ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 19/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Τόλη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: …………., ο οποίος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2022 και ειδικό …./2022 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 928/2024 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 23.05.2024 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../18.06.2024 και ειδικό …../18.06.2024 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../25.06.2024 και ειδικό …./25.06.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του, εάν δε κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ, (ΕφΠειρ 6/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 2305/2017 Αρμ 2019. 745, ΕφΠειρ 166/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005. 558). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 4804/2006 ΕλλΔνη 2007. 06, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 815). Εάν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΜονΕφΠειρ 279/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 23.05.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 928/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 18.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …./2022 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./18.06.2024 και ειδικό …../18.06.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 18.06.2024 ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος Ιωάννης Τόλης (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../25.06.2024 και ειδικό ……./25.06.2024 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της πληρεξούσιας δικηγόρου του εκκαλούντος – ενάγοντος ……….. (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε ο εκκαλών – ενάγων, ο οποίος και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../18.06.2024 και ειδικό …../18.06.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./25.06.2024 και ειδικό …./25.06.2024 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τον εφεσίβλητο – εναγόμενο, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …………/09.07.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος – εναγόμενος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή του στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ερημοδικεί ο εφεσίβλητος – εναγόμενος που κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης από τον εκκαλούντα – ενάγοντα που επέσπευσε τη συζήτησή της, πρέπει, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από τον παριστάμενο εκκαλούντα – ενάγοντα αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων της αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.
Κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ δικάζονται οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο μεταξύ των δικαιούχων ή των διαδόχων τους και εκείνων που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν αποζημίωση ή των διαδόχων τους, όπως και απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών και των ασφαλισμένων ή των διαδόχων τους. Από τη διατύπωση του άρθρου αυτού συνάγεται ότι για την εφαρμογή του απαιτείται (α) πρόκληση ζημίας, (β) η ζημία να έχει προκληθεί από αυτοκίνητο και (γ) η ζημία να έχει ως αίτιο το αυτοκίνητο, δηλαδή να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της χρήσης του αυτοκινήτου, και να μην προέρχεται από άλλη πηγή, έστω και αν αφορά αυτοκίνητο (Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 1998, αριθ. 2546 επ.). Οι διαφορές της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ προϋποθέτουν ορισμένη ιδιότητα των διαδίκων, και συγκεκριμένα ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει την ιδιότητα είτε του οδηγού, είτε του ιδιοκτήτη ή του προστήσαντος τον οδηγό στην οδήγηση του ζημιογόνου αυτοκινήτου, και όχι τρίτου άσχετου με το ζημιογόνο αυτοκίνητο (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Ι, άρθρο 614, αρ. 23-24, σελ. 2118). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 928/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 18.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 23.05.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 18.06.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./18.06.2024 και ειδικό ……/18.06.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 20.03.2024. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, καθόσον ο εναγόμενος – πεζός, δεν έχει την ιδιότητα είτε του οδηγού, είτε του ιδιοκτήτη ή του προστήσαντος τον οδηγό στην οδήγηση του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ώστε να εφαρμόζεται η ειδική διαδικασία του άρθρου 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη.
