αυτοματισμού, που παρά το γεγονός ότι απέχουν πολύ χρονικά από τις υπό έλεγχο επίδικες υπογραφές, εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, που επηρεάζουν την χάραξη της υπογραφής και της γραφής, το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, τη γραφική κόπωση και εν γένει τις ιδιαιτερότητες της γραφικής ικανότητας του υπογράφοντος, λόγω ηλικίας, γραμματικών γνώσεων, βιολογικής, πνευματικής και ψυχολογικής κατάστασης, παρέχουν αξιόπιστο συμπέρασμα για τις διαφοροποιήσεις στον γραφικό τύπο, στην ακολουθία των γραφικών κινήσεων, τον ρυθμό χάραξης, τα δομικά στοιχεία και την κλίση των αξόνων σε σχέση με τις επίδικες υπογραφές.
Ενόψει των ανωτέρω, που προέκυψαν από την γραφολογική έρευνα, αποδεικνύεται, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ότι οι υπογραφές που έχουν τεθεί στο επίμαχο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το βιβλίο πράξεων της συμβολαιογράφου και επί των σαράντα έξι (46) αποδείξεων είσπραξης του φαινομενικού τιμήματος της αγοραπωλησίας, δεν έχουν τεθεί από τον πατέρα του ενάγοντος, ………….., αλλά έχουν πλαστογραφηθεί σε απομίμηση των τελευταίων χρονικά υπογραφών του, λαμβανομένου υπόψη ότι τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, όπως προαναφέρθηκε, λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων και της μη εμπλοκής του σε οικονομικές συναλλαγές, δεν υπέγραφε κανένα έγγραφο, πλην των αναγκαίων για το διαβατήριο, αλλά υπέγραφαν για λογαριασμό του τρίτα άτομα και ιδίως ο αδελφός του, ……., όπως αποδεικνύεται ιδίως από τα υπ’αριθμ……/1997, …./1997, ως άνω, συμβολαιογραφικά πληρεξούσια για την αποδοχή της κληρονομίας του ………. και την διανομή της, καθώς και το υπ’αριθμ………./1997 πληρεξούσιο στον ………. για την πώληση του αυτοκινήτου του, καθώς επίσης τις υπ’αριθμ…../30.6.2000, …./11.7.2000 και …./14.1.2003 Δηλώσεις απόδοσης Α.Φ.Μ./Μεταβολής Ατομικών στοιχείων. Ειδικά, όσον αφορά τις τελευταίες, προκύπτει ότι λίγες ημέρες πριν την σύνταξη του επίδικου πληρεξουσίου, χορηγήθηκε με ενέργειες των …. και ………… και της συζύγου του, πρώτης των εναγομένων, νέος αριθμός ΑΦΜ …. στο όνομα του ………., χωρίς να έχει καταργηθεί ο προηγούμενος ΑΦΜ …. χορηγηθείς στις 30.6.2000 από την Δ΄Δ.Ο.Υ. Πειραιά, οι δε σχετικές αιτήσεις δεν υποβλήθηκαν από τον ίδιο, ούτε με την συγκατάθεση του, περιλαμβάνουν δε αρκετά ανακριβή προσωπικά στοιχεία, ως προς την ημερομηνία γέννησης του και την διεύθυνση κατοικίας του, ενώ εμφανίζεται ως άγαμος, αν και ήταν διαζευγμένος από το 1974 και πατέρας ενός τέκνου, επιπλέον για την έκδοση του νέου ΑΦΜ, δηλώνεται η ετήσιας ισχύος από 8.5.1987 ταυτότητα, που είχε εκδοθεί από την Υπηρεσία Αλλοδαπών Πειραιά και είχε λήξει. Η έκδοση του νέου ΑΦΜ εξυπηρετούσε την μη εμφάνιση της πώλησης της ακίνητης περιουσίας του πατέρα του ενάγοντος στην ……, ενώ για την γενόμενη αγοραπωλησία εκδόθηκε, βάσει του πρώτου ΑΦΜ, η υπ’αριθμ………/23.1.2003 φορολογική ενημερότητα, που όμως ίσχυε για κάθε νόμιμη χρήση εκτός μεταβίβασης, λόγω χρεών του …….. στην εφορία. Σημειωτέον, ότι ουδέποτε είχαν δηλωθεί τα κληρονομηθέντα από τον ………… ακίνητα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ.πρωτ………../8.8.2023 απάντηση της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Λειτουργιών Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά σε σχετικό ερώτημα του ενάγοντος, αλλά και την υπ’αριθμ.πρωτ…………/17.2.2020 απάντηση της ίδιας Διεύθυνσης σε αίτηση του δεύτερου εναγομένου, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, ότι ουδέποτε είχαν υποβληθεί δηλώσεις Ε9 από τον αποβιώσαντα ………. σε κανέναν από τους δύο ΑΦΜ και όχι μόνο μετά την μεταβίβαση των ακινήτων στους εναγομένους, ως αβασίμως αυτοί υποστηρίζουν, προς επίρρωση του ισχυρισμού τους ότι έλαβε χώρα η επίδικη μεταβίβαση. Τα ανωτέρω καταδεικνύουν εναργώς τις δόλιες μεθοδεύσεις στις οποίες μετήλθαν οι εναγόμενοι και ο κληρονομούμενος σύζυγος και πατέρας τους, …………, αντίστοιχα, προκειμένου να ιδιοποιηθούν παράνομα την ακίνητη περιουσία του κουνιάδου, θείου και αδελφού τους, ……., αντίστοιχα, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση του και την μη ενασχόληση του προσωπικά με τις υποθέσεις του, ικανού όμως να δικαιοπρακτεί, στερώντας τον ενάγοντα από την κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του, που ουδόλως είχε αποφασίσει αυτός να απεμπολήσει και μάλιστα κρυφά από τον ενάγοντα υιό του, ….., με τον οποίο αν και δεν ζούσαν μαζί, λόγω του διαζυγίου με την μητέρα του, πάντα διατηρούσαν καλές σχέσεις.
