Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 25/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4Ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  25/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……… για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………..), που  εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα.

Β) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ :  ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΠΑΛΑΙΟΝ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ» (Π.Ε.Τ.), νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη.

ΤΩΝ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ – ΚΑΘ’ΩΝ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ  : 1) ………. και 2) …………….που παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Σταυρούλας Γιαλαμά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Οι εφεσίβλητοι-αιτούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./5.2.2020 αίτηση, ενώ το μεν εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από 6.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./9.10.2020 κύρια παρέμβαση του, το δε εκκαλούν «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» την από  12.10.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/14.10.2020 κύρια παρέμβαση. Επ’αυτών εκδόθηκε η με αριθ.2488/2022 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.3257/2022 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε κατ’ουσίαν την αίτηση και απέρριψε τις κυρίες παρεμβάσεις.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τα ηττηθέντα κυρίως παρεμβαίνοντα και συγκεκριμένα το Ελληνικό Δημόσιο και ήδη εκκαλούν – εφεσίβλητο, με την από 5.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../5.1.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/18.4.2023 έφεση και το «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» και ήδη εκκαλούν – εφεσίβλητο, με την από 5.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/5.1.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/18.4.2023 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 5.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../5.1.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/18.4.2023 και β) από 5.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../5.1.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/18.4.2023 εφέσεις των ηττηθέντων κυρίως παρεμβαινόντων, αφενός του Ελληνικού Δημοσίου και αφετέρου, του νπδδ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον», ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, που στρέφονται κατά της αριθ.2488/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.3257/2022 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και έκανε δεκτή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη, την από 5.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./5.2.2020 αίτηση των εφεσιβλήτων, ……….. και ………, περί διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής για το επίδικο οικόπεδο, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, στα οικεία κτηματολογικά βιβλία και απέρριψε τις από 6.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/9.10.2020 και από  12.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./14.10.2020 κύριες παρεμβάσεις του Ελληνικού Δημοσίου και του νπδδ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» αντίστοιχα, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 παρ.1 και 2, 496, 498, 499, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως διορθώθηκε, επιμελεία των αιτούντων, στις 12.12.2022, στον Υπουργό των Οικονομικών, που εκπροσωπεί τα κυρίως παρεμβαίνοντα – εκκαλούντα (άρθρο 1 παρ.1 και άρθρο 10 του κ.δ/τος της 26.6./10.7.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου), συντασσομένων των υπ’αριθμ…..΄και …….΄/12.12.2022 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……….., αντίστοιχα, που προσκομίζονται από τους εφεσιβλήτους, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 5.1.2023, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Σημειωτέον, ότι για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται να κατατεθούν τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), δεδομένου ότι το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, κατά το άρθρο 19  §  1 του Κωδ. Δ/τος της 26.6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ. 28/1931 (ΦΕΚ Α’ 239/1931), απαλλάσσονται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο. Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ.α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Με την από 5.2.2020 αίτηση τους, οι αιτούντες, όπως συμπληρώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, προς αντίκρουση των κυρίων παρεμβάσεων, ισχυρίζονται ότι έχουν καταστεί συγκύριοι ενός οικοπέδου με ΚΑΕΚ ………….., μετά της επ’αυτού ισόγειας οικίας και πέντε αποθηκών, που βρίσκεται εντός ρυμοτομικού σχεδίου πόλης του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, επί της οδού …………, όπως ειδικότερα περιγράφεται, έκτασης 198 τ.μ. κατά το Κτηματολόγιο και 191,12τ.μ. κατά νεώτερη καταμέτρηση, σύμφωνα με το από Σεπτεμβρίου του 2019 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………..,αφενός κατά παράγωγο τρόπο, η μεν πρώτη ποσοστού 37,5% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’ αριθμ………../10.4.1997 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, της αποβιωσάσης στις 11.2.1971 μητέρας της, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, νόμιμα μεταγραμμένης, ο δε δεύτερος ποσοστού 37,5% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’αριθμ…../24.10.2019 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της ως άνω μητέρας του, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, ενώ ο πατέρας τους, ………, είχε καταστεί κύριος ποσοστού 25% του εν λόγω οικοπέδου, δυνάμει της υπ’ αριθμ………./10.4.1997 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, της ως άνω συζύγου του, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., νόμιμα μεταγραμμένης, ο οποίος απεβίωσε στις 9.2.2017 κληρονομούμενος εξ αδιαθέτου από τους αιτούντες εξ ημισείας, ήτοι κατά ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου ο καθένας στο επίδικο ακίνητο, με την υπ’αριθμ…………./24.10.2019 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, νομίμως μεταγραμμένης και αφετέρου, με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, νεμηθέντες το επίδικο, διανοία κυρίων, με καλή πίστη και τους ανωτέρω νόμιμους τίτλους, προσμετρώντας τη νομή των άμεσων, απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους με τα αυτά προσόντα, από το έτος 1872, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου και χωρίς ουδέποτε να έχουν ενοχληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο, επικουρικά δε με την συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν.3127/2003, αφού απέκτησαν το ακίνητο, που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως, με χρησικτησία έναντι του Δημοσίου, έχοντας συμπληρώσει τριακονταετή επ’αυτού νομή, με καλή πίστη, έως την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου στις 19.2.2003. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι, εξαιτίας της παράλειψης του δεύτερου αιτούντος και του κληρονομούμενου πατέρα τους, κατά τη διαδικασία σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου, να υποβάλουν εμπρόθεσμα δήλωση περί της κυριότητας τους, κατά τις αρχικές εγγραφές στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, καταχωρήθηκε το επίδικο, ως ανήκον κατά κυριότητα 37,5% εξ αδιαιρέτου στην πρώτη αιτούσα, …………, η οποία είχε υποβάλλει εμπρόθεσμα σχετική δήλωση για το εμπράγματο δικαίωμα της, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής και κατά το υπόλοιπο ποσοστό 62,5% εξ αδιαιρέτου καταχωρήθηκε ανακριβώς, ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, ζητούν να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή αγνώστου ιδιοκτήτη κατά ποσοστό 62,5% εξ αδιαιρέτου στο ΚΑΕΚ …….. του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και να καταχωρηθούν, ως δικαιούχοι κυριότητας: α) ο κληρονομούμενος πατέρας τους, ………., σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’αριθμ………../10.4.1997 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., νόμιμα μεταγραμμένης και β) ο …………., σε ποσοστό 37,5% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ’αριθμ…………../24.10.2019 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., νομίμως καταχωρισθησομένης στο κτηματολόγιο.

