ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός αποφάσεως 530/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτην, ο οποίος ωρίσθη υπό του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΣΚΕΦΘΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Α) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. ……….) των κατ’ αντιμωλίαν πρωτοδίκως δικασθέντων εκκαλούντων κατά της υπ’ αριθ. 3845 /2015 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη, κατ’ άρθρον 19 ΚΠολΔ, προς συζήτησιν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης (άρθρα 495§1, 144§1, 511, 513§1περ.β και 518§2 ΚΠολΔ). Έχει δέ κατατεθεί το εκ του άρθρου 495§4εδ.α΄ ΚΠολΔ οριζόμενον παράβολον εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. …..… σειράς Α΄ παράβολα του Δημοσίου και υπ’ αριθ. ………σειράς Α΄ παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).
Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ….. αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ενάγοντες ………. και …….. ισχυρίσθησαν τα ακόλουθα: α) ότι δυνάμει της επ’ ονόματί του εκδοθείσης υπ’ αριθ. ……. αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος του Δήμου Κυθήρων ο πρώτος εξ αυτών διατηρεί και λειτουργεί την επαρκώς διά του αγωγικού δικογράφου περιγραφομένην παραθαλασσίαν επιχείρησιν υγειονομικού ενδιαφέροντος καταστήματος προσφοράς καφέ, αναψυκτικών και οινοπνευματωδών ποτών μετά μουσικής εντός ακινήτου αυτών κατά την περιοχήν …. νήσου Κυθήρων, β) ότι διά συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου έχει καταστήσει τον δεύτερον ενάγοντα αποκλειστικόν υπεύθυνον της λειτουργίας της ως άνω επιχειρήσεως, ώστε επ’ ονόματι και διά λογαριασμόν του λειτουργεί κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν, διαχειρίζεται, διευθύνει και ελέγχει το ως άνω κατάστημα, γ) ότι από του έτους 2004 ο εναγόμενος, ο οποίος τυγχάνει ιδιοκτήτης και κάτοικος γειτονικής προς το ως άνω κατάστημα οικίας, κινούμενος εξ ανεξηγήτου προσωπικής εμπαθείας εναντίον αυτών, προβαίνει εξακολουθητικώς σε παράνομες πράξεις παρενοχλήσεως και παρεμποδίσεως της απροσκόπτου λειτουργίας της ως άνω επιχειρήσεως, δ) ότι συγκεκριμένως ο εναγόμενος εκδιώκει, αποθαρρύνει και απομακρύνει πελάτες προσερχομένους εις την επιχείρησιν, διά φωνασκιών εξυβρίζει αυτούς διά των εν τω αγωγικώ δικογράφω αναφερομένων φράσεων απαιτών άμα την άμεσον αποχώρησιν αυτών από του καταστήματος, θορυβεί υπερμέτρως, εκφωνεί ουρλιακτά λύκων και υλακτές κυνών, μιμείται κραυγές γλάρων και μετ’ ισχυρού φανού εκπέμπει στήλην φωτός εις τους οφθαλμούς των θαμώνων κατά τις νυκτερινές ώρες, κατά δέ τις εν τη αγωγή αναφερόμενες ημερομηνίες έκρουε τραπέζια και καθίσματα, καθώς και μεταλλικά σκεύη εντός του αυλείου χώρου του τόσον ισχυρώς, ώστε να προκαλείται ανυπόφορος θόρυβος διά τους θαμώνες του καταστήματος προς τον σκοπόν εξαναγκασμού της αμέσου αποχωρήσεως αυτών από του καταστήματος, εξύβρισε και απείλησεν τον δεύτερον ενάγοντα, την μη διάδικον σύζυγόν του και τους θαμώνες του καταστήματος ότι επρόκειτο να βάλει κατ’ αυτών διά όπλου, έθετε σε λειτουργία εντός του αυλείου χώρου της οικίας του ραδιόφωνο «στην διαπασών» παρενοχλών τους ιδίους και τους πελάτες της επιχειρήσεως, ερέθιζε επίτηδες τον κύνα της οικίας του να υλακτεί ισχυρώς και επιθετικώς κατά των ιδίων και των πελατών αυτών και επιπλέον εχειροδίκησεν εις βάρος πελάτου του καταστήματος και απείλησεν τους ιδίους ενώπιον πελατών ότι θα ενεργήσει διά το κλείσιμο του καταστήματος και ε) ότι διά των ως άνω πράξεων επετύγχανεν την άμεσον αποχώρησιν των πελατών και την δυσφήμησιν του καταστήματος και ούτως κατά τους μήνες Ιούλιον και Αύγουστον του έτους 2012 αιτιωδώς προεκάλεσεν εις τον πρώτον εξ αυτών αποθετική ζημίαν ύψους 50.000 ευρώ συνισταμένη εις το διαφυγόν καθαρόν κέρδος εκ ποσοστού 20% επί των απωλεσθέντων ακαθαρίστων εσόδων εκ της πωλήσεως ποτών, αναψυκτικών και συναφών ειδών και εδεσμάτων προς τους πελάτες (αφού τα ακαθάριστα έσοδα, κατά την συνήθη πορείαν των πραγμάτων, ανεμένετο να εγγίσουν το χρηματικόν ύψος των 250.000 ευρώ), στ) ότι διά των προαναφερομένων παρανόμων και αδίκων πράξεων προσέβαλεν την προσωπικότητα αυτών και προεκάλεσεν εις αυτούς ισχυράν στενοχωρίαν αξίαν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Εζήτησαν δέ: ι) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει εις τον πρώτον ενάγοντα χρηματικόν ποσόν 50.000 ευρώ διά αποζημίωσιν της αποθετικής ζημίας του και εις τον δεύτερον ενάγοντα χρηματικόν ποσόν 50.000 ευρώ διά χρηματικήν ικανοποίησιν της ηθικής βλάβης του, άλλως «λόγω αποζημιώσεως αυτών εξ αιτίας της εκθέσεως σε σοβαρόν κίνδυνο της επαγγελματικής πίστεως στην αγορά, του επαγγέλματος και του μέλλοντος αυτών» και ιι) να απαγγελθεί εις βάρος του εναγομένου προσωπική κράτησις διαρκείας ενός έτους.
Γ) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. …….. αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο ενάγων ……… και η ενάγουσα ……… ισχυρίσθησαν τα ακόλουθα: α) ότι κατοικούν εντός ιδιοκτήτου κατοικίας κατά την εν τη αγωγή αναφερομένην περιοχήν, β) ότι εγγύς της οικίας αυτών λειτουργεί επιχείρησις καταστήματος προσφοράς καφέ και οινοπνευματωδών ποτών μετά μουσικής, της οποίας φορεύς εκμεταλλεύσεως ήτο μέχρι του θανάτου του (δυνάμει της υπ’ αριθ. ………. αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος του Δήμου Κυθήρων) ο ….., ο οποίος διά συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου είχε καταστήσει διαχειριστήν τον πρώτον εναγόμενον υιόν του (…..), προς τον οποίον είχε δώσει την πλήρη και απεριόριστον εντολήν, όπως επ’ ονόματι και διά λογαριασμόν του λειτουργεί, διαχειρίζεται, διευθύνει και ελέγχει την ως άνω επιχείρησιν (ακόμη και άνευ της συμπράξεως του εντολέως πατρός του), γ) ότι από την 27η Μαΐου 2013 το ως άνω κατάστημα λειτουργεί επ’ ονόματι της δευτέρας εναγομένης (συζύγου του πρώτου εναγομένου) δυνάμει της υπ’ αριθ. ……….. αδείας λειτουργίας καταστήματος του Δήμου Κυθήρων, δ) ότι κατά τους όρους της αρχικής αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος η ως άνω επιχείρησις επετρέπετο να λειτουργεί διά αναπτύξεως 40 κινητών καθισμάτων και έξι σκαμνίων εντός της αιθούσης του καταστήματος και 46 κινητών καθισμάτων εις τον εξωτερικόν (δημοτικόν) χώρον έμπροσθεν του καταστήματος υπό τους όρους αφ’ ενός της χορηγήσεως αρμοδίας εγκρίσεως και αφ’ ετέρου της συμμορφώσεως προς τις ισχύουσες υγειονομικές, αγορανομικές, αστυνομικές και λοιπές αναφερόμενες προς την λειτουργίαν του καταστήματος διατάξεις, ενώ τα μουσικά όργανα ή μηχανήματα εντός του καταστήματος έδει να λειτουργούν εις έντασιν, βάσει της οποίας να αποκλείεται απολύτως η όχλησις των περιοίκων και να μην διαταράσσεται διά της λειτουργίας του καταστήματος καθ’ οιονδήποτε τρόπον η κοινή ησυχία, ε) ότι εν τούτοις από της ιδρύσεώς του το εν λόγω κατάστημα δεν ελειτούργησεν απλώς ως καφετερία αλλά (καθ’ υπέρβασιν των ως άνω αδειών) εν τοις πράγμασιν μετετράπη εις υπαίθριον κέντρο διασκεδάσεως μετά αναπτύξεως σκιαδίων, τραπεζοκαθισμάτων και ξαπλωστρών εις την παραλίαν και τοποθετήσεως μεγάλων ηχείων εις μηδαμινήν απόστασιν από της οικίας εγκατοικήσεως των εναγόντων, μέσω των οποίων εξεπέμπετο εις την απόλυτον έντασιν μουσική από τα μεσάνυκτα μέχρι πρωΐας διά παραβιάσεως των ωρών κοινής ησυχίας, κατά τις οποίες επί πλέον πελάτες τελούντες υπό την επήρρειαν μέθης φωνασκούσαν και προεκάλουν θόρυβον παρεμποδίζοντες τον νυκτερινόν ύπνον αυτών, στ) ότι εκ της παρανόμου και υπαιτίου εκπομπής των ως άνω θορύβων και παρενοχλήσεων προσεβλήθη η προσωπικότης αυτών και υπέστησαν ψυχική στενοχωρίαν, οπότε δικαιούνται χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης. Εζήτησαν δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν χρηματικόν ποσόν 50.000 ευρώ προς τον πρώτον ενάγοντα και ποσόν 50.000 ευρώ προς την δευτέραν ενάγουσαν νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.
