Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 531/2018

Αριθμός απόφασης   531/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική Διαδικασία

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και τη γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος κατά της υπ΄αριθμ. 1826/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διαφορών από πιστωτικούς τίτλους), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495§1, 511, 513, 516, 517, 518§2 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι από το φάκελο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ενώ η δημοσίευση της τελευταίας έλαβε χώρα στις 12-9-2016 και η κατάθεση της έφεσης έλαβε χώρα στις 24-11-2016 (βλ. την υπ΄ αριθμ.  …… έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση, για την οποία  κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο κατ΄ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω  ειδική διαδικασία (άρθρ. 533§1 ΚΠολΔ).

Με την υπ΄αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …… ανακοπή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία), ο ανακόπτων ζήτησε να ακυρωθούν: α) η υπ΄αριθμ. … διαταγή πληρωμής της Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ποσού 37.827,12 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που απορρέει από την υπ΄αριθμ. …….. σύμβαση χορήγησης ανοικτού δανείου καταναλωτικής πίστης και β) η από 22-6-2015 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο από απόγραφο της ιδίας ως άνω διαταγής πληρωμής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την υπό κρίση έφεση του ο  ανακόπτων -εκκαλών για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολο της η ανακοπή.

Αν η έφεση αφορά την απόρριψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αγωγής κατ΄ ουσίαν, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα και το απαράδεκτο της αγωγής, οπότε αν αυτή κριθεί απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη. Στην περίπτωση δε αυτή επιβάλλεται η εξαφάνιση της προσβαλλομένης απόφασης και δεν επιτρέπεται η απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης διότι υπάρχει διαφορά στην έκταση του δεδικασμένου από τις δύο αποφάσεις (ΕφΘεσ 1170/2002 Αρμ 2003 1781).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθούν η εκδοθείσα σε βάρος του διαταγή πληρωμής και η σχετική επιταγή προς πληρωμή διότι η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση σύμβαση δανείου και εγγύησης, που περιέχει τον υπ΄ αριθμ. 26 όρο. Ότι ο όρος αυτός προβλέπει ότι: ‘’ο εγγυητής ενέχεται ως αυτοφειλέτης και παραιτείται ανεπιφύλακτα από την ένσταση της δίζησης (άρθρ. 855 ΑΚ), δηλαδή ο εγγυητής δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής ακόμη και αν η τράπεζα δεν έχει στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη όπως επίσης και από τις ενστάσεις και τα δικαιώματα, που απορρέουν από τα άρθρα 862, 863 και 864 ΑΚ δηλαδή…’’. Ότι ειδικότερα ο όρος αυτός είναι άκυρος ως καταχρηστικός και περιελήφθη στη σύμβαση δανείου, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, παρά την έκδοση της υπό στοιχεία Ζ1-798/25-6-2008 Υπουργικής Απόφασης, η οποία τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπό στοιχεία Ζ1 21/17-1-2011  Υπουργική Απόφαση και με την οποία απαγορεύθηκε η αναγραφή των Γενικών Όρων Συναλλαγών, που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών σε συμβάσεις, που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με καταναλωτές. Ότι μεταξύ αυτών είναι και ο όρος, που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή της ένστασης διζήσεως. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος κατ΄ επιτρεπτή αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αφού αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά, που διαλαμβάνονται στο δικόγραφο προς θεμελίωση του, δεν είναι ικανά να επιφέρουν την έννομη συνέπεια, που ο ανακόπτων επικαλείται ήτοι την ακυρότητα της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και της σχετικής επιταγής προς πληρωμή. Τούτο διότι: α) οι επικαλούμενες από τον ανακόπτοντα υπουργικές αποφάσεις αφορούν συμβάσεις στεγαστικών δανείων και συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών ενώ η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση σύμβαση χορήγησης ανοικτού δανείου καταναλωτικής πίστης, β) με την υπό στοιχεία Ζ1-798/25-6-2008 Υπουργική Απόφαση απαγορεύθηκε η αναγραφή Γενικού Όρου Συναλλαγών, ο οποίος έχει κριθεί ως καταχρηστικός με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις, που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές (συμβάσεις στεγαστικών δανείων) και προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις, που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868 ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν. Επομένως δεν περιλαμβάνεται η παραίτηση από την ένσταση διζήσεως, για την οποία κάνει λόγο ο ανακόπτων και η οποία προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 855 ιδίου Κώδικα. Κατά συνέπεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού έκρινε τον ως άνω λόγο νόμιμο, τον απέρριψε ως ουσία αβάσιμο με το σκεπτικό ότι δεν παραβιάστηκε από την καθής η ανακοπή η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση της σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού ΓΟΣ και δεν επήλθε για το λόγο αυτό διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του ανακόπτοντος, έσφαλε. Επομένως πρέπει σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση κατά παραδοχή της έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση αφού δεν είναι παραδεκτή η απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών αυτής κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ λόγω της διαφοράς εμβέλειας του δεδικασμένου, που προκύπτει, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί η ανακοπή (άρθρ. 535§1 ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αυτής ως μη νόμιμος.