Το Ελληνικό Δημόσιο με την από 6.10.2020 κύρια παρέμβαση, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επικαλούμενο την άσκηση της ανωτέρω αίτησης, το δικόγραφο της οποίας περιέλαβε αυτούσιο στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασης του, καθώς και ότι το συγκεκριμένο ακίνητο, που αφορά η ένδικη αίτηση και έχει καταχωρηθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ …………., αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης, καταγεγραμμένης, ως δημόσιο κτήμα, γνωστή ανέκαθεν με το όνομα «……..» ή  «………», του οποίου μερική έκταση εμβαδού 912.790,50 τ.μ., αποτελεί το  Α.Β.Κ. ….. δημόσιο κτήμα, η δε περιοχή που απεικονίζεται στο από 30.12.1971 τοπογραφικό διάγραμμα ……., έκτασης 1.000 στρεμμάτων, εντός της οποίας βρίσκεται το επίδικο, έχει παραχωρηθεί κατά χρήση τους Δήμους Νίκαιας και Κερατσινίου και αποτελεί κοινόχρηστο χώρο, το δε μείζον δημόσιο κτήμα έχει περιέλθει στην κυριότητα του, κυρίως μεν ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου σε εφαρμογή των διατάξεων της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 4/16.6.1830 και 19.6/1.7.1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, καθόσον την κατέλαβε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και την δήμευσε, άλλως διότι εγκαταλείφθηκε από τους Οθωμανούς πρώην ιδιοκτήτες της  αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα και δεν καταλήφθηκε από τρίτους, άλλως ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και την δήμευσε, επικουρικώς δε καθώς πρόκειται περί δασικής έκτασης, για την οποία δεν προσκομίσθηκαν νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας στην επί των Οικονομικών Γραμματεία, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1, 2  και 3 του από 17/29.11.1836 β.δ/τος, εντός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος και επικουρικότερα απέκτησε την μείζονα έκταση  με   πρωτότυπο  τρόπο,  με τακτική  άλλως με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον την νέμεται, ασκώντας επ’αυτής, διανοία κυρίου, τις επίσης κατονομαζόμενες στο δικόγραφο υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης, που προσιδίαζαν στη φύση και στον προορισμό της, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, αλλά και ανεξαρτήτως αυτών, συνεχώς και αδιαλείπτως, από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό και εφεξής, ζήτησε να απορριφθεί η προαναφερθείσα αίτηση και δεκτής γενομένης της κυρίας παρέμβασης του, να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το δικαίωμα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου κατά ποσοστό 62,5%, επί του εν λόγω γεωτεμαχίου.

Το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) με την από 12.10.2020 κύρια παρέμβαση, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επικαλούμενο την άσκηση της ανωτέρω αίτησης, το δικόγραφο της οποίας ομοίως συμπεριέλαβε αυτούσιο στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασης του, καθώς και ότι το συγκεκριμένο ακίνητο, που αφορά η ένδικη αίτηση, βρίσκεται μέσα σε ευρύτερη  έκταση, 10.000 στρεμμάτων, γνωστή με την ονομασία «…», τμήμα της οποίας αποτελεί το καταγεγραμμένο με Α.Β.Κ. …. δημόσιο κτήμα, έκτασης 1.000 στρεμμάτων στην θέση «…..» και την οποία διαχειρίζεται ο Υπουργός των Οικονομικών και έχει περιέλθει στην κυριότητα του, κυρίως μεν ως εκ του νόμου διαδόχου της διαλυθείσας το έτος 1833, όταν και συνεστήθη το παρεμβαίνον, ως ν.π.δ.δ. με το β.δ. της 19-8/25-9-1833, Ιεράς Μονής του Αγίου ……., προηγουμένης κυρίας αυτής, λόγω έκτακτης χρησικτησίας από το έτος 1700, άλλως με πρωτότυπο τρόπο κτήσης με τα προσόντα της τακτικής και επικουρικότερα με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ως νεμηθέν   αυτήν  από το έτος 1833   και  εφεξής,  ασκώντας, διανοία κυρίου, τις αναφερόμενες στο δικόγραφο υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης, που προσιδίαζαν στη φύση και στον προορισμό της, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, αλλά και ανεξαρτήτως αυτών, συνεχώς και αδιαλείπτως, προσμετρώντας την αντίστοιχη νομή της δικαιοπαρόχου του, Ιεράς Μονής, από το έτος 1700 και επιπλέον δήλωσε, κατά την διαδικασία της κτηματογράφησης, την ευρύτερη έκταση του Κοκκινόβραχου, ως ανήκουσα στην κυριότητα του, με την υπ’αριθμ……/9.2.2001 σχετική δήλωση, ζήτησε να απορριφθεί η προαναφερθείσα αίτηση και δεκτής γενομένης της κυρίας παρέμβασης του, να διαταχθεί η διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το δικαίωμα κυριότητας του, κατά ποσοστό 62,5%, επί του εν λόγω γεωτεμαχίου.

III. Επί της ως άνω αίτησης, όπως συμπληρώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις και των ασκηθεισών κυρίων παρεμβάσεων, συνεκδικαζομένων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.3257/2022 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με  την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη την αίτηση, καθώς και τις κυρίες παρεμβάσεις, παρεκτός της βάσης των τελευταίων περί τακτικής χρησικτησίας, ελλείψει αναφοράς νομίμου τίτλου, ακολούθως, δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο προήλθε από έκταση, η οποία με διαδοχικούς χρονικά συμβολαιογραφικούς τίτλους, νομίμως μεταγραμμένους, αποκτήθηκε και μεταβιβάστηκε μεταξύ ιδιωτών εφεξής του έτους 1872, ο δε παππούς των αιτούντων το απέκτησε ογδόντα τρία έτη πριν, ενώ δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί περί ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου και του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου και απέρριψε, κατ’ουσίαν, τις κυρίες παρεμβάσεις, έκανε δε δεκτή την αίτηση, κατά την κύρια βάση της, διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, κατά ποσοστό 62,5% εξ αδιαιρέτου στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιώς με ΚΑΕΚ ………, με την καταχώρηση των δικαιούχων κυριότητας, ……., σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της με αριθμό ………../10.4.1997 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……. και ………., σε ποσοστό 37,5% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της με αριθμό …………/24.10.2019 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, νόμιμα μεταγραμμένων.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως διορθώθηκε, παραπονούνται τα ηττηθέντα κυρίως παρεμβαίνοντα, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές και ζητούν την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης απόφασης, την αναδίκαση των υποθέσεων από το Δικαστήριο τούτο, επί τω τέλει να απορριφθεί η αίτηση και να γίνουν δεκτές οι κυρίες παρεμβάσεις τους αντίστοιχα.