Δ) Αι υπ’ αριθ. καταθ. …….. και ……. αγωγαί πρωτοδίκως συνεξεδικάσθησαν και εξεδόθη επ’ αυτών η υπ’ αριθ. 3845 /2015 τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας: α) η πρώτη ως άνω αγωγή απερρίφθη ως μη νόμιμος, καθ’ ό μέρος ησκήθη υπό του δευτέρου ενάγοντος, και η συζήτησις αυτής εκηρύχθη απαράδεκτος, καθ’ ό μέρος ησκήθη υπό του πρώτου (κατά την συζήτησιν των αγωγών ήδη θανόντος) πρώτου ενάγοντος (επί τη βάσει δηλώσεως του μέχρι τότε πληρεξουσίου δικηγόρου του περί του γεγονότος του θανάτου του ως άνω διαδίκου καταχωρηθείσης στα πρακτικά και εκτιμηθείσης ως προς το περιεχόμενο αυτής ως δήλωσις περί μη εισαγωγής της αγωγής προς συζήτησιν ως προς τον πρώτον ενάγοντα) και β) η δευτέρα ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν έναντι αμφοτέρων των δι’ αυτής εναγομένων και υπεχρεώθησαν οι εναγόμενοι σύζυγοι να καταβάλουν εις ολόκληρον χρηματικόν ποσόν 2.000 ευρώ προς έκαστον ενάγοντα νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται διά της ενδίκου εφέσεως: α΄) ο πρώτος εκκαλών υπό την ιδιότητα αυτού ως δευτέρου ενάγοντος της συνεκδικασθείσης πρώτης ως άνω αγωγής, ο οποίος διά τους υπ’ αυτού προβαλλομένους λόγους ζητεί την εξαφάνισιν του απορριπτικού της ως άνω αγωγής κεφαλαίου και την εξ ολοκλήρου παραδοχήν αυτής και β΄) αμφότεροι οι πρώτος εκκαλών και δευτέρα εκκαλούσα υπό την ιδιότητα αυτών ως εναγομένων της συνεκδικασθείσης δευτέρας αγωγής και ζητούν την εξαφάνισιν του περί μερικής παραδοχής της ως άνω αγωγής κεφαλαίου της εκκαλουμένης και την εξ ολοκλήρου απόρριψιν αυτής έναντι αυτών.
Ε) Από τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της υποχρεώσεως προς αποζημίωσιν του παθόντος εξ αδικοπραξίας τυγχάνουν, πλήν της ζημίας: α) η πρόκλησις της ζημίας παρανόμως και υπαιτίως υπό του δράστου, β) η παράνομος συμπεριφορά (πράξις ή παράλειψις) του δράστου και γ) η ύπαρξις προσφόρου αιτιώδους συναφείας μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσης ζημίας. Εν τη εννοία της υπαιτιότητος περιλαμβάνονται ο δόλος και η αμέλεια. Η έννοια του δόλου συμπίπτει προς την αντίστοιχον του άρθρου 27§1 ΠΚ, κατά το οποίον εκ δόλου πράττει, όποιος θέλει την παραγωγήν των κατά νόμον απαρτιζόντων την έννοιαν αξιοποίνου πράξεως περιστατικών και όποιος γνωρίζει ότι εκ της πράξεώς του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά ταύτα και αποδέχεται τούτο, ενώ ο ορισμός της αμελείας δίδεται διά του άρθρου 330 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1306 /2011, ΤΝΠΔΣΑ). Κατά δέ το άρθρον 932 ΑΚ εν περιπτώσει αδικοπραξίας το δικαστήριον δύναται να επιδικάσει εύλογον, κατά την κρίσιν αυτού, αποζημίωσιν λόγω ηθικής βλάβης. Ούτως παρέχεται εις το δικαστήριον η δυνητική ευχέρεια κατόπιν εκτιμήσεως των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών (όπως του είδους της προσβολής, του βαθμού πταίσματος και της περιουσιακής και οικονομικής καταστάσεως των αντιδίκων μερών) να επιδικάσει ή μη χρηματικήν ικανοποίησιν ηθικής βλάβης, εάν κρίνει ότι επήλθε εις τον αδικηθέντα ηθική βλάβη, καθώς και να καθορίσει το χρηματικόν ύψος αυτής, το οποίον θεωρεί εύλογον (βλ. ΑΠ 1404 /2012, ΤΝΠΔΣΑ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 973 και 1000 ΑΚ συνάγεται ότι η κυριότης, εν αντιθέσει προς την εκ της νομής εξουσίαν, είναι δημιούργημα της εννόμου τάξεως και νοείται μόνον εντός του πλαισίου αυτής, δηλαδή μόνον εντός των υπ’ αυτής τεθειμένων ορίων. Είναι δέ η υπό του νόμου αναγνωριζομένη άμεσος και απόλυτος εξουσία επί του πράγματος κατά άπασες τις χρησιμότητες, τις οποίες τούτο εξυπηρετεί. Η εξουσία αυτή δεν είναι ούτε μία δέσμη εξ ωρισμένων πλειόνων εξουσιών αλλά εν τη εννοία της κυριότητος περιλαμβάνεται πάσα εξουσία μη ειδικώς εκ του νόμου ή εκ δικαιώματος τρίτου αποκλειομένη. Εξουσίες μέν εκ του νόμου αποκλειόμενες είναι οι περιορισμοί κυριότητος, εξουσίες δέ εκ δικαιώματος τρίτου αποκλειόμενες είναι τα υπέρ τρίτων υφιστάμενα εμπράγματα δικαιώματα. Όθεν, το περιεχόμενον της κυριότητος είναι αφ’ ενός μέν θετικόν, καθ’ όσον ο ιδιοκτήτης δικαιούται να επιχειρήσει πάσαν πράξιν επί του πράγματος, αφ’ ετέρου δε αποθετικόν, καθ’ όσον ο ιδιοκτήτης δικαιούται να απαγορεύσει εις οιονδήποτε τρίτον την επιχείρησιν πράξεως επί του πράγματος. Η εκ του δικαιώματος κυριότητος άμεσος και καθολική εξουσία επί του ακινήτου πράγματος εκτείνεται, κατ’ άρθρον 1001 ΑΚ, τόσον εις τον υπέρ όσον και εις τον υπό το έδαφος χώρον, εξαιρέσει της υπό τρίτου επιχειρουμένης ενεργείας εις τοσούτον βάθος ή ύψος, ώστε να μην εξαρτά ο κύριος του πράγματος έννομον συμφέρον προς απαγόρευσιν ταύτης (βλ. ΑΠ 289 /1974, ΝοΒ 22: 1279, ΑΠ 813 /1972, ΝοΒ 21: 192, ΑΠ 283 /1970 & 646 /1969, ΝοΒ 18: 1055 & 53 και ΕφΑθ 4614 /1990, ΕλλΔνη 34: 628). Περιορισμοί της κυριότητος εν στενή εννοία είναι οι εκ του νόμου τασσόμενοι αντίστοιχοι, διά των οποίων κατ’ ουσίαν δεν περιορίζεται αλλά προσδιορίζεται το περιεχόμενον της κυριότητος. Ανάγονται δε άλλοτε εις το ιδιωτικόν και άλλοτε εις το δημόσιον δίκαιον, εις εκατέραν, όμως, περίπτωσιν εξυπηρετούν το γενικώτερον κοινωνικόν συμφέρον. Εις το πρώτον είδος ανήκουν ιδίως οι εκ των άρθρων 1003 έως 1031 ΑΚ απορρέοντες περιορισμοί, οι οποίοι