Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 16/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   16/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: ………….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Σαπουντζάκη.

Της εφεσίβλητης: Της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία
«………….», που εδρεύει στη …….. και διατηρεί γραφείο εγκατεστημένο στην Ελλάδα, διεπόμενο από τις διατάξεις του ν. 27/75 στον Πειραιά, οδός ………, με ΑΦΜ ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο της Αλέξανδρο Κονιδά.

Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24-2-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 αγωγή της, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1118/2024 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε το δικόγραφο της αγωγής ως ανυπόστατο (άκυρο). Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα, με την από 12-7-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………/2024 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22  ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 16-7-2024 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της εκκαλουμένης (2-4-2024), δοθέντος ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην εκκαλούσα (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ. 3, 621-622, 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 παρ. 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ).

Με την από 24-2-2022 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 1-2-1989 δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου για εργασία πέντε ημερών ανά εβδομάδα, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτώ ώρες την εβδομάδα με αρχικό καθορισθέν ωράριο από ώρα 9:00 έως 17:00. Πλην όμως το ωράριό της από το έτος 2005 παγιώθηκε από ώρα 9:30 έως 17:30 κατόπιν συνεννόησης με την εναγόμενη. Ότι εργάστηκε επί σειρά ετών με ζήλο, πλην όμως το έτος 2021 με την έλευση της πανδημίας, η εναγόμενη επέδειξε προσβλητική και απαξιωτική συμπεριφορά απέναντί της. Ότι, ειδικότερα, πιέστηκε να εμβολιαστεί, άλλως θα έχανε την εργασία της, ότι της χορηγήθηκε μονομερώς η άδεια θέρους του έτους 2021, η ίδια δε προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι, εν συνεχεία, ανακλήθηκε από την εναγόμενη η άδεια που της είχε χορηγηθεί, ωστόσο, με την επιστροφή στην εργασία της στις 22-6-2022, μετατέθηκε – υποβιβάστηκε από το εξειδικευμένο και νευραλγικό τμήμα της ναυλώσεως πλοίων στη θέση της απλής τηλεφωνήτριας, ενώ παράλληλα, μονομερώς η εναγόμενη, μετέβαλε το ωράριο εργασίας της, από το αναφερόμενο ανωτέρω, στο από ώρα 11:00 έως 19:00. Ότι κατά της ως άνω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της εργασιακής της σύμβασης προσέφυγε εκ νέου στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι, στη συνέχεια, μετά τη μεσολάβηση της θερινής της άδειας, στις 3-12-2021 η εναγόμενη την προειδοποίησε εγγράφως ότι στις 3-12-2021 θα καταγγελθεί – λυθεί η σύμβαση εργασίας της, ώστε να λάβει το ήμισυ της αποζημίωσης που θα ελάμβανε εάν δεν υπήρχε η προ 4μήνου προειδοποίηση. Ότι, επιπλέον, η εναγόμενη την ενημέρωσε ότι δεν επιθυμεί να παρέχει την εργασία της μέχρι την 3-12-2021, επιδεικνύοντας εμπάθεια και εκδικητικότητα προς το πρόσωπό της. Ότι η πιο πάνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από την εναγόμενη είναι άκυρη ως καταχρηστική, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους. Ότι, επιπλέον, είναι άκυρη διότι η εναγόμενη της κατέβαλε περαιτέρω μειωμένη του νομίμου ποσού αποζημίωση, κατά το καθαρό ποσό των 1.166,65 ευρώ. Ότι, επιπλέον, η εναγόμενη της οφείλει μισθούς υπερημερίας, από την επομένη της καταγγελίας (4-12-2021) μέχρι και τις 4-12-2022 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής), ποσού 38.903,34 ευρώ. Ότι εξαιτίας της παράνομης και καταχρηστικής συμπεριφοράς της εναγόμενης υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως αποζημίωση το ποσό των 20.