Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 532/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 532/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 18.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./28.9.2015 και …./762/28.9.2015) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από 4.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./7.7.2014) ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», β) η από 29.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…./29.9.2015 και …/1138/8.12.2015) έφεση των καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή 1)  ………, 2) ……., και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», και γ) η από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/29.9.2015 και ……../8.12.2015) έφεση των εν όλω ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό ανακοπτόντων της από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../17.7.2014) ανακοπής κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης 1) …… και 2) ….., άπασες αυτές κατά της υπ’αριθμ. 2129/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερθείσες ανακοπές (μαζί με άλλες δύο), αφενός μεν έγινε εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη η εξ αυτών από 4.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/7.7.2014) ανακοπή, αφετέρου δε απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η έτερη από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../17.7.2014) ανακοπή, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων με την παρούσα απόφαση δικογράφων από 18.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…./28.9.2015 και ……/28.9.2015) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από 4.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../7.7.2014) ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», στρεφομένης κατά των 1) .. .., Συμβολαιογράφου Πειραιώς, και επί του πλειστηριασμού κατασχεθέντος και εκπλειστηριασθέντος πλοίου, κυριότητας της  αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……….», υπαλλήλου – συντάξαντος τον πίνακα, 2) … ., Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς και εν προκειμένω και της επίμαχης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», επισπεύδουσας δανείστριας την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της κυρίας του πλοίου και επίσης αναγγελθείσας δανείστριας στον πλειστηριασμό αυτού, αλλά και καταταγείσας στον προσβαλλόμενο πίνακα οριστικά και προνομιακά, για μέρος της εξοπλισμένης με υποθήκη επί του πλοίου απαίτησής της, απάντων αυτών ήδη εφεσιβλήτων, κατά της υπ’αριθμ. 2129/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκε η προαναφερθείσα ανακοπή  με άλλες τρεις (3) ακόμη ανακοπές κατά του ιδίου πίνακα, αντιμωλία των διαδίκων της, κατά την τακτική διαδικασία, έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ουσίαν και μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε στο απελευθερούμενο από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα του πλοίου ποσό των 3.340,21 ευρώ ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορά στο σύνολο των προαφαιρεθέντων στον εν λόγω πίνακα από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογραφο (πρώτο καθ’ου και πρώτο εφεσίβλητο αντίστοιχα) εξόδων και δικαιωμάτων του ιδίου, και  στο ποσό των 1.267,77 ευρώ ή 1.723,66 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορά σε μέρος των επίσης προαφαιρεθέντων από το προς διανομή πλειστηρίασμα στον αυτό πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του δευτέρου καθ’ου και ήδη δευτέρου εφεσίβλητου – Δικαστικού Επιμελητή της εκτέλεσης, ήτοι συνολικά στο ποσό των 4.607,98 ευρώ ή 6.265,01 δολαρίων Η.Π.Α., να καταταγεί η ανακόπτουσα, σε μερική εξόφληση κατά το ισόποσο της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση αναγγελθείσας απαίτησής της, προνομιακά και τυχαία, ήτοι υπό την όρο τελεσιδικίας της απαίτησής της αυτής, ενώ απορρίφθηκε κατ’ουσίαν ο λόγος της ανακοπής, με τον οποίο αμφισβητήθηκε ο προνομιακός χαρακτήρας της απαίτησης της τρίτης καθ’ης και ήδη τρίτης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, για μέρος της οποίας κατατάχθηκε αυτή στον προσβαλλόμενο πίνακα, έχει ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 28.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/28.9.2015), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, με την επιμέλεια των καθ’ων η ανακοπή – εφεσιβλήτων, της πρωτόδικης απόφασης, στην ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, που συντελέσθηκε στις 30.7.2015, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους εφεσίβλητους υπ’αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης του δευτέρου εφεσιβλήτου Δικαστικού Επιμελητή, του χρονικού διαστήματος από την 1η έως την 31η του μηνός Αυγούστου του έτους 2015 μη συνυπολογιζομένου στην προθεσμία για την άσκηση της ένδικης έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 του ΚΠολΔ, ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, και να διευρευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η κατά της ιδίας πρωτόδικης απόφασης από 29.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…./29.9.2015 και ……/8.12.2015) έφεση των καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή 1) ……, 2) ….., και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», στρεφόμενη (η έφεση) κατά της ανακόπτουσας προαναφερθείσας ανώνυμης εταιρίας, έχει επίσης ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./29.9.2015), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, με την επιμέλεια των ιδίων (των καθ’ων η ανακοπή) της πρωτόδικης απόφασης στην ανακόπτουσα, η οποία συντελέσθηκε στις 30.7.2015, οπότε άρχεται και γι’αυτούς η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, του χρονικού διαστήματος από την 1η έως την 31η του μηνός Αυγούστου του έτους 2015 μη συνυπολογιζομένου στην προθεσμία αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, και να διευρευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Από την υπ’αριθμ……. έκθεση επίδοσης της διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή .. ., που προσκομίζει και επικαλείται η δεύτερη των εφεσιβλήτων της εκ των συνεκδικαζομένων με την παρούσα απόφαση δικογράφων από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…./29.9.2015 και ……./8.12.2015) έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 3ης.3.2016, κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 8.12.2016, όταν και αναβλήθηκε και πάλι για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε, με επιμέλειά της, νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία (άρθρο 498 παρ.2  του ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η μετά από αναβολή της συζήτησης εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 226 παρ.4 εδαφ.γ΄ και 498 παρ.2 εδαφ. τελευταίο του ΚΠολΔ).

Η από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/29.9.2015 και ………./8.12.2015) έφεση των εν όλω ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό ανακοπτόντων της από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../17.7.2014) ανακοπής κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης 1) ……..και 2) ……., στρεφόμενη (η έφεση) κατά των καθ’ων η ανακοπή, και δη κατά 1) της εταιρίας με την επωνυμία «……….», και 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», και διώκουσα την εξαφάνιση της αυτής πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της η ανακοπή τους, όσον αφορά την πρώτη των καθ’ων και καθ’ης η εκτέλεση ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης, ενώ όσον αφορά τη δεύτερη, καταταγείσα στον πίνακα ενυπόθηκη δανείστρια, κατ’ουσίαν, διότι κρίθηκε ότι δεν υφίσταται απαίτηση των ανακοπτόντων σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, ώστε να δικαιολογούν αυτοί έννομο συμφέρον προς άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα, έχει επίσης ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 29.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…/29.9.2015), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση, με την επιμέλεια της δεύτερης των καθ’ων και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης τράπεζας …….., της πρωτόδικης απόφασης στους ανακόπτοντες, η οποία συντελέσθηκε στις 30.7.2015, του χρονικού διαστήματος από την 1η έως την 31η του μηνός Αυγούστου του έτους 2015 μη συνυπολογιζομένου στην προθεσμία αυτή, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την επιμεληθείσα την επίδοση υπ’αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης του διαδίκου Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ….., ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, και να διευρευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη. Αναφορικά όμως με την πρώτη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία, η οποία και δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η κρινόμενη έφεση των ανακοπτόντων πρέπει ν’απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι δεν πλήττεται μ’αυτήν το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά την απόρριψη, ως προς την ανωτέρω διάδικο, της ανακοπής τους ως παθητικά ανομιμοποίητης. Αντίθετα αμφότεροι οι λόγοι της έφεσής τους αναφέρονται στην ουσιαστική απόρριψη με την προσβαλλόμενη απόφαση της ανακοπής τους, που αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη και πρωτόδικα δεύτερη καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία, και την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί ανυπαρξίας κατατακτέας απαίτησής τους σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, σε εξόφληση της οποίας, άλλωστε, ζήτησαν να καταταγούν στον προσβαλλόμενο πίνακα στη θέση της ανωτέρω τράπεζας, αφού αποβληθεί η τελευταία κατά το ισόποσο. Διάταξη περί επιβολής σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους της δικαστικής δαπάνης της πρώτης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  δε θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας, ελλείψει υποβολής από την τελευταία σχετικού αιτήματος, εξαιτίας της δικονομικής απουσίας της (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Παράβολο ερημοδικίας επίσης δεν θα ορισθεί σε βάρος της απολειπομένης διαδίκου διότι στις δίκες περί την εκτέλεση, όπως είναι και η παρούσα, δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 αριθμ.2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει εν προκειμένω στην επίμαχη εκτελεστική διαδικασία, στην οποία η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στην οφειλέτρια πριν από την 1η.1.2016).

Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» με την από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……../7.7.2014) ανακοπή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), επικαλέσθηκε τα ακόλουθα: Ότι στις  18.12.2013 διενεργήθηκε ενώπιον του πρώτου των καθ’ων, Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, με επίσπευση της τρίτης καθ’ης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της σε βάρος της αλλοδαπής εταιρίας (εδρεύουσας στη Δημοκρατία των ……..) με την επωνυμία «……..», η οποία αντιπροσωπεύεται στην ημεδαπή από την επίσης αλλοδαπή ναυτική εταιρία με την επωνυμία «………..», που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του Α.Ν.89/67, δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος, υπό σημαία Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, πλοίου με την ονομασία «ST1», με αριθμό νηολογίου Ματζούρο (Μajuro) …, κυριότητας της ανωτέρω καθ’ης η εκτέλεση, το οποίο κατακυρώθηκε στην εδρεύουσα στη Δημοκρατία του … εταιρία με την επωνυμία «…….», ως τελευταία υπερθεματίστρια, αντί του ποσού των 575.000 ευρώ. Ότι λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύδουσας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών συντάχθηκε από τον πρώτο των καθ’ων ο προσβαλλόμενος με την ανακοπή υπ’αριθμ……… πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού προαφαιρέθηκαν από το προς διανομή ποσό τα έξοδα της εκτέλεσης, και συγκεκριμένα το ποσό των 3.340,21 ευρώ ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α., ως έξοδα και δικαιώματα του ιδίου του πρώτου καθ’ου, καθώς και το ποσό των 3.882,35 ευρώ ή 5.278,44 δολαρίων Η.Π.Α., ως έξοδα και αμοιβές του δευτέρου καθ’ου, Δικαστικού Επιμελητή της εκτελεστικής διαδικασίας, κατατάχθηκε στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 565.180,21 ευρώ, μεταξύ άλλων, προνομιακά και οριστικά, και η τρίτη καθ’ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, στο ποσό των 543.276 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχεί σε μέρος της απαίτησής της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, συνολικού ποσού 1.670.000 ευρώ, απορρέουσας από καταρτισθείσα μεταξύ τους δανειακή σύμβαση, για την εξασφάλιση της οποίας (απαίτησης) έχει εγγραφεί υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου. Ότι σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση διατηρεί και η ίδια (η ανακόπτουσα) ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση, για την οποία αναγγέλθηκε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, πλην όμως δεν κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα, συνολικού ποσού 4.707,23 ευρώ ή 6.167,25 δολαρίων Η.Π.Α., που αποτελεί το συνολικό οφειλόμενο τίμημα, των τόκων του κεφαλαίου μη συμπεριλαμβανομένων, καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων πώλησης, σε εκτέλεση των οποίων παρέδωσε κατά το χρονικό διάστημα από 21.12.2011 έως 21.5.2012 στο πλειστηριασθέν πλοίο τρόφιμα και λοιπά εφόδια, τα οποία παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο αυτού, για την ικανοποίηση των αναγκών σίτισης και εν γένει διαβίωσης των μελών του πληρώματός του, εκδοθέντων από την ίδια για κάθε επιμέρους συναλλαγή των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο τιμολογίων πώλησης – δελτίων αποστολής, δυνάμει των οποίων και εκδόθηκε, επί αίτησής της, σε βάρος της οφειλέτριάς της, η υπ’αριθμ……. ήδη τελεσίδικη διαταγή πληρωμής, με την οποία και υποχρεώθηκε η ανωτέρω να της καταβάλει το προαναφερθέν ποσό, πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης. Ότι η απαίτησή της απολαύει προνομίου στην κατάταξη και στη διανομή του πλειστηριάσματος, και μάλιστα ισχυρότερου αυτού, με το οποίο έχει εξοπλισθεί η απαίτηση της τρίτης καθ’ης, ενυπόθηκης δανείστριας της καθ’ης η εκτέλεση, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, με βάση το εφαρμοστέο επί του συγκεκριμένου ζητήματος δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, τη σημαία της οποίας φέρει το εκπλειστηριασθέν πλοίο, διότι προέρχεται από την παροχή προμηθειών σ’αυτό, αλλά, επιπροσθέτως, και κατά το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι το ελληνικό, καθόσον αφορά σε έξοδα συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα (την ευρύτερη περιοχή ευθύνης του Λιμεναρχείου Πειραιώς, που περιλαμβάνει το Πέραμα και την Ελευσίνα), όπου και κατασχέθηκε, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους, με τους οποίους, α) όσον αφορά τον πρώτο των καθ’ων, επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη, και, συνεπώς, άκυρη, η αναφορά των εξόδων και δικαιωμάτων του στον προσβαλλόμενο πίνακα, αμφισβητείται σε κάθε περίπτωση το ύψος αυτών, και, τέλος, προβάλλεται ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκε το εν λόγω ποσό από το προς διανομή πλειστηρίασμα διότι, επί πλειστηριασμού πλοίου, όπως εν προκειμένω, τα δικαστικά έξοδα δεν προαφαιρούνται, αλλά συγκατατάσσονται μεταξύ των ναυτικών προνομίων της πρώτης τάξης, β) όσον αφορά το δεύτερο καθ’ου, επίσης προσβάλλεται ως αόριστος και αναιτιολόγητος ο πίνακας εξόδων, τον οποίο κατέθεσε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, και βάσει του οποίου διενεργήθηκε η εκκαθάριση του ποσού των εξόδων και αμοιβών του, που προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, αμφισβητείται η διενέργεια των πράξεων της εκτέλεσης, που φέρεται στον ανακοπτόμενο πίνακα ότι έκανε, αλλά και η νομιμότητα και το ύψος των εξόδων αυτών, και, επιπροσθέτως, προβάλλεται η πλημμέλεια της προαφαίρεσης του εν λόγω ποσού, και τέλος, γ) όσον αφορά την τρίτη καθ’ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, χωρίς να αμφισβητείται η ύπαρξη της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση απαίτησής της, εντούτοις προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάταξη της απαίτησης αυτής στον εν λόγω πίνακα αντί της αναγγελθείσας απαίτησης της ιδίας (της ανακόπτουσας), καθώς η τελευταία είναι εξοπλισμένη με ισχυρότερο προνόμιο, ν’ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί ο πίνακας αυτός, ώστε να καταταγεί η δική της απαίτηση στο σύνολό της, οριστικά και προνομιακά, αφού αποβληθούν οι καθ’ων της κατάταξης, άλλως επικουρικώς, να καταταγεί η απαίτησή της καθ’ολοκληρίαν, και να επακολουθήσει η κατάταξη των καθ’ων, των μεν δύο πρώτων εξ αυτών οριστικά και προνομιακά στο ποσό των εξόδων και δικαιωμάτων τους, που κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από τον πρώτο, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα, της δε τρίτης, ενυπόθηκης δανείστριας της καθ’ης η εκτέλεση, οριστικά, και όχι προνομιακά, και να καταδικασθούν οι καθ’ων στη δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω οι 1) ……. του …. και 2) …… του …. με την από  16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ././17.7.2014) ανακοπή τους, την οποία  άσκησαν ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, κατά 1) της εταιρίας με την επωνυμία «……….», και 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», επικαλούμενοι ότι σε βάρος της πρώτης των καθ’ων και καθ’ης η εκτέλεση αντίστοιχα, πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, διατηρούν και οι ίδιοι ληξιπρόθεσμη απαίτηση, προερχόμενη από παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλοίο αυτό, στο οποίο απασχολήθηκαν ως φύλακες κατά το χρονικό διάστημα  από 7.12.2013 έως και 18.12.2013, κατά το οποίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στην Ελευσίνα, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μισθού, το ύψος του οποίου είχε συμφωνηθεί με την εργοδότριά τους στο ποσό των 2.000 ευρώ, καθώς και ότι η ανωτέρω απαίτησή τους, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ για τον καθέναν τους, πλέον τόκων, και για την οποία έχουν ήδη ασκήσει αγωγή σε βάρος της πρώτης καθ’ης, το δικόγραφο της οποίας έχουν αυτούσιο ενσωματώσει στην ανακοπή τους, παρότι εμπρόθεσμα αναγγελθείσα στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, εντούτοις εσφαλμένα δεν κατετάγη από τον τελευταίο, αν και απολαύει κατά το εφαρμοστέο επί του ζητήματος ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης, ισχυρότερου προνομίου έναντι της καταταγείσας απαίτησης της δεύτερης καθ’ης, ενυπόθηκης δανείστριας της καθ’ης η εκτέλεση, διότι αφορά σε έξοδα φύλαξης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, με την αιτιολογία ότι η αναγγελία τους ήταν αόριστη, αφού δεν αναφερόταν σ’αυτήν ότι οι απαιτήσεις τους τυγχάνουν προνομιακές κατά το δίκαιο της χώρας της σημαίας του πλοίου, ζήτησαν για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο της ανακοπής τους λόγους, που αφορούν στην εν λόγω πλημμέλεια στην κατάταξη, ν’ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ούτως ώστε να καταταγούν οι ίδιοι  προνομιακά για το σύνολο των απαιτήσεών τους, πλέον τόκων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα, και εξόδων, και ν’αποβληθεί της κατάταξης η απαίτηση της δεύτερης καθ’ης στο σύνολό της, άλλως μέχρι του ποσού των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, καθώς και να καταδικασθούν οι καθ’ων στη δικαστική τους δαπάνη. Επί των ανωτέρω ανακοπών, καθώς και της από 14.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ../../15.7.2014) ανακοπής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….. και της από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/../16.7.2014) ανακοπής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2129/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού α) συνεκδικάσθηκαν άπαντα τα δικόγραφα αυτά, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, β) θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα η από 14.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ../../15.7.2014) ανακοπή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» καθ’ο μέρος στρεφόταν κατά του πρώτου των καθ’ων αυτής ……… λόγω νομότυπης παραίτησης της ανακόπτουσας ως προς τον εν λόγω διάδικο, γ) κρίθηκε ότι η από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../../17.7.2014) ανακοπή των … και … ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα και έγινε τυπικά δεκτή ως προς την δεύτερη καθ’ης, ενώ απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ως προς την απολειπόμενη πρώτη καθ’ης ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αυτής, και δ) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 4.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ../../7.7.2014) ανακοπή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», 1) καθ’ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των καθ’ων (υπαλλήλου του πλειστηριασμού) και κατά τον περιληφθέντα στο δικόγραφο αυτής λόγο, με τον οποίο προσβάλλεται ως αόριστη και αναιτιολόγητη η αναφορά στον επίδικο πίνακα του προαφαιρεθέντος ποσού των εξόδων και δικαιωμάτων του, και καθ’ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου των καθ’ων (δικαστικού επιμελητή της εκτέλεσης) και κατά το λόγο, με τον οποίο επίσης προσβάλλεται ως αόριστος και αναιτιολόγητος ο πίνακας εξόδων, τον οποίο αυτός κατέθεσε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, και βάσει του οποίου διενεργήθηκε η εκκαθάριση του ποσού των εξόδων και αμοιβών του, που προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτών, διότι, όπως έγινε δεκτό, ως προς τους συγκεκριμένους λόγους ανακοπής, νομιμοποιείται παθητικά μόνον η τρίτη καθ’ης, επισπεύδουσα την εκτέλεση, 2) ως προς τους λόγους, με τους οποίους η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν από το προς διανομή πλειστηρίασμα τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρηματικά ποσά, ως έξοδα και δικαιώματα του πρώτου και δευτέρου των καθ’ων, διότι, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1012§4 ΚΠολΔ και 205 ΚΙΝΔ, επί πλειστηριασμού πλοίου τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών δεν προαφαιρούνται αλλά συγκατατάσσονται μεταξύ των ναυτικών προνομίων της πρώτης τάξης, ελλείψει συνδρομής στο πρόσωπο της ανακόπτουσας της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος για την προβολή των λόγων αυτών, στη συνέχεια απορρίφθηκε στο σύνολό της κατ’ουσίαν η από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../../17.7.2014) ανακοπή, καθώς έγινε δεκτό ότι οι ανακόπτοντες αυτής … και … σε κάθε περίπτωση δε διαθέτουν απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση από την παροχή υπηρεσιών φύλαξης στο κατασχεθέν και εκπλειστηριασθέν πλοίο, πλοιοκτησίας της, δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με το αντικείμενο αυτό, όπως ισχυρίσθηκαν  με την αναγγελία τους, για την οποία (απαίτηση) θα μπορούσαν να καταταγούν στον προσβαλλόμενο πίνακα σε περίπτωση ευδοκίμησης της ανακοπής τους, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της και να στερούνται οι ανωτέρω εννόμου συμφέροντος για την προσβολή του πίνακα αυτού, απορρίφθηκαν επίσης στο σύνολό τους οι έτερες δύο ανακοπές από 14.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./…/15.7.2014) της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» και  από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/../16.7.2014) της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», ενώ έγινε εν μέρει δεκτή και κατ’ουσίαν η από 4.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ../…/7.7.2014) ανακοπή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………. ως προς τους δύο πρώτους των καθ’ων (ο λόγος, που αφορά την τρίτη καθ’ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία και επισπεύδουσα την εκτέλεση, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος, παρόλα αυτά όμως διάταξη περί απόρριψης της ανακοπής ως προς την ανωτέρω διάδικο δεν περιλήφθηκε εκ παραδρομής στο διατακτικό της) και διατάχθηκε η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ούτως ώστε στο απελευθερούμενο από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα του πλοίου ποσό των 3.340,21 ευρώ ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορά το σύνολο των προαφαιρεθέντων στον εν λόγω πίνακα από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογραφο (πρώτο καθ’ου) εξόδων και δικαιωμάτων του ιδίου, και στο ποσό των 1.267,77 ευρώ ή 1.723,66 δολαρίων Η.