Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 23/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   23/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών – αιτουσών: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……..» (ΑΦΜ ……..), που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ………….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Αικατερίνη Ζόγκου (Ε.Χ. ΣΤΑΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δικηγορική Εταιρεία).

Της εφεσίβλητης – καθ’ ων: Εταιρείας με την επωνυμία «……….» με διακριτικό τίτλο …………. (ΑΦΜ ………), η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος, Ιωάννης Ρούσσος.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. …………../2023 ανακοπή κατά της εκτέλεσης. Το δικαστήριο με την 1264/2024 απόφαση απέρριψε αυτήν.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι ανακόπτουσες με την με αρ. κατ. ……./2024 έφεση προς αυτό το δικαστήριο, η οποία μαζί με την περιέχουσα σ’ αυτήν αίτηση αναστολής προσδιορίστηκε (με την …………/2024 εκθ. κατ. στο Εφετείο) να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση με την περιέχουσα αίτηση αναστολής ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2, 938 παρ. 2, αρ. ηλεκτρ. παραβόλου ……………./2024). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία.

Με την υπό κρίση έφεση οι εκκαλούσες, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με την οποία, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκε η ανακοπή τους κατά της από 12.7.2023 επιταγής προς εκτέλεση της με αρ. …./2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της υπ’ αρ. …/23.10.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμ. ……….., προκειμένου αυτή (η ανακοπή) να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η σε βάρος τους επισπευδόμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ με την υπό κρίση αίτηση αναστολής ζητούν να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης έως την έκδοση τελεσίδικης κρίσης.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούσες παραπονούνται, γιατί όχι νόμιμα απορρίφθηκαν ο πρώτος, πέμπτος και έβδομος λόγοι της ανακοπής τους, με τους οποίους ισχυρίστηκαν α) ότι η αιτούσα την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, Τράπεζα Πειραιώς, δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά, γιατί δεν ήταν δικαιούχος της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε, για τους λόγους που ειδικότερα ανέλυαν στην ανακοπή τους, β) ότι στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και στη διαταγή πληρωμής δεν διαχωριζόταν το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων και γ) ότι ο υπογράφων την αίτηση για έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής δικηγόρος δεν επικαλέστηκε ούτε και προσκόμισε την έγγραφη πληρεξουσιότητα από την αιτούσα Τράπεζα Πειραιώς. Οι λόγοι αυτοί έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, λόγω του θετικού δεδικασμένου που απορρέει από την υπ’ αρ. 2113/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε τελεσίδικα προγενέστερη ανακοπή των εκκαλουσών του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά της ίδιας ως άνω διαταγής πληρωμής και επικύρωσε αυτήν (ΚΠολΔ 330, 633 παρ. 2 γ, 933 παρ. 4, ΑΠ 1203/2020, ΑΠ 243/2018 δημ NOMOS), γεγονός που συνομολογείται, αφού κρίθηκαν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας Τράπεζας Πειραιώς και της νομιμοποίησης του υπογράφοντος αυτήν πληρεξουσίου δικηγόρου της στην έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής, όπως επίσης κρίθηκε τελεσίδικα και το ορισμένο και νόμιμο της αίτησης για την έκδοσή της και αυτή η ίδια η διαταγή πληρωμής ως προς το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενό της, ιδίως ως προς το ποσό των καταβλητέων χρημάτων, κατ’ άρθρο 630 ΚΠολΔ, επομένως το έγκυρο και το νόμιμο του τίτλου δυνάμει του οποίου επισπεύδεται η προσβαλλόμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούσες παραπονούνται γιατί με εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τους δεύτερο και τέταρτο λόγους της ανακοπής τους, με τους οποίους ισχυρίστηκαν ότι η σε βάρος τους διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης έπρεπε να ακυρωθεί, γιατί δεν τους επιδόθηκε μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση παράρτημα με λίστα των απαιτήσεων που να περιέχεται και η επίδικη, η διαχείριση των οποίων ανατέθηκε στην εφεσίβλητη, ούτε και αντίγραφο ή απόσπασμα των συμβάσεων εκχώρησης της επίδικης απαίτησης. Οι εκκαλούσες συνομολογούν ότι τους επιδόθηκαν μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση α) η περίληψη της 16.3.2021 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων της Τράπεζας ……….. προς την “…………….” με το παράρτημα των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων, νόμιμα καταχωρημένης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (αρ.πρωτ. …/2021 τόμος … αρ. ….), β) η περίληψη της από 11.6.2021 σύμβασης διαχείρισης των απαιτήσεων της “…………..” προς την εφεσίβλητη, νόμιμα καταχωρημένης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (αρ. πρωτ. …/2021 τόμος …. αρ. …) και γ) δύο περιλήψεις των από 24.11.2022 συμβάσεων συμπλήρωσης της από 11.6.2021 σύμβασης διαχείρισης σε σχέση με την από 16.3.2021 σύμβαση πώλησης επίσης νόμιμα καταχωρημένες στο ως άνω ενεχυροφυλακείο (…, …/2022 τόμος … αρ. …). Από τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, προκύπτει ότι στην εταιρεία “……………..” μεταβιβάστηκαν απαιτήσεις της Τράπεζας Πειραιώς, μεταξύ αυτών και η επίδικη, όπως προκύπτει από το συγκοινοποιηθέν παράρτημα απαιτήσεων (σελ 1552 του παραρτήματος). Στη συνέχεια η αποκτώσα εταιρεία ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων που απέκτησε, άρα και της επίδικης, όπως προκύπτει από το παράρτημα, στην εφεσίβλητη. Ειδικά στην τελευταία συμπληρωματική σύμβαση διαχείρισης (αρ. πρωτ. …../2022 Ενεχυρ. Αθηνών) στον  αρ. 3 της περίληψης αυτής υπό τον τίτλο «Στοιχεία εξατομίκευσης επιχειρηματικών απαιτήσεων», αναφέρεται «Ντοσιέ 2 σελ. 1001 έως 2.000», που περιλαμβάνει και τη σελίδα 1552 του παραρτήματος των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, που συγκοινοποιήθηκε στις εκκαλούσες, όπου αναγράφεται ξεκάθαρα η επίδικη απαίτηση μεταξύ των ανατεθεισών. Επομένως ο σχετικός δεύτερος λόγος της ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζονται το αντίθετο έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, αφού ήταν πλέον σαφές ότι η διαχείριση της επίδικης απαίτησης είχε ανατεθεί στην εφεσίβλητη. Περαιτέρω δεν ήταν απαραίτητο για την απόκτηση της επίδικης απαίτησης από την “…………” η επίδοση ολόκληρης της σύμβασης εκχώρησης, αφού αρκούσε η επίδοση των καταχωρημένων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σε περίληψη συμβάσεων μεταβίβασης απαιτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (αρ. 10 παρ. 10 και 8 του Ν. 3156/2003) και δεν απαιτούνταν ολόκληρο το κείμενο αυτής που αναφέρουν οι εκκαλούσες. Και τούτο γιατί τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων της μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης είναι η ταυτότητα της μεταβιβασθείσας οφειλής, το ύψος αυτής και το στάδιο μη εξυπηρέτησής της, τα οποία εκ του παραρτήματος συνάγονταν. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν ειδικότερα στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων εταιρειών και ήταν αδιάφορα για τη νομιμοποίηση της αποκτώσας εταιρείας στην ανάθεση της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης στην εφεσίβλητη (ΑΠ 739/2024, ΑΠ 434/2022, ΑΠ 909/2021 δημ. NOMOS). Επομένως και ο σχετικός τέταρτος λόγος της ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούσες παραπονούνται γιατί όχι νόμιμα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η ανάθεση της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης στην εφεσίβλητη δεν ήταν νόμιμη γιατί δεν πληρούσε το συστατικό τύπο του άρθρου 2 παρ. 2 του  Ν. 4354/2015. Ο λόγος αυτός ήταν μη νόμιμος και ως τέτοιος έπρεπε να απορριφθεί, γιατί η ανάθεση της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης στην εφεσίβλητη, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, που πέραν του έγγραφου τύπου δεν απαιτούσε και ελάχιστο περιεχόμενο, δεν έπρεπε να έχει το τύπο του άρθρου  2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015 για να επιφέρει τα νόμιμα αποτελέσματά της, αφού και χωρίς αυτόν τον τύπο και ανεξάρτητα από το ειδικότερο πλαίσιο με το οποίο συντελέστηκε η ανάθεση της διαχείρισης των πιστώσεων (είτε με βάση τον Ν. 3156/2003 είτε τον Ν. 4354/2015), η εφεσίβλητη μπορούσε να προβαίνει στην έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης με τη σύνταξη και επίδοση σχετικής επιταγής προς εκτέλεση για την είσπραξη της διαχειριζόμενης απ’ αυτήν απαίτησης (ΟλΑΠ 1/2023 δημ. NOMOS).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούσες παραπονούνται γιατί όχι νόμιμα απορρίφθηκε ο έκτος λόγος της ανακοπής τους, με τον οποίον ισχυρίζονταν ότι οι δημοσιευθείσες περιλήψεις των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης της επίδικης απαίτησης ήταν άκυρες επειδή σ’ αυτές δεν αναγράφονταν το ποσό του τιμήματος αγοράς και το ποσό της αμοιβής διαχείρισης, όπως επίσης δεν αναγράφονταν συγκεκριμένα η φύση και η μορφή της μεταβιβαζόμενης απαίτησης καθώς και η φύση και η μορφή των εξουσιών διαχείρισης. Ο λόγος αυτός έπρεπε να απορριφθεί γιατί, όπως προκύπτει από όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, στις ως άνω περιλήψεις των συμβάσεων μεταβίβασης (…./24.11.2022) και διαχείρισης (……/24.11.2022) της επίδικης απαίτησης αναγράφονταν το νόμισμα του τιμήματος πώλησης και της αμοιβής διαχείρισης αντίστοιχα και το ποσό τους με παραπομπή στα αντίστοιχα άρθρα των συμβάσεων πώλησης και διαχείρισης, όπου προβλέπονταν ειδικότερα. Περαιτέρω δε στην παράγραφο δ της ως άνω σύμβασης διαχείρισης προβλέπονταν οι εξουσίες του διαχειριστή, μεταξύ αυτών και αυτές που αφορούσαν τις διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης, και στην παράγραφο 3 της ως άνω σύμβασης μεταβίβασης προβλέπονταν το είδος και η φύση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων, μεταξύ αυτών και των απορρεόντων από τραπεζικά χρηματικά δάνεια. Ειδικότερο προσδιορισμό των διαχειριστικών εξουσιών ή του είδους και της φύσης των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ή του συγκεκριμένου ποσού του τιμήματος μεταβίβασης και της αμοιβής διαχείρισης σύμφωνα με τις ΥΑ 161337, 161338/30.10.2003 και 20738/9.11.2020, που επικαλούνται οι εκκαλούσες δεν απαιτείτο για το κύρος της καταχώρισης στο ενεχυροφυλακείο, ούτε εξάλλου προβλέπεται αντίστοιχη κύρωση ή επέλευση ακυρότητας της καταχώρισης τέτοιας περίληψης, όπως εν προκειμένω οι επίδικες με το ανωτέρω περιεχόμενο, στην οποία δεν αναφέρονται ειδικότερα οι διαχειριστικές εξουσίες και η φύση και το είδος των απαιτήσεων, ούτε συγκεκριμένα χρηματικά ποσά τιμήματος πώλησης και αμοιβής διαχείρισης. Άλλωστε, αυτές οι αναφορές (του ακριβούς ποσού του τιμήματος και της αμοιβής) αφορούν του συναλλαχθέντες στις αντίστοιχες συμβάσεις και τους ελεγκτικούς τραπεζικούς μηχανισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος και όχι τους υπόχρεους οφειλέτες και εγγυητές των μεταβιβασθεισών και διαχειρισθεισών απαιτήσεων.

Με βάση τα παραπάνω η ανακοπή των εκκαλουσών έπρεπε να απορριφθεί και τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη και απέρριψε αυτήν δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ούτε πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με την έφεσή τους, η οποία πρέπει να απορριφθεί, όπως και η περιεχόμενη σ’ αυτήν αίτηση αναστολής, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστούν οι εκκαλούσες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση και την αίτηση αναστολής.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης που καθορίζει σε 400 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 9 Ιανουαρίου 2025.

       Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