ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 636/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ……….., στερούμενου ΑΦΜ στην Ελλάδα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη δυνάμει του από 20-07-2021 πληρεξουσίου, που φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Π. Ζούρο (ΑΜ ΔΣΠ ….), κάτοικο …………, ο οποίος από κοινού με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Μιχαήλ Γ. Ραψομανίκη (ΑΜ ΔΣΑ ……), αμφότεροι μέλη της Δικηγορικής Εταιρείας Θεόδωρος Β. Σιούφας Συνέταιροι και Συνεργάτες (ΑΜ ΔΣΠ …….), κατέθεσαν την από 23-10-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, που εδρεύει στην Αθήνα, ………., με ΑΦΜ ……… (ΔΟΥ Πλοίων), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη δυνάμει της από 08-02-2024 εξουσιοδότησης του Δημητρίου Κατσούλη του Βασιλείου, που φέρει ψηφιακή βεβαίωση της υπογραφής του, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω ναυτιλιακής εταιρείας, σε συνδυασμό με το από 07-02-2024 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας <<……….>> που φέρει ψηφιακή βεβαίωση της υπογραφής των μελών του, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Σιδέρη (ΑΜ ΔΣΑ ………..), που κατέθεσε την από 22-10-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 21-04-2021 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/…./ΕΑΚ/…./2021 αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1615/2022 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ηττηθείς ενάγων με την από 28-02-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/03-03-2023 και ειδ. αριθ.καταθ. …./03-03-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./03-03-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./03-03-2023) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση, αρχικά για τη δικάσιμο της 15-02-2024 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 1615/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 03-03-2023, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 17-05-2022. Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚπολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό …………/03-03-2023 έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.
Ι. Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο – το οποίο, κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι -δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, ενώ αυτό, κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά, για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ` αυτό (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021 ΑΠ 1559/2017). Προκειμένου, επομένως, να εξεταστεί, αν υφίσταται από προηγηθείσα τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο το οποίο κωλύει την έρευνα του ήδη με νέα αγωγή φερόμενου προς κρίση, βάσει ορισμένης ιστορικής αιτίας, αιτήματος, θα ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της πρώτης απόφασης όσον αφορά την ιστορική αιτία επί της οποίας έκρινε και ο λόγος της απόρριψης (ΟλΑΠ 15/1998, ΑΠ 1010/2021, ΑΠ 735/2021, ΑΠ 1280/2015, ΑΠ 702/2011, ΑΠ 1615/2008). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτή, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017), το δε δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 325 παρ. 2, και εκείνοι που έγιναν διάδοχοι των διαδίκων, όσο διαρκούσε η δίκη), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό, ως αμάχητη αλήθεια, όσον και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο, η οποία αν παρόλα αυτά ασκηθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 944/2020). Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (ΑΠ 403/2023, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 944/2020). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των ίδιων ανωτέρω άρθρων 321, 322 § 1 και 324 ΚΠολΔ και του άρθρου 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι, αν αγωγή ή ένσταση απορριφθεί τελεσιδίκως από το αρμόδιο δικαστήριο, επειδή δεν περιέχονται στο οικείο διαδικαστικό έγγραφο (αγωγή ή προτάσεις) ορισμένα από τα στοιχεία που αξιώνει ο νόμος, αφενός μεν πρόκειται για απόρριψη λόγω αοριστίας, έστω και αν η αγωγή ή η ένσταση χαρακτηρίζεται ως μη νόμιμη, αφετέρου δε το δεδικασμένο, που έτσι παράγεται, αφορά μόνο στο κριθέν διαδικαστικό ζήτημα όχι δε και στην ανυπαρξία ουσιαστικού δικαιώματος. Έτσι η απόφαση, η οποία δεν έκρινε κατ` ουσία και απέρριψε την αγωγή για τυπικό λόγο, όπως για αοριστία αυτής (νομική ή ποσοτική), όταν καταστεί τελεσίδικη δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς το δικονομικό ζήτημα της αοριστίας της αγωγής που δεσμεύει το καλούμενο να εξετάσει εκ νέου την αγωγή δικαστήριο, μόνον εφόσον έχει την ίδια δικονομική έλλειψη, για την οποία απορρίφθηκε προηγουμένως (ΑΠ 169/2024, δημ. ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 57/2020, ΑΠ 1280/2015, ΑΠ 702/2011). Εξάλλου η απόφαση, που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν λύει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση. Έτσι, το δικαίωμα αυτό εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την απόρριψη της αγωγής. Και τούτο, διότι η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, με την έννοια ότι σε περίπτωση άσκησης νέας όμοιας αγωγής με την προηγούμενη, δηλαδή αγωγής που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, το δικαστήριο θα απορρίψει αυτή, ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου ως προς την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει αν ορθά ή εσφαλμένα έκρινε το προηγούμενο δικαστήριο (ΑΠ 869/2017 ΑΠ 72/2015, ΑΠ 847/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εάν όμως ο ενάγων, καθώς έχει τη δυνατότητα, βελτιώσει την αγωγή ως προς την ανωτέρω δικονομική έλλειψη, ασκώντας νέα, αλλά ορισμένη, αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και η άσκηση της νέας αυτής αγωγής είναι παραδεκτή (ΑΠ 88/2015, ΑΠ 30/2010, 213/2008, 190/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ` ουσία συζήτηση, γιατί τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλ. δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη και την θέση του εκκαλούντος, αλλά όμως κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης στην οποία διαγράφονται τα όρια αυτά, αλλιώς σε αντίθετη περίπτωση ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 1062/2005, ΕλλΔ/νη 48.175). Έτσι, εάν η αγωγή απερρίφθη με την πρωτόδικη απόφαση ως απαράδεκτη για οποιοδήποτε τυπικό λόγο π.χ. λόγω αοριστίας, το Εφετείο δύναται, αντικαθιστώντας το εσφαλμένο αιτιολογικό, να κρίνει την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη για άλλον, επίσης, τυπικό λόγο και, ακολούθως, να απορρίψει την έφεση ως αβάσιμη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Δεν δύναται, όμως, εάν η αγωγή απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη για οποιοδήποτε τυπικό λόγο, αντικαθιστώντας το εσφαλμένο αιτιολογικό με το ορθό, και χωρίς προηγουμένως να εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση, κατά παραδοχή λόγου εφέσεως ή αντεφέσως από τον εφεσίβλητο, να κρίνει την αγωγή απορριπτέα ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτοντας ακολούθως την έφεση ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται αντικατάσταση του μη ορθού αιτιολογικού με το ορθό, διότι η νέα αιτιολογία επάγεται δυσμενέστερο για τον εκκαλούντα δεδικασμένο, αφού η έκταση του εκ της τελεσιδίκου απορρίψεως της αγωγής παραγομένου ουσιαστικού δεδικασμένου είναι πολύ ευρύτερη παρά επί της απορρίψεώς της για οποιοδήποτε τυπικό λόγο, εντεύθεν δε χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντος προ της εξαφανίσεως της αποφάσεως (ΑΠ 1472/2012 αδημ., ΑΠ 1065/2009, ΑΠ 298/2010, ΕφΑΘ 658/2011, ΑΙΊ 1062/2005, ΕλλΔ/νη 2007/175, ΑΠ 1324/1996 άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν, χωρίς να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, το Εφετείο περιοριστεί να αντικαταστήσει, στην περίπτωση αυτή, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δηλαδή λαμβάνει υπόψη λόγο έφεσης και συνεπώς “πράγμα”, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, που δεν προτάθηκε και έτσι ιδρύεται ο από το εδάφιο ,α` της τελευταίας αυτής διάταξης (άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ) προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης (ΑΠ 2250/2014, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 1062/2005 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, με την από 21-04-2021 αγωγή του, εξέθετε ότι με την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, συνήψε στον Αλιμο Αττικής, την από 27-01-2017 σύμβαση ναύλωσης του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής <<U>>, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., πλοιοκτησίας της εναγομένης. Οτι με βάση το ναυλοσύμφωνο, η διάρκεια της ναύλωσης του σκάφους συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα από 09-07-2017 και ώρα 12.00 έως 07-08-2017 και ώρα 12.00, με λιμένα παράδοσης τον λιμένα της Πάρου (όπως παραδεκτά διορθώθηκε το αγωγικό δικόγραφο με τις προτάσεις του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από το εσφαλμένο <<Μυκόνου>>) και λιμένα επιστροφής και επαναπαράδοσης του σκάφους τη μαρίνα Αλίμου. Οτι ο ναύλος ανέρχονταν στο ποσό των 59.450 ευρώ πλέον του ποσού των 21.750 ευρώ για έξοδα τροφοδοσίας του σκάφους καθ’όλη τη διάρκεια της ναύλωσης, ήτοι στο συνολικό ποσό των 81.200 ευρώ, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 8 του ναυλοσυμφώνου βάρυνε τον ίδιο (ενάγοντα) ως ναυλωτή και ήταν προκαταβλητέο σε τρεις δόσεις κατά τους ειδικότερους όρους της σύμβασης. Οτι εκπλήρωσε εμπρόθεσμα τις κατά τα ανωτέρω οικονομικές υποχρεώσεις του και επιβιβάστηκε στο σκάφος, στο λιμένα της Πάρου, την 12-07-2017, με μέλη της οικογένειάς του. Οτι από την αρχή του ταξιδίου αλλά και τις επόμενες ημέρες είχαν μία εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία, που οφείλονταν στην κατάφωρα αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του κυβερνήτη αλλά και στην ανασφάλεια που αισθάνονταν κατά τη διάρκεια των πλόων εξαιτίας της πλημμελούς εκτέλεσης, από το πλήρωμα του σκάφους, των καθηκόντων τους, λόγω εμφανούς έλλειψης ικανότητας και στοιχειώδους ναυτικής τέχνης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά. Οτι την εξαιρετικά αρνητική εμπειρία του από τη συνεργασία του με τον κυβερνήτη και το πλήρωμα του σκάφους, επισήμανε επανειλημμένως, αρχικά σε προφορικές επικοινωνίες του τόσο προς τον κυβερνήτη όσο και προς την εναγομένη (μέσω των ενεργούντων για λογαριασμό της ναυλομεσιτών), χωρίς όμως την παραμικρή ανταπόκριση. Οτι τις πλημμέλειες του κυβερνήτη και του πληρώματος στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και την έλλειψη ικανότητάς τους και εξοικείωσής τους με τη ναυτική τέχνη, επισήμανε στο από 23-07-2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απέστειλε στους ναυλομεσίτες και αντιπροσώπους της εναγομένης, με το οποίο δήλωνε ότι ακυρώνει τη ναύλωση και ζητούσε την επιστροφή ολόκληρου του προκαταβληθέντος ναύλου, ήτοι του ποσού των 81.200 ευρώ. Οτι κατόπιν της εκ μέρους του, θεωρούμενης ως απόλυτα δικαιολογημένης ακύρωσης της ναύλωσης, η οποία λειτούργησε ως υπαναχώρηση κατά τα άρθρα 382 και 387 ΑΚ και της επαναπαράδοσης του σκάφους στην εναγομένη, στο λιμένα της Πάρου, προέβη στην ναύλωση έτερου σκάφους αναψυχής με το όνομα <<G>> δυνάμει της από 22-07-2017 σύμβασης που συνήψε με τον πλοιοκτήτη του εν λόγω σκάφους, για τη χρονική περίοδο από τις 23-07-2017 έως 04-08-2017, έναντι ναύλου 61.600 ευρώ, που κατέβαλε στον εκναυλωτή. Οτι τις παραπάνω αιτιάσεις του για την ακαταλληλότητα του κυβερνήτη και του πληρώματος του ένδικου σκάφους <<U>> να ανταποκριθούν στις εκ του νόμου και εκ του ναυλοσυμφώνου υποχρεώσεις τους, μαζί με τη δήλωσή του περί ακύρωσης της ναύλωσης και το αίτημά του για επιστροφή του συνόλου του προκαταβληθέντος ποσού των 81.200 ευρώ, επανέλαβε με την από 26-07-2017 εξώδικη πρόσκληση – δήλωση – διαμαρτυρία, την οποία κοινοποίησε στην εναγομένη στις 31-07-2017. Οτι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, η εναγομένη του κατέβαλε μόνο το ποσό των 16.698,32 ευρώ που αντιστοιχεί σε μέρος των προκαταβληθέντων εξόδων τροφοδοσίας του σκάφους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, κυρίως λόγω υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση, το ποσό των 126.101,68 ευρώ, άλλως επικουρικά, λόγω μερικής υπαναχώρησης από το ανεκτέλεστο μέρος της ένδικης σύμβασης, το ποσό των 85.501,68 ευρώ, νομιμότοκα από την 23-07-2017 και επικουρικά από την επίδοση, στις 13-02-2018, της υπ’αριθ.κατάθ. ………/2018 από 08-02-2018 αγωγής του, που απορρίφθηκε λόγω αοριστίας δυνάμει της υπ’αριθ. 1486/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πλην όμως η απορριφθείσα αγωγή συνιστά όχληση, μέχρις εξοφλήσεως καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την ανωτέρω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ’αριθ. 1615/2022 απόφαση, με την οποία έκρινε την αγωγή απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου και απέρριψε αυτήν. Ειδικότερα έκρινε ότι αυτή εμφανίζει τις ίδιες δικονομικές ελλείψεις με την προγενεστέρως ασκηθείσα, από 08-02-2018 και υπ’αριθ. κατάθεσης ………./2018 αγωγή, η οποία απορρίφθηκε λόγω αοριστίας με την υπ’αριθ. 1486/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ότι εφόσον δεν ήρθησαν οι εν λόγω σημειωθείσες με την άνω απόφαση ελλείψεις, αυτές καλύπτονται από το δεδικασμένο, το οποίο κωλύει διάφορη κρίση του Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη έφεση και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου ως προς τη δέσμευση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από το δεδικασμένο της, εκδοθείσας επί της αρχικής, από 08-02-2018 αγωγής του, αποφάσεως και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε, αναδικαζομένης της υπόθεσης, να γίνει καθ’ολοκληρία δεκτή η από 21-04-2021 αγωγή του και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η από 21-04-2021 αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα, είναι επαρκώς ορισμένη, κατά την έννοια των άρθρων 216§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρ. 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, καθώς στο αγωγικό δικόγραφο εκτίθεται με πληρότητα η ιστορική βάση της, δηλαδή όλα τα γεγονότα του εξωτερικού και του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 192/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, εκτίθενται με σαφήνεια και δη κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το επικαλούμενο από τον ενάγοντα ουσιαστικό δικαίωμά του προς υπαναχώρηση από τη σύμβαση ναύλωσης, λόγω υπαίτιας αδυναμίας της εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας εταιρείας, ευθυνόμενης κατ’άρθρο 84 ΚΙΝΔ, να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, δια των προστηθέντων της πλοιάρχου και πληρώματος του επίδικου πλοίου και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ήτοι των άρθρων 382 και 387 ΑΚ. Επίσης με την από 21-04-2021 αγωγή γίνεται επίκληση πρόσθετων ουσιωδών περιστατικών (εν σχέσει με την προγενεστέρως ασκηθείσα από 08-02-2018 αγωγή), τα οποία συνεπάγονται την εφαρμογή και άλλων νομικών διατάξεων, που καθιστούν ορισμένη την αγωγή και επιστηρίζουν διαφορετικό αίτημα (εν προκειμένω η επικουρική βάση περί μερικής υπαναχώρησης από το ανεκτέλεστο μέρος της σύμβασης στηρίζει το αίτημα περί αντίστοιχης επιστροφής του ναύλου, βλ. σχετ.ΑΠ 1010/2021, δημ. ΝΟΜΟΣ). Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η από 21-04-2021 αγωγή δεν φέρει τις ίδιες, με την προγενεστέρως ασκηθείσα αγωγή, δικονομικές ελλείψεις η κρίση επί των οποίων καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της υπ’αριθ. 1486/2019 αποφάσεως και κωλύει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να κρίνει διαφορετικά και εφόσον ο ενάγων ήρε αυτές, δεν πάσχει αοριστίας, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και οι σχετικοί (πρώτος και δεύτερος) λόγοι της έφεσης τυγχάνουν ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατόπιν τούτου και η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το Δικαστήριο αυτό, αφού κρατήσει την υπόθεση να δικάσει κατ’ουσίαν την αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 107, 111, 155 παρ.1, 157 παρ.3 ΚΙΝΔ, 297, 298, 340, 346, 382, 387, 389, 700, 904 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς.
ΙΙΙ. Η ναύλωση, ως σύμβαση που αφορά τη θαλάσσια μεταφορά ρυθμίζεται μεν ενιαίως στον έκτο τίτλο του ΚΙΝΔ (άρθρα 107 έως 189), ως μία μορφή αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, ενόψει των διατάξεων του ΑΚ περί των εκ της συμβάσεως υποχρεώσεων (βλ. εισ. έκθεση του ΚΙΝΔ), αλλά γίνεται διάκριση αυτής σε τρεις ειδικότερες μορφές: Α) στην ναύλωση η οποία έχει ως αντικείμενο τη χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωση) ή εν μέρει (μερική ναύλωση), προς τον σκοπό ενέργειας θαλάσσιας μεταφοράς (stricto sensu ναύλωση), β) στην ναύλωση στην οποία η παροχή του εκναυλωτή συνίσταται στη δια θαλάσσης μεταφορά επί μέρους πραγμάτων και στην οποία η παροχή του εκναυλωτή συνίσταται στην μεταφορά αυτών δια θαλάσσης, χωρίς προσδιορισμό χώρου εναποθέσεως, και γ) στη σύμβαση μεταφοράς δια θαλάσσης επιβατών (άρθ. 107 εδ. α` βλ. Δ. Καμβύση Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982 σελ. 330 επ., Ν. Δελούκας Ναυτικό Δίκαιο παρ. 166 επ., Σ. Σταυρόπουλος, Ερμηνεία Εμπορικού και Ναυτικού Δικ., 1976 άρθρο 107 αρ. 2, 3, Αντάπαση, Κώδιξ Ιδιωτικού ναυτικού Δικαίου (1999), σελ. 438, 439). Ο ΚΙΝΔ στο Ε` κεφάλαιο του έκτου τίτλου και με τα άρθρα 155 – 167 αναφέρεται εις ειδικούς λόγους λύσεως της συμβάσεως ναυλώσεως. Οι ρυθμιζόμενες από τον ΚΙΝΔ περιπτώσεις λύσεως της συμβάσεως ναυλώσεως δεν αναφέρονται περιοριστικώς, αλλά έχουν συμπληρωματική ως προς αυτές εφαρμογή και οι γενικοί κατά το αστικό δίκαιο λόγοι ματαιώσεως ή λύσεως κάθε συμβάσεως γενικώς (Δελούκας ο.π. παρ. 230 σελ. 384, Δ. Καμβύσης ο.π. άρθρα 155-56 παρ. 1). Περαιτέρω ο ΚΙΝΔ ρυθμίζει στις διατάξεις των άρθρων 155 έως 158 το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του ναυλωτή και συγκεκριμένα προβλέπονται οι περιπτώσεις που ο ναυλωτής μπορεί να αποστεί από τη σύμβαση ναυλώσεως ή από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς και ορίζονται οι συνέπειες που επέρχονται όταν αυτό γίνει. Μεταξύ των προβλεπομένων από τις διατάξεις αυτές περιπτώσεων είναι και εκείνη του άρθρου 155 παρ. 1 του ΚΙΝΔ κατά την οποία το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ασκείται από τον ναυλωτή πριν από τη φόρτωση, δηλαδή πριν αρχίσει να εκτελείται η σύμβαση. Η δήλωση αυτή είναι μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία και δεν χρειάζεται τύπο ή αποδοχή. Ο ναυλωτής ασκώντας το δικαίωμα υπαναχωρήσεως υποχρεούται, πλην της περιπτώσεως του άρθρου 157 παρ. 3, στην καταβολή ολοκλήρου του ναύλου ή του μισού (στη περίπτωση του άρθρου 155 παρ. 1), ανεξάρτητα από το εάν ο εκναυλωτής εκπλήρωσε τη δική του παροχή και ανεξάρτητα αν η υπαναχώρησή του προκάλεσε ζημία ή όχι, όπως τούτο συνάγεται σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 158 του ΚΙΝΔ (Εφ.Πειρ. 300/2004 με αναφορά σε Αλ. Κιάντου-Παμπούκη Ναυτικό Δίκαιο ΙΙ, 1986, παρ. 123 σελ. 350 επ., Δελούκας. ο.π. παρ. 233, σελ. 385).
ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 383, 387, 389 και 904 ΑΚ συνάγεται ότι η υπαναχώρηση, νόμιμη ή συμβατική, επιφέρει άμεση διάλυση της σύμβασης, με αναδρομική ενέργεια και, επομένως, η άσκησή της, με μονομερή δήλωση βουλήσεως, που γνωστοποιείται στον αντισυμβαλλόμενο, έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχές που πηγάζουν από την σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση ν` αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η υπαναχώρηση ασκείται με άτυπη διαπλαστική δήλωση προς τον αντισυμβαλλόμενο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση, η δήλωση δε αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή, είτε σιωπηρή, και δεν απαιτείται να περιέχει τη λέξη “υπαναχώρηση”. Η άσκηση της υπαναχώρησης έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση της σύμβασης με ενέργεια αποκλειστικά ενοχική. Η σύμβαση καταργείται αναδρομικά (ex tunk) από τη στιγμή της κατάρτισής της, η νομική σχέση ανάμεσα στους συμβαλλόμενους διαλύεται αυτοδικαίως και, κατά τη διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί νόμιμης υπαναχώρησης, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων προς παροχή, οι οποίες απορρέουν από τη σύμβαση. Έτσι, από την υπαναχώρηση δεν έχει πλέον κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη καμία αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού για αιτία που έληξε (ΟλΑΠ 568/1975, ΑΠ 445/2019, ΑΠ 260/2015, ΑΠ 1788/2013), ενώ δυνατή είναι και η υπαναχώρηση από το ανεκτέλεστο μόνο μέρος της σύμβασης, οπότε διατηρούνται σε ισχύ και δεν ανατρέπονται αναδρομικά οι μέχρι τότε παροχές των μερών (ΑΠ 288/2016, ΑΠ 1788/2013). Αυτός που ασκεί το δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί, επιπλέον, να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 387 του ΑΚ, να του επιδικαστεί εύλογη, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αποζημίωση, από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως (0λ.ΑΠ 568/1975, ΑΠ 670/2020, ΑΠ 2166/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω διάταξης, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν και να προσδώσουν και άλλες συνέπειες στην υπαναχώρηση. Το αν για την άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης απαιτείται η μη εκπλήρωση να οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη είναι ζήτημα ερμηνείας της συμβάσεως, εν αμφιβολία δε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 397 ΑΚ, η υπαιτιότητα του οφειλέτη αποτελεί προϋπόθεση της υπαναχώρησης (ΑΠ 192/2006, δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ προβλέπει τη λύση της μίσθωσης έργου με καταγγελία από μέρους του εργοδότη. Με τη διάταξη αυτή, η ρύθμιση της οποίας συνιστά ισχυρή παρέκκλιση από τις γενικές, ρυθμιστικές των ενοχικών συμβάσεων, διατάξεις, κατά τις οποίες η, με μονομερή δήλωση, κατάλυση της συμβασιακής σχέσης (υπαναχώρηση, καταγγελία, ανάκληση), προϋπόθεση έχει τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, παρέχεται το δικαίωμα στον εργοδότη, καταγγελίας της μίσθωσης έργου σε οποιοδήποτε χρόνο έως την αποπεράτωση του έργου, δηλαδή ενώ ακόμη αυτό βρίσκεται υπό εκτέλεση, χωρίς την ανάγκη επίκλησης οποιουδήποτε λόγου, αρκεί μόνο να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη για την εκτέλεση του έργου αμοιβή. Συνεπώς, η καταγγελία και η συνακόλουθη ανατροπή της συμβατικής σχέσης για το μέλλον, αφού δεν έχει ανάγκη αιτιολογίας, απόκειται στην απόλυτη ελευθερία βούλησης του εργοδότη, ο οποίος δεν έχει ανάγκη να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει την απόφαση του για την καταγγελία της σύμβασης, ενώ η τυχόν αλήθεια ή αναλήθεια των λόγων, οι οποίοι τον οδήγησαν στην καταγγελία της σύμβασης, δεν επηρεάζει το κύρος της καταγγελίας. Ο νόμος δεν θέτει καμία προϋπόθεση, άρα ούτε υπαιτιότητα του εργολάβου ή των προσώπων για τα οποία αυτός υπέχει ευθύνη, ούτε άλλη αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου. Η καταγγελία συνιστά δικαιοπραξία μονομερή, απευθυντέα, αμετάκλητη, αναιτιώδη, δηλαδή δεν συναρτάται με ορισμένη δικαιολογία ή προϋπόθεση και μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο, όπως προαναφέρθηκε. Είναι άτυπη και μπορεί να γίνει και σιωπηρά αρκεί η βούληση του εργοδότη για έλλειψη δέσμευσης του στο μέλλον να συνάγεται αναμφίβολα από τις περιστάσεις. Η διάταξη, όμως του άρθρου 700 ΑΚ περιέχει κανόνα ενδοτικού δικαίου, γι` αυτό είναι ισχυρές αντίθετου περιεχομένου συμφωνίες, με τις οποίες ορίζεται διαφοροποίηση στη ρύθμιση από εκείνη της διάταξης. Δηλαδή με τις αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, μπορεί να περιορίζεται το δικαίωμα του εργοδότη από το άρθρο 700 ΑΚ ή, ακόμη, να καταλύεται, δηλαδή να χωρεί έγκυρη παραίτηση του εργοδότη από το δικαίωμα καταγγελίας ή ανάκτηση του δικαιώματος από τον εργοδότη ή να παραχωρούνται περισσότερα δικαιώματα στον εργοδότη, όπως απαλλαγή από καταβολή της αμοιβής ή να περιορίζεται η υποχρέωση σε ορισμένο ποσοστό ή να ορίζεται ποινική ρήτρα, σε περίπτωση καταγγελίας, η οποία αντικαθιστά τις υποχρεώσεις του εργοδότη από τη διάταξη του άρθρου 700 εδάφ. β ΑΚ. Ακόμη, μπορεί με τις πιο πάνω συμφωνίες, να περιορίζεται χρονικά το δικαίωμα καταγγελίας του εργοδότη ή να τίθενται περιορισμοί ή προϋποθέσεις στην άσκηση του, όπως σπουδαίος λόγος, υπαίτια ενέργεια του εργολάβου κλπ που σκοπό έχουν τον περιορισμό της αυθαίρετης άσκησης του σχετικού δικαιώματος. Η κύρια συνέπεια, εξάλλου, της κατά την προαναφερόμενη διάταξη καταγγελίας είναι η λύση της σύμβασης για το μέλλον και η απ` αυτήν υποχρέωση του εργολάβου να παραδώσει το μέρος του έργου που εκτελέστηκε στον εργοδότη (βλ., για τα παραπάνω, ΑΠ 762/2006 ΕλΔ 47.1086, ΑΠ 168/2005 ΕΕμπΔ 2005. 345, ΑΠ 147/2003 ΕλΔ 44.1359, ΑΠ 787/1996 ΕλΔ 38.626, ΑΠ 236/1992 ΕλΔ 34.1309, ΕφΑΘ 2252/2002 ΕλΔ 45.1516, ΕφΑΘ 6533/1996 ΕλΔ 41.194, ΕφΑΘ 6394/1987 ΕλΔ 30.782, ΕφΠειρ 761/1997 ΕλΔ 40.431, ΕφΠειρ 598/1996 ΕλΔ 39.673, Εφθεσ 2487/1994 Αρμ. 1995.891, Καρδάρας σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθ. 700, αριθ. 1,3-5,18-24, Ι. Δεληγιάννης – Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος 2ος, έκδ. 1992, παρ. 277-280, σελ. 301 επ Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος 2ος, έκδ. 2005, παρ. 171 επ. σελ. 564 επ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος 2ος, έκδ. 2007, παρ. 10, VI3, αριθ. 56 επ., σελ. 266-268).
V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, το δε δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ` αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που ελήφθησαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, οι ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο, που προβλέπονταν από το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, και ήδη από τα άρθρα 421 – 424 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με τον Ν.4335/2015 αρχικά και τον Ν. 4842/2021 στη συνέχεια, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, το οποίο αναφέρεται ρητά και στην περιοριστική απαρίθμηση των νόμιμων αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1055/2019, ΑΠ 779/2019, ΑΠ 232/2018 Νόμος). Εξάλλου το άρθρο 424 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 4842/13-10-2021, ορίζει τα ακόλουθα: ” Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου”. Υπό τη νέα διατύπωση της άνω διάταξης, το πεδίο εφαρμογής της οποίας καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως και η παρούσα ένδικη υπόθεση (κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β΄ του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/10-12-2021), καθίσταται σαφές, ότι πλέον απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α΄ έως δ΄ στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου. Μεταξύ των άνω περιπτώσεων, δεν περιλαμβάνεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον οργάνου που αναφέρεται στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, δεν είναι, όμως, κατά τόπον αρμόδιο. Και τούτο, επειδή ο νομοθέτης ανήγαγε σε λόγο κήρυξης του απαραδέκτου, μόνο την περίπτωση, κατά την οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον άλλου οργάνου (καθ` ύλην αναρμοδίου), όχι όμως και την περίπτωση στην οποία η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται ενώπιον οργάνου υλικώς αρμόδιου, αλλά το οποίο στερείται τοπικής αρμοδιότητας. Εξάλλου, η ανωτέρω τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ έγινε γιατί, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4842/2021, “η ισχύουσα ρύθμιση είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της ασφάλειας… με αποτέλεσμα οι διάδικοι να στερούνται ενός σημαντικού αποδεικτικού μέσου για κάποιο επουσιώδες διαδικαστικό σφάλμα, όταν το δικαστήριο θεωρεί (ενν. λόγω αυτού), ότι η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη” (ΑΠ 1278/2023 Νόμος, Εφ.Αιγαίου 71/2024 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Από όλα τα προσκομισθέντα, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αποδεικτικά μέσα και τα παραδεκτώς προσκομιζόμενα, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, όμοια, ειδικότερα δε από την υπ’ αριθμ. …. ../06-09-2021 ένορκη βεβαίώση του μάρτυρος του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ……….., η οποία λήφθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης κατ’άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …./01-09-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …………, από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην υπό στοιχ. V μείζονα σκέψη, ως απλά έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις οποίες το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να μνημονεύσει ειδικά, με την επισήμανση ότι η, μεταξύ αυτών, υπ’αριθ. …./16-05-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης ήδη εφεσίβλητης. …………., η οποία, κατά τον ισχυρισμό του ενάγοντος, λήφθηκε ενώπιον οργάνου κατά τόπον αναρμόδιου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, παραδεκτά προσάγεται μετ’επικλήσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. V νομική σκέψη, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, συνήψε στον Αλιμο Αττικής με την εναγομένη, την από 27-01-2017 σύμβαση ναύλωσης του, υπό ελληνική σημαία, σκάφους αναψυχής <<U>>, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …….., πλοιοκτησίας της τελευταίας. Με βάση το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο, η διάρκεια της ναύλωσης συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα από 09-07-2017 και ώρα 12.00 έως 07-08-2017 και ώρα 12.00, με λιμένα παράδοσης του σκάφους τον λιμένα της Πάρου (όπως παραδεκτά διορθώθηκε το αγωγικό δικόγραφο με τις προτάσεις του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από το εσφαλμένο <<Μυκόνου>>) και λιμένα επιστροφής και επαναπαράδοσης του σκάφους τη μαρίνα Αλίμου, ο δε ναύλος ανέρχονταν στο ποσό των 59.450 ευρώ πλέον του ποσού των 21.750 ευρώ για έξοδα τροφοδοσίας του σκάφους καθ’όλη τη διάρκεια της ναύλωσης, ήτοι στο συνολικό ποσό των 81.200 ευρώ, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 8 του ναυλοσυμφώνου βάρυνε τον ίδιο (ενάγοντα) ως ναυλωτή και ήταν προκαταβλητέο σε τρεις δόσεις, η πρώτη ποσού 21.750 ευρώ καταβλητέα έως τις 31-01-2017, η δεύτερη ποσού 14.500 ευρώ καταβλητέα έως τις 31-03-2017 και η τρίτη ποσού 44.950 ευρώ καταβλητέα έως τις 21-06-2017. Περαιτέρω, στο ναυλοσύμφωνο προβλέφθηκαν, μεταξύ άλλων, ρητά α) ότι ο πλοιοκτήτης θα εξασφαλίζει το προβλεπόμενο κατά νόμο πλήρωμα με τις κατάλληλες στολές, την κατάλληλη τροφοδοσία και ασφάλιση καθώς και ότι ο κυβερνήτης και το πλήρωμα θα συμμορφώνονται με τους νόμους και τους κανονισμούς της χώρας και οποιασδήποτε χώρας στης οποίας τα ύδατα πρόκειται να εισέλθει το σκάφος αναψυχής κατά τη διάρκεια της περιόδου ναύλωσης (όρος 6) και β) ότι ο πλοιοκτήτης θα εξασφαλίζει ότι ο κυβερνήτης επιδεικνύει έναντι του ναυλωτή και της ομάδας προσώπων της πλευράς του την ίδια επιμέλεια ως εάν ο ναυλωτής να ήταν ο πλοιοκτήτης και ότι ο κυβερνήτης θα συμμορφώνεται με όλες τις εύλογες εντολές που δόθηκαν σε αυτόν από το ναυλωτή αναφορικά με τη διοίκηση, τη λειτουργία και τις κινήσεις του σκάφους αναψυχής εφόσον το επιτρέπουν οι άνεμοι, οι καιρικές συνθήκες γενικότερα και οι λοιπές περιστάσεις (όρος 7). Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, ο ενάγων προκατέβαλε στην εναγομένη ολόκληρο το ποσό των 81.200 ευρώ, εκπληρώνοντας προσηκόντως και εμπροθέσμως το σύνολο των οικονομικών του υποχρεώσεων προς αυτήν πριν από την έναρξη της ναύλωσης και επιβιβάστηκε στις 12-07-2017 στο ανωτέρω σκάφος, στο λιμένα της Παροικιάς Πάρου, μαζί με μέλη της οικογένειάς του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την 09-07-2017 (έναρξη ναύλωσης), το ένδικο σκάφος τέθηκε στη διάθεση του ενάγοντος, ο οποίος μέσω φιλικού του προσώπου που ενεργούσε για λογαριασμό του, ήτοι του κ. ……., επισκέφθηκε τον κυβερνήτη κ. ………. προκειμένου να συζητήσει μαζί του για το πρόγραμμα των πλόων και τις λεπτομέρειες της ναύλωσης. Κατά το χρονικό διάστημα από 12-07-2017 έως και 16-07-2017, το ένδικο σκάφος εκτέλεσε πλόες σύμφωνα με τις οδηγίες του ενάγοντος. Ειδικότερα, στις 12-07-2017, μετά την άφιξη του ενάγοντος και της οικογένειάς του στην Πάρο και την επιβίβασή τους στο σκάφος περί ώρα 15.25, αυτό απέπλευσε από το λιμένα της Παροικιάς και κατέπλευσε στο λιμένα Αντιπάρου, όπου αποβιβάστηκαν οι επιβάτες, ενώ στη συνέχεια αναχώρησε για να αγκυροβολήσει στον όρμο “Απάντημα” όπου βρισκόταν η μισθωμένη από τον ενάγοντα εξοχική κατοικία. Ωστόσο, επειδή η παραμονή του σκάφους στο ανωτέρω σημείο κρίθηκε από τον κυβερνήτη ως επισφαλής, αυτό απέπλευσε εκ νέου για το λιμένα Αντιπάρου, όπου εν τέλει αγκυροβόλησε. Στις 13-07-2017, περί ώρα 15.00, ο ενάγων επιβιβάστηκε, μαζί με μέλη της οικογένειάς του, στο σκάφος που βρισκόταν σε σημείο μπροστά από τη μισθωμένη κατοικία του και μετέβησαν στο λιμένα Παροικιάς Πάρου, από όπου επέστρεψαν στο λιμάνι της Αντιπάρου περί ώρα 19.45 και αποβιβάστηκαν από το σκάφος. Στις 14-07-2017 και περί ώρα 16.30 ο ενάγων με την οικογένειά του επιβιβάστηκαν στο σκάφος, στον λιμένα της Αντιπάρου και απέπλευσαν με προορισμό τον Πλατύ Γιαλό Μυκόνου, όπου παρέμειναν έως τις 00.30 της 15-07-2017, οπότε επιβιβάστηκαν στο σκάφος και επέστρεψαν στο λιμένα της Αντιπάρου περί ώρα 03.00. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (15-07-2017) επιβιβάστηκαν στο σκάφος που βρισκόταν μπροστά από τη μισθωμένη κατοικία του ενάγοντος και απέπλευσαν με προορισμό την Παροικιά Πάρου, όπου κατέπλευσε το σκάφος περί ώρα 19.00 και στη συνέχεια αποδεσμεύθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του ναυλωτή. Στις 16-07-2017 επιβιβάστηκαν στο σκάφος, που είχε καταπλεύσει στον όρμο μπροστά από τη μισθωμένη κατοικία του ενάγοντος και απέπλευσαν, περί ώρα 12.40, με προορισμό τη νήσο Δεσποτικό, νότια της Αντιπάρου, από όπου απέπλευσαν περί ώρα 18.00 με προορισμό τον όρμο “Απάντημα” Ακολούθως περί ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας επιβιβάστηκαν εκ νέου στο σκάφος, με προορισμό τον λιμένα Παροικιάς Πάρου όπου αποβιβάστηκαν και στη συνέχεια το σκάφος αποδεσμεύθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του ναυλωτή, ο οποίος ενημέρωσε τον κυβερνήτη ότι θα επιστρέψει στην Αντίπαρο με το πλοίο της γραμμής. Κατά το χρονικό διάστημα από 17-07-2017 έως 20-07-2017, το σκάφος παρέμεινε ελλιμενισμένο στο λιμένα Παροικιάς Πάρου κυρίως λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, προερχόμενων εκ του φαινομένου <<ΜΕΔΟΥΣΑ>> που έπληξε μεγάλο μέρος της χώρας αλλά και λόγω της απουσίας του ενάγοντος και της οικογένειάς του στο εξωτερικό. Στις 21-07-2017 ο κυβερνήτης του σκάφους, απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον εκπρόσωπο του ενάγοντος, κ…………., με το οποίο τον ενημέρωσε ότι στις 20-07-2017 ανεφοδίασε το σκάφος με 1500 λίτρα πετρέλαιο και ότι κατόπιν τούτου το διαθέσιμο καύσιμο ήταν 2.900 λίτρα, που με βάση τη μέση ωριαία κατανάλωση, σε σχέση με την ταχύτητα πλεύσης του σκάφους, επαρκούσε για πλόες διάρκειας 4 ωρών, ώστε με βάση αυτά τα δεδομένα να προγραμματίσει ο ενάγων τους μελλοντικούς του πλόες. Σε απάντηση, ο ενάγων, δια του εκπροσώπου του, απέστειλε προς τον κυβερνήτη του σκάφους το από 21-07-2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο του ανέφερε την επιθυμία του (ενάγοντος) να πραγματοποιήσει πλου την επόμενη ημέρα (22-07-2017) από την εξοχική του κατοικία στην Αντίπαρο προς την Νάξο, στην οποία έπρεπε να βρίσκεται το σκάφος έως τις 11.30πμ και εν συνεχεία επιστροφή από τη Νάξο προς την κατοικία του στην Αντίπαρο, με μεταφορά του ενάγοντος και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι από την κατοικία του προς το σκάφος και αντίστροφα, με τη μικρή βοηθητική λέμβο του σκάφους (tender). Στις 22-07-2017 και περί ώρα 08.26, ο κυβερνήτης του σκάφους ενημέρωσε τον εκπρόσωπο του ενάγοντος, ότι με βάση την τελευταία πρόγνωση της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, τη διαδικτυακή σελίδα της οποίας του επισύναπτε, στην περιοχή θα έπνεαν άνεμοι έντασης 6 και 7 βαθμών της κλίμακας Μποφόρ έως αργά το απόγευμα και ειδικά στην περιοχή που βρισκόταν η εξοχική κατοικία του ενάγοντος, γεγονός που καθιστούσε τη μεταφορά των επιβατών με τη μικρή βοηθητική λέμβο, από και προς το σκάφος, επικίνδυνη και υπό τις συνθήκες αυτές, αδύνατη τη χρήση του σκάφους. Την επομένη ημέρα (23-07-2017), ο ενάγων, σε μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που απέστειλε στη ναυλομεσίτρια εταιρεία <<……………>>, δήλωσε ότι ακυρώνει τη ναύλωση και ζήτησε την επιστροφή ολοκλήρου του προκαταβληθέντος ναύλου, ποσού 81.200 ευρώ. Ειδικότερα, ο ενάγων, στο εν λόγω μήνυμα, το οποίο περιέχεται αυτούσιο στην αγωγή του, ανέφερε, μεταξύ άλλων ότι <<…από την αρχή του ταξιδιού είχαμε μια εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία με τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου>>, ότι έχει φτάσει στο σημείο <<όπου δεν υπάρχει επιστροφή>>, ότι ήταν φανερό από την πρώτη ημέρα <<…ότι ο πλοίαρχος ήταν απρόθυμος, αρνούμενος να ταξιδεύσει στους προορισμούς που ζητούσαμε λόγω ελαφρώς ταραγμένων θαλασσών και επικαλούμενος αναμενόμενη κακοκαιρία ως λόγους μη μετάβασής μας στους προορισμούς που σχεδιάζαμε, περιλαμβανομένου του περάσματός μας στην Πάρο>>, ότι <<…..όχι μόνο ήταν απρόθυμος αλλά και το πλήρωμά του ήταν ανίκανο να εκτελέσει πολύ βασικές κινήσεις χειρισμού ενός σκάφους. Ο γιος του ήταν ανίκανος να χειρισθεί αποτελεσματικά τη βοηθητική βάρκα, με αποτέλεσμα οι είσοδοι και έξοδοί μας σε αυτή να είναι δύσκολες και μερικές φορές επικίνδυνες. Ακόμη πιο επικίνδυνο ήταν το γεγονός ότι, στη διάρκεια της δεύτερης από τις μόνο δύο εκδρομές, έκαναν το επικίνδυνο λάθος να αφήσουν τον κινητήρα του jet ski αναμμένο ενώ εγώ επιβιβαζόμουν. Το σχοινί πιάστηκε στο γκάζι και το jet ski έφυγε απότομα προς τα εμπρός, εκσφενδονίζοντάς με μέσα στο νερό, με το κεφάλι μου να χτυπά πολύ κοντά στο σκάφος. Παρότι δεν τραυματίστηκα, διαφορά λίγων εκατοστών θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό τραυματισμό. Ηταν ένα σαφές σημάδι αδεξιότητας>>. Επίσης ανέφερε ότι <<Αλλες παραλείψεις ήταν μεταξύ άλλων οι ακόλουθες: Ηταν ανίκανοι να προσδέσουν το σκάφος σε ένα επιθυμητό σημείο για κολύμβηση επειδή είχαν την “λάθος άγκυρα”, ο πλοίαρχος είπε ψέματα λέγοντας ότι ήταν “παράνομο” για εκείνον να ταξιδέψει την νύχτα στο σκοτάδι και επομένως δεν μπορούσε να μας πάει στη Μύκονο, ο πλοίαρχος χρειάστηκε τουλάχιστον πέντε προσπάθειες για να πιάσει η άγκυρα μπροστά στο σπίτι μας, όταν ο ……. προσπάθησε να τον βρει στο τηλέφωνο για να συζητήσουν τα πλάνα, δεν απαντούσε για ώρες παρά το γεγονός ότι αυτό συνέβαινε στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, μας ανέφερε πολύ επιθετικά ότι οι νόμοι απαγορεύουν στο πλήρωμα του πλοίου να εργάζεται πολλές ώρες και επομένως κάποιο από τα ταξίδια που ζητήσαμε ήταν αδύνατα – το οποίο είναι ειρωνεία αφού έχουμε ανέβει στο σκάφος μόνον δύο φορές, δεν έχει απολύτως καμία διάθεση να εξυπηρετήσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι η οικογένεια χρειάσθηκε να κάνει αχρείαστες αλλαγές σε προγραμματισμένες δραστηριότητες>>. Επίσης ανέφερε ότι <<…το σκάφος έχει κάνει μόνο δύο (πολύ απογοητευτικά) ταξίδια, έχουμε καταθέσει παράπονα στις λιμενικές αρχές, έχουμε συμβουλευθεί δικηγόρους και τώρα αποτεινόμαστε σε εσένα για να διορθώσεις την κατάσταση, έχουμε μια μακρά σχέση με εσένα και θα θέλαμε αυτή να συνεχισθεί με καλή πρόθεση>>. Ακολούθως ο ενάγων προέβη, δυνάμει της από 22-07-2017 σύμβασης, στη ναύλωση έτερου σκάφους, με την ονομασία G, για το χρονικό διάστημα από 23-07-2017 έως 04-08-2017, έναντι ναύλου ανερχόμενου στο ποσό των 61.600 ευρώ. Τη δήλωσή του περί ακύρωσης της ένδικης σύμβασης ναύλωσης, επανέλαβε ο ενάγων με την από 26-07-2017 εξώδικη πρόσκληση – δήλωση – διαμαρτυρία, την οποία κοινοποίησε στην εναγομένη πλοιοκτήτρια, στις 31-07-2017 (βλ.υπ΄αριθ. ……../31-07-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….), αιτούμενος εκ νέου και την επιστροφή του συνόλου του προκαταβλητέου ποσού των 81.200 ευρώ. Ωστόσο, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, ουδόλως αποδείχθηκε υπαίτια αδυναμία της εναγομένης πλοιοκτήτριας, ευθυνόμενης κατά το άρθρο 84 ΚΙΝΔ, να εκπληρώσει, δια των προστηθέντων της, ήτοι του κυβερνήτη και του πληρώματος του σκάφους και εξ υπαιτιότητας αυτών, τις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι του ενάγοντος. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε η, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, μη συμμόρφωση του κυβερνήτη και του πληρώματος προς τους νόμους και τους κανονισμούς της χώρας, στα ύδατα της οποίας έπλεε το σκάφος, αντίθετα αποδείχθηκε ότι σε όλους τους διενεργηθέντες πλόες, τόσο κατά την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών σε κάθε λιμένα, όσο και κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας διαδρομής του σκάφους, τηρούνταν με συνέπεια οι κανονισμοί για την ασφάλεια των επιβαινόντων και του πληρώματος. Μάλιστα η προσήλωση του κυβερνήτη στην τήρηση των κανονισμών ασφαλείας, με την αναζήτηση σε κάθε λιμένα, ασφαλούς αγκυροβολίου για την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών, την επιλογή ασφαλούς θαλάσσιας διαδρομής για τη διενέργεια του πλου, την απαγόρευση χρήσης του jet ski από τον ενάγοντα, όπως κατωτέρω θα αναφερθεί, κλπ, ήταν αυτή που προκαλούσε τη δυσφορία και τον εκνευρισμό του ενάγοντος, ο οποίος επέμενε να εκτελείται το ημερήσιο πρόγραμμα ανάλογα με τις επιθυμίες του και ανεξαρτήτως των καιρικών ή άλλων συνθηκών. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι ο ναύτης ………. στερούνταν ναυτικής ικανότητας και γνώσεων χειρισμού της βοηθητικής λέμβου, καθόσον ο ανωτέρω διαθέτει, από το έτος 2014, το υπ’αριθ………/13.1.2014 ναυτικό φυλλάδιο, ούτε αποδείχθηκε ότι κινδύνεψε η ασφάλεια του ενάγοντος ή μέλους της οικογένειάς του κατά τη μεταφορά τους με τη βοηθητική λέμβο, μάλιστα ο ίδιος, με το από 21-07-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε μέσω του εκπροσώπου του, προς τον κυβερνήτη (για το οποίο έγινε λόγος ανωτέρω), ζήτησε να μεταφερθεί από το σκάφος στη στεριά με τη λέμβο (την οποία χειριζόταν ο εν λόγω ναύτης) παρά τις κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν. Οσον αφορά το επικαλούμενο στο αγωγικό δικόγραφο περιστατικό του παρ’ολίγον τραυματισμού του ενάγοντος κατά τη διάρκεια θαλάσσιας δραστηριότητας με το jet ski του σκάφους, δεν οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε ανικανότητα ή ακαταλληλότητα του κυβερνήτη και του πληρώματος να χειριστούν το σκάφος κατά τρόπο που θα διασφαλίζει την ασφάλεια και την άνεση των επιβατών, αλλά σε αδεξιότητα του ίδιου του ενάγοντος, ο οποίος αγνοώντας την απαγόρευση του, υπεύθυνου για την ασφάλεια των επιβαινόντων, κυβερνήτη, να χρησιμοποιήσει το jet ski, εφόσον δεν επεδείκνυε σε αυτόν το απαιτούμενο δίπλωμα χειριστή ταχυπλόου, επιχείρησε αυθαίρετα να επιβιβαστεί σε αυτό, με αποτέλεσμα την πτώση του στη θάλασσα. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 12-07-2017 έως και 16-07-2017, ο κυβερνήτης του σκάφους εκτέλεσε αναντίρρητα όλους τους επιθυμητούς από τον ενάγοντα πλόες, χωρίς ο τελευταίος να εκφράσει, εγγράφως ή προφορικώς, οποιοδήποτε παράπονο ή δυσαρέσκεια στον ίδιο (κυβερνήτη) ή στην εναγομένη, πλοιοκτήτρια εταιρεία, ώστε να σημειωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 22 της από 27-01-2017 σύμβασης ναύλωσης, αλλά διαμαρτυρήθηκε το πρώτον με το από 23-07-2026 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απέστειλε στη ναυλομεσίτρια εταιρεία, γνώση του οποίου έλαβε ο κυβερνήτης στις 26-07-2017 και επανέλαβε τις αιτιάσεις του με την από 26-07-2017 εξώδικη πρόσκληση – δήλωση – διαμαρτυρία, την οποία κοινοποίησε στην εναγομένη στις 31-07-2017. Οπως όμως αποδείχθηκε, πλόες δεν εκτελέστηκαν μόνο κατά το χρονικό διάστημα από 17-07-2017 έως 20-07-2017 λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή και της απουσίας του ενάγοντος στο εξωτερικό, ενώ στις 22-07-2017 ο κυβερνήτης του σκάφους αρνήθηκε να εκτελέσει οδηγία του ενάγοντος για πλου από την Αντίπαρο προς τη Νάξο, διότι κατά την κρίση του, οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες στην περιοχή που βρισκόταν η εξοχική κατοικία του ενάγοντος, στις νότιες ακτές της Αντιπάρου, όπου έπνεαν άνεμοι έντασης 7 βαθμών της κλίμακας Μποφόρ, καθιστούσαν επικίνδυνη την αποβίβασή του από το σκάφος και τη μεταφορά του στην ακτή με τη βοηθητική λέμβο, όπως ο ίδιος επιθυμούσε [βλ.προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως από την εναγομένη (σχετικό 12) από 22-07-2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του κυβερνήτη προς τον εκπρόσωπο του ενάγοντος κ………….., με το συνημμένο απόσπασμα του δελτίου καιρικών συνθηκών της ΕΜΥ]. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν στοιχειοθετείται η, επικαλούμενη από τον ενάγοντα, υπαίτια αδυναμία της εναγομένης πλοιοκτήτριας, ευθυνόμενης κατά το άρθρο 84 ΚΙΝΔ, να εκπληρώσει, δια των προστηθέντων της, ήτοι του κυβερνήτη και του πληρώματος του ένδικου σκάφους, τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς τον ενάγοντα και κατά συνέπεια δεν θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα του ενάγοντος προς υπαναχώρηση από τη σύμβαση ναύλωσης και εύλογης αποζημίωσης, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ήτοι των άρθρων 382 και 387 ΑΚ. Συνεπώς η αγωγή, κατά την κύρια βάση αυτής τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, την οποία ο ενάγων βασίζει στην υπαναχώρησή του από το μέρος της σύμβασης που δεν εκτελέστηκε και δη για το χρονικό διάστημα από 23-07-2017, οπότε απέστειλε στην ναυλομεσίτρια το μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με το οποίο δήλωνε ότι ακυρώνει τη σύμβαση, έως τη συμφωνηθείσα λήξη αυτής, η οποία (υπαναχώρηση) «ενεργεί» ως καταγγελία, διότι παράγει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον (ex nunc) και δεν θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το εκτελεσθέν έως την άσκησή της μέρος του έργου Τρ.Εφ.Αθ. 3144/2023, δημ. ΝΟΜΟΣ), λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Η περίπτωση της πρόωρης λύσης της από 27-01-2017 σύμβασης ναύλωσης προβλέφθηκε στον όρο 3περ.β του ναυλοσυμφώνου, όπου οριζόταν ότι <<Ο ΝΑΥΛΩΤΗΣ θα δύναται εάν το επιθυμεί, να παραδώσει το σκάφος αναψυχής στον λιμένα παράδοσης και να αποβιβαστεί πριν από το τέλος της περιόδου ναύλωσης, αλλά η ανωτέρω πρόωρη παράδοση δεν θα παρέχει στον ΝΑΥΛΩΤΗ δικαίωμα οποιασδήποτε επιστροφής ναύλου>>. Ο ενάγων, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι προέβη σε καταγγελία της σύμβαση ναύλωσης, με την από 23-07-2017 δήλωση που απέστειλε προς τη ναυλομεσίτρια, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, άλλως με την από 26-07-2017 εξώδικη πρόσκληση – δήλωση – διαμαρτυρία την οποία κοινοποίησε στην εναγομένη στις 31-07-2017, εντούτοις αυτή δεν επέφερε τη λύση της σύμβασης ναύλωσης, καθόσον ο ίδιος δεν εκπλήρωσε την προβλεπόμενη στον όρο 3 του ναυλοσυμφώνου υποχρέωση, να παραδώσει το σκάφος στο λιμένα παράδοσης, που ήταν η μαρίνα Αλίμου. Επιπλέον αν και κλήθηκε, από την εναγομένη και τη ναυλομεσίτρια εταιρεία, με την από 03-08-2017 εξώδικη απάντηση – διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση με επιφύλαξη δικαιώματος, δεν προσήλθε στη Λιμενική Αρχή της Πάρου προκειμένου να συμπράξει στην απαιτούμενη διαδικασία για τη λύση της ναύλωσης και την αποδέσμευση του σκάφους [βλ. προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως από την εναγομένη, απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων του Λιμεναρχείου Πάρου, για την 31-07-2017, όπου αναφέρεται ότι η λιμενική αρχή δεν προέβη σε καταχώρηση της τροποποίησης της διάρκειας της ναύλωσης στο Ειδικό Εντυπο Πληροφοριακών Στοιχείων Επαγγελματικού Πλοίου Αναψυχής (ΕΕΠΣΕΠΑ) λόγω μη ταυτόχρονης παρουσίας των συμβαλλόμενων μερών και σύμφωνης έκφρασης της βούλησής τους], διατηρώντας το σκάφος δεσμευμένο μέχρι το τέλος της περιόδου για την οποία το είχε ναυλώσει, ήτοι μέχρι τις 07-08-2017. Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και κατά την επικουρική της βάση. Κατόπιν τούτου, απορριφθείσης της αγωγής, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος-ενάγοντος, λόγω της ήττας του κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, το κατατεθέν για την άσκηση της έφεσης υπ’αριθ. ……………/2023 e-παράβολο, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ……../106/03-03-2023 έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου, πρέπει, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση και επανεκδικάστηκε η αγωγή, να επιστραφεί στον εκκαλούντα, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 28-02-2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../03-03-2023) έφεση κατά της υπ’αριθ. 1615/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 21-04-2021 (υπ’αριθ. καταθ. …………//2021) αγωγή. Απορρίπτει αυτήν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος-ενάγοντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παράβολου στον εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31.12.2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