IV. Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι». Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησης τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω, όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευση τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 638/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2020). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 1443/2015). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11.9.1915 (ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 § 1 του α.ν.1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑ.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019, ΑΠ 132/2000, ΑΠ 532/1980).  Σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, ή λιβάδι όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν, μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης»  (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 638/2016,  ΑΠ 629/2016,  ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015, 705).

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 2 του Ν.3127/2003 για την “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2644/1998 για τη κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (19.3.2003) αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα 30 ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο μέχρι 2000 τ.μ.». Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει μεταξύ άλλων την απόκτηση της κυριότητας με τακτική –  έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή οριοθετημένο οικισμό,  εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή   νέμεται αδιατάρακτα αυτό για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19.3.2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην § 1 περ α` και β` του ίδιου νόμου. Η έννοια όμως του «νέμεται αδιατάρακτα» στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο, αλλά σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα, η οποία  μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο και τέτοιος είναι η κοινοποίηση πράξης της αρμόδιας Αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος. Από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα λαμβάνει υπόψη ότι υφίσταται παρενόχληση, από τον κατά νόμο αληθή νομέα αυτού  Ελληνικό Δημόσιο, παύει να νέμεται αδιατάρακτα με την έννοια της παραπάνω διάταξης  (ΟλΑΠ 11/2015, ΧρΙΔ 2015, 590, ΑΠ 1813/2017, ΑΠ 190/2017, ΑΠ 165/2017, ΑΠ 201/2016, ΑΠ 1446/2015, ΑΠ 2166/2014, ΑΠ 1023/2013, ΑΠ 1518/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τη διατύπωση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 4 § 1 του ν.3127/2003 («εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη»), συνάγεται ότι το βάρος απόδειξης της καλής πίστης δεν το έχει ο επικαλούμενος κυριότητα, νομέας, αλλά αντιθέτως το Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του επικαλούμενου κυριότητα νομέα ή του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 786/2012 και ΑΠ 1777/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω όμως ρύθμιση, ως ειδική και εξαιρετική, εφαρμόζεται μόνο προκειμένου περί ακινήτων του Δημοσίου, όχι όμως και επί ακινήτων ανηκόντων στην κυριότητα των Ο.Τ.Α. ή άλλων ν.π.δ.δ. (ΑΠ  184/2018, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 1824/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως τούτο προκύπτει από την αδιάστικτη γραμματική διατύπωση των παραπάνω διατάξεων που αναφέρονται μόνο σε ακίνητα του Δημοσίου, κατ’ αποκλεισμό άλλων νομικών προσώπων, αλλά και από το γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους. Συνεπώς σε ακίνητα που ανήκουν στο Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο (ΠΕΤ), δεν εφαρμόζεται η άνω ρύθμιση.

V. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, …………… και ……….., που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια των αιτούντων και του κυρίως παρεμβαίνοντος, Ελληνικού Δημοσίου, αντίστοιχα και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του, οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2009, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004, 723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο, μετά μιας ισόγειας οικίας, που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κερατσινίου, στη θέση «……….», επί της οδού …….., στην οποία φέρει τον αριθμό …, έκτασης, κατά τον τίτλο κτήσης του 1938, 202τ.μ., όπως εμφαίνεται αρχικά στο από Μαΐου 1931 ιδιωτικό διάγραμμα του μηχανικού …….. και συνορεύει ανατολικά με το υπ’αριθμ…. οικόπεδο κληρονόμων ……….., δυτικά με τα υπ’αριθμ…. και … οικόπεδα ……… και …………, αρκτικώς με το υπ’αριθμ….. οικόπεδο συζύγων …. και μεσημβρινώς με την οδό ….. Περαιτέρω, το ακίνητο αποτυπώνεται στο από 23.6.1954 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …………, στον οποίο δόθηκε εντολή από τον παππού των αιτούντων, …………., να αποτυπωθεί το σχέδιο επεκτάσεως της οικοδομής και στο από 7.5.1957 τοπογραφικό διάγραμμα, που καταρτίστηκε προς αποτύπωση «προσθήκης οικίας ……..». Κατά νεώτερη καταμέτρηση έχει έκταση 197,96τ.μ., εμφαίνεται δε με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΑ στο από Μαρτίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού, ……… ., που προσαρτάται στην υπ’αριθμ……/1997 συμβολαιογραφική πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της μητέρας των αιτούντων, …., εκ μέρους της πρώτης τούτων, της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. Επίσης, αποτυπώνεται στο από Νοεμβρίου 2019 και συνταγμένο κατά το ΕΓΣΑ ’87 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …………, υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ, εμβαδού 191,12 τ.μ., κατά ακριβέστερη καταμέτρηση, κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, επί της οδού ……….., της Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου – Δραπετσώνας της Περιφέρειας Αττικής, του Νομού Αττικής, τυγχάνει δε άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις. Επ’ αυτού υφίσταται ισόγεια οικία εμφαινόμενη υπό στοιχεία Α, α, β, γ, δ, Β, Γ, Κ6, Κ7, Κ3, Κ9, Α, έκτασης 76,66 τ.μ., στην από Σεπτεμβρίου 2019 κάτοψη ισογείου της πολιτικού μηχανικού, …….., με επιπλέον βοηθητικούς χώρους – αποθήκες, συνολικού εμβαδού 37,67 τ.μ. και στεγασμένη βεράντα επιφανείας 5,68 τ.μ. Για τα κτίσματα έχει εκδοθεί η με ηλεκτρονικό κωδικό ……….. και με αύξοντα αριθμό …………../8.4.2019 βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής στο ν.4495/2017, ενώ από την εικόνα επί του τοπογραφικού διαγράμματος και την εκτυπωμένη εικόνα που δίνει ο διαδικτυακός χάρτης Google, προκύπτει ότι κείται σε δομημένη και οικιστική περιοχή.

Κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, η πρώτη των αιτούντων-εφεσιβλήτων, …………., δήλωσε το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας της στο επίδικο ποσοστού 37,5% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της ως άνω υπ’αριθμ…../10.4.1997 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της μητέρας της, …………, η οποία απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη στις 11.2.1971, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., που νομίμως μεταγράφηκε σε τόμο ….. και με α.α. …. στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά. Κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή στις 11.6.2007, το ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………. και καταχωρήθηκε αυτή, ως δικαιούχος κυριότητας, κατά ποσοστό 37,5% εξ αδιαιρέτου και κατά το υπόλοιπο ποσοστό 62,5%, αγνώστου ιδιοκτήτη. Τούτο διότι, ο τότε εν ζωή πατέρας των αιτούντων, ……….. και σύζυγος της κληρονομουμένης μητέρας των αιτούντων, αν και με την ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά της συζύγου του, …………, κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου στο ανωτέρω ακίνητο, εντούτοις δεν προέβη στην σχετική δήλωση του δικαιώματος κυριότητας του, κατά την διαδικασία κτηματογράφησης. Ομοίως, ο έτερος συγκληρονόμος και δεύτερος των αιτούντων-εφεσιβλήτων, ………, παρέλειψε να δηλώσει στο Κτηματολόγιο το δικό του δικαίωμα κυριότητας κατά ποσοστό 37,5% εξ αδιαιρέτου επί του κληρονομιαίου ακινήτου, προέβη δε πολύ μεταγενέστερα στην υπ’αριθμ…../24.10.2019 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της μητέρας του, της συμβολαιογράφου Πειραιά, . ………., νομίμως καταχωρισθείσης την 28.4.2020 στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με αριθμό …..