ρυθμίζουν ως επί το πλείστον την σχέσιν γειτνιάσεως. Εις το δεύτερον είδος ανήκουν οι δι’ ορισμών δημοσίου δικαίου εισαγόμενοι αντίστοιχοι, οι οποίοι, ως αφορώντες το δημόσιον συμφέρον της ασφαλείας, υγιεινής, ρυμοτομίας, οικοδομικής τάξεως και αισθητικής εμφανίσεως, τεχνικής αναπτύξεως, προστασίας του τοπίου, των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, κοινωνικής οικονομίας, συγκοινωνίας και συναφών, δημιουργούν σφαίραν εξουσίας της διοικήσεως. Επιπλέον περιορισμοί της κυριότητος προκύπτουν και εκ γενικών διατάξεων, όπως είναι το άρθρο 281 ΑΚ περί καταχρήσεως δικαιώματος και το άρθρο 285 ΑΚ περί καταστάσεως ανάγκης. Ήτοι, οι εκ της κυριότητος πηγάζουσες εξουσίες υποχωρούν ενώπιον της κοινωνικής λειτουργίας του δικαιώματος είτε ενώπιον εννόμων συμφερόντων θεωρουμένων αξίων μεγαλυτέρας προστασίας υπό της εννόμου τάξεως (βλ. Γεωργίου Μπαλή, «Εμπράγματον Δίκαιον», έκδοσιν 1955, §§30 – 32, σελ. 86 – 94, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, «Αστικόν Κώδικα», τόμον V, άρθρον 1000, σελ. 317 – 320, αριθ. 32 – 50 και Αποστόλου Γεωργιάδη, «Εμπράγματον Δίκαιον», έκδοσιν 1991, τόμον Ι, §30, σελ. 279 – 290). Εξ άλλου από το άρθρον 1108 ΑΚ συνάγεται ότι η αρνητική αγωγή ασκείται εν περιπτώσει μερικής και ουχί ολικής προσβολής της κυριότητος, ήτοι εν περιπτώσει διαταράξεως του ως άνω δικαιώματος και ουχί αποβολής εκ του πράγματος. Διατάραξις αποτελεί πάσα έμπρακτος εναντίωσις εις το θετικόν ή αποθετικόν περιεχόμενον της κυριότητος, η οποία συντρέχει, όταν ο εναγόμενος ενεργεί επ’ αυτού πράξεις δυνάμενες να ενεργηθούν μόνον υπό του κυρίου του πράγματος, ή όταν εμποδίζει τον κύριον από της διενεργείας πράξεων επί του ιδίου πράγματος αυτού και έχει ως συνέπειαν την μη ελευθέραν, ανενόχλητον χρησιμοποίησιν, εκμετάλλευσιν και απόλαυσιν ορισμένων μόνον εξουσιών εκ της κυριότητος επί του πράγματος (βλ. ΑΠ 1062 /2006, ΕλλΔνη 47: 1345). Ούτως, η αρνητική αγωγή, η οποία έχει ως αιτήματα την άρσιν της προσβολής και την παράλειψιν αυτής εν τω μέλλοντι, εγείρεται από τον κύριον ή τον συγκύριον ακινήτου και απευθύνεται εναντίον του δι’ οιασδήποτε διαταρακτικής πράξεως προσβάλλοντος το δικαίωμα κυριότητος του βλαπτομένου κυρίου ή συγκυρίου, ανεξαρτήτως εάν ο διαταράττων συνδέεται ως κύριος ή κάτοχος μεθ’ ορισμένου γειτονικού ακινήτου. Άν ο διαταρράττων τυγχάνει συγκύριος γειτονικού ακινήτου, η αγωγή δύναται να στραφεί εναντίον μόνον αυτού και δεν απαιτείται να απευθυνθεί υποχρεωτικώς εναντίον των λοιπών συγκυρίων, καθώς μεταξύ τούτων δεν υφίσταται αναγκαστική αλλά απλή ομοδικία (βλ. ΑΠ 49 /1998, ΕλλΔνη 39: 1271 και ΕφΑθ 5316 /2007, ΕλλΔνη 50: 187). Εις την σφαίραν του προαναφερομένου ιδιωτικού και δη του γειτονικού (αστικού) δικαίου περιορισμών κυριότητος εντάσσεται και το άρθρον 1003 ΑΚ, κατά το οποίον υποχρεούται ο κύριος ακινήτου να ανέχεται την εκπομπήν επενεργειών εκ του γειτονικού ακινήτου, εφ’ όσον αυτές δεν παραβλάπτουν σημαντικώς την χρήση του ακινήτου ή προέρχονται εκ χρήσεως συνήθους διά ακίνητα της περιοχής του ακινήτου, εξ ού προκαλείται η βλάβη. Εκ της προαναφερομένης διατάξεως θεσπίζεται υποχρέωσις του κυρίου προς ανοχήν μετρίου περιεχομένου επενεργειών τρίτων προσώπων επί του ακινήτου αυτού. Ως εκπομπές ή επενέργειες νοούνται οι υλικές αντίστοιχες, οι οποίες αφορούν τα λεγόμενα αστάθμητα στοιχεία καπνού, αιθάλης, αναθυμιάσεων, θερμότητος, θορύβου, δονήσεων και άλλες παρόμοιες ενέργειες, όπως είναι η εκπομπή κόνεως, ηλεκτρικής ή μαγνητικής ενεργείας, εκτυφλωτικού φωτός, υγρασίας ή ψύξεως τεχνητής, ενώ δεν συμπεριλαμβάνονται εις την προαναφερομένην έννοιαν εκπομπές υγρών ή άλλου είδους αψύχων ή εμψύχων στερεών σωμάτων. Ο ιδιοκτήτης του βλαπτομένου ακινήτου υποχρεούται να ανεχθεί τις επενέργειες εκ του βλάπτοντος ακινήτου, όταν οι επενέργειες δεν παραβλάπτουν ή δεν παραβλάπτουν ουσιωδώς την χρήσιν του ιδίου αυτού ακινήτου είτε όταν προέρχονται εκ χρήσεως συνήθους διά τα ακίνητα της περιοχής του βλάπτοντος κτήματος (βλ. Γεωργίου Μπαλή, ως άνω, §33κεφ.Α, σελ. 95 – 98, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ως άνω, άρθρον 1003, σελ. 334 – 339, αριθ. 1 – 23 και Αποστόλου Γεωργιάδη, ως άνω, τόμον Ι, §31, σελ. 291 – 298). Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο κύριος του ακινήτου δεν υποχρεούται να ανεχθεί τις εκ του γειτονικού ακινήτου εκπομπές, εφ’ όσον αυτές παραβλάπτουν ουσιωδώς την χρήση του ακινήτου του και δεν είναι συνήθεις εις την περιοχήν, προστατεύεται δέ διά της εγέρσεως της αρνητικής αγωγής, δυνάμενος να αξιώσει την άρσιν της προσβολής και την παράλειψιν αυτής εις το μέλλον (βλ. ΑΠ 626 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 372168, ΑΠ 934 /1996, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1102 /1984, ΝοΒ 33: 766, ΑΠ 495 /1972, ΝοΒ 20: 1305, ΑΠ 776 /1970, ΝοΒ 19: 338 και ΑΠ 240 /1967, ΝοΒ 15: 987). Κατ’ αυτήν την περίπτωσιν ο κύριος του βλαπτομένου ακινήτου, πλήν του τυχόν αμφισβητουμένου δικαιώματος αυτού επί του προσβαλλομένου ακινήτου, υποχρεούται να αποδείξει μόνον την επιβλαβή επενέργειαν της εκπομπής, ενώ ο εναγόμενος υποχρεούται, κατ’ ένστασιν, να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η εκ του ακινήτου του προερχομένη όχλησις δεν υπερβαίνει τα εκ του άρθρου 1003 ΑΚ διαγραφόμενα όρια (βλ. ΑΠ 1102 /1984, ο.