Επομένως, η συνομολογηθείσα ως άνω σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης των επίδικων κληρονομιαίων ακινήτων, δυνάμει του υπ’αριθμ…../2003 συμβολαίου αγοραπωλησίας, καθώς και η υπ’αριθμ……/2007 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, που καταρτίστηκαν βάσει του πλαστού, ως προς τον αντιπροσωπευόμενο πληρεξουσιοδότη, υπ’αριθμ……/2003 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της ίδιας συμβολαιογράφου Πειραιά, στο όνομα και για λογαριασμό του κληρονομούμενου πατέρα του ενάγοντος από την ψευδοαντιπρόσωπο, πρώτη των εναγομένων, ……….., που στερούνταν της εξουσίας αντιπροσώπευσης του, είναι απολύτως άκυρες (174, 229 ΑΚ), με συνέπεια ο φερόμενος αντιπροσωπευθείς, …………, να μην δεσμεύεται από τις ως άνω δικαιοπραξίες, που θεωρούνται σαν να μην έγιναν (180 ΑΚ) και πρέπει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα τους, δεκτής γενομένης της κύριας βάσης της αγωγής, καθ’ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά βάσιμης, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της ένστασης αποσβεστικής προθεσμίας δύο ετών για την ακύρωση λόγω πλάνης και απάτης, της επικουρικής ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, καθώς και της προβαλλόμενης για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ένστασης ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, λόγω απόκτησης της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τους εναγομένους με έκτακτη χρησικτησία, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι υπήρξε νόμιμη εκπροσώπηση του κληρονομούμενου, …………., στις επίδικες δικαιοπραξίες, πώλησης και μεταβίβασης της ακίνητης περιουσίας του στην ……….. και εξόφλησης του τιμήματος της αγοραπωλησίας, εφόσον δεν συντελέστηκε πλαστοπροσωπία και πλαστογραφία της υπογραφής του στο παρασχεθέν πληρεξούσιο αντιπροσώπευσης του και ακολούθως, απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτών γενομένων των πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγων της έφεσης, καθώς και των συναφών πρόσθετων αυτής λόγων, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά βασίμων.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ουσίαν, η έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατά τους βάσιμους ως άνω λόγους της, καθώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης, που αφορούν την απόρριψη του αιτήματος του για τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης και την απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής, ελλείψει καταβολής δικαστικού ενσήμου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση στο σύνολο της (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.) και αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει δεκτή η από 15.11.2019 αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένου του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με αναμεταβίβαση των επίδικων ακινήτων, ακόμη και με δήλωση βουλήσεως, ως μη ερειδόμενο στον νόμο, καθόσον προϋποθέτει έγκυρη δικαιοπραξία και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του υπ’αριθμ…../31.1.2003 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, του υπ’αριθμ……/6.2.2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και της υπ’αριθμ……/8.5.2007 συμβολαιογραφικής πράξης εξόφλησης, της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………, περαιτέρω δε, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, στους εναγομένους-εφεσιβλήτους, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους κατά της υπ’αριθμ.3339/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά.
Δέχεται αυτά κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3339/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 15.11.2019 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την ακυρότητα του υπ’αριθμ…./31.1.2003 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, του υπ’αριθμ…../6.2.2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και της υπ’αριθμ……/8.5.2007 συμβολαιογραφικής πράξης εξόφλησης, της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………..
Επιβάλλει στους εναγομένους – εφεσιβλήτους τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7.11.2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης της Εφέτη-Εισηγήτριας, Ελένης Νικολακοπούλου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Σκριβάνου και Σοφία Καλούδη, Εφέτες και με την Γραμματέα, Κ.Σ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 18 Δεκεμβρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