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε, να κηρυχθεί άκυρη η εκ μέρους της εναγόμενης καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 20.000   ευρώ που αφορά στην ηθική βλάβη με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει το ποσό 38.903,34 ευρώ (όπως παραδεκτά με τις προτάσεις της, αλλά και με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξούσιου δικηγόρου της μετέτρεψε ως άνω το αγωγικό της αίτημα), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1118/2024 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως ανυπόστατη (άκυρη), διότι, κατά το σκεπτικό της, η υπό κρίση αγωγή που κατατέθηκε με ηλεκτρονικά μέσα, στο αιτητικό της φέρει τη σφραγίδα του πληρεξούσιου δικηγόρου, στο τέλος δε του δικογράφου έχει καταχωρηθεί η συνταχθείσα από την αρμόδια γραμματέα έκθεση κατάθεσης, η οποία περιέχει τον αριθμό, τη χρονολογία και την ώρα κατάθεσης και φέρει την ηλεκτρονική υπογραφή μόνο της γραμματέα που συνέταξε την έκθεση, όχι όμως και του καταθέσαντος αυτήν πληρεξούσιου δικηγόρου. Ενόψει αυτών, κρίθηκε ότι το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής που δεν φέρει την ηλεκτρονική υπογραφή πληρεξούσιου δικηγόρου, ούτε κάτω από το αιτητικό της, ούτε στην έκθεση κατάθεσης είναι ανυπόστατο (άκυρο). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα – εκκαλούσα και ζητεί με τον μοναδικό λόγο έφεσής της, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή. Ειδικότερα ισχυρίζεται, ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε νομίμως, φέρει δε την ψηφιακή υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας.

Από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……../8-4-2024 έγγραφο – απάντηση του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, καθώς και από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./5-4-2024 έγγραφο του Προϊσταμένου του Τμήματος Πληροφορικής, ……. του Πρωτοδικείου Πειραιά, προκύπτει ότι σύμφωνα με τη διαδικασία της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφου, η οποία περιγράφεται στο ΕΘΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ-MITOS, ο δικηγόρος υποχρεούται να επισυνάψει ψηφιακό αρχείο του δικογράφου (σε μορφή pdf) το οποίο πρέπει να είναι σημασμένο με την ψηφιακή υπογραφή του. Επίσης η ανωτέρω υποχρέωση για τη σήμανση με ψηφιακή υπογραφή του προς ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου αναφέρεται και στην υπ’ αριθμ. 10 σελίδα του οδηγού χρήσης ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, που έχει συντάξει το Τμήμα Μηχανογράφησης της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων και είναι αναρτημένος στο portal.olomeleia.gr. Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι το επισυναπτόμενο ψηφιακό αρχείο του δικογράφου πρέπει να είναι σημασμένο με την ψηφιακή υπογραφή του καταθέσαντος δικηγόρου γιατί δε διαφορετική περίπτωση το πληροφοριακό σύστημα (ΟΣΔΔΥ-ΠΠ) δεν επιτρέπει την ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής κατάθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το πληροφοριακό σύστημα του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ, το δικόγραφο με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2022 και ειδικό αριθμό …./2022 (ήτοι, η υπό κρίση αγωγή) κατατέθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας στο Πρωτοδικείο Πειραιά με την διαδικασία της ηλεκτρονικής κατάθεσης στις 24-2-2022 (ώρα 11:28 π.μ.). Κατά τη διερεύνηση του συνημμένου αρχείου προκύπτει ότι φέρει δύο ψηφιακές υπογραφές και συγκεκριμένα του δικηγόρου κατάθεσης, ………. και της χρήστριας του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ . ………….. Η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο ψηφιακών υπογραφών είναι ότι αυτή του καταθέσαντος δικηγόρου είναι μη ορατή (invisible signature) και για το λόγο αυτό η ύπαρξη της επιβεβαιώνεται μόνο από το signature panel του Adobe Acrobat Reader. To πληροφοριακό σύστημα του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ κατά την επισύναψη του αρχείου αναγνωρίζει την ύπαρξη της ψηφιακής υπογραφής ακόμα και αν αυτή είναι μη ορατή και επιτρέπει την ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής κατάθεσης του δικογράφου. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι το αγωγικό δικόγραφο έφερε την ηλεκτρονική υπογραφή του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας και, κατ’ ακολουθία, το πρωτόδικο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως ανυπόστατη (άκυρη) έσφαλλε και πρέπει, γενομένου δεκτού του λόγου έφεσης, να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να κρατηθεί προς εκδίκαση η υπό κρίση αγωγή από το παρόν Δικαστήριο.