Η δικαιοπάροχος των αιτούντων μητέρα τους, είχε αποκτήσει το επίδικο ακίνητο κατά ψιλή κυριότητα, λόγω προίκας, από τον πατέρα της, ………., με το υπ’αριθμ…../27.2.1959 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., νομίμως μεταγραφέντος σε τόμο …. και με α.α. …, ενώ με την ίδια πράξη ο σύζυγος της απέκτησε την επικαρπία τούτου. Το ακίνητο περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στην αποβιώσασα, δυνάμει του άρθρου 56 παρ.1 του ν.1329/1983 περί ισότητας των φύλων, με το οποίο καταργήθηκε ο θεσμός της προικοδοσίας. Επιπλέον, ο εκ μητρικής γραμμής παππούς των αιτούντων, ……………, είχε αποκτήσει το ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα το έτος 1938, λόγω αγοράς από τον ……….., δυνάμει του υπ’ αριθμ………../7.7.1938 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., νομίμως μεταγραφέντος σε τόμο …… και με α.α. ….. Στον εν λόγω τίτλο κτήσης το επίδικο περιγράφεται ως οικόπεδο μετά του επ’ αυτού ενός δωματίου και ενός ξύλινου παραπήγματος, κείμενου στον Πειραιά στη θέση «….» εμφαινομένου με τον αριθμό ….. του πέμπτου τετραγώνου στο από 5 Μαΐου του 1931 ιδιωτικό διάγραμμα του μηχανικού …….., που προσαρτάται στον ανωτέρω τίτλο. Ο πωλητής, ………., είχε αποκτήσει το επίδικο με το υπ’αριθμ…../30.9.1935 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιά σε τόμο …… και με α.α. …., με αγορά από τους: 1) ……….2) …….., 3) ………., 4) …….., 5) ……., 6) ………. Οι δικαιοπάροχοι πωλητές είχαν αποκτήσει το επίδικο ακίνητο από κληρονομιά του αποβιώσαντα στις 19.1.1925 πατρός τους, ……….., ο οποίος και το είχε αποκτήσει με το με αριθμό ……./22.10.1908 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Πειραιά, …….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά σε τόμο …. και με α.α. …., από τους …………… οι οποίοι είχαν στην κυριότητα τους ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου έκαστος του ακινήτου, δυνάμει του υπ’αριθμ………/11.7.1908 συμφωνητικού συνιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά, . ……, που νόμιμα μεταγράφηκε σε τόμο …. και με αριθμό ….., ενώ ως απώτεροι τίτλοι κτήσης των προκτητόρων εμφανίζονται το υπ’αριθμ…../13.10.1886 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., που νόμιμα μεταγράφηκε σε τόμο ΡΔ και με α.α. 81, καθώς και το υπ’αριθμ…../25.10.1872 συμβόλαιο αγοράς, παρά της ………., που νόμιμα μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Πειραιά σε τόμο … και με α.α. ……….