Ο ενάγων στην από 18.01.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2022 και ειδικό ……/2022 αγωγή του, την οποία άσκησε, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και η οποία παραδεκτώς, κατ’ άρθρα 223 και 224 του ΚΠολΔ, διορθώθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι την 24.08.2020 και περί ώρα 23.20, ενώ ο ίδιος έβαινε επί της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη, στον Κορυδαλλό Αττικής, στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του ρεύματος κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι, οδηγώντας την υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, αίφνης εμφανίσθηκε μπροστά του και παρεμβλήθηκε στην πορεία του οχήματός του ο εναγόμενος, ο οποίος ήταν πεζός και επιχειρούσε να διασχίσει κάθετα τη Λεωφόρο Γρ. Λαμπράκη, σε σημείο όπου δεν υφίσταται διάβαση πεζών και ενόσω ο σηματοδότης στην πορεία του έδειχνε κόκκινο φως, ενώ ο σηματοδότης κίνησης για τα οχήματα έδειχνε πράσινο φως, με συνέπεια να επιπέσει σε αυτόν, να χάσει τον έλεγχο του οχήματός του, να ανατραπεί στο οδόστρωμα και να τραυματιστεί, ήτοι να υποστεί πολλαπλά κατάγματα του μέσου τριτημορίου του προσώπου, ότι διακομίσθηκε αρχικά στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ» και στη συνέχεια στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ανάταξης οστεοσύνθεσης των καταγμάτων και ανακατασκευής του οφθαλμικού κόγχου ΑΡ και εξήλθε την 03.09.2020, με συστάσεις για επανεξέταση στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία της Γναθοχειρουργικής Κλινικής, ότι συνεπεία του είδους και της έκτασης του τραυματισμού του, βρισκόταν σε αδυναμία να αυτοεξυπηρετηθεί για το χρονικό διάστημα της νοσηλείας του από την 25.08.2020 μέχρι την 03.09.2020, ήτοι για χρονικό διάστημα 10 ημερών, κατά τις ώρες από 8.00 έως 22.00, και ακολούθως είχε ανάγκη πρόσληψης βοηθού για την καθημερινή εξυπηρέτηση και φροντίδα του (όπως χορήγηση φαγητού και νερού), έργο το οποίο ανέλαβε ο πατέρας του, ότι λόγω της παράνομης και υπαίτιας, υπό τη μορφή της αμέλειας, συμπεριφοράς του εναγόμενου και της μη τήρησης εκ μέρους του των κανόνων του Κ.Ο.Κ., υπέστη τον προαναφερόμενο τραυματισμό, εξαιτίας του οποίου προκλήθηκε σ’ αυτόν ηθική βλάβη, λόγω του άγχους, της σωματικής ταλαιπωρίας και της στεναχώριας που αισθάνθηκε. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 30.620,00 ευρώ, και συγκεκριμένα (α) το ποσό των 2.900,00 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην εμπορική αξία της δίκυκλης μοτοσικλέτας του ύψους 3.000,00 ευρώ, κατά το χρόνο της σύγκρουσης, αφαιρουμένου του ποσού των 100,00 ευρώ που έλαβε για τα υπολείμματα αυτής, καθόσον η επισκευή της ήταν οικονομικώς ασύμφορη, ανερχόμενη στο ποσό των 2.222,43 ευρώ, σύμφωνα τις επισυναπτόμενες στην αγωγή προσφορές αγοράς ανταλλακτικών ποσού 1.720,23 ευρώ και εργασιών επισκευής ποσού 502,20 ευρώ, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι έχει υποστεί ολική καταστροφή, (β) το συνολικό ποσό των 140,00 ευρώ για δαπάνες οδοντιατρικής θεραπείας, στην οποία υποβλήθηκε εξαιτίας του τραυματισμού του, (γ) το συνολικό ποσό των 2.080,00 ευρώ για την περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε σ’ αυτόν εξαιτίας της σύγκρουσης και της καταστροφής των ενδυμάτων, των υποδημάτων και του ρολογιού που φορούσε, της συσκευής κινητής τηλεφωνίας που έφερε μαζί του, καθώς και των κοσμημάτων και του πορτοφολιού αυτού που κλάπηκαν, μετά τη σύγκρουση και ενόσω ο ίδιος δεν είχε τις αισθήσεις του, (δ) το συνολικό ποσό των 500,00 ευρώ για πλασματική αμοιβή υποκατάστατης δύναμης, ήτοι το ποσό των 50,00 ευρώ ημερησίως που θα κατέβαλε σε τρίτους που θα προσλάμβανε, εάν δεν του παρείχε τις υπηρεσίες του για την καθημερινή περιποίηση και φροντίδα του ο πατέρας του, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα των 10 ημερών που βρισκόταν σε αδυναμία να αυτοεξυπηρετηθεί και (ε) το ποσό των 25.