Π.Α., που αφορά σε μέρος των επίσης προαφαιρεθέντων από το προς διανομή πλειστηρίασμα στον αυτό πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του δευτέρου καθ’ου (Δικαστικού Επιμελητή της εκτέλεσης), ήτοι συνολικά στο ποσό των 4.607,98 ευρώ ή 6.265,01 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο κρίθηκε ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκε ως έξοδα της εκτέλεσης, να καταταγεί η ανακόπτουσα, σε μερική εξόφληση κατά το ισόποσο της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση αναγγελθείσας απαίτησής της, που προέρχεται από την πώληση τροφίμων και λοιπών εφοδίων, παραδοθέντων στο εκπλειστηριασθέν πλοίο, προνομιακά και τυχαία, ήτοι υπό την όρο τελεσιδικίας της απαίτησής της αυτής. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: 1) Η από 18.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…/28.9.2015 και ……./28.9.2015) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από 4.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../7.7.2014) ανακοπής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», με την οποία η ανωτέρω διάδικος παραπονείται κατά της πρωτόδικης απόφασης, πλήττοντας τα κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) περί της απόρριψης του λόγου της ανακοπής της, που αφορά την τρίτη καθ’ης, β) περί της τυχαίας και όχι οριστικής κατάταξης της αναγγελθείσας στον πλειστηριασμό απαίτησής της κατά το κριθέν ως εσφαλμένα προαφαιρεθέν από το προς διανομή πλειστηρίασμα ως έξοδα και δικαιώματα των πρώτου και δεύτερου των καθ’ων χρηματικό ποσό, παρά το ότι επικαλέσθηκε στην ανακοπή της και απέδειξε ότι για την απαίτησή της αυτή έχει εκδοθεί σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση τελεσίδικη διαταγή πληρωμής, καθώς και γ) περί της κατάταξής της μόνο στο ποσό αυτό, άνευ τόκων και δικαστικών εξόδων, όπως αιτήθηκε με την ανακοπή της να της επιδικασθεί, ζητώντας την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κατά τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να καταταγεί στον προσβαλλόμενο πίνακα για το σύνολο της απαίτησής της, προνομιακά και οριστικά. Σημειωτέον ότι η κρίση της εκκαλουμένης απόφασης περί απόρριψης της ανακοπής αυτής ως απαράδεκτης, ως προς τους λόγους, με τους οποίους η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν από το προς διανομή πλειστηρίασμα τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρηματικά ποσά, ως έξοδα και δικαιώματα του πρώτου και δευτέρου των καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή, ενώ έπρεπε αυτά να καταταγούν προνομιακά, ελλείψει συνδρομής στο πρόσωπο της ανακόπτουσας της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος για την προβολή των λόγων αυτών, δεν πλήττεται απ’αυτήν με την ανωτέρω έφεσή της. 2) Η  από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./29.9.2015 και ……./8.12.2015) έφεση των καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή 1) ……., 2) ……., και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», με την οποία οι ανωτέρω διάδικοι για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του περί της ολικής και μερικής παραδοχής των λόγων της ανακοπής, που αφορούν την κατάταξη της απαίτησης της ανακόπτουσας στα κριθέντα ως εσφαλμένα προαφαιρεθέντα από το προς διανομή πλειστηρίασμα, ως έξοδα και δικαιώματα του πρώτου και δευτέρου εξ αυτών, χρηματικό ποσά, με την περαιτέρω επίκληση της σε κάθε περίπτωση έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αντιδίκου τους προς προσβολή του πίνακα κατάταξης ως προς τα ποσά αυτά, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος τους ασκηθείσα ανακοπή. 3) Η από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../29.9.2015 και ……/8.12.2015) έφεση των εν όλω ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό ανακοπτόντων της από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../17.7.2014) ανακοπής κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης …… και ……, με την οποία οι ανωτέρω διάδικοι παραπονούνται κατά της πρωτόδικης απόφασης, προσβάλλοντας ουσιαστικά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο απορρίφθηκε η ανακοπή τους ως προς τη δεύτερη καθ’ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία …., διότι έγινε δεκτό ότι δε διαθέτουν απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, για την οποία και να δικαιούνται να καταταγούν στον επίδικο πίνακα (το κεφάλαιο, που αφορά την απόρριψη της ανακοπής ως απαράδεκτης ως προς την πρώτη καθ’ης και καθ’ης η εκτέλεση αντίστοιχα αλλοδαπή εταιρία δεν πλήττεται) για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του αυτή, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να καταταγούν οριστικά και προνομιακά για το σύνολο των απαιτήσεών τους, πλέον τόκων και εξόδων, στη θέση της καταταγείσας δεύτερης καθ’ης …., η απαίτηση της οποίας κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο διαθέτει ασθενέστερο προνόμιο σε σχέση με τις δικές τους, που τυγχάνουν προνομιακές, διότι συνιστούν έξοδα φύλαξης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, όπου και επακολούθησε η παρακώλυση της ναυσιπλοοΐας του λόγω της επιβληθείσας σ’αυτό αναγκαστικής κατάσχεσης. Σημειωτέον ότι κατά των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης, που αφορούν την από 14.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./15.7.2014) ανακοπή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» και την από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/16.7.2014) ανακοπή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……» κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης, οι οποίες απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, δεν έχουν ασκηθεί εφέσεις από τις εν όλω ηττηθείσες ανακόπτουσες, και, επομένως, πρόκειται περί κεφαλαίων, που δεν έχουν μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ανακόπτουσας της από 4.7.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/7.7.2014) ανακοπής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» ……, που δόθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και περιέχεται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής της, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης,  β) την προσκομιζόμενη κατάθεση του εκτός δίκης, με πρωτοβουλία των ανακοπτόντων της από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../17.7.2014) ανακοπής ……. και ……., μάρτυρος ………, η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των ανακοπτόντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκκαλουμένη απόφαση πρακτικά (άρθρο 650 παρ.1 εδαφ.δ΄του ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 937 παρ.3. και 643 του ιδίου Κώδικα), περιέχεται δε στην υπ’αριθμ……/26.2.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και, επαναπροσκομισθέν στην κατ’έφεση δίκη, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως νέο αποδεικτικό μέσο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ, παρότι δε λήφθηκε υπόψη στον πρώτο βαθμό ως απαραδέκτως προσκομισθέν το πρώτον μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την προθεσμία της προσθήκης αντίκρουσης, χωρίς, όπως έγινε δεκτό, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 238 εδαφ.γ΄του ΚΠολΔ (βλ.σχετ. περί του ότι ως νέα αποδεικτικά μέσα στην έκκλητη δίκη θεωρούνται και τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα στον πρώτο βαθμό ΑΠ 419/1996 ΕλλΔνη 1997.591, βλ. επίσης ΑΠ 692/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), γ) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται η προσκομιζόμενη από την εκ των διαδίκων τράπεζα … υπ’αριθμ…../17.9.2013 ένορκη βεβαίωση του …… ενώπιον  της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που λήφθηκε προ της έναρξης της παρούσας δίκης και εξ’αφορμής άλλης δίκης, καθώς και το προσκομιζόμενο επίσης εκπρόθεσμα στον πρώτο βαθμό εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης από τους ανακόπτοντες … και …., αλλά παραδεκτά στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας ως νέο αποδεικτικό μέσο κατά τα προεκτεθέντα, αντίγραφο αποσπάσματος του βιβλίου συμβάντων του φύλακα του πλοίου με την ονομασία «ST2», και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εκ των διαδίκων ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….» διατηρεί ληξιπρόθεσμη απαίτηση, ποσού 1.670.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων και εξόδων, σε βάρος της απολειπομένης διαδίκου αλλοδαπής εταιρίας (εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στο Ματζούρο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ) με την επωνυμία «……….», δυνάμει της από 14.10.2011 έγγραφης σύμβασης δανείου συναφθείσης μεταξύ τους (της ανωτέρω τράπεζας συμβληθείσης υπό την τότε επωνυμία της «………»), αλλά και με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη και επίσης εδρεύουσα στις ….. εταιρία με την επωνυμία «………..».  Με την εν λόγω σύμβαση η δανειοδότρια τράπεζα χορήγησε στις προαναφερθείσες αλλοδαπές εταιρίες έντοκο δάνειο, ποσού 2.020.000 δολαρίων Η.Π.Α., μεταβιβασθέν σ’αυτές αυθημερόν, υπό τους εκεί ειδικότερα εκτιθέμενους όρους και συμφωνίες, στους οποίους περιλαμβανόταν και εις ολόκληρον ευθύνη των δανειοληπτριών προς αποπληρωμή του ποσού του δανείου.  Η εκ των δανειοληπτριών εταιρία με την επωνυμία «……….» ήταν κυρία του υπό σημαία Δημοκρατίας Νήσων Μάρσαλ ρυμουλκού (Ρ/Κ) (supply) πλοίου με την ονομασία «Μ/V ST1», με αριθμό νηολογίου Ματζούρο …., Δ.Δ.Σ. …., ολικής χωρητικότητας 1.352 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 405 κόρων, έτους ναυπήγησης 1987. Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση, νομίμως επικυρωμένη, από 14.10.2011 υποθηκοσύμφωνο που καταρτίσθηκε, νομίμως κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, στον Πειραιά και καταχωρήθηκε αυθημερόν στον τόμο ….., σελίδα … των βιβλίων της Διεύθυνσης Ναυτικών Υποθέσεων της ως άνω Δημοκρατίας, η πρώτη από τις δανειολήπτριες εταιρίες με την επωνυμία «……….», παραχώρησε υπέρ της δανειοδότριας τράπεζας, προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου, πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του ανωτέρω πλοίου της για ολόκληρο το ποσό του κεφαλαίου του δανείου, ήτοι για το ποσό των 2.020.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον συμβατικών τόκων, τόκων υπερημερίας, αποζημιώσεων και εξόδων της ενυπόθηκης δανείστριας και τόκων επ’αυτών (βλ. το προσκομιζόμενο από 17.12.2013 σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη πιστοποιητικό κυριότητας και βαρών, που εκδόθηκε από την Αναπληρώτρια Επίτροπο Ναυτικών Υποθέσεων των Νήσων Μάρσαλ στον Πειραιά). Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη από 07.11.2012 έγγραφη πρώτη τροποποίηση της πρώτης προτιμώμενης υποθήκης, η οποία καταρτίσθηκε, νομίμως κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, στον Πειραιά, και καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα στον τόμο …, σελίδα …, των βιβλίων της Διεύθυνσης Ναυτικών Υποθέσεων της ως άνω Δημοκρατίας (βλ. το προσκομιζόμενο από 21.11.2013 σε επίσημη μετάφραση νομίμως επικυρωμένη πιστοποιητικό κυριότητας και βαρών, που εκδόθηκε από την Αναπληρώτρια Επίτροπο Ναυτικών Υποθέσεων των Νήσων Μάρσαλ στον Πειραιά) περιορίσθηκε το ποσό του κεφαλαίου, για το οποίο παραχωρήθηκε η υποθήκη επί του συγκεκριμένου πλοίου, στο ποσό του 1.820.000 δολλαρίων Η.Π.Α. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι δανειολήπτριες εταιρίες δεν εκπλήρωσαν τις απορρέουσες από τη σύμβαση αυτή, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με νέα μεταξύ των ιδίων αρχικά συμβαλλομένων μερών σύμβαση κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2012, υποχρεώσεις τους όσον αφορά την απόδοση του δανείσματος, με αποτέλεσμα να καταστούν υπερήμερες, του ανεξόφλητου υπολοίπου του κεφαλαίου του δανείου έχοντας ήδη ανέλθει στις 30.4.2013 στο ποσό του 1.670.