Το επίδικο οικόπεδο στο οποίο είναι χτισμένη η ως άνω οικοδομή,  εμφαινόταν ως τμήμα δημόσιου κτήματος και συγκεκριμένα του καταγεγραμμένου με ΑΒΚ ….., εμβαδού 912.790,50 τ.μ., κειμένου στη θέση «…» του Δήμου Νίκαιας,  όπως αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τα-Υ-φ.χ.ψ.Ω-Α’-Β’-Γ’-Δ’-Ε’-Ζ’-Η’-Θ’-Γ-Κ’-Λ’-Μ’-Ν’-Ξ’-Ο’-Π’-Ρ’-Σ’-Α στο από 30.12.1971 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού του Υπουργείου Οικονομικών, ………., το οποίο καταγράφηκε, ως δημόσιο κτήμα, την 1.8.1981 με βάση την υπ’αριθμ……./13.3.1979 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν της υπ’ αριθμ……/23.6.1972 γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων. Από το εν λόγω τοπογραφικό καθίσταται εμφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης, που καταλαμβάνει το φερόμενο, ως δημόσιο κτήμα, τυγχάνει οικοπεδοποιημένο, εμφανώς ρυμοτομημένο, δομημένο με κτίσματα. Το εν λόγω δημόσιο κτήμα αποτελεί, με τη σειρά του, τμήμα του «……..» με τη γενική ονομασία «…….», που είχε έκταση 10.000 στρέμματα, περιλαμβάνει τις επιμέρους τοποθεσίες «……….», «……..», «……..» και «…….» και συνόρευε ανατολικά με ………., δυτικά με γαίες της Ιεράς Μονής ………, βόρεια με ………. και νότια εν μέρει με γαίες παραχωρηθείσες στον ……… και εν μέρει με εθνικές γαίες ανήκουσες στη διαλυθείσα Ιερά Μονή Αγίου ………. Σύμφωνα με την από 27.5.2003 έκθεση έρευνας και την συμπληρωματική της, του καθεστώτος της περιοχής «……………», με επιμέλεια του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, που  είχε συμπεριληφθεί στις δημόσιες γαίες από το έτος …  με αύξοντα αριθμό …. (γενικός πίνακας εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων), το «………..» έκτασης 10.000 στρεμμάτων, του οποίου την χορτονομή νοίκιαζε το Δημόσιο μέχρι το έτος 1934, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφή περιμετρικά όρια, λόγω έλλειψης τεχνικών στοιχείων, έχουν δε καταγραφεί εντός αυτής  τα δημόσια κτήματα: ΒΚ …….,  εκτάσεως 1.936 στρεμμάτων, το οποίο εκτεινόταν πέρα από την περιουσία της Διαλελυμένης Μονής Αγίου …., ΒΚ ….. έκτασης 959 στρεμμάτων, το οποίο αποτελούσε τμήμα κατεχόμενο από κληρονόμους Παχύ και κατεγράφη μετά την γνωμοδότηση του 1939 με την οποία είχε εξεταστεί το κτήμα … και ΒΚ …., στη θέση «…..», το οποίο αποτελούσε βουνώδη έκταση και τμήμα του (τοποθεσία «….») ενδεχομένως να αποτελούσε εκκλησιαστική περιουσία της Διαλελυμένης Μονής του Αγίου …, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιοριστεί κατ’ έκταση λόγω καταστροφής του διαγράμματος του έτους 1898 του …, που απεικόνιζε την θέση «……». Το υπόλοιπο, λόγω του ότι αποτελούσε βουνό ανεπίδεκτο καλλιέργειας, ενδεχομένως να αποτελούσε εθνικό λειβάδιο και οι πέριξ αυτού εκτάσεις είχαν απαλλοτριωθεί για τον προσφυγικό συνοικισμό ….. και αυτό είχε απομείνει εκτός απαλλοτρίωσης, διότι αποτελούσε βουνό, πλην όμως καταγράφηκε  με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που έκανε δεκτή την με αριθμό ……….. γνωμοδότηση του γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, το πρώτον στις 1.8.1981, ως οικοπεδική έκταση, κείμενη στο Δήμο Νίκαιας στη θέση «…….», όπως προκύπτει από το απόσπασμα του Γενικού Βιβλίου Καταγραφής, ενώ στις 2.3.1982 συντάχθηκε το Πρωτόκολλο καταλήψεως του Β.Κ….. δημοσίου κτήματος από την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, ουδέποτε όμως καταλήφθηκε πραγματικά από το Δημόσιο.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 26.5.2003 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου …….. και την από 15.11.1977 έκθεση ιδιοκτησιακής έρευνας του …….., Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δασών Αττικής και ………., Προϊσταμένου της Επιθεώρησης Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, η κατάσταση της έκτασης αυτής αποτυπώνεται ως εξής : 473.402 τμ. έχουν ενταχθεί στα ρυμοτομικά σχέδια των Δήμων Νίκαιας και Κερατσινίου, 121.465 τμ. είναι δασικές εκτάσεις, 54.611 τμ. είναι εκτός σχεδίου οικιστικά αξιοποιούμενες εκτάσεις που έχουν καταληφθεί παρανόμως, 168.201 τμ.  χώροι πρασίνου αναψυχής, 32.510 τμ.  εργοτάξια  8.602 τμ. με τεχνητή δάσωση και 5.795 τ.μ καταλαμβάνει η Δεξαμενή και συνεχόμενο πλάτωμα. Με την υπ’αριθμ.136/2.5.1984 απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου, η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου, μετά από αίτηση των δήμων Νίκαιας και Κερατσινίου για την παραχώρηση σε αυτούς της χρήσης του ακινήτου ΒΚ …….., για τη δημιουργία χώρου πρασίνου, αθλοπαιδιών, παιδικών χαρών κλπ., παραχώρησε τελικώς στους ανωτέρω δήμους, με το από 13.6.1984 παραχωρητήριο, τμήματα του ακινήτου, στη χωρική αρμοδιότητα του κάθε δήμου. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται έξω από την υλοποιημένη εφαρμογή των ανωτέρω χρήσεων γης, εντός αστικού ιστού και εντός ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κερατσινίου, όπως διαπιστώνεται ευχερώς από τις εφαρμογές των σχετικών χαρτών.  Στις 31.5.2000, ήτοι μετά την ανωτέρω παραχώρηση, υποβλήθηκε δήλωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής του Κερατσινίου, εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και δη της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά για δημόσια κτήματα, περιλαμβανομένου του με Α.Β.Κ. …. για έκταση 912 στρεμμάτων και όχι 1.000, ενώ στις 18.2.2003 υποβλήθηκε η με αρ.πρωτ. …… ένσταση, που αφορά στο ανωτέρω δημόσιο κτήμα. Επίσης, εκ μέρους του εκκαλούντος Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου υποβλήθηκε η με αριθμό ……/9.2.2001 δήλωση ιδιοκτησίας για την μείζονα περιοχή και η υπ’αριθμ.πρωτ…../13.10.2003 συναφής ένσταση. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην από 8.10.2003 συμπληρωματική της από 27.5.2003 αρχικής έκθεσης έρευνας του ιδιοκτησιακού καθεστώτος «…»-«….», της ομάδας εργασίας του Ελληνικού Δημοσίου, «…Το λειβάδιο «……» δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφή περιμετρικά όρια λόγω έλλειψης τεχνικών στοιχείων και επίσης ότι το θέμα προσδιορισμού των ορίων του πρέπει να αποκλειστεί…» Η ίδια τεχνική ομάδα, έλαβε υπ’όψιν το ν.3127/2003 και δεν συμπεριέλαβε εκτάσεις εντός σχεδίου. Στη δε αρχική, από 27.5.2003 έκθεση, αναφέρεται ότι η έκταση των 1.000 στρεμμάτων του «…….» ήταν ανέκαθεν δημόσια και ότι  επί του εδάφους εφαρμογή των τίτλων είναι παντελώς ανέφικτη. Εντούτοις και σε αντίθεση με την ανωτέρω έρευνα και την μη συμπερίληψη στο ΑΒΚ …. δημόσιο κτήμα των εκτάσεων εντός σχεδίου, σύμφωνα με το υπ’αριθμ.πρωτ…… ΑΠΑ …../30.4.2020 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά – Νήσων και Δυτικής Αττικής, που συντάχθηκε ενόψει της προκείμενης δίκης, το επίδικο εμπίπτει στο δημόσιο αυτό κτήμα, όπως εμφαίνεται στο συνταχθέν διάγραμμα εντοπισμού του ακινήτου, του τοπογράφου μηχανικού, ………., που θεωρήθηκε στις 26.8.2020 και περιλαμβάνεται στην κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, με υπόβαθρο το από 16.5.2008 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών του τεχνικού τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, …. και ….., το οποίο βασίστηκε στο, ως άνω, από 30.12.1971 διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού του Υπουργείου Οικονομικών, ………….., δυνάμει του οποίου έγινε για πρώτη φορά η καταγραφή του εν λόγω δημόσιου κτήματος την 1η.8.1981. Σε όλα αυτά τα τοπογραφικά διαγράμματα το επίδικο αποτυπώνεται εναργώς ότι βρίσκεται εντός του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως και σε οικιστική περιοχή πλήρως οικοπεδοποιημένη και δομημένη.

