Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    5/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΕΚΚΑΛΩΝ: ……… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Διονυσοπούλου του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ……… που παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 Κ.ΠΟΛ.Δ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: 1)Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………. που εδρεύει τύποις στον …, πράγματι στον …, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ……….., με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μακρή του Δ.Σ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ με Α.Μ. ……. που παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 Κ.ΠολΔικ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιά την από 19-3-2020 αγωγή του με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………./2020 η οποία συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 9-6-2020. Επειδή όμως δεν εκδόθηκε απόφαση μετά την συζήτηση εισήχθη προς επανασυζήτηση κατά την δικάσιμο της 19-9-2022 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθ. 2703/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………/2024 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………../2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……./2024 έφεση κατά της με αριθμό 2703/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2020 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠΟΛΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 17-8-2023 ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 5-6-2024 (βλ την με αριθμό  ……./2024 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή (άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος στις 12-9-2016 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί για πέντε ημέρες εβδομαδιαίως για οκτώ ώρες εργασίας από τις 9.00-17.00 ως βοηθός διευθυντή ασφαλούς διαχείρισης (assistant designated person ashore και εφεξής assistant DPA) και με καθαρό μηνιαίοι μισθό καταβλητέο στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα ο οποίος για το χρονικό διάστημα από τις 12-9-2016-31-12-2016 συμφωνήθηκε στο ποσό των 4.000 ευρώ από τις 1-1-2017-31-12-2018 στο ποσό των 5.000 ευρώ και από τις 1-1-2019-7-10-2019 οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του στο ποσό των 5.500 ευρώ. Ότι η εναγόμενη κατέβαλε στον τραπεζικό του λογαριασμό μόνο το καθαρό ποσό των 2.000 ευρώ ενώ το υπόλοιπο ποσό των συμφωνημένων αποδοχών του το κατέβαλε σε μετρητά. Ότι παρά την πρόσληψη του με την ειδικότητα του βοηθού DPA, του ανατέθηκαν εξ’ αρχής και ασκούσε όλα τα στην ένδικη αγωγή αναφερόμενα καθήκοντα του διευθυντή ασφαλούς διαχείρισης (designated person ashore) θέση που κατείχε ο δεύτερος εναγόμενος ο οποίος ήταν γενικός διευθυντής, διευθυντής επιχειρήσεων της πρώτης εναγόμενης καθώς επίσης και νόμιμος εκπρόσωπος της. Ότι ο ενάγων τον Σεπτέμβριο του 2019 ανέλαβε και επισήμως την θέση του DPA μετά από σχετικές διαμαρτυρίες του. Ότι τα καθήκοντα του συνίσταντο στην διαχείριση του συστήματος ασφαλούς διαχείρισης το οποίο λειτουργούσε κατά ρητή διαταγή της Διεθνούς Σύμβασης SOLAS και συγκεκριμένα του περιεχόμενου σ’ αυτή Διεθνούς Κώδικα Διαχείρισης για την Ασφαλή Λειτουργία των Πλοίων και της Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος I.S.M Code). Ότι παρά τους συμφωνηθέντες όρους εργασίας του από την αρχή της εργασίας του εργαζόταν για δέκα ώρες ημερησίως και δη από τις 09.00-19.00 και εκτός των παραπάνω καθηκόντων του του επιβλήθηκαν και τα περιγραφόμενα στην ένδικη αγωγή καθήκοντα που δεν ήταν συναφή με την θέση του αλλά ανήκαν σύμφωνα με το εγχειρίδιο ασφαλούς διαχείρισης της εταιρίας είτε στον γενικό διευθυντή είτε στην θέση του Διευθυντή επιχειρήσεων είτε σε εκείνη του Τεχνικού Διευθυντή. Ότι καθ’ όλη την διάρκεια της απασχόλησης του ενημέρωνε πλήρως τον δεύτερο εναγόμενο, ως υπεύθυνο για την τήρηση των κανονισμών ασφαλείας από το πλήρωμα των πλοίων της πρώτης εναγόμενης εταιρίας για όλες τις παραβάσεις που διαπίστωνε σε εκτέλεση των καθηκόντων του, πλην όμως αυτός αδιαφορούσε σχετικά με την τήρηση τους και αρνείτο να επιβάλει την συμμόρφωση του πληρώματος. Ότι ακόμα και οι υποδείξεις και οδηγίες του ενάγοντος προς το πλήρωμα δεν ακολουθούνταν από το πλήρωμα μετά από υπόδειξη του εναγόμενου που έδινε τις τελικές εντολές στο πλήρωμα. Ότι συνεπεία της άρνησης του εναγόμενου σχετικά με την τήρηση των κανονισμών ήταν η εξακολούθηση των παραβάσεων και η επιβολή κυρώσεων στα πλοία της εναγόμενης και στην ίδια την εναγόμενη. Ότι συνεπεία της ανωτέρω συμπεριφοράς του εναγόμενου ήταν συνεχώς εκτεθειμένος στους συναδέλφους του και συνεργάτες του και υπέστη ηθική μείωση. Ότι στις 7-10-2019 και με ευκαιρία της συνάντησης του με τον τεχνικό διευθυντή της πρώτης εταιρίας κ. ………. και τον δεύτερο εναγόμενο στο γραφείο του τελευταίου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί συγκεκριμένη πλημμέλεια που αυτός είχε διαπιστώσει σχετικά με την χρήση μη εξουσιοδοτημένου προγράμματος ηλεκτρονικού συστήματος σε πλοίο της εναγόμενης εταιρίας ζήτησε εξηγήσεις από τον Τεχνικό Διευθυντή για την απόφαση του να προβεί σε απόλυση και αντικατάσταση του Α΄ μηχανικού και υποπλοιάρχου από το πλοίο  I., παρά τις αντίθετες δικές του αξιολογήσεις και παρά την έλλειψη σχετικής αρμοδιότητας του δεύτερου εναγόμενου. Ότι μόλις ανέφερε τα παραπάνω ζητήματα ο δεύτερος εναγόμενος όλως αιφνιδίως σηκώθηκε όρθιος και σε έξαλλη κατάσταση άρχισε να γρονθοκοπεί με μανία το γραφείο του και να του φωνάζει να σταματήσει αμέσως την συζήτηση και να μην αναφέρει ποτέ ξανά τα παραπάνω ζητήματα. Ότι μετά από αυτό το γεγονός ο ενάγων αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το γραφείο του δεύτερου εναγόμενου και να του δηλώσει απερίφραστα ότι η παραπάνω συμπεριφορά του καθιστά την συνέχιση