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι πρέπει να ακυρωθούν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος του και η σχετική επιταγή προς πληρωμή λόγω ανεκκαθάριστου της σχετικής απαίτησης. Ότι ειδικότερα ο πρωτοφειλέτης της επίδικης σύμβασης …….. άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κυθήρων μεταξύ άλλων και κατά της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας την από 19-1-2015 αίτηση του περί υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010, η οποία έγινε εν  μέρει δεκτή με την υπ΄αριθμ. 21/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Ότι επομένως η σχετική απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε ο ως άνω εκτελεστός τίτλος, δεν είναι εκκαθαρισμένη αφού τελεί υπό την αίρεση της έκπτωσης ή μη απαλλαγής του οφειλέτη και κατόπιν τούτου προβάλει αναβλητική ένσταση μέχρι την ένταξη σε ρύθμιση του οφειλέτη αλλά και την εξέλιξη της, η οποία και θα διαμορφώσει και τη σε βάρος του εγγυητή οφειλή καθώς δεν δύναται αυτός να ενέχεται για το αρχικό ύψος της οφειλής. Ότι για τους ίδιους ως άνω λόγους η επίδοση σε αυτόν της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής καθίσταται καταχρηστική. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος και ως προς τα δύο σκέλη του καθώς αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά, που διαλαμβάνονται στο δικόγραφο προς θεμελίωση του, δεν είναι ικανά να επιφέρουν την έννομη συνέπεια, που ο ανακόπτων επικαλείται ήτοι την ακυρότητα της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και της σχετικής επιταγής προς πληρωμή. Καταρχήν εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα εκκαθαρισμένου της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, όπως ο ανακόπτων διατείνεται, καθώς το εκκαθαρισμένο της απαίτησης τάσσεται ως διαδικαστική προϋπόθεση της έκδοσης της διαταγής πληρωμής και απαίτηση μη εκκαθαρισμένη νοείται η απαίτηση, που δεν προσδιορίζεται επαρκώς κατά το ποσό ή κατά το ποιόν της (άρθρ. 624§1, 916 ΚΠολΔ). Στην υπό κρίση περίπτωση η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, προσδιορίζεται επαρκώς κατά το ποσό και κατά το ποιόν της και επομένως είναι εκκαθαρισμένη. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ γεγονότα, που συνέβησαν σε έναν από τους συνοφειλέτες, όπως εν προκειμένω η υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3869/2010 του εις ολόκληρον ενεχομένου για την εξόφληση της απαίτησης οφειλέτη, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, δεν ενεργούν υπέρ ή κατά των λοιπών. Το γεγονός δε ότι ο δανειολήπτης της επίδικης σύμβασης και πρωτοφειλέτης ενδεχομένως καταβάλλει προς την καθής συγκεκριμένο ποσό μηνιαίως δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση της καθής, η οποία απλώς λόγω της αντικειμενικής ενέργειας της καταβολής κατ΄ άρθρο 463 ΑΚ μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό ούτε καταχρηστική την επίδοση της σχετικής επιταγής προς πληρωμή.

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 623,626§§2-3 στοιχ. γ, 630 στοιχ. γ και 631 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο εκτελεστό τίτλο και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογίας, αρκεί μεταξύ άλλων να περιέχει απλώς την αιτία της πληρωμής ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικώς το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία απορρέει η απαίτηση χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την αιτία (ΑΠ 1512/2006 ΕλλΔνη 47 1650, ΑΠ 192/2005 ΕλλΔνη 47 458).

