ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 31/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στην ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικής διαδόχου, λόγω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και 2) της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, τις οποίες, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους, Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………..τον οποίο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Άννα Κοντοσέα (ΔΕ Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).
Ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών, ……….., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την, από 23.12.2019, αγωγή, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 24.9.2020, αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη, η με αριθμό 3813/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε, μερικά δεκτή η άνω αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενες, με την από 17-09-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……./20-09-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στο παρόν Δικαστήριο ………/04.05.2022 έφεσή τους και ο ενάγων, με την από 10-05-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ……../18.05.2022 αντέφεσή του, οι οποίες (έφεση και αντέφεση) αμφότερες προσδιορίστηκαν για συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αρχικώς για τη δικάσιμο της 16.3.2023 και κατόπιν αναβολής, για την, αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 17-09-2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………/20-09-2021 και με αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου στο παρόν Δικαστήριο ………./04.05.2022 έφεση των εκκαλουσών εταιρειών με την επωνυμία «………….», ως οιονεί καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως της αρχικώς εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «…………» και «………….», κατά της με αριθμό 3813/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών επί της, από 23-12-2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………./24.12.2020, αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος κατ’ αυτών (εκκαλουσών), με την οποία αφού απορρίφθηκε ισχυρισμός αυτών (εκκαλουσών – εναγομένων εταιρειών) περί κατά τόπο αναρμοδιότητος του ανωτέρω Δικαστηρίου προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ακολούθως έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της η ανωτέρω αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον όπως επικαλείται ο ενάγων – εφεσίβλητος με την ένδικη αντέφεσή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, αυτός (ενάγων) επέδωσε στις εναγόμενες, την 20.7.2021, αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως, το πρωτότυπο δε δικόγραφο της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 20.9.2021, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από της επομένης της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 147 παρ.1 ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου δεν υπολογίζεται στην ανωτέρω τριακονθήμερη προθεσμία [του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ] προς άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Περαιτέρω, η ένδικη έφεση, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί δε ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
ΙΙ. Ο ενάγων, ……….., με την ένδικη, από 23-12-2019, αγωγή του, όπως το περιεχόμενό της ορθά εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι, στα πλαίσια διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στο Ηράκλειο Κρήτης (την πρώτη εξ αυτών) και στον Πειραιά, με τη δεύτερη εναγόμενη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…………….», η οποία διέθετε τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση του, υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ-0/Γ) ακτοπλοϊκού, πλοίου «Π», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 9.850, κυριότητος της αρχικώς πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», ναυτολογήθηκε διαδοχικά πέντε (5) φορές με την ειδικότητα του Ναυκλήρου και Υποναυκλήρου κατά περίπτωση, ως ειδικότερα αναλύεται στην ένδικη αγωγή και απασχολήθηκε εντός του χρονικού διαστήματος από 20.5.2017 έως 2.9.2019, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, πλέον κατ’ αποκοπήν συμφωνηθείσας αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, που εκτελούσε καθημερινώς, τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή ακτοπλοϊκά δρομολόγια. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι, ο ίδιος κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί δέκα πέντε (15) ώρες ημερησίως καθώς επίσης ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως 18.5.2018 και από 6.7.2018 έως 18.12.2018, το πλοίο εκτέλεσε 3,39 εξπρές δρομολόγια, χωρίς όμως να λάβει α] το σύνολο των νομίμων αποδοχών του και δη το σύνολο του μισθού ενεργείας, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματος ιματισμού το οποίο του παρείχετο σε είδος, επιδόματος αδείας, καθώς και του ειδικού επιδόματος Ναυκλήρου και Υποναυκλήρου κατά περίπτωση, που προβλέπονταν από τις οικείες ΣΣΝΕ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, β] το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, τα Σάββατα και τις αργίες, γ] το σύνολο των δώρων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2018 και 2019 και Πάσχα των αυτών ετών και δ] πλήρη την αμοιβή του για την εκτέλεση των 3,39 δρομολογίων εξπρές που εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο, ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223, 295§1 και 297 ΚΠολΔ], περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό, δια αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη εκ των οποίων δια του ανωτέρω πλοίου και έως της αξίας του για τις ανωτέρω αιτίες, να του καταβάλουν ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των 20.487,70 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτών, ενεχομένων εις ολόκληρον, η πρώτη εκ των οποίων δια του ανωτέρω πλοίου και έως της αξίας του, να του καταβάλουν επιπλέον το ποσό των 802,35 για διαφορά μεταξύ των καταβληθέντων και των νόμιμα προβλεπομένων τακτικών αποδοχών του, το ποσό των ευρώ 8.114.92 για διαφορά δώρων εορτών και το ποσό των ευρώ 394,29 για διαφορά πρόσθετης αμοιβής του για την εργασία του κατά την εκτέλεση των αναφερομένων στην αγωγή δρομολογίων εξπρές που εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο, νομιμοτόκως από την τελευταία αποναυτολόγησή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμό 3813/2020 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκρινε εαυτό αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ως εκ του τόπου κατάρτισης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης [πλην της πρώτης] εφόσον επικαλέσθηκε τις διατάξεις του άρθρου 33 ΚΠολΔ, αφού απέρριψε τον, περί κατά τόπο αναρμοδιότητος του Δικαστηρίου εκείνου, ισχυρισμό των εναγομένων, οι οποίες επικαλέσθηκαν ότι αρμόδια κατά τόπο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς τυγχάνουν τα Δικαστήρια των Χανίων, κατόπιν συμφωνίας του ενάγοντος μετά των εναγομένων περί παρεκτάσεων της κατά τόπο αρμοδιότητος, κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ, η οποία περιελήφθη στις έγγραφες συμβάσεις ναυτολογήσεως που καταρτίσθηκαν στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεων, εκ του λόγου ότι, με τον περιληφθέντα σε αυτές (έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας) όρο, σύμφωνα με τον οποίο «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο, και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανιών – Ελλάδας, …», κατόπιν ερμηνείας του όρου αυτού, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν αποκλειστική την αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Χανιών, αλλά να διατηρήσουν αυτή ως συντρέχουσα, σε περίπτωση μελλοντικής μεταβολής της πλοιοκτησίας του ανωτέρω πλοίου. Με επάλληλη δε αιτιολογία, κατόπιν αποδοχής ως βασίμου σχετικού ισχυρισμού του ενάγοντος, διότι η εν λόγω δικονομική σύμβαση (περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Χανιών) είναι άκυρη, ως αντιτιθέμενη στα χρηστά ήθη, εκ του λόγου ότι, η δεύτερη εναγομένη, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του ενάγοντος για εργασία, προέβη, μέσω του συγκεκριμένου όρου, σε υπερβολική δέσμευση της ελευθερίας του να διεκδικήσει μέσω της δικαστικής οδού τις ενδεχόμενες απαιτήσεις του από τις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης, παραβλέποντας το γεγονός της ευχέρειας που παρέχεται στους επαγγελματίες ναυτικούς για την άσκηση των αξιώσεών τους στην περιφέρεια των Δικαστηρίων της πόλης του Πειραιά, που λειτουργούν ειδικά τμήματα. Ακολούθως, με την ίδια (εκκαλουμένη) απόφαση, η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β’ 1/1982), των από 31-10-2018 και 24-7-2019 Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018 και 2019, που κυρώθηκαν με τις υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/ 80350/ 2018 και 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκαν στα ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018 και Β’3170/12-8-2019), πλην (α) του αιτήματος περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, επί τη βάση των οποίων ζητούσε να υπολογισθεί η διαφορά των δώρων εορτών, του επιδόματος ιματισμού, το οποίο έκρινε μη νόμιμο και απέρριψε κατά τούτο την αγωγή, κατ’ αποδοχή σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, διότι το σχετικό επίδομα δεν αποτελεί μισθό, καθόσον δεν δίδεται στους ναυτικούς προς επαύξηση των αποδοχών τους, αλλά προς κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και (β) του παρεπόμενου αιτήματος της αγωγής, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο ως προς το αναγνωριστικό αίτημα αυτής, εν μέρει βάσιμη στην ουσία της και αφενός μεν υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 5.760,55, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεως αυτού (ενάγοντος) την 2.9.2019, διάταξη η οποία κηρύχθηκε στο σύνολό της προσωρινά εκτελεστή, ως οφειλομένη διαφορά αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία, αφού έγινε δεκτό, από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι, ο τελευταίος απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του Ναυκλήρου και Υποναυκλήρου κατά περίπτωση, επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, κατά τις ειδικότερα κατ’ αριθμό προσδιοριζόμενες στην απόφαση καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Περαιτέρω, αναγνωρίσθηκε ότι, οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 156,93 για διαφορές αποδοχών, αφού έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της την περί καταβολής ένσταση που προέβαλαν οι εναγόμενες και δη κατά το ποσό των ευρώ 324,38 όσον αφορά τις απαιτήσεις χρονικού διαστήματος από 1.1.2018 έως 18,5,2018, του ποσού των ευρώ 33,03 όσον αφορά στις αξιούμενες απαιτήσεις χρονικού διαστήματος από 1.1.2019 έως 28.1.2019 και κατά το ποσό των ευρώ 288,01 όσον αφορά στις απαιτήσεις του χρονικού διαστήματος από 29.1.2019 έως 2.9.2019, το ποσό των ευρώ 4.753,85 για διαφορές δώρων εορτών, αφού έκανε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση των εναγομένων όσον αφορά στο Δώρο Εορτών Χριστουγέννων 2019 κατά το ποσό των ευρώ 1.125,21 και το ποσό των ευρώ 238,55 για διαφορά πρόσθετης αμοιβής 3,39 δρομολογίων εξπρές που το εν λόγω πλοίο πραγματοποίησε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως 18.5.2018 και από 6.7.2018 έως 18.12.2018, αφού απέρριψε σιωπηρά την περί μερικής καταβολής, έναντι της εν λόγω απαίτησης, ένσταση των εναγομένων για το ποσό των ευρώ 42,96, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος την 2.9.2019, απορρίπτοντας σιωπηρά το αίτημα των εναγομένων περί μη επιδίκασης τόκων υπερημερίας για τον προγενέστερο της εγέρσεως της ένδικης αγωγής χρόνο εκ του λόγου ότι, όπως ισχυρίσθηκαν, η δεύτερη εξ αυτών, εργοδότρια του ενάγοντος, δεν κατέστη υπερήμερη περί την καταβολή των ανωτέρω ποσών, αφού πίστευε ότι κανένα ποσό δεν όφειλε στον ενάγοντα, ο οποίος συνέχιζε να ναυτολογείται στο εν λόγω πλοίο χωρίς να διατυπώνει επιφύλαξη ως προς το ύψος της αμοιβής του, καθώς επίσης και το αίτημα των εναγομένων περί μη επιδίκασης τόκων επιδικίας για τον μετά την έγερση της ένδικης αγωγής χρόνο, ενόψει της αμφιβολίας τους ως προς την ύπαρξη των επιδίκων χρεών. Τέλος, επεβλήθη μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, το οποίο ορίσθηκε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενες με την ένδικη, προαναφερομένη από 17-09-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………/20-09-2021, έφεσή τους, ως εν μέρει ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό, έχουσες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία πλήττουν αυτή για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 42, 43 και 44 του ΚΠολΔ από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του ότι αυτό (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ετύγχανε αρμόδιο κατά τόπο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς ως, εκ του τόπου κατάρτισης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης, απορρίπτοντας ισχυρισμό των εναγομένων περί κατά τόπον αναρμοδιότητός του, ο οποίος προεβλήθη νόμιμα και παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κρίση η οποία προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (α) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που ο ενάγων ελάμβανε και των νομίμως προβλεπομένων δυνάμει των οικείων ΣΣΝΕ, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, καθόσον συνυπολόγισε σε αυτές και το επίδομα ιματισμού, αν και η δεύτερη εναγομένη, εργοδότρια του ενάγοντος, χορηγούσε σε είδος τον αναγκαίο ιματισμό στον ενάγοντα, γεγονός που ο τελευταίος συνομολογούσε με την ένδικη αγωγή του, κρίση που πλήττεται και για έλλειψη αιτιολογίας και μη λήψη υπόψη ισχυρισμών, αλλά και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των οικείων ΣΣΝΕ, εφόσον κατά τον υπό κρίση λόγο έφεσης, στην έννοια των τακτικών αποδοχών δεν περιλαμβάνεται και το επίδομα ιματισμού, εφόσον τούτο καταβάλλεται προς κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και όχι προς επαύξηση των αποδοχών του εργαζομένου, (β) επί του αγωγικού κονδυλίου της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, αναφορικά με την κρίση της ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των αναφερομένων σε αυτή ημερών του ενδίκου χρονικού διαστήματος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από τις ίδιες αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζουν και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτουν στην έφεση τους, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, αλλά κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών των εναγομένων ότι εργάσθηκε τόσες ώρες, πέραν του νομίμου ωραρίου, για τις οποίες και αμείφθηκε, διά χρηματικών ποσών που ελάμβανε κάθε μήνα. Επιπλέον, με τον ίδιο (τρίτο) λόγο έφεσης προσβάλλεται η εκκαλουμένη απόφαση και καθό μέρος απέρριψε την περί μερικής καταβολής ένσταση των εναγομένων, αφού αυτές (εναγόμενες), ισχυρίσθηκαν παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για καταβολή του υπολοίπου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, κατέβαλαν σε αυτόν το συνολικό ποσό των ευρώ 26.790,12, πλην όμως η εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε ότι ο ενάγων έναντι της εν λόγω απαίτησής του, έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 23.943,49, μολονότι μάλιστα ο ίδιος ο ενάγων συνομολογούσε με την αγωγή του ότι, για την εν λόγω αιτία, είχε λάβει το ποσό των ευρώ 24.479,89, αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, που πλήττονται και από άποψη αιτιολογίας, αλλά και για κακή εφαρμογή του νόμου, (γ) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς των δώρων εορτών, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς το ύψος των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος επί τη βάση των οποίων υπολογίσθηκαν τα εν λόγω δώρα, καθώς συνυπολογίσθηκε και η αμοιβή για μη πραγματοποιηθείσα υπερωρία, επιπροσθέτως δε και όσον αφορά στην επιδίκαση του υπολοίπου της αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019, με το νόμιμο τόκο από της αποναυτολογήσεως του ενάγοντος αντί των προβλεπομένων με τις διατάξεις του άρθρου 11 της ΥΑ 70109/8008/14.12.1982, ήτοι από 1.1.2020, διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως η οποία πλήττεται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 11 της ΥΑ 70109/8008/14.12.1982 και (δ) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της οφειλόμενης στον ενάγοντα πρόσθετης αμοιβής για 3,39 δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς το ύψος των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος επί τη βάση των οποίων υπολογίσθηκε η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, κρίση που πλήττεται και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθώς συνυπολογίσθηκε και αμοιβή για μη πραγματοποιηθείσα υπερωρία, επιπροσθέτως δε διότι απερρίφθη η περί μερικής καταβολής και δη κατά το ποσό των ευρώ 42,96 ένσταση αυτών. Ζητούν δε γενομένης δεκτής της ένδικης έφεσής τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή και να καταδικασθεί ο ενάγων στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 523 § 1, 532, 591 § 1 στοιχ. ζ ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού παρέλθει η προθεσμία της εφέσεως, ακόμη και αν αποδέχθηκε την εκκαλουμένη απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση κατ’ αυτής, να ασκήσει με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, αντέφεση, η οποία θα κριθεί παραδεκτή τότε μόνον, όταν με αυτήν προσβάλλονται τα κεφάλαια της εκκαλουμένης αποφάσεως που έχουν πληγεί με την έφεση, καθώς και εκείνα που συνέχονται αναγκαίως με αυτά. Τούτο δε, καθόσον από τη διάταξη του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 522 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι, η άσκηση της αντέφεσης για να είναι παραδεκτή πρέπει να βρίσκεται εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 1019/1989, ΔΕΝ 1990/1015, ΕφΘεσ. 1759/2013, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 143/2012, ΕφΑΔ 2012/622, ΕφΛαρ. 318/2011, Δικογραφία 2011/515). Ως «κεφάλαιο» κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε και κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 520 § 2 του ιδίου Κώδικα σε σχέση με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, που είναι ταυτόσημες, δεδομένου ότι εισήχθησαν στον ΚΠολΔ με το ίδιο άρθρο 40 (§§ 3 και 5) του ΝΔ 958/1971 και αποσκοπούν στην περιστολή της ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αντικειμένου της έκκλητης δίκης (ΑΠ 1061/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στην αποτροπή του αιφνιδιασμού του αντιδίκου είτε εκ μέρους του εκκαλούντος με την άσκηση προσθέτων λόγων έφεσης, είτε εκ μέρους του εφεσιβλήτου με την άσκηση αντέφεσης, νοείται η οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό (ή) και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος προς παροχή έννομης προστασίας, που εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 132/2004, NoB 2004/1547), διαφοροποιούμενο από τα λοιπά, είτε ως προς το αίτημα, είτε προς την ιστορική του βάση, είτε ως προς αμφοτέρους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 671/2003, Δνη 2003/1343, Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 42 επομ.). Εξάλλου, αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της αποφάσεως που εφεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια, είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της αποφάσεώς του (ΑΠ 684/2013, ΧρΙΔ 2013/696, ΑΠ 697/2012, ΜονΕφΠειρ. 460/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο την, από 10-05-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../18.05.2022, αντέφεση, κατά της ανωτέρω με αριθμό 3813/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο (δικόγραφο αντέφεσης) κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 18.05.2022 και επέδωσε στην υπογράφουσα την έφεση των εναγομένων πληρεξουσία δικηγόρο τους ………… και ως εκ τούτου αντικλήτου αυτών (ΑΠ 1496/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), την 24.5.2022, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως με αριθμό ……../24.5.2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ………, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση με τους τρεις λόγους αντέφεσης, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος έκρινε ότι αυτός εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως κατά τις αναφερόμενες κατ’ αριθμό ημέρες καθημερινές, Σαββάτου, Κυριακής και αργιών των ενδίκων ναυτολογήσεών του, αντί των δέκα πέντε ωρών ημερησίως κατά τους αγωγικούς του ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα να του επιδικασθεί μειωμένη αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, καθώς επίσης μειωμένη αναλογία δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο και επιπλέον, με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αντέφεσης πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθό μέρος έκρινε ότι στις τακτικές αποδοχές του για τον προσδιορισμό των δώρων εορτών και της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, δεν συνυπολογίσθηκε το επίδομα ιματισμού, καθώς επίσης όσον αφορά στην πρόσθετη αμοιβή των δρομολογίων εξπρές δεν συνυπολογίσθηκε και η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών. Ζητεί δε, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανωτέρω αγωγή του, κατά τα κεφάλαια που πλήττονται με την ένδικη αντέφεσή του και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Η ένδικη αντέφεση, η οποία κατά τα άνω ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τυγχάνει παραδεκτή, εφόσον προσβάλλει κεφάλαια τα οποία προσβάλλονται και με την ένδικη έφεση (διαφορές υπερωριακής αμοιβής, δώρα εορτών και πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές), ενόψει μάλιστα του ότι με βάση τον ορθό προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών, μεταξύ των οποίων είναι και οι υπερωρίες, οι οποίες πλήττονται με την ένδικη έφεση, γίνεται ακολούθως ο υπολογισμός των εν δώρων εορτών αλλά και της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές (Στ. Πανταζόπουλος, εις Κεραμευς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεια ΚΠολΔ2, υπό το άρθρο 523, σελ. 138-139, παρ. 21). Επομένως, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η ένδικη αντέφεση, συνεκδικαζόμενη λόγω συνάφειας με την έφεση (άρθρο 246 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 524 παρ. 1 εδ. α΄ και 591 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των ανωτέρω λόγων της.
ΙV. [Α] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, συνάγεται ότι, γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕΠ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975, σελ.165, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Λ.Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία παθητική, εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o οποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991 ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003,453, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 66 παρ. 2, 84 παρ. 2, 105, 106 παρ. 2α΄ του ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), σε συνδυασμό προς το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, επί κοινής εναγωγής της κυρίας του πλοίου και του εφοπλιστή, δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας (πρβλ. ΑΠ 1236/2007 επί εργατικού ατυχήματος, ΕΠ 1109/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η σύμβαση ναυτολόγησης [η οποία διακρίνεται της ιδιότυπης θεμελιούμενης στο άρθρο 361 ΑΚ σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίζεται μεταξύ του ναυτικού και του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου αυτών και αποσκοπεί στη μέλλουσα επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο για την παροχή εργασίας έναντι αμοιβής την οποία και ακολουθεί] η οποία (σύμβαση ναυτολόγησης) καταρτίζεται, όπως συνάγεται σαφώς από τη διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 53, 54 και 55 ΚΙΝΔ, μεταξύ του ναυτικού και του πλοιάρχου, που ενεργεί με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, για μεν τον ναυτικό είναι αυστηρώς προσωπική, για δε τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα, γιατί η εργασία προσφέρεται στην εκμετάλλευση του πλοίου (ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δικ. 1982 σελ. 138) και εμπίπτει στην έννοια της απαίτησης, που προέρχεται από τον εφοπλισμό (ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΕΠ 51/2016, ΕΠ 603/2015, ΕΠ 192/2015, ΕΠ 395/2014, ΕΠ 328/2014, ΕΠ 86/2014, ΕΠ 36/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, άπασες δεχόμενες ευθύνη του εφοπλιστή του πλοίου προς καταβολή απαιτήσεων του πληρώματος κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού, παρά το γεγονός ότι παράλληλα δέχονται ότι τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας είχε καταρτίσει με τον ενάγοντα ναυτικό η πλοιοκτήτρια του πλοίου).
[Β] Η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που προσδιορίζεται από τα άρθρα 22 έως 41 Κ.Πολ.Δ. (νόμιμη δωσιδικία), αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση (άρθρο 216 παρ. 2 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.) και την απόδειξη των στοιχείων εκείνων που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα (άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ.). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της κατά τόπον αρμοδιότητας περιορίζεται όταν ο εναγόμενος παραστεί κατά τη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ένσταση αναρμοδιότητας, καθόσον στην περίπτωση αυτή θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας (άρθρο 42 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως, δηλαδή σε περιστατικό διαφορετικό από τα εκτιθέμενα στην αγωγή που θεμελιώνουν τη νόμιμη δωσιδικία του δικαστηρίου, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 263 εδάφ. α’ του Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 703/2005, Εφ.Δωδ. 2/2014, Εφ.Αθ. 3159/2011, Εφ.Λαρ. 833/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συνιστά άρνηση της σχετικής διαδικαστικής προϋποθέσεως και το βάρος αποδείξεως της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής φέρει ο ενάγων (βλ. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδοση, 2016, §20, αριθμ. 2, σελ. 146). Περαιτέρω, η σχετική περί παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας συμφωνία δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους (Εφ.Θεσ. 1312/2017, Εφ.Θεσ. 334/2009, Εφ.Αθ. 2523/2005, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, 2η έκδοση – 2018, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 3, 4, υπ’ άρθρο 43, αριθ. 2) και παραμερίζει όχι μόνο τις συντρέχουσες αλλά και τις αποκλειστικές δωσιδικίες (Εφ.Πειρ. 640/2018), μεταξύ των οποίων και τη δωσιδικία της συνάφειας, έναντι της οποίας έχει προβάδισμα η δωσιδικία λόγω παρεκτάσεως [Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Ι. 2000, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 9 και υπ’ άρθρο 31, αριθ. 7, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 31, αριθ. 3]. Η άνω συμφωνία αποτελεί δικονομική σύμβαση και πρέπει να είναι ρητή όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα (άρθρο 42 παρ. 1 εδάφ. 2 Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 423/2018, Α.Π. 1542/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το δικαίωμα δε πρότασής της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π. 1288/1994, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 640/2018, ό.α, Εφ.Αθ. 4609/2012, Εφ.Αθ. 4467/2010, Εφ.Αθ. 717/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις των άρθρων 37, 42 ως 44 και 74 ΚΠολΔ εξάλλου, προκύπτει ότι, προϋπόθεση της δωσιδικίας της προσωπικής ταυτότητας του δικαίου επί περισσοτέρων ομοδίκων είναι η ύπαρξη ενός τουλάχιστον ομοδίκου, για τον οποίο υπάρχει εκ του νόμου γενική ή ειδική δικαιοδοσία. Αντιθέτως, όταν κάποιος από τους ομοδίκους έχει συμφωνήσει με τον ενάγοντα παρέκταση της τοπικής αρμοδιότητας κάποιου δικαστηρίου, η συμφωνία αυτή δεσμεύει μόνο τον ίδιο και όχι και τους λοιπούς ομοδίκους τους, οι οποίοι δεν μετείχαν στη συμφωνία περί παρεκτάσεως (βλ. σχετ. ΕφΑθ 10033/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μητσόπουλος, ΠολΔικ Τ. Α σελ. 244. 256. Γαζής- Μητσόπουλος. Γνωμ. ΝοΒ 38. 1145 επ., Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 37 άρθ. 9 και άρθρο 42 αριθ. 17. επί απλής ομοδικίας, ομοίως Γέσιου-Φαλτσή, Η Ομοδικία στην Πολ. Δίκη σελ. 76-77, αντιθ. Κεραμεύς, AστΔικ. Δίκαιο Γεν. Μέρος. 1986, σελ. 71 επ.). Η χρήση δε δικονομικού δικαιώματος υπό τινός των διαδίκων κατ΄ αντίθεση προς όσα επιτάσσει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, δεν οδηγεί σε ακυρότητα ή απαράδεκτο της επιχειρουμένης διαδικαστικής πράξεως, αλλά, ενδεχομένως, σε επιβολή ποινής στον διάδικο, κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ, ή σε επιβολή ποινής τάξεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο ή ακόμη σε επιδίκαση αποζημιώσεως (ΑΠ 639/2012 ΕλλΔνη 2013.1345).
[Γ] Με το άρθρο 51 παρ.1 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Δ 207/16.12.1993), προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών, που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές, συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] Δικαστήριο, αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύσταση του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσης τους αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων. Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους Δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων, που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων. Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού Ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003 ΧρΙΔ 2003/537, Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ.Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ.), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ.Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ 413/2015, ΜονΕφΠειρ 442/2014, ΜονΕφΠειρ 228/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού Ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος I, 1996, σελ. 45 επομ. [57]). Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η.3.1994, κατά την § 9 εδαφ. δ΄ αυτού (ΕφΠειρ 145/2006 ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013/17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο παρ. 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ A 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού Ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ 112/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2768/2004 ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ 9139/2000, αδημ. επικυρωθείσα με την ΑΠ832/2002, ο.π.) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το λειτουργικώς αρμόδιο Ναυτικό τμήμα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1,2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμηση τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές. (ΕφΑθ 71/2020 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι (σχετικά ΕΠ 83/2024 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς), η εκ του άρθρου 51 ν. 2172/1993 λειτουργική αρμοδιότητα του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς για ναυτικές διαφορές, αποκλειστική μεν, όσον αφορά το νομό Αττικής και συντρέχουσα, όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, δεν μπορεί να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων, με την οποία επιχειρείται να καταργηθεί η, εκ του ανωτέρω ειδικού Νόμου, καθιερωμένη συντρέχουσα αρμοδιότητα των Δικαστηρίων του Πειραιά για τις εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές.
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της από ένδικης εφέσεως οι εναγόμενες εταιρείες παραπονούνται διότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό τους («ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας») σύμφωνα με τον οποίο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν κατά τόπο αναρμόδιο να εκδικάσει την ένδικη αγωγή του ενάγοντος κατ΄ αυτών. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται και επ΄ αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά την εκδίκαση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι εναγόμενες εταιρείες αρνήθηκαν τη διαδικαστική προϋπόθεση της τοπικής αρμοδιότητας του εν λόγω Δικαστηρίου ισχυρισθείσες ότι στις ένδικες συμβάσεις ναυτολογήσεως του ενάγοντος περιλαμβανόταν συμφωνία κατά την οποία για οποιαδήποτε διαφορά από την εν λόγω σύμβαση, αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο θα είναι το αρμόδιο καθ΄ ύλην δικαστήριο της πόλεως των Χανίων. Τον ισχυρισμό αυτό των εναγομένων, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πρακτικά συζήτησης, ο ενάγων αρνήθηκε, ισχυριζόμενος, ότι ο σχετικός όρος που επικαλέσθηκαν οι εναγόμενες αντίκειται στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη. Περαιτέρω, δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι, ο επικαλούμενος από τις εναγόμενες όρος περί αποκλειστικής αρμοδιότητος των Δικαστηρίων των Χανίων επί της ένδικης διαφοράς, αντίκειται στα χρηστά ήθη, διότι η εργοδότρια εταιρεία προέβη στην συνομολόγηση του επίμαχου όρου εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του ενάγοντος – ναυτικού για εργασία, παράλληλα δε ο όρος αυτός δεσμεύει υπερβολικά την ελευθερία του ενάγοντα να διεκδικήσει, μέσω της δικαστικής οδού, τις ενδεχόμενες απαιτήσεις του από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, μεταφέροντας το πεδίο της δικαστικής διαμάχης σε έναν άγνωστο γι’ αυτόν τόπο, στον οποίο καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολος ο δικαστικός αγώνας για αυτόν, σε αντίθεση με την ευχέρεια που παρέχεται στους επαγγελματίες ναυτικούς κατά την άσκηση των αξιώσεών τους, κατά των εργοδοτών τους, στην περιφέρεια των Δικαστηρίων του Πειραιά, όπου δικηγορούν έμπειροι στις ναυτεργατικές διαφορές νομικοί παραστάτες, λειτουργούν ειδικά τμήματα (Τμήματα Ναυτικών Διαφορών) και συγκροτούνται από δικαστικούς λειτουργούς με μακρά εμπειρία στον χειρισμό υποθέσεων ναυτεργατικού δικαίου. Ότι στη σύμβαση εργασίας, είναι αυταπόδεικτο και προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι πάντοτε υφίσταται σημαντική διαφορά διαπραγματευτικής ισχύος μεταξύ των συμβαλλομένων και ότι ασθενέστερο μέρος είναι ο εργαζόμενος, ενώ το ισχυρό μέρος είναι ο εργοδότης, ο οποίος και διατυπώνει πάντοτε και εκ των προτέρων τους συμβατικούς όρους της σύμβασης εργασίας, χωρίς τη σύμπραξη του εργαζόμενου που απλώς προσχωρεί σε αυτές. Συνήθως, κατά τον ενάγοντα, ο εργαζόμενος είναι άπειρος, αδαής και ανίκανος να εκτιμήσει την δεσμευτικότητα ή μη των όρων και να κατανοήσει το περιεχόμενό τους και έχοντας ανάγκη εργασίας, προσχωρεί στη σύμβαση με αποτέλεσμα εξ αρχής να γίνεται αποδέκτης καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων εκ μέρους του εργοδότη του. Ο όρος περί παρεκτάσεως της αρμοδιότητος αποτελεί κατά κανόνα το μέσο με το οποίο ο εργοδότης εκ των προτέρων επιχειρεί να εξασφαλίσει αρνησιδικία και να αποκλείσει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να ασκήσει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του, δηλαδή εκείνο της προσφυγής στη Δικαιοσύνη όταν αδικείται. Εν προκειμένω, οι συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν, δεν ήταν προϊόν ελεύθερης διαπραγμάτευσης αλλά σύμβαση προσχώρησης, καθόσον οι εναγόμενες εκμεταλλεύτηκαν την αδήριτη ανάγκη του να εργαστεί και την οικονομική αδυναμία του και τον υποχρέωσαν να αποδεχθεί τους όρους της σύμβασης τους οποίους αυτές έθεσαν. Ότι εάν δεν αποδέχονταν τους όρους των συμβάσεων που επικαλούνται οι εναγόμενες και δεν υπέγραφε αυτές θα απολύονταν. Δια της αναφοράς «…Το ίδιο θα είχε συμβεί και αν ακόμη ήμουν σε θέση να κατανοήσω την δεσμευτικότητα του επίδικου όρου της συμβάσεώς μου και αρνούμουν να τον αποδεχθώ….» ισχυρίζεται ότι δεν κατανόησε τον όρο που υπέγραψε. Ότι οι εναγόμενες επικαλούνται τον εν λόγω όρο αποκλειστικά και μόνον προκειμένου να δυσχεράνουν τη θέση του και να μη δυνηθεί αυτός (ενάγων) εν τέλει να τύχει δικαστικής προστασίας. Ότι μετά την απόλυσή του από το ανωτέρω πλοίο, δεν ηδυνήθη να ανεύρει εργασία, έχει δε ήδη υποβάλει αίτηση για τη συνταξιοδότησή του χωρίς η σχετική απόφαση απονομής της σύνταξής του να έχει εκδοθεί, με αποτέλεσμα το εισόδημά του να είναι μηδενικό. Ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να υποβληθεί σε νέες δικαστικές δαπάνες και να μεταβεί στην πόλη των Χανίων για τη διεξαγωγή της δίκης ή να ορίσει νέο πληρεξούσιο δικηγόρο και να καταβάλει εκ νέου αμοιβή. Ότι τυχόν εκδίκαση της υποθέσεώς του ενώπιον των Δικαστηρίων των Χανίων θα του στερούσε τη δυνατότητα να εξεύρει κατάλληλο νομικό παραστάτη για την υπεράσπιση της υποθέσεώς του, καθώς το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως εξειδικευμένο και απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις τόσο νομικές εν σχέσει με το ναυτικό δίκαιο όσο και εν σχέσει με την οργάνωση και εκτέλεση της ναυτικής εργασίας, στην πόλη δε αυτή δεν υπάρχουν νομικοί παραστάτες, οι οποίοι να ασχολούνται με αυτό. Ότι, η πολυπλοκότητα και εξειδίκευση που απαιτεί το ναυτικό δίκαιο, οδήγησε στην ίδρυση των Ναυτικών Δικαστηρίων του Πειραιά, τα οποία απαρτίζονται από Δικαστές έμπειρους σε θέματα της ναυτικής εργασίας και με εξειδικευμένες γνώσεις ναυτικού δικαίου, η δε αρμοδιότητά τους πλέον καλύπτει ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια. Ότι η τυχόν άσκηση της αγωγής του και η εκδίκαση της υποθέσεώς του ενώπιον των Δικαστηρίων των Χανίων θα του στερούσε τη δυνατότητα να εξετάσει μάρτυρες προς υποστήριξη αυτής. Ότι αντίστοιχα, η δικονομική θέση των αντιδίκων του δεν δυσχεραίνεται εάν κριθεί ότι το Δικαστήριο στο οποίο ασκήθηκε ήδη η ένδικη αγωγή του τυγχάνει αρμόδιο προς εκδίκαση αυτής καθόσον έχουν μεν την καταστατική τους έδρα στα Χανιά, πλην όμως, διαθέτουν εγκατάσταση και στον Πειραιά, απ’ όπου και διεξάγουν σχεδόν όλη την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τις συμβάσεις πρόσληψης των πληρωμάτων των πλοίων τους καταρτίζουν στον Πειραιά, επί σειρά ετών δεν έκαναν χρήση του όρου αυτού και δεν προέβαλαν αντίστοιχη ένσταση, διαθέτουν στον Πειραιά, έγκριτους και μόνιμους δικαστικούς συμπαραστάτες οι οποίοι τις εκπροσωπούν σε όλες τις δίκες τους Παράλληλα, το Δικαστήριο στο οποίο ηγέρθη η ένδικη αγωγή έχει τοπική αρμοδιότητα για την εκδίκαση αυτής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, επειδή οι συμβάσεις εργασίας του καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, κατ’ άρθρ. 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 6 παρ. 6 του ν. 4055/2012, επειδή η πρώτη εναγομένη διαθέτει υποκατάστημα και εγκατάσταση στον Πειραιά και τέλος, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς. Με την εκκαλουμένη απόφαση, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, κρίθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν αρμόδιο κατά τόπο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ως εκ του τόπου κατάρτισης των ενδίκων ναυτολογήσεων, εφόσον προς θεμελίωση της κατά τόπο αρμοδιότητος του επικαλέσθηκε τις διατάξεις του άρθρου 33 του ΚΠολΔ, απέρριψε δε τον περί αναρμόδιοτητος αρνητικό ισχυρισμό των εναγμένων υπό διπλή αιτιολογία, κυρίως μεν διότι, κατ’ ερμηνεία του, περιεχομένου στις επικαλούμενες υπό των εναγομένων έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, όρου, σύμφωνα με τον οποίο «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο, και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανιών – Ελλάδας, …», τα συμβαλλόμενα μέρη δεν αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν αποκλειστική την αρμοδιότητα των δικαστηρίων των Χανιών, αλλά στο να τη διατηρήσουν ως συντρέχουσα, σε περίπτωση μελλοντικής μεταβολής της πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας. Επιπροσθέτως δε, κατ’ επάλληλη αιτιολογία διότι, η σχετική δικονομική σύμβαση περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Χανιών είναι άκυρη, ως ανατιθέμενη στα χρηστά ήθη, κατ’ αποδοχή σχετικού ισχυρισμού του ενάγοντος, καθόσον η δεύτερη εναγομένη, εκμεταλλευόμενη στην ανάγκη του ενάγοντος για εργασία, προέβη μέσω του συγκεκριμένου όρου, σε υπερβολική δέσμευση της ελευθερίας του να διεκδικήσει μέσω της δικαστικής οδού τις ενδεχόμενες απαιτήσεις του από τις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης, παραβλέποντας το γεγονός της ευχέρειας που παρέχεται στους επαγγελματίες ναυτικούς κατά την άσκηση των αξιώσεών τους στην περιφέρεια των Δικαστηρίων της πόλης του Πειραιά, όπου λειτουργούν ειδικά τμήματα. Την εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο πλήττουν οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο εφέσεώς τους, επαναφέροντας τον περί αναρμοδιότητος του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ισχυρισμό τους. Ειδικότερα, αναφέρουν ότι, μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί έγκυρη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 ΚΠολΔ έγγραφη σύμβαση περί αποκλειστικής αρμοδιότητας επί της ένδικης διαφοράς των Δικαστηρίων των Χανίων, όπου ευρίσκεται η έδρα τους. Τα εν λόγω Δικαστήρια δεν είναι άσχετα με την ένδικη διαφορά, καθόσον εκεί εδρεύουν οι ίδιες (εναγόμενες), ενόψει μάλιστα και της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, κατ’ άρθρο 22 του ΚΠολΔ. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι, ο ενάγων εγνώριζε το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά αυτών, εξυποννοώντας την προβολή εκ μέρους τους ισχυρισμού περί αναρμοδιότητος του δικάσαντος Δικαστηρίου, να μην τυγχάνει καταχρηστική και παρελκυστική, η δε άσκηση της αγωγής ενώπιον των Δικαστηρίων των Χανίων αντί αυτών του Πειραιώς, δεν αποτελεί διεξαγωγή δικαστικού αγώνα υπό δυσμενείς συνθήκες για τον ενάγοντα, δεν προκαλείται εξαιρετική δυσχέρεια στην άσκηση των δικαιωμάτων του, ενόψει μάλιστα του ότι αυτός (ενάγων) εγνώριζε την ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας και παρά ταύτα, επέλεξε να εγείρει την αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Ειδικώς δε, πλήττουν την κύρια αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης (κατά την απόρριψη του περί αναρμοδότητος του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρισμού τους), για παραμόρφωση του περιεχομένου του όρου των ενδίκων συμβάσεων. Ο ενάγων, δια των εγγράφων προτάσεων, ως εφεσίβλητος, στα πλαίσια αντίκρουσης του λόγου αυτού εφέσεως, επανέφερε τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς του και επιπλέον ισχυρίσθηκε ότι, πλέον δια της απορροφήσεως της αρχικής διαδίκου από την ήδη παρισταμένη πρώτη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στην ……… Αττικής, η επιμονή των εναγομένων στον ισχυρισμό τους για έλλειψη κατά τόπον αρμοδιότητος του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καταδεικνύει ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται μόνον προς παρέλκυση της προκείμενης δίκης.
Από την εκτίμηση της, περιεχομένης στη με αριθμό ……./5.6.2020 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος …….., η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ………/27.05.2020 και ……./29.5.2020 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς και Εφετείου Κρήτης αντίστοιχα, ……….. και ……….., αντίστοιχα, της περιεχομένης στη με αριθμό ………./17.9.2020 ένορκη βεβαίωση ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ………., η οποία ελήφθη ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …/14.09.2020 και …/14.09.2020 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς και Εφετείου Κρήτης αντίστοιχα, ………. και …….., αντίστοιχα, της περιεχομένης στην από 24.9.2020 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……….., η οποία ελήφθη ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ……….., με επιμέλεια των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/21.09.2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου τους, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στη Δικηγόρο Πειραιώς ……….., υπογράφουσας την ένδικη αγωγή (σχετικά άρθρο 96, 100 και 143 παρ.1 του ΚΠολΔ), έστω κι αν η επίδοση έλαβε χώρα πριν τη συζήτηση αυτής, εφόσον η ανωτέρω υπογράφουσα την αγωγή δικηγόρος, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο πληρεξουσία και αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση του ενάγοντος, για να παραστεί κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1330/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρος, χωρίς το γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος, ……….., τυγχάνει αντίδικος των εναγομένων, εκ του λόγου ότι έχει ασκήσει εναντίον τους αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο, καθώς επίσης ο εξετασθείς με επιμέλεια των εναγομένων ανωτέρω μάρτυρας ………….. να συνεχίζει να εργάζεται για λογαριασμό των εναγομένων, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι διάδικοι, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την δεύτερη εναγομένη εταιρεία στο Ηράκλειο Κρήτης, ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Π. την 20.5.2017, καθόν χρόνο κυρία αυτού ήταν η αρχικώς πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «………….και τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία «…………..», εργάσθηκε δε σε αυτό, ως μέλος οργανωμένου πληρώματος με την ειδικότητα του Ναυκλήρου έως την 7.6.2018, οπότε απολύθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου, επαναυτολογήθηκε δε αυθημερόν στη Ρόδο με την αυτή ειδικότητα και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 30.6.2017, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά, λόγω αλλαγής ειδικότητας. Αυθημερόν ναυτολογήθηκε στον Πειραιά με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 5.12.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Ρόδου, λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου. Επαναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι της Ρόδου με την αυτή ειδικότητα και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 18.12.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά λόγω προαγωγής. Αυθημερόν ναυτολογήθηκε στον Πειραιά με την ειδικότητα του Ναυκλήρου και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 29.1.2019, οπότε αποναυτολογηθηκε στον Πειραιά λόγω αλλαγής ειδικότητας. Επαναυτολογηθηκε αυθημερόν στο ίδιο πλοίο στον Πειραιά, με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 5.6.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε στη Ρόδο, λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου. Αυθημερόν, ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Ρόδου με την αυτή ειδικότητα και εργάσθηκε έως την 2.9.2019, στο ίδιο πλοίο, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου. Στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεων, αν και τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, καταρτίσθηκαν τρεις έγγραφες συμβάσεις μεταξύ του ενάγοντος και της αρχικώς πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «…………» άπασες στον Πειραιά, και δη η από 6.7.2018, η από 19.12.2018 και η από 29.1.2019 συμβάσεις ναυτολόγησης, στα πλαίσια των οποίων, περιελήφθη όρος, υπό του τίτλου «Εφαρμοστέο Δίκαιο – Αποκλειστική Δικαιοδοσία Δικαστηρίων Χανίων», σύμφωνα με τον οποίο «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα αποκλειομένης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων.». Αν και από τα προσκομιζόμενα σε αντίγραφο έγγραφα εν λόγω συμφωνητικά δεν προκύπτει ότι, κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων, συνεβλήθη μετά του ενάγοντος και η δεύτερη εναγομένη, ούτε προκύπτει σαφώς ότι η πρώτη εναγομένη ενεργούσε για λογαριασμό και της δεύτερης εναγομένης, ο ενάγων δεν αμφισβήτησε ειδικώς τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι με την εν λόγω σύμβαση αμφότερες συνομολόγησαν με τον ενάγοντα τον ανωτέρω όρο. Οι εναγόμενες, επικαλούμενες τον ανωτέρω όρο, ο οποίος περιελήφθη στις ανωτέρω έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν στα πλαίσια τριών ναυτολογήσεων του ενάγοντος, αν και κατά το ναυτικό φυλλάδιο αυτού, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.2018 έως 29.1.2019, έλαβαν χώρα πέντε συμβάσεις ναυτολόγησης, ισχυρίζονται ότι έχει συνομολογηθεί έγκυρη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία αποκλειστικής αρμοδιότητος των Δικαστηρίων της πόλεως των Χανίων. Παράλληλα, απεδείχθη, όπως ο ενάγων αναφέρει και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, ότι η ναυτολόγηση του ενάγοντος, που αποτελεί το ασθενές μέλος της εν λόγω συμβάσεως, έλαβε χώρα, ως αναλύεται ανωτέρω, είτε στο λιμάνι της Ρόδου είτε στο λιμάνι του Πειραιά, στον Πειραιά δε καταρτίσθηκαν και οι ανωτέρω τρεις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, ο ενάγων κατοικεί στο Ρέθυμνο, στα πλαίσια δε των ενδίκων ναυτολογήσεων δεν προέκυψε παροχή εργασίας του ενάγοντος στην πόλη των Χανίων, εφόσον το ένδικο πλοίο, κατά τον επίδικο χρόνο, δεν προσέγγισε το λιμάνι των Χανίων και η πρώτη εναγομένη με την οποία ο ενάγων κατήρτισε τις ανωτέρω δύο συμβάσεις ναυτικής εργασίας, διατηρεί γραφεία στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων. Εν όψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η εφαρμογή εν προκειμένω της δικονομικής συμβάσεως περί καθορισμού ως τοπικά αρμοδίου για τις ένδικες διαφορές, όσον αφορά μάλιστα όχι όλο το επίδικο διάστημα αλλά για τρεις εκ των επιδίκων ναυτολογήσεων, αποκλειστικά του καθ΄ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου της πόλεως των Χανίων, κρίνεται υπέρμετρα δεσμευτική για τον ενάγοντα – ασθενές μέρος των επιδίκων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, εφόσον μετά από μακρό χρόνο από τη λήξη των ενδίκων συμβάσεων εργασίας, θα αναγκασθεί να υποβληθεί σε υπερβολικά έξοδα προς διεκδίκηση των ενδίκων απαιτήσεών του, αφού ληφθεί υπόψη και το ύψος αυτών, ενώ παράλληλα οι εναγόμενες δεν στερούνται της υπεράσπισής τους, δεδομένου μάλιστα ότι η πρώτη εξ αυτών διατηρούσε, έως της απορροφήσεως της από την ήδη εδρεύουσα στην ……….. Αττικής ανωτέρω συνεχίζουσα την παρούσα δίκη εταιρεία, γραφεία στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου. Εξάλλου, η ένδικη διαφορά, πέραν της έδρας των εναγομένων, ουδεμία άλλη σχέση έχει με την πόλη των Χανίων. Ως εκ τούτου, γενομένου δεκτού του ανωτέρω ισχυρισμού του ενάγοντος, κρίνεται ότι η δικονομική σύμβαση περί καθορισμού ως τοπικά αρμοδίου για τις ένδικες διαφορές αποκλειστικά του καθ΄ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου της πόλεως των Χανίων, που περιλήφθηκε στις ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας αυτού (εφεσιβλήτου – ενάγοντος), αντιβαίνει, υπό τις ειδικές περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, στα χρηστά ήθη. Όμοια κρίνοντας κατ’ αποτέλεσμα η εκκαλουμένη απόφαση, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε αρμόδιο κατά τόπο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω του τόπου κατάρτισης των τεσσάρων εκ των πέντε ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως (άρθρο 33 ΚΠολΔ) και απέρριψε τον αντίθετο ισχυρισμό των εναγομένων. Πρέπει, επομένως, ο υπό κρίση πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης των εναγομένων, να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
V. Από την εκτίμηση της, περιεχομένης στη με αριθμό ………./5.6.2020 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος …………, η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, …….., με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……./27.05.2020 και ………/29.5.2020 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς και Εφετείου Κρήτης αντίστοιχα, …….. και …….., αντίστοιχα, της περιεχομένης στη με αριθμό ………./17.9.2020 ένορκη βεβαίωση ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος …….., η οποία ελήφθη ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……./14.09.2020 και ………/14.09.2020 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς και Εφετείου Κρήτης αντίστοιχα, …….. και ………, αντίστοιχα, της περιεχομένης στην από 24.9.2020 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ………., η οποία ελήφθη ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ………., με επιμέλεια των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/21.09.2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου τους, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στη Δικηγόρο Πειραιώς ………, υπογράφουσας την ένδικη αγωγή (σχετικά άρθρο 96, 100 και 143 παρ.1 του ΚΠολΔ), έστω κι αν η επίδοση έλαβε χώρα πριν τη συζήτηση αυτής, εφόσον η ανωτέρω υπογράφουσα την αγωγή δικηγόρος, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο πληρεξουσία και αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση του ενάγοντος, για να παραστεί κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1330/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρος, χωρίς το γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος, ………., τυγχάνει αντίδικος των εναγομένων, εκ του λόγου ότι έχει ασκήσει εναντίον τους αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο, καθώς επίσης ο εξετασθείς με επιμέλεια των εναγομένων ανωτέρω μάρτυρας ……….. να συνεχίζει να εργάζεται για λογαριασμό των εναγομένων, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι διάδικοι, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν, μεταξύ του ενάγοντος ………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου και της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», ως έχουσας τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Π.», με αριθμό νηολογίου Ρεθύμνου …., κ.ο.χ. 9.850, κυριότητος της αρχικώς πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «…………», ο ενάγων ναυτολογήθηκε σ’ αυτό και απασχολήθηκε ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του και κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 2.9.2019 με την ειδικότητα άλλοτε του Ναυκλήρου και άλλοτε του Υποναυκλήρου. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο ναυτικό του φυλλάδιο, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο στο λιμάνι του Ηρακλείου της Κρήτης την 20.5.2017, εργάσθηκε δε σε αυτό ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του με την ειδικότητα του Ναυκλήρου έως την 7.6.2018, οπότε απολύθηκε λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου», επαναυτολογήθηκε δε αυθημερόν στη Ρόδο, με την αυτή ειδικότητα και εργάσθηκε σε αυτό έως την 30.6.2017, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά «λόγω αλλαγής ειδικότητας». Αυθημερόν ναυτολογήθηκε στον Πειραιά με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 5.12.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Ρόδου λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου». Επαναυτολογήθηκε αυθημερόν, στο λιμάνι της Ρόδου, με την αυτή ειδικότητα και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 18.12.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά, λόγω προαγωγής. Αυθημερόν ναυτολογήθηκε στον Πειραιά με την ειδικότητα του Ναυκλήρου και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 29.1.2019, οπότε αποναυτολογηθηκε στον Πειραιά, λόγω αλλαγής ειδικότητας. Επαναυτολογηθηκε αυθημερόν στο ίδιο πλοίο, στον Πειραιά, με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου και εργάσθηκε σε αυτό έως την 5.6.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε στη Ρόδο λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου». Αυθημερόν ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Ρόδου με την αυτή ειδικότητα και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 2.9.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, εφαρμοστέα στις επίδικες συμβάσεις ναυτολόγησης θα ήταν η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων. Επιπλέον, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς οι οποίοι δεν αμφισβητήθηκαν ειδικώς υπό της εναγομένης, μεταξύ της δεύτερης εναγομένης εργοδότριας του ενάγοντος και του τελευταίου (ενάγοντος), συμφωνήθηκε ότι αυτός θα λαμβάνει κατ’ αποκοπή αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση μηνιαίως κατά το έτος 2018 το συνολικό ποσό των ευρώ 1.436,07 και δη το ποσό των ευρώ 562,49 το οποίο στις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας αναγράφεται με αιτιολογία «ΥΠΕΡ. ΕΤΑΙΡ» αφορώσα αμοιβή πέραν των οκτώ ωρών εργασίας ημερησίως για όλες τις ημέρες, πλέον του ποσού των ευρώ 363,46 το οποίο στις αποδείξεις μισθοδοσίας φέρει αιτιολογία «ΥΠΕΡ Σ.Σ.» και αφορούσε την έως οκτώ ωρών εργασία του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου, πλέον του ποσού των ευρώ 110,78 για αμοιβή για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες αργίας και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν πράγματι ο ενάγων εργάζονταν σε ημέρα αργίας κατά τη διάρκεια του μήνα και επιπλέον, το ποσό των ευρώ 389,34, το οποίο στις αποδείξεις μισθοδοσίας αναφέρεται υπό τα στοιχεία «Πρόσθετες Υπερωρίες». Αντίστοιχα, για το έτος 2019 συμφωνήθηκε ότι αυτός (ενάγων) θα λαμβάνει κατ’ αποκοπή συμφωνηθείσα αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση μηνιαίως το συνολικό ποσό των ευρώ 1.454,59 και δη το ποσό των ευρώ 573,74, για το οποίο στις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας αναγράφεται ως αιτιολογία η φράση «ΥΠΕΡ. ΕΤΑΙΡ» αφορώσα αμοιβή πέραν των οκτώ ωρών εργασίας ημερησίως για όλες τις ημέρες, πλέον του ποσού των ευρώ 370,73 το οποίο στις αποδείξεις μισθοδοσίας φέρει αιτιολογία «ΥΠΕΡ Σ.Σ.» και αφορούσε την έως οκτώ ωρών εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου, πλέον του ποσού των ευρώ 112,99 για αμοιβή για απασχόληση κατά τις ημέρες αργίας και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν πράγματι ο ενάγων εργάζονταν σε ημέρα αργίας κατά τη διάρκεια του μήνα και επιπλέον, το ποσό των ευρώ 397,13 το οποίο στις αποδείξεις μισθοδοσίας αναφέρεται με αιτιολογία «Πρόσθετες Υπερωρίες». Κατά τα επίδικα δε χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως 2.9.2019, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο «Π», δεδομένου ότι ο ενάγων δεν εγείρει απαιτήσεις για το, προ της 1.1.2018, χρονικό διάστημα, αυτό (ένδικο πλοίο) διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, είχαν δε ως αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τη νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια μέσου περισσοτέρων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ίδιων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, κατά το επίδικο διάστημα το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 7.1.2018: Την ημέρα Δευτέρα (1.1) απέπλευσε από το λιμάνι της Ρόδου ώρα 10.00 για Χάλκη (αφ. 12.00 – αναχ. 12.20), Διαφάνι (αφ. 14.20 – αναχ. 14.35), Πηγάδια (αφ. 15.35 – αναχ. 16.15), Κάσο (αφ. 17.45 – αναχ. 18.10), Σητεία (αφ. 20.45 – αναχ. 21.05), Ηράκλειο (αφ. 00.05 της επομένης ημέρας Τρίτης 2.1 – αναχ. 01.05), Ανάφη (αναχ. 05.05 – αναχ. 05.20), Θήρα (αφ. 07.01 – αναχ. 07.40), Μήλο (αφ. 11.20 – αναχ. 11.45), Πειραιά (αφ. 16.45 – αναχ. 23.00), Μήλο (αφ. 04.00 της επομένης ημέρας Τετάρτης 3.1 – αναχ. 04.20), Θήρα (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Ανάφη (αναχ. 10.05 – αναχ. 10.25), Κάσο (αφ. 15.05 – αναχ. 15.25), Πηγάδια (αφ. 16.50 – αναχ. 17.20), Διαφάνι (αφ. 18.20 – αναχ. 18.35), Χάλκη (αφ. 20.35 – αναχ. 20.50), Ρόδο (αφ. 22.50). Με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου το πλοίο παρέμεινε σε αυτό κι αναχώρησε εκ νέου ημέρα Παρασκευή 5.1.2018 ώρα 22.00 για Χάλκη (αφ. 00.01 της επομένης ημέρας Σαββάτου 6.1 – αναχ. 00.15), Διαφάνι (αφ. 02.15 – αναχ. 02.30), Πηγάδια (αφ. 03.30 – αναχ. 04.15), Κάσο (αφ. 05.45 – αναχ. 06.00), Ανάφη (αναχ. 13.15 – αναχ. 13.35), Θήρα (αφ. 15.05 – αναχ. ώρα 15.50), Πειραιά (αφ. 00.35 της επομένης ημέρας Κυριακής 7.1.). [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 8.1.2018 έως 14.1.2018: Το πλοίο παρέμεινε στον Πειραιά την 8.1 ημέρα Δευτέρα λόγω κακών καιρικών συνθηκών και απέπλευσε την επομένη ημέρα Τρίτη 9.1 ώρα 20.30 για Μήλο (αφ. 01.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης 10.1 – αναχ. 01.50), Θήρα (αφ. 05.20 – αναχ. 06.00), Ανάφη (αναχ. 07.35 – αναχ. 07.55), Σητεία (αφ. 12.15 – αναχ. 12.35), Κάσο (αφ. 15.10 – αναχ. 15.25), Πηγάδια (αφ. 16.50 – αναχ. 17.20), Διαφάνι (αφ. 18.20 – αναχ. 18.35), Χάλκη (αφ. 20.35 – αναχ. 20.50), Ρόδο (αφ. 22.50). Το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Ρόδου ώρα 07.00 της επομένης ημέρας Πέμπτης 11.1 για Χάλκη (αφ. 09.00 – αναχ. 09.15), Διαφάνι (αφ. 11.15 – αναχ. 11.30), Πηγάδια (αφ. 12.30 – αναχ. 13.15), Κάσο (αφ. 14.45 – αναχ. 15.00), Ανάφη (αναχ. 19.50 – αναχ. 20.10), Θήρα (αφ. 21.45 – αναχ. 22.30), Μήλος (αφ. 02.01 της επομένης ημέρας Παρασκευής 12.1 – αναχ. 02.15), Πειραιάς όπου κατέπλευσε ώρα 07.15 της ιδίας ημέρας και απέπλευσε εκ νέου ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας για Μήλο (αφ. 04.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου 13.1 – αναχ. 05.10), Θήρα (αφ. 08.50 – αναχ. 09.40), Ανάφη (αναχ. 11.15 – αναχ. 11.30), Ηράκλειο (αφ. 15.40 – αναχ. 16.40), Σητεία (αφ. 19.40 – αναχ. 20.05), Κάσο (αφ. 22.35 – αναχ. 23.00), Πηγάδια (αφ. 00.30 της επομένης ημέρας Κυριακής 14.1 – αναχ. 01.10), Διαφάνι (αφ. 02.10 – αναχ. 02.25), Χάλκη (αφ. 04.25 – αναχ. 04.40), Ρόδο (αφ. 06.40 – αναχ. 09.00) Χάλκη (αφ. 11.00 – αναχ. 11.20), Διαφάνι (αφ. 13.20 – αναχ. 13.30), Πηγάδια (αφ. 14.35 – αναχ. 15.15), Κάσο (αφ. 16.45 – αναχ. 15.10), Σητεία (αφ. 19.45 – αναχ. 20.05), Ηράκλειο (αφ. 23.05 ). [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 15.1.2018 έως 24.1.2018: Τη Δευτέρα 15.1., το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Ηρακλείου ώρα 00.05 για Ανάφη (αναχ. 04.05 – αναχ. 04.20), Θήρα (αφ. 06.01 – αναχ. 06.40), Μήλο (αφ. 10.20 – αναχ. 10.45), Πειραιά (αφ. 15.45). Το πλοίο απέπλευσε της επομένη ημέρα Τρίτη 16.1 από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.30 για Μήλο (αφ. 01.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης 17.1 – αναχ. 01.50), Θήρα (αφ. 05.20 – αναχ. 06.00), Ανάφη (αναχ. 07.35 – αναχ. 07.55), Κάσο (αφ. 12.35 – αναχ. 12.55), Πηγάδια (αφ. 14.20 – αναχ. 14.50), Διαφάνι (αφ. 15.50 – αναχ. 16.05), Χάλκη (αφ. 18.05 – αναχ. 18.20), Ρόδο (αφ. 20.20). Το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Ρόδου την 18.1.2018 λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών και απέπλευσε την ημέρα Παρασκευή 19.1.2018 ώρα 08.00 για Χάλκη (αφ. 10.00 – αναχ. 10.15), Διαφάνι (αφ. 12.15 – αναχ. 12.30), Πηγάδια (αφ. 13.30 – αναχ. 14.15), Κάσο (αφ. 15.45 – αναχ. 16.00), Ανάφη (αναχ. 20.50 – αναχ. 21.10), Θήρα (αφ. 22.45 – αναχ. 23.30), Μήλο (αφ. 03.01 της επομένης ημέρας Σαββάτου 20.1 – αναχ. 03.15), Πειραιά, όπου κατέπλευσε ώρα 08.15 της ιδίας ημέρας και απέπλευσε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Μήλο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Θήρα (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Κυριακής 21.1 – αναχ. 03.40), Ανάφη (αναχ. 05.15 – αναχ. 05.30), Ηράκλειο (αφ. 09.40 – αναχ. 23.59), Σητεία (αφ. 03.00 της επομένης ημέρας Δευτέρας 22.1 – αναχ. 03.25), Κάσο (αφ. 05.55 – αναχ. 06.20), Πηγάδια (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Διαφάνι (αφ. 09.30 – αναχ. 09.45), Χάλκη (αφ. 18.00 – αναχ. 18.20), Ρόδο (αφ. 14.00 – αναχ. 16.00) Χάλκη (αφ. 18.00 – αναχ. 18.20), Διαφάνι (αφ. 20.20 – αναχ. 20.35), Πηγάδια (αφ. 21.35 – αναχ. 10.00 της επομένης ημέρας Τρίτης 23.1), Κάσο (αφ. 11.30 – αναχ. 11.40), Σητεία (αφ. 14.15 – αναχ. 14.35), Ηράκλειο (αφ. 17.35 – αναχ. 18.35), Ανάφη (αφ. 22.35 – αναχ. 22.50), Θήρα (αφ. 00.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης 24.1 – αναχ. 01.10), Μήλο (αφ. 04.50 – αναχ. 05.15), Πειραιά, όπου κατέπλευσε ωρα 10.15 της ίδιας ημέρας. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 25.1.2018 έως 2.4.2018, από 11.4.2018 έως 18.5.2018 και από 10.9.2018 έως 31.10.2018: Κάθε Τρίτη το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά όπου είχε καταπλεύσει την προηγούμενη ημέρα Δευτέρα ώρα 20.30 για Μήλο (αφ. 01.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 01.50), Θήρα (αφ. 05.20 – αναχ. 06.00), Ανάφη (αναχ. 07.35 – αναχ. 07.55), Κάσο (αφ. 12.35 – αναχ. 12.55), Πηγάδια (αφ. 14.20 – αναχ. 14.50), Διαφάνι (αφ. 15.50 – αναχ. 16.05), Χάλκη (αφ. 18.05 – αναχ. 18.20), Ρόδο (αφ. 20.20). Το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι της Ρόδου και απέπλεε την ημέρα Πέμπτη ώρα 07.00 για Χάλκη (αφ. 09.00 – αναχ. 09.15), Διαφάνι (αφ. 11.15 – αναχ. 11.30), Πηγάδια (αφ. 12.30 – αναχ. 13.15), Κάσο (αφ. 14.45 – αναχ. 15.00), Ανάφη (αναχ. 19.50 – αναχ. 20.10), Θήρα (αφ. 21.45 – αναχ. 22.30), Μήλο (αφ. 02.01 της επομένης ημέρας Παρασκευή – αναχ. 02.15), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 07.15 της ιδίας ημέρας και απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Μήλο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Θήρα (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 03.40), Ανάφη (αναχ. 05.15 – αναχ. 05.30), Ηράκλειο (αφ. 09.40 – αναχ. 10.40), Σητεία (αφ. 13.40 – αναχ. 14.05), Κάσο (αφ. 16.35 – αναχ. 17.00), Πηγάδια (αφ. 18.30 – αναχ. 19.10), Διαφάνι (αφ. 20.10 – αναχ. 20.25), Χάλκη (αφ. 22.25 – αναχ. 22.40), Ρόδο (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.00), Χάλκη (αφ. 05.00 – αναχ. 05.20), Διαφάνι (αφ. 07.20 – αναχ. 07.35), Πηγάδια (αφ. 08.35 – αναχ. 09.15), Κάσο (αφ. 10.45 – αναχ. 11.10), Σητεία (αφ. 13.45 – αναχ. 14.05), Ηράκλειο (αφ. 17.05 – αναχ. 18.05), Ανάφη (αφ. 22.05 – αναχ. 22.20), Θήρα (αφ. 00.01 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.40, Μήλος (αφ. 04.20 – αναχ. 04.45), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 09.45 της ίδιας ημέρας και απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα (Τρίτη) εκτελώντας το ανωτέρω δρομολόγιο. Την Πέμπτη 25.1.2018 το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι του Πειραιά έως την επομένη ημέρα Παρασκευή 26.1.2018 οπότε απέπλευσε ώρα 18.00. Την ημέρα Σαββάτου 10.2.2018 το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Ηρακλείου ώρα 17.00 για Σητεία (αφ. 20.00 – αναχ. 2025), Κάσο (αφ. 22.25 – αναχ. 23.20), Πηγάδια (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Κυριακής 11.2.2018 – αναχ. 01.30), Διαφάνι (αφ. 02.30 – αναχ. 02.45), Χάλκη (αφ. 04.45 – αναχ. 05.00), Ρόδο (αφ. 07.00 – αναχ. 08.00), Χάλκη (αφ. 10.00 – αναχ. 10.20), Διαφάνι (αφ. 12.20 – αναχ. 12.35), Πηγάδια (αφ. 13.35 – αναχ. 14.15), Κάσο (αφ. 15.45 – αναχ. 16.10), Σητεία (αφ. 18.40 – αναχ. 19.10), Ηράκλειο (αφ. 22.10 – αναχ. 23.10), Ανάφη (αφ. 03.10 της επομένης ημέρας Δευτέρας 12.2.2018 – αναχ. 03.25), Θήρα (αφ. 05.05 – αναχ. 05.45, Μήλο (αφ. 09.25 – αναχ. 09.45), Πειραιά, όπου κατέπλευσε ώρα 10.45 της ίδιας ημέρας. Την Πέμπτη 15.2.2018, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 23.00 προς Χάλκη (αφ. 01:00 της Παρασκευής 16.2.2018 – αν.01:20) – Διαφάνι Καρπάθου (αφ.03:20 – αν.03:35) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 04:35 – αν 05:15) – Κάσο (αφ. 06:45 – αν. 07:10) – Ανάφη (αφ. 12:00 – αν. 12:20) – Θήρα (αφ. 13:55 – αν. 14:40) – Μήλο (αφ. 18:10- αν. 18:30) – Πειραιά (αφ. 23:30). Το Σάββατο 17.2.2018, το πλοίο αναχώρησε από Πειραιά ώρα 02.00 για Μήλο (αφ. 06.50 – αν. 07.10) – Θήρα (αφ. 10.50 — αν. 11 40) – Ανάφη (αφ. 13.15 – αν. 13.30) – Ηράκλειο (αφ 17.40 – αν. 18.40) – Σητεία (αφ. 21.40 – αν. 22.05) – Κάσο (αφ 00.35 της επομένης ημέρας Κυριακής 18.2.2018 – αν. 01.00) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 02 30 – αν. 03.10) – Διαφάνι Καρπάθου (αφ. 04.10 – αν. 04.25) – Χάλκη (αφ. 06.25 – αν. 06.40) – Ρόδο (αφ. 08.40). Την Καθαρή Δευτέρα 19.2.2018, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 10.00 προς Χάλκη (αφ. 12.00 – αναχ. 12.20) – Διαφάνι Καρπάθου (αφ.14.20 – αν. 14. 35) -Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 15.35 – αν. 16.15) – Κάσο (αφ. 17.45 – αν. 18.10) – Σητεία (αφ. 20.45 – αν. 21.05) – Ηράκλειο (αφ. 00.05) της Τρίτης 20.2.2018 – αν. 01.05) -Ανάφη (αφ. 05.05 – αν. 05.20) – Θήρα (αφ. 07.01 – 07.40) – Μήλο (αφ. 11.20 — 11.45) – Πειραιά (αφ. 45-αν. 20.30. σύμφωνα με το πιο πάνω τακτικό πρόγραμμα). Την Πέμπτη 22.3.2018, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, το πλοίο παρέμεινε στη Ρόδο. Την Παρασκευή 23.3.2018, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο ώρα 07.00 για Χάλκη (αφ. 09.00 – αν. 09.15) – Διαφάνι Καρπάθου (αφ. 11.15 – αν. 11.30) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 12.30 – αν. 13.15) – Κάσο (αφ. 14.45 – αν. 15.00) – Ανάφη (αφ. 19.50 – αν. 20.10) – Θήρα (αφ. 21.45 – αν. 22.30) – Μήλο (αφ. 02.00 του Σαββάτου 24.3.2018 – αν. 02.15) – Πειραιά (αφ. 07.15 – αν. 12.00) – Μήλος (αφ. 17.00 – αν. 17.20) – Θήρα (αφ. 21.00 – αν. 21.40) – Ανάφη (αφ. 23.20 – αν. 23.35) – Ηράκλειο (αφ. 04.40 της Κυριακής 25.3.2018 – αν. 05.40) – Σητεία (αφ. 08.40 – αν. 09.00) – Κάσο (αφ. 11.40 – αν. 12.00) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 13.30 – αν. 14.30) – Διαφάνι Καρπάθου (αφ. 15.10 – αν. 15.25) – Χάλκη (αφ. 17.30 – αν. 17.45) – Ρόδος (αφ. 19.50 – αν. 21.00) – Χάλκη (αφ. 23.00 – αν. 23.20) -Διαφάνι Καρπάθου (αφ. 01.20 της Δευτέρας 26.3.2018 – αν. 01.35) – Κάσος (αφ. 04.40 – αν. 05.00) – Σητεία (αφ. 07.40 – αν. 08.00) – Ηράκλειο (αφ. 11.00 – αν. 12.00) – Ανάφη (αφ. 16.10 – αν. 16.30) – Θήρα (αφ, 18.10 – αν.18.50) – Μήλος (αφ. 22.30 – αν. 23 00) – Πειραιάς (αφ. 04 00 της Τρίτης 27.3.2018 – αν. 20 30 σύμφωνα με το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο). Την Πέμπτη 29.3.2018, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, το πλοίο παρέμεινε στη Ρόδο. Την Παρασκευή 30.3.2018, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο ώρα 03.00 προς Χάλκη (αφ. 05.00 – αν. 05.20) – Διαφάνι Καρπάθου (αφ. 07.30 – αν. 07.40) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 08.40 – αν. 09.10) – Σητεία (αφ. 14.00 – αν. 14.200 -Ανάφη (αφ. 18.30 – αν 18.40) – Θήρα (αφ 20.20 – αν. 21.10) – Μήλος (αφ 01.00 του Σαββάτου 31.3.2018 – αν. 01.20) – Πειραιάς (αφ. 06.20 – αναχ. 09.00) – Μήλος (αφ. 14.00 – 14.20) – Θήρα (αφ. 18.10 – αν. 19.00) – Ανάφη (αφ. 20.40 – αν. 21.00) – Ηράκλειο (αφ. 01.00 της Κυριακής 1.4.2018 – αν. 01.40) – Σητεία (αφ 04.40 – αν. 05.00) – Κάσο (αφ. 07.50 – αν. 08.10) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 09.40 – αν. 10.10) – Διαφάνι Καρπάθου (αφ. 11.10 — αν. 11.20) – Χάλκη (αφ. 13.20 – αν. 13.30) – Ρόδος (αφ. 15.30 – 17.00) – Χάλκη (αφ. 19.00 – αν. 19.20) – Διαφάνι j Καρπάθου (αφ. 21.20 – αν. 21 30) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 22.30 – αν. 23.10) – Κάσος (αφ 00.40 της Μ. Δευτέρας 2.4.2018 – αν. 01.00) – Σητεία (αφ. 03.50 – αν. 04.10) – Ηράκλειο (αφ 07.10 – αν. 08.00) -Ανάφη (αφ. 12.00 – αν. 12.10) — Θήρα (αφ 13.50 – αν. 14.40) – Μήλος (αφ. 18.30 – αν. 18.50) – Πειραιάς (αφ. 23.50). Από Τρίτη 15.5.2018 έως Παρασκευή 18.5.2018 δεν εκτελέσθηκαν δρομολόγια. Από Τρίτη 25.9.2018 έως Πέμπτη 27.9.2018 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, αναχώρησε δε εκ νέου ώρα 18.00 της 28.9.2018. [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 3.4.2018 έως 10.4.2018: Την 3.4.2018 Μεγάλη Τρίτη το πλοίο απέπλευσε ώρα 08.00 από το λιμάνι του Πειραιά για Μήλο (αφ. 11.00 – αναχ. 11.20), Θήρα (αφ. 15.10 – αναχ. 16.00), Ανάφη (αφ. 17.40 – αναχ. 18.00), Κάσο (αφ. 23.00 – αναχ. 23.20), Πηγάδια (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας 4.4.2018 Μεγάλης Τετάρτης – αναχ. 01.30), Διαφάνι (αφ. 02.30 – αναχ. 02.40), Χάλκη (αφ. 04.40 – αναχ. 05.00), Ρόδο (αφ. 07.00 – αναχ. 08.00 ). Χάλκη (αφ. 10.00 – αναχ. 10.20), Διαφάνι (αφ. 12.20 – αναχ. 12.30), Πηγάδια (αφ. 13.30 – αναχ. 14.10), Κάσο (αφ. 15.40 – αναχ. 16.00), Ανάφη (αναχ. 21.00 – αναχ. 21.10), Θήρα (αφ. 22.50 – αναχ. ώρα 23.50), Μήλο (αφ. 03.40 της επομένης ημέρας Μεγάλη Πέμπτη 5.4.2018 – αναχ. 05.00), Πειραιά (αφ. 10.00), απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 17.00 για Μήλο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Θήρα (αφ. 01.50 της επομένης ημέρας Μ. Παρασκευής 6.4.2018 – αναχ. 02.40), Ανάφη (αφ. 04.15 – αναχ. 04.30), Ηράκλειο (αφ. 08.40 – αναχ. 09.40), Σητεία (αφ. 12.40 – αναχ. 13.05), Κάσο (αφ. 15.35 – αναχ. 16.00), Πηγάδια (αφ. 17.30 – αναχ. 18.10), Διαφάνι (αφ. 19.10 – αναχ. 19.25), Χάλκη (αφ. 21.25 – αναχ. 21.40), Ρόδο (αφ. 23.40 ), όπου παρέμεινε έως την Κυριακή του Πάσχα (8.4.) οπότε απέπλευσε ώρα 23.30 για Χάλκη (αφ. 01.30 της επομένης ημέρας Δευτέρας του Πάσχα (9.4.) – αναχ. 01.50), Διαφάνι (αφ. 03.50 – αναχ. 04.05), Πηγάδια (αφ. 05.05 – αναχ. 05.45), Κάσο (αφ. 07.15 – αναχ. 07.40), Σητεία (αφ. 10.15 – αναχ. 10.35), Ηράκλειο (αφ. 13.35 – αναχ. 14.35), Ανάφη (αφ. 18.35 – αναχ. 18.50), Θήρα (αφ. 21.10 – αναχ. 21.30), Μήλο (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Τριτης 10.4.– αναχ. 01.15), Πειραιά (αφ. 06.15), απ’ όπου απέπλευσε εκ νέου ώρα 20.30 της ιδιας ημέρας και συνέχισε το ανωτέρω υπό στοιχεία [Δ] τακτικό δρομολόγιο. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.2018 έως 9.9.2018: Κάθε Δευτέρα ώρα 18.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά, όπου είχε καταπλεύσει ώρα 11.55 της ίδιας ημέρας για Θήρα (αφ. 02.00 της επομένης ημέρας Τρίτης – αναχ. 03.00), Ανάφη (αφ. 04.40 – αναχ. 05.00), Κάσο (αφ. 09.50 – αναχ. 10.10), Πηγάδια (αφ. 11.45 – αναχ. 12.30), Διαφάνι (αφ. 13.30 – αναχ. 13.50), Χάλκη (αφ. 16.00 – αναχ. 16.20), Ρόδο (αφ. 18.30 – αναχ. 20.00 ). Χάλκη (αφ. 22.10 – αναχ. 22.30), Διαφάνι (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 01.00), Πηγάδια (αφ. 02.00 – αναχ. 02.30), Κάσο (αφ. 03.40 – αναχ. 04.00), Σητεία (αφ. 06.45 – αναχ. 07.00), Ηράκλειο (αφ. 10.00 – αναχ. 12.00), Σητεία (αφ. 15.00 – αναχ. 15.20), Κάσο (αφ. 18.05 – αναχ. 18.25), Πηγάδια (αφ. 20.00 – αναχ. 20.30), Διαφάνι (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Χάλκη (αφ. 00.00 της ημέρας Πέμπτης – αναχ. 00.20), Ρόδο (αφ. 02.30 – αναχ. 08.00 ). Χάλκη (αφ. 10.10 – αναχ. 10.30), Διαφάνι (αφ. 12.40 – αναχ. 13.00), Πηγάδια (αφ. 14.00 – αναχ. 14.50), Κάσο (αφ. 16.25 – αναχ. 16.45), Ανάφη (αναχ. 21.30 – αναχ. 21.50), Θήρα (αφ. 23.30 – αναχ. ώρα 00.10 της επομένης ημέρας Παρασκευής) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 08.10, απέπλεε δε την ίδια ημέρα ώρα 18.00 για Μήλο (αφ. 23.10 – αναχ. 23.30), Θήρα (αφ. 03.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 04.20), Ανάφη (αφ. 06.00 – αναχ. 06.20), Ηράκλειο (αφ. 10.20 – αναχ. 11.20), Σητεία (αφ. 14.20 – αναχ. 14.40), Κάσο (αφ. 17.25 – αναχ. 17.45), Πηγάδια (αφ. 19.20 – αναχ. 20.10), Διαφάνι (αφ. 21.10 – αναχ. 21.20), Χάλκη (αφ. 23.30– αναχ. 23.50), Ρόδο (αφ. 01.55 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.20 ). Χάλκη (αφ. 05.30 – αναχ. 05.50), Διαφάνι (αφ. 08.00 – αναχ. 08.20), Πηγάδια (αφ. 09.20 – αναχ. 10.20), Κάσο (αφ. 12.00 – αναχ. 12.20), Σητεία (αφ. 15.05 – αναχ. 15.30), Ηράκλειο (αφ. 18.30 – αναχ. 19.40), Ανάφη (αναχ. 23.40 – αναχ. 23.59), Θήρα (αφ. 01.40 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 02.40), Μήλο (αφ. 06.30 – αναχ. 06.55), Πειραιάς, όπου κατέπλεε ώρα 11.55 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα (Δευτέρα) εκτελώντας το αμέσως ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Τη Δευτέρα 3.9.2018, μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά, δεν εκτέλεσε έτερο δρομολόγιο αλλά απέπλευσε την επομένη ημέρα Τρίτη 4.9.2018, ώρα 22.00 για Θήρα (αφ. 06.00 της επομένης ημέρας Τετάρτης 5.9.2018 – αν. 07.00) – Ανάφη (αφ. 08.40 – αν. 09.00) – Κάσος (αφ. 13.50 – αν. 14.10) – Πηγάδια (αφ. 15.45 – αν. 16.30), Διαφάνι (αφ. 17.30 – αν. 17.50) – Χάλκη (αφ. 20.00 – αν. 20.20) – Ρόδος (αφ. 22.30) απ’ όπου απέπλευυσε την επομένη ημέρα Πέμπτη 6.9.2018 ώρα 08.00 και συνέχισε την εκτέλεση του ανωτέρω τακτικού του δρομολογίου. [Ζ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2018 έως 24.12.2018: Κάθε Τρίτη το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά όπου είχε καταπλεύσει την προηγούμενη ημέρα Δευτέρα ώρα 20.30 για Μήλο (αφ. 01.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 01.50), Θήρα (αφ. 05.30 – αναχ. 06.30), Ανάφη (αναχ. 08.05 – αναχ. 08.25), Κάσο (αφ. 13.10 – αναχ. 13.25), Κάρπαθο (αφ. 15.00 – αναχ. 15.40), Διαφάνι (αφ. 16.40 – αναχ. 16.55), Χάλκη (αφ. 18.55 – αναχ. 19.10), Ρόδο (αφ. 21.10). Το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι της Ρόδου και απέπλεε την ημέρα Πέμπτη ώρα 07.00 για Χάλκη (αφ. 09.00 – αναχ. 09.20), Διαφάνι (αφ. 11.20 – αναχ. 11.40), Κάρπαθο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.20), Κάσο (αφ. 14.55 – αναχ. 15.10), Ανάφη (αναχ. 20.00 – αναχ. 20.20), Θήρα (αφ. 21.55 – αναχ. 22.55), Μήλο (αφ. 02.35 της επομένης ημέρας Παρασκευή – αναχ. 02.50), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 07.50 της ιδίας ημέρας και απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Μήλο (αφ. 23.00 – αναχ. 23.30), Θήρα (αφ. 03.10 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 04.10), Ανάφη (αναχ. 05.45 – αναχ. 06.00), Ηράκλειο (αφ. 10.00 – αναχ. 11.00), Σητεία (αφ. 14.00 – αναχ. 14.20), Κάσο (αφ. 17.00 – αναχ. 17.20), Κάρπαθο (αφ. 18.55 – αναχ. 19.35), Διαφάνι (αφ. 20.35 – αναχ. 20.50), Χάλκη (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Ρόδο (αφ. 01.10 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.00), Χάλκη (αφ. 05.00 – αναχ. 05.20), Διαφάνι (αφ. 07.20 – αναχ. 07.40), Κάρπαθο (αφ. 08.40 – αναχ. 09.20), Κάσο (αφ. 10.55 – αναχ. 11.15), Σητεία (αφ. 13.55 – αναχ. 14.15), Ηράκλειο (αφ. 17.15 – αναχ. 18.15), Ανάφη (αφ. 22.15 – αναχ. 22.30), Θήρα (αφ. 00.05 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 01.05, Μήλος (αφ. 04.45 – αναχ. 05.05), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 10.05 της ίδιας ημέρας και απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα (Τρίτη) εκτελώντας το ανωτέρω δρομολόγιο. Την Παρασκευή 30.11.2018 το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.59 για Μήλο (αφ. 05.00 της επομένης ημέρας Σαββάτου 1.12.2018 – αν. 05.30) – Θήρα (αφ. 09.10-αν. 10 10)- Ανάφη (αφ. 11.45-αν. 12.00) – Ηράκλειο (αφ. 16.00-αν. 17.00) – Σητεία (αφ. 20.00-αν. 20.20)- Κάσο (αφ. 23.00-αν 23.20) – Κάρπαθο (αφ. 00.55 της επομένης ημέρας Κυριακής 2.12.2018 – αν. 01.35) -Διαφάνι (αφ. 02.35 – αν. 02.50) – Χάλκη (αφ 04.50 – αν. 05.10) – Ρόδο (αφ. 07.10 – αν. 09.00) – Χάλκη (αφ. 11.00 – αν. 11.20) – Διαφάνι (αφ. 13.20 – αν. 13.40) – Κάρπαθο (αφ. 14.40 – αν. 15.20) – Κάσο (αφ. 16.55 – αν. 17.15) – Σητεία (αφ. 19.55 – αν. 20.15) – Ηράκλειο (αφ. 23.15-αν. 00.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας 3.12.2018) – Ανάφη (αφ. 04. 15- 04.30) – Θήρα (αφ. 06.05 – αν. 07.05) – Μήλο (αφ. 10.45 – αναχ. 11.05)- Πειραιάς (αφ. 16.05) και συνέχισε το ανωτέρω τακτικό του δρομολόγιο. [Η] Κατά το χρονικό διάστημα από 25.12.2018 έως 31.12.2018: Το πλοίο δεν εκτέλεσε δομολόγιο την ημέρα Τρίτη 25.12.2018. Την επομένη ημέρα Τετάρτη 26.12.2018 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 14.00 για Μήλο (αφ. 19.00 – αν. 19.20) – Θήρα (αφ. 22.50 – αν. 23.30) – Ανάφη (αφ. 01.05 της επομένης ημέρας Πέμπτης 27.12.2018 – αν. 01.25) – Κάσο (αφ. 06.05 – αν. 06.25), Κάρπαθο (αφ. 07.50 – αν. 08.20) -Διαφάνι (αφ. 09.20 – αν. 09.35) – Χάλκη (αφ 11.35 – αν. 11.50) – Ρόδο (αφ. 13.50 – αν. 16.00) – Χάλκη (αφ. 18.00 – αν. 18.15) – Διαφάνι (αφ. 20.15 – αν. 20.30) – Κάρπαθο (αφ. 21.30 – αν. 22.15) – Κάσο (αφ. 23.45 – αν. 23.59) – Ανάφη (αφ. 04.50 της επομένης ημέρας Παρασκευής 28.12.2018 – αν. 05.10), Θήρα (αφ. 06.45 – αν. 07.30) – Μήλο (αφ. 11.01 – αναχ. 11.15)- Πειραιάς (αφ. 16.15 – αναχ. 21.00), Μήλο (αφ. 01.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου 29.12.2018 – αν. 02.10) – Θήρα (αφ. 05.50 – αν. 06.40) – Ανάφη (αφ. 08.15 – αν. 08.30), Ηράκλειο (αφ. 12.40 – αν. 13.40) – Σητεία (αφ. 16.40 – αν. 17.05) – Κάσο (αφ. 19.35 – αν. 20.00) – Κάρπαθο (αφ. 21.30 – αν. 22.10) -Διαφάνι (αφ. 23.10 – αν. 23.25) – Χάλκη (αφ 01.25 της επομένης ημέρας Κυριακής 30.12.2018 – αν. 01.40) – Ρόδο (αφ. 03.40 – αν. 06.00) – Χάλκη (αφ. 08.00 – αν. 08.20) – Διαφάνι (αφ. 10.20 – αν. 10.35) – Κάρπαθο (αφ. 11.35 – αν. 12.15) – Κάσο (αφ. 13.45 – αν. 14.10) – Σητεία (αφ. 16.45 – αν. 17.05) – Ηράκλειο (αφ. 20.05 – αν. 21.05) – Ανάφη (αφ. 01.05 της επομένης ημέρας Δευτέρας 31.12.2018 – 01.20) – Θήρα (αφ. 03.01 – αν. 03.40) – Μήλο (αφ. 07.20 – αναχ. 07.45)- Πειραιάς (αφ. 12.45), οπότε συνέχισε το ακολούθως αναφερόμενο δρομολόγιο. [Θ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 26.3.2019, από 9.4.2019 έως 22.4.2019 το πρωί και από 30.4.2019 το βράδυ έως 10.6.2019: Κάθε Τρίτη το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά όπου είχε καταπλεύσει την προηγούμενη ημέρα Δευτέρα ώρα 20.30 για Μήλο (αφ. 01.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 01.50), Θήρα (αφ. 05.30 – αναχ. 06.30), Ανάφη (αναχ. 08.05 – αναχ. 08.25), Κάσο (αφ. 13.10 – αναχ. 13.25), Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 15.00 – αναχ. 15.40), Διαφάνι (αφ. 16.40 – αναχ. 16.55), Χάλκη (αφ. 18.55 – αναχ. 19.10), Ρόδο (αφ. 21.10). Το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι της Ρόδου και απέπλεε την ημέρα Πέμπτη ώρα 07.00 για Χάλκη (αφ. 09.00 – αναχ. 09.20), Διαφάνι (αφ. 11.20 – αναχ. 11.40), Κάρπαθο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.20), Κάσο (αφ. 14.55 – αναχ. 15.10), Ανάφη (αναχ. 20.00 – αναχ. 20.20), Θήρα (αφ. 21.55 – αναχ. 22.55), Μήλο (αφ. 02.35 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 02.50), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 07.50 της ιδίας ημέρας και απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Μήλο (αφ. 23.00 – αναχ. 23.30), Θήρα (αφ. 03.10 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 04.10), Ανάφη (αναχ. 05.45 – αναχ. 06.00), Ηράκλειο (αφ. 10.00 – αναχ. 11.00), Σητεία (αφ. 14.00 – αναχ. 14.20), Κάσο (αφ. 17.00 – αναχ. 17.20), Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 18.55 – αναχ. 19.35), Διαφάνι (αφ. 20.35 – αναχ. 20.50), Χάλκη (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Ρόδο (αφ. 01.10 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.00), Χάλκη (αφ. 05.00 – αναχ. 05.20), Διαφάνι (αφ. 07.20 – αναχ. 07.40), Πηγάδια (αφ. 08.40 – αναχ. 09.20), Κάσο (αφ. 10.55 – αναχ. 11.15), Σητεία (αφ. 13.55 – αναχ. 14.15), Ηράκλειο (αφ. 17.15 – αναχ. 18.15), Ανάφη (αφ. 22.15 – αναχ. 22.30), Μήλος (αφ. 02.35 – αναχ. 02.50), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 07.50 της ίδιας ημέρας και απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα (Τρίτη) εκτελώντας το ανωτέρω δρομολόγιο. Την Τρίτη 1.1.2019 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, απέπλευσε δε από το λιμάνι του Πειραιά, την επομένη ημέρα Τετάρτη 2.1.2019, ώρα 14.00 για Μήλο (αφ. 19.00 – αν. 19.20) – Θήρα (αφ. 22.50 – αν. 23.30) – Ανάφη (αφ. 01.05 της επομένης ημέρας Πέμπτης 3.1.2019 – αν. 01.25) – Κάσο (αφ. 06.05 – αν. 06.25) – Κάρπαθο (αφ. 07.50 – αν. 08.20)-Διαφάνι (αφ. 09.20 – αν. 09.35) – Χάλκη (αφ. 11.35 – αν. 11.50)- Ρόδο (αφ. 13.50). Το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Ρόδου έως την επομένη ημέρα Παρασκευή 4.1.2019 οπότε απέπλευσε ώρα 04.00 για Χάλκη (αφ. 06.00 – αν. 06.15) – Διαφάνι (αφ. 08.15 – αν. 08.25) – Κάρπαθο (αφ. 09.25 – αν. 09.55) – Κάσο (αφ. 11.25 – αν. 11.40) – Ανάφη (αφ. 16.30 – αν. 16.40) – Θήρα (αφ. 18.15 – αν. 18.55) – Μήλο (αφ. 22.45 – αν. 23.05) – Πειραιά (αφ. 04.05 του ημέρας Σαββάτου 5.1.2019 – αν. 10.00) – Μήλο (αφ. 15.00 – αν. 15.20) – Θήρα (αφ. 19.00 – αν. 20.00) – Ανάφη (αφ. 21.35 – αν. 21.45) – Ηράκλειο (αφ. 01.40 της επομένης ημέρας Κυριακής 6.1.2019 – αν 02.25) – Σητεία (αφ 05 25 – αν 05.45) – Κάσος (αφ. 08.05 – αν 08.20) – Κάρπαθος (αφ. 09.55 – 10.25) – Διαφάνι (αφ. 11.25 – αν. 11.35) – Χάλκη (αφ. 13.35 – αν 13.50) – Ρόδος (αφ. 17.50 – αν. 18.50) – Χάλκη (αφ. 20.50 – 21.05) – Διαφάνι (23.05 – 23.15) – Κάρπαθος (αφ. 00.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας 7.1.2019 – αν. 00.45) – Κάσος (αφ. 02.50 – αν. 03.05) – Σητεία (αφ. 05.45 – αν. 06.05) – Ηράκλειο (αφ. 09.05 – αν. 10.05) – Ανάφη (αφ. 14.00 – 14.15) – Θήρα (αφ. 15.50 – αν. 16.50) – Μήλος (αφ. 20.40 – αν. 21.00) – Πειραιάς (αφ. 02.00 της επομένης ημέρας Τρίτης 8.1.2019), συνέχισε δε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Την Τετάρτη 16.1.2019 το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.00 για Μήλο (αφ. 15.05 – αν. 15.20) – Θήρα (αφ. 19.00 – αν. 20.00) – Ανάφη (αφ. 21.35 – αν. 21.50) – Κάσος (αφ. 03.35 της επομενης ημέρας Πέμπτης 17.1.2019 – αν. 03.50) – Κάρπαθος (αφ. 05.20 – αν. 05.50) – Διαφάνι (αφ. 06.50 – αν. 07.05) – Χάλκη (αφ. 09.05 – αν. 09.20) – Ρόδος (αφ. 11.20 – αν. 12.20) – Χάλκη (αφ. 14,20 – αν. 14.35) – Διαφάνι (αφ. 16.35 – αν. 16.50) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 17.50 – αν. 18.20) – Κάσος (αφ. 19.50 – αν. 20.05) – Ανάφη (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Παρασκευής 18.1.2019 – αν. 01.05) – Θήρα (αφ. 02.40 – αν. 03.40) – Μήλος (αφ. 07.20 – αν. 07.35) – Πειραιάς (αφ. 12.40) και συνέχισε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Την Πέμπτη 24.1.2019, το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι της Ρόδου ώρα 12.30 για Χάλκη (αφ. 14.40 – αν. 14.55) -Διαφάνι (αφ. 16.55 – αν. 17.10) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 18.15 – αν. 18.45) – Κάσος (αφ. 20.15 – αν. 20.30) – Ανάφη (αφ. 01.30 της επομενης ημέρας Παρασκευής 25.1.2019 – αν. 01.45) – Θήρα (αφ. 03.15 – αν. 04.15) – Μήλος (αφ. 08.00 – αν. 08.15) – Πειραιάς (αφ. 13.30) και συνέχισε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Το Σάββατο 26.1.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.00 για Μήλο (αφ. 12.05 – αν. 12.20) – Θήρα (αφ. 16.00 – αν. 17.00) – Ανάφη (αφ. 18.35 – αν. 18.50) – Ηράκλειο (αφ. 22.50 – αν. 23.50) – Σητεία (αφ. 02.45 της επομένης ημέρας Κυριακής 27.1.2019 – αν. 03.00) – Κάσος (αφ. 05.40 – αν. 05.55) – Κάρπαθος (αφ. 07.25 – αν. 07.55) – Διαφάνι (αφ. 08.55 – αν. 09.10) – Χάλκη (αφ. 11.10 – αν. 11.25) – Ρόδος (αφ. 13.30 – αν. 14.30) – Χάλκη (αφ. 16.35 – αν. 16.50) – Διαφάνι (αφ. 18.50 – αν. 19.05) – Κάρπαθος (αφ 20.05 – αν. 20.35) – Κάσος (αφ. 22.10 – αν. 22.25) – Σητεία (αφ. 01.05 της επομένης ημέρας Δευτέρας 28.1.2019 – αν. 01.20) – Ηράκλειο (αφ. 04.15 – αν. 05.15) – Ανάφη (αφ. 09.15 -αν. 09.30) – Θήρα (αφ. 11.05 – αν. 12.05) – Μήλος (αφ. 15.45 – αν. 16.00) – Πειραιάς (αφ. 21.00). Από την επομένη ημέρα Τρίτη 29.1.2019 έως και ημέρα Πέμπτη 30.1.2019 δεν εκτελέσθηκαν δρομολόγια, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών. Την Τρίτη 5.2.2019, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.30 για Μήλο (αφ. 04.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης 6.2.2019 – αν. 04.50) – Θήρα (αφ. 08.30 – αν. 09.30) – Ανάφη (αφ. 11.05 – αν. 11.25) – Κάσος (αφ. 16.10 – αν. 16.25) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 18.00-αν. 18.40) – Διαφάνι (αφ. 19.40-αν. 19.55) – Χάλκη (αφ. 21.55 – αν. 22.10) – Ρόδος (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Πέμπτης 7.2.2019 – αν. 07.00 και συνέχισε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Την Παρασκευή 15.2.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.00 για Μήλο (αφ. 04.00 της επομένης ημέρας Σαββάτου 16.2.2019 – αν. 04.30) – Θήρα (αφ. 08.10 – αν. 09.10) – Ανάφη (αφ. 10.45 – αν. 11.00) – Ηράκλειο (αφ. 15.00 – αν. 16.00) – Σητεία (αφ. 19.00 – αν. 19.20) – Κάσος (αφ. 22.00 – αν. 22.20) – Κάρπαθος (αφ. 23.55 – αν. 00.35 της επομένης ημέρας Κυριακής 17.2.2019) – Διαφάνι (αφ. 01.35 – αν 01.50) – Χάλκη (αφ. 03.50 – αν. 04.10) – Ρόδος (αφ. 06.10 – 08.00) – Χάλκη (αφ. 10.00 – αν. 10.20 – Διαφάνι (αφ. 12.20-αν. 12.40) – Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 13.40- αν. 14.20) – Κάσος (αφ. 15.55-αν. 16.15) — Σητεία (αφ. 18.55 – αν. 19.15) – Ηράκλειο (αφ. 22.15 – αν. 23.15) – Ανάφη (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας 18.2.20 (9 – αν. 03.30) – Θήρα (αφ. 05.05 – αν. 06.05) – Μήλος (αφ. 09.45 – αν. 10.05) – Πειραιάς (αφ. 15.05) και συνέχισε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Την Κυριακή 10.3.2019, το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Ρόδου, απ’ όπου απέπλευσε ώρα 23.00 για Χάλκη (αφ 01.00 της επομένης ημέρας Καθαρής Δευτέρας 11.3.2019 – αν. 01.20) – Διαφάνι (αφ. 03.20 – αν. 03.40) – Πηγάδια (αφ. 04.40 – αν. 05.20) – Κάσος (αφ. 06.55 – αν. 07.15) – Σητεία (αφ. 09.55 – αν. 10.15) – Ηράκλειο (αφ. 13.15 – αν. 14.15) – Θήρα (αφ. 20.05 – αν. 21.05) – Μήλος (αφ. 00.45 της επομένης ημέρας Τρίτης 12.3.2019 – αν. 01.05) – Πειραιάς (αφ. 06.15) και συνέχισε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Την Κυριακή 24.3.2019, το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Ρόδου, απ’ όπου απέπλευσε ώρα 23.00 της ίδιας ημέρας για Χάλκη (αφ. 01.00 της επομένης ημέρας Δευτέρας 25.3.2019 – αν. 01.20) – Διαφάνι (αφ. 03.20 – αν. 03.40) – Πηγάδια (αφ. 04.40 – αν. 05.20) – Κάσος (αφ. 06.55 – αν. 07.15) – Σητεία (αφ. 09.55 – αν. 10.15) – Ηράκλειο (αφ. 13.15 – αν. 14.15) – Θήρα (αφ. 20.05 – αν. 21.05) – Μήλος (αφ. 00.45 της επομένης ημέρας Τρίτης 26.3.2019 – αν. 01.05) κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.15 της ίδιας ημέρας, και ακολούθως εκτέλεσε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. [ΙΑ] Κατά το χρονικό διάστημα από 22.4.2019 το βράδυ έως 30.4.2019: Το πλοίο την 22.4.2019 Μεγάλη Δευτέρα απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.30 για για Μήλο (αφ. 01.30 της επομένης ημέρας Μεγάλης Τρίτης 23.4.2019 – αναχ. 01.50), Θήρα (αφ. 05.30 – αναχ. 06.30), Ανάφη (αναχ. 08.05 – αναχ. 08.10), Κάσο (αφ. 13.10 – αναχ. 13.25), Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 15.00 – αναχ. 15.40), Διαφάνι (αφ. 16.40 – αναχ. 16.55), Χάλκη (αφ. 18.55 – αναχ. 19.10), Ρόδο (αφ. 21.10). Το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Ρόδου έως την επομένης ημέρα Μεγάλη Τετάρτη 24.4.2019 και απέπλευσε ώρα 07.00 για Χάλκη (αφ. 09.00 – αναχ. 09.20), Διαφάνι (αφ. 11.20 – αναχ. 11.40), Κάρπαθο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.20), Κάσο (αφ. 14.55 – αναχ. 15.10), Ανάφη (αναχ. 20.00 – αναχ. 20.20), Θήρα (αφ. 21.55 – αναχ. 22.55), Μήλο (αφ. 02.35 της επομένης ημέρας Μεγάλης Πέμπτης 25.4.2019 – αναχ. 02.50), Πειραιάς όπου κατέπλευσε ώρα 08.00 της ιδίας ημέρας και απέπλευσε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Μήλο (αφ. 23.00 – αναχ. 23.30), Θήρα (αφ. 03.10 της επομένης ημέρας Μεγάλης Παρασκευής 26.4.2019 – αναχ. 04.10), Ανάφη (αναχ. 05.45 – αναχ. 06.00), Ηράκλειο (αφ. 10.00 – αναχ. 11.00), Σητεία (αφ. 14.00 – αναχ. 14.20), Κάσο (αφ. 17.00 – αναχ. 17.20), Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 18.55 – αναχ. 19.35), Διαφάνι (αφ. 20.35 – αναχ. 20.50), Χάλκη (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Ρόδο (αφ. 00.59 της επομένης ημέρας Μεγάλου Σαββάτου 27.4.2019 και απέπλευσε εκ νέου την Κυριακή του Πάσχα ώρα 23.00 για Χάλκη (αφ. 01.00 – αναχ. 01.20), Διαφάνι (αφ. 03.20 – αναχ. 03.40), Πηγάδια (αφ. 04.40 – αναχ. 05.20), Κάσο (αφ. 06.55 – αναχ. 07.15), Σητεία (αφ. 09.55 – αναχ. 10.15), Ηράκλειο (αφ. 13.15 – αναχ. 14.15), Ανάφη (αφ. 18.15 – αναχ. 18.30), Θήρα (αφ. 20.05 – αν. 21.05), Μήλος (αφ. 00.45 της επομένης ημέρας Τρίτης 30.4.2019 – αναχ. 01.50), Πειραιάς όπου κατέπλευσε ώρα 06.15 της ίδιας ημέρας και απέπλευσε εκ νέου την ίδια ημέρα (Τρίτη) ώρα 20.30 εκτελώντας ακολούθως το προαναφερόμενο υπό στοιχείο [Θ] τακτικό δρομολόγιο. Και [ΙΒ] Κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2019 το βράδυ έως 2.9.2019: Κάθε Δευτέρα το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά όπου είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα (Δευτέρα) ώρα 18.00 για Θήρα (αφ. 02.00 της επομένης ημέρας Τρίτης – αναχ. 03.00), Ανάφη (αναχ. 04.40 – αναχ. 05.00), Κάσο (αφ. 09.50 – αναχ. 10.10), Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 11.45 – αναχ. 12.30), Διαφάνι (αφ. 13.30 – αναχ. 13.50), Χάλκη (αφ. 16.00 – αναχ. 16.20), Ρόδο (αφ. 18.30 – αναχ. 20.00), Χάλκη (αφ. 22.10 – αναχ. 22.30), Διαφάνι (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 01.00), Κάρπαθο (αφ. 02.00 – αναχ. 02.30), Κάσο (αφ. 03.40 – αναχ. 04.00), Σητεία (αφ. 06.45 – αναχ. 07.00), Ηράκλειο (αφ. 10.00 – αναχ. 12.00), Σητεία (αφ. 15.00 – αναχ. 15.20), Κάσο (αφ. 18.05 – αναχ. 18.25), Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 20.00 – αναχ. 20.30), Διαφάνι (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Χάλκη (αφ. 00.01 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αναχ. 00.20), Ρόδο (αφ. 02.30 – αναχ. 08.00), Χάλκη (αφ. 10.10 – αναχ. 10.30), Διαφάνι (αφ. 12.40 – αναχ. 13.00), Πηγάδια (αφ. 14.00 – αναχ. 14.50), Κάσο (αφ. 16.25 – αναχ. 16.45), Ανάφη (αναχ. 16.45 – αναχ. 21.50), Θήρα (αφ. 23.30 – αναχ. 00.10 της επομένης ημέρας Παρασκευής), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 08.10 της ιδίας ημέρας και απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Μήλο (αφ. 23.10 – αναχ. 23.30), Θήρα (αφ. 03.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 04.20), Ανάφη (αναχ. 06.00 – αναχ. 06.20), Ηράκλειο (αφ. 10.20 – αναχ. 11.20), Σητεία (αφ. 14.20 – αναχ. 14.40), Κάσο (αφ. 17.25 – αναχ. 17.45), Πηγάδια Καρπάθου (αφ. 19.20 – αναχ. 20.10), Διαφάνι (αφ. 21.10 – αναχ. 21.20), Χάλκη (αφ. 23.30 – αναχ. 23.50), Ρόδο (αφ. 01.55 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.20), Χάλκη (αφ. 05.30 – αναχ. 05.50), Διαφάνι (αφ. 08.00 – αναχ. 08.20), Πηγάδια (αφ. 09.20 – αναχ. 10.20), Κάσο (αφ. 12.00 – αναχ. 12.20), Σητεία (αφ. 15.05 – αναχ. 15.30), Ηράκλειο (αφ. 18.30 – αναχ. 19.40), Ανάφη (αφ. 23.40 – αναχ. 23.59), Θήρα (αφ. 01.40 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αν. 02.40), Μήλος (αφ. 06.30 – αναχ. 06.55), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 11.55 της ίδιας ημέρας και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα (Δευτέρα) εκτελώντας το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Την Κυριακή 7.7.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Ρόδου ώρα 08.30 για Χάλκη (αφ. 10.40 – αν. 11.00) – Διαφάνι (αφ. 13.00 – αν. 13.15) – Κάρπαθο (αφ. 14.15 – αν. 14.45) – Κάσο (αφ. 16.15 – αν. 16.35) – Σητεία (αφ. 19.10 – αν. 19.35) – Ηράκλειο (αφ. 22.30 – αν. 23.15) – Ανάφη (αφ. 03.05 της επομένης ημέρας Δευτέρας 8.7.2019 – αν. 03.20) — Θήρα (αφ. 04.55 – αν. 05.55) — Μήλο (αφ. 09.30 — αν. 09.50) — Πειραιά (αφ. 14.40). Τη Δευτέρα 12.8.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00 για Θήρα (αφ. 03.40 της επομένης ημέρας Τρίτης 13.8.2019 – αν. 04.40) – Ανάφη (αφ. 06.20 – αν. 06.30)- Κάσο (αφ. 11.10 — αν. 11.30) – Κάρπαθο (αφ. 13.00 – αν. 13.40) – Διαφάνι (αφ. 14.40 – αν. 14.50) – Χάλκη (αφ. 16.50 – αν. 17.00) – Ρόδο (αφ. 19.00 – αν. 20.30) – Χάλκη (αφ. 22.30 – αν, 22.40) – Διαφάνι (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Τετάρτης 14.8.2019 – αν. 00.50) – Κάρπαθος (αφ. 01.50 – αν. 02.30) – Κάσος (αφ. 04.00 – αν. 04.15) – Σητεία (αφ. 06.50 – αν. 07.10) – Ηράκλειο (αφ. 10.10). Επιπλέον, κατά το επίδικο διάστημα, οπότε όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, οι όροι και ιδίως η αμοιβή της εργασίας του ενάγοντος ρυθμίζονταν από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, ίσχυσαν οι από 31-10-2018 και 24-7-2019 Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2018 και 2019, αντίστοιχα, οι οποίες κυρώθηκαν με τις υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/80350/2018 και 2242.5-1.5/56040/2019 αποφάσεις του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084 και 3170, αντίστοιχα) την 14.11.2018 και 12.8.2019, αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων, κατά τις ίδιες ΥΑ συμφωνήθηκε από την 1.1.2018 και την 1.1.2019, αντίστοιχα. Κατά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, τα οποία δεν πλήττονται κανέναν των διαδίκων, οι ανωτέρω ΣΣΝΕ εφαρμόζονταν αναδρομικά στις ένδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος, κατά συμφωνία των διαδίκων. Ειδικότερα, η πρώτη εκ των ανωτέρω ΣΣΝΕ έτους 2018 ίσχυσε και ρύθμιζε τους όρους αμοιβής και εργασίας του ενάγοντος κατά τον ένδικο χρόνο ναυτολογήσεων αυτού στο ανωτέρω πλοίο εντός του χρονικού διαστήματος από 1.1.2018 έως 31.12.2018 και η δεύτερη των ανωτέρω έτους 2019 ΣΣΝΕ ίσχυσε μεταξύ των διαδίκων, κατά τον ένδικο χρόνο ναυτολογήσεων αυτού στο ανωτέρω πλοίο εντός του χρονικού διαστήματος, από 1.1.2019 έως 2.9.2019. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των ως άνω εφαρμοζομένων εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την εν λόγω ΣΣΝΕ έτους 2018 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Ναυκλήρου ορίστηκε σε χίλια διακόσια ογδόντα επτά ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (1.287,22 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια ογδόντα τρία ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (283,22 €), το αντίτιμο τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτά (19,59 € Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €), οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και ενενήντα λεπτά {[(1.287,38 € + 283,22 € : 22) + ημερήσιο επίδομα τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 19,59] επί 5 ημέρες = 454,90 €}, το επίδομα ιματισμού στο ποσό των ευρώ πενήντα επτά ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (57,63 €), το ειδικό επίδομα Ναυκλήρου σε είκοσι τέσσερα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (24,44 €). Αντίστοιχα, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Υποναυκλήρου ορίστηκε σε χίλια διακόσια είκοσι ένα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (1.221,39 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (268,71 €), το αντίτιμο της τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτά (19,59 € Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €), οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα εξι ευρώ και εξήντα ένα λεπτά {[(1.221,39 € + 268,71 € : 22) + ημερήσιο επίδομα τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 19,59] επί 5 ημέρες = 436,61 €}, το επίδομα ιματισμού στο ποσό των ευρώ πενήντα επτά ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (57,63 €) και το ειδικό επίδομα Υποναυκλήρου σε δέκα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (14,71 €). Το ωρομίσθιο του Ναυκλήρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των επτά ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (7,44 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε εννέα ευρώ και τριάντα λεπτά (9,30 €) και σε ένδεκα ευρώ και δέκα έξι λεπτά (11,16 €), αντίστοιχα και το ωρομίσθιο του Υποναυκλήρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των επτά ευρώ και έξι λεπτών (7,06 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και ογδόντα τρία λεπτά (8,83 €) και σε δέκα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (10,59 €) αντίστοιχα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 της ίδιας ΣΣΝΕ υπό του τίτλου «επίδομα ιματισμού» «1. Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται πλέον του μισθού και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το επίδομα τούτο καθορίζεται μηνιαίως στο ποσό των ευρώ 57.63. 2. Σε αντιστάθμισμα της ανωτέρω παροχής όλοι πρέπει να προμηθεύονται και να φέρουν τον ιματισμό εργασίας τους και τη στολή που προβλέπεται από το άρθρο 20 της παρούσης σύμβασης σε αντίθετη δε περίπτωση τούτο αποτελεί λόγο καταγγελίας της σύμβασης από μέρος του Πλοιάρχου. 3. Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται εις αυτά το ανωτέρω επίδομα. 4. Σε όλα τα μέλη του πληρώματος χορηγούνται είδη καθαριότητος όπως, προσόψια, σαπούνι κοινό ενός χιλιόγραμμου ανά 15θήμερον καθώς και η αναγκαία ποσότητα σαπουνιού προσώπου.». Με τις ανωτέρω διατάξεις, το προβλεπόμενο, επίδομα ιματισμού, το οποίο δικαιούνται και ο Υποναύκληρος και ο Ναύκληρος του πλοίου, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ` όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών, ούτε για τον υπολογισμό της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές (ΑΠ 774/2003 ΑΠ 226/2003, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 377/2011 όλες δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Ναυκλήρου ορίστηκε σε χίλια τριακόσια δέκα τρία ευρώ και δέκα τρία λεπτά (1.313,13 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτά (288,89 €), το αντίτιμο της τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €), οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ {[(1.313,13 € + 288,89 € : 22) + ημερήσιο επίδομα τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 19,98] επί 5 ημέρες = 464,00 €}, το επίδομα ιματισμού στο ποσό των ευρώ πενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (57,78 €) και το ειδικό επίδομα Ναυκλήρου σε είκοσι τέσσερα ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (24,93 €). Αντίστοιχα, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Υποναυκλήρου ορίστηκε σε χίλια διακόσια σαράντα πέντε ευρώ και ογδόντα δύο λεπτά (1.245,82 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και οκτώ λεπτά (274,08 €), το αντίτιμο της τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €), οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα δύο λεπτά {[(1.245,82 € + 274,08 € : 22) + ημερήσιο επίδομα τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 19,98 επί 5 ημέρες = 445,33 €}, το επίδομα ιματισμού στο ποσό των ευρώ πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (58,78 €) και το ειδικό επίδομα Υποναυκλήρου σε δέκα πέντε ευρώ (15,00 €). Το ωρομίσθιο του Ναυκλήρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των επτά ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (7,59 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε εννέα ευρώ και τριάντα λεπτά (9,49 €) και σε ένδεκα ευρώ και δέκα έξι λεπτά (11,39 €), αντίστοιχα και το ωρομίσθιο του Υποναυκλήρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των επτά ευρώ και έξι λεπτών (7,20 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και ογδόντα τρία λεπτά (9,00 €) και σε δέκα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (10,80 €) αντίστοιχα. Περιελήφθησαν δε αντίστοιχες με τις ανωτέρω διατάξεις της ΣΣΝΕ του έτους 2018 διατάξεις, σχετικά με το επίδομα ιματισμού.
[Ι] Κατά την επίδικη περίοδο, όπως ο ενάγων ανέφερε με την αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, ο ενάγων ελάμβανε: [Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 18.5.2018, οπότε εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου, ως μηνιαίο μισθό ενεργείας χίλια εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (1.194,44 €), ως επίδομα Κυριακών διακόσια εξήντα τρία ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (263,44 €), ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €), ως αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας τετρακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και επτά λεπτά (428,07 €) και ως ειδικό επίδομα Υποναυκλήρου δέκα τέσσερα ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (14,42 €). Επιπλέον, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, δια της αναφοράς ότι «… οι εναγόμενες μου κατέβαλαν ως …. ιματισμό σε είδος αξίας 56,50 €…», ομολογεί και μάλιστα δικαστικώς (άρθρο 352 ΚΠολΔ), ως οι εναγόμενες ισχυρίζονται με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ότι αυτός (ενάγων), ως μέλος του κατώτερου πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, ελάμβανε από τη δεύτερη εναγομένη, εργοδότριά του, τον ειδικό ιματισμό που έπρεπε αυτός (ενάγων) να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο ενάγων, ανακαλώντας την ανωτέρω δικαστική του ομολογία, ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της έφεσης των εναγομένων ότι, η δεύτερη εναγομένη εργοδότριά του δεν του παρείχε ιματισμό σε είδος. Εν τούτοις, ο ίδιος δεν απέδειξε ως όφειλε (άρθρο 354 ΚΠολΔ), αφού καμία σχετική απόδειξη δεν προσεκόμισε, ότι το υπ’ αυτού ομολογημένο ήδη με την ένδικη αγωγή του ανωτέρω γεγονός, ότι δηλαδή ελάμβανε σε είδος τον αναγκαίο ιματισμό του, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Κατά συνέπεια, από την ανωτέρω δικαστική του ομολογία, αποδεικνύεται ότι, πράγματι ο ενάγων ελάμβανε εις είδος τον ειδικό ιματισμό που έπρεπε αυτός (ενάγων) να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, με αποτέλεσμα, χωρίς την ανάγκη προβολής τούτου και υπό των εναγομένων με τη μορφή ενστάσεως, αφού αρκεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο ενάγων επικαλείται με την αγωγή του ότι ελάμβανε εις είδος τον εν λόγω ιματισμό, να μην υφίσταται υποχρέωση των εναγομένων σε καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος, όπως ρητώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε. και να μη δύναται να συνυπολογισθεί στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος η παροχή του προβλεπόμενου ιματισμού υπό της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, αφού αυτή δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας αυτού (ενάγοντος), καθόσον, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138). Οι περαιτέρω αιτιάσεις του ενάγοντος που περιέχονται στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενες δεν απέδειξαν την αξία του ιματισμού που του παρέχονταν και μάλιστα δεν απέδειξαν ότι ο ιματισμός με τον οποίο τον προμήθευσαν ήταν ίσης αξίας με το προβλεπόμενο επίδομα, αλυσιτελώς προβάλλονται, ενόψει του ότι με τις ανωτέρω ΣΣΝΕ που εφαρμόζονται εν προκειμένω, δεν προβλέπεται ότι η εργοδότρια οφείλει να παράσχει ιματισμό ίσης αξίας με το αντίστοιχο προβλεπόμενο επίδομα, παρά αρκεί ότι παρασχέθηκε στον ενάγοντα ο σχετικός ιματισμός. Ενόψει των ανωτέρω, απεδείχθη ότι, μεταξύ των προβλεπομένων στην οικεία εφαρμοζόμενη ανωτέρω ΣΣΝΕ έτους 2018, νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 18.5.2018 οπότε αυτός (ενάγων) εργάσθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου στον ανωτέρω πλοίο, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο κατά μήνα διαφορές αποδοχών εκ ποσού ευρώ [(1.221,39 νόμιμος μισθός ενεργείας μείον 1.197,44 που για την εν λόγω αιτία ελάμβανε ο ενάγων =) 23,95 + (268,71 νόμιμο επίδομα Κυριακών μείον 263,44 ευρώ που του κατεβλήθη για την εν λόγω αιτία=) 5,27 + (35,92 νόμιμο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας μείον ευρώ 35,22 που του καταβάλλονταν για την εν λόγω αιτία=) 0,70 + (ευρώ 436,61 νόμιμο επίδομα αδείας μείον ευρώ 428,07 που του καταβάλλονταν =) 8,54 + (ευρώ 14,71 νόμιμο επίδομα Υπονακλήρου μείον ευρώ 14,42 που του καταβάλλονταν για την εν λόγω αιτία =) 0,29=] 38,75 μηνιαίως και για διάστημα οκτώ μηνών και 14 ημερών το ποσό των ευρώ [(38,75 επί 8 =) 310 + ( 38,75 δια 30 επί 14=) 18,08 =] 328,80. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων, κατέβαλαν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 646,04, προσκομίζοντας προς απόδειξη του ισχυρισμού τους από μηνός Δεκεμβρίου 2018 έγγραφη απόδειξη συνολικών αποδοχών 646,04 μετά της συνημμένης σε αυτή απόδειξη τραπεζικής εντολής κατάθεσης του καθαρού ποσού των 510,25 ευρώ, στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η περί καταβολής ένσταση των εναγομένων για το ποσό των ευρώ 324,38 και δη το ποσό των ευρώ 260,81 για το μισθό ενεργείας (αναφέρεται βασικός μισθός), το ποσό των ευρώ 54,72 ως επίδομα Κυριακών, το ποσό των ευρώ 6,28 ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και το ποσό των ευρώ 2,75 ως επίδομα υποναυκλήρου, απορριφθείσας αυτής, κατά το επιπλέον ποσό, ως αβασίμου στην ουσία της, Την εκκαλουμένη απόφαση, καθό μέρος απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την εν λόγω περί καταβολής ένσταση των εναγομένων, οι τελευταίες δεν έπληξαν με λόγο εφέσεως, παρά απαραδέκτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 520, 522 και 527 ΚΠλΔ, για πρώτη φορά επανέφεραν με τις έγγραφες προτάσεις τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ως προς τα επιμέρους επίδικα κονδύλια του μισθού ενεργείας, του επιδόματος Κυριακών, του επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, του επιδόματος επίδομα αδείας και του επιδόματος Υποναυκλήρου, η απόφαση δεν εξαφανίζεται ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, για διαφορά μεταξύ των νομίμων και των καταβληθέντων αποδοχών που αφορούν τις αμέσως ανωτέρω αιτίας (μισθό ενεργείας, επίδομα Κυριακών, επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επίδομα αδείας και επίδομα Υποναυκλήρου) για την απασχόληση του ενάγοντος κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 18.5.2018 στο ανωτέρω πλοίο, του οφείλεται το ποσό των ευρώ (328,80 μείον 324,38=) 4,42 και όχι το ποσό των ευρώ 13,00 όπως κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του κατά τούτο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 28.1.2019, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε με την ειδικότητα του Ναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο ως μηνιαίο μισθό ενεργείας χίλια διακόσια ογδόντα επτά ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (1.287,38 €), ως επίδομα Κυριακών διακόσια ογδόντα τρία ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (283,44 €), ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €), ως αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας τετρακόσια πενήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα λεπτά (454,90 €) και ως ειδικό επίδομα Ναυκλήρου είκοσι τέσσερα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (24,44 €). Επιπλέον, ο ενάγων με την ίδια την αγωγή του δια της αναφοράς ότι «… οι εναγόμενες μου κατέβαλαν ως …. ιματισμό σε είδος αξίας 57,63 €…», ομολογεί και μάλιστα δικαστικώς (άρθρο 352 ΚΠολΔ), ως οι εναγόμενες ισχυρίζονται με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ότι αυτός (ενάγων), ως μέλος του κατώτερου πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, ελάμβανε από την δεύτερη εναγομένη, εργοδότριά του, τον ειδικό ιματισμό που έπρεπε αυτός (ενάγων) να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς να αποδεικνύει ως οφείλει, αφού καμία σχετικά περί τούτου απόδειξη δεν προσεκόμισε, ότι η δεύτερη εναγομένη εργοδότριά του δεν του παρείχε ιματισμό σε είδος, όπως το πρώτον ισχυρίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις έγγραφες προτάσεις του, ανακαλώντας την ανωτέρω δικαστική του ομολογία περί των ανωτέρω (άρθρο 354 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, από την ανωτέρω δικαστική του ομολογία, αποδεικνύεται ότι, πράγματι ο ενάγων ελάμβανε εις είδος τον ειδικό ιματισμό που έπρεπε αυτός (ενάγων) να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του [χωρίς την ανάγκη προβολής τούτου και υπό των εναγομένων με τη μορφή ενστάσεως, ως ειδικότερα αναλύεται αμέσως ανωτέρω προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, όπως επίσης δεν απαιτείτο όπως οι εναγόμενες αποδείξουν την αξία του ιματισμού που του παρέχονταν και μάλιστα ότι ο ιματισμός με τον οποίο τον προμήθευσαν ήταν ίσης αξίας με το προβλεπόμενο επίδομα, ως ομοίως αναλύεται ανωτέρω] και ως εκ τούτου, να μην υφίσταται υποχρέωση των εναγομένων σε καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος, όπως ρητώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε. και να μη δύναται να συνυπολογισθεί στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος η παροχή του προβλεπόμενου ιματισμού υπό της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, αφού αυτή δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας αυτού (ενάγοντος), καθόσον, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου. Ενόψει των ανωτέρω, απεδείχθη ότι, μεταξύ των προβλεπομένων στην οικεία εφαρμοζόμενη ανωτέρω ΣΣΝΕ νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 28.1.2019, οπότε αυτός (ενάγων) εργάσθηκε με την ειδικότητα του Ναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, εδικαιούτο κατά μήνα διαφορές αποδοχών εκ ποσού ευρώ [(1.313,13 νόμιμος μισθός ενεργείας μείον 1.287,38 που για την εν λόγω αιτία ελάμβανε ο ενάγων =) 25,75 + (288,89 νόμιμο επίδομα Κυριακών μείον 283,22 ευρώ που του κατεβλήθησαν για την εν λόγω αιτία=) 5,67 + (36,64 νόμιμο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας μείον ευρώ 35,92 που του καταβάλλονταν για την εν λόγω αιτία=) 0,72 + (ευρώ 464,00 νόμιμο επίδομα αδείας μείον ευρώ 454,90 που του καταβάλλονταν =) 9,10 + (ευρώ 24,93 νόμιμο επίδομα Νακλήρου μείον ευρώ 24,44 που του καταβάλλονταν για την εν λόγω αιτία =) 0,49=] 41,73 μηνιαίως και για διάστημα είκοσι οκτώ ημερών, το ποσό των ευρώ {41,73 δια 30 επί 28=} 38,95 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Οι εναγόμενες δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων, αλλά και των ακολούθως αναφερομένων απαιτήσεων του ενάγοντος (για διαφορές αποδοχών έτους 2019, τις οποίες διατηρεί κατά της δεύτερης των εναγομένων από τη ναυτολόγησή του ως Υποναυκλήρου επί του εν λόγω πλοίου), ο ενάγων έλαβε συνολικά το ποσό των ευρώ 628,36. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η σχετική περί καταβολής ένσταση των εναγομένων, όσον αφορά στις απαιτήσεις αυτού για διαφορές αποδοχών καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2019, για το ποσό των ευρώ 33,03 (ενώ μερικά δεκτή έγινε και για τις απαιτήσεις του ενάγοντος για διαφορά αποδοχών έτους 2019 αφορώσα το χρόνο απασχόλησής του ως Υποναυκλήρου), καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 32,51 ως μισθό ενεργείας (αναγράφεται βασικός μισθός) και το ποσό των ευρώ 0,52 ως επίδομα ναυκλήρου. Την εν λόγω περί καταβολής ένστασή τους [ανεξαρτήτως της αοριστίας της, εφόσον σε αυτή δεν προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά που κατεβλήθησαν για τις επίδικες απαιτήσεις ενόψει μάλιστα του ότι η προσκομιζόμενη προς απόδειξη του ισχυρισμού τους σχετική απόδειξη καταβολής μηνός Οκτωβρίου 2019 αναφέρει ως ειδικότητα του ενάγοντος αυτή του Υποναυκλήρου], καθό μέρος απορρίφθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, οι εναγόμενες απαραδέκτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 520, 522 και 527 ΚΠολΔ, επαναφέρουν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις τους, δεδομένου μάλιστα ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν εξαφανίζεται ως προς τις επίδικες απαιτήσεις για διαφορά μισθού ενεργείας, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματος αδείας και επιδόματος Ναυκλήρου που δικαιούται ο ενάγων για την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2019 υπό την ειδικότητα του Ναυκλήρου, οπότε και θα ετίθετο ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, για διαφορά μεταξύ των νομίμων και των καταβληθέντων αποδοχών που αφορούν τις αμέσως ανωτέρω αιτίας (μισθός ενεργείας, επίδομα Κυριακών, επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επίδομα αδείας και επίδομα Ναυκλήρου) για την απασχόληση του ενάγοντος κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 28.1.2019 στο ανωτέρω πλοίο, του οφείλεται το ποσό των ευρώ (38,95 μείον 33,03 =) 5,92 και όχι το ποσό των ευρώ 6,99, όπως κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, κατά τούτο, δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 29.1.2019 έως 2.9.2019, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, ως μηνιαίο μισθό ενεργείας χίλια διακόσια είκοσι ένα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (1.221,39 €), ως επίδομα Κυριακών διακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (268,71 €), ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €), ως αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας τετρακόσια τριάντα έξι ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (436,61 €) και ως ειδικό επίδομα Υποναυκλήρου δέκα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (14,71 €). Επιπλέον, ο ενάγων με την ίδια την αγωγή του δια της αναφοράς ότι «… οι εναγόμενες μου κατέβαλαν ως …. ιματισμό σε είδος αξίας 57,63 €…», ομολογεί και μάλιστα δικαστικώς (άρθρο 352 ΚΠολΔ), ως οι εναγόμενες ισχυρίζονται με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ότι αυτός (ενάγων), ως μέλος του κατώτερου πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, ελάμβανε από την δεύτερη εναγομένη, εργοδότριά του, τον ειδικό ιματισμό που έπρεπε αυτός (ενάγων) να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς να αποδεικνύει, ως οφείλει, αφού καμία σχετικά περί τούτου απόδειξη δεν προσεκόμισε, ότι η δεύτερη εναγομένη εργοδότριά του δεν του παρείχε ιματισμό σε είδος, όπως το πρώτον ισχυρίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις έγγραφες προτάσεις του, ανακαλώντας την ανωτέρω δικαστική του ομολογία περί των ανωτέρω (άρθρο 354 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, από την ανωτέρω δικαστική του ομολογία, αποδεικνύεται ότι, πράγματι ο ενάγων ελάμβανε εις είδος τον ειδικό ιματισμό που έπρεπε αυτός (ενάγων) να φέρει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του με αποτέλεσμα, να μην υφίσταται υποχρέωση των εναγομένων σε καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος, όπως ρητώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε. και να μη δύναται να συνυπολογισθεί στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος η παροχή του προβλεπόμενου ιματισμού υπό της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, αφού αυτή δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας αυτού (ενάγοντος), καθόσον, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου. Ενόψει των ανωτέρω, απεδείχθη ότι, μεταξύ των προβλεπομένων στην οικεία εφαρμοζόμενη ανωτέρω ΣΣΝΕ νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 29.1.2019 έως 2.9.2019, οπότε αυτός (ενάγων) εργάσθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, εδικαιούτο κατά μήνα διαφορές αποδοχών εκ ποσού ευρώ [(1.245,82 νόμιμος μισθός ενεργείας μείον 1.221,39 που για την εν λόγω αιτία ελάμβανε ο ενάγων =) 24,43 + (274,08 νόμιμο επίδομα Κυριακών μείον 268,71 ευρώ που του κατεβλήθησαν για την εν λόγω αιτία=) 5,37 + (36,64 νόμιμο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας μείον ευρώ 35,92 που του καταβάλλονταν για την εν λόγω αιτία=) 0,72 + (ευρώ 445,33 νόμιμο επίδομα αδείας μείον ευρώ 436,61 που του καταβάλλονταν =) 8,72 + (ευρώ 15,00 νόμιμο επίδομα Υποναυκλήρου μείον ευρώ 14,71 που του καταβάλλονταν για την εν λόγω αιτία =) 0,29=] 39,53 μηνιαίως και για διάστημα επτά μηνών και πέντε ημερών, το ποσό των ευρώ [(39,53 επί 7=) 276,71 + (39,53 δια 30 επί 5=) 6,59 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 283,30. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η περί καταβολής και δη για το ποσό των ευρώ 288,01 ένσταση των εναγομένων έναντι της εν λόγω αιτίας, ισχυρισμός ο οποίος δεν πλήττεται από τον μόνον έχοντα έννομο συμφέρον ενάγοντα. Κατά συνέπεια, για διαφορά μεταξύ των νομίμων και των καταβληθέντων αποδοχών που αφορούν τις αμέσως ανωτέρω αιτίες (μισθός ενεργείας, επίδομα Κυριακών, επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επίδομα αδείας και επίδομα Υποναυκλήρου) για την απασχόληση του ενάγοντος κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 29.1.2019 έως 2.9.2019 στο ανωτέρω πλοίο, ουδέν ποσό οφείλεται στον ενάγοντα. Έσφαλε επομένως, περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο στην ουσία του κατά τούτο δεύτερο λόγο έφεσης των εναγομένων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφενός μεν δέχθηκε ότι στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος περιλαμβάνεται και το επίδομα ιματισμού αν και αυτός ελάμβανε σε είδος τούτο, αφ’ ετέρου ότι η δεύτερη εναγομένη, εργοδότρια του ενάγοντος συνεχίζει να οφείλει σε αυτόν, για το εν λόγω χρονικό διάστημα από 29.1.2019 έως 2.9.2019, οπότε αυτός (ενάγων) εργάσθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, το ποσό των ευρώ 136,94.
[ΙΙ] Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, στο ανωτέρω πλοίο, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία υπηρέτησε ο ενάγων και δη κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως 18.5.2018, από 6.7.2018 έως 18.12.2018 και από 29.1.2019 έως 2.9.2018, οπότε ο ενάγων υπηρέτησε σε αυτό με την ειδικότητα Υποναυκλήρου, καθώς επίσης και κατά το χρονικό διάστημα από 18.12.2018 έως 29.1.2019, οπότε ο ενάγων υπηρέτησε στο ίδιο πλοίο ως Ναύκληρος, ήταν ναυτολογημένοι, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας καταστρώματος αυτού, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 του ΠΔ 177/1974), ένας Ναύκληρος, δύο Υποναύκληροι, δώδεκα Ναύτες και δύο Ναυτόπαιδες. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις του ενάγοντος ήταν αυτές που καθορίζονται για την ειδικότητα του Υποναυκλήρου και Ναυκλήρου αντίστοιχα, στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 52, 53, 54, 55, 56, 57 και 58 του ΒΔ 683/1960 «1. Ο Ναύκληρος είναι ο υπαξιωματικός υπόλογος διά την υπηρεσία του καταστρώματος και το κατώτερον προσωπικόν αυτού. 2. Τελεί υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του `Υπαρχου και του Υποπλοιάρχου και βοηθεί αυτούς διά την διατήρησιν της τάξεως και της πειθαρχίας του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος διά την εσωτερικήν και εξωτερικήν συντήρησιν και καθαριότητα αυτού, και την καθαριότητα, τάξιν και ευπρέπειαν των καταστρωμάτων, του προστέγου, μεσοστέγου και επιστέγου και των ενδιαιτημάτων, λουτήρων, πλυντηρίων και αποχωρητηρίων του πληρώματος. 3. Κατανέμει κατά τας οδηγίας του Υπάρχου εις ένα έκαστον εκ του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος την ειδικήν εργασίαν, εις ην οφείλει ν` απασχοληθή και καθοδηγεί τούτους, ώστε η εργασία να εκτελήται καλώς, ταχέως και με πάσαν δυνατήν οικονομίαν. Επιμελείται της εγκαίρου προσελεύσεως των μελών του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος, εις τας εργασίας των και όπως μη παρατηρήται αδικαιολόγητος εξ αυτής απομάκρυνσις είτε οκνηρία περί την εκτέλεσίν της ή οιαδήποτε αταξία ή παρεκτροπή αναφέρων περί τούτων εις τον `Υπαρχον. Σημαίνει διά των κεκανονισμένων σημάνσεων την έναρξιν και παύσιν της εργασίας μετά δε το πέρας ταύτης μεριμνά διά την περισυλλογήν των εργαλείων, υλικών και λοιπών αντικειμένων και διά την σάρωσιν και ευπρεπισμόν των τόπων της εργασίας και εν γένει του σκάφους. 4. Μεριμνά εν όρμω διά την τοποθέτησιν χοανών εις τα πρυμνήσια, εάν δε το πλοίον είναι παραβεβλημένον εις πάντα τα πεισμάτια προσδέσεως αυτού και διά την έγκαιρον αφήν των κεκανονισμένων φανών αγκυροβολίας. 5. Εν ουδεμιά περιπτώσει ζητεί οδηγίας απ` ευθείας παρά του Πλοιάρχου διά τας εκτελεσθησομένας εργασίας εν τω πλοίω αλλά διά του Υπάρχου, εκτός αφεύκτου ανάγκης.» (άρθρο 52), «1. Ο Ναύκληρος επιβλέπει ιδιαίτατα την καλήν κατάστασιν, συντήρησιν και λειτουργίαν των μηχανημάτων, αγκυροβολίας, αγκύρας, αλύσεις, αγκυροβολείς, βαρούλκα αγκύρας. 2. `Οταν το πλοίον δεν χρησιμοποιή αμφιδετικόν στρεπτήρα παρακολουθεί τας συστροφάς των αλύσεων των αγκυρών και αναφέρει εις τον `Υπαρχον και τον Αξιωματικόν φυλακής καταστρώματος τας παρατηρήσεις ας έκαμεν επί τούτου. 3. Μεριμνά διά την ένθεσιν των αγκυρών κατά το πλούν ή διά την παρέασιν των προ του κατάπλου εις το αγκυροβόλιον.» (άρθρο 53), «Ο Ναύκληρος επιβλέπει την ευθέτησιν των ιστών, κεραιών και του εξαρτισμού εν γένει και φροντίζει μετά προσοχής όπως πάντα τα εξάρτια και αγόμενα, εξ ων εξαρτάται η ασφάλεια των εργαζομένων, ευρίσκωνται εν καλή καταστάσει.» (άρθρο 54), «Ο Ναύκληρος ως βοηθός του Υπάρχου και του Ανθυποπλοιάρχου επί του θέματος της καλής καταστάσεως και ετοιμότητος των σωστικών μέσων του πλοίου υποχρεούται όπως : α) μεριμνά διά την εν πλω και εν όρμω καλήν και ασφαλή στοιβασίαν των λέμβων, κρεμαστών και ενθέτων και εξασφαλίζει την συντήρησιν και στεγανότητα αυτών. β) μεριμνά όπως πάσαι αι λέμβοι έχουσι πλήρη και εν καλή καταστάσει προς άμεσον χρήσιν όλα τα εξαρτήματα, εργαλεία και εφόδια, όσα καθορίζονται υπό των εν ισχύϊ κανονισμών. γ) μεριμνά διά την καλήν κατάστασιν προς άμεσον χρήσιν των μηχανημάτων ανακρεμάσεως, καθαιρέσεως, εκθέσεως και εξαιρέσεως των λέμβων και εφοκλίων εν γένει και των εξαρτίων και αγομένων αυτών, οίον επωτίδων, υποστατών, εντρόχων, τροχίλων, συσπάσεων, σχοινίων. Εφ` όλων των ανωτέρω αναφέρει εις τον Ανθυποπλοίαρχον όστις και ενημερώνει τον Υποπλοίαρχον.». (άρθρο 55), «Ο Ναύκληρος επιβλέπει την εν καλή καταστάσει διατήρησιν των ρυμουλκίων και των εξαρτημάτων των και βεβαιούται ότι πάσαι αι τροχαλίαι, δι` ων πρόκειται να διέλθωσι ταύτα, στρέφονται ελευθέρως περί των άξονά των.» (άρθρο 56), «Ο Ναύκληρος είναι υπεύθυνος διά την φύλαξιν και διάθεσιν όλων των αναλωσίμων υλικών καταστρώματος και των σχετικών εργαλείων. Προς τούτο τηρεί “βιβλίον αναλωσίμων υλικών” με στήλας εισαγωγής και εξαγωγής, το οποίον παρουσιάζει εις τον `Υπαρχον προς θεώρησιν οσάκις ήθελε διαταχθή.» (άρθρο 57), «Ο Ναύκληρος βοηθεί τον `Υπαρχον εις την άσκησιν των αστυνομικών καθηκόντων του εν τω πλοίω. (άρθρο 58). Όσον αφορά δε στα καθήκοντα και τις εργασιακές υποχρεώσεις του Υποναυκλήρου κατά τις διατάξεις του άρθρου 59 του ιδίου ΒΔ «Ο Υποναύκληρος τελεί υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθεί αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του.». Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις τελευταίες ως άνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, δεύτερον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 των ως άνω ΣΣΝΕ, που έχουν ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, υποστήριξε ότι, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, καθόν χρόνο απασχολήθηκε τόσο με την ειδικότητα του Ναυκλήρου όσο και με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου, εργαζόταν τουλάχιστον επί δέκα πέντε ώρες ημερησίως και συγκεκριμένα, ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση, τον καταμερισμό και την επίβλεψη της εργασίας των άλλων μελών του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος του πλοίου, ενώ επιπλέον συμμετείχε, εργαζόμενος και προσωπικά, σε όλες τις εργασίες που εκτελούνταν από τους ναύτες στο κατάστρωμα και στο γκαράζ του πλοίου, με εξαίρεση μόνο την εκτέλεση φυλακής γέφυρας. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, καθημερινά απασχολείτο από ώρας 08.00 έως ώρας 20.00, με μισή ώρα διακοπή για φαγητό, οπότε όταν το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι, απασχολείτο στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου του πλοίου, καθόν δε χρόνο το πλοίο ευρίσκετο εν πλω, κατένειμε, επέβλεπε και συμμετείχε και ο ίδιος σε διάφορες εργασίες συντήρησης, καθαριότητας και ευπρεπισμού των καταστρωμάτων, των γκαράζ και άλλων χώρων του πλοίου. Επιπλέον, συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφόρτωσης, σε όλα τα λιμάνια που προσέγγιζε το πλοίο και εκτός του ανωτέρω ωραρίου του. Κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, οι εργασίες σε όλα τα λιμάνια του δρομολογίου, ξεκινούσαν μισή ώρα πριν την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι, για την προετοιμασία του κατάπλου και της εκφόρτωσης αυτού, ακολούθως δε με το πέρας της φορτοεκφόρτωσης η εργασία του ολοκληρώνονταν μισή ώρα μετά την αναχώρηση του πλοίου από τον ενδιάμεσο λιμένα, με την ολοκλήρωση των εργασιών απόπλου, έχμασης των οχημάτων και ασφαλούς απομάκρυνσης του πλοίου από το λιμάνι. Κατ’ εξαίρεση, στο λιμάνι του Πειραιά, η φόρτωση ξεκινούσε τρεις (3) ώρες και στο λιμάνι της Ρόδου μία (1) ώρα προ του απόπλου του πλοίου, ενώ αμέσως μετά την εκφόρτωση στα λιμάνια αυτά, εκτελούνταν και εργασίες γενικής καθαριότητας (σκούπισμα και αποκομιδή απορριμμάτων) εργασίες που διαρκούσαν τουλάχιστον μία (1) ώρα. Όταν το πλοίο παρέμενε τις πρωινές ώρες στο λιμάνι του Πειραιά, πραγματοποιείτο το γενικό πλύσιμο των εξωτερικών χώρων του πλοίου και του γκαράζ και επιπλέον εργασίες συντήρησης και βάψιμο του πλοίου. Προς εκπλήρωση όλων των ανωτέρω υποχρεώσεών του, ισχυρίζεται ότι, απαιτείτο όπως εργάζεται κατά μέσο όρο επί δέκα πέντε ώρες ημερησίως. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν αρνήθηκαν ότι ο εναγόμενος εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου, πλην όμως αρνήθηκαν ότι αυτός (ενάγων) εργαζόταν τις ώρες που αναφέρει στην ένδικη αγωγή του και δη επί δέκα πέντε ώρες καθημερινά, αναφέροντας περαιτέρω ότι, για όσες ώρες αυτός εργάσθηκε υπερωριακά έχει εξοφληθεί, αναλύοντας με τις προτάσεις τους μάλιστα, ως κατωτέρω αναφέρεται, τις καταβολές στις οποίες προέβαιναν προς εξόφληση της τυχόν υπερωριακής απασχόλησής του. Με τις ίδιες ως άνω έγγραφες προτάσεις τους, αναφερόμενες στην απασχόληση των υπηρετούντων στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου και του Ναυκλήρου, όπως ο ενάγων, ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι αμφότεροι οι υποναύκληροι απασχολούντο όπως οι έξι εκ των δώδεκα απασχολούμενων στο εν λόγω πλοίο ναύτες (ημερεργάτες) και δη (α) στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου σε κάθε ενδιάμεσο λιμάνι κατά τη διάρκεια φόρτωσης και εκφόρτωσης του πλοίου και επιπλέον δέκα λεπτά προ και μετά τον απόπλου και κατάπλου αυτού, (β) στην επίβλεψη των εργασιών καθαριότητας του γκαράζ του πλοίου επί τέσσερις ώρες μία φορά την εβδομάδα, (γ) στη φόρτωση του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, η οποία ξεκινούσε δύο ώρες προ του απόπλου, καθώς επίσης (δ) εάν η απόσταση μεταξύ των ενδιάμεσων λιμένων προσέγγισης του πλοίου ήταν μικρή και δεν ηδύναντο χρονικά οι ναύτες που απασχολούντο στις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου να ξεκουραστούν, οπότε αυτοί απασχολούντο με τις εργασίες καθαριότητας του χώρου τους, στην επίβλεψη και των εν λόγω εργασιών (σελ. 4 εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Εξάλλου, κατά τις εναγόμενες, τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με αυτά των δύο υποναυκλήρων που υπηρετούσαν επί του εν λόγω πλοίου, εκτελούσε και ο Ναύκληρος που υπηρετούσε σε αυτό, ο οποίος επίσης απασχολείτο σε κάθε απόπλου και κατάπλου του πλοίου έως του πέρατος της φορτοεκφορτώσεως, καθώς επίσης και στις εργασίες καθαρισμού, ευρισκόμενος στο γκαράζ του πλοίου μαζί με έναν ναύτη βάρδιας. Περαιτέρω, οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν με τις προτάσεις τους, κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι κατέβαλαν κάθε μήνα αμοιβή στον ενάγοντα για την υπερωριακή του απασχόληση, η οποία αντιστοιχούσε, σε τριάντα πέντε (35) ώρες εργασίας κατά τις ημέρες Σαββάτου, η οποία κάλυπτε την (εξ ολοκλήρου κατά τα ανωτέρω υπερωριακή) απασχόλησή του κατά το πρώτο οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός και η οποία (αμοιβή) αποτυπώνεται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος με την ένδειξη «ΥΠΕΡ ΣΣ», καθώς επίσης αμοιβή για εξήντα τέσσερις (64) ώρες επιπλέον εργασίας, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες, τις Κυριακές, τις αργίες και τα Σάββατα (κατά λογική αναγκαιότητα μετά το πρώτο οκτάωρο), η οποία (αμοιβή) αποτυπώνεται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού υπό την ένδειξη «ΥΠΕΡ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ», αμοιβή για 10,67 ώρες εργασίας κατά τις ημέρες αργίας, σύμφωνα με το άρθρο 18 § 2 των άνω ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως αν ο ενάγων εργάστηκε ημέρες αργίας, καθώς επίσης, λόγω των δρομολογίων του πλοίου, του κατέβαλαν πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, η οποία αποτυπώνονταν με την ένδειξη «ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ» στις αποδείξεις μισθοδοσίας. Ο ενάγων προς απόδειξη της υπερωριακής του απασχόλησης επικαλείται την από 5.6.2020 ένορκη βεβαίωση του …….., ο οποίος εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, από το έτος 2018 έως το έτος 2020, αρχικά με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και ακολούθως ως ναύτης, καθώς επίσης και την από 17.9.2020 ένορκη κατάθεση του …………, ο οποίος υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο, κατά τα έτη 2018 και 2019, με την ειδικότητα του ναύτη. Κατά τις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις, ο ενάγων εργαζόταν επί δέκα πέντε ώρες καθημερινά, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, με ωράριο 08.00 έως 20.00 με ένα διάλειμμα μισής περίπου ώρας το μεσημέρι για φαγητό. Επιπλέον, μετείχε σε όλες τις εργασίες απόπλου, κατάπλου και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου και πέραν του ωραρίου του, σε όλα τα λιμάνι που το εν λόγω πλοίο προσέγγιζε. Κατά τη διάρκεια του ωραρίου του, ο ενάγων μετείχε στις ίδιες ως άνω εργασίες απόπλου, κατάπλου και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου και επιπλέον, επέβλεπε τους ναύτες – ημερεργάτες στις καθημερινές εργασίες συντήρησης και καθαριότητας αυτού (πλοίου), οι οποίες πραγματοποιούντο εν πλω και στις οποίες μετείχε και ο ίδιος ο ενάγων. Μετά την εκφόρτωση του πλοίου στο λιμάνι της Ρόδου, πραγματοποιούντο εργασίες καθαριότητος του πλοίου και δη περισυλλογή των απορριμμάτων και πλύσιμο του γκαράζ του πλοίου, στις οποίες μετείχε και ο ενάγων και οι οποίες διαρκούσαν μία ώρα. Όταν το πλοίο παρέμενε επί πολλές ώρες στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, πραγματοποιείτο γενικό πλύσιμο των εξωτερικών χώρων του πλοίου, των καταστρωμάτων και του γκαράζ αυτού, καθώς επίσης εργασίες συντήρησης και επισκευών του πλοίου, τις οποίες επέβλεπε ο ενάγων και παράλληλα μετείχε σε αυτές. Η φόρτωση του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά διαρκούσε τρεις ώρες προ του απόπλου του πλοίου και μία ώρα στο λιμάνι της Ρόδου, ενώ οι εργασίες προετοιμασίας του κατάπλου του πλοίου και εκφόρτωσης αυτού στις οποίες μετείχε και ο ενάγων, ξεκινούσαν μισή ώρα προ του κατάπλου του πλοίου στα ενδιάμεσα λιμάνια και διαρκούσαν έως και μισή ώρα μετά τον απόπλου του πλοίου, προκειμένου να ασφαλισθούν τα οχήματα που φορτώνονταν στο λιμάνι και για την περισυλλογή των μέσων πρόσδεσης του πλοίου. Οι εναγόμενες, προς αντίκρουση της ένδικης αγωγής, προσεκόμισαν την από 4.5.2018 ένορκη βεβαίωση του ήδη ενάγοντος, η οποία εδόθη στα πλαίσια έτερης δίκης, στην οποία ο ενάγων, πέραν των συνθηκών εργασίας επί του εν λόγω πλοίου που αφορούν τους απασχολούμενους ως ναύτες σε αυτό και μάλιστα σε προγενέστερο του επιδίκου χρόνου χρονικό διάστημα, εφόσον η αγωγή για την οποία εδόθη η εν λόγω ένορκη βεβαίωση, κατετέθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς το έτος 2015, κατέθεσε σχετικά, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο «… Η αλήθεια είναι ότι έχω εργαστεί πάρα πολλά χρόνια στο Ε/Γ-Ο/Γ Π. και μπορώ να βεβαιώσω ότι οι συνθήκες εργασίες είναι εξαιρετικές, υπάρχει πολύ καλή συνεργασία ανάμεσα στους αξιωματικούς του πλοίου και το κατώτερο πλήρωμα και τα χρήματα που καταβάλει η εταιρία σε όλους τους ναύτες καλύπτουν την εργασία τους για τα Σάββατα και τις αργίες, αλλά και την όποια εργασία τυχαίνει να προσφέρουν στο πλοίο πέρα από το 8ωρο τους, άλλωστε για αυτό το λόγο επιλέγω να επαναλαμβάνω συνεχώς τις ναυτολογήσεις μου στο πλοίο αυτό…». Επιπλέον, οι εναγόμενες προσκομίζουν την από 24.9.2020 ένορκη βεβαίωση του …………., υπηρετήσαντος στο εν λόγω πλοίο άλλοτε ως ναύτης και άλλοτε ως υποναύκληρος και συνυπηρετήσαντος μετά του ενάγοντος κατά τα έτη 2018 και 2019. Ο εν λόγω μάρτυρας, κατέθεσε ότι καθόν χρόνο συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, απασχολούντο αμφότεροι ως υποναύκληροι στο ανωτέρω πλοίο και ακολουθούσαν το ωράριο εργασίας των «ντειμάνιδων» δηλαδή των ημερεργατών ναυτών. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω κατάθεση, αυτός και ο ενάγων εργαζόμενοι ως υποναύκληροι στο εν λόγω πλοίο, απασχολούντο σε κάθε κατάπλου και απόπλου του πλοίου, καθώς επίσης και στη φόρτωση και εκφόρτωση αυτού στα λιμάνια, όπως ακριβώς και οι ναύτες, ευρισκόμενοι είτε στην πλώρη είτε στην πρύμνη αυτού. Προκειμένου και για την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας, κατέθεσε ότι, οι έξι ημερεργάτες στο εν λόγω πλοίο, αναλάμβαναν καθήκοντα δέκα λεπτά προ του κατάπλου αυτού στο λιμάνι προσέγγισης, μετά δε τη φόρτωση και την εκφόρτωση αυτού, παρέμεναν στη θέση τους επί δέκα λεπτά ακόμη μετά τον απόπλου του πλοίου, καθόσον διευθετούσαν τα σχοινιά στη θέση τους. Επιπλέον, οι δύο υποναύκληροι επέβλεπαν τις εργασίες καθαρισμού του πλοίου. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση, οι εργασίες καθαριότητας του πλοίου πραγματοποιούντο κατά τις ημέρες που το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά νωρίς το πρωί και ο προγραμματισμένος απόπλου ήταν για αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας ή για την επόμενη ημέρα το βράδυ. Οι εν λόγω εργασίες διαρκούσαν όχι περισσότερο από τέσσερις ώρες. Εν τούτοις, εργασίες καθαρισμού στο πλοίο εγίνοντο και εν πλω, από ώρας 08.00 έως ώρας 12.00, όταν η απόσταση μεταξύ των ενδιάμεσων λιμένων ήταν τόσο κοντινή ώστε οι ναυτικοί δεν προλάβαιναν να ξεκουραστούν. Πλην όμως αυτές οι εργασίες καθαρισμού ήταν σύντομες. Τις εν λόγω εργασίες κατά τον ίδιο μάρτυρα επέβλεπαν οι υποναύκληροι. Επίσης, αυτοί (υποναύκληροι) μετείχαν και στη φόρτωση του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, η οποία ξεκινούσε δύο ώρες προ τον απόπλου του πλοίου. Κατά την ίδια ένορκη κατάθεση, μόνον στην καθαριότητα του πλοίου οι δύο υποναύκληροι ηδύναντο να εργάζονται εναλλάξ, ιδίως όταν αυτές εγίνοντο εν πλω, ήταν πολύ μικρότερης χρονικής διάρκειας και δεν ήταν σταθερές, χωρίς εν τούτοις σαφώς να αναφέρει εάν πράγματι στις εν λόγω εργασίες εν τέλει εργαζόταν μόνον ένας των υποναυκλήρων. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, ο ναύκληρος του πλοίου, εργάζονταν με τον ίδιο τρόπο που εργάζονταν και οι ντεημάνιδες ναύτες και οι υποναύκληροι. Καθήκον του ήταν να επιθεωρεί την εργασία των ναυτών και υποναυκλήρων του πλοίου και κατά τη φόρτωση του πλοίου να φροντίζει για την επιβίβαση των φορτηγών. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, καθόν χρόνο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Ναυκλήρου ήταν υπόλογος επί της υπηρεσίας καταστρώματος και του κατώτερου προσωπικού, τελών υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του Υπάρχου, του Υποπλοιάρχου και του Πλοιάρχου και επιφορτισμένος, ως επικεφαλής υπεύθυνος του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος, με την κατανομή και την προσήκουσα εκτέλεση των ανατεθειμένων στα μέλη τούτου καθηκόντων, καθώς και τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας εντός αυτού. Ως Υποναύκληρος υποβοηθούσε το ανωτέρω έργο του Ναυκλήρου. Επιπλέον, απασχολούμενος με αμφότερες τις ως άνω ειδικότητες επί του εν λόγω πλοίου, μετείχε σε όλες τις εργασίες κατάπλου και απόπλου, φόρτωσης και εκφόρτωσης αυτού, σε όλα τα λιμάνια προσέγγισης, αλλά και στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού. Οι εργασίες αυτές στα ενδιάμεσα λιμάνια ξεκινούσαν μισή ώρα προ του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι και διαρκούσαν έως μισή ώρα μετά τον απόπλου αυτού. Στο λιμάνι του Πειραιά, οι εργασίες φόρτωσης διαρκούσαν τρεις ώρες, ενώ στο λιμάνι της Ρόδου μία ώρα. Επίσης, απεδείχθη ότι, ο ενάγων επέβλεπε όλες τις εργασίες καθαριότητας του πλοίου, οι οποίες εν πλω πραγματοποιούντο μόνον από ώρας 08.00 έως 12.00 ενδιάμεσα από τις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, στον καθαρισμό του πλοίου επί μία ώρα κατά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού, καθώς επίσης και στις πλέον εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας αυτού στο λιμάνι αφετηρίας, όταν το πλοίο παρέμενε επί αρκετές ώρες. Από τη εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη κατά τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δέκα πέντε (15) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος με την ένδικη αγωγή του και με τον πρώτο λόγο της ένδικης αντέφεσής του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού των εναγόμενων, που διαλαμβάνεται στον σχετικό τρίτο λόγο της έφεσης τους, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή του, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ανωτέρω ωρών για τις οποίες οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν αμοιβή στον ενάγοντα, δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από τις εναγόμενες (αρθ. 352 ΚΠολΔικ), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν καθημερινά, καθώς επίσης και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες καθ’ εκάστη, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από τις εναγόμενες και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης τους (σελ. 16), ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων υπηρέτησε σε πλοία της εναγομένης επί δέκα επτά έτη, αλλά και κατά το διάστημα που επαναυτολογούνταν στο εν λόγω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του, λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη (σχετικά σελ. 4 προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της ένδικης έφεσής τους), δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, για τις οποίες αμείβονταν, η δε χωρίς επιφυλάξεις είσπραξη της αμοιβής του κρίνεται ότι ελάμβανε χωρά προκειμένου να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του σχέση. Σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί εκ της επικαλούμενης και προσκομιζόμενης υπό των εναγομένων, ένορκης βεβαίωσης που ο ενάγων χορήγησε στα πλαίσια έτερης δίκης η οποία ασκήθηκε, ως αναλύεται ανωτέρω το έτος 2015, συνεκτιμωμένων εν προκειμένω όλων των αποδείξεων που προσκομίζονται υπό των διαδίκων. Άλλωστε, η χωρίς επιφυλάξεις είσπραξη της αμοιβής του, δεν συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση του ενάγοντος από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση, είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν, είτε από τον νομό, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατωτέρα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας τους ανωτέρω ισχυρισμούς των εναγομένων. Ενόψει τούτων, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων, που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης τους και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Όμοια απορριπτέοι τυγχάνουν και ο πρώτος λόγος της ένδικης αντέφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από τον ενάγοντα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης που δέχθηκε, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ότι εργαζόταν αυτός πέραν του νομίμου ωραρίου, δεδομένου ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το έτος 2018 δικαιούται: [Α] Για την εργασία του ως Υποναύκληρος: Για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως 18.5.2018 και από 6.7.2018 έως και 18.12.2018, συνολικά το ποσό των ευρώ 15.748,76 και δη (ι) για υπερωριακή αμοιβή 248 καθημερινών ημερών και ημερών Κυριακής επί 4 ώρες υπερωρίας = 992 ώρες επί 8,83 = 8.759,36 και (ιι) για υπερωριακή αμοιβή 42 ημερών Σαββάτου και 13 ημερών αργίας (1.1, 6.1, 19.2, 25.3, 6.4, 9.4, 23.4, 1.5, 17.5, 15.8, 14.9, 28.10 και 6.12) και συνολικά 55 ημερών Σαββάτου και αργίας επί 12 ώρες = 660 ώρες επί 10,59 = 6.989,40 και [Β] Για την εργασία του ως Ναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 19.12.2018 έως 31.12.2018, συνολικά το ποσό των ευρώ 907,68 και δη (ι) για υπερωριακή αμοιβή 10 καθημερινών ημερών και ημερών Κυριακής επί 4 ώρες υπερωρίας = 40 ώρες επί 9,30 = 372,00 και (ιι) για υπερωριακή αμοιβή 2 ημερών Σαββάτου και 2 ημερών αργίας (25.12 και 26.12) και συνολικά 4 ημερών Σαββάτου και αργίας επί 12 ώρες = 48 ώρες επί 11,16 = 535,68. Περαιτέρω, ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το έτος 2019 δικαιούται: [Α] Για την εργασία του ως Υποναύκληρος: (Ι) για τα χρονικά διαστήματα από 29.1.2019 έως 26.3.2019 και από 9.4.2019 έως και 2.9.2019, οπότε το πλοίο εκτελούσε πλόες, συνολικά το ποσό των ευρώ 10.713,60 και δη (ι) για υπερωριακή αμοιβή 168 καθημερινών ημερών και ημερών Κυριακής επί 4 ώρες υπερωρίας = 672 ώρες επί 9,00 = 6.048,00 και (ιι) για υπερωριακή αμοιβή 29 ημερών Σαββάτου και 7 ημερών αργίας (11.3, 25.3, 26.4, 29.4, 1.5, 6.6 και 15.8) και συνολικά 36 ημερών Σαββάτου και αργίας επί 12 ώρες = 432 ώρες επί 10,80 = 4.665,60 και (ΙΙ) για συμφωνηθείσα κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά το χρονικό διάστημα από 27.3.2019 έως 8.4.2019, οπότε στο πλοίο διενεργούντο επισκευές το ποσό των ευρώ (1.454,59 δια 30 επί 14=) 678,80. [Β] Για την εργασία του ως Ναύκληρος: Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 28.1.2019, συνολικά το ποσό των ευρώ 1.655,20 και δη (ι) για υπερωριακή αμοιβή 22 καθημερινών ημερών και ημερών Κυριακής επί 4 ώρες υπερωρίας = 88 ώρες επί 9,49 = 835,12 και (ιι) για υπερωριακή αμοιβή 4 ημερών Σαββάτου και 2 ημερών αργίας (1.1 και 6.1) και συνολικά 6 ημερών Σαββάτου και αργίας επί 12 ώρες = 72 ώρες επί 11,39 = 820,08. Συνολικά, ως αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της συμφωνηθείσης τοιαύτης για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο στο εν λόγω πλοίο διενεργούντο επισκευές, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [15.748,76 + 907,68 + 10.713,60 + 678,80 + 1.655,20 =] 29.704,04. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεών τους που κατέθεσαν κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι της ανωτέρω ένδικης απαίτησής του, η δεύτερη εναγομένη εργοδότριά του του κατέβαλε συνολικά το ποσό των ευρώ 26.790,12 και δη το ποσό των ευρώ 15.036,96 για την υπερωριακή απασχόλησή του ενάγοντος κατά το έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 11.753,16 για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά το έτος 2019. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την σχετική ένσταση καταβολής, όπως αυτή αναπτύχθηκε στις σελίδες 14 και 15 των εγγράφων προτάσεων που οι εναγόμενες κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στον ενάγοντα, για την εν λόγω αιτία, κατέβαλαν κατόπιν ορθής άθροισης των επιμέρους κονδυλίων, το ποσό των ευρώ 1.426,07 έκαστο των μηνών Ιανουαρίου 2018, Φεβρουαρίου 2018, Μαρτίου 2018, Απριλίου 2018, Αυγούστου 2018, Σεπτεμβρίου 2018 και Οκτωβρίου 2018, το ποσό των ευρώ 855,64 τον μήνα Μάιο 2018, το ποσό των ευρώ 1.235,93 τον μήνα Ιούλιο 2018, το ποσό των ευρώ 1.454,59 ευρώ έκαστο των μηνών Νοεμβρίου 2018, Φεβρουαρίου 2019, Μαΐου 2019, Ιουνίου 2019, Ιουλίου 2019 και Αυγούστου 2019, το ποσό των ευρώ 1.508,31 τον μήνα Δεκέμβριο 2018, το ποσό των ευρώ 1.579,95 τον μήνα Ιανουάριο 2019, το ποσό των ευρώ 1.454,59 τον μήνα Μάρτιο 2019, το ποσό των ευρώ 1.348,69 τον μήνα Απρίλιο 2019 και το ποσό των ευρώ 96,98 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019. Ο ενάγων, ήδη με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζονταν ότι ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων έλαβε συνολικά το ποσό των ευρώ 24.479,89 και δη το ποσό των ευρώ 14.181,32 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το έτος 2018 και συγκεκριμένα το ποσό των ευρώ 13.545,76 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Υποναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2018, το ποσό των ευρώ 635,56 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 10.298,57 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το έτος 2019 και συγκεκριμένα το ποσό των ευρώ 1.482,97 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2019 και το ποσό των ευρώ 8.815,60 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Υποναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2019. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ότι ο ενάγων έλαβε για την εν λόγω απαίτησή του, συνολικά το ποσό των ευρώ 23.943,89 και δη το ποσό των ευρώ 14.181,32 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το έτος 2018 και συγκεκριμένα το ποσό των ευρώ 13.545,76 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Υποναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2018, το ποσό των ευρώ 635,56 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2018, απορριφθείσας τοιουτοτρόπως της περί καταβολής του ποσού των ευρώ [15.036,96 μείον 14.181,32 =] 855,64 ένστασης μερικής καταβολής των εναγομένων και το ποσό των ευρώ 9.762,57 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το έτος 2019 και συγκεκριμένα το ποσό των ευρώ 1.482,97 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2019 και το ποσό των ευρώ 8.279,60 για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο απασχολήθηκε ως Υποναύκληρος στο εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2019, επιδικάζοντας για την εν λόγω αιτία, πλέον του αιτηθέντος το ποσό των ευρώ [10.298,57 μείον 9.762,57 =] 536,00, εφόσον κατά το ποσό αυτό η υπό του ενάγοντος δικαιούμενη αμοιβή για την εν λόγω εργασία δεν ήταν επίδικη και απορρίπτοντας σιωπηρά, ως αβάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής του ποσού των ευρώ [11.753,16 μείον 10.298,57 =] 1.454,59 ένσταση των εναγομένων, επεδίκασε δε στον ενάγοντα καταψηφιστικώς, για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 5.760,55. Οι εναγόμενες, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττουν τα ανωτέρω αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, επαναφέροντας τον ανωτέρω περί καταβολής ισχυρισμό τους. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος που έχουν συνταχθεί από την αρχικώς πρώτη εναγομένη, σε συνδυασμό με τις συνοδεύουσες αυτές (αποδείξεις μισθοδοσίας) αποδείξεις εντολών κατάθεσης των αναφερομένων σε αυτές ποσών, στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, τις προσκομιζόμενες καταστάσεις καταβολής προκαταβολών που φέρουν τη μη αμφισβητούμενη ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος και τη μη ειδική αυτού (ενάγοντος) αμφισβήτηση αφενός μεν ότι έλαβε τις αναφερόμενες σε ορισμένες από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας προκαταβολές, αφ’ ετέρου δε ότι πράγματι κατεβλήθησαν στον τραπεζικό του λογαριασμό τα ποσά που αναφέρονται στις προσκομιζόμενες εντολές κατάθεσης, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: [Ι] Όπως αποδεικνύεται από (α) την προσκομιζόμενη από 31.1.2018, 28.2.2018, 31.3.2018, 30.4.2018, 31.8.2018, 30.9.2018 και 31.10.2018 ατομικές αποδείξεις πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις με ημερομηνία εκτέλεσης εντολής 2.2.2018, 6.3.2018, 3.4.2018, 2.5.2018, 4.9.2018, 2.10.2018 και 2.11.2018 αναλυτικές αναφορές εκτελέσεως πληρωμών της τράπεζας Alpha Bank, τη μη ειδική, εκ μέρους του ενάγοντος, αμφισβήτηση ότι πράγματι τα αναφερόμενα στις εν λόγω εντολές κατάθεσης, ποσά κατεβλήθησαν στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπως επίσης ότι αυτός έλαβε τις αναφερόμενες στις ανωτέρω ατομικές αποδείξεις πληρωμής (μισθοδοσίας) του, τις οποίες εξέδωσε η αρχικώς πρώτη εναγομένη αναφερόμενες σε αυτές προκαταβολές, ο ενάγων την 2.2.2018, 6.3.2018, 3.4.2018, 2.5.2018, 4.9.2018, 2.10.2018 και 2.11.2018 πράγματι έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση για έκαστο των μηνών Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2018 το ποσό των ευρώ (562,49 + 363,46 + 110,78 + 389,34=) 1.426,07 και συνολικά έλαβε το ποσό των ευρώ (1.426,07 επί 7 =) 9.982,49. [ΙΙ] Όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 31.7.2018 ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη με ημερομηνία εκτέλεσης εντολής 1.8.2018, αναλυτική αναφορά εκτελέσεως πληρωμών της τράπεζας Alpha Bank, τη μη ειδική, εκ μέρους του ενάγοντος, αμφισβήτηση ότι πράγματι το αναφερόμενο στην εν λόγω εντολή κατάθεσης, ποσό κατεβλήθη στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπως επίσης ότι αυτός έλαβε την αναφερόμενη στην εν λόγω ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας) που η πρώτη αρχικώς εναγομένη εξέδωσε, προκαταβολή, ο ενάγων πράγματι την 1.8.2018 έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση για τον μήνα Ιούλιο 2018 το ποσό των ευρώ (487,49 + 315,00 + 96,01 + 337,43=) 1.235,93. [ΙΙΙ] Όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 30.11.2018 ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη, με ημερομηνία εκτέλεσης εντολής 6.12.2018, αναλυτική αναφορά εκτελέσεως πληρωμών της τράπεζας Alpha Bank, σε συνδυασμό με τη μη ειδική, εκ μέρους του ενάγοντος, αμφισβήτηση ότι πράγματι το αναφερόμενο στην εν λόγω εντολή κατάθεσης, ποσό κατεβλήθη στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπως επίσης ότι αυτός έλαβε την αναφερόμενη στην εν λόγω ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας), που η πρώτη αρχικώς εναγομένη εξέδωσε, προκαταβολή, ο ενάγων την 6.12.2018 έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τον μήνα Νοέμβριο 2018 το ποσό των ευρώ (573,74 + 370,73 + 112,99 + 397,13=) 1.454,59. [ΙV] Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από 30.11.2018 και άνευ ημερομηνίας δύο ατομικές αποδείξεις πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, η δεύτερη εκ των οποίων φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του η δε πρώτη εξ αυτών, συνοδεύεται με τη, με ημερομηνία εκτέλεσης εντολής 3.1.2019, αναλυτική αναφορά εκτελέσεως πληρωμών της Alpha Bank, σε συνδυασμό με τη μη ειδική, εκ μέρους του ενάγοντος, αμφισβήτηση ότι πράγματι το, αναφερόμενο στην εν λόγω, από 3.1.2019, εντολή κατάθεσης, ποσό κατεβλήθη στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπως επίσης ότι αυτός έλαβε την αναφερόμενη στην εν λόγω ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας), που η πρώτη αρχικώς εναγομένη εξέδωσε, προκαταβολή, ο ενάγων έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2018 κατά την πρώτη απόδειξη πληρωμής το ποσό των ευρώ (264,12 + 156,37 + 47,64 + 167,43=) 635,56 και επιπλέον κατά τη δεύτερη απόδειξη πληρωμής το ποσό των ευρώ (344,24 + 222,44 + 67,79 + 238,28 =) 872,75 και συνολικά για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τον μήνα Δεκέμβριο του 2018 έλαβε το συνολικό ποσό των ευρώ (635,56 + 872,75 =) 1.508,31. Συνολικά, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2018, υπό αμφότερες τις ειδικότητες υπό τις οποίες απασχολήθηκε, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ [9.982,49 + 1.235,93 + 1.454,59 + 1.508,31=] 14.181,32, όσα δηλαδή ανέφερε και ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ποσό το οποίο αφήρεσε από το αιτούμενο, με την ένδικη αγωγή του, υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το έτος 2018. Η υπό κρίση ένσταση περί μερικής καταβολής των εναγομένων αφορώσα ως αναλύεται ανωτέρω ουσιαστικά το ποσό των ευρώ 855,64, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενες προς απόδειξη του υπό κρίση ισχυρισμού τους προσκομίζουν την από μηνός Μαΐου 2018 ανυπόγραφη ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, αφορώσα τη μισθοδοσία αυτού του μηνός Μάιο 2018, σύμφωνα με την οποία για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος έπρεπε να του καταβληθεί το ποσό των ευρώ (337,49 + 218,08 + 66,47 + 233,60=) 855,64. Επιπλέον, προσκομίζει ως συνημμένο σε αυτή, το από 22.5.2018 έγγραφο – ένταλμα πληρωμής που υπογράφεται από τον Αρχιλογιστή της αρχικώς πρώτης εναγομένης και τον Πλοίαρχο του πλοίου, πλην όμως η εν λόγω εντολή πληρωμής δεν φέρει και την υπογραφή του ενάγοντος. Παράλληλα, ως προς το εν λόγω ποσό δεν προσκομίζεται έτερη έγγραφη απόδειξη και δη απόδειξη κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος ή απόδειξη καταβολής του ποσού αυτού στον ενάγοντα, φέρουσα την ιδιόχειρη υπογραφή του. Δεδομένου ότι ο ενάγων, καθ’ υποφορά με την αγωγή του αρνήθηκε ότι, για την υπερωριακή του απασχόληση, κατά το έτος 2018, στο ανωτέρω πλοίο, έλαβε έτερο ποσό πέραν του ποσού των ευρώ 14.181,32 που ο ίδιος ανέφερε στην αγωγή του, ποσό το οποίο αφήρεσε από το αιτούμενο επίδικο κονδύλιο και επομένως δεν τυγχάνει επίδικο, ο σχετικός περί μερικής καταβολής ισχυρισμός των εναγομένων, κατά το ανωτέρω ποσό των ευρώ 855,64, δεν απεδείχθη ως βάσιμος στην ουσία του. Επομένως, ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο υπό τις ειδικότητες του Ναυκλήρου και του Υποναυκλήρου που απασχολήθηκε σε αυτό κατά το έτος 2018, ως ανωτέρω αναλύεται, διατηρεί υπόλοιπο απαιτήσεως εκ ποσού ευρώ [16.656,44 μείον 14.181,32=] 2.475,12. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση των εναγομένων, κατά το ανωτέρω ποσό των ευρώ 855,64, εφόσον δέχθηκε ότι ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο, κατά το έτος 2018, εδικαιούτο το συνολικό ποσό των ευρώ 16.656,44 και ακολούθως δέχθηκε, όπως ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε ήδη στην ένδικη αγωγή του ότι, έναντι του ποσού αυτού, έλαβε το ποσό των ευρώ 14.181,32, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με διαφορετική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου κατά τούτο, του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης των εναγομένων, αλλά και του αντίστοιχου πρώτου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος. Περαιτέρω, όσον αφορά στο έτος 2019, για το οποίο απεδείχθη ότι ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση συνολικά το ποσό των ευρώ 13.047,60, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: [Ι] Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες μηνός Ιανουαρίου 2019 άνευ ημερομηνίας δύο ατομικές αποδείξεις πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, η δεύτερη εκ των οποίων φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του, η δε πρώτη εξ αυτών συνοδεύεται από αποδεικτικό κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική, εκ μέρους του ενάγοντος, αμφισβήτηση ότι πράγματι το αναφερόμενο στην στο εν λόγω αποδεικτικό κατάθεσης, ποσό κατεβλήθη στον τραπεζικό του λογαριασμό, ο ενάγων έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τον μήνα Ιανουάριο 2019, το ποσό των ευρώ (616,27 + 364,86 + 111,16 + 390,68=) 1.482,97 και επιπλέον το ποσό των ευρώ (38,25 + 24,72 + 7,53 + 26,48 =) 96,98 και συνολικά το ποσό των ευρώ (1.482,97 + 96,98 =) 1.579,95. [ΙΙ] Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από 28.2.2019, 26.3.2019 και 31.3.2019 όσον αφορά στον μήνα Μάρτιο 2019, 31.5.2019, από 30.6.2019, 31.7.2019 και 31.8.2019 ατομικές αποδείξεις πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη με ημερομηνία εκτέλεσης εντολής 2.4.2019 για το επιμέρους ποσό των 1.592,84 ευρώ όσον αφορά στον μήνα Φεβρουάριο 2019, τις από 16.4.2019 και 8.5.2019 όσον αφορά στον μήνα Μάρτιο 2019, τις από 7.6.2019, 12.6.2019, 13.6.2019 και 14.6.2019 όσον αφορά στον μήνα Μάιο 2019, τις από 4.7.2019, 6.7.2019 και 10.7.2019 όσον αφορά στον μήνα Ιούνιο 2019, τις από 12.8.2019, 8.8.2019, 7.8.2019 και 2.8.2019 όσον αφορά στον μήνα Ιούλιο 2019, τις από 6.9.2019, 4.9.2019 και 3.9.2019, αναλυτικές αναφορές εκτελέσεως πληρωμών της τράπεζας Alpha Bank, σε συνδυασμό με τη μη ειδική, εκ μέρους του ενάγοντος, αμφισβήτηση ότι πράγματι τα αναφερόμενα στις εν λόγω εντολές κατάθεσης, ποσά κατεβλήθησαν στον τραπεζικό του λογαριασμό, όπως επίσης ότι αυτός έλαβε τις αναφερόμενες στις σχετικές ατομικής αποδείξεις πληρωμής που η πρώτη αρχικώς εναγομένη εξέδωσε προκαταβολές, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις προκαταβολής μισθών που φέρουν τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος, αυτός (ενάγων) έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση για έκαστο των μηνών Φεβρουάριο 2019, Μάρτιο 2019, Μάιο 2019, Ιούνιο 2019, Ιούλιο 2019 και Αύγουστο 2019 το ποσό των ευρώ (573,74 + 370,73 + 112,99 + 397,13=) 1.454,59 και συνολικά έλαβε το ποσό των ευρώ (1.454,59 επί 6 =) 8.727,54. [ΙΙΙ] Όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 30.4.2019 ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις, με ημερομηνίες εκτέλεσης εντολής 31.5.2019 και 27.5.2019, αναλυτικές αναφορές εκτελέσεως πληρωμών της τράπεζας Alpha Bank, σε συνδυασμό με τη μη ειδική, εκ μέρους του ενάγοντος, αμφισβήτηση ότι πράγματι τα αναφερόμενα στις εν λόγω εντολές κατάθεσης, ποσά κατεβλήθησαν στον τραπεζικό του λογαριασμό, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις προκαταβολής μισθών που φέρουν τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος, αυτός (ενάγων) έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τον μήνα Απρίλιο 2019, το ποσό των ευρώ (573,74 + 370,73 + 112,90 + 291,23=) 1.348,69 και [ΙV] Όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ατομική απόδειξη πληρωμής (μισθοδοσίας) του ενάγοντος μηνός Σεπτεμβρίου 2019, η οποία φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του, αυτός ( ενάγων) έλαβε ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ (38,25 + 24,72 + 7,53 + 26,48=) 96,98. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι ο ενάγων για την υπερωριακή απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο, υπό τις ειδικότητες τόσο του Ναυκλήρου όσο και του Υποναυκλήρου, κατά το έτος 2019, έλαβε ως αμοιβή το συνολικό ποσό των ευρώ [1.579,95 + 8.727,54 + 1.348,69 + 96,98 =] 11.753,16, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης των εναγομένων. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε ότι, έναντι της, εκ ποσού ευρώ 13.047,60 ανωτέρω αποδειχθείσα δικαιούμενη υπό του ενάγοντος, αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο, τόσο υπό την ειδικότητα του Ναυκλήρου όσο και υπό την ειδικότητα του Υποναυκλήρου, κατά το έτος 2019, έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 9.762,57, έσφαλε και πρέπει, να γίνει εν μέρει δεκτός κατά τούτο, ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων για την εν λόγω αμοιβή του δικαιούται το ποσό των ευρώ [13.047,60 μείον 11.753,16=] 1.294,44. Έσφαλε, επομένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία για την εν λόγω αιτία (υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2019) δέχθηκε ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 3.285,43, καθόσον ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων διατηρεί απαίτηση για την εν λόγω αιτία εκ ποσού ευρώ 1.294,44, απορριπτομένων κατά τα λοιπά ως αβασίμων στην ουσία τους του τρίτου λόγου έφεσης των εναγομένων και του πρώτου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος.
[ΙΙΙ] Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι, οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387), ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, απορριπτομένου κατά το σκέλος αυτό του δευτέρου λόγου της αντέφεσης του ενάγοντος. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει ο τέταρτος λόγος της έφεσης των εναγομένων και ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης του ενάγοντος, κατά το σκέλος αυτών, με το οποίο οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό, που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλομένων σ’αυτόν επιδομάτων εορτών των ετών 2018 και 2019, ως μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης εντός των ιδίων ετών [ειδικότερα ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι το ανωτέρω ποσό υπολογίσθηκε εσφαλμένα στην εκκαλουμένη απόφαση και δη επί τη βάσει της επίσης εσφαλμένης παραδοχής ότι αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του λιγότερες ώρες απ’ όσες πράγματι εργάσθηκε καθ’ υπέρβαση του προβλεπομένου στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ ωραρίου, αφού έγινε δεκτό ότι η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του ανερχόταν κατά μέσο όρο σε δώδεκα (12) και όχι σε δεκαπέντε (15) ώρες, όπως επικαλέσθηκε με την αγωγή του, ενώ οι εναγόμενες διατείνονται ότι τέτοιο ποσό δεν θα έπρεπε να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του, αλλά έπρεπε να συνυπολογισθεί το ποσό που είχε συμπεριληφθεί ως αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στις αποδείξεις μισθοδοσίας]. Επομένως, ο ενάγων, με βάση τις παραδοχές αυτές δικαιούται: 1) Για Δώρο Πάσχα του έτους 2018, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο ανωτέρω πλοίο διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, το ποσό των 2.277,00 ευρώ {[μισθός ενεργείας της ειδικότητας του υποναυκλήρου 1.221,39 ευρώ + επίδομα Κυριακών 268,71 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 587,70 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 436,61 ευρώ + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 1.730,63 ευρώ (15.748,76 ευρώ/273 ημέρες ναυτολόγησης εντός του έτους 2018 X 30= 1.730,63 ευρώ) + 14,71 ειδικό επίδομα Υποναυκλήρου + 51,22 μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων + 207,10 μέσος όρος επιδόματος έχμασης, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων =] 4.553,99 ευρώ X 1/2 =} 2.277 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Όπως ο ενάγων συνομολογεί καθ’ υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, για την εν λόγω αιτία έλαβε το ποσό των 1.219,70 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.057,30 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.057,32, όπως κατ’ εσφαλμένο μαθηματικό υπολογισμό, κατά τον βάσιμο τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων (ισχυρισμός που περιέχεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων) δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. 2) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο ως άνω πλοίο εντός του έτους 2018 δε διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, και μάλιστα με την αυτή ειδικότητα, αλλά με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.5.2018 έως 18.5.2018 και από 6.7.2018 έως 18.12.2018, δηλαδή επί 184 ημέρες, άλλως επί 9,68 δεκαεννεαήμερα και με την ειδικότητα του Ναυκλήρου από 19.12.2018 έως 31.12.2019, δηλαδή επί 13 ημέρες, άλλως επί 0,68 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του και δη: [ι] καθόν χρόνο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου, το ποσό των 3.526,61 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) [4.553,99 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα X 2/25 X 9,68 δεκαεννεαήμερα= 3.526,61 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε όπως ο ενάγων συνομολογεί καθ’ υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το ποσό των 1.886,82 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.639,79 ευρώ, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και [ιι] καθόν χρόνο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Ναυκλήρου, το ποσό των 290,82 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) {[μισθός ενεργείας της ειδικότητας του Ναυκλήρου 1.287,22 ευρώ + επίδομα Κυριακών 283,22 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 587,70 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 454,90 ευρώ + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 2.094,65 ευρώ [907,68 ευρώ/13 ημέρες ναυτολόγησης εντός του έτους 2018 X 30 = 2.094,65 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + 24,44 ειδικό επίδομα Ναυκλήρου + 67,58 μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων + 510,10 μέσος όρος επιδόματος έχμασης, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων =] 5.345,89 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 5.345,84 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση X 2/25 X 0,68 δεκαεννεαήμερα= 290,82 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης)} και όχι το ποσό των ευρώ 290,80, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, έναντι του οποίου όπως ο ενάγων συνομολογεί καθ’ υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, εισέπραξε το ποσό των ευρώ 134,26 με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 156,56 ευρώ, και όχι το ποσό των ευρώ 156,54, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμησης των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. 3) Για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2019, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο, εντός του έτους 2019 δε διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, και μάλιστα με την αυτή ειδικότητα, αλλά με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου από 29.1.2019 έως 30.4.2019, δηλαδή επί 92 ημέρες, άλλως επί 11,5 οκταήμερα και με την ειδικότητα του Ναυκλήρου από 1.12.2019 έως 28.1.2019, δηλαδή επί 28 ημέρες, άλλως επί 3,5 οκταήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανά οκτώ ημέρες εργασίας και δη [ι] καθόν χρόνο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου, το ποσό των 1.559,25 ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.245,82 ευρώ + επίδομα Κυριακών 274,08 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας 599,40 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 445,33 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 445,30 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 1.154,63 ευρώ (11.392,40/296 ημέρες ναυτολόγησης εντός του έτους 2019 X 30= 1.154,63 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.154,40 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος) + 15,00 ειδικό επίδομα Υποναυκλήρου + 52,84 μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων + 243,88 μέσος όρος επιδόματος έχμασης, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων =] 4.067,62 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 4.067,36 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος] 4.067,62 ευρώ X 1/2 X 1/15 Χ 11,5 οκταήμερα = 1.559,25 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.559,00 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος}. Έναντι του ποσού αυτού, όπως ο ενάγων συνομολογεί καθ’ υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, εισέπραξε το ποσό των ευρώ 953,80 με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 605,45 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 605,25, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμησης των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [ιι] καθόν χρόνο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Ναυκλήρου, το ποσό των 592,44 ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.313,13 ευρώ + επίδομα Κυριακών 288,89 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας 599,40 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 464,00 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 463,95 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 1.773,43 ευρώ (1.655,20/28 ημέρες ναυτολόγησης εντός του έτους 2019 X 30= 1.773,43 ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης και όχι το ποσό των ευρώ 1.773,30 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος) + 24,93 ειδικό επίδομα Ναυκλήρου + 67,58 μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων + 510,10 μέσος όρος επιδόματος έχμασης, ο οποίος (μέσος όρος) δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων =] 5.078,10 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 5.077,92 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος] 5.078,10 ευρώ X 1/2 X 1/15 Χ 3,5 οκταήμερα = 592,44 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 592,41 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος}. Έναντι του ποσού αυτού, όπως ο ενάγων συνομολογεί καθ’ υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, εισέπραξε το ποσό των ευρώ 313,25 με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 279,19 ευρώ, και όχι το ποσό των ευρώ 279,16, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμησης των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο δεύτερο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. 4) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο ως άνω πλοίο εντός του έτους 2019 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από την 1.5.2019 έως και την 2.9.2019, δηλαδή επί 125 ημέρες, άλλως επί 6,5789 δεκαεννεαήμερα (125 ημέρες :19) δικαιούται το ποσό των 2.140,84 ευρώ (4.067,62 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα X 2/25 X 6,5789 δεκαεννεαήμερα = 2.140,84 ευρώ κατόπιν στρογγυλοποίησης και όχι το ποσό των ευρώ 2.141,00, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμησης των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση). Έναντι του ποσού αυτού, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως κατόπιν μερικής παραδοχής της περί καταβολής ένσταση των εναγομένων, έλαβε το ποσό των 1.125,21 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.015,63 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.015,79, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμησης των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Το ποσό αυτό, οι εναγόμενες οφείλουν από της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων των ισχυρισμών των εναγομένων που περιέχονται στον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι την εν λόγω διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2019 οφείλουν από την 1.1.2010, ενόψει του ότι στην προκειμένω περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ έτους 2019 κατά την οποία «3. Κατά την απόλυση του ο Ναυτικός δικαιούται και την καταβολή τής αναλογίας τού Δώρου Εορτών.». Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων δικαιούται για υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2018 το συνολικό ποσό των ευρώ 1.057,30 και όχι το ποσό των ευρώ 1.057,32, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων, απορριπτομένου κατά τούτο του αντίστοιχου δευτέρου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος, για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2018 για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 1.5.2018 έως 18.5.2019 και από 6.7.2018 έως 18.12.2018 το ποσό των ευρώ 1.639,79, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων κατά τούτο του τέταρτου λόγου έφεσης των εναγομένων και του δευτέρου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος και για το χρονικό διάστημα από 19.12.2018 έως 31.12.2018 το ποσό των ευρώ 156,56 και όχι το ποσό των ευρώ 156,54 όπως κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά μερική παραδοχή του δευτέρου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου κατά τούτο του τετάρτου λόγου έφεσης των εναγομένων, για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2019 για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 1.1.2019 έως 28.1.2019 το ποσό των ευρώ 279,19 και όχι το ποσό των ευρώ 279,16 όπως κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά μερική παραδοχή του δευτέρου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου κατά τούτο του τετάρτου λόγου έφεσης των εναγομένων και για το χρονικό διάστημα από 29.1.2019 έως 30.4.2019 το ποσό των ευρώ 605,45 και όχι το ποσό των ευρώ 605,25, όπως κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά μερική παραδοχή του δευτέρου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου κατά τούτο του τετάρτου λόγου έφεσης των εναγομένων και για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2019 το ποσό των ευρώ 1.015,63 και όχι το ποσό των ευρώ 1.015,79, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο έφεσης των εναγομένων, απορριπτομένου κατά τούτο του αντίστοιχου δευτέρου λόγου αντέφεσης του ενάγοντος.
[IV] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των εφαρμοζομένων εν προκειμένω ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων των ετών 2018 και 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. Η παραπάνω έννοια της τοπικής γραμμής, ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 2 του προαναφερομένου Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, περίπτωση που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.) και ο μέσος όρος, σε μηνιαία κλίμακα, των εορταστικών επιδομάτων (δώρων), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 των εφαρμοζόμενων εν προκειμένω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον όμως αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα. Εν προκειμένω, ο ενάγων υποστήριξε με την ένδικη αγωγή του ότι, το εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 18.5.2018 και από 6.7.2018 έως 18.12.2018, οπότε αυτός (ενάγων) υπηρετούσε στο εν λόγω πλοίο ως Υποναύκληρος, εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του δε στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεώς του, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι, όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά τον μήνα Φεβρουάριο 2018 0,90 δρομολόγια εξπρές, κατά τον μήνα Μάρτιο 2018 0,73 δρομολόγια εξπρές, τον μήνα Απρίλιο 2018 0,28 δρομολόγια εξπρές, τον μήνα Ιούλιο 2018 0,24 δρομολόγια εξπρές, τον μήνα Αύγουστο 2018 1,00 δρομολόγιο εξπρές και τον μήνα Δεκέμβριο 2018 0,24 δρομολόγια εξπρές και συνολικά κατά τους ανωτέρω μήνες πραγματοποίησε 3,39 δρομολόγια εξπρές, για τα οποία αυτός (ενάγων) δικαιούται αμοιβής, εκ ποσοστού 1/30 επί των τακτικών αποδοχών του. Την εκτέλεση των εν λόγω δρομολογίων εξπρές οι εναγόμενες δεν αμφισβήτησαν, αποδεικνύονται εξάλλου και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας των αντιστοίχων ως άνω μηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του τον ανωτέρω αγωγικό ισχυρισμό και ακολούθως, κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού της πρόσθετης αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων για τα εν λόγω δρομολόγια «εξπρές», προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα, καταβαλλόμενων αποδοχών του, δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού όπως επίσης δεν συνυπολόγισε τη μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών. Ούτως ενεργούντος το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αναφερομένων στον τρίτο κρινόμενο λόγο αντέφεσης του ενάγοντος. Τούτο, διότι, αφενός μεν όσον αφορά στο επίδομα ιματισμού, αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, το οποίο άλλωστε ως απεδείχθη παρέχονταν σε είδος (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387), αφ’ ετέρου δε όσον αφορά στη μηνιαία αναλογία δώρων εορτών, διότι όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αυτά δεν καταβάλλονταν τακτικώς κάθε μήνα. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω εργασία του ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής εκ ποσού ευρώ [4.553,99 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, κατά τα προεκτεθέντα, επί 1/30 επί 3,39 =] 514,60, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων κατά τούτο του πέμπτου λόγου έφεσης και του τρίτου λόγου αντέφεσης. Περαιτέρω, όπως ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας και όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, για την εν λόγω αιτία, αυτός (ενάγων) έλαβε από την εργοδότριά του εταιρεία ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των ευρώ 73,18, 59,36, 22,77, 19,52, 81,31 και 19,91 αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των ευρώ 276,05. Οι εναγόμενες, ήδη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία ισχυρίσθηκαν ότι, εκτός των ανωτέρω ποσών, κατέβαλαν στον ενάγοντα κατά τους ίδιους μήνες επιπλέον, για 3,87 [επίδικα τυγχάνουν 3,39 δρομολόγια], το συνολικό ποσό των ευρώ 319,01. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ότι, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 276,05, επεδίκασε δε ως υπόλοιπο αμοιβής στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 238,55. Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλήττουν οι εναγόμενες με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής τους διότι δεν έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η περί καταβολής ένσταση αυτών, πλέον των αναφερομένων υπό του ενάγοντος και του ποσού των ευρώ 42,96. Εν τούτοις, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του ενάγοντος το επιπλέον αυτό ποσό των ευρώ 42,96 ο ενάγων έλαβε ως πρόσθετη αμοιβή για έτερα δρομολόγια εξπρές και δη ως αμοιβή για 0,48 δρομολόγια εξπρές που το εν λόγω πλοίο πραγματοποίησε κατά το χρονικό διάστημα από 29.23.2028 έως 31.12.2018, οπότε ο ενάγων υπηρετούσε στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Ναυκλήρου και τα οποία δεν είναι επίδικα. Τούτο αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη σχετική απόδειξη μισθοδοσίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον εν λόγω περί μερικής καταβολής ισχυρισμό των εναγομένων έστω και σιωπηρά, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του σχετικού πέμπτου λόγου έφεσης ως αβασίμου στην ουσία του.
Συνολικά επομένως, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη, εργοδότρια του ενάγοντος, οφείλει σε αυτόν (ενάγοντα) τα ακόλουθα ποσά: [α] το ποσό των ευρώ 4,42 για διαφορά μισθού ενεργείας, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας και ειδικού επιδόματος Υποναυκλήρου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 18.5.2018, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, [β] το ποσό των ευρώ 5,92 για διαφορά μισθού ενεργείας, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας και ειδικού επιδόματος Ναυκλήρου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 28.1.2019, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε με την ειδικότητα του Ναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, [γ] το ποσό των ευρώ 2.475,12 για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2018, [δ] το ποσό των ευρώ 1.294,44 για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2019, [ε] το ποσό των ευρώ 1.057,30 για υπόλοιπο Δώρου εορτών Πάσχα 2018, [στ] το ποσό των ευρώ (1.639,79 + 156,56=) 1.796,35 για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2018, [ζ] το ποσό των ευρώ (605,45 + 279,19 =) 884,64 για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Πάσχα 2019, [η] το ποσό των ευρώ 1.015,63 για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2019 και [θ] το ποσό των ευρώ 238,55 για υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής των 3,39 δρομολογίων εξπρές που το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε κατά τους μήνες Φεβρουάριο 2018, Μάρτιο 2018, Απρίλιο 2018, Ιούλιο 2018, Αύγουστο 2018 και Δεκέμβριο 2018. Συνολικά, για τις προαναφερόμενες αιτίες, η δεύτερη εναγομένη, εργοδότρια του ενάγοντος οφείλει σε αυτόν (ενάγοντα) το ποσό των ευρώ [4,42 + 5,92 + 2.475,12 + 1.294,44 + 1.057,30 + 1.796,35 + 884,64 + 1.015,63 + 238,55 =] 8.772,37, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του και δη από την 2.9.2019. Το ίδιο ποσό των ευρώ 8.772,37, με το νόμιμο τόκο από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του ενάγοντος και δη από την 2.9.2019, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του ανωτέρω πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας αυτού.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης και αντέφεσης προς διερεύνηση, γενομένων δεκτών ως εν μέρει βασίμων τόσο της ένδικης έφεσης όσο και της ένδικης αντέφεσης, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, απορριπτομένων αυτών κατά τα λοιπά ως αβασίμων στην ουσία τους, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, με αριθμό 3813/2020, απόφαση στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης, ήτοι και ως προς [α] το ποσό των ευρώ 2.475,12, το οποίο επιδικάσθηκε καταψηφιστικώς στον ενάγοντα ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2018, [β] το ποσό των ευρώ 1.639,79, το οποίο επιδικάσθηκε στον ενάγοντα αναγνωριστικώς, ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2018 για τα χρονικά διαστήματα από 1.5.2018 έως 18.5.2018 και από 6.7.2018 έως 18.12.2018, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου και [γ] το ποσό των ευρώ 238,55, το οποίο επιδικάσθηκε στον ενάγοντα αναγνωριστικώς ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής για 3,39 δρομολογίων εξπρές που το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε κατά τους μήνες Φεβρουάριο 2018, Μάρτιο 2018, Απρίλιο 2018, Ιούλιο 2018, Αύγουστο 2018 και Δεκέμβριο 2018, αν και οι αντίστοιχοι λόγοι εφέσεως και αντεφέσεως απερρίφθησαν, κατά τούτο, ως αβάσιμοι στην ουσία τους, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β’ 1/1982), των από 31-10-2018 και 24-7-2019 Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018 και 2019, που κυρώθηκαν με τις υπ’ αριθμ. ΥΑ 2242.5-1.5/ 80350/ 2018 και 2242.5-1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκαν στα ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018 και Β’3170/12-8-2019), πλην του αιτήματος κήρυξης αυτής προσωρινώς εκτελεστής, κατά το αναγνωριστικό της αίτημα, το οποίο τυγχάνει, εκ του λόγου τούτου, μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης αυτού, το ποσό των ευρώ [2.475,12 + 1.294,44=] 3.769,56, με το νόμιμο τόκο από την 2.9.2019. Το ίδιο ποσό των ευρώ 3.769,56, με το νόμιμο τόκο από την 2.9.2019, πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει και η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του ανωτέρω πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας αυτού. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγομένη, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα [α] το ποσό των ευρώ 4,42 για διαφορά μισθού ενεργείας, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας και ειδικού επιδόματος Υποναυκλήρου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 18..5.2018, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε με την ειδικότητα του Υποναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, [β] το ποσό των ευρώ 5,92 για διαφορά μισθού ενεργείας, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας και ειδικού επιδόματος Ναυκλήρου για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 28.1.2019, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε με την ειδικότητα του Ναυκλήρου στο ανωτέρω πλοίο, [γ] το ποσό των ευρώ 1.057,30 για υπόλοιπο Δώρου εορτών Πάσχα 2018, [δ] το ποσό των ευρώ (1.639,79 + 156,56=) 1.796,35 για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2018, [ε] το ποσό των ευρώ (605,45 + 279,19 =) 884,64 για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Πάσχα 2019, [στ] το ποσό των ευρώ 1.015,63 για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου εορτών Χριστουγέννων 2019 και [ζ] το ποσό των ευρώ 238,55 για υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής των 3,39 δρομολογίων εξπρές που το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε κατά τους μήνες Φεβρουάριο 2018, Μάρτιο 2018, Απρίλιο 2018, Ιούλιο 2018, Αύγουστο 2018 και Δεκέμβριο 2018 και συνολικά να αναγνωρισθεί ότι οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ [4,42 + 5,92 + 1.057,30 + 1.796,35 + 884,64 + 1.015,63 + 238,55 =] 5.002,81, νομιμοτόκως από την 2.9.2019. Το ίδιο ποσό των ευρώ 5.002,81, με το νόμιμο τόκο από την 2.9.2019, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οφείλει και η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του ανωτέρω πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας αυτού. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 17-09-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………/20-09-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στο παρόν Δικαστήριο ………/04.05.2022 έφεση και την από 10-05-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, …………/18.05.2022 αντέφεση.
Δέχεται τυπικά την ένδικη έφεση και την ένδικη αντέφεση και εν μέρει στην ουσία τους, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 3813/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά τα εκκληθέντα αυτής μέρη.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την ένδικη αγωγή, κατά τα λοιπά, κατά τα εκκληθέντα αυτής κεφάλαια.
Υποχρεώνει αμφότερες τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων την πρώτη εναγομένη, κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (ευρώ 3.769,56), νομιμοτόκως από την 2.9.2019.
Αναγνωρίζει ότι αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη, κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων δύο ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (ευρώ 5.002,81), νομιμοτόκως από την 2.9.2019.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (6ο0) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 13.1.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