της εργασία του αδύνατη και συνιστά καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Ότι στις 9-10-2019 ο ενάγων έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο του γνωστοποιείτο ότι εφόσον αυτός δεν άλλαξε γνώμη όφειλε να υπογράψει έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης από την εταιρία. Ότι ο ίδιος αυθημερόν της απάντησε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι αυτός δεν αποχωρεί οικειοθελώς από την εναγόμενη εταιρία αλλά αντιθέτως συνεπεία της βίαιης συμπεριφοράς του εναγόμενου αυτός θεωρεί ότι η εναγόμενη εταιρία καταγγέλλει την σύμβαση εργασίας του, ζητώντας την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης και των δεδουλευμένων μισθών του. Ότι η εναγόμενη εταιρία δεν του κατέβαλε την αποζημίωση απόλυσης που δικαιούτο αλλά στις 11-10-2019 του επέδωσε έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης πλην όμως αυτός επέμεινε στην θέση του και ζήτησε την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης του. Ότι η εναγόμενη στις 11-10-2019 κατέβαλε στον ενάγοντα στον τραπεζικό του λογαριασμό μισθοδοσίας τον μισθό Οκτωβρίου 2019, μέρος του δώρου Χριστουγέννων 2019 και αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας αναψυχής, πλην όμως τα ανωτέρω ποσά δεν τα υπολόγισε με τις πραγματικές καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ποσού 5.500 ευρώ αλλά με βάση τις δηλωθείσες στις αρμόδιες αρχές ενώ δεν του κατέβαλλε και την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι αυτός δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγόμενη εταιρία ως εργοδότρια του τα παρακάτω ποσά: α) 12.833,33 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, υπολογιζόμενη με βάση τον συμφωνηθέντα κατά τον χρόνο της καταγγελίας καθαρό μισθό των 5.500 ευρώ, β) 62.676,62 ευρώ ως αμοιβή υπερεργασίας, παράνομης υπερωριακής απασχόλησης και εργασίας την έκτη ημέρα (Σάββατο) κατά παράβαση του συστήματος της πενθήμερης εργασίας για το χρονικό διάστημα από 12-9-2016-7-10-2019, υπολογιζόμενων όλων των επαρκώς εξειδικευμένων στην αγωγή επιμέρους κονδυλίων με βάση τον συμφωνημένο καταβλητέο καθ’ εκάστη χρονική περίοδο καθαρό μισθό (4.000 ευρώ, 5.000, 5.500 ευρώ κατά περίπτωση) γ) 2.190,74 ευρώ ως υπόλοιπο επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, υπολογιζόμενο με βάση τον συμφωνηθέντα καταβλητέο κατά τον χρόνο της καταγγελίας καθαρό μισθό των 5.500 ευρώ και όχι με βάση το ποσό των 2.000 ευρώ που υπολόγισε η εναγόμενη, δ) 32,88 ευρώ ως υπόλοιπο αποζημίωσης μη ληφθείσας άδειας τεσσάρων ημερών έτους 2019, υπολογιζόμενου με βάση τις συμφωνηθείσες καθαρές αποδοχές ποσού 5.500 ευρώ, ε) το ποσό των 25.848 ευρώ για αμοιβή πρόσθετης εργασίας του παραπάνω επίδικου χρονικού διαστήματος υπολογιζόμενο με βάση τον ελάχιστο ειθισμένο για κάθε επικαλούμενη ειδικότητα μισθό, τον οποίο προσδιορίζει στο ποσό των 6.000 ευρώ και λαμβάνοντας υπόψη την παροχή πρόσθετης εργασίας τριών ωρών εντός του ωραρίου εργασίας του κάθε ημέρα απασχόλησης του όπως τις ημέρες αυτές τις εκθέτει στην αγωγή του. Ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον οφείλουν να του καταβάλλουν το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση συνεπεία της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας του που τ ου προκάλεσε η συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου που συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων ζητεί α) να αναγνωριστεί ότι υπέστη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του εξομοιούμενη με καταγγελία αυτής εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό που έγινε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο στην δικάσιμο της 9-6-2020 καταχωρήθηκε στα πρακτικά και το επανέλαβε στις προτάσεις του κατ’ άρθρο 224 εδ. β ΚΠΟΛΔ, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 19.503,62 ευρώ αναλυόμενο ως εξής: α) 2.000 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, β) 5.088 ευρώ ως αμοιβή υπερεργασίας, παράνομης υπερωριακής απασχόλησης και εργασίας την έκτη ημέρα (Σάββατο), κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας του χρονικού διαστήματος από 12-9-2016-31-12-2016,γ) το ποσό των 2.190,74 ευρώ ως υπόλοιπο επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, δ) 32,88 ευρώ ως υπόλοιπο αποζημίωσης μη ληφθείσης άδειας έτους 2.019,ε) 6.192 ευρώ ως αμοιβή για πρόσθετη εργασία παρασχεθείσα από 1-1-2019-6-10-2019, επιπλέον να υποχρεωθούν οι αμφότεροι οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 4.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εναγόμενη να του καταβάλλει το ποσό των 94.077,95 ευρώ αναλυόμενο ως εξής: α) 10.833,33 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, β) 21.102,40 ευρώ ως αμοιβή υπερεργασίας, παράνομης υπερωρίας και εργασίας την έκτη ημέρα (Σάββατο), κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας του χρονικού διαστήματος από 1-1-2017-31-12-2017, γ) 21.102,40 ευρώ ως αμοιβή υπερεργασίας, παράνομης υπερωρίας και εργασίας την έκτη ημέρα (Σάββατο), κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας του χρονικού διαστήματος από 1-1-2018-31-12-2018, δ) 15.383,82 ευρώ ως αμοιβή υπερεργασίας, παράνομης υπερωριακής απασχόλησης και εργασίας την έκτη ημέρα (Σάββατο) κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας του χρονικού διαστήματος από 1-1-2019-7-10-2019, ε) 2.844 ευρώ για αμοιβή για πρόσθετη εργασία παρασχεθείσα από 12-9-2016-31-12-2016, στ) 8.388 ευρώ για αμοιβή για πρόσθετη εργασία παρασχεθείσα από 1-1-2017-31-12-2017, ζ) 8.424 ευρώ για αμοιβή για πρόσθετη εργασία παρασχεθείσα από 1-1-2018-31-12-2018, καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται αμφότεροι οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 6.