Εκ των ανωτέρω, παρέπεται ότι, από την ανωτέρω μείζονα έκταση, πέραν των εντός σχεδίου εκτάσεων, παραχωρήθηκαν μεν εκτάσεις για την υλοποίηση χώρων πρασίνου στους Δήμους Νικαίας και Κερατσινίου από το 1984, δηλώθηκε δε αργότερα το έτος 2.000, ως δημόσιο κτήμα, προφανώς το υπόλοιπο του παραχωρηθέντος, χωρίς όμως να θίγεται το τμήμα που είχε παραχωρηθεί στο ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Κερατσινίου. Σημειώνεται ότι η ένταξη στο σχέδιο πόλης έγινε με το από 10.3.1952 Βασιλικό Διάταγμα Ρυμοτομίας (ΦΕΚ 65Α) «περί επεκτάσεως του σχεδίου Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου εις τα περιοχάς «…. και ……»  και το από 26.2.1966 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α 80/6.3.1956) «περί επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Κερατσινίου προς Βορράν της περιοχής …… και καθορισμού ορίων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού» και με την υπ’αριθ. 50491/1391/12.3.1991 Υπουργική Απόφαση Έγκρισης Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του δήμου Κερατσινίου (ΦΕΚ Δ 206/26.4.1991). Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ότι το επίδικο αποτελεί χώρο πρασίνου, δεν αποδείχθηκε, καθώς από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι όλη η έκταση «…..» αποτέλεσε χώρο πρασίνου, ή ότι το επίδικο οικόπεδο εμπίπτει σε τέτοιο κοινόχρηστο χώρο, ούτε ότι βρίσκεται εκτός σχεδίου του Δήμου Κερατσινίου, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Εξάλλου, εκκλησιαστικά ακίνητα υπήρχαν στις θέσεις Κερατσίνι, Μικρός και Μεγάλος Καραβάς, Κοκκινάδα ή Κοκκινιά, Τσουρά, Σταυρός, Ξυλοκερατέα, Μπελεγρή, Ευγένεια, Πηγάδι Στρατιώτη, Κρεμμυδαρού, Βάρη Καραβάς και Άγιος Διονύσιος, όχι όμως στη θέση «…..». Την περιουσία της  ήδη διαλυμένης μονής Αγίου ……., η οποία έχει περιέλθει στο δεύτερο εκκαλούν – κυρίως παρεμβαίνον, Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο, που εξακολουθεί να υφίσταται [β.δ. της 25-9/7-10-1833, σε συνδυασμό με το β.δ. 1-13/12/1834 (ΦΕΚ 41/21-12-1834), υπ’αρ.148/1975 Γνωμοδότηση του ΝΚΣ]     κτηματογράφησε ο γεωμέτρης ………, όμως  δεν  βρέθηκε το διάγραμμα, που απεικονίζει τη θέση «………», ούτε υπάρχουν διαγράμματα για τις θέσεις «….», και «….». Λόγω γειτνίασης της θέσης  «….» με τη θέση «……», ενδεχομένως στα  όρια του ΒΚ …. δημόσιου κτήματος να υπήρχε   εκκλησιαστική περιουσία, χωρίς όμως αυτή να μπορεί να τεκμηριωθεί κατ’έκταση σε συγκεκριμένη τοποθεσία, αφού απωλέσθηκε το διάγραμμα, που απεικόνιζε τη θέση «……», ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ως άνω δημοσίου κτήματος αποτελούσε βουνώδη έκταση ανεπίδεκτη καλλιέργειας, με βάση δε το από 30.12.1971 τοπογραφικό διάγραμμα, το μεγαλύτερο μέρος του τυγχάνει εντός ρυμοτομικού σχεδιασμού, οικοπεδοποιημένο, με κτίσματα.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες από την επαχθείσα σ’αυτούς κληρονομία της μητέρας τους και μετέπειτα του πατέρα τους και προηγουμένως οι γονείς τούτων από το έτος 1959, ως προικώο, ενεργούσαν επί του ως άνω οικοπέδου και της επ’αυτού οικίας, που ανεγέρθηκε το έτος 1958 και αποτελούσε την οικογενειακή στέγη και μετά τον θάνατο και του πατέρα τους, την κατοικία του δεύτερου αιτούντος, συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο,  πράξεις συννομής, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με διάνοια συγκυρίων, χωρίς ποτέ να οχληθούν από οποιονδήποτε, καθώς διέμεναν σ’αυτό, το φρόντιζαν, το επόπτευαν, το περιποιούνταν, το συντηρούσαν, το βελτίωναν, διαφύλατταν τα όρια του και εν γένει μετέρχονταν όλες τις πράξεις φυσικής εξουσίασης του, εκδηλώνοντας έτσι την βούληση τους να το εξουσιάζουν και πιο πριν ο εκ της μητρικής γραμμής παππούς τους,  από το έτος 1938, που απέκτησε το οικόπεδο με αγορά από τον προκάτοχο του, αληθή κύριο, που το είχε αποκτήσει το έτος 1935 με νόμιμο τίτλο από τους αληθείς κυρίους τούτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος το 1925 αληθινού κυρίου πατρός τους, που το νεμόταν με αγορά από τους προκτήτορες τούτου από το έτος 1908 και οι προηγούμενοι το νέμονταν καλόπιστα από το έτος 1886 και οι απώτατοι κτήτορες από το έτος 1872, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους και ειδικότερα από όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε προέβη στη σύνταξη πρωτοκόλλου κατάληψης του ως άνω ακινήτου κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων (άρθρο 34 §  2 του α.ν.1539/1938),  ή όχλησε αυτούς με οποιονδήποτε τρόπο.