Στην υπό κρίση περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, διότι: α) δεν αποδείχθηκε εγγράφως η σε βάρος του απαίτηση αφού τα εξαχθέντα από τα επίσημα βιβλία της αντιδίκου του αποσπάσματα, που προσκομίστηκαν κατά την έκδοση της δεν περιλαμβάνουν τον αριθμό λογαριασμού, το δικαιούχο αυτού, το χρονικό διάστημα, που αφορά το καθένα, β) δεν απεικονίζουν την πλήρη κίνηση του λογαριασμού ενώ τα στοιχεία αυτά δεν αναφέρονται στο σώμα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και δε γίνεται καμία αναφορά σε αυτά. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο οποίος είναι παραδεκτός και νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 626 ΚΠολΔ, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι: α) σύμφωνα με την περιλαμβανόμενη στην επίδικη  σύμβαση χορήγησης ανοικτού δανείου καταναλωτικής πίστης ειδική συμφωνία η οφειλή τόσο του δανειολήπτη όσο και του εγγυητή προς την δανείστρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας (δικονομική σύμβαση) β) από την επισκόπηση των αποσπασμάτων αυτών, τα οποία προσκομίστηκαν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής σε συνδυασμό με το κείμενο της προκύπτει ότι σε αυτά αποτυπώνεται πλήρως η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, ο αριθμός της σύμβασης, το όνομα του δανειολήπτη, οι πιστώσεις και οι χρεώσεις και ο χρόνος, που έλαβε χώρα η κάθε μία. γ) τέλος στην  ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμή σαφώς περιλαμβάνονται το όνομα του δανειολήπτη, ο αριθμός της σύμβασης δανείου, που ταυτίζεται με τον αριθμό του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της  λογαριασμού καθώς και το χρεωστικό κατάλοιπο αυτού στις 9-2-2015 (ημερομηνία κλεισίματος του λογαριασμού), στοιχεία που επαρκούν για την έγγραφη απόδειξη της απαίτησης δοθέντος ότι η κίνηση του λογαριασμού προκύπτει αναλυτικά από τα προσκομισθέντα προς έκδοση της διαταγής πληρωμής αποσπάσματα.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή διότι σε αυτή δεν αναγράφεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ο διορισθείς από την καθής αντίκλητος, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 924 εδ. γ ΚΠολΔ αλλά απλώς αναγράφεται ‘’αντίκλητο δεκτικό καταβολής ορίζουμε το Διευθυντή του καταστήματος Νίκαιας’’ χωρίς λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία του προσώπου του Διευθυντή ή τουλάχιστον του καταστήματος της Νίκαιας (διεύθυνση, τηλέφωνο). Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος καθώς: α) σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου, αντίκλητος θεωρείται ο δικηγόρος, που υπέγραψε την επιταγή (άρθρ. 924 εδ. δ ΚΠολΔ), β) ο διορισμός ως αντικλήτου του Διευθυντή του καταστήματος Νίκαιας χωρίς λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία είναι άνευ ετέρου σαφής, ορισμένος και νόμιμος, γ) δε γίνεται με μέρους του ανακόπτοντος επίκληση δικονομικής βλάβης (άρθρ. 159 αριθμ. 3 ΚΠολΔ).

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος του λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της δανείστριας τράπεζας. Ότι ειδικότερα επιδιώκεται η ικανοποίηση της απαίτησης της πριν την έκδοση απόφασης, που θα ρυθμίσει τις οφειλές του πρωτοφειλέτη, ενώ η παράλληλη καταβολή από τον εγγυητή και από τον οφειλέτη της εν λόγω απαίτησης θα οδηγήσει σε αδικαιολόγητο πλουτισμό της καθής ενώ καθιστά ευνοϊκότερη τη θέση του οφειλέτη, που έχει ενταχθεί στο ν. 3869/2010, σε σχέση με τη θέση του εγγυητή. Ότι επιπλέον η καθής έχει τη δυνατότητα να στραφεί κατά του εγγυητή μόνο για το ποσό, για το οποίο απαλλάσσεται ο οφειλέτης λόγω της υπαγωγής του στη ρύθμιση των χρεών του και όχι για το σύνολο της οφειλής, όπως εν προκειμένω. Ότι τέλος έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η σύμβαση δανείου δεν εξυπηρετούνταν από τον οφειλέτη και η καθής αδράνησε να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη για συναπτά έτη έως την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος του ιδίου ως εγγυητή και μάλιστα σε ιδιαίτερη χρονική στιγμή (όξυνση της οικονομικής κρίσης). Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς αληθή υποτιθέμενα τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο περιστατικά προς θεμελίωση του δεν αρκούν για να επέλθει η έννομη συνέπεια, την οποία ο ανακόπτων επικαλείται ήτοι η καθ΄ υπέρβαση και μάλιστα προφανή των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της καθής η ανακοπή να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την ικανοποίηση της απαίτησης της. Ειδικότερα: α) η υπαγωγή του πρωτοφειλέτη στο ν. 3869/2010 και η ενδεχόμενη απαλλαγή αυτού από μέρος του χρέους ενεργούν υποκειμενικά (άρθρ. 486 ΑΚ) και επομένως δεν καταλαμβάνουν το συνοφειλέτη-εγγυητή, β) η καθής θα ικανοποιηθεί από οποιονδήποτε αλλά άπαξ και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα αδικαιολογήτου πλουτισμού αυτής, γ) η αδράνεια της καθής να προβεί σε ενέργειες σε βάρος του πρωτοφειλέτη για το χρονικό διάστημα μη εξυπηρέτησης του δανείου δεν αρκεί για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος της καθής να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγγυητή αφού δε γίνεται επίκληση άλλων περιστατικών, που θα δικαιολογούσαν τη δημιουργία πεποίθησης στον τελευταίο περί μη άσκησης σε βάρος του ενδίκων βοηθημάτων για την ικανοποίηση της απαίτησης.

Επομένως αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί, να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρ. 633§1 εδ. β ΚΠολΔ), να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο εν όψει της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου επί της ανακοπής και τέλος να καταδικαστεί ο ανακόπτων λόγω της ήττας του (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας υπολογιζομένων κατ΄άρθρ. 63§1, 65 και 68 ΚωδΔικ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 1826/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ανακοπής.

Απορρίπτει αυτή.

Επικυρώνει την υπ΄αριθμ. ………. διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των 1.900 (χιλίων εννιακοσίων) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις   30  Αυγούστου 2018.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