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Όλα τα ως άνω ποσά ο ενάγων τα ζητεί με τον νόμιμο τόκο για την μεν αποζημίωση απόλυσης από την επόμενη της απόλυσης (8-10-2019), για τις λοιπές εργατικές απαιτήσεις από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επόμενη επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρη εξόφληση και για το αιτούμενο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρη εξόφληση. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών την έκρινε ορισμένη και εν μέρει νόμιμη, την απέρριψε ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ως νόμω αβάσιμη και την έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη για την πρώτη εναγόμενη υποχρεώνοντας αυτήν να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.190,74 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την 1-1-2020 και μέχρι πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω με την με αριθμ. Εκθ. καταθ. …………/2024 έφεση του παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι να γίνει δεκτή εν όλω η αγωγή του.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 653, 656, 349, 351, 57, 200, 288 ΑΚ, 1, 3, 7 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν ο εργοδότης χωρίς δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση δικαιώματος μεταβάλλει μονομερώς τους όρους τη συμβάσεως με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή έμμεσα ζημία στο μισθωτό. Η μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως από τον εργοδότη δεν επιφέρει μεν κάθε αυτή τη λύση της, μπορεί όμως ο εργαζόμενος να θεωρήσει αυτήν ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως, να αποχωρήσει από την εργασία του και να απαιτήσει την πληρωμή της νόμιμης κατ` άρθρο 3 του ν. 2112/1920 αποζημιώσεως, ενώ, επιπλέον, εάν η μεταβολή συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου δικαιούται αυτός, κατά τα άρθρα 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, να απαιτήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή όχι μόνο όταν προκαλεί υλική ζημία αλλά και ηθική. Από τη γενική υποχρέωση προνοίας πηγάζει, μεταξύ άλλων, και η υποχρέωση του εργοδότη να σέβεται την προσωπικότητα του εργαζομένου. Ενόψει δε του κατ` εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα, υφίσταται ο εργαζόμενος ηθική ζημία από τυχόν βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητας του συμπεριφορά του εργοδότη ή του προσώπου που αντιπροσωπεύει αυτόν στη διεύθυνση της επιχειρήσεως του, έστω και αν η συμπεριφορά αυτή δεν πηγάζει από δόλια προαίρεση του εργοδότη για βλαπτική μεταβολή ή για εξαναγκασμό του εργαζομένου σε αποχώρηση από την εργασία. Αρκεί ότι αυτή η συμπεριφορά δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε καλοπίστως και αντικειμενικώς να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργαζομένου για παροχή της εργασίας του, με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας ή να επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του, ώστε η περαιτέρω συνέχιση της εργασίας του στο χώρο της επιχειρήσεως του εργοδότη να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής (Ολ. ΑΠ 13/1987, ΑΠ 1322/2020,ΑΠ 258/2019,ΑΠ 1839/2008,Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 του ΑΚ προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο μέσα στο νόμιμο ωράριο πρόσθετης, διαρκούς φύσης, εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν είναι συναφής με την εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και παρέχεται συνήθως με μισθό, χωρίς όμως να έχει συμφωνηθεί ο καταβλητέος πρόσθετος μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του, ούτε να έχει συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει για την πρόσθετη αυτή εργασία τον ειθισμένο μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται συνήθως για την ίδια εργασία σε άλλους εργαζόμενους, με τα ίδια προσόντα και απασχολουμένους υπό τις ίδιες συνθήκες. Ως συναφείς (ή παρεμφερείς) εργασίες, για τις οποίες δεν παρέχεται σχετική αξίωση, θεωρούνται οι εργασίες εκείνες, οι οποίες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οφειλόμενη από τη σύμβαση κύρια εργασία, ως εργασίες προπαρασκευαστικές, συμπληρωματικές ή παρακολουθηματικές της κύριας απασχόλησης και δεν αλλοιώνουν ουσιαστικά το χαρακτήρα της τελευταίας. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή διακρίνεται σαφώς των επιδομάτων που καταβάλλονται και αυτά, πέραν του βασικού μισθού, ως αντάλλαγμα της κύριας εργασίας, είτε σε σχέση με τη προσωπική κατάσταση του μισθωτού (πχ. οικογενειακά επιδόματα, επίδομα σπουδών), είτε σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση αυτού (πχ. επίδομα τριετιών ή πολυετίας, επίδομα θέσης), είτε σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας (πχ. επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, επίδομα επικίνδυνης εργασίας, επίδομα διαχειριστικών λαθών κλπ). Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης παροχής, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τα άρθρα 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που προσέδωσαν σε αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ο νόμος, αξιολογεί τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και, εφόσον στη συνέχεια ήθελαν προκύψει και από την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη παροχή αυτή (γενικώς ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 18/2006, σχετ. ΑΠ 614/1991).