π. και ΑΠ 247 /1990, ΕλλΔνη 32: 972). Εφ’ όσον η διαταρακτική ενέργεια επί του βλαπτομένου ακινήτου συνιστά εν τ’ αυτώ και αδικοπραξίαν δύναται ο βλαπτόμενος ιδιοκτήτης να επιδιώξει την αποκατάστασιν της υλικής ζημίας αυτού και την χρηματικήν ικανοποίησιν της ηθικής βλάβης του (βλ. ΕφΛαρ 530 /2008, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΚερκ 80 /2007, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΠατρ 368 /2003, ΝΟΜΟΣ: 396279, ΕφΛαρ 133 /2002, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΑθ 1182 /1985, ΤΝΠΔΣΑ). Περαιτέρω, εκ της εκπομπής ασυνήθων ρύπων ή εκκωφαντικών (ενοχλητικών) θορύβων ή εκ της παρανόμου κατοπτεύσεως της ιδιωτικής ζωής του άλλου δύναται να συντρέξει παραλλήλως και προσβολή προσωπικότητος. Ειδικώτερον, κατ’ άρθρον 57 ΑΚ, το ιδιωτικό δικαίωμα εις την προσωπικότητα εχει διαπλασθεί εκ του νόμου ως έν δικαίωμα – πλαίσιον μετά αυτοτελών επί μέρους εκφάνσεων, οι οποίες αποτελούν ειδικώτερα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα εις την ζωήν, το δικαίωμα εις την υγείαν, το δικαίωμα εις την τιμήν και συναφή. Η προσωπικότης του ανθρώπου γεννάται και αναπτύσσεται ακωλύτως εντός ενός ζωτικού χώρου, ο οποίος αποτελείται κατ’ αρχήν από τα εκτός συναλλαγής πράγματα, ήτοι τα κοινά τοις πάσιν, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα προς εξυπηρέτησιν δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών. Εις την έννοιαν του αναγκαίου διά την ανθρωπίνην προσωπικότητα ζωτικού χώρου εντάσσονται και άλλα περιβαλλοντικά αγαθά μη υπαγόμενα εκ πρώτης όψεως εις τις ανωτέρω κατηγορίες, όπως τυγχάνουν η αισθητική του τοπίου και η προσήκουσα πολεοδομική ανάπτυξις μετά σεβασμού εις τον φωτισμόν και τον αερισμόν. Η ακώλυτη απόλαυσις της χρήσεως και της ωφελείας των συναποτελούντων τον ζωτικόν περιβαλλοντικόν χώρον διά την ανάπτυξιν της προσωπικότητος αγαθών συνιστά αυτοτελή έκφανσιν του δικαιώματος προσωπικότητος, η οποία προστατεύεται διά των άρθρων 57 και 59 ΑΚ. Προσβολή της ειδικωτέρας αυτής πλευράς του δικαιώματος επί της προσωπικότητος επέρχεται, όταν διαταράσσεται στοιχείον του ζωτικού χώρου από τα ανωτέρω αναφερόμενα κατά τρόπον ώστε: α) να καταργείται εξ ολοκλήρου ή να αλλοιούται η εκ της χρήσεως συγκεκριμένου αγαθού πηγάζουσα κοινή ωφέλεια ή β) να καθίσταται αδύνατη η χρήσις του στοιχείου αυτού ή άλλου στοιχείου συνδεομένου προς αυτό. Τέτοια προσβολή είναι απαγορευμένη, κατά το άρθρον 57 ΑΚ, και αναδίδει τις εν αυτώ αναφερόμενες αξιώσεις, εφ’ όσον είναι παράνομος. Τούτο συμβαίνει, όταν η προσβολή γίνεται κατά παράβασιν ρητής διατάξεως νόμου ή άνευ δικαιώματος ή επιχειρείται κατ’ ενάσκησιν δικαιώματος, το οποίον είναι μικροτέρας σπουδαιότητος από πλευράς εννόμου τάξεως είτε ασκείται υπό περιστάσεις καθιστώσες, κατ’ άρθρον 281 ΑΚ, καταχρηστικήν την άσκησίν του. Η παράνομος προσβολή δεν απαιτείται επί πλέον να είναι και υπαίτιος. Ήτοι, παρέχεται υπό του νόμου εις τον προσβαλλόμενον έναντι του προσβάλλοντος αξίωσις διά άρσιν της προσβολής και παράλειψιν αυτής εν τω μέλλοντι. Ως άρσις της προσβολής νοείται ο άμεσος παραμερισμός της συνιστώσης την προσβολήν πράξεως και η αποκατάστασις της προηγουμένης καταστάσεως. Διά την άρσιν της προσβολής πρέπει αύτη να είναι ενεργός, οπότε, εάν έχει συντελεσθεί και λήξει, η άρσις των αποτελεσμάτων επιτυγχάνεται δι’ άλλων μέσων, όπως δι’ αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 57, 914 και 932 ΑΚ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η απόλαυσις ηρέμου και ελευθέρου ρύπων περιβάλλοντος αποτελεί έκφανσιν του δικαιώματος επί της προσωπικότητος. Προσβολή ως προς αυτήν την πλευράν του δικαιώματος δύναται να προκαλείται και, όταν διαταράσσεται η ωφέλεια εκ της απολαύσεως του φυσικού περιβάλλοντος αναφορικώς προς την ατμόσφαιραν διά της εκπομπής ρύπων, όπως καπνού, αναθυμιάσεων αλλά και θορύβων (ηχορυπάνσεως). Εάν η εκπομπή είναι τοσούτον ισχυρά, ώστε δι’ αυτής να απειλείται και η υγεία των κοινωνών, τότε επέρχεται προσβολή και ως προς επιπρόσθετον έκφανσιν του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητος, η οποία αφορά εις το ειδικώτερον δικαίωμα επί της υγείας. Οι δι’ εκπεμπομένων θορύβων προκαλούμενες προσβολές είναι πάντοτε παράνομες ουχί μόνον ως κοινωνικώς απρόσφορες πράξεις αλλά και ως αντικείμενες σε ειδικώτερες ρητές απαγορευτικές διατάξεις του νόμου, όπως το άρθρον 417 ΠΚ περί διαταράξεως της ησυχίας, τα άρθρα 1 και 3 ΑΝ 2520 /1940, η Υγειονομική Διάταξις Α5 /3010 /14-8-1985 (ΦΕΚ Β΄ 593), η κατ’ εξουσιοδότησιν του άρθρου 12§3εδ.β΄ Ν. 1481 /1984 εκδοθείσα Αστυνομική Διάταξις 3 /1996 (1023 /2 /37-ια /1996) «περί των μέτρων τηρήσεως της κοινής ησυχίας», η οποία ενεκρίθη υπό του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως (ΦΕΚ 15Β΄ /9-1-1996) και της οποίας η παράγραφος 1 αντικατεστάθη διά της υπ’ αριθ. 1010 /12 /4-γ /2001 Αποφάσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας (βλ. ΕφΛαρ 134 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 700592 και ΕφΔωδ 33 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 477243).
ΣΤ) Εις την προκειμένην περίπτωσιν υπό το προεκτιθέμενον περιεχόμενον η υπ’ αριθ. καταθ. ………. (συνεκδικαζομένη πρώτη ως άνω) αγωγή δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι ενσωματώνει αξίωσιν αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης στηριζομένην επί του άρθρου 1108εδ.β΄ ΑΚ, δυνάμει του οποίου ο παρανόμως προσβαλλόμενος εις το δικαίωμα κυριότητος καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον πλήν της αποβολής δύναται να επιδιώξει αποζημίωσιν κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, διότι διά του αγωγικού δικογράφου οι ενάγοντες εξιστορούν ότι η επιχείρησις του ως άνω καταστήματος ιδρύθη κα λειτουργεί «σε ανακαινισμένο διατηρητέο ακίνητό μας», δίχως, όμως, να διευκρινίζουν περαιτέρω εάν διά της φράσεως «ακίνητό μας» εννοείται ότι το ακίνητον (μετά οικήματος) στεγάσεως της ως άνω επιχειρήσεως ανήκει εις την αποκλειστικήν κυριότητα του ενός εξ αυτών ή στην συγκυριότητα αμφοτέρων ή εάν διά της μη επαρκώς προσδιορισθείσης φράσεως «ακίνητό μας» εννοούν ότι το ως άνω ακίνητον ανήκει κατά κυριότητα εν γένει εις την οικογένειαν αυτών. Περαιτέρω, καθ’ ό μέρος η ως άνω αγωγή έχει ασκηθεί υπό του δευτέρου ενάγοντος, διά της εξιστορήσεως ότι διά συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου ο πρώτος ενάγων είχε καταστήσει τον δεύτερον ενάγοντα αποκλειστικόν υπεύθυνον της λειτουργίας της ως άνω επιχειρήσεως (ώστε ο δεύτερος ενάγων να λειτουργεί κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν, διαχειρίζεται, διευθύνει και ελέγχει το ως άνω κατάστημα επ’ ονόματι και διά λογαριασμόν του πρώτου ενάγοντος), ουδόλως δύναται να εκτιμηθεί ότι ο δεύτερος ενάγων είχε καταστεί αποκλειστικός ή παράλληλος φορεύς εκμεταλλεύσεως της συγκεκριμένης επιχειρήσεως (διά καρπώσεως του συνόλου ή μέρους των κερδών και διά επωμίσεως του συνόλου ή μέρους των ζημιών αυτής) και ως εκ τούτου η διά των παρατιθεμένων βλαπτικών ενεργειών του εναγομένου προκαλουμένη ζημία εις βάρος της καλής, ομαλής και απροσκόπτου λειτουργίας της επ’ ονόματι του πρώτου ενάγοντος ιδρυθείσης ως άνω ατομικής επιχειρήσεως δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι συνιστά άμεσον περιουσιακήν ζημίαν εις κάποιον έννομον περιουσιακόν αγαθόν αυτού, αφού μάλιστα, κατά το αγωγικό δικόγραφον, η αξίωσις αναζητήσεως διαφυγόντων κερδών (αποθετικής περιουσιακής ζημίας) ουδόλως συνηρτήθη προς το πρόσωπον του δευτέρου ενάγοντος ούτε ησκήθη υπ’ αυτού αλλά ως φορεύς (δικαιούχος) της τοιαύτης αξιώσεως προσδιωρίσθη και κατωνομάσθη αποκλειστικώς ο πρώτος ενάγων, επ’ ονόματι του οποίου ιδρύθη και ελειτούργησεν η ως άνω ατομική επιχείρησις και υπό του οποίου ησκήθη η αξίωσις περί επιδικάσεως διαφυγόντων κερδών. Δι’ ό και (ελλείψει εγέρσεως αξιώσεως περί διαφυγόντων κερδών υπό του δευτέρου ενάγοντος) διά της επανειλημμένης χρήσεως εντός του δικογράφου της αγωγής των φράσεων: «το κατάστημά μας» και «η επιχείρησίς μας» (όπως ενδεικτικώς παρατίθεται διά της πέμπτης σελίδος της αγωγής) ουδόλως δύναται να εκτιμηθεί ότι ο δεύτερος ενάγων εξιστορείται ως αποκλειστικός ή παράλληλος φορεύς ή συνδικαιούχος εκμεταλλεύσεως της ως άνω επιχειρήσεως αλλά αι ως άνω φράσεις παρατίθενται εναλλάξ άνευ της προσηκούσης νομικής ακριβολογίας, αφού μάλιστα διά της δευτέρας σελίδος του αγωγικού δικογράφου έχει παρατεθεί ουχί η φράσις «η επιχείρησή μας» αλλά η φράσις «η επιχείρησή μου» και διά της δεκάτης πέμπτης σελίδος του αγωγικού δικογράφου έχει παρατεθεί ουχί η φράσις «για διαφυγόντα κέρδης μας» αλλά η φράσις «για διαφυγόντα κέρδη μου», διά των οποίων μάλιστα δύο αυτών φράσεων κατά την ροήν της συντάξεως του λόγου η ως άνω επιχείρησις και τα διαφυγόντα κέρδη αυτής αποδίδονται ως κτητικόν περιουσιακόν αγαθόν και αξίωσις αντιστοίχως του πρώτου (και ουχί του δευτέρου) ενάγοντος. Συνακολούθως, επί των ως άνω παρατιθεμένων ιστορικών στοιχείων δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωσις περί χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης εις το πρόσωπον του δευτέρου ενάγοντος. Πρέπει, επιπροσθέτως, να επισημανθεί ότι παρά την διά της δεκάτης τετάρτης σελίδος του αγωγικού δικογράφου γιγνομένην αναφοράν και εις τις διατάξεις των άρθρων 57 και 932 ΑΚ η ως άνω αγωγή δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι εμπεριέχει και αξίωσιν λόγω προσβολής προσωπικότητος του δευτέρου ενάγοντος ως υπευθύνου λειτουργίας του καταστήματος του πρώτου ενάγοντος εργαζομένου εντός περιβάλλοντος (διαταραττομένου υπό των εξιστορουμένων βλαπτικών κατά της ως άνω επιχειρήσεως ενεργειών του εναγομένου) αλλά η ιστορική βάσις της αγωγής ειστιάζει αποκλειστικώς εις την περιουσιακήν ζημίαν του πρώτου ενάγοντος εκ της βλάβης της ομαλής λειτουργίας της επ’ ονόματι και υπό την εκμετάλλευσίν του εξιστορουμένης ως λειτουργούσης επιχειρήσεως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, προς την οποίαν αποκλειστικώς τοιαύτην βλάβην επιχειρήσεως (ως αποθετικήν ζημίαν λόγω διαφυγόντων κερδών) προσαρτάται και συνέχεται αρρήκτως και η σωρευομένη αξίωσις χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, η οποία, ως εκ τούτου προσιδιάζει αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του πρώτου και ουχί του δευτέρου εναγομέονου ως φορέως εκμεταλλεύσεως του βλαπτομένου περιουσιακού αγαθού (επιχειρήσεως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος). Ορθώς, κατά συνέπειαν, απερρίφθη η ως άνω αγωγή ως μη νόμιμος, καθ’ ό μέρος ησκήθη υπό του δευτέρου ενάγοντος και ο περί του αντιθέτου αντίστοιχος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος. Περαιτέρω, διά δηλώσεως του δι’ αμφοτέρους τους ενάγοντες καταθέσαντος την ως άνω αγωγήν (και κατά την συζήτησιν αυτής πληρεξουσίου δικηγόρου του δευτέρου ενάγοντος) δικηγόρου ……….. εδηλώθη ο από τη ασκήσεως μέχρι της πρωτοβαθμίου συζητήσεως αυτής μεσολαβήσας θάνατος του πρώτου ενάγοντος προς τον σκοπόν βιαίας διακοπής της δίκης ως προς τον ως άνω διάδικον και επιπλέον διευκρινίσθη υπό του αυτού πληρεξουσίου δικηγόρου του δευτέρου ενάγοντος (υιού του θανόντος πρώτου ενάγοντος) ότι δεν επισπεύδεται ακόμη εκουσία επανάληψις της δίκης ως προς τον θανόντα διάδικον από τον δεύτερον ενάγοντα (υιόν του) ή υπ’ άλλων κληρονόμων αυτού λόγω της εκκρεμότητος του θέματος της αποδοχής της κληρονομίας του αποβιώσαντος. Παρά ταύτα, αν και η γνωστοποίησις υπό του ως άνω δικηγόρου έγινε και υπό την ιδιότητά του ως πληρεξουσίου του δευτέρου ενάγοντος (υιού του θανόντος πρώτου ενάγοντος), ο οποίος δεύτερος ενάγων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος ή έστω ως νόμιμος μεριδούχος του θανόντος (ακόμη και εν περιπτώσει δημοσιεύσεως διαθήκης περί εγκαταστάσεως άλλων προσώπων και ουχί του δευτέρου ενάγοντος υιού ως κληρονόμου του πρώτου ενάγοντος) είχε, κατά τα άρθρα 286περ.α΄, 287§1εδ.β΄ ΚΠολΔ και 1710, 1813 και 1825 ΑΚ, δικαίωμα γνωστοποιήσεως του θανάτου προς τον σκοπόν βιαίας διακοπής της δίκης (τέτοιο δικαίωμα δηλώσεως βιαίας διακοπής είχε, κατ’ άρθρον 287§2 ΚΠολΔ, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του θανόντος πρώτου ενάγοντος μόνον εν περιπτώσει αποδείξεως της χορηγήσεως τοιαύτης πληρεξουσιότητος προς αυτόν εις χρόνον προγενέστερον του θανάτου του ως άνω διαδίκου), εν τούτοις διά της εκκαλουμένης αποφάσεως η τοιαύτη δήλωσις περί βιαίας διακοπής εξελήφθη και εξετιμήθη εσφαλμένως ως δήλωσις περί μη εισαγωγής της αγωγής προς συζήτησιν ως προς τον πρώτον ενάγοντα, ήτοι ως δήλωσις παραιτήσεως από της κλήσεως προς συζήτησιν του δευτέρου ενάγοντος, οπότε συνακολούθως εκηρύχθη απαράδεκτος η συζήτησις της αγωγής ως προς αυτόν (πρβλ. ως προς τις συνέπειες της παραιτήσεως από της κλήσεως: ΕφΠατρ 232 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΔωδ 381 /2009, ΤΝΠΔΣΑ και Εφπατρ 390 /2002, ΤΝΠΔΣΑ). Όμως η διά της ενδίκου εφέσεως αιτίασις του δευτέρου ενάγοντος κατά του ως άνω σφάλματος της εκκαλουμένης, ανεξαρτήτως του ότι βάλλει, κατ’ άρθρον 513περ.β΄ ΚΠολΔ, ανεπιτρέπτως κατά μη οριστικής διατάξεως της εκκαλουμένης αποφάσεως (πρβλ. ΕφΛαρ 346 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΑθ 715 /2010, ΤΝΠΔΣΑ, και ΜονΕφΑθ 6050 /2012, ΤΝΠΔΣΑ), εις πάσαν περίπτωσιν δεν προσήκει ως λόγος εφέσεως εις τον εκκαλούντα (δεύτερον ενάγοντα), ο οποίος ήσκησεν την ένδικον έφεσιν μόνον ατομικώς (ως ηττηθείς δεύτερος ενάγων) και ουχί και ως κληρονόμος (και συνακολούθως ως υπεισελθών εις την δικονομικήν θέσιν) του θανόντος πρώτου ενάγοντος πατρός του (βλ. ΜονΕφΛαρ 340 /2017, ΤΝΠΔΣΑ), ως προς τον οποίον δεν έχει εκδοθεί πρωτοδίκως οριστική απόφασις και ο οποίος συνακολούθως δεν δύναται να εκτιμηθεί ως ηττηθείς διάδικος. Λαμβανομένου δέ υπ’ όψιν ότι οι εξιστορούμενες διαταρακτικές πράξεις του εναγομένου, ακόμη και κατά το μέρος απευθύνσεως αυτών εις βάρος των πελατών του προαναφερομένου καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, θεμελιούν, κατ’ άρθρον 914 ΑΚ, άδικον και παράνομον συμπεριφοράν κατευθυνομένην αμέσως και ευθέως εις βάρος περιουσιακού δικαιώματος του πρώτου ενάγοντος (διαταράξεως της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως και προσβολής της φήμης και της πελατείας του) και γεννούν εις το πρόσωπον του φορέως εκμεταλλεύσεως της ως άνω ατομικής επιχειρήσεως (ήτοι του πρώτου ενάγοντος) νόμιμον αξίωσιν επιδιώξεως πάσης εντεύθεν προσγενομένης ζημίας (όπως αποθετικής), εν τούτοις το ζήτημα του ορισμένου (ήτοι του παραδεκτού) της ιστορικής βάσεως της αγωγής αναφορικώς προς την αξίωσιν διαφυγόντων κερδών του πρώτου ενάγοντος δεν έχει εκφύγει ακόμη της πρωτοδίκου κρίσεως.
Ζ) Εν σχέσει προς τους λόγους εφέσεως περί πλημμελούς εκτιμήσεως των αποδείξεων ως προς την ιστορική βάσιν της υπ’ αριθ. καταθ. ……… αγωγής από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ανταποδείξεως, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από την υπ’ αριθ. …. /27-6-2014 ένορκον βεβαίωσιν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κυθήρων …… μετά νομότυπον, κατ’ άρθρον 270§2εδ.γ΄ ΚΠολΔ, κλήτευσιν των εναγομένων υπό των εναγόντων (βλ. υπ’ αριθ. ……… και …….. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………..), και την ανωμοτί εξέτασιν της δευτέρας εναγούσης ως διαδίκου, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: δυνάμει της υπ’ αριθ. ……… αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος του Δήμου Κυθήρων εδόθη εις τον πατέρα του πρώτου εκκαλούντος …….. άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας καταστήματος προσφοράς καφέ και οινοπνευματωδών ποτών μετά εσωτερικής μουσικής υπό τον διακριτικόν τίτλον «.. ..» εντός οικήματος ευρισκομένου κατά την περιοχήν «….» νήσου Κυθήρων. Βάσει της ως άνω αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας επετρέπετο η ανάπτυξις έως έξι σκαμνίων και τεσσαράκοντα κινητών καθισμάτων εντός της αιθούσης του καταστήματος και τεσσαράκοντα έξι κινητών καθισμάτων εντός του εξωτερικού (δημοτικού) χώρου (εν περιπτώσει χορηγήσεως αδείας προς ανάπτυξιν καθισμάτων επί του εξωτερικού δημοτικού χώρου). Τα δέ εντός του εσωτερικού χώρου μουσικά όργανα ή μηχανήματα έπρεπε να λειτουργούν εις έντασιν αποκλείουσαν απολύτως οιανδήποτε όχλησιν των περιοίκων και δεν έπρεπε να γίνεται οιαδήποτε διατάραξις των ωρών κοινής ησυχίας. Διά δέ των υπ’ αριθ. πρωτ. …………. αδειών καταλήψεως πεζοδρομιών, πλατειών και παραλιών του Τμήματος Καταστημάτων του Δήμου Κυθήρων επετράπη εις τον αρχικόν δικαιούχον της αδείας λειτουργίας του ως άνω καταστήματος η τοποθέτησις καθισμάτων και σκιαδίων παραλίας θαλάσσης εις τον παράλιον χώρον (αμμουδιά) έμπροσθεν του καταστήματος κατά τις παραθεριστικές περιόδους εκάστου αντιστοίχου έτους (από του χρόνου εκδόσεως της αδείας λειτουργίας επ’ ονόματι της δευτέρας εκκαλούσης διά της υπ’ αριθ. …………. αντίστοιχης αδείας του Δήμου Κυθήρων εχορηγήθη η άδεια χρήσεως εξωτερικού δημοτικού χώρου διά τον ίδιον ως άνω σκοπόν και εις την ως άνω διάδικον κατά το χρονικό διάστημα της παραθεριστικής περιόδου του έτους 2013). Επίσης, διά των υπ’ αριθ. ………… αδειών λειτουργίας μουσικών οργάνων εχορηγήθη εις τον δικαιούχον της αρχικής αδείας λειτουργίας του ως άνω καταστήματος η άδεια λειτουργίας μουσικών οργάνων (στερεοφωνικού συγκροτήματος μικράς ισχύος, ραδιομαγνητοφώνου και τηλεοράσεως ή δύο εγχόρδων (κιθάρας και μπουζουκίου) αναλόγων προς την επιφάνειαν του εσωτερικού χώρου του καταστήματος αποκλειστικώς προς τον σκοπόν δημιουργίας ευχάριστης ατμόσφαιρας μέχρι την δεκάτην νυκτερινήν ώραν κατά την περίοδον του χειμώνος και μέχρι την ενδεκάτην νυκτερινήν ώραν κατά την θερινήν περίοδον εις έντασιν, όμως, τόσην, ώστε να μην διαταράσσεται η κοινή ησυχία των περιοίκων. Διά δέ της υπ’ αριθ. ………… διαπιστωτικής πράξεως διά χορήγησιν αδείας μουσικής του Δημάρχου Κυθήρων ανενεώθη η τελευταία ως άνω άδεια χρήσεως μουσικής υπό τους όρους: ι) της απαγορεύσεως της λειτουργίας μουσικής κατά τις ώρες κοινής ησυχίας, ιι) της λειτουργίας μουσικής μέσω στερεοφωνικού μηχανήματος χαμηλής ισχύος μετά κλειστών των θυρών και παραθύρων του καταστήματος και μετά καταλλήλου (αθορύβου) συστήματος εξαερισμού της αιθούσης προς αποφυγήν της ηχορυπάνσεως εις τον περιβάλλοντα χώρον, ιιι) της μη τοποθετήσεως ηχείων ή τηλεοράσεως ή οιασδήποτε άλλης πηγής εκπομπής μουσικής έξω του καταστήματος, ιν) της μη υπερβάσεως από την εντός του καταστήματος παραγομένην μουσικήν του επιτρεπομένου ανωτάτου ορίου των 80 ντεσιμπέλ και ν) του εφοδιασμού μετά της απαραιτήτου αδείας δημοσίας εκτελέσεως του Οργανισμού Συλλογικής Διαχειρίσεως και Προστασίας Πνευματικών Δικαιωμάτων. Το ως άνω κατάστημα ελειτούργησε επ’ ονόματι του πατρός του πρώτου εκκαλούντος βάσει της ως άνω αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας μέχρι και την προπαραμονήν του θανάτου του ως άνω δικαιούχου αυτής, ο οποίος απεβίωσεν την 28η Μαΐου 2013. Ακολούθως εις αντικατάστασιν της ως άνω αδείας εξεδόθη η υπ’ αριθ. ……….. άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας επιχειρήσεως αναψυχής του Δήμου Κυθήρων, δυνάμει της οποίας εχορηγήθη εις την δευτέραν εκκαλούσαν (σύζυγον του πρώτου εκκαλούντος) άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας εντός του προπεριγραφέντος καταστήματος επιχειρήσεως αναψυχής (υπό τον αυτόν ως άνω διακριτικόν τίτλον) μετά δυνατότητος αναπτύξεως ιδίου ως άνω αριθμού σκαμνίων και καθισμάτων εντός του εσωτερικού χώρου και επί του εξωτερικού (δημοτικού) χώρου του καταστήματος υπό την υποχρέωσιν συμμορφώσεως προς τις ισχύουσες υγειονομικές, δημοτικές, αγορανομικές, αστυνομικές και λοιπές διατάξεις. Κατά την διάρκειαν λειτουργίας του ως άνω καταστήματος επ’ ονόματι του πατρός του πρώτου εκκαλούντος ο ως άνω δικαιούχος της αδείας και φορεύς εκμεταλλεύσεως αυτού δυνάμει του υπ’ αριθ. ……….. ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… έδωσε στον πρώτον εκκαλούντα υιόν του την εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως αντιπροσωπεύει αυτόν πλήρως δι’ ασκήσεως όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις την διαχείρισιν της ατομικής επιχειρήσεως (προσλήψεως, ασφαλίσεως και απολύσεως προσωπικού, προσλήψεως λογιστού τηρήσεως των βιβλίων της επιχειρήσεως, επιλογής νομικού συμβούλου, εισπράξεως οιωνδήποτε χρηματικών ποσών εξ οιασδήποτε αιτίας καθ’ οιονδήποτε τρόπον, αποδοχής συναλλαγματικών, εκπροσωπήσεως ενώπιον του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και πάσης άλλης διοικητικής αρχής και εκπροσωπήσεως ενώπιον των δικαστικών αρχών). Εις μικράν απόστασιν από του ως άνω καταστήματος (παρεμβάλλεται η οικία της …………) ευρίσκεται η κατοικία των εφεσιβλήτων συζύγων. Καθ’ όλην την διάρκειαν της λειτουργίας του ως άνω καταστήματος επ’ ονόματι του πατρός του πρώτου εκκαλούντος ο ως άνω διάδικος υπό την ιδιότητα αυτού ως αποκλειστικού υπευθύνου λειτουργίας της ως άνω επιχειρήσεως ανέπτυσσε τραπεζοκαθίσματα εις τον εξωτερικόν χώρον του καταστήματος αλλά και σκιάδια θαλάσσης μετά καθισμάτων επί της συνεχομένης παραλίας (αμμουδιάς). Όμως, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (και δή κατά τους θερινούς μήνες Ιούλιον και Αύγουστον) ο ως άνω διάδικος είχε επιπροσθέτως εγκαταστήσει δύο ευμεγέθη ηχεία (διαστάσεων τουλάχιστον 1,20 μέτρου Χ 0,80 μέτρου Χ 0,60 μέτρων) επί υπερυψωμένων ξυλίνων κατασκευών κατά τον εξωτερικόν χώρον έμπροσθεν του καταστήματος (ένα εντός του αυλείου χώρου του καταστήματος και ένα εντός της συνεχομένης αμμουδιάς), όπως προκύπτει διά των εκ μέρους των εφεσιβλήτων μετά νομίμου επικλήσεως προσκομιζομένων φωτογραφιών, διά μέσου των οποίων εξεπέμπετο μουσική εις λίαν ισχυράν έντασιν (υπερβαίνουσα πολλάκις το ανώτατον όριον των 80 ντεσιμπέλ), η οποία διήρκει από την ενάτην πρωινήν ώραν της μιάς ημέρας μέχρι και τις δευτέραν έως τρίτην προορθρινές ώρες της επομένης ημέρας επί καθημερινής βάσεως. Από τον εκκωφαντικόν αυτόν θόρυβον παρηνοχλούντο εντονώτατα και αφορήτως οι κάτοικοι των γειτονικών κατοικιών, όπως η ιδιοκτήτρια παραθεριστικής κατοικίας …. – ………….. και οι εφεσίβλητοι σύζυγοι. Εξ αιτίας δέ της τοιαύτης εντάσεως της εκπεμπομένης μουσικής οι εφεσίβλητοι εστερούντο του δικαιώματος νυκτερινής αναπαύσεως και περιήρχοντο εις υπέρτατον εσωτερικόν εκνευρισμόν. Παρά δέ τις συστάσεις αυτών προς τον πρώτον εκκαλούντα, ο τελευταίος δεν εμείωνε την έντασιν της μουσικής. Οσάκις μάλιστα ειδοποιήθη η οικεία αστυνομική αρχή από τους εφεσιβλήτους ή την ως άνω αλλοδαπήν παραθερίστρια, ο πρώτος εκκαλών εμείωνε προσωρινώς την έντασιν της μουσικής και μετ’ ολίγον ανεβίβαζε αυτήν υπέρ το επιτρεπόμενον ανώτατον όριον. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της διαμορφώσεως και προετοιμασίας του ως άνω καταστήματος μέχρι και της ενάρξεως λειτουργίας του οι εκκαλούντες διετήρουν φιλικότατες σχέσεις μετά των εφεσιβλήτων και μάλιστα ο πρώτος εκκαλών προσεκαλείτο και συνέτρωγε μετά των εφεσιβλήτων εντός της οικίας αυτών. Οι δέ φιλικές σχέσεις αυτών διεταράχθησαν ακριβώς λόγω της προπεριγραφείσης υπερβολικής εντάσεως της μουσικής, η οποία εξεπέμπετο από τα ηχεία του ως άνω καταστήματος. Ούτως ο πρώτος εκκαλών διά των ως άνω ενεργειών της εκπομπής υπερβολικής εντάσεως μουσικής προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως την προσωπικότητα των εφεσιβλήτων και παρέβλαπτεν ουσιωδώς την χρήσιν του ακινήτου των εφεσιβλήτων ως κατοικίας, αφού η ως άνω έντασις μουσικής δεν ήτο συνήθης εις την περιοχήν, η οποία αποτελεί τόπον μονίμων και παραθεριστικών κατοικιών. Δεν απεδείχθη υπό του πρώτου εκκαλούντος ότι η εκπομπή του θορύβου εκ της ως άνω μουσικής δεν υπερέβαινε τα εκ του άρθρου 1003 ΑΚ διαγραφόμενα όρια. Εν τέλει πρέπει να επισημανθεί ότι ένστασις παραγραφής δεν υπεβλήθη δι’ όσες επί μέρους αδικοπρακτικές ενέργειες εκπομπής μουσικής υπερβολικής εντάσεως συνετελέσθησαν υπό του πρώτου εκκαλούντος εις χρονικόν διάστημα απέχον μείζον της πενταετίας από του χρόνου επιδόσεως της αγωγής. Η αλήθεια των ανωτέρω προκύπτει διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου από την υπ’ αριθ. … /19-6-2013 ένορκον βεβαίωσιν του ……. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κυθήρων ….., η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, διότι ελήφθη αποκλειστικώς προς αντίκρουσιν της συνεκδικαζομένης πρώτης ως άνω αγωγής (ήτοι είχε ληφθεί προς της ασκήσεως της συνεκδικαζομένης δευτέρας ως άνω αγωγής) κατόπιν νομοτύπου, κατ’ άρθρον 270§2εδ.γ΄ ΚΠολΔ, κλητεύσεως του (δευτέρου) ενάγοντος της πρώτης ως άνω αγωγής (ως προς τον πρώτον ενάγοντα η συζήτησις της πρώτης αγωγής εκηρύχθη απαράδκτος), ενώ εις τον παρόντα δεύτερον βαθμόν (μετά την απόρριψιν της πρώτης αγωγής ως μη νομίμου και της επανεξετάσεως της ουσίας μόνον επί της δευτέρας αγωγής) η συγκεκριμένη ένορκος βεβαίωσις δεν δύναται να εκτιμηθεί ως ιδιαίτερον αποδεικτικόν μέσον κατά την επί της ουσίας έρευναν των αποδείξεων επί της δευτέρας ως άνω αγωγής, διότι βάσει της δίκης επί της δευτέρας αγωγής αντίδικοι και δή εναγόμενοι κλητευτέοι διά την έγκυρον λήψιν ενόρκου βεβαιώσεως τυγχάνουν ουχί μόνον ο πρώτος εναγόμενος (πρώτος εκκαλών), ο οποίος είχε κλητευθεί ως αντίδικος ενάγων της πρώτης ως άνω αγωγής, αλλά και η δευτέρα εναγομένη σύζυγός του, η οποία, όμως, δεν ήτο ενάγουσα της πρώτης αγωγής και δεν είχε κλητευθεί κατά την λήψιν της εις αντίκρουσιν της πρώτης αγωγής ληφθείσης ως άνω ενόρκου βεβαιώσεως. Πρέπει δέ προς τούτο να επισημανθεί ότι, ενώ εν περιπτώσει υπάρξεως περισσοτέρων αντιδίκων ως εις ολόκληρον υποχρέων προς αποζημίωσιν, ακόμη και εάν υπάρχει μεταξύ αυτών απλή ομοδικία, πρέπει να καλούνται όλοι νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά την λήψιν ενόρκου βεβαιώσεως, εκτός εάν τα αναφερόμενα στην ένορκον βεβαίωσιν πραγματικά περιστατικά αρμόζουν αποκλειστικώς και μόνον εις το πρόσωπον ενός εξ αυτών (βλ. ΑΠ 1593 /2017, ΤΝΠΔΣΑ), εις την προκειμένην περίπτωσιν δεν τίθεται θέμα ερεύνης της κλητεύσεως του ενός ή αμφοτέρων των εναγομένων της δευτέρας αγωγής εις την λήψιν της ως άνω ενόρκου βεβαιώσεως, διότι αυτή εδόθη εις ανύποπτον εν σχέσει προς την άσκησιν της δευτέρας αγωγής χρόνον και συνακολούθως ουχί προς χρησιμοποίησιν αποκλεισιτκώς εις την συγκεκριμένην δίκην της τότε μη εισέτι ασκηθείσης δευτέρας αγωγής αλλά εις την δίκην επί της πρώτης ως άνω αγωγής (ανεξαρτήτως της μεταγενεστέρας συνεκδικάσεως αυτών), οπότε ορθώς λαμβάνεται υπ’ όψιν προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων εις την εκδίκασιν της δευτέρας ως άνω αγωγής (βλ. ως προς την δυνατότητα συναγωγής δικαστικών τεκμηρίων εξ ενόρκου βεβαιώσεως δοθείσης εις άλλην δίκην μετά ή άνευ κλητεύσεως των αντιδίκων ή των διαφορετικών διαδίκων: ΑΠ 1829 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 736 /2016, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 897 /2014, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 554 /2012, ΤΝΠΔΣΑ). Διά της διά τον αυτόν ως άνω λόγον ως δικαστικόν τεκμήριον εκτιμωμένης υπ’ αριθ. ………… ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών …………., η οποία είχε ληφθεί επιμελεία του πρώτου εκκαλούντος (δευτέρου ενάγοντος της πρώτης αγωγής) προς υποστήριξιν της πρώτης ως άνω αγωγής, δεν δύναται να αποδυναμωθεί η ως άνω σχηματιισθείσα κρίσις. Κυρίως, όμως, τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται διά της υπ’ αριθ. ……….. ενόρκου βεβαιώσεως της …………… και από την ανωμτί εξέτασιν της δευτέρας εναγούσης της δευτέρας αγωγής ως διαδίκου. Εν σχέσει προς την δευτέραν εκκαλούσαν διά της αυτής ως άνω (υπ’ αριθ. ……….) ενόρκου βεβαιώσεως της ……………… επεσημάνθη ότι, ενώ μέχρι του καλοκαιριού του έτους 2012 το προπεριγραφέν κατάστημα ελειτούργει καθημερινώς ως θερινόν υπαίθριον κέντρον διασκεδάσεως μετά τεραστίων ηχείων εκπεμπόντων μουσικήν εις την «διαπασών» από της ενάτης πρωινής ώρας της μιάς ημέρας έως τις μεταμεσονύκτιες ώρες της επομένης ημέρας, εν τούτοις από το επόμενον καλοκαίρι (του έτους 2013) η έντασις της μουσικής ήτο χαμηλοτέρα και ο θόρυβος είχε μετριασθεί ικανώς. Όμως και κατ’ εκείνο το καλοκαίρι, κατά το οποίον το κατάστημα, πλέον, ελειτούργει βάσει αδείας λειτουργίας εκδοθείσης επ’ ονόματι της δευτέρας εκκαλούσης, τα ηχεία του καταστήματος δεν ήσαν τοποθετημένα εντός του εσωτερικού χώρου του καταστήματος αλλά επί του εξώστου του οικήματος υπεράνω του ισογείου καταστήματος, οπότε ακόμη και διά της χαμηλοτέρας εντάσεως μουσικής, η οποία εξεπέμπετο εις τον αέρα του περιβάλλοντος χώρου των παραθεριστικών κατοικιών και μετά την ενδεκάτην βραδυνήν ώραν εκάστης ημέρας εδημιουργείτο θόρυβος, ο οποίος μέσα στην ησυχίαν της νυκτός ήτο έντονος και παρεμπόδιζεν τους εφεσιβήτους εις τον ύπνον αυτών. Η δε τοιαύτη εκπομπή εγίνετο ουχί μόνον δι’ ενεργείας της δευτέρας εκκαλούσης (ως φορέως του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως του ως άνω καταστηματος) αλλά και δι’ ενεργείας του πρώτου εκκαλούντος συζύγου της, ο οποίος εντός του πλαισίου της συζυγικής σχέσεως ελάμβανε πρωτοβουλίες τη ανοχή της συζύγου του ως προς τον χώρον τοποθετήσεως των ηχείων, την έντασιν εκπομπής της μουσικής και τις ώρες λειτουργίας της μουσικής. Εξ αυτού δέ του λόγου επήλθε παράνομος και υπαίτιος προσβολή της προσωπικότητος αυτών. Ένεκα δέ της συνεχούς τοιαύτης παρανόμου και υπαιτίου προσβολής της προσωπικότητος αυτών καθ’ όλα τα καλοκαίρια από του έτους 2004 έως και του έτους 2013 οι εφεσίβλητοι υπέστησαν σημαντικήν ηθικήν βλάβην, διά την χρηματικήν ικανοποίησιν της οποίας, λαμβανομένων υπ’ όψιν του εί΄δους και της διαρκείας της αδικοπραξίας και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των αντιδίκων πλευρών, κρίνεται εύλογον το χρηματικόν ποσόν των 2.000 ευρώ εις ολόκληρον υπό των εκκαλούντων εις έκαστον εφεσίβλητον. Ορθώς, επομένως, εξετιμήθησαν αι αποδείξεις διά της εκκαλουμένης αποφάσεως και έγινε εν μέρει δεκτή η υπ’ αριθ. καταθ. ……….αγωγή ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμος (δι’ επιδικάσεως των ως άνω χρηματικών ποσών).
Η) Ο λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης επιβολής της πρωτοδίκου δικαστικής δαπάνης εις τα διά της εκκαλουμένης αποφάσεως ορισθέντα χρηματικά ποσά των 1.800 ευρώ (εν σχέσει προς την απόρριψιν της υπό του πρώτου εκκαλούντος ασκηθείσης υπ’ αριθ. καταθ. ………) και των 900 ευρώ (εν σχέσει προς την εν μέρει παραδοχήν της υπ’ αμφοτέρων των εφεσιβλήτων ασκηθείσης υπ’ αριθ. καταθ. ……. αγωγής) τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, αφ’ ενός διότι, ενώ κατ’ αρχήν οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι δεν έπρεπε να επιδικασθεί εις βάρος αυτών δικαστική δαπάνην, δεν διευκρινίζουν βάσει ποίων παραμέτρων θεμελιώνουν το εν λόγω παράπονον, ως ηττηθέντες επί της πρώτης αγωγής και ως εν μέρει ηττηθέντες επί της δευτέρας αγωγής διάδικοι, και επί πλέον εν σχέσει προς το επικουρικόν αίτημα περί επιβολής δικαστικής δαπάνης εις μικρότερα χρηματικά ποσά δεν διευκρινίζουν εις ποία μικρότερα χρηματικά ποσά έδει να προσδιορισθεί η ως άνω δικαστική δαπάνη.
Θ) Συνακολούθως, πρέπει η ένδικος έφεσις να απορριφθεί εν συνόλω, να διαταχθεί η εισαγωγή του εν τω σκεπτικώ αναφερομένου παραβόλου εις το Δημόσιον Ταμείον (άρθρο 495§4εδ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων, κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος αυτών, εις βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. ….. έφεσιν (ασκηθείσαν ενώπιον του Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) κατά της υπ’ αριθ. 3845 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγήν του εν τω σκεπτικώ αναφερομένου παραβόλου εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ εις το Δημόσιον Ταμείον.
Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων την δικαστική δαπάνην των εφεσιβλήτων, την οποίαν ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι, την 30ήν Αυγούστου 2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