Από τη διάταξη του άρθρ. 215 παρ. 1α ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η αγωγή ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής είναι σύνθετη διαδικαστική πράξη, η οποία ολοκληρώνεται αν μετά την κατάθεση του αγωγικού δικογράφου ακολουθήσει και η επίδοσή του στον εναγόμενο προκειμένου αυτός να ενημερωθεί για την εναντίον του αγωγή, διαφορετικά αυτή είναι ανυπόστατη και η συζήτησή της απαράδεκτη. Έτσι η επίδοση του αγωγικού δικογράφου ανάγεται σε όρο του υποστατού της αγωγής, που διασφαλίζει το κατοχυρωμένο από το άρθρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα ακρόασης του εναγόμενου, εφόσον η επίδοση της αγωγής συνδυασθεί και με την επιβαλλόμενη από το άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ κλήση προς τον εναγόμενο να παραστεί κατά τη συζήτησή της σε συγκεκριμένη δικάσιμο. Το ανυπόστατο της αγωγής, που προκαλείται από την έλλειψη επίδοσής της στον εναγόμενο, μπορεί ασφαλώς να καλυφθεί με τη μεταγενέστερη επίδοσή της, με την έννοια ότι έκτοτε και πάντως όχι αναδρομικά θα θεωρηθεί ολοκληρωμένη η άσκηση της αγωγής και θα επέλθουν κατά το άρθρ. 221 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ οι συνέπειες που συνδέει με την άσκησή της το ουσιαστικό δίκαιο. Με δεδομένο ωστόσο ότι η επίδοση της αγωγής αποσκοπεί πρωτίστως να διασφαλίσει το δικαίωμα ακρόασης του εναγόμενου, ναι μεν η διάταξη του άρθρ. 215 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ δεν μπορεί να παραμεριστεί με συμφωνία των μερών, που θα προβλέπει διαφορετικό τρόπο άσκησης της αγωγής, όμως, εφόσον ο εναγόμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση της αγωγής και δεν αντιλέγει παρά την έλλειψη επίδοσής της προς αυτόν ή επέσπευσε ο ίδιος τη συζήτησή της, θεωρείται ότι αναπληρώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο η ελλείπουσα επίδοση της αγωγής και κατ’ επέκταση θεραπεύεται το ανυπόστατο της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης. Επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να συναχθεί τόσο από τη διάταξη του άρθρ. 271 παρ. 1 ΚΠολΔ, που επιβάλλει στο δικαστήριο να εξετάσει την ύπαρξη νόμιμης επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτησή της (μόνο) σε περίπτωση απουσίας ή μη νόμιμης παράστασης του εναγόμενου κατά τη συζήτησή της, οπότε εξ αντιδιαστολής μπορεί να συναχθεί ότι η έλλειψη επίδοσης της αγωγής ως όρος του υποστατού αυτής καλύπτεται στην περίπτωση που ο εναγόμενος παρίσταται χωρίς αντίρρηση στη συζήτησή της ή την επέσπευσε ο ίδιος, όσο και από τη διάταξη του άρθρ. 310 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εξομοιώνει την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους κατά τη δημοσίευση μη οριστικών αποφάσεων με επίδοση των αποφάσεων προς αυτούς. Διαφορετική εξ άλλου από την παντελή έλλειψη επίδοσης της αγωγής είναι η ελαττωματική επίδοσή της, η οποία δεν έχει κατ’ αρχήν ως συνέπεια το ανυπόστατο της αγωγής, αλλά το απαράδεκτο της συζήτησής της σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου. Ωστόσο ενδέχεται και στην περίπτωση αυτή να παραστεί χωρίς αντίρρηση ο εναγόμενος στη συζήτηση της αγωγής, οπότε θα πρέπει και πάλι να θεωρηθεί ότι η παρουσία του αναπληρώνει την ελλείπουσα επίδοση. Εφόσον πάντως ο εναγόμενος παρέστη στη συζήτηση της αγωγής προβάλλοντας κατ’ ένσταση την έλλειψη νόμιμης επίδοσής της προς αυτόν, η έλλειψη αυτή είναι κρίσιμη, αν παράλληλα επικαλεστεί και αποδείξει βλάβη του από την έλλειψη επίδοσης της αγωγής που δεν μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησής της. Πρόκειται για δικονομική βλάβη, που δεν συνέχεται με την ίδια την υπόσταση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης, αλλά με το παραδεκτό μόνο της συζήτησής της και κατ’ αυτή μόνο την έννοια είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, προκειμένου να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ανεπίδοτης αγωγής και όχι βέβαια για να κριθεί ανυπόστατη η ίδια η αγωγή (ΑΠ 1081/2014, ΕφΘεσ 154/2022, ΤΝΠ Νόμος).