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, επιφυλασσόμενος να διεκδικήσει, ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, το επιπλέον ποσό των 40,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, λόγω της αδικοπραξίας του, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 928/2024 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β’, 340, 345, 346, 914, 929, 930 παρ. 3 και 932 του ΑΚ και των άρθρων 70, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 και 1047 του ΚΠολΔ, στη συνέχεια έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.284,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων, κατά το μέρος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως, αναφορικά με την παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης, κατά ποσοστό 70%, της προβληθείσας από τον εναγόμενο ένστασης συνυπαιτιότητας κατ’ άρθρο 300 του ΑΚ, το ύψος του επιδικασθέντος σ’ αυτόν κονδυλίου για πλασματική αμοιβή υποκατάστατης δύναμης, το ύψος της επιδικασθείσας σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και την απόρριψη ως ουσία αβάσιμου του κονδυλίου των κοσμημάτων και των χρημάτων αυτού που κλάπηκαν, μετά τη σύγκρουση, με την κρινόμενη από 23.05.2024 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή/και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του υπαιτίου να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει (ΑΠ 655/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου-οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους πιο πάνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 553/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1622/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς από το άλλο μέρος να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “εύλογου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό, που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Το αντικειμενικό αυτό μέτρο συνάγεται από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και μέσω αυτού από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά στο ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (καταρχήν αναιρετικά ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα) τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο) το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στην διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “εύλογου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 287/2018 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση της προσκομιζόμενης από τον εκκαλούντα – ενάγοντα υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου ΔΣΑ ΕΒ …………/14.04.2022 ένορκης βεβαίωσης, κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020, ενώπιον της Δικηγόρου Αθηνών …………(ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) του μάρτυρα ………….., η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εφεσίβλητου – εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. ………../02.02.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..), από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), από τις εξομοιούμενες ως προς την αποδεικτική τους δύναμη με έγγραφα, κατ’ άρθρα 444 παρ. 1γ’, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (βλ. ΑΠ 189/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1707/2009 ΝΟΜΟΣ), και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 24.08.2020 και περί ώρα 23.20, ο ενάγων οδηγούσε την υπ’ αριθ. πλαισίου …………. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, εργοστασίου κατασκευής YAMAHA, μοντέλο FZ6, χρώματος λευκού, που ήταν ασφαλισμένη για τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “…………”, βαίνοντας επί της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη, στον Κορυδαλλό Αττικής, στο ρεύμα κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι. Όπως δε προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 24.08.2020 Έκθεση Αυτοψίας Τροχαίου Ατυχήματος και το συνοδεύον αυτή από 24.08.2020 Πρόχειρο Σχεδιάγραμμα των ανακριτικών υπαλλήλων του Β’ Τμήματος Τροχαίας Πειραιώς, η Λεωφόρος Γρ. Λαμπράκη είναι διπλής κατεύθυνσης με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας στο ρεύμα κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι και με πλάτος ασφαλτικού οδοστρώματος έντεκα (11) μέτρα, οι οποίες σημαίνονται με διακοπτόμενες διαχωριστικές γραμμές. Στο ύψος της διασταύρωσης της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη με την οδό Ταξιαρχών, η κυκλοφορία ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, ενώ υφίσταται και διάβαση πεζών. Κατά τον ανωτέρω χρόνο επικρατούσε καλοκαιρία, η κατάσταση της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη, που στο σημείο της διασταύρωσης με την οδό Ταξιαρχών είναι ευθεία – ανωφέρεια με μικρή κλίση προς Κερατσίνι, ήταν καλή – ξηρά, ο δημοτικός φωτισμός ήταν επαρκής, οι φωτεινοί σηματοδότες λειτουργούσαν κανονικά, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν κανονική, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των οχημάτων ήταν το προβλεπόμενο εντός κατοικημένων περιοχών, κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ., ήτοι 50 χιλιόμετρα την ώρα. Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο ο εναγόμενος βρισκόταν πεζός στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη, στο ρεύμα κατεύθυνσης από Κερατσίνι προς Αθήνα και στο ύψος της διασταύρωσης με την οδό Ταξιαρχών, επιχειρώντας να διασχίσει κάθετα τη Λεωφόρο Γρ. Λαμπράκη και να βρεθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο ρεύμα κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι, σε σημείο όπου δεν υφίστατο διάβαση πεζών και ενώ ο φωτεινός σηματοδότης στην πορεία του έδειχνε κόκκινο. Ακολούθως, ο εναγόμενος κατήλθε στο οδόστρωμα και κινούμενος με γρήγορο βηματισμό, διέσχισε το ρεύμα κατεύθυνσης από Κερατσίνι προς Αθήνα, ενώ επιχείρησε να διασχίσει και το ρεύμα κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι, στο οποίο κινούνταν ο ενάγων οδηγώντας τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του με αυξημένη ταχύτητα, περίπου 120 χιλιόμετρα την ώρα, που υπερέβαινε το ανωτέρω επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των οχημάτων, δοθέντος ότι είχε ήδη προσπεράσει το προπορευόμενο από αυτόν όχημα και ο φωτεινός σηματοδότης στην πορεία του έδειχνε πράσινο. Αφού ο εναγόμενος διέσχισε με γρήγορο βηματισμό την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του ρεύματος κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι και το ευρισκόμενο σ’ αυτήν Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο πραγματοποίησε αποφευκτικό ελιγμό, προκειμένου να αποτραπεί η μεταξύ τους σύγκρουση, ο ενάγων που κινούταν στο άκρο της μεσαίας προς την δεξιά λωρίδα του ρεύματος κατεύθυνσης, αντιλήφθηκε την κίνηση του εναγόμενου – πεζού όταν η μεταξύ τους απόσταση ήταν μικρή, πλην όμως δεν μείωσε την ταχύτητά του, πιστεύοντας ότι ο εναγόμενος θα τον αντιληφθεί, θα διακόψει την πορεία του και θα του επιτρέψει τη διέλευση, με αποτέλεσμα να επιπέσει πάνω στον εναγόμενο, να τον παρασύρει με την εμπρόσθια αριστερή επιφάνεια της μοτοσυκλέτας του και να τον εκτινάξει προς τα πίσω, ενώ η μοτοσυκλέτα του συνέχισε την πορεία της για τουλάχιστον 28,5 μέτρα, προσκρούοντας σε δύο οχήματα που ήταν σταθμευμένα, κατά παράβαση του άρθρου 34 του Κ.Ο.Κ., στη δεξιά πλευρά της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη, στο ρεύμα κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο ενάγων, κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων είχε αναπτύξει ταχύτητα ανώτερη από την επιτρεπόμενη, εντός κατοικημένων περιοχών, ταχύτητα των 50 χιλιομέτρων την ώρα, ενισχύεται και από την περιεχόμενη στην ποινική δικογραφία από 14.10.2020 κατάθεση του μάρτυρα …………….., ο οποίος ήταν παρών κατά το ένδικο ατύχημα, οδηγώντας το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του και βαίνοντας επί της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη, στο ρεύμα κατεύθυνσης από Αθήνα προς Κερατσίνι, και ο οποίος με σαφήνεια κατέθεσε ότι τον προσπέρασε από δεξιά η μοτοσυκλέτα του ενάγοντος, κινούμενη με αυξημένη ταχύτητα περίπου 120 με 140 χιλιόμετρα την ώρα. Ενισχύεται επίσης και από το γεγονός ότι μετά την σύγκρουση, η μοτοσυκλέτα του ενάγοντος εκτίναξε τον εναγόμενο προς τα πίσω και στη συνέχεια, αφού σύρθηκε για αρκετά μέτρα προκαλώντας χαραγή στο οδόστρωμα μήκους 28,5 μέτρων, προσέκρουσε με σφοδρότητα στα δύο σταθμευμένα οχήματα, όπως προκύπτει από το από 24.08.2020 Πρόχειρο Σχεδιάγραμμα που συνοδεύει την από 24.08.2020 Έκθεση Αυτοψίας Τροχαίου Ατυχήματος των ανακριτικών υπαλλήλων του Β’ Τμήματος Τροχαίας Πειραιώς. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι το ένδικο ατύχημα και η συνακόλουθη πρόκληση βλάβης της υγείας του ενάγοντος οφείλονται σε συντρέχουσα αμέλεια, τόσο του ίδιου του ενάγοντος – οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας, ποσοστού 70%, όσο και του εναγόμενου – πεζού, ποσοστού 30%. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος – πεζός ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του Κ.Ο.Κ. που ορίζει τους κανόνες κυκλοφορίας πεζών, αφού, προκειμένου να διασχίσει το οδόστρωμα της Λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη στο ύψος της διασταύρωσης με την οδό Ταξιαρχών, δεν χρησιμοποίησε τη διάβαση πεζών που υπήρχε στο οδόστρωμα, ούτε συμμορφώθηκε με το σήμα του φωτεινού σηματοδότη που υπήρχε στη διάβαση πεζών, αν και υποχρεούτο προς τούτο. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ., αφού όφειλε ως χρήστης της οδού να αποφύγει οποιαδήποτε συμπεριφορά που ήταν ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, και συγκεκριμένα όφειλε να ελέγξει την οδική κίνηση πριν κατέλθει στο οδόστρωμα και να λάβει υπόψη του την απόσταση και την ταχύτητα των κινούμενων οχημάτων, αναμένοντας τη διέλευση αυτών, πριν διασχίσει το οδόστρωμα, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι η ορατότητά του δεν περιοριζόταν, ο δημοτικός φωτισμός ήταν επαρκής και η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν κανονική. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι και ο ενάγων – οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ., αφού δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ούτε επέδειξε ιδιαίτερη προσοχή στον εναγόμενο – πεζό, ενώ ενήργησε κατά παράβαση και του άρθρου 39 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ., αφού αποδείχθηκε ότι συμπεριφέρθηκε με τρόπο που μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τον εναγόμενο – πεζό. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παραβίασε και το άρθρο 19 παρ. 1, 2 και 3 του Κ.Ο.Κ., αφού δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς, ούτε είχε ρυθμίσει την ταχύτητα του οχήματός του, λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από την εμφάνιση του εναγόμενου – πεζού, εμπόδιο το οποίο μπορούσε να προβλεφθεί και βρισκόταν στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού, ούτε μείωσε την ταχύτητα του οχήματός του, ούτε διέκοψε την πορεία αυτού, προβαίνοντας σε τροχοπέδηση ή άλλου είδους αποφευκτικό ελιγμό, όταν οι περιστάσεις το επέβαλλαν λόγω της εμφάνισης του εναγόμενου – πεζού, ούτε μείωσε την ταχύτητα του οχήματός του, παρότι ήταν νυκτερινές ώρες 23.20 και διερχόταν από κατοικημένες περιοχές, ο δε εναγόμενος – πεζός, που βρίσκονται στην τροχιά του, καθυστερούσε να απομακρυνθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και έκανε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη την προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση συνυπαιτιότητας κατ’ άρθρο 300 του ΑΚ, δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εκκαλούντος – ενάγοντος που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι αποτέλεσμα της ένδικης σύγκρουσης ήταν να τραυματιστεί ο ενάγων και να διακομισθεί με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β. στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ», όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις και διαπιστώθηκε: (α) από τους ιατρούς της Οφθαλμολογικής Κλινικής, οπτική οξύτητα ΔΑΟ 2/10, βυθός που δεν βυθοσκοπείται λόγω θολών διαθλαστικών υμένων, ύφαιμα και κόρη ΑΟ μη αντιδρώσα, ότι φέρει οίδημα – εκχύμωση περιοφθαλμολογικά ΔΟ, ότι φέρει πολλαπλά κατάγματα οφθαλμολογικού κόγχου, του δόθηκαν οδηγίες και φαρμακευτική αγωγή και συστήθηκε U/S AO, επανέλεγχος καθημερινά και γναθοχειρουργική εκτίμηση (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αρ. πρωτ. ……/22.10.2020 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του …………. επιμελητή Β’ της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ»), (β) από τους ιατρούς