Με αυτές τις παραδοχές, οι αιτούντες απέκτησαν συγκυριότητα επί του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου καθένας, λόγω κληρονομικής διαδοχής, δυνάμει των, ως άνω, νομίμως μεταγεγραμμένων συμβολαιογραφικών δηλώσεων αποδοχής, αρχικά της κληρονομίας της μητέρας τους, κατά ποσοστό 37,5% εξ αδιαιρέτου έκαστος και ακολούθως, της κληρονομίας του πατέρα τους, κατά ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου έκαστος, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας οι ίδιοι, αλλά και οι απώτεροι και απώτατοι, ως άνω, δικαιοπάροχοι τους, τις προσιδιάζουσες στο ακίνητο πράξεις νομής, ήτοι διαμονή, επίβλεψη, οριοθέτηση, καθαρισμό, ανέγερση οικοδομής, σύνδεση με παροχές κοινής ωφελείας, συντήρηση, νομιμοποίηση αυθαιρέτου κτίσματος, για χρονικό διάστημα 135 ετών, από το έτος 1872 έως την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή (11.6.2007), προσμετρουμένου στο χρόνο νομής τους, του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, οι οποίοι ασκούσαν καλόπιστα τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής πριν απ’ αυτούς, ήτοι για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ετών, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και των είκοσι ετών, κατά τον αστικό κώδικα και εξακολουθούσαν να νέμονται το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη, διανοία συγκυρίων, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, χωρίς να τους γνωστοποιηθεί δικαίωμα του Ελληνικού δημοσίου ή τρίτου προσώπου επ΄αυτού και γενικά να διαταραχθούν από κανέναν. Μήτε προκύπτει ότι και μετά το 2000 και το 2001, οπότε τα εκκαλούντα δήλωσαν αντίστοιχα ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην ευρύτερη περιοχή, που περιλαμβάνει το επίδικο οικόπεδο, κοινοποιήθηκαν στους αιτούντες οι δηλώσεις αυτές, ή απόφαση της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης ή σύνταξη πρωτοκόλλου κατάληψης κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων. Η δε εκ μέρους των εκκαλούντων κατάθεση δήλωσης δικαιώματος πλήρους κυριότητας για την καταγραφή του επιδίκου, ως δημοσίου κτήματος ή εκκλησιαστικής περιουσίας, αντίστοιχα, δεν συνιστά θετική διαταρακτική της νομής των αιτούντων πράξη (ΑΠ 22/2021, ΑΠ 443/2021), ο δε μέσος συναλλασσόμενος δεν έχει την ευχέρεια να πληροφορηθεί τέτοιες εγγραφές, στις οποίες δεν συμμετέχει, ούτε αποδείχθηκε, άλλωστε, ότι περιήλθαν σε γνώση τους.