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων. Η ανωτέρω τράπεζα εν συνεχεία κατήγγειλε εγγράφως εκ του λόγου αυτού τη δανειακή σύμβαση, και ακολούθως για την ικανοποίηση της εν λόγω ληξιπρόθεσμης και απαιτητής απαίτησής της, υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 24.9.2013 αίτησή της κατά των δύο δανειοληπτριών εταιριών και δύο ακόμα φυσικών προσώπων (τα οποία είχαν εγγυηθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των ανωτέρω νομικών προσώπων από τη δανειακή σύμβαση) προς έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος του οφειλομένου υπολοίπου του κεφαλαίου του δανείου, ποσού 800.000 δολαρίων Η.ΠΑ. δυνάμει των ειδικότερα αναφερομένων στην αίτηση αυτή εγγράφων. Η εν λόγω αίτηση έγινε δεκτή με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……… διαταγή πληρωμής του ανωτέρω Δικαστή, με την υποία υποχρεώθηκαν οι τότε καθ’ων, μεταξύ αυτών και η διάδικος εταιρία με την επωνυμία «……….», να καταβάλουν στην ως άνω τράπεζα, ο καθένας εις ολόκληρον, το σε ευρώ ισόποσο των 800.000 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, καθώς και τη δικαστική δαπάνη αυτής, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 13.600 ευρώ. Κατά της  ανωτέρω διαταγής πληρωμής δεν ασκήθηκε ανακοπή εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 632 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση προς αυτήν αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής με τη συνταχθείσα κάτω απ’αυτό από 3.10.2013 επιταγή προς εκτέλεση, με αποτέλεσμα να καταστεί τελεσίδικη. Σημειωτέον ότι η ύπαρξη και το μέγεθος της απαίτησης της  ανωτέρω τράπεζας σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση δεν αμφισβητούνται από τους ανακόπτοντες «………» και ….  και …., οι οποίοι, όπως προεκτέθηκε, ουσιαστικά επικαλούνται σφάλμα στη σειρά κατάταξης των δανειστών στον προσβαλλόμενο πίνακα, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, και συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι μη ορθά κατατάχθηκε αυτή οριστικά και προνομιακά αντί των ιδίων, διότι οι αναγγελθείσες, πλην όμως μη καταταγείσες, στον πλειστηριασμό απαιτήσεις τους είναι εξοπλισμένες με ισχυρότερο προνόμιο έναντι της δικής της απαίτησης. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ανωτέρω τράπεζα, δυνάμει του προαναφερθέντος εκτελεστού τίτλου. επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της δανειολήπτριας αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……….», στο πλαίσιο της οποίας (εκτελεστικής διαδικασίας) επιβλήθηκε στις 7.11.2013 κατάσχεση επί του προαναφερθέντος πλοίου της με την ονομασία «ST1», το οποίο βρισκόταν κατά το χρόνο εκείνο ελλιμενισμένο στη θέση Βλύχα της Ελευσίνας, συνταχθείσης σχετικά της υπ’αριθμ. ……./7.11.2013 κατασχετήριας έκθεσης του  διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή … .. και διαδίκου εν προκειμένω. Εν συνεχεία, με την υπ’ αριθμ. ../21.11.2013 (διορθωτική της προγενέστερης υπ’ αριθμ. …/2013) περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή, ορίσθηκε να διενεργηθεί ο σχετικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος πλοίου στις 18.12.2013 στο Κατάστημα του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, ενώπιον του επίσης διαδίκου στην παρούσα δίκη Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης του ως άνω πλοίου, αυτό βρισκόταν σε κατάσταση παροπλισμού, στερούμενο πλοιάρχου και πληρώματος (βλ. τα αναφερόμενα στις ανωτέρω υπ’ αριθμ. …/07.11-2013 και …/21.11.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου και περίληψη της έκθεσης αυτής αντιστοίχως). Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα υπ’αριθμ. πρωτ. …/20.02.2015 έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά/Τομέας Ναυτολογίας, από 15.11.2011 δελτίο κατάπλου, από 18.11.2011 άδεια μεθόρμισης, από 26.01.2012 δελτίο απόπλου και υπ’ αριθμ. πρωτ. …/../2014 βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας/Τμήμα Νηολογίων & Ναυτικών Υποθηκολογίων, το κατασχεθέν πλοίο κατέπλευσε στο αγκυροβόλιο Πειραιά στις 15.11.2011 προερχόμενο από την Τυνησία, στις 18.11.2011 έλαβε άδεια μεθόρμισης από τη ράδα του Πειραιά προς το Πέραμα (και δη τις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου «…….»), απ’ όπου και απέπλευσε στις 26.1.2012 με προορισμό το λιμένα της Ελευσίνας, στον οποίο και κατέπλευσε την επομένη ημέρα (ήτοι στις  27.01.2012, βλ. την προσκομισθείσα υπ’ αριθμ. πρωτ. …../95.29.04.2014 βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας/Τμήμα Ναυτολογίας) και εν τέλει πλειστηριάσθηκε στις 18.12.2013. Όσο το πλοίο ναυλοχούσε στην Ελευσίνα, επιβλήθηκαν σ’ αυτό: α) Απαγόρευση απόπλου με προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που χορηγήθηκε την 1η.10.2012, κατόπιν αίτησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. .. . ……», για την εξασφάλιση απαίτησής της, ύψους 23.000 ευρώ, σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρίας, και κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας την ίδια ημέρα (1η.10.2012), β) απαγόρευση απόπλου με προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που χορηγήθηκε στις 6.12.2012, κατόπιν αίτησης της εταιρίας με την επωνυμία «. ………», διαδίκου στον πρώτο βαθμό, του κεφαλαίου της εκκαλουμένης επί της ασκηθείσης ανακοπής της οποίας δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, για την εξασφάλιση απαίτησής της, ύψους 33.000 ευρώ, σε βάρος της ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρίας, και κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας στις 27.12.2012, γ) συντηρητική κατάσχεση μέχρι του ποσού των 32.355 ευρώ, με την υπ’ αριθμ. 7/07.01.2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία εκδόθηκε επί αίτησης της προαναφερόμενης εταιρίας («……..»), με αντικείμενο τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησής της και κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας στις 13.02.2013, και δ) η προαναφερόμενη αναγκαστική κατάσχεση της τράπεζας .., που κοινοποιήθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας στις 11.11.2013. Σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στην ως άνω υπ’ αριθμ. πρωτ. ../../2014 βεβαίωση του Τμήματος Νηολογίων & Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, από την επιβολή της πρώτης χρονικά απαγόρευσης απόπλου, δηλ. από την 1η.10-2012, μέχρι και τον πλειστηριασμό του εν λόγω πλοίου, δε χορηγήθηκε ποτέ ελευθεροπλοΐα σ’αυτό. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 18.12.2013 διενεργήθηκε ενώπιον του προαναφερόμενου συμβολαιογράφου Πειραιώς ο πλειστηριασμός του ανωτέρω πλοίου, το οποίο κατακυρώθηκε στην εδρεύουσα στη Δημοκρατία του Παναμά εταιρία με την επωνυμία «……..», ως αναδειχθείσα τελευταία υπερθεματίστρια, η οποία κατέβαλε εμπρόθεσμα το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, ποσού 575.000 δολαρίων Η.Π.Α. Στον πλειστηριασμό αυτόν, για τον οποίο συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. …/18.12.2013 έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου και η υπ’ αριθμ. 30/27.12.2013 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης πλοίου για το ποσό των 575.000 δολαρίων Η.Π.Α. ή 420.198,77 ευρώ του ανωτέρω συμβολαιογράφου, αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να λάβουν μέρος στη διανομή του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, προς ικανοποίηση προβαλλομένων απαιτήσεών τους σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, οι κάτωθι: α) Ο διάδικος στον πρώτο βαθμό, πλην όμως όχι στην κατ’έφεση δίκη, ……., ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση πρακτορείου με τον διακριτικό τίτλο «……..», με την από 27.12.2013 αναγγελία του, για το ποσό των 15.611,74 ευρώ, πλέον τόκων, β) η επίσης διάδικος στον πρώτο βαθμό και όχι στην παρούσα κατ’έφεση δίκη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….», με την από 02.01.2014 αναγγελία της, για ποσό 43.758,91 ευρώ, πλέον τόκων από την 17η.12.2013 μέχρις την εξόφληση, άλλως μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, που αφορούσε απαιτήσεις της από παροχή υπηρεσιών ναυτικής πρακτόρευσης στο εκπλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 26.01.2012 έως 17.12.2013, και δη για το μεν επιμέρους ποσό των 41.100 ευρώ αφορούσε σε αμοιβή της για την πρακτόρευση του ανωτέρω πλοίου κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα,για το δε επιμέρους ποσό των 2.658,91 ευρώ, σε δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε για την εν λόγω πρακτόρευση, γ) η επίσης διάδικος στον πρώτο βαθμό εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..», με την από 23.12.2013 αναγγελία της, για ποσό 32.355 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων, που αφορούσε σε απαιτήσεις της από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εφοδίων, με τα οποία προμήθευσε το πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 23. 11.2010 έως 24.01.2012, δ) η διάδικος ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «. ……..», με την από 27.12.2013 αναγγελία της, για ποσό 6.167,25 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων μέχρι την εξόφληση, άλλως μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, που αφορούσε σε απαιτήσεις της από διαδοχικές συμβάσεις πώλησης εφοδίων, με τα οποία προμήθευσε το πλειστηριασθέν πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 21.12.2011 έως 21.05.2012, ε) οι διάδικοι  ……. και … ., με την από 31.12.2013 αναγγελία τους, για ποσό 22.000 ευρώ ο καθένας, πλέον νομίμων τόκων (από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κάθε επιμέρους μηνιαίος μισθός κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός, άλλως από την επομένη της επίδοσης της σχετικής αγωγής τους προς την εργοδότιδά τους – καθ’ ης η εκτέλεση μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης) και εξόδων, που αφορούσε τις συμφωνηθείσες αποδοχές τους για την παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλειστηριασθέν πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκαν ως φύλακες κατά το χρονικό διάστημα από 07.02.2013 έως και 18.12.2013, κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στην Ελευσίνα, και στ) η επίσης διάδικος ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….», με την από 19.12.2013 αναγγελία της, για ποσό 1.670.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων και εξόδων, που αφορούσε στις απαιτήσεις της από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση των οποίων είχε εγγραφεί πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επιπλέον, ο Δικαστικός Επιμελητής … κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον προσκομιζόμενο από έτος 2013 (άνευ ειδικότερης ημερομηνίας) πίνακα των εξόδων και δικαιωμάτων του σχετικά με τις πράξεις εκτέλεσης, που διενήργησε, τα οποία ανήλθαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον πίνακα αυτόν, στο συνολικό ποσό των 2.916,38 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. ποσοστού 23% επί του ποσού αυτού, ήτοι, συνολικά, στο ποσό των 3.587,15 ευρώ. Λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος των 575.000 δολαρίων Η.Π.Α. συντάχθηκε από τον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού ο προσβαλλόμενος υπ’ αριθμ. ../23.6.2014 πίνακας κατάταξης δανειστών, σύμφωνα με τον οποίο, αφού αφαιρέθηκε το συνολικό ποσό των 7.222,56 ευρώ, ή 9.819,79 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο διανομής, ήτοι στις 23.6.2014, οπότε συντάχθηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης (1 ευρώ = 1,3596 δολάρια Η.Π.Α., για τα έξοδα εκτέλεσης, και συγκεκριμένα το επιμέρους ποσό των 3.340,21 ευρώ, ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία, για τα έξοδα και τα δικαιώματα του ως άνω συμβολαιογράφου και το επιμέρους ποσό των 3.882,35  ευρώ, ή 5.278,44 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία, για τα έξοδα και τα δικαιώματα του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή, κατατάχθηκαν στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, ποσού 565.180,21 δολαρίων Η.Π.Α., οι κάτωθι: 1) Η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….», προνομιακά και οριστικά, για  το ποσό των 498,91 ευρώ, ή 678,32 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία, 2) ο …… προνομιακά και υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαίτησής του  για το ποσό των 15.611,74 ευρώ, ή 21.225,72 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση την ως άνω συναλλαγματική ισοτιμία,σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ανωτέρω αναγγελθείσας απαίτησής του, και 3) οριστικά και προνομιακά η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………»,  σε όλο το υπόλοιπο πλειστηρίασμα, ήτοι στο ποσό των 543.276,17 δολαρίων Η.Π.Α., σε μερική εξόφληση της αναγγελθείσας απαίτησής της από την ανωτέρω αναφερόμενη σύμβαση δανείου, για την εξασφάλιση της οποίας είχε εγγραφεί πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του πλειστηριασθέντος πλοίου. Αντιθέτως, δεν κατετάγησαν μεταξύ άλλων αναγγελθέντων δανειστών: 1) Η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», για το σύνολο του ποσού της αναγγελθείσας απαίτησής της, με την αιτιολογία ότι η ως άνω ανακόπτουσα ουδόλως ανέφερε στην αναγγελία της ότι η απαίτησή της αυτή είναι προνομιακή κατά το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης (ελληνικό), ότι η πώληση τροφοεφοδίων για το εκπλειστηριασθέν πλοίο δεν απολαύει προνομίου με βάση τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η απαίτησή της πράγματι εμπίπτει στην έννοια των εξόδων συντήρησης του πλοίου, δεν ανάγεται στο χρονικό διάστημα πριν από τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, και, επομένως, δεν εξοπλίζεται με προνόμιο, και 2) οι ανακόπτοντες .. και … για το σύνολο των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, με την αιτιολογία ότι οι ως άνω ανακόπτοντες ουδόλως ανέφεραν στην αναγγελία τους ούτε απέδειξαν, διά της προσκομιδής σχετικών αποδεικτικών εγγράφων, ότι οι απαιτήσεις τους αυτές ήταν προνομιακές και κατά το δίκαιο της σημαίας του πλειστηριασθέντος πλοίου (ήτοι το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ), και, επομένως, η αναγγελία τους ήταν αόριστη. Κατά το άρθρο 1012 παρ.4 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατεσχημένου πλοίου, η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης, γίνεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας την σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό – εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης). Η σειρά, όμως, κατάταξης των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλ’αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ.4 του ΚΠολΔ (ΑΠ 295/2002 ΕΝΑΥΤΔ 2002.117). Περαιτέρω, εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται, ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής τους τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. Έτσι, αν εκπλειστηριασθεί αλλοδαπό πλοίο στην Ελλάδα, οι απαιτήσεις, που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, θα καταταγούν στη σειρά που προβλέπει για παρόμοιες,κατά τη φύση και το χαρακτήρα τους απαιτήσεις το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ. 4 του ΚΠολΔ, και μάλιστα πριν από τις απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη, μόνον όμως αν το προνόμιο αυτό αναγνωρίζεται από το δίκαιο της χώρας, της οποίας τη σημαία έφερε το πλοίο κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, ενώ στην αντίθετη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/1996 ΕλλΔνη 39.347, ΑΠ 599/2000 ΕΕμπΔ 2001.320). Αν η LΕΧ FΟRΙ δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006.242,   ΕφΠειρ 933/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2007.49, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΑΥΤΔ 2004.140, ΕφΠειρ 93/1999 ΕΕμπΔ 1999.560). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι επί κατασχεμένου πλοίου που πλειστηριάσθηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά κύριο λόγο όπως ορίζουν οι διατάξεις του ΚΙΝΔ. Προηγούνται οι κατ’άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ μόνον όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο του οφειλέτη και όχι ακίνητο του (ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40.1326). Στη συνέχεια κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ. Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πλήρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, που έλαβε χώρα στις 23.6.2014, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν.4072/2012, ΦΕΚ Α΄87/11.4.2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα, που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολόγησης των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν). 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) Οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημιές σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Τα ως άνω προνόμια, κατά ρητή διάταξη του ιδίου άρθρου (205 ΚΙΝΔ), προηγούνται της υποθήκης, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΙΝΔ «αι προνομιούχοι απαιτήσεις της αυτής τάξεως κατατάσσονται συμμέτρως». Τα παραπάνω προνόμια, είναι ειδικά, έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο (ή το ναύλο) και εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου, απλές ή προτιμώμενες. Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών, στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 του ΚΠολΔ, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές των εργαζομένων με σύμβαση χερσαίας εργασίας. Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Εξάλλου, ως έξοδα φύλαξης, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα “επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης”, προς το σκοπό διασφάλισης του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε. Στα έξοδα φύλαξης περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων, που καταβάλλεται για τη φύλαξη του πλοίου σε φύλακα οριζόμενο από τον πλοιοκτήτη. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού. Αποκλείεται, δηλαδή, κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας. Η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι δεν προστατεύει μόνο τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, αλλά ωφελεί αμέσως και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρεί φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμένει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού, προς βλάβη των δανειστών. Ως έξοδα φύλαξης νοούνται εκείνα που γίνονται για την επίβλεψη και αναγκαία φροντίδα διαφύλαξης και διασφάλισης του πλοίου στην κατάσταση που βρίσκεται μαζί με τα συστατικά και παραρτήματα του (Εφ.Πειρ 1112/86 ΕλλΔνη 28.493). Περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δαπάνες αλλά και η αμοιβή των αναγκαίων προς τούτο υπηρεσιών και φροντίδων (αντιμισθία φυλάκων, μίσθωμα αποθήκευσης εξαρτημάτων του πλοίου, μετακίνησης του πλοίου για λόγους ασφάλειας κ.τ.λ., ΕφΠειρ 361/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010.236). Εξάλλου, ενόψει του ότι, το πλειστηριασθέν πλοίο έφερε σημαία Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, όπως αναφέρεται στις ανακοπές, αλλά προέκυψε και από τα αποδεικτικά μέσα, που τέθηκαν υπόψη του παρόντος Δικαστηρίου, τα ναυτικά προνόμια επ’αυτού ρυθμίζονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το δίκαιο της πολιτείας αυτής, η οποία δεν έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 10ης.04.1926 «Περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων που αφορούν τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες» (βλ. το CMI Yearbook 2014, σελ. 476-477, που είναι δημοσιευμένο στο διαδικτυακό ιστότοπο http://www.comitemaritime.org). Το ουσιαστικό ναυτικό δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι διατάξεις περί ναυτικών προνομίων και δικαιωμάτων in rem σε πλοία) περιλαμβάνεται στο Ναυτικό Νόμο του έτους 1990 (The Maritime Act 1990 of the Republic of the Marshall Islands), όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους νόμους (P.L. = Public Laws) 1990-92, 1992-32, 1993-76, 1997-33, 1999-91, 2000-8, 2001-27, 2003-95, 2005-36, 2006-53 και 2009-16. Ο Νόμος αυτός εμπεριέχεται, υπό τον υπ’ αριθμ. 47 Τίτλο, στον Αναθεωρημένο Κώδικα των Νήσων Μάρσαλ (Marshall Islands Revised Code, Title 47). Στις διατάξεις των άρθρων 318 και 319§1 του ανωτέρω νόμου [που τιτλοφορούνται «Κατάσχεση· προτεραιότητα του προνομίου της προτιμώμενης υποθήκης· εξαίρεση» (Foreclosure; priority of Preffered Mortgage lien; Exemption) και «Αναγκαία· προνόμιο· αναγκαστική εκτέλεση» (Necessaries; lien; enforcement) αντιστοίχως], το κείμενο του οποίου προσκομίζεται από τους διαδίκους σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση νομίμως επικυρωμένη, ορίζονται τα ακόλουθα: «Άρθρο 318: Σε περίπτωση πώλησης (πλειστηριασμού) οιουδήποτε πλοίου στο πλαίσιο αγωγής in rem (suit in rem) ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας (High Court of the Republic), δικάζοντος κατά τη Ναυτική Διαδικασία (sitting in Admiralty), για την αναγκαστική εκτέλεση προνομίου προτιμώμενης υποθήκης, όλες οι αξιώσεις κατά του πλοίου που προϋπήρχαν της πωλήσεώς του, συμπεριλαμβανομένων και όσων εξοπλίζονται με προνόμιο κατά το Κοινοδίκαιο (possessory common law lien), παύουν να υφίστανται έναντι του πλοίου και ισχύουν πλέον για το ίδιο ποσό και σύμφωνα με τις αντίστοιχες προτεραιότητες έναντι του προϊόντος της πώλησης (πλειστηριασμού)  εκτός αυτών, το προνόμιο της προτιμώμενης υποθήκης προηγείται έναντι κάθε απαίτησης κατά του σκάφους, εκτός των ναυτικών προνομίων για τις ζημίες που προκύπτουν από αδίκημα (tort), των ναυτικών προνομίων που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 238 του παρόντος Τίτλου (ενν. ο υπ’ αριθμ. 47 Τίτλος του Marshall Islands Revised Code, δηλαδή ο Maritime Act 1990), των ναυτικών προνομίων για τους μισθούς του πληρώματος (crew’s wages), για τη γενική αβαρία (general average) και για την επιθαλάσσια αρωγή (salvage) (συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής) και των δαπανών (expenses) και τελών (fees) που εγκρίνονται και των εξόδων (costs) που επιδικάζονται από το Δικαστήριο. Άρθρο 319: §1. Όποιος εκτελεί επισκευές (repairs), παρέχει προμήθειες (supplies), ενεργεί ρυμούλκηση (towage), παρέχει τη χρήση δεξαμενής (dry dock) ή ναυτικού σιδηροδρόμου (marine railway), ή παρέχει άλλα αναγκαία (necessaries) σε κάθε αλλοδαπό ή ημεδαπό πλοίο κατόπιν εντολής του πλοιοκτήτη (owner) ή προσώπου εξουσιοδοτηθέντος από τον πλοιοκτήτη, αποκτά ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 238§3 του ίδιου νόμου [που τιτλοφορείται «Είσπραξη τελών και φόρων· ποινές και προνόμια» (Collection of fees and taxes; penalties and liens)] ορίζεται ότι «Κάθε φόρος χωρητικότητας (tonnage taxes), τέλος (fees), χρηματική ποινή (penalties) και κάθε χρηματική επιβάρυνση (χρέωση) (charges) που δεν έχει πληρωθεί και προβλέπεται στο νόμο αυτό (ενν. τον Maritime Act 1990) ή σε κανονισμούς (Regulations) που εκδίδονται δυνάμει αυτού, αποτελεί ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου σε σχέση με το οποίο οφείλονται τέτοιου είδους ποσά και, ανεξαρτήτως των αντιθέτων προβλέψεων του άρθρου 316 του παρόντος Τίτλου (ενν. ο υπ’ αριθμ. 47 Τίτλος του Marshall Islands Revised Code, δηλαδή ο Maritime Act 1990), τέτοιο προνόμιο προηγείται έναντι παντός άλλου πλην αυτών που αφορούν τους μισθούς (του πληρώματος) και την επιθαλάσσια αρωγή». Με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ναυτικού Νόμου του έτους 1990 (The Maritime Act 1990) προνομιούχες κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ είναι οι ακόλουθες απαιτήσεις: 1) Οι μισθοί του πληρώματος, 2) οι απαιτήσεις εκ της επιθαλάσσιας αρωγής (συμπεριλαμβανομένης και της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής), 3) οι φόροι, τα τέλη, οι χρηματικές ποινές και οι λοιπές χρηματικές επιβαρύνσεις (χρεώσεις) που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο ή σε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, 4) τα δικαστικά έξοδα (δαπάνες και τέλη που εγκρίνονται και έξοδα που επιδικάζονται από το δικαστήριο), 5) τα οφειλόμενα ποσά λόγω συνεισφοράς σε κοινές αβαρίες, 6) οι αποζημιώσεις για ζημίες που οφείλονται σε αδικοπραξία, 7) οι προτιμώμενες υποθήκες και 8) οι απαιτήσεις που απορρέουν από εκτέλεση επισκευών, παροχή προμηθειών, ρυμούλκηση, παροχή χρήσης δεξαμενής ή ναυτικού σιδηροδρόμου ή παροχή άλλων αναγκαίων κατόπιν εντολής του πλοιοκτήτη ή προσώπου εξουσιοδοτηθέντος απ’ αυτόν. Περαιτέρω, στις διατάξεις του π.δ. 280/2000 «Υποχρέωση πρόσληψης φυλάκων στα πλοία που τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής των δικαστηρίων και κάθε άλλη αναγκαία με το θέμα αυτό λεπτομέρεια» ορίζεται ότι: «Άρθρο 1 (Διορισμός Φυλάκων): §1. Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο… §2. Εάν για το ίδιο πλοίο έχουν επιβληθεί από περισσότερους του ενός μέτρα απαγόρευσης από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Λιμενική Αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο έγκρισης διορισμού φύλακα ή φυλάκων από κοινού εκ μέρους όλων των επισπευδόντων εφόσον υποβληθεί στη Λιμενική Αρχή εγγράφως σχετικό αίτημα αυτών. §3. Ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ο πλοίαρχος και ο ναυτικός πράκτορας του πλοίου παρέχουν στον φύλακα τις απαιτούμενες διευκολύνσεις διαμονής επί του πλοίου και τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων του… §6. Κάθε φύλακας εφοδιάζεται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή με “ΑΔΕΙΑ ΦΥΛΑΚΑ ΠΛΟΙΟΥ”, η οποία εκδίδεται ύστερα από την υποβολή των ακόλουθων δικαιολογητικών: α) σύμβασης εργασίας μεταξύ του προσλαμβανόμενου και του εργοδότη ή των πλειόνων εργοδοτών, αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται, με μέριμνα του εργοδότη ή των εργοδοτών, στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα, β) αντιγράφου αναγγελίας πρόσληψης στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού ή στο Γ.Ε.Ν.Ε., γ) δήλωσης του φύλακα, για επιστροφή της άδειας, εάν παύσει να προσφέρει υπηρεσίες φύλακα. Εάν ο φύλακας είναι συνταξιούχος ναυτικός στη δήλωση αυτή αναγράφεται επίσης ότι πριν την ανάληψη οποιασδήποτε εργασίας θα το δηλώσει με προσωπική του ευθύνη στο Ν.Α.Τ. παρέχοντας κάθε σχετική πληροφορία, δ) έγγραφης δήλωσης του εργοδότη (ή των εργοδοτών), στην οποία δηλώνει ότι εντός δέκα (10) ημερών από την πρόσληψη του φύλακα θα υποβάλει στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα αντίγραφο της σχετικής σύμβασης εργασίας, ε) φωτοαντιγράφου των σελίδων του Ναυτικού Φυλλαδίου που περιέχουν τα στοιχεία του ναυτικού ή, εάν πρόκειται για αλλοδαπό, των αντιστοίχων σελίδων του οικείου εγγράφου του κράτους του, από το οποίο αποδεικνύεται η ιδιότητα του ναυτικού, φωτοαντιγράφου του πιστοποιητικού βασικού κύκλου Δημόσιας Σχολής Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων Εμπορικού Ναυτικού και του πιστοποιητικού ιατρικής εξέτασης. Άρθρο 2 (Καθήκοντα Φυλάκων): §1. Οι φύλακες των ανωτέρω πλοίων: … γ) τηρούν ανελλιπώς “Ημερολόγιο Φύλακα”, το οποίο φυλλομετρείται και θεωρείται στην τελευταία σελίδα από τη Λιμενική Αρχή πριν από την έναρξη συμπλήρωσής του… §3. Στο ημερολόγιο του φύλακα καταχωρίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με το διορισμό του, την εκτέλεση εργασιών στο πλοίο και τα ειδικά καθήκοντα του φύλακα όπως αυτά προβλέπονται στο Διάταγμα αυτό καθώς και τα στοιχεία κάθε ανερχόμενου στο πλοίο προσώπου. Το ημερολόγιο αυτό κάθε εβδομάδα υποβάλλεται προς θεώρηση στη Λιμενική Αρχή και σε περίπτωση εκτάκτων περιστατικών υποβάλλεται αυθημερόν. Άρθρο 6 (Κυρώσεις): Οι παραβάτες του παρόντος, του οποίου η εκτέλεση ανατίθεται στα Λιμενικά Όργανα, ανεξάρτητα από τις συντρέχουσες αστικές και ποινικές ευθύνες κατά την ισχύουσα νομοθεσία, υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγρ. 11 του ν. 2743/99 (Α΄ 211), στις κυρώσεις του άρθρου 157 του ν.δ. 187/73 (Α΄ 261), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 381/95 (Α΄ 214)». Εξάλλου, έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρ. 972§2 εδ.β` ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 1083/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013.226). Τέλος, οι αναγγελθέντες δανειστές, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγομένης, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ.2 του  ΚΠολΔ, δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη και δε δεσμεύονται, ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και του οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο. Επομένως, ο καθ’ου η ανακοπή δε δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του ανακόπτοντος και του καθ’ου η εκτέλεση (ΑΠ 711/2016, ΑΠ 370/2014, ΑΠ 1860/2013, ΑΠ 270/2012, ΑΠ 1501/2006, ΑΠ 387/2001, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Οι ανακόπτοντες 1) ……και 2) …… με τον πρώτο λόγο της από  16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../../17.7.2014) ανακοπής τους ισχυρίσθηκαν ότι  εσφαλμένα ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κατά τη σύνταξη του προσβαλλόμενου πίνακα δέχθηκε ότι η σειρά κατάταξης των ναυτικών προνομίων κρίνεται με βάση το δίκαιο της χώρας, του οποίου τη σημαία φέρει το εκπλειστηριασθέν πλοίο, και όχι, ως έδει, με βάση το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης, ενώ με το δεύτερο λόγο της ως άνω ανακοπής ισχυρίσθηκαν ότι, επίσης μη ορθά, ο  ίδιος συμβολαιογράφος δεν προέβη στην κατάταξη των απαιτήσεών τους στον εν λόγω πίνακα, διότι δέχθηκε ότι η αναγγελία τους ήταν αόριστη, καθώς δεν αναφερόταν σ’αυτήν ότι οι απαιτήσεις τους τυγχάνουν προνομιακές κατά το δίκαιο  του τόπου της σημαίας του πλοίου. Εν προκειμένω όμως, και ανεξαρτήτως της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων αυτών, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που τέθηκαν υπόψη και του παρόντος Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε, σε βαθμό σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης, ότι οι ανακόπτοντες διατηρούν απαιτήσεις σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση από την παροχή προς αυτήν υπηρεσιών φύλαξης του μετέπειτα εκπλειστηριασθέντος πλοίου της κατά το χρονικό διάστημα από 7.2.2013 ώς 18.12.2013, σε εκτέλεση καταρτισθείσας μεταξύ αυτών και εκπροσώπου της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, ενεργήσασας για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, για τις οποίες σε περίπτωση ευδοκίμησης της ανακοπής τους να δικαιούνται να καταταγούν προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα, ως αφορώσες σε έξοδα φύλαξης του πλοίου αυτού, και αναγόμενες στο χρονικό διάστημα μετά από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, όπου και κατασχέθηκε. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι το σχετικό δικονομικό βάρος απόδειξης της ύπαρξης κατατακτέων απαιτήσεών τους σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση φέρουν οι ίδιοι οι ανακόπτοντες, ενόψει του ότι η δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή αυτή ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……….», στη θέση της καταταγείσας απαίτησης της οποίας επιδιώκουν να καταταγούν οι δικές τους απαιτήσεις, διατασσομένης της αποβολής της κατά το ισόποσο και μεταρρυθμιζομένου σχετικά του πίνακα, αμυνόμενη κατά της ανωτέρω ανακοπής με τις προτάσεις της, που κατέθεσε στον πρώτο βαθμό, ρητά το αρνείται. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στο ανωτέρω πλοίο, καθόλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2012 έως 18.12.2013, όταν και διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός του, που περιλαμβάνει καθ’ολοκληρίαν και το χρονικό διάστημα από 7.2.2013 έως 18.12.2013, κατά το οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είχαν προσληφθεί από την πλοιοκτήτρια εταιρία και απασχολήθηκαν εκεί ως φύλακες, και ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα της Ελευσίνας, ουδέποτε χορηγήθηκε ελευθεροπλοΐα, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το εν λόγω πλοίο, ήδη από την 1η.10.2012, και στο εξής, συνεχώς μέχρι και την ημέρα του πλειστηριασμού του, βρισκόταν υποχρεωτικά ακινητοποιημένο στο χώρο του ανωτέρω λιμένος, και δεν εκτελούσε πλόες, λόγω των απαγορεύσεων απόπλου, που του είχαν επιβληθεί έκτοτε, καταρχάς δυνάμει δύο προσωρινών διαταγών με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, και στη συνέχεια συνεπεία των επίσης επιβληθεισών σ’αυτό, αρχικά συντηρητικής κατάσχεσης, και, ακολούθως, και της αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο της επίμαχης εκτελεστικής διαδικασίας. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, κατά το διάστημα αυτό, κατά το οποίο το ως άνω πλοίο απαγορευόταν να αποπλεύσει, θα έπρεπε μεν να προσληφθεί και εγκατασταθεί σ’αυτό φύλακας για τη φύλαξή του καθ’όλο το 24ωρο, πλην όμως από τον εκάστοτε επισπεύδοντα δανειστή, με πρωτοβουλία του οποίου επιβλήθηκε το μέτρο της απαγόρευσης απόπλου, και ο οποίος και μόνον υποχρεούτο εκ του νόμου να προβεί στις ενέργειες αυτές, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα υπόκειτο στις προβλεπόμενες κυρώσεις, και όχι από την πλοιοκτήτρια εταιρία, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, η οποία, άλλωστε, ούτε υποχρεούτο, ούτε, όμως και είχε το δικαίωμα να διορίσει πρόσωπο της επιλογής της, προκειμένου να ασκήσει τα συγκεκριμένα καθήκοντα, αλλά απλά όφειλε να συνδράμει τον προσληφθέντα  από το δανειστή της φύλακα διά της παροχής σ’αυτόν των απαιτούμενων διεκολύνσεων διαμονής επί του πλοίου της και των αναγκαίων μέσων για τη εκτέλεση της εργασίας του. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή και ο προσληφθείς από τον επισπεύδοντα φύλακας θα έπρεπε να εφοδιασθεί με σχετική άδεια από την αρμόδια λιμενική αρχή, κατόπιν υποβολής προς αυτήν των απαραίτητων δικαιολογητικών, μεταξύ των οποίων και της σύμβασης εργασίας του, και, επιπροσθέτως, να τηρεί ανελλιπώς, ημερολόγιο φύλακα, όπως προβλέπεται στην ισχύουσα νομοθεσία, και εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Πράγματι, όπως προκύπτει από προσκομιζόμενο υπ’αριθμ. πρωτ. ……./11.11.2013 έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας/Τμήμα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων, το εν λόγω Λιμεναρχείο, μετά την προς αυτό κοινοποίηση στις 11.11.2013 της επιβληθείσης αναγκαστικής κατάσχεσης του μετέπειτα  εκπλειστηριασθέντος πλοίου από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «. . . . ..», απευθύνθηκε αυθημερόν σ’αυτήν προκειμένου να της γνωστοποιήσει την υποχρέωσή της να προσλάβει και εγκαταστήσει φύλακα στο κατασχεθέν πλοίο και, εν συνεχεία, να καταθέσει στο εν λόγω Λιμεναρχείο την έγγραφη συναίνεση του φύλακα αυτού, καθόσον διαφορετικά θα της επέβαλλε τις προβλεπόμενες στο νόμο κυρώσεις. Σε συμμόρφωση με τις ως άνω υποχρεώσεις της η ανωτέρω τράπεζα ανέθεσε τη φύλαξη του ένδικου πλοίου στην εταιρία με την επωνυμία «…….», γεγονός που γνωστοποίησε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας με την επίσης νόμιμα προσκομιζόμενη από 19.11.2013 επιστολή της. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη με επίκληση υπ’αριθμ. ././19.2.2015 βεβαίωση του Γραφείου Αγκυροβολίας και Φυλάκων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2012 έως και 18.12.2013, δηλαδή από την επιβολή το πρώτον με προσωρινή διαταγή απαγόρευσης απόπλου στο ανωτέρω πλοίο μέχρι και την ημερομηνία του πλειστηριασμού του, στο οποίο πλήρως εμπίπτει και το χρονικό διάστημα από 7.2.2013 έως 18.12.2013, κατά το οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι παρείχαν εκεί υπηρεσίες φύλαξης, χρέη φύλακα σ’αυτό εκτελούσαν, με βάση τα υπάρχοντα στην ως άνω Υπηρεσία στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2012 έως και 18.2.2013 ο ………., τον οποίο είχε τοποθετήσει η εταιρία «……», δηλαδή ο διάδικος στον πρώτο βαθμό, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση πρακτορείου με τον διακριτικό τίτλο «………», σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 21.11.2013 έως και 18.12.2013 ο …….., τον οποίο είχε τοποθετήσει η εταιρεία «……….», στην οποία είχε αναθέσει τη φύλαξη του πλοίου αυτού η επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση ανώνυμη τραπεζική εταιρία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ενώ ουδόλως αναφέρονται οι ανακόπτοντες ως ασκήσαντες τέτοια καθήκοντα κατά το επικαλούμενο στην αναγγελία τους και στην ανακοπή τους χρονικό διάστημα, όπως θα συνέβαινε, εάν είχαν γνωστοποιήσει την πρόσληψή τους στην ανωτέρω αρχή μετά των κατά νόμο απαιτουμένων δικαιολογητικών, προκειμένου να εφοδιασθούν με την απαραίτητη άδεια, ως όφειλαν κατά το νόμο. Σημειωτέον ότι πλήρης δικανική πεποίθηση περί της σύναψης συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, από τις οποίες απορρέουν οι απαιτήσεις των ανωτέρω ανακοπτόντων, τις οποίες ανήγγειλαν αυτοί στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, και για τις οποίες ζήτησαν να καταταγούν στον συνταχθέντα πίνακα προνομιακά, ώστε να ικανοποιηθούν πλήρως από το προς διανομή πλειστηρίασμα, αλλά και περί της πραγματικής απασχόλησής τους ως φυλάκων του πλειστηριασθέντος πλοίου κατά το αναφερόμενο στην αναγγελία και στην ανακοπή τους χρονικό διάστημα δε δύναται να συναχθεί από το προσκομιζόμενο από 7.02.2013 έγγραφο του νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου εταιρίας, με το οποίο γνωστοποιείται προς κάθε ενδιαφερόμενο (δεδομένου ότι το εν λόγω έγγραφο δεν απευθύνεται προς κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή υπηρεσία) ότι από την ως άνω ημερομηνία (7.02.2013) ανατίθεται από την εταιρία αυτή (ενεργούσα υπό την ιδιότητά της ως αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας) η φύλαξη του πλοίου στους ανακόπτοντες. Το ως άνω έγγραφο, αφενός μεν προέρχεται από πρόσωπο που δεν όφειλε ούτε εδικαιούτο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να προσλάβει και να εγκαταστήσει φύλακες επί του τελούντος ήδη τότε σε απαγόρευση απόπλου πλοίου (προέρχεται δηλαδή από την πλοιοκτήτρια εταιρία αντιπροσωπευόμενη από την εταιρία στην οποία είχε ανατεθεί η διαχείριση του πλοίου αυτού), το οποίο, βέβαια, θα επωμιζόταν, άνευ λόγου και ως μη όφειλε, και τη διόλου ευκαταφρόνητη δαπάνη της καταβολής των αποδοχών τους, αφετέρου δε ουδέποτε κατατέθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας. Εξάλλου, το εν λόγω έγγραφο δεν ενισχύεται και από άλλα ικανά αποδεικτικά στοιχεία, αφού οι ανακόπτοντες δεν προσκομίζουν κανένα από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.6 του π.δ. 280/2000 και θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί από την ως άνω αρμόδια Λιμενική Αρχή, ή να έχουν κατατεθεί σ’ αυτήν, αν πράγματι είχαν αναλάβει αυτοί τη φύλαξη του ένδικου πλοίου (ήτοι την άδεια φύλακα πλοίου, την έγγραφη σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτών και της φερόμενης ως εργοδότριάς τους, το αντίγραφο αναγγελίας πρόσληψης στον Ο.Α.Ε.Δ. ή στο Γ.Ε.Ν.Ε., την έγγραφη δήλωση της φερόμενης ως εργοδότριάς τους περί υποβολής εντός δέκα ημερών από την πρόσληψή τους αντιγράφου της σχετικής σύμβασης εργασίας στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα), αλλ’ ούτε και αντίγραφο του ημερολογίου φύλακα που έπρεπε να τηρείται απ’ αυτούς και να υποβάλεται προς θεώρηση στην προαναφερόμενη Λιμενική Αρχή για όσο χρόνο εκτελούσαν χρέη φύλακα του παραπάνω πλοίου, σύμφωνα με το άρθρο  2 παρ.1 και 3 του π.δ. 280/2000. Ούτε όμως το παρόν Δικαστήριο δύναται να αχθεί σε τέτοια κρίση από τα, το πρώτον παραδεκτά προσκομιζόμενα στην κατ’έφεση δίκη από τους ανακόπτοντες (απαραδέκτως στον πρώτο βαθμό με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών τους, όπως έχει ήδη εκτεθεί), αφενός μεν αντίγραφο αποσπάσματος του βιβλίου συμβάντων του φύλακα του πλοίου με την ονομασία «ST2», στις καταγραφές του οποίου, που αφορούν τις ημερομηνίες 30.8.2013 και 8.11.2013, αναφέρεται η παροχή σ’αυτόν συνδρομής από τους ανακόπτοντες ……. και …., ως «φύλακες της πλοιοκτήτριας», όλως γενικώς και αορίστως, χωρίς ουδεμία μνεία στο πλειστηριασθέν πλοίο, ενόψει και του ότι πλοιοκτήτρια του επίσης κατασχεθέντος και πλειστηριασθέντος πλοίου «ST2» δεν ήταν η καθ’ης η εκτέλεση, αλλά η επίσης εδρεύουσα στη Δημοκρατία …….εταιρία με την επωνυμία «……….», αφετέρου δε από 26.2.2015 ένορκη βεβαίωση του …………, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης επιχείρησης με αντικείμενο τις επισκευές και φυλάξεις πλοίων, κατέθεσε ότι, έχοντας αναλάβει από την προαναφερθείσα πλοιοκτήτρια του πλοίου «ST2», εκπροσωπηθείσα από τη διαχειρίστρια αυτής εταιρία με την επωνυμία «………..», του εν λόγω πλοίου, ενώ βρισκόταν ελλιμενισμένο στην Ελευσίνα, και ορίσει σ’αυτό ως φύλακα τον ……… για το χρονικό διάστημα από 6.3.2013 έως 18.11.2013, έβλεπε κατά το εν λόγω διάστημα τους ανακόπτοντες να εργάζονται ως φύλακες του πλοίου  «ST1», που επίσης ναυλοχούσε στον ίδιο λιμένα, διότι δεν κρίνεται πειστική, λαμβανομένου υπόψη και του ότι στο διενεργηθέντα πλειστηριασμό του πλοίου «ST2» οι …….. του … και ……. του …. ανήγγειλαν απαιτήσεις τους σε βάρος της τότε καθ’ης η εκτέλεση (πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου) από την ίδια αιτία, δηλαδή από την παροχή υπηρεσιών φύλαξης σ’αυτό για το χρονικό διάστημα από 7.2.2013 έως 18.11.2013, σε εκτέλεση, κατά τους ισχυρισμούς τους, συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, που φέρονται ότι κατήρτισαν με τη προαναφερθείσα διαχειρίστρια της πλοιοκτήτριας, για λογαριασμό της τελευταίας (όπως ακριβώς και ο εξετασθείς μάρτυρας), για τις οποίες, όμως, απαιτήσεις τους  στο σύνολό τους αυτοί και κατετάγησαν τελικά στον συνταχθέντα υπ’αριθμ……../2.12.2013 πίνακα κατάταξης της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που προσκομίζεται από την τράπεζα …., προνομιακά και τυχαία, υπό τον όρο τελεσίδικης απαίτησης των απαιτήσεών τους. Τέλος, το παρόν Δικαστήριο για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί της ύπαρξης κατατακτέων απαιτήσεων των ανακοπτόντων σε βάρος της πλοιοκτήτριας του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρίας από την προαναφερθείσα αιτία δε δεσμεύεται από την προσκομιζόμενη από τους ανακόπτοντες υπ’αριθμ.3757/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της από 31.12.2013 (με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγής των ανακοπτόντων κατά της καθ’ης η εκτέλεση, διώκουσας την επιδίκαση των απαιτήσεών τους αυτών, και με την οποία (απόφαση) έγινε δεκτή η εν λόγω αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ερήμην της τότε εναγομένης, και υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στον καθέναν τους το ποσό των 22.000 ευρώ, πλέον τόκων, διότι δεν αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη, πολλώ δε μάλλον, που ακόμη και στην περίπτωση αυτή, το εξ αυτής δεδικασμένο δε δεσμεύει ούτε τους λοιπούς αναγγελθέντες δανειστές, οι οποίοι, χωρίς να ωφελούνται ή να βλάπτονται εξ αυτής, μπορούν παραδεκτά εν προκειμένω, όπου φέρεται προς κρίση ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, να αμφισβητήσουν την αναγγελθείσα απαίτηση των ανακοπτόπτων, για την οποία αυτοί ζητούν με την ανακοπή τους να καταταγούν προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα, στη θέση της τράπεζας …., όπως άλλωστε πράττει και η τελευταία, αμυνόμενη κατά της ανακοπής αυτής, ούτε βέβαια και το Δικαστήριο τούτο, το οποίο στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, υποχρεούται πάντοτε να ελέγξει παρεμπιπτόντως τη βασιμότητα των απαιτήσεων των ανακοπτόντων,  διότι αυτό αποτελεί προϋπόθεση κατά νομική και λογική αναγκαιότητα της κατάταξής τους στον προσβαλλόμενο πίνακα, διά της αποβολής της καθ’ης – τράπεζας, και της συμμετοχής τους στη διανομή του πλειστηριάσματος, και, συνακόλουθα, της ευδοκίμησης της ανακοπής τους, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, οι ανακόπτοντες δεν ανταποκρίθηκαν στο δικονομικό βάρος να αποδείξουν τα παραγωγικά – θεμελιωτικά των αναγγελθεισών στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο απαιτήσεών τους σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, την ύπαρξη των οποίων αρνείται η δεύτερη καθ’ης της ανακοπής αυτής –  ανώνυμη τραπεζική εταιρία …., και, επομένως, παρέλκει η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της ανακοπής τους, διότι σε κάθε περίπτωση, ελλείψει της ύπαρξης τέτοιων απαιτήσεων, δε θα μπορούσαν να καταταγούν στον προσβαλλόμενο πίνακα, προκειμένου να ικανοποιηθούν από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα του πλοίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε τα προαναφερθέντα και απέρριψε για το λόγο αυτό στο σύνολό της κατ’ουσίαν την από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../…/17.7.2014) ανακοπή των … και …, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της ένδικης από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/29.9.2015 και ../…/8.12.2015) έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων.Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικό­γραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε πα­ραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμέ­νη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης. Επομένως, δε θεμελιώνει λόγο έφεσης η απόρριψη του αι­τήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό (αίτημα αναβολής), δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε πε­ρισσότερο αφού το διατακτικό της απόφα­σης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δε θε­μελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (πρβλ. και ΑΠ 679/1973 ΝοΒ 22. 68, βλ. επίσης ΕφΠατρ 144/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75, ΕφΘεσ 907/1993, ΕφΑθ 9117/1989 Νόμος, ΕφΑθ 8701/1980 ΝοΒ 29.357, ΕφΑθ 1610/1972 Αρμ 26.910, αντίθετα ΕφΑθ 12901/1987 ΕλλΔνη 31. 587). Στην συγκεκριμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ανωτέρω έφεσής τους οι ανακόπτοντες  –  εκκαλούντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας, και μάλιστα αναιτιολόγητα, το υποβληθέν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό αίτημά τους για αναστολή της δίκης επί της ανακοπής τους κατά του εν λόγω πίνακα κατάταξης, σύμφωνα με το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, μέχρι ειδικότερα να εκδοθεί απόφαση επί της προαναφερθείσας αγωγής τους σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, διώκουσας την επιδίκαση απαιτήσεών τους από την παροχή προς αυτήν των υπηρεσιών τους ως φύλακες κατά το χρονικό διάστημα από 7.2.2013 έως 18.12.2013 στο μετέπειτα πλειστηριασθέν πλοίο της, δυνάμει καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, για τις οποίες (απαιτήσεις) και αναγγέλθηκαν στον πλειστηριασμό, ζητώντας να καταταγούν προνομιακά και να ικανοποιηθούν από το πλειστηρίασμα, διότι κατά τους ισχυρισμούς τους πρόκειται περί εξόδων φύλαξης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, όπου και κατασχέθηκε, πλην όμως δεν κατετάγησαν. Ο λόγος αυτός όμως, πρέ­πει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ν’απορριφθεί ως απαράδεκτος.Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η ανωτέρω από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/29.9.2015 και ../../8.12.2015) έφεση των ανακοπτόντων της από 16.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../4822/17.7.2014) ανακοπής και, και λόγω της ήττας των εκκαλούντων, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτούς παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος τους η δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας της δεύτερης των εφεσιβλήτων τράπεζας …., για την οποία η τελευταία υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα.Από το σύνολο των προσκομισθέντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, που προαναφέρθηκαν, πλήρως αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα της από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…./…/7.7.2014) ανακοπής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» διατηρεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που κατήρτισε η ανακόπτουσα με την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……….», η οποία είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967, ετύγχανε τότε διαχειρίστρια του μετέπειτα πλειστηριασθέντος πλοίου και ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας αυτού, η πρώτη προμήθευσε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2011 και Μαΐου του έτους 2012 το ως άνω πλοίο με διάφορα εφόδια (τρόφιμα, απορρυπαντικά και άλλα είδη καθαρισμού και υγιεινής, αποσμητικά, σκεύη και ηλεκτρικές συσκευές μαγειρικής, ναυτιλιακά έντυπα), τα οποία περιγράφονται αναλυτικά (κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας) στα αναφερόμενα στην ανακοπή φορολογικά παραστατικά  (τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής). Όλα τα ανωτέρω εφόδια (πλην των ναυτιλιακών εντύπων που παραδόθηκαν στην έδρα της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας) παραδόθηκαν κατά την αναγραφόμενη στο εκάστοτε δελτίο αποστολής ημερομηνία στο πλοίο,  και ενώ αυτό είχε μεθορμισθεί ήδη από τις 18.11.2011 από τη ράδα του Πειραιά στο Πέραμα (και δη στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου «….»), και παρελήφθησαν από τον πλοίαρχό του, ο οποίος έθεσε επί των ως άνω φορολογικών παραστατικών την υπογραφή του και τη σφραγίδα του πλοίου (πλην των τιμολογίων, που αφορούσαν την πώληση ναυτιλιακών εντύπων). Το τίμημα της εκάστοτε επιμέρους πώλησης, το οποίο ανήλθε στο ποσό που αναγράφεται σε καθένα από τα προαναφερόμενα τιμολόγια, και συνολικά στο ποσό των 4.707,23 ευρώ, πιστώθηκε και έπρεπε να εξοφληθεί, κατά τη σχετική συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, κατά την ημερομηνία που αναγραφόταν στο αντίστοιχο τιμολόγιο (ήτοι 30 ημέρες μετά την έκδοση κάθε τιμολογίου που αφορούσε την πώληση ναυτιλιακών εντύπων και 90 ημέρες μετά την έκδοση εκάστου εκ των υπολοίπων τιμολογίων). Η αγοράστρια των ανωτέρω εφοδίων – πλοιοκτήτρια του πλειστηριασθέντος πλοίου εταιρία ουδέν ποσό κατέβαλε στην ανακόπτουσα τόσο κατά τις ως άνω ημερομηνίες όσο και σε μεταγενέστερο χρόνο.  υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου ST1, την από 13.02.2014 αίτησή της κατά της πρώτης προς έκδοση διαταγής πληρωμής για το σύνολο του οφειλόμενου τιμήματος. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με τη με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …./2014 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε περαιτέρω η καθ’ης η αίτηση να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ανωτέρω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 4.707,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο το τίμημα της κάθε επιμέρους πώλησης, καθώς και τη δικαστική δαπάνη αυτής, η οποία ορίσθηκε στο ποσό των 175 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 25.2.2014, η ανακόπτουσα επέδωσε προς την καθ’ης η εκτέλεση αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής με τη συνταχθείσα κάτω απ’ αυτό από 20.2.2014 επιταγή προς εκτέλεση (βλ. την υπ’ αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………). Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθμ. …/10.4.2014 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής παρήλθε άπρακτη, δεδομένου ότι τέτοια ανακοπή δεν είχε ασκηθεί από την καθ’ ης η εκτέλεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς μέχρι και τη 10η.04.2014, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Την ανωτέρω απαίτησή της ανήγγειλε η εν λόγω εταιρία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, με την από 27.12.2013 αναγγελία της, πριν δηλαδή καταστεί τελεσίδικη η επί της απαίτησης αυτής με αίτησή της εκδοθείσα, βάσει των προαναφερθέντων φορολογικών παραστατικών, διαταγή πληρωμής, ζητώντας να καταταγεί στον πίνακα, που επρόκειτο να συνταχθεί, ώστε να ικανοποιηθεί από το προς διανομή πλειστηρίασμα, για το συνολικό ποσό των 4.707,23 ευρώ, ή 6.167,25 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων και εξόδων, μέχρι την εξόφληση, άλλως μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα, προνομιακά, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, η απαίτησή της αυτή είναι εξοπλισμένη με προνόμιο κατά το δίκαιο της σημαίας της χώρας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, δηλαδή της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, καθώς αφορά στο σύνολό της στο τίμημα πώλησης εφοδίων στο πλοίο αυτό, οριστικά, άλλως τυχαία. Από τη διάταξη του άρθρου 975 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των απαιτήσεων, προκύπτει, ότι υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, ως και ότι τα έξοδα εκτέλεσης δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά μόνο προαφαιρούνται για να γίνει η κατάταξη των δανειστών στο εναπομένον πλειστηρίασμα. Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελλο του πλειστηριασμού. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερης πράξης εκκαθάρισης ή επί του πίνακα κατάταξης, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών (Mπρίνιας, υπ’άρθρο 975, εκδ. Β΄, παρ. 406, σελ. 1072). Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη (ΑΠ 658/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΧρΙΔ 2014.681). Εν προκειμένω η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» με τον πρώτο λόγο της από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/…/7.7.2014) ανακοπής της προσβάλλει ως αόριστη και αναιτιολόγητη την εκκαθάριση των εξόδων του πρώτου των καθ’ων η ανακοπή αυτή, υπαλλήλου του πλειστηριασμού . .., Συμβολαιογράφου Πειραιώς, στον προσβαλλόμενο πίνακα. Ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, καθώς πράγματι στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης αναγράφεται μόνο το συνολικό ποσό των δικαιωμάτων και εξόδων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (3.340,21 ευρώ ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α.), που προαφαιρέθηκε από το προς διανομή πλειστηρίασμα, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των επιμέρους κονδυλίων του ποσού αυτού, και της αιτίας ενός εκάστου, όπως απαιτείται, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του προαφαιρεθέντος ποσού από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, ενόψει του ότι από τα προσκομισθέντα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως προέκυψε ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε ιδιαίτερη πράξη εκκαθάρισης για το ποσό, που προαφαίρεσε από το προς διανομή πλειστηρίασμα ως έξοδα και αμοιβές του. Η έλλειψη δε αιτιολογίας καθιστά την αφαίρεση του ως άνω ποσού από το πλειστηρίασμα μη νόμιμη και, συνακόλουθα, άκυρη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί άκυρης προαφαίρεσης του εν λόγω ποσού στον προσβαλλόμενο πίνακα, ελλείψει παράθεσης σ’αυτόν αιτιολογίας, ή παραπομπής σε ιδιαίτερη πράξη εκκαθάρισης, δεν αναιρείται από την μνεία στα έγγραφα, που συνέταξε ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, και φυλάσσει στο τηρούμενο από τον ίδιο αρχείο, περί του ποσού των εξόδων και της αμοιβής του για τη διενέργεια της αντίστοιχης πράξης εκτέλεσης και τη σύνταξη ενός εκάστου των εγγράφων αυτών, και δη α) στην υπ’αριθμ. …./2013 έκθεση δημόσιου πλειστηριασμού του ποσού των 466,17 ευρώ, β) στην υπ’αριθμ…./2013 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου του ποσού των 2.088,70 ευρώ, γ) στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης του ποσού των 547,62 ευρώ, και δ) στην υπ’αριθμ…../.2013 πρόσκληση δανειστών του ποσού των 130,38 ευρώ, όπως ισχυρίζονται οι καθ’ων η ανακοπή με τον πρώτο λόγο της από  από 29.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…/29.9.2015 και ../../8.12.2015) έφεσής τους, διότι τοιουτοτρόπως ουδόλως θεραπεύεται η αοριστία της αφαίρεσης του ως άνω ποσού στον προσβαλλόμενο πίνακα, στον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, το ποσό αυτό παρατίθεται συνολικά, όλως γενικώς και αορίστως, χωρίς εξειδίκευση, ως έδει, των επιμέρους κονδυλίων, που το συνθέτουν και της αιτίας τους (σημειωτέον ότι τα εν λόγω έγγραφα θα λαμβάνονταν υπόψη, εφόσον βέβαια το προαφαιρεθέν ποσό αναφερόταν στον πίνακα αναλυτικά και κατά τρόπο ορισμένο, στο πλαίσιο της διερεύνησης της βασιμότητας λόγου ανακοπής, με τον οποίο αμφισβητείται από την ανακόπτουσα  το ύψος της σχετικής δαπάνης ή η νομιμότητα του κάθε κονδυλίου), πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση το άθροισμα των ανωτέρω ποσών, που παρατίθενται στα προαναφερθέντα έγγραφα,  ως έξοδα και δικαιώματα του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου για την αντίστοιχη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, ανερχόμενο σε 3.232,87 ευρώ (466,17 ευρώ + 2.088,70 ευρώ + 547,62 ευρώ + 130,38 ευρώ), δε συμπίπτει με το προαφαιρεθέν για την αιτία αυτή από το πλειστηρίασμα ποσό των 3.340,21 ευρώ. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’ ακυρωθεί η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του υπαλλήλου του πλειστηριασμού – πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή αυτή –  και, στη συνέχεια, στο συγκεκριμένο ποσό των 3.340,21 ευρώ (ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α.), που απελευθερώνεται από το πλειστηρίασμα, να καταταγεί η ανακόπτουσα, σε μερική εξόφληση, κατά το ισόποσο της αναγγελθείσας απαίτησής της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, μεταρρυθμιζομένου σχετικά του προσβαλλομένου πίνακα. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, και δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο τον πρώτο λόγο της ανωτέρω ανακοπής της εταιρίας ………, κρίνοντας, επιπροσθέτως, ότι, κατόπιν της παραδοχής του λόγου αυτού, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου της κρινόμενης ανακοπής, που συνίσταται στην άρνηση της ύπαρξης και της γένεσης των συγκεκριμένων εξόδων εκτέλεσης, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους καθ’ων η ανακοπή αυτή με τον πρώτο λόγο της εκ των συνεκδικαζομένων ένδικης από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../29.9.2015 και ../…/8.12.2015) έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων.Με τον πέμπτο λόγο της προαναφερόμενης ανακοπής της, η ανακόπτουσα αρνείται την ύπαρξη και τη γένεση των εξόδων και δκαιωμάτων του ως άνω δικαστικού επιμελητή (δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή αυτή), που προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα, βάσει του κατατεθέντος απ’αυτόν στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο πίνακα. Ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου αυτού, αναφορικά με τα επιμέρους κονδύλια του προαφαιρεθέντος για την αιτία αυτή ποσού, που πλήττονται με την από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …/29.9.2015 και ../…/8.12.2015) έφεση των καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή, λεκτέα τα εξής: Από το συνολικό ποσό των 3.882,35 ευρώ (ή 5.278,44 δολαρίων Η.Π.Α.), που προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα για τα έξοδα και τα δικαιώματα του παραπάνω δικαστικού επιμελητή: 1) Το επιμέρους ποσό των 40 ευρώ (υπ’ αριθμ. 1 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή) αφορούσε την αμοιβή του εν λόγω οργάνου της εκτέλεσης για την έρευνα που διενήργησε στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά (Νηολόγιο, Ναυτικό Υποθηκολόγιο, Βιβλίο Εκθέσεων, Βιβλίο Κατασχέσεων πλοίων). Ωστόσο, τέτοια έρευνα δεν αποδείχθηκε ότι έγινε, ούτε, άλλωστε, ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι το πλειστηριασθέν πλοίο έφερε σημαία Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό, όπως, κατ’ορθή εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. 2) Το επιμέρους ποσό των 65 ευρώ  (υπ’ αριθμ. 2 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή,  όπου αναφέρεται ότι αφορά σε «πορεία – εισητήρια δικαστικού επιμελητή) αφορούσε στην πραγματικότητα τα οδοιπορικά έξοδα για τη μετάβασή του από τον Πειραιά στην Ελευσίνα μετ’ επιστροφής, προκειμένου να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση του πλειστηριασθέντος πλοίου. Ωστόσο, σε τέτοια έξοδα δεν αποδείχθηκε ότι υποβλήθηκε ο ανωτέρω καθ’ου με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν. Εδικαιούτο, όμως, αυτός σε κάθε περίπτωση το ποσό των 21 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση στον ως άνω τόπο μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της υπ’ αριθμ. 2/54638/0022/13.8.2008 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1716/26.08.2008) «Καθορισμός αμοιβών δικαστικών επιμελητών» (ήτοι 21 χιλιόμετρα Χ 2 Χ 0,50 ευρώ = 21 ευρώ). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ (65- 21) για την ανωτέρω αιτία, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. Ο ισχυρισμός του δευτέρου των καθ’ων με το δεύτερο λόγο της από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../29.9.2015 και ../…./8.12.2015) έφεσής του ότι το κονδύλιο αυτό αφορά και στα δικαιώματα για τη σύμπραξη κατά την κατάσχεση του πλοίου έτερου δικαστικού επιμελητή ως μάρτυρα, που ανέρχονται στην αμοιβή δύο μαρτύρων, ήτοι στο ποσό των 60 ευρώ (30 ευρώ Χ 2), όπως προβλέπεται στη διάταξη της ενότητας Δ, στοιχείο II, της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, δεν ευσταθεί, καθώς από την περιγραφή του εν λόγω κονδυλίου στον κατατεθέντα απ’αυτόν πίνακα, δυνάμει του οποίου ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος πραγματοποίησε την εκκαθάριση του ποσού των εξόδων και αμοιβών του, που προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, ουδόλως προκύπτει ότι έχει περιληφθεί σ’αυτό και τέτοιο ποσό για τη συγκεκριμένη αιτία, το οποίο