Με τη διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ την 29-10-1919 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.2269/1920, ορίζεται ότι στις οιουδήποτε είδους βιομηχανικές εργασίες, δημόσιες ή ιδιωτικές, καθώς και στα παραρτήματά τους, με εξαίρεση εκείνες στις οποίες απασχολούνται μέλη μόνον μιας και της αυτής οικογενείας, η διάρκεια της εργασίας του προσωπικού δεν δύναται να υπερβαίνει τις 8 ώρες την ημέρα και τις 48 ώρες την εβδομάδα, εκτός από τις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στις οποίες πρόκειται για πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέση εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, ως προς τα οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της διεθνούς σύμβασης για τα χρονικά όρια εργασίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως πρόσωπα που κατέχουν τέτοιες θέσεις θεωρούνται εκείνοι οι εργαζόμενοι, στους οποίους, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή απολαμβάνουν την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη του εργοδότη, ανατίθενται διευθυντικά καθήκοντα στην επιχείρηση ή σε κάποιον τομέα αυτής, έτσι, ώστε να επηρεάζουν έντονα τη λειτουργία και την εξέλιξή της και να ξεχωρίζουν εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, επί των οποίων ασκούν εποπτεία. Στα πρόσωπα αυτά εκχωρούνται σε μεγάλη έκταση δικαιώματα του εργοδότη, ενδείξεις δε για τον χαρακτηρισμό του υπαλλήλου ως διευθύνοντος συνιστούν ο μισθός, ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές, η δυνατότητα πρόσληψης ή απόλυσης προσωπικού και γενικότερα η άσκηση εργοδοτικών δικαιωμάτων επ` αυτού, η ευθύνη εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας επί του προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών έναντι τρίτων για τυχόν παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, η ανεξαρτησία τους αναφορικά με το χρόνο εργασίας τους και τα χρονικά πλαίσια εντός των οποίων παρέχουν αυτή, η παραχώρηση εξουσίας εκπροσώπησης του εργοδότη προς τρίτους και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη των στόχων, στους οποίους αποβλέπει ο εργοδότης. Για το χαρακτηρισμό κάποιου μισθωτού ως “διευθύνοντος υπαλλήλου” δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω περιστάσεις, αφού η έννοια αυτή, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθύνοντος, αποδίδεται σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της συναλλακτικής εμπειρίας, εξαρτώμενη από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, καθώς και την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, απέναντι τόσο στον εργοδότη όσο και στους λοιπούς εργαζομένους. Εφ` όσον, λοιπόν, κάποιος μισθωτός μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως “διευθύνων υπάλληλος”, τότε, αν και αυτός εξακολουθεί να παρέχει εξαρτημένη εργασία, εξαιρείται από την προστασία των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας (μόνο αυτό προβλέπει ρητώς η ως άνω διεθνής σύμβαση της Ουάσιγκτον) και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, για την εβδομαδιαία ανάπαυση και για τις αποζημιώσεις ή προσαυξήσεις σε περίπτωση υπερεργασιακής ή υπερωριακής απασχόλησης ή εργασίας κατά τη νύκτα ή τις Κυριακές και τις εξαιρετέες ημέρες, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση των διευθυνόντων υπαλλήλων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν με τη σύμβασή τους (ΑΠ 935/2017, ΑΠ 478/2014, ΑΠ 1467/2012, ΑΠ 978/2009, ΑΠ 1047/2007, ΑΠ 747/2007, ΑΠ 583/2007). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι στην εργασιακή σύμβαση του Διευθύνοντος υπαλλήλου συνυπάρχει και το στοιχείο της εξάρτησης του μισθωτού από τον εργοδότη του, δεν αναιρεί την έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, εξ αιτίας των διευθυντικών του δικαιωμάτων, της αυξημένης πρωτοβουλίας που διαθέτει και της υψηλής θέσης του στην υπαλληλική ιεραρχία (ΑΠ 869/2018). Ο ιδιαιτέρως υψηλός μισθός είναι αποφασιστικής σημασίας στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μισθωτού ως διευθύνοντος υπαλλήλου. Ο μισθός αυτός θα πρέπει να υπερβαίνει σημαντικά, τόσο τα εκάστοτε ελάχιστα όρια μισθών των ιδιωτικών υπαλλήλων της κατηγορίας του, όσο και τον μισθό που ο εργοδότης καταβάλλει στους υπόλοιπους εργαζομένους της επιχείρησης του. Το ανωτέρω στοιχείο απορρέει από την ιδιαίτερη ευθύνη, την οποία υπέχουν οι διευθύνοντες υπάλληλοι, λόγω της καίριας θέσης τους στην επιχείρηση, καθώς και από τη δυνατότητα λήψης σημαντικών αποφάσεων στην εκτέλεση των προγραμμάτων, ικανών να επηρεάσουν την πορεία της επιχείρησης και αποφάσεων που αφορούν μέτρα για το προσωπικό, την ομαλή διεξαγωγή της εργασίας και έλεγχο της τήρησής τους (ΑΠ 336/2018, ΑΠ 802/2014, ΑΠ 1388/2019 όπου και το σύνολο των αμέσως προηγούμενων παραπομπών, εκτός δε αυτής βλ. ΕφΘεσ 1983/2018, ΕφΘεσ 107/2011, ΕφΑΘ 338/2011, ΕφΘεσ 1085/2008 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου κρίθηκε ότι η συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου ως νόμιμου εκπρόσωπου της πρώτης εναγόμενης  προς τον ενάγοντα δεν συνιστά προσβλητική και μειωτική της τιμής του συμπεριφορά και ως εκ τούτου η αξίωση του να αναγνωριστεί ότι υπέστην βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του εξομοιούμενη με καταγγελία αυτής, όπως επίσης της αποζημίωσης του λόγω της απόλυσης του συνεπεία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εξαιτίας της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής της σύμβασης εργασίας του με την πρώτη εναγόμενη, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς επίσης απορρίφθηκε με την ίδια αιτιολογία η υποχρέωση τους προς αποζημίωση του από τους εναγόμενους λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσωπικότητα του συνεπεία του βίαιου περιστατικού που συνέβη στις 7-10-2019 στο γραφείο του δεύτερου εναγόμενου.

Ειδικότερα ο ενάγων στην σελίδα 6 της ένδικης αγωγής του αναφέρει τα εξής: Συνολικά η τήρηση των κανονισμών για την οποία κατέβαλα επίπονη προσπάθεια αντιμετωπιζόταν από τον κ. ……….. ως δευτερεύον ζήτημα, ενώ παράλληλα τα παράπονα μου για τη μη συμμόρφωση του πληρώματος με τις υποδείξεις μου έπεφταν εξίσου στο κενό. Επιπλέον, κάθε υπόδειξη μου προς το πλήρωμα ακυρωνόταν μέσω της παρέμβαση του κ. …………., με αποτέλεσμα την ηθική μου μείωση και την έκθεση μου στα μάτια των συναδέλφων και των συνεργατών της εναγόμενης, εντάθηκαν μέσα στο έτος 2019, με τον δεύτερο εναγόμενο να μην ανταποκρίνεται σε καμιά από τις ενημερώσεις μου και να αγνοεί πλήρως τις αναφορές των επιθεωρήσεων και τις αξιολογήσεις του πληρώματος, το δε πλήρωμα να μην συμμορφώνεται στις υποδείξεις μου και να προβαίνει συνεχώς σε βαρύτατες παραβάσεις των κανονισμών, ενεργώντας κατ’ εντολή του δεύτερου εναγόμενου. Αποτέλεσμα δε της προπεριγραφείσας ηθικής μου μείωσης αποτέλεσε ένα περιστατικό το οποίο συνέβη στις αρχές Οκτωβρίου 2019 και αποτέλεσε κατ’ ουσίαν καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την εναγόμενη. Ως προς τα ανωτέρω λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του και την περιγραφόμενη στην αγωγή διαχρονική και μειωτική για τον ίδιο συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου η οποία συνίσταται στην διαρκή του αδιαφορία ως προς την τέλεση των Κανονισμών Ασφαλείας στην οποία επέμενε ο ενάγων στο πλαίσιο της προσήκουσας εκτέλεσης των καθηκόντων του και αφετέρου στις υποδείξεις του δεύτερου εναγόμενου προς το πλήρωμα να μην ακολουθήσουν τις οδηγίες αυτού. Όμως από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής και ειδικότερα στην σελίδα έξι αυτής στην οποία επιχειρείται να αιτιολογηθεί η καταγγελία της σύμβασης του από την εναγόμενη δεν αναγράφεται κανένα πραγματικό περιστατικό σύμφωνα με το οποίο να εξειδικεύεται η μειωτική προς τον ενάγοντα συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, καθώς επίσης και η μη συμμόρφωση των μελών του πληρώματος συνεπεία των υποδείξεων του δεύτερου εναγόμενου. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν ο υπεύθυνος για την τήρηση των κανονισμών ασφαλείας και αυτός που έδινε τις τελικές εντολές στο πλήρωμα, (βλ. στην σελίδα 7 της ένδικης αγωγής στην οποία ο ενάγων συνομολογεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν ο κατεξοχήν υπεύθυνος για την τήρηση των κανονισμών ασφαλείας από το πλήρωμα) ενεργώντας την απορρέουσα από το διευθυντικό δικαίωμα της πρώτης εναγόμενης εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης. Συνεπώς καθόσον δεν αναγράφονται συγκεκριμένα περιστατικά που να θεμελιώνουν κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος του δεύτερου εναγόμενου ούτε άλλωστε εξειδικεύεται ότι η υπόδειξη προς το πλήρωμα να μην υπακούει στις οδηγίες του ενάγοντα αποκλειστικά για λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας προς αυτόν και όχι επειδή η επιλογή αυτή εξυπηρετούσε την εύρυθμη λειτουργία της εταιρίας, δεν θεμελιώνει μονομερή μεταβολή που γίνεται καθ’ υπέρβαση της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος τους ενάγοντος. Περαιτέρω ως προς το γεγονός της 7-10-2019 σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων στηρίζει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την πλευρά της πρώτης εναγόμενης και δη το ότι ο δεύτερος εναγόμενος την παραπάνω ημερομηνία σε έξαλλη κατάσταση άρχισε παρουσία του ίδιου και του τεχνικού διευθυντή της εταιρίας κ. ……….. μετά από διάλογο που είχαν στο γραφείο της εταιρίας της πρώτης εναγόμενης σχετικά με το θέμα της απόλυσης του πρώτου μηχανικού από το πλοίο I. και της πρόσληψης εκ νέου του πρώτου μηχανικού για τον οποίο ο ενάγων είχε εκφράσει γραπτά και προφορικά συστάσεις για την μη συμμόρφωση του με τους κανονισμούς θέτοντας το ανωτέρω πλοίο σε ρίσκο στην  Αμερική, αυτός άρχισε να κτυπά το χέρι του στο γραφείο σε έξαλλη κατάσταση και να του φωνάζει να σταματήσει αμέσως την συζήτηση από μόνο του δεν αρκεί να αποτελέσει γεγονός που δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του εργοδότη διότι δεν συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά σύμφωνα με τα οποία ο δεύτερος εναγόμενος προσέβαλλε την επαγγελματική τιμή και υπόληψη του ενάγοντος κατά κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης και ως γενικός διευθυντής αυτής είχε την διεύθυνση και διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας. Σε κάθε δε περίπτωση τα θέματα τα οποία συζητούνταν στο περιστατικό που εκθέτει ο ενάγων στις 7-10-2019 σχετίζεται με θέματα στα οποία αποφάσιζε κυριαρχικά ο δεύτερος εναγόμενος (πρόσληψη και απόλυση προσωπικού) ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας. Συνεπώς η παραπάνω περιγραφείσα συμπεριφορά  του πρώτου εναγόμενου δεν συνιστά βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητας του ενάγοντος συμπεριφορά, καθόσον το ανωτέρω περιστατικό όπως αυτό αξιολογείται από το Δικαστήριο δεν δημιούργησε στον ενάγοντα τέτοιες συνθήκες ώστε καλόπιστα και κατ’ αντικειμενική κρίση να μην είναι δυνατή η εργασία του ενάγοντος στην πρώτη εναγόμενη, ούτε άλλωστε ο ενάγων από την ανωτέρω συμπεριφορά  του εργοδότη του κατέστη αδύνατο να εργάζεται στην πρώτη εναγόμενη της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος δεδομένου ότι ανάλογου περιεχομένου εντάσεις είναι δυνατόν να υπάρξουν σε επιχειρήσεις σε συνεδριάσεις στελεχών τους πλην όμως δεν δύνανται από μόνες του χωρίς να συνδυαστούν και από άλλα περιστατικά μειωτικά της επαγγελματικής τιμής και υπόληψης του εργαζόμενου να δικαιολογήσουν καταγγελία της σύμβασης εργασίας του κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη διότι δεν δημιουργούν αυτές καθ’ αυτές συνθήκες αδυναμίας παροχής εργασίας. Μετά ταύτα ο παραπάνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο στην δικάσιμο της 9-6-2020, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, την με αριθμό ………../5-2-2020 ένορκη βεβαίωση ενός μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ………. που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων οι οποίοι παραστάθηκαν κατά την λήψη της με πληρεξούσιο δικηγόρο, τις με αριθμό …….., ………/12-6-2020 ένορκες βεβαιώσεις δύο μαρτύρων που λήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς . ……….., με επιμέλεια των εναγόμενων κατόπιν κλήτευσης του ενάγοντος με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που έλαβε χώρα κατά την συζήτηση της υπόθεσης στην δικάσιμο της 9-6-2020, καθόσον προσκομίζονται προς αντίκρουση προταθέντων ισχυρισμών(άρθρο 422 παρ.3 ΚΠΟΛΔ), είναι έγκυρες απορριπτόμενου του ισχυρισμού του ενάγοντος διότι δε κάθε μία εξ’ αυτών αναγράφεται το επάγγελμα εκάστου μάρτυρα και δη ιδιωτικός υπάλληλος σε κάθε δε περίπτωση ο ενάγων δεν  επικαλείται ότι υπέστη από την μαρτυρική τους κατάθεση δικονομική βλάβη και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι ναυτιλιακή εταιρία που συστάθηκε με άδεια της κρατικής αρχής του Παναμά και έχει άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα και δη στον Πειραιά στην οδό …………. Δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών ναυλομεσιτών και στην αντιπροσωπεία ή μεσιτεία πώλησης σκαφών για την μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων, γι’ αυτό και υποχρεούται να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς για την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος και να τηρεί Σύστημα Ασφαλούς Διαχείρισης (SMS) της εταιρίας και των πλοίων που αυτή διαχειρίζεται. Πιο συγκεκριμένα το σύστημα Ασφαλούς Διαχείρισης που πρέπει να αποτυπώνεται εγγράφως διασφαλίζει την ασφάλεια και υγεία των εργαζόμενων της, την προστασία του περιβάλλοντος και της ιδιοκτησίας και αποτελεί βασική απαίτηση του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων (International Safety Management Code) (στο εξής ISM), ώστε η εταιρία και τα πλοία της να ανταπεξέλθουν και να συμμορφωθούν με τους στόχους και κανονισμούς που έχει θέσει ο συγκεκριμένος Κώδικας (ISM Code) και οι κανονισμού και οι οδηγίες διάφορων οργανισμών (νηογνώμων). Συνδετικός κρίκος μεταξύ των γραφείων της εταιρίας στην ξηρά και του πληρώματος των πλοίων της για την εφαρμογή του Συστήματος Ασφαλούς Διαχείρισης είναι συγκεκριμένο πρόσωπο που έχει οριστεί από την εταιρία ως Designated Person Ashore (εφ’ εξής DPA). Λόγω της σπουδαιότητας των καθηκόντων του DPA και εξαιτίας του υψηλού βαθμού ευθύνης του τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις για τα προσόντα και την εκπαίδευση που απαιτείται για να εκτελέσει κάποιος τα παραπάνω καθήκοντα. Στο πλαίσιο εκπλήρωσης της παραπάνω υποχρέωσης της στις 12-9-2016 η πρώτη εναγόμενη προσέλαβε τον ενάγοντα που είναι πλοίαρχος και γνώστης του παραπάνω αντικειμένου καθώς έχει πιστοποιηθεί ως Επιθεωρητής του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων (International Safety Management Code) (στο εξής ISM), τμήμα ΙΧ της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια στη Θάλασσα(SOLAS), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ειδικότητα του βοηθού Διευθυντή Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων (assistant Designated Person Ashore (εφ’ εξής DPA). Την θέση του Διευθυντή Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων (Designated Person Ashore εφ’ εξής DPA) κατείχε τυπικά ο δεύτερος εναγόμενος νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης ο οποίος ήταν και παράλληλα γενικός διευθυντής και διευθυντής επιχειρήσεων αυτής. Όμως λόγω της εξειδίκευσης, της επαγγελματικής επάρκειας και της εμπειρίας του ενάγοντος στον τομέα της ασφαλούς διαχείρισης στα οποία υστερούσε ο δεύτερος εναγόμενος η εναγόμενη εταιρία του ανέθεσε εξαρχής όλα τα καθήκοντα του DPA, θέση που αναγνωρίστηκε ότι κατέχει και επισήμως τον Σεπτέμβριο του 2019. Συνεπεία των ανωτέρω συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος να ανέρχονται κατά την πρόσληψη του στο ιδιαίτερα υψηλό ποσό για την περίοδο εκείνη, λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληττε την χώρα στο καθαρό ποσό των 4.000 ευρώ, καταβαλλόμενο στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα κατά το ήμισυ στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος κατά το υπόλοιπο ποσό καθαρά σε μετρητά. Τα καθήκοντα του ενάγοντος συνίστατο στην διαχείριση του συστήματος ασφαλούς διαχείρισης (Safety Management System), της εταιρίας το οποίο λειτουργούσε κατά ρητή επιταγή της διεθνούς Σύμβασης (SOLAR) και συγκεκριμένα του περιεχόμενου σε αυτή Διεθνούς Κώδικα Διαχείρισης για την ασφαλή διαχείριση πλοίων και την Προστασία του Θαλασσίου Περιβάλλοντος (ISM.Code). Ειδικότερα τα καθήκοντα αυτά περιλάμβαναν την δημιουργία, επίβλεψη και διανομή του εγχειρίδιου Ασφαλούς Διαχείρισης (SMS Manual), την επίβλεψη και επιβεβαίωση της σωστής εφαρμογής του Συστήματος Ασφαλούς Διαχείρισης της εταιρίας, με την επιβεβαίωση της τήρησης των τιθεμένων από τον Κώδικα διαδικασιών για την αντιμετώπιση σφαλμάτων και ελλείψεων, την εκτέλεση επιθεωρήσεων (audits), στα πλοία και την σύνταξη αναφορών για ενδεχόμενες παραβιάσεις του Κώδικα, την συμβολή και αξιολόγηση των πόρων που παρέχει η εταιρία για την ασφάλεια και προστασία του περιβάλλοντος και την υποβολή των πλέον ενδεδειγμένων λύσεων και προτάσεων  ως προς το ζήτημα αυτό, την παρακολούθηση της διεθνούς νομοθεσίας, καθώς επίσης και την επικοινωνία και αλληλογραφία με τα πλοία. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω συνάγεται ότι βασικό καθήκον του ενάγοντος ήταν η παρακολούθηση των προβλεπόμενων διαδικασιών και η διαπίστωση της συμμόρφωσης της εταιρίας σε κανονισμούς που αφορούν την ασφάλεια και το περιβάλλον, ο έλεγχος συμμόρφωσης της εταιρίας και των πλοίων σύμφωνα με το εγχειρίδιο ασφαλούς διαχείρισης και η υπόδειξη των πλέον ενδεδειγμένων μέτρων και λύσεων σύμφωνα με το παραπάνω εγχειρίδιο. Άλλα μη συναφή με την θέση του πρόσθετα καθήκοντα τα οποία κατά το εγχειρίδιο ασφαλούς διαχείρισης της εταιρίας ανήκαν σε άλλες ειδικότητες δεν αποδείχτηκε ότι είχαν ανατεθεί στον ενάγοντα κατ’ εντολή της πρώτης εναγόμενης ή οιανδήποτε αρμοδίου οργάνου της. Αποκλειστικός υπεύθυνος για την εφαρμογή του συστήματος της ασφαλούς διαχείρισης της εταιρίας και την εκτέλεση όλων των προτεινόμενων εκ μέρους του ενάγοντος προτάσεων και λύσεων καθώς και πρόσωπο στο οποίο ο ενάγων ανέφερε τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις του και τις προτεινόμενες λύσεις ήταν ο δεύτερος εναγόμενος με την ιδιότητα του ως γενικού διευθυντή της πρώτης εναγόμενης. Επομένως ο ενάγων είχε ιδιαίτερη θέση ευθύνης και εμπιστοσύνης στην πρώτη εναγόμενη διότι ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της εταιρίας και των πλοίων της και ως αρμόδιο πρόσωπο με το οποίο θα επικοινωνούσαν οι ναυτικοί εν πλω τόσο κατά τις εργάσιμες όσο και κατά τις μη εργάσιμες ώρες για οιανδήποτε ζήτημα ανέκυπτε στον τομέα αρμοδιότητας του κυρίως σε περίπτωση ατυχήματος, εκδήλωση πυρκαγιάς, προσάραξης, καθώς και σε οποιοδήποτε περιστατικό ρύπανσης. Επιπρόσθετα αυτός έλεγχε και επόπτευε τους αξιωματικούς και το πλήρωμα των πλοίων τους οποίους αξιολογούσε ως προς το κρίσιμο ζήτημα της τήρησης των προβλεπόμενων διαδικασιών ασφαλούς διαχείρισης και αντιμετώπισης σφαλμάτων και ελλείψεων δίνοντας οδηγίες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε σχέση με τα παραπάνω. Δεν είχε αποφασιστική αρμοδιότητα σε θέματα ναυτολογήσεων και απολύσεων των αξιωματικών και του πληρώματος των πλοίων με την έννοια της σύναψης των συμβάσεων ή της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας, διότι οι σχετικές εισηγήσεις του απαιτούσαν για να ενεργοποιηθούν την έγκριση μόνο του γενικού διευθυντή και δεύτερου εναγόμενου. Ο δεύτερος εναγόμενος ως γενικός διευθυντής είχε την γενική εποπτεία  και την τελική ευθύνη της εφαρμογής του συστήματος ασφαλούς διαχείρισης και με τις προτάσεις του ως προς τις ενδεδειγμένες λύσεις για την αντιμετώπιση των παρεμβάσεων επηρέαζε καταλυτικά τις αποφάσεις της εναγόμενης εταιρίας κυρίως δε του δεύτερου εναγόμενου ως γενικού διευθυντή επιχειρήσεων καθώς και του τεχνικού διευθυντή.  Η ευθύνη του ήταν αυξημένη διότι αυτός υπείχε ευθύνη έναντι της σημαίας των πλοίων σε περίπτωση που καθ’ υπόδειξη του ή κατά παράλειψη παροχής των ενδεδειγμένων υποδείξεων του το πλοίο εμπλεκόταν στα παραπάνω περιστατικά που μπορούσαν ανάλογα την βαρύτητα του παραπτώματος να επισύρουν την ποινική του ευθύνη. Επιπρόσθετα είχε κύρος έναντι των συναδέλφων του κυρίως λόγω των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί ήταν κατ’ ουσίαν ο DPA  της εταιρίας. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν παράλληλα γενικός διευθυντής και διευθυντής επιχειρήσεων αυτής και επομένως είχε τον τελικό λόγο σε κάθε απόφαση που αφορά την επιχειρηματική πορεία και την λειτουργία της εταιρίας το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τον υψηλό βαθμό ευθύνης του ενάγοντος στον τομέα της ασφαλούς διαχείρισης. Ο ενάγων αναφερόταν και λογοδοτούσε μόνο στον γενικό διευθυντή της πρώτης εναγόμενης εταιρίας και ειδικότερα στον δεύτερο εναγόμενο με τον οποίο συνεργαζόταν  άμεσα και οι αποφάσεις του επηρεάζονταν σημαντικά από τις αναφορές, τις εισηγήσεις και τις προτάσεις του ενάγοντος στον κρίσιμο τομέα της ασφαλούς διαχείρισης. Ο ενάγων σχετικά με το ωράριο του δεν ελεγχόταν ως προς την ώρα προσέλευσης του και αποχώρησης του καθόσον αυτός έπρεπε να κινείται ελεύθερα ανάλογα με τις εκάστοτε εργασίες του και τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις οι οποίες αναλύθηκαν ανωτέρω δεδομένου ότι αυτός έπρεπε να μεταβαίνει κατά διαστήματα και στα πλοία της εναγόμενης για την διενέργεια επιθεωρήσεων, άλλωστε δε στην από 22-10-2019 εξώδικο απάντηση πρόσκληση και διαμαρτυρία του δικαστικού επιμελητή . ……. αναφέρεται στο ύψος του μηνιαίου μισθού του που ανήρχετο τον Οκτώβριο του 2019 στο καθαρό ποσό των 5.500 ευρώ, ενώ απουσιάζει οιανδήποτε νήξη σχετικά με την υπέρβαση των χρονικών ορίων της εργασίας του, όπως επίσης οιανδήποτε αξίωση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών του. Ως προς το θέμα του μηνιαίου μισθού του αυτός ήταν ιδιαίτερα υψηλός ανερχόμενος το έτος πρόσληψης του το 2016 στο καθαρό ποσό των 4.000 ευρώ και στην συνέχει κατόπιν διαδοχικών αυξήσεων ανήλθε στο ποσό των 5.500 ευρώ καθαρά, ενώ ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που λάμβανε ο άλλος εργαζόμενος σε διευθυντική θέση τεχνικός διευθυντής της ………. του οποίου οι καθαρές αποδοχές ήταν μικρότερες του ενάγοντος. Με βάση τα παραπάνω και εξαιτίας των προαναφερόμενων αρμοδιοτήτων του ο ενάγων ήταν επικεφαλής ενός πολύ σημαντικού τμήματος της εναγόμενης και δη του τμήματος ασφαλούς διαχείρισης ISM, το οποίο του εμπιστεύτηκε η εναγόμενη εταιρία λόγω της τυπικών και ουσιαστικών του προσόντων και της εμπειρία του. Ήταν το πρόσωπο που ουσιαστικά είχε αναλάβει και καθόριζε την εφαρμογή του συστήματος ασφαλούς διαχείρισης που απαιτούσε την τυπική έγκριση του πρώτου εναγόμενου ως γενικού διευθυντή ο οποίος είχε ανάλογη γνώση και εμπειρία στο σχετικό αντικείμενο. Επομένως ο ενάγων κατείχε θέση εμπιστευτική αναφερόταν μόνο στον γενικό διευθυντή και δεύτερο εναγόμενο από τον οποίο λάμβανε γενικές οδηγίες και ο οποίος ενέκρινε τις τελικές του εισηγήσεις πλην όμως ο ενάγων διατηρούσε την ανεξαρτησία του και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών στον τομέα του και ο ρόλος του ως προς τις ενδεδειγμένες λύσεις επηρέαζε  καταλυτικά τις αποφάσεις της εταιρίας και ειδικότερα του δεύτερου εναγόμενου ο οποίος με τις ανωτέρω ιδιότητες του και του τεχνικού διευθυντή. Διακρινόταν λόγω των αυξημένων του καθηκόντων, της υψηλής του θέσης στην υπαλληλική ιεραρχία και των υψηλών του αποδοχών του έναντι των άλλων υπαλλήλων, απολάμβανε της αυξημένης εμπιστοσύνης και της ανάλογης οικονομικής μεταχείρισης από την πρώτη εναγόμενη, λαμβάνοντας μεγαλύτερες αποδοχές και από άλλα διευθυντικά στελέχη και έχοντας συμμετοχή στον καθορισμό του νευραλγικού τομέα της ασφαλούς διαχείρισης της εταιρίας και των πλοίων της εταιρίας. Συνεπώς σύμφωνα με τα ανωτέρω καθήκοντα και αρμοδιότητες του ενάγοντος και λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του είχε αυξημένη ευθύνη στον τομέα του και καθόριζε ο ίδιος τον χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας του σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα υψηλές μηνιαίες αποδοχές του συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση ότι ο ενάγων συγκέντρωνε στο πρόσωπο του πολλές από τις κρίσιμες για την καλή λειτουργία της εταιρίας αρμοδιότητες και λόγω της φύσης και του είδους των υπηρεσιών που παρείχε στην πρώτη εναγόμενη διακρινόταν από τους λοιπού υπαλλήλους της, κατείχε θέση εποπτείας, διοίκησης, διεύθυνσης και εμπιστοσύνης με την έννοια του άρθρου 2 της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας της Ουάσινγκτον περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις και κυρώθηκε με τον νόμο 2269/1920, διατελών διευθύνων και όχι απλός υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης. Συνεπώς ο ενάγων υπάγεται στην εξαίρεση από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας ως προς τα όρια εργασίας και την εβδομαδιαία ανάπαυση. Ακόμη αποδείχτηκε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με την πρώτη εναγόμενη λύθηκε στις 7-10-2019 συνεπεία του προπεριγραφόμενου ανωτέρω περιστατικού που συνέβη στο γραφείο του δεύτερου εναγόμενου οπότε κατά την μεταξύ τους και με την παρουσία του τεχνικού διευθυντή της εναγόμενης εταιρίας κ. ……. συνεπεία της επιμονής του ενάγοντος να ζητεί εξηγήσεις για τον λόγο που απολύθηκε ο πρώτος μηχανικός του πλοίου I. και προσλήφθηκε άλλος μηχανικός για τον οποίο ο ενάγων είχε εκφράσει την δυσαρέσκεια του για την μη συμμόρφωση του στους κανονισμούς ο δεύτερος εναγόμενος δυσαρεστημένος από την στάση του ενάγοντος και δεδομένου ότι το παραπάνω ζήτημα που έθιγε εκείνος ανήκε στην δική του αρμοδιότητα του κτύπησε το χέρι στο τραπέζι και σε έντονο ύφος του ζήτησε να σταματήσει αμέσως την συζήτηση και να μην αναφέρει ξανά το παραπάνω ζήτημα. Το περιστατικό αυτό ο ενάγων δήλωσε ότι θεωρεί ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης που συνιστά καταγγελία αυτής και έκτοτε έπαυσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγόμενη ζητώντας αποζημίωση απόλυσης. Η πρώτη εναγόμενη αρνήθηκε τα παραπάνω και λόγω της μη επανόδου του ενάγοντος στην εργασία του ανήγγειλε την οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος στην αρμόδια υπηρεσία καταβάλλοντας του τους δεδουλευμένο μισθό του τελευταίου μήνα της απασχόλησης του, την αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 ποσού 1.514,06 ευρώ και την αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας 2019 ποσού 1.419,12 ευρώ. Όμως με βάση τις αποδοχές του ενάγοντος οι οποίες αποδείχτηκαν ότι κατά τον παραπάνω χρόνο ανήρχονταν στο ποσό των 5.500 ευρώ καθαρά η εναγόμενη όφειλε να του καταβάλει το καθαρό ποσό των 3.704,80 ευρώ για το επίδομα Χριστουγέννων 2.019 (5.500* 2/25=440 ευρώ * 8,42(160 ημέρες απασχόλησης του ενάγοντος /19) και αυτή του κατέβαλλε το ποσό των 1.514,06 ευρώ και συνεπώς του οφείλει το ποσό των 2.190,74 ευρώ καθαρά. Ως αποζημίωση μη ληφθείσης άδειας τεσσάρων ημερών η πρώτη εναγόμενη όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.056 ευρώ (264 ευρώ* 4 ημέρες) πλην όμως του κατέβαλε το ποσό των 1.419,12 ευρώ και επομένως η απαίτηση του έχει εξοφληθεί. Μετά ταύτα η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ως μη νόμιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη για την πρώτη εναγόμενη και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.190,74 ευρώ ως υπόλοιπο της αναλογίας του δώρου Χριστουγέννων 2.019 με τον νόμιμο τόκο από την 1-1-2020 και μέχρι πλήρους εξόφλησης. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των ειδικών-περιουσιακών διαφορών και κρίνοντας την μη νόμιμη κατά το μέρος που ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί ότι υπέστην βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του, η οποία εξομοιούται με καταγγελία της σύμβασης του από την πρώτη εναγόμενη, όπως επίσης ζητεί το ποσό των 12.833,33 ευρώ συνεπεία της αξίωσης του για αποζημίωση απόλυσης λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής της σύμβασης εργασίας του συνεπεία της απαξιωτικής συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου ως νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης προς τον ενάγοντα, όπως επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την υποχρέωση τους προς αποζημίωση του ποσού 10.000 ευρώ λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσωπικότητα του συνεπεία του βίαιου περιστατικού που συνέβη στις 7-10-2019 στο γραφείο του δεύτερου εναγόμενου και το οποίο αναλύει ειδικότερα στην ένδικη αγωγή ορθά εφάρμοσε τον νόμο, όπως επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε τον νόμο κρίνοντας ότι ο ενάγων δεν είναι απλός υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης εταιρίας αλλά διευθύνων υπάλληλος της κατά την έννοια του άρθρου 2 εδάφιο α της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσιγκτον περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις που κυρώθηκε με τον νόμο 2269/1920 κάνοντας δεκτό τον σχετικό ισχυρισμό των εναγόμενων και απέρριψε τις αξιώσεις του ενάγοντος για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών περιόδου 12-9-2016-7-10-2019, την αξίωση του για συμπληρωματική αμοιβή για παροχή πρόσθετης εργασίας, καθώς επίσης και την αποζημίωση λόγω μη ληφθείσης άδειας 2019. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι έφεσης και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους στο σύνολο τους (άρθρο 179 ΚΠΟΛΔ) λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ………../2024 έφεση κατά της με αριθμό 2703/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών). Συμψηφίζει εν όλω την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 7 -1-2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