Το εν λόγω ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο, αφού το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω οικοπέδου με τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί του ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου δημόσιου κτήματος με αριθμό ΑΒΚ ……, εκτάσεως 1.000 περίπου στρεμμάτων, επειδή περιήλθε στην κυριότητα τούτου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, δυνάμει του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άλλως ως δασικό και δεν τηρήθηκε ως προς αυτό η διαδικασία, που προβλεπόταν με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 β.δ., άλλως ως βοσκοτόπι ή λιβάδι ή αδέσποτο, άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενο τούτο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών, καθώς και του ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από τις 25.5.1827 έως τις 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν, ακολούθως, με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019). Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτο και να  δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 β.δ/τος, ούτε βοσκότοπος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε  ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Συνεπώς, κακώς καταχώρησε και περιέλαβε το επίδικο, ως τμήμα του δημοσίου καταγεγραμμένου κτήματος με αρ. ΑΒΚ ….. (από 1.8.1981 καταγραφή στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής) βάσει της ……../1979 διαταγής του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν της …../1972 γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και του από 30.12.1971 τοπογραφικού διαγράμματος του μηχανικού …………, αφού ουδέποτε απέκτησε αυτό με κάποιο από τους ανωτέρω τρόπους που επικαλέστηκε. Στα ως άνω έγγραφα, βάσει των οποίων έγινε η καταγραφή της μείζονος έκτασης, ως δημόσιο κτήμα, αναφέρεται, ως αιτία κτήσης, ότι η εν λόγω έκταση άνηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, γεγονός όμως, που σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε. Συνεπώς, εφόσον δεν προέκυψε ότι απέκτησε δικαίωμα το Ελληνικό Δημόσιο επί του επιδίκου, κακώς το περιέλαβε, ως τμήμα δημόσιου κτήματος και κακώς, ελλείψει σχετικού δικαιώματος, προέβη και στην υπ’αριθμ…../31.5.2000 δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος κυριότητας στο Κτηματολόγιο, κατ’ άρθρο 2 του ν. 2308/1995 και στην …./18.2.2003 ένσταση, κατά το μέρος που αφορά το επίδικο γεωτεμάχιο. Όσον αφορά τις επικαλούμενες από το Ελληνικό Δημόσιο πράξεις νομής, όπως πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σε βάρος ιδιωτών, μηνύσεις για παράνομη κατάληψη δασικής έκτασης, κατεδαφίσεις ανεγειρόμενων κατασκευών, παραχωρήσεις, είτε κατά κυριότητα είτε κατά χρήση, σε άλλους φορείς για λόγους δημόσιας ωφέλειας, δικαστικές παρεμβάσεις σε δίκες μεταξύ τρίτων, εποπτεία, περιφρούρηση και φύλαξη εδαφικών εκτάσεων και ορίων, προσκλήσεις για προσκόμιση και έλεγχο τίτλων ιδιωτών, καμία εξ αυτών δεν αποδείχθηκε ότι αφορούσε ειδικά το επίδικο ακίνητο ή τμήμα του. Το από 11.3.1982 πρωτόκολλο κατάληψης του αποτυπωμένου στο τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……….., ως δημοσίου κτήματος ΑΒΚ …., παρανόμως εκδόθηκε, γιατί στηριζόταν σε ανύπαρκτο δικαίωμα εκ της εσφαλμένης καταγραφής της επίδικης έκτασης, ως δημοσίου κτήματος, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ενώ ουδέποτε επακολούθησε φυσική κατάληψη του επιδίκου από το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η επίδικη οικοπεδική έκταση περιήλθε στην κυριότητα της Ιεράς Μονής Αγίου ……, δυνάμει πρωτοτύπου τρόπου και δη με έκτακτη χρησικτησία του προϊσχύσαντος του ΑΚ, βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αφού ουδέποτε χρησιδέσποσε αυτήν, γιατί ουδέποτε επιλήφθηκε της φυσικής της εξουσίασης, ούτε την απέκτησε ποτέ από αφιερώματα των πιστών μέχρι το έτος 1836, οπότε και διαλύθηκε και το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων περιήλθαν αυτοδίκαια στο κυρίως παρεμβαίνοντα «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) [Διατάγματα της 4.12.1834 «περί της ιδιοκτησίας των εν μοναστηρίοις μοναχών», της 25.8.1833 «περί των εν τω Βασιλείω Μοναστηρίων», της 26.4.1834  «περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών», της 20.5.1836 «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων», της 13.7.1838 και 29.4.1843]. Συνεπώς, το εκκαλούν Π.Ε.Τ. ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου, αφού και η ως άνω Ιερά Μονή ουδέποτε απέκτησε τούτο. Αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή το επίδικο άνηκε στο Ελληνικό Δημόσιο ή στο Π.Ε.Τ., δεν δύναται να εξαχθεί εκ των ως άνω προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, αφού από κανένα εξ αυτών δεν προκύπτουν πράξεις φυσικής εξουσίασης των κυρίως παρεμβαινόντων ειδικώς για το επίδικο ακίνητο ουδέποτε. Οι διενεργηθείσες τα έτη 1880 και 1895 δημοπρασίες εκ μέρους του Οικονομικού Εφόρου Πειραιώς για την μίσθωση χορτονομής έκτασης 10.000 στρεμμάτων στη θέση «….» ή «…..», οι παραγγελίες του ίδιου προς τα αστυνομικά όργανα των ετών 1888 – 1896, καθώς και οι εκμισθώσεις χορτονομής και βοσκής της αυτής περιοχής («….») και των περιοχών «….» «… . ..» των ετών 1895-1937, καθώς και η από 13.9.1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας περί κήρυξης αναδασωτέας ευρύτερης περιοχής του Λεκανοπεδίου Αττικής, ουδόλως αποδείχθηκε ότι περιλάμβαναν ειδικά και την επίδικη έκταση ή τμήμα αυτής. Εξάλλου, δεν προσκομίστηκε τοπογραφικό διάγραμμα των ως άνω εκμισθουμένων ή δημοπρατουμένων περιοχών εκείνων των ετών (1880 – 1937), ώστε να προκύπτουν ακριβώς τα όρια αυτών και ότι το επίδικο ήταν εντός αυτών. Από την επισκόπηση του διαγράμματος που συνοδεύει την απόφαση κήρυξης αναδασωτέας της περιοχής του Λεκανοπεδίου, δεν συνάγεται ότι περιλαμβάνεται και το επίδικο. Άλλωστε, το Ελληνικό Δημόσιο είχε πλήρη επίγνωση ότι η επίδικη οικοπεδική έκταση δεν του άνηκε, ως δημόσιο κτήμα, ούτε ότι τη διαχειριζόταν, ως περιουσία του Π.Ε.Τ. και προς επίρρωση τούτου αποτελεί και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις και για τις μεταγραφές τους, οι οποίες αφορούσαν το επίδικο, αυτό δέχθηκε τις σχετικές δηλώσεις φόρων, ενώ μετά την υποχρέωση για δήλωση ΕΝΦΙΑ, αποδέχθηκε τις σχετικές δηλώσεις για το επίδικο και σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις προέβη σε εκκαθάριση, υπολόγισε και εισέπραξε τους σχετικούς φόρους και αναλογικά τέλη, που τυχόν προέκυψαν. Διαφορετικά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι, παρά το ότι ήταν γνωστή στο Ελληνικό Δημόσιο η κυριότητα του επ’αυτού ή η διαχείριση του, ως ιδιοκτησία του Π.Ε.Τ., καθώς και η έλλειψη κυριότητας των αιτούντων και των δικαιοπαρόχων τους, εντούτοις απέκρυψε ή παρέλειψε να γνωστοποιήσει αυτά τα αληθή σ’αυτούς, κατά τη λήψη των σχετικών δηλώσεων φόρου και την είσπραξη των σχετικών φόρων επί ζημία των αιτούντων και των δικαιοπαρόχων τους με αντίστοιχη παράνομη ωφέλεια του. Εκ των ανωτέρω παραδοχών αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον επίδικο αγωγικό χρόνο και οι αιτούντες, ομού με τον κληρονομούμενο πατέρα τους, κατέστησαν δια παραγώγου τρόπου συγκύριοι τούτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής της μητέρας τους και συζύγου αντίστοιχα, αλλά και δια πρωτοτύπου τρόπου και δη δια εκτάκτου χρησικτησίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πλην όμως, κατά την κτηματογράφηση του Δήμου Κερατσινίου, παρέλειψαν ο δεύτερος των αιτούντων και ο κληρονομούμενος πατέρας τους, να δηλώσουν εμπρόθεσμα τα εμπράγματα δικαιώματα τους αντιστοίχως, με αποτέλεσμα, κατά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς για την περιοχή, στις 11.6.2007, το επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ …………. να καταχωρηθεί, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, κατά ποσοστό 62,5% εξ αδιαιρέτου, αντί ως ανήκον κατά ποσοστό 37,5% στον δεύτερο των αιτούντων, δυνάμει της υπ’αριθμ……/24.10.2019 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….. και κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου στον κληρονομούμενο πατέρα τους, δυνάμει της υπ’αριθμ…………/10.4.1997 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….. και συνεπώς, αυτή η πρώτη εγγραφή στο Κτηματολογικό γραφείο Πειραιώς του Δήμου Κερατσινίου, ελέγχεται ως ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματα κυριότητας των αιτούντων και, ως εκ τούτου, πρέπει να διορθωθεί κατά τα ανωτέρω. Κατά συνέπεια, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν και να απορριφθούν οι κυρίες παρεμβάσεις, ως ουσιαστικά αβάσιμες, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των κυρίως παρεμβαινόντων-εκκαλούντων, ως κατ’ουσίαν αβασίμων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των διαλαμβανομένων αντίθετων ισχυρισμών των εκκαλούντων στους συναφείς λόγους των εφέσεων τους, με τους οποίους αποδίδονται στην εκκαλουμένη οι εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις, ως αβάσιμες, κατ’ ουσίαν, απορριπτομένου του αιτήματος αναστολής της παρούσας δίκης έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 7.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2023 αγωγής του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των εφεσιβλήτων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, περί αναγνώρισης της αποκλειστικής κυριότητας του στο επίδικο και αντίστοιχης διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών και της από 23.10.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2023 κύριας παρέμβασης του εκκαλούντος Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, περί αναγνώρισης του ίδιου ως αποκλειστικού κυρίου τούτου, ως αβασίμου, καθόσον η διάγνωση της προκείμενης διαφοράς δεν εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από το αντικείμενο της άλλης δίκης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μεταξύ των ίδιων προσώπων, αφού δεν συνιστά προδικαστικό ζήτημα αυτής, ήτοι δεν συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης διαφοράς χωρίς την κρίση της υποκείμενης και εξαρτώσας έννομης σχέσης, δηλαδή ελλείπει τέτοιος δεσμός νομικής αναγκαιότητας, τουναντίον, μετά την επέλευση της παρούσας εκκρεμοδικίας (221 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ) και κατά τη διάρκεια αυτής, δεν μπορεί να γίνει, ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, νέα δίκη, για την ίδια επίδικη διαφορά, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αφού, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας από τα ένδικα δικόγραφα, ασκήθηκε άλλη αγωγή και κυρία παρέμβαση, μεταξύ των ίδιων προσώπων, για την ίδια επίδικη διαφορά, πρέπει να ανασταλεί και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση εκείνης της δίκης, έως ότου περατωθεί η προκείμενη πρώτη δίκη.

Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων σε καθεμία από τις εφέσεις, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1, 2 και 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν.1738/1987,  όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει αυτές κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει στα εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει για έκαστο εκκαλούν στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 9 Ιανουαρίου 2025.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 9 Ιανουαρίου 2025.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