της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής, επισχεθείσα ρινορραγία, χωρίς οπισθορινική αιμορραγία, ότι φέρει πολλαπλά κατάγματα μετωπιαίου κόλπου, οφθαλμικών κογχών, ρινικών ιγμορείων, πτερυγοειδών, ζυγωματικών, εκχυμώσεις κάτω χείλους και θλαστικό τραύμα άνω χείλους, έγινε συρραφή και συστήθηκε άμεση γναθοχειρουργική αντιμετώπιση (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αρ. πρωτ. ………../22.10.2020 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ………… διευθυντή της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ»), (γ) από τους ιατρούς της Νευροχειρουργικής Κλινικής, κάκωση κεφαλής GCS:15/15 χωρίς νευρολογική σημειολογία, υποβλήθηκε σε CT εγκεφάλου χωρίς οξεία νευροχειρουργική παθολογία και δόθηκαν οδηγίες για Κ.Ε.Κ. (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αρ. πρωτ. ……./22.10.2020 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του Θεόδωρου Γερασίμου επιμελητή Β’ της Νευροχειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ»), (δ) από τους ιατρούς της Α’ Χειρουργικής Κλινικής, ΚΕΚ θλαστικό κεφαλής, SAT97%, Σφ.85/min, Α.Π.135/86mm, θλαστικό άνω χείλους, (αρ) οφρύος, εκδορές (δε) άνω άκρου, αναπνευστικό ψιθύρισμα ομότιμο άμφω, κοιλία μαλακή – ευπίεστη – ανώδυνη, έγινε γενική αίματος, βιοχημικός έλεγχος, u/s fast, Ro θώρακος και παραπέμφθηκε για εκτίμηση νευροχειρουργική, ωτορινολαρυγγολογική και γναθοχειρουργική (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αρ. πρωτ. …./22.10.2020 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ………… επικουρικού επιμελητή της Α’ Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ»). Την 25.08.2020, ο ενάγων διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» και εισήχθη στο Τμήμα Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής, όπου διαπιστώθηκαν πολλαπλά σύνθετα κατάγματα του μέσου τριτημορίου του προσώπου. Την 01.09.2020 υποβλήθηκε, υπό γενική αναισθησία, σε χειρουργική επέμβαση ανάταξης οστεοσύνθεσης των καταγμάτων και ανακατασκευής του οφθαλμικού κόγχου ΑΡ, ενώ η μετεγχειρητική πορεία του υπήρξε ομαλή και εξήλθε την 03.09.2020, με οδηγίες και συστάσεις για συχνή παρακολούθηση στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του τμήματος (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αρ. πρωτ. ………./05.10.2020 βεβαίωση νοσηλείας του ………… επικουρικού επιμελητή της Γναθοχειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο από 03.09.2020 διοικητικό εξιτήριο του τμήματος κίνησης ασθενών του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»). Την 09.09.2020, την 16.09.2020 και την 23.09.2020, αντίστοιχα, ο ενάγων επανεξετάσθηκε στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία της Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», όπου διαπιστώθηκε η ομαλή μετεγχειρητική του πορεία. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά την παραμονή του ενάγοντος στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», από την 25.08.2020 έως την 03.09.2020, ήτοι για χρονικό διάστημα 10 ημερών, είχε την ανάγκη συμπαράστασης τρίτου προσώπου, επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, προκειμένου αυτό να μεριμνήσει για τις ανάγκες του. Για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ενάγοντος, και ιδίως την κάλυψη της προσωπικής του περιποίησης και υγιεινής, καθώς και της προσωπικής του διατροφής, καθ’ όλο το ανωτέρω διάστημα, ο πατέρας του ……………, παρείχε σ’ αυτόν την απαιτούμενη βοήθεια και φροντίδα, καθ’ υπέρβαση των συγγενικών καθηκόντων. Ο ενάγων, εάν απασχολούσε τρίτο πρόσωπο για το χρονικό διάστημα των 10 ημερών, από την 25.08.2020 έως την 03.09.2020, θα του κατέβαλε το ποσό των τριάντα (30,00) ευρώ, το οποίο καταβάλλεται συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις για την προσφορά ίδιων υπηρεσιών, επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, χωρίς να χρειάζεται μεγαλύτερης διάρκειας συμπαράσταση τρίτου προσώπου, ενώ το επιπλέον αιτούμενο ποσό κρίνεται υπερβολικό και μη ανταποκρινόμενο στις ανάγκες του ενάγοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νοσηλείας του δεν είχε ανάγκη πρόσληψης εξειδικευμένου νοσοκόμου, που αμείβεται με αυξημένο ημερομίσθιο, για την καθημερινή φροντίδα του, όπως χορήγηση φαρμάκων (παυσίπονων και ενέσιμων), χορήγηση ορών κλπ., αφού το έργο αυτό το είχε αναλάβει το νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου. Συνεπώς, ο ενάγων για την ως άνω αιτία ζημιώθηκε κατά το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ (30,00 ευρώ Χ 10 ημέρες), το οποίο πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας 70% που βαρύνει τον ίδιο, ήτοι κατά το ποσό των διακοσίων δέκα (210,00) ευρώ (300,00 ευρώ – 70%), και ως εκ τούτου πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των ενενήντα (90,00) ευρώ. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι μετά την ένδικη σύγκρουση και ενόσω ο ίδιος δεν είχε τις αισθήσεις του, έπεσε θύμα κλοπής με αποτέλεσμα να απωλέσει τα κοσμήματα που φορούσε, μία χρυσή αλυσίδα και ένα σταυρό, αξίας 400,00 ευρώ, καθώς και το πορτοφόλι του, εντός του οποίου είχε μετρητά αξίας 600,00 ευρώ. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός του ενάγοντος, και συνεπώς το οικείο αγωγικό κονδύλιο κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον αφενός στην σχηματισθείσα ποινική δικογραφία δεν γίνεται καμία αναφορά σε περιστατικό κλοπής, μεταγενέστερης της σύγκρουσης, με θύμα τον ενάγοντα, αφετέρου στο προσκομιζόμενο από 24.08.2020 πρωτόκολλο καταγραφής περιουσιακών αντικειμένων του τραυματισθέντος σε τροχαίο ατύχημα γίνεται μνεία μόνο σε ένα ρολόϊ που παραδόθηκε στον θείο του ενάγοντος ………….. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο ενάγων την 05.09.2020, προσήλθε στο Τμήμα Ασφαλείας Κορυδαλλού και υπέβαλε μήνυση κατά αγνώστων ισχυριζόμενος ότι την 24.08.2020, από ώρα 23.00 έως 11.59, άγνωστοι αφαίρεσαν από την κατοχή του ένα τσαντάκι μέσης που περιείχε το ποσό των 590,00 ευρώ, καθώς και ένα χρυσό σταυρό με την αλυσίδα του, αφού προηγουμένως ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και έχασε τις αισθήσεις του (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αρ. πρωτ. ………../05.04.2024 αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων του Τμήματος Ασφαλείας Κορυδαλλού), λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενάγων δεν ανέφερε για ποια αιτία έφερε μαζί του το εν λόγω ποσό σε μετρητά χαρτονομίσματα, ούτε για ποιο λόγο δεν φορούσε τον χρυσό σταυρό με την αλυσίδα, αλλά τα είχε τοποθετήσει στο τσαντάκι μέσης. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια, υπό τη μορφή της αμέλειας, συμπεριφορά του εναγόμενου και την προκληθείσα σ’ αυτόν σωματική βλάβη, το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000,00) ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία σε βάρος του ενάγοντος, της υπαιτιότητας του εναγόμενου, του είδους και της φύσης της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, της ηλικίας αυτού κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας (24 ετών), της μετέπειτα εξέλιξης της υγείας του, της σωματικής και της ψυχικής ταλαιπωρίας του, σε συνδυασμό με το ποσοστό συνυπαιτιότητας που βαρύνει τον ίδιο, την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογο, για την χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000,00) ευρώ, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – ενάγοντος που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων, λόγω της ήττας του. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου – εναγόμενου, σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος, ως ηττηθέντος διαδίκου, αφού αυτός δεν παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο εφεσίβλητος – εναγόμενος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού στη δίκη αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το έννομο συμφέρον του απόντος διαδίκου, να ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του, ανακοπή ερημοδικίας, τις δε προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, όπως είναι και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της, θα κρίνει μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (βλ. ΟλΑΠ 15/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1596/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου – εναγόμενου την από 23.05.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 928/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……………./2024 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 9.1.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