Η αγωγή με τα προεκτεθέντα αιτήματα έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά, εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58) καθόσον, με επικαλούμενο τον προαναφερόμενο χρόνο καταγγελίας (3-12-2021), η επίδοση στην εναγόμενη της αγωγής έλαβε χώρα στις 25-2-2022 (βλ. υπ’ αριθ. ……./25-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ….. …), (βλ. άρθρα 241, 242, 243, 261, 263, 279, σχετ. ΑΠ 1.385/2017 ΔΕΝ 2018.433). Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι δεν έγινε νόμιμη επίδοση ακριβούς αντιγράφου του δικογράφου της αγωγής και, κατά συνέπεια, έχει συμπληρωθεί η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία τυγχάνει απορριπτέος. Τούτο, διότι η εναγόμενη παρέστη στη συζήτηση της αγωγής, κατέθεσε προτάσεις και πρόβαλε όλους τους ισχυρισμούς τους. Επομένως, και αληθείς υποτιθέμενοι οι ισχυρισμοί της, ουδεμία δικονομική βλάβη υπέστη, ώστε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής (βλ. και προηγηθείσα νομική σκέψη). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγόμενης, δεδομένου ότι περιέχει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στον νόμο στοιχεία (άρθρα 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 174, 180, 281, 340, 341, 345, 346, 648, 653, 655, 932 ΑΚ, 65, 66 ν. 4808/2021, 1, 3, 7 εδ. α` ν. 2112./1920, παρ. 3 υποπ. ΙΑ 12 ν. 4093/2012, 70, 176, 907, 908 §1 περ. ε, 910 αρ. 4 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η αγωγή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι: α) για το παραδεκτό της συζήτησης η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει το από 24-2-2022 έγγραφο, υπογεγραμμένο από τον ίδια και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, με το οποίο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, την ενημέρωσε για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4640/2019 και β) για το καταψηφιστικό της αντικείμενο, το οποίο δεν υπερβαίνει το ελάχιστο όριο απαλλαγής (ήτοι το ποσό των 20.000 ευρώ, κατά τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ), δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 669 παρ 2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1, 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής και αναιτιώδης δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν εξαρτάται, επομένως, από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα των μερών, εργοδότη και εργαζόμενου. Η άσκησή της, όμως, όπως κάθε δικαιώματος, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός, προς εξυπηρέτηση του οποίου το δικαίωμα αναγνωρίζεται από το νόμο, διότι στην περίπτωση της υπερβάσεως η καταγγελία καθίσταται καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ) και, επομένως, άκυρη, σύμφωνα με όσα προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει διαπλαστική ενέργεια και να μην επιφέρει τη λύση της σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 ΑΚ (ΑΠ 78/2022, ΑΠ 359/2020, ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 601/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καταχρηστικότητα καταφάσκεται όταν η καταγγελία από τον εργοδότη υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος του, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις, που αυτή οφείλεται σε κακοβουλία του, δηλαδή κινείται από αισθήματα εμπάθειας, μίσους ή εκδικήσεως προς τον εργαζόμενο, εξαιτίας προηγούμενης νόμιμης μεν αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του (ΑΠ 725/2020, ΑΠ 1584/2018, ΑΠ 1672/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 244/2017, Ε7 2017/714). Βέβαια, τα αισθήματα αποτελούν εκδήλωση συναισθηματικού κόσμου, τον οποίο διαθέτουν τα φυσικά μόνον πρόσωπα (άρθρο 62 ΑΚ). Τούτο σημαίνει ότι όταν εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, τα αίτια της καταγγελίας αναζητούνται στα κίνητρα των φυσικών προσώπων που ασκούν τη διοίκησή του και εκφράζουν τη βούλησή του (άρθρα 65 και 67 ΑΚ). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά τη νομολογία, για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας που έγινε από νομικό πρόσωπο για λόγους εμπάθειας προς τον εργαζόμενο, απαιτείται ο προσδιορισμός του φυσικού προσώπου -μέλους της διοικήσεώς του ή νομίμου εκπροσώπου του, το οποίο διακατείχαν τέτοια αισθήματα (ΑΠ 1474/2022, ΑΠ 505/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1070/2020, ΕΕΔ 2021/71, ΑΠ 179/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία που έγινε χωρίς να υπάρχει αιτία για τη λύση της σύμβασης εργασίας ούτε για την κατάφαση της ακυρότητάς της αρκεί η αναλήθεια των λόγων που επικαλέστηκε ο εργοδότης ή η ανυπαρξία εμφανούς δικαιολογητικής αιτίας (ΑΠ 1175/2022, ΑΠ 166/2018, ΑΠ 769/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ακόμα και η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική, καθόσον, η θέση, ως προϋποθέσεως του κύρους της καταγγελίας, της ύπαρξης βάσιμου λόγου γι’ αυτήν θα μετέτρεπε την καταγγελία από αναιτιώδη δικαιοπραξία σε αιτιώδη (ΑΠ 244/2022, ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 868/2018, ΑΠ 1000/2017,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την αναγνώριση της ακυρότητάς της δεν ασκεί, επομένως, επιρροή η αιτία που προβάλει ο εργοδότης, αρνούμενος αιτιολογημένα την αγωγή του εργαζόμενου αλλά πρέπει ο τελευταίος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του οφειλόταν σε συγκεκριμένους λόγους, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 521/2022, ΑΠ 711/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2918, ΝοΒ 2019/1047). Τέλος, ουδέποτε θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυόμενου ή την παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, διότι τότε αληθής αιτία της είναι η διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών που πρέπει να διέπει τη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 744/2020, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 114/2019, ΑΠ 1253/2018, ΑΠ 1889/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά κατά την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης (ΑΠ 1189/2022, ΑΠ 563/2020, ΑΠ 416/2020, ΑΠ 1045/2017, ΑΠ 1856/2009, ΑΠ 139/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από την υπ’ αριθμ. ………/9-6-2022 ένορκη βεβαίωση του μαρτύρα της ενάγουσας …….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία ελήφθη νομότυπα κατ΄άρθρο 591 παρ. 1 στ σε συνδ. με άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ, από τις υπ΄αριθμ. ……., ……/3-6-2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης ………….. και ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………, οι οποίες λήφθηκαν, μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. υπ’ αριθμ. ……./31-5-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. με τη συνημμένη κλήση για εξέταση μαρτύρων), καθώς και από την υπ’ αριθμ. ……./10-6-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγόμενης ……., ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 στ σε συνδ. με άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ, (βλ. υπ’ αριθμ. …../7-6-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. με τη συνημμένη κλήση για εξέταση μάρτυρα), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα,  προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 1-2-1989 δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου για εργασία πέντε ημερών ανά εβδομάδα, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτώ ώρες την εβδομάδα με αρχικό καθορισθέν ωράριο από ώρα 9:00 έως 17:00. Πλην όμως το ωράριό της από το έτος 2005 παγιώθηκε από ώρα 9:30 έως 17:30 κατόπιν συνεννόησης με την εναγόμενη. Επί σειρά ετών παρείχε τις υπηρεσίες της στην εναγόμενη, χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα κατά τη συνεργασία τους. Ωστόσο, με την εμφάνιση της πανδημίας του covid-19, διαταράχθηκε η σχέση των δύο μερών. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη έλαβε τα προληπτικά μέτρα που υποδείκνυαν οι Αρχές για την προστασία της υγείας των εργαζομένων (χρήση προστατευτικής μάσκας, αντισηπτικών, κλπ). Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι την άνοιξη του 2021 πιέστηκε από τον Διευθυντή της, ………, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της εναγόμενης να εμβολιαστεί, επ’ απειλή απόλυσης, η ίδια όμως δεν συμφώνησε σε αυτό διότι είχε πρόβλημα με τις φλέβες των κάτω άκρων της και δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, μία από τις παρενέργειες των εμβολίων κατά του covid-19 είναι οι θρομβώσεις, και ότι πριν αποφασίσει να προχωρήσει στον εμβολιασμό έπρεπε να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα διακινδυνεύσει η ζωή της. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται, καθότι δεν επικαλείται επιστημονική – ιατρική τεκμηρίωση, ούτε προσκομίζεται προς απόδειξή του, κάποιο σχετικό ιατρικό έγγραφο, διάγνωση ή γνωμάτευση. Τα όσα κατέθεσαν περί του ως άνω ζητήματος η μάρτυρας απόδειξης και ο σύζυγος της ενάγουσας …………. στην ένορκη βεβαίωση του δεν δύναται να αποδείξουν, ελλείψει ιατρικής διάγνωσης ή γνωμάτευσης, τους ως άνω ισχυρισμούς. Επιπλέον, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα απειλήθηκε με απόλυση σε περίπτωση μη εμβολιασμού της. Δεδομένης της μη συμμόρφωσης της ενάγουσας στις οδηγίες της εναγόμενης προς τήρηση των μέτρων προστασίας από την πανδημία, χορηγήθηκε νωρίτερα σε αυτήν η άδειά της, ήτοι από 7-6-2021 έως 25-6-2021. Επισημαίνεται, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας και κυρίως τις ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν από την πλευρά της εναγόμενης, αλλά και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η ενάγουσα, εκτός του ότι δεν είχε εμβολιαστεί, δεν φορούσε προστατευτική μάσκα προσώπου και δεν τηρούσε τα επιβεβλημένα για την εποχή μέτρα προστασίας για τη διασπορά του κορωνοϊού, τα οποία, μάλιστα, τα είχαν επιβάλλει οι αρμόδιες Αρχές και όχι μονομερώς η εναγόμενη. Αντιθέτως, η μάρτυρας απόδειξης, η οποία είναι μέλος του σωματείου εργαζομένων στην ναυτιλία ………., καταθέτει ότι δεν υπέπεσε στην αντίληψη της ζήτημα μη τήρησης των μέτρων από πλευράς της ενάγουσας και ότι το πρόβλημα ήταν ο μη εμβολιασμός της. Όμως η ως άνω μάρτυς δεν εργάζονταν στην εναγόμενη και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να έχει ιδία και ολοκληρωμένη άποψη περί της συμπεριφοράς της ενάγουσας στον χώρο εργασίας της, όπως έχουν οι μάρτυρες της εναγόμενης, οι οποίοι απασχολούνται σε αυτήν και είχαν καθημερινή επαφή με την ενάγουσα. Περαιτέρω, κατόπιν της απόφασης της εναγόμενης να χορηγηθεί το σύνολο της άδειας της από τις 7-6-2021, η ενάγουσα κοινοποίησε στην εναγόμενη την με ίδια ημερομηνία εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση με επιφύλαξη δικαιωμάτων, με την οποία την καλούσε να απόσχει από την ως άνω απόφασή της και να παραλείψει τις απειλές περί απόλυσης της σε περίπτωση μη εμβολιασμού της. Επιπλέον προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά προκειμένου να επιλυθεί το θέμα, αλλά και στο σωματείο των ναυτιλιακών υπαλλήλων ……., ώστε να παρέμβει προς σκοπό προστασίας των δικαιωμάτων της. Η εναγόμενη απέστειλε στην ενάγουσα την από 8-6-2021 εξώδικη απάντηση – δήλωσή της, αρνούμενη τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, αναφέροντας επιπλέον, ότι η τελευταία συστηματικά δεν λαμβάνει τα μέτρα προστασίας έναντι στην πανδημία, γεγονός που έχει προκαλέσει την ανησυχία και τις διαμαρτυρίες των συναδέλφων της και κλονίζει την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Η ενάγουσα, αποκρίθηκε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εναγόμενη, αρνούμενη όσα εκείνη της προσάπτει. Εν συνεχεία, στις 17-6-2021 συζητήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας η πιο πάνω προσφυγή της ενάγουσας και εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ……/17-6-2021 δελτίο εργατικής διαφοράς, στο οποίο αναφέρεται ότι η εναγόμενη συμφώνησε να επιστρέψει η ενάγουσα στην εργασία της, εφόσον τηρεί τα μέτρα προστασίας κατά του covid-19. Πράγματι, η ενάγουσα επέστρεψε στην εργασία της, πλην όμως ισχυρίζεται ότι «τιμωρήθηκε» με τη μετάθεση – υποβιβασμό της από τη θέση που εργάζονταν επί σειρά ετών στο τμήμα της ναυλώσεως πλοίων, στη θέση της απλής τηλεφωνήτριας, ταυτόχρονα δε της επιβλήθηκε νέο ωράριο εργασίας από ώρα 11:00 έως 19:00, γεγονός που της δημιούργησε οικογενειακά προβλήματα, καθώς δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της ως μητέρα και προστάτιδα της βαριά ασθενούς μητέρας της. Για τον λόγο αυτό προσέφυγε εκ νέου στην Επιθεώρηση Εργασίας, με την από 28-6-2021 καταγγελία της, η οποία συζητήθηκε παρουσία και του σωματείου …. (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./28-6-2021 δελτίο εργατικής διαφοράς), πλην όμως ουδεμία υποχρέωση αποκατάστασης της ενάγουσας επιβλήθηκε στην εναγόμενη. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την από 1-2-1989 σύμβαση μίσθωσης εργασίας, η ενάγουσα προσελήφθη ως υπάλληλος γραφείου «…και θα απασχολείται σαν χειρίστρια τέλεξ ή δακτυλογράφος ή τηλεφωνήτρια. Η εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να αλλάζει το ειδικότερο αντικείμενο της εργαζόμενης κατά της ανάγκες του γραφείου. Η εργαζόμενη υποχρεούται να προσφέρει τις υπηρεσίες της κατά τα ωράρια: 1) 9 π.μ.- 5 μ.μ. ή 2) 1 μ.μ. -9 μ.μ. ή 3) 12 μ.μ. – 8 μ.μ. ή 4) 2.30 μ.μ. -9.30 μ.μ… κατά την επιλογή του εργοδότου…». Επιπλέον, στην από 1-9-1994 γνωστοποίηση ουσιωδών όρων της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, αναφέρεται ότι η ενάγουσα απασχολείται στο τμήμα Γραμματείας ως υπάλληλος γραφείου. Πέραν τούτων, η ενάγουσα ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει, προς επίρρωση του ισχυρισμού της, ότι εργαζόταν στο τμήμα ναυλώσεων, το οποίο απαιτεί ειδικές γνώσεις και, συνήθως, κατοχή πανεπιστημιακού πτυχίου. Συνεπώς, δοθέντος και ότι ο μισθός της δεν μειώθηκε, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα υπέστη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της. Εν συνεχεία, μετά τη μεσολάβηση της θερινής της αδείας, στις 3-8-2021, η εναγόμενη προειδοποίησε εγγράφως την ενάγουσα ότι η σύμβαση της θα καταγγελθεί – λυθεί στις 3-12-2021, της εγνώρισε δε ότι δεν επιθυμεί να παρέχει την εργασία της μέχρι την ημερομηνία εκείνη, ως άλλωστε είχε δικαίωμα, βάσει του άρθρου 65 ν. 4808/2021. Από τα ως άνω προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, έγινε λόγω της διατάραξης της αγαστής συνεργασίας τους και της μη συμμόρφωσης της ενάγουσας στις οδηγίες της εναγόμενης, αναφορικά με την τήρηση των μέτρων προστασίας κατά του covid -19 και όχι για λόγους εκδικητικότητας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Επιπλέον, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας δεν σχετίζεται με τις προσφυγές της στην Επιθεώρηση Εργασίας, δεδομένου και ότι ουδεμία «κύρωση» είχε εξ αυτού του λόγου η εναγόμενη, αλλά με την αντιεπαγγελματική και αντισυμβατική συμπεριφορά της, όπως αυτή αναφέρθηκε ανωτέρω, ώστε ουδόλως τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 281 ΑΚ, εκ μέρους της εναγόμενης. Άλλωστε η τακτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας, με προμήνυση, αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και δεν δύναται ελλείψει λοιπών στοιχείων να θεωρηθεί καταχρηστική. Επιπλέον, η ενάγουσα, δεν εξειδικεύει το φυσικό πρόσωπο – μέλος της διοίκησης της αντιδίκου της, που εμφορούμενο από αισθήματα εκδίκησής της αποφάσισε την καταγγελία της σύμβασής της. Αναφέρει στην αγωγή της ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης τον ………….., ο οποίος όμως δεν αποδεικνύεται ότι εκπροσωπούσε τη διοίκηση της εναγόμενης (αντιθέτως στην μαρτυρική του κατάθεση ανέφερε ότι είναι οικονομικός διευθυντής και προϊστάμενος προσωπικού της εταιρείας), σε κάθε δε περίπτωση, η «ενόχληση» του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης ή η δυσαρέσκειά του δεν αρκεί μόνη αυτή, χωρίς άλλα περιστατικά, να τεκμηριώσει ως αυτόθροη συνέπεια ότι η επακολουθήσασα καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας υπήρξε προϊόν εμπαθείας και εκδικητικότητας της εργοδότριας (ΑΠ 1070/2020, ο.π., ΑΠ 258/2019, ΠειρΝ 2019.350). Περαιτέρω, η ενάγουσα έλαβε ως αποζημίωση από την εναγόμενη το ποσό των 26.451,69 ευρώ. Οι τακτικές της αποδοχές κατά τον μήνα που καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας ανέρχονταν σε 2.778,81 ευρώ και είχε συμπληρώσει 32 χρόνια υπηρεσίας. Συνεπώς, βάσει του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, η βασική αποζημίωση απόλυσης  ανέρχεται σε 19.451,67 ευρώ (2.778,81 Χ 1/6 =3.241,95 Χ 12 = 38.903,4 :2). Η επιπλέον αποζημίωση απόλυσης, βάσει της παρ. 3 της υποπ. ΙΑ12 του ν. 4093/2012 ανέρχεται σε 7.000 ευρώ (2.000 Χ 7 μήνες =14.000 :2). Επομένως, η συνολική της αποζημίωση ανέρχεται στο ποσό των 26.451,69 ευρώ (19.451,67+7.000), ποσό και το οποίο έλαβε η ενάγουσα. Κατόπιν τούτων, η αγωγή, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Συνεπώς, πρέπει να γίνει η υπό κρίση έφεση δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, καθότι η εκκαλουμένη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως ανυπόστατη (άκυρη) έσφαλλε. Επιπλέον, το παρόν Δικαστήριο, αφού εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να απορρίψει την αγωγή στην ουσία της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, δοθέντος ότι δεν καθίσταται χειρότερη η θέση της εκκαλούσας, κατ’ άρθρο 536 ΚΠολΔ (βλ. Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, Β. Βαρθακοκοίλη, Αθήνα 1995, άρθρο 536.389). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τα άρθρα 179 περ. β΄ και 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1118/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις  8.1.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓPAMMATEAΣ