ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 20 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – εναγόμενων: 1) της υπό εκκαθάριση τελούσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ………..και 3) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Βούτα (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Σόφτη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 01.11.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 624/2023 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – εναγόμενοι προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 20.09.2023 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./20.09.2023 και ειδικό …./20.09.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./11.07.2024 και ειδικό …./11.07.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 624/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έγινε δεκτή η από 01.11.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …/2021 αγωγή. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες – εναγόμενους την 21.07.2023 (βλ. τη σχετική από 21.07.2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . ….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 624/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 20.09.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/20.09.2023 και ειδικό …./20.09.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ. 1 του ΚΠολΔ το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – εναγόμενους το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα στην από 01.11.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι με τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων, που είναι ομόρρυθμοι εταίροι και νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», διατηρούσε κοινωνικές – φιλικές σχέσεις, καθόσον ο εξάδελφός της ……………. και ο υιός αυτού ……….. είχαν στενές φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις με τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων, ότι τον Νοέμβριο του έτους 2020 ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων, ενεργώντας ατομικά και υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, απευθύνθηκαν στην ενάγουσα προκειμένου να τους διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς τους χρήματα, ότι ακολούθως καταρτίσθηκε μεταξύ τους η από 05.11.2020 έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου, δυνάμει της οποίας μεταβίβασε προς τους εναγόμενους κατά κυριότητα το χρηματικό ποσό των 33.000,00 ευρώ, ενώ οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να της αποδώσουν το δανεισθέν ποσό των 33.000,00 ευρώ, πλέον τόκων ποσού 2.000,00 ευρώ, δηλαδή το συνολικό ποσό των 35.000,00 ευρώ, εντός έτους από τη σύναψη της σύμβασης, ήτοι την 05.11.2021, ότι προς εξασφάλιση της εν λόγω απαίτησής της από τη σύμβαση δανείου, οι εναγόμενοι εξέδωσαν σε διαταγή της και της παρέδωσαν τις υπ’ αριθ. …….. και ………… μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, με ημερομηνίες έκδοσης την 05.10.2021 και την 05.12.2021, αντίστοιχα, ποσού 5.000,00 ευρώ και 30.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, πληρωτέες από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ότι περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2021, πριν την πάροδο της συμφωνηθείσας ημερομηνίας απόδοσης του δανεισθέντος ποσού, ο δεύτερος των εναγόμενων της γνωστοποίησε ότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να της αποδώσουν το ποσό των 35.000,00 ευρώ και της ζήτησαν να τους επιστρέψει τα σώματα των ανωτέρω επιταγών, προκειμένου να αντικατασταθούν από νέες μεταχρονολογημένες επιταγές, ότι την 04.10.2021, ενεργώντας καλόπιστα, αποδέχθηκε την πρόταση των εναγόμενων και επέστρεψε σ’ αυτούς τα σώματα των ανωτέρω επιταγών, πλην όμως οι εναγόμενοι ουδέποτε της παρέδωσαν νέες μεταχρονολογημένες επιταγές, ενώ αρνήθηκαν την απόδοση του δανεισθέντος ως άνω ποσού και της κοινοποίησαν την από 12.10.2021 εξώδικη διαμαρτυρία, με την οποία ισχυρίσθηκαν ψευδώς ότι την 01.10.2021 της κατέβαλαν το δανεισθέν ποσό και ότι για τον λόγο αυτό τους παραδόθηκαν τα σώματα των ανωτέρω επιταγών. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295, 297 του ΚΠολΔ περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης δανείου, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενη ότι οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της δικής της περιουσίας κατά το δανεισθέν ως άνω ποσό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των 35.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο της συμφωνηθείσας ημερομηνίας απόδοσης του δανεισθέντος ποσού, ήτοι από την 05.11.2021, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 3.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης που υπέστη, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 624/2023 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της περί σύμβασης δανείου, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 481, 806, 808 του ΑΚ και των άρθρων 70, 176 του ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, και αφού έκρινε την αγωγή μη νόμιμη και απορριπτέα κατά την σωρευόμενη κύρια βάση της από την αδικοπραξία και το συνδεόμενο με αυτήν αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 3.000,00 ευρώ, καθώς και κατά την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της, στη συνέχεια έκανε αυτή δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, συμμέτρως ο καθένας, το ποσό των 35.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 06.11.2021 και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την κρινόμενη από 20.09.2023 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον τους αγωγή.
Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί απόδοσής του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής απόδοσης του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποίησης του δανείσματος και δη με εξουσία ανάλωσής του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 707/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 889/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 663/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 294 του ΑΚ κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον. Οι υπέρμετροι τόκοι που καταβλήθηκαν, έστω και σε πλήρη γνώση, εφόσον μεν υπάρχει κεφάλαιο συμψηφίζονται με αυτό (άρθρο 6 ΓΩΛΖ σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ), εφόσον δε εξοφλήθηκε το κεφάλαιο αναζητούνται ως καταβληθέντες από παράνομη αιτία, διότι η διάταξη για το ανώτατο θεμιτό όριο του τόκου είναι δημόσιας τάξης και κάθε αντίθετη συμφωνία που αντίκειται σ’ αυτή είναι άκυρη και δεν δύναται να καλυφθεί ούτε με καταβολή του υπόχρεου (ΕφΠειρ 199/1997 ΕλλΔνη 38. 1676, ΕφΑθ 4757/1983 ΝοΒ 31. 1610, ΕφΑθ 6117/1982 ΝοΒ 30.1489). Η συνομολόγηση ή λήψη υπέρμετρων τόκων συνιστά τοκογλυφία, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση που συνομολογείται ή λαμβάνεται δυσανάλογος τόκος σε σχέση με την αντιπαροχή, με εκμετάλλευση της ανάγκης, κουφότητας κλπ. εκείνου που δανείστηκε, αποτελεί αισχροκερδή σύμβαση. Στην πρώτη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, η σύμβαση είναι άκυρη μόνο κατά το υπερβάλλον, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επέρχεται ολοκληρωτική και απόλυτη ακυρότητα (άρθρα 181, 179 του ΑΚ), εάν συνάγεται ότι η σύμβαση αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (ΑΠ 714/1973 ΝοΒ 22. 198, ΕφΠατρ 48/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 199/1997 ΕλλΔνη 38. 1676, ΕφΘεσ 2413/1991 ΕλλΔ/νη 33.1292, ΜονΕφΠειρ 185/2023 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 444 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι «Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) …, β) … και γ) φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση» και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι «Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία». Επίσης, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Ακόμη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών, με το άρθρο 370Α του ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Επιπλέον, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και διάδοσης της γνώμης), αλλά το απόρρητο του περιεχομένου του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, μηνύματα sms, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Ως προς το ίδιο ζήτημα ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το αποδεικτικό μέσο που αφορά σε παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη, ενόψει του ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 996/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2009 ΧρΙΔ 2010. 283, ΑΠ 1718/2001 ΕλλΔνη 2002. 1464, ΜονΕφΑθ 2393/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 562/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του π.δ. 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλιση του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003, ορίζεται ότι «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων, αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις, ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις, γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας, δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση, εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.)». Τέλος, η μαρτυρία που δίδεται με τη δήλωση ή βεβαίωση τρίτων του άρθρου 1 του ν.δ. 105/1969 ή 8 του Ν. 1599/1986, χωρίς δηλαδή να τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 422 του ΚΠολΔ (για ένορκες βεβαιώσεις), ούτε των άρθρων του ΚΠολΔ για την εξέταση των μαρτύρων, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικό μέσο σε ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη (ΟλΑΠ 8/1987 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1182/2012 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση της προσκομιζόμενης από τους εκκαλούντες – εναγόμενους υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου ΔΣΠ ΕΒ …………/22.03.2022 ένορκης βεβαίωσης, κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020, ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς …………. (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) της μάρτυρος ……….., η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εφεσίβλητης – ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ……/17.03.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς . …..), από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, εκτός από: (α) τα προσκομιζόμενα από την εφεσίβλητη – ενάγουσα φωτοαντίγραφα των αποτυπώσεων μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (SMS) μεταξύ της ιδίας και του δεύτερου των εκκαλούντων – εναγόμενων, καθώς και μεταξύ της ιδίου και τρίτου προσώπου (του ………..), τα οποία συνιστούν συνταγματικά απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, καθόσον δεν προκύπτει ότι η εφεσίβλητη – ενάγουσα έχει λάβει προς τούτο τη συναίνεση των προσώπων αυτών, ούτε ότι υφίσταται σχετική δικαστική άδεια περί της χρήσης των ανωτέρω αποτυπώσεων και (β) τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη – ενάγουσα από 08.03.2022 και από 06.03.2022, αντίστοιχα, υπεύθυνες δηλώσεις του ……….. και της ………….., αντίστοιχα, που αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, καθόσον κρίνεται ότι δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στην παρούσα δίκη, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα διατηρούσε κοινωνικές σχέσεις με τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων, οι οποίοι είναι ομόρρυθμοι εταίροι και νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» που είχε την έδρα της στον Πειραιά επί της οδού …………., καθόσον ο εξάδελφός της ……… και ο υιός αυτού …………. είχαν φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις με τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων. Το έτος 2017, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων απευθύνθηκαν στην ενάγουσα προκειμένου να τους διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς τους χρήματα. Ακολούθως, με το προσκομιζόμενο από 30.11.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα μεταβίβασε κατά κυριότητα το χρηματικό ποσό των 70.000,00 ευρώ, προς τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων, ενεργώντας ατομικά και υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, ενώ οι τελευταίοι ανέλαβαν την υποχρέωση να της αποδώσουν το δανεισθέν ποσό, πλέον τόκων ποσού 5.000,00 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 75.000,00 ευρώ, εντός δύο ετών από τη σύναψη της σύμβασης. Προς εξασφάλιση της απαίτησης της ενάγουσας από την ανωτέρω σύμβαση δανείου, η πρώτη εναγόμενη εξέδωσε, σε διαταγή της, τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ………., ………. και ……….. μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, με ημερομηνίες έκδοσης την 05.10.2018, την 05.12.2018 και την 05.12.2019, αντίστοιχα, ποσού 15.000,00 ευρώ η πρώτη, 26.000,00 ευρώ η δεύτερη και 34.000,00 ευρώ η τρίτη, πληρωτέες από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, σε χρέωση του τηρούμενου σ’ αυτή υπ’ αριθ. …………. λογαριασμού της πρώτης εναγόμενης. Στη συνέχεια, οι εναγόμενοι της απέδωσαν το δανεισθέν ως άνω ποσό πλέον τόκων και η ενάγουσα τους επέστρεψε τα σώματα των ανωτέρω επιταγών. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τον Νοέμβριο του έτους 2020, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων, απευθύνθηκαν εκ νέου στην ενάγουσα προκειμένου να τους διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς τους χρήματα, ώστε να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ρευστότητας της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας. Ακολούθως, με το προσκομιζόμενο από 05.11.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα μεταβίβασε κατά κυριότητα το χρηματικό ποσό των 33.000,00 ευρώ, προς τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων, ενεργώντας ατομικά και υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης ομόρρυθμης εταιρείας. Σύμφωνα με τους όρους της από 05.11.2020 σύμβασης, το δάνειο συμφωνήθηκε να επιβαρύνεται με τόκους, σύμφωνα με το νόμιμο ισχύον δικαιοπρακτικό επιτόκιο 5,25%, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων ανέλαβαν την υποχρέωση να αποδώσουν στην ενάγουσα το δανεισθέν ποσό των 33.000,00 ευρώ, πλέον τόκων ποσού 2.000,00 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 35.000,00 ευρώ, εντός έτους από τη σύναψη της σύμβασης, δηλαδή την 05.11.2021. Σύμφωνα δε με σχετικό όρο της από 05.11.2020 σύμβασης, προς εξασφάλιση της απαίτησης της ενάγουσας από τη σύμβαση δανείου, η πρώτη εναγόμενη εξέδωσε σε διαταγή της και της παρέδωσε αυθημερόν τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ………… και ……….. μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, με ημερομηνίες έκδοσης την 05.10.2021 και την 05.12.2021, αντίστοιχα, ποσού 5.000,00 ευρώ η πρώτη και 30.000,00 ευρώ η δεύτερη, πληρωτέες από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, σε χρέωση του τηρούμενου σ’ αυτή υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμού της πρώτης εναγόμενης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2021, ενόψει της έλευσης του συμφωνηθέντος χρόνου απόδοσης του δανείου, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων, αφού συγκέντρωσαν το δανεισθέν ποσό, πλέον τόκων, προβαίνοντας σε αναλήψεις από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης εναγόμενης, σε ανάληψη ποσού 14.250,00 ευρώ από τον τηρούμενο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υπ’ αριθ. ………. λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης (βλ. το προσκομιζόμενο από 20.09.2021 ένταλμα πληρωμής – ανάληψη από λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος) και σε αναλήψεις ποσών 4.500,00 και 1.000,00 ευρώ από τον τηρούμενο στην Τράπεζα ALPHA BANK υπ’ αριθ. …………. λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης (βλ. την προσκομιζόμενη από 29.09.2021 κίνηση λογαριασμού της Τράπεζας ALPHA BANK), κάλεσαν την ενάγουσα να προσέλθει στην ως άνω έδρα της πρώτης εναγόμενης προκειμένου να της αποδώσουν το ποσό των 35.000,00 ευρώ. Ακολούθως, την 01.10.2021, ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων κατέβαλαν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 35.000,00 ευρώ, και για τον λόγο αυτό η ενάγουσα τους παρέδωσε τα σώματα των ανωτέρω υπ’ αριθ. ……….. και …………. τραπεζικών επιταγών που είχαν εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη σε διαταγή της, προς εξασφάλιση της απαίτησής της από την από 05.11.2020 σύμβαση δανείου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ότι έχει επέλθει απόσβεση της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας από την δανειακή σύμβαση ενισχύεται από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγόμενων …….. που περιέχεται στην υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου ΔΣΠ ΕΒ ………./22.03.2022 ένορκη βεβαίωση, η οποία, έχοντας ιδία αντίληψη των γεγονότων, ως υπάλληλος εργαζόμενη στο κατάστημα της πρώτης εναγόμενης, καταθέτει με σαφήνεια ότι η ενάγουσα είχε και στο παρελθόν δανείσει χρήματα στους εναγόμενους, ότι φρόντιζε πάντοτε να τα καλύπτει με την παράδοση μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών, τις οποίες εξέδιδε η ίδια ως υπάλληλος του λογιστηρίου της πρώτης εναγόμενης, ότι τα σώματα των επιταγών επιστρέφονταν από την ενάγουσα στους εναγόμενους μετά την απόδοση των δανεισθέντων ποσών και ότι την 01.10.2021 ο δεύτερος των εναγόμενων κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 35.000,00 ευρώ και εκείνη με τη σειρά της επέστρεψε σ’ αυτόν τα σώματα των ανωτέρω επιταγών. Η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2021, πριν την πάροδο της συμφωνηθείσας ημερομηνίας απόδοσης του δανεισθέντος ποσού, ο δεύτερος των εναγόμενων της γνωστοποίησε ότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να της αποδώσουν το ποσό των 35.000,00 ευρώ και της ζήτησαν να τους επιστρέψει τα σώματα των ανωτέρω επιταγών, προκειμένου να αντικατασταθούν από νέες μεταχρονολογημένες επιταγές και ότι η ίδια ενεργώντας καλόπιστα, αποδέχθηκε την πρόταση των εναγόμενων και επέστρεψε σ’ αυτούς τα σώματα των ανωτέρω επιταγών την 04.10.2021, πλην όμως οι εναγόμενοι ουδέποτε της παρέδωσαν νέες μεταχρονολογημένες επιταγές, ενώ αρνήθηκαν την απόδοση του δανεισθέντος ως άνω ποσού. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας κρίνεται αβάσιμος, αφού δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ενώ αναιρείται από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγόμενων ……………, κατά τα προαναφερθέντα. Άλλωστε, αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας, η ενάγουσα να αποδέχθηκε την πρόταση των εναγόμενων και να επέστρεψε σ’ αυτούς τα σώματα των ως άνω επιταγών, χωρίς να έχει φροντίσει προηγουμένως να εκδοθούν σε διαταγή της και να τις παραδοθούν νέες μεταχρονολογημένες επιταγές σε αντικατάσταση αυτών, προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησής της, λαμβανόμενου, μάλιστα, υπόψη, ότι η ίδια διέθετε σχετική συναλλακτική εμπειρία, αφού είχε και στο παρελθόν συνάψει σύμβαση δανείου με τους εναγόμενους και είχε επιστρέψει σ’ αυτούς τα σώματα των επιταγών που είχαν εκδοθεί προς εξασφάλιση της απαίτησής της, μόνο μετά την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση με την απόδοση του δανεισθέντος ποσού. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι το επικαλούμενο στην αγωγή ως συμφωνηθέν ποσό τόκων, ύψους 2.000,00 ευρώ, υπερβαίνει το ποσοστό των δικαιοπρακτικών τόκων 5,25% που αναγράφεται στο από 05.11.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό και ανέρχεται σε 1.732,50 ευρώ και επιπλέον ότι το ποσό των τόκων που απαίτησε και έλαβε η ενάγουσα στην πραγματικότητα ανήλθε σε 5.000,00 ευρώ, το δε δανεισθέν ποσό σε 30.000,00 ευρώ. Εντούτοις, μόνη η επικαλούμενη συνομολόγηση υπέρμετρων τόκων, χωρίς την επίκληση συνδρομής της εκμετάλλευσης της ανάγκης του οφειλέτη, την οποία οι εναγόμενοι ουδόλως επικαλέστηκαν, δεν συνιστά αισχροκέρδεια, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, δοθέντος ότι οι εναγόμενοι δεν εξέθεσαν άλλους λόγους που να καθιστούν τη συνομολόγηση υπέρμετρων τόκων αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 178 του ΑΚ, ώστε να υφίσταται ακυρότητα της ένδικης σύμβασης δανείου, λόγω της αντίθεσής της στα χρηστά ήθη κατ’ άρθρα 178 και 179 του ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση εξόφλησης και απορρίπτοντας αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έκανε δεκτή την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, και οι σχετικοί ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόμενων που διαλαμβάνονται στον πρώτο, στον δεύτερο και στον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι.
Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν η από 20.09.2023 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 624/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 01.11.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό ……/2021 αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη. Περαιτέρω, λόγω της νίκης των εκκαλούντων – εναγόμενων πρέπει να επιστραφεί σε αυτούς το κατατεθειμένο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα προαναφερθέντα, εξαφανίζεται και η περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, και ακολούθως τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20.09.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 624/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν, την από 20.09.2023 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 624/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 01.11.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …/2021 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……./2023 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 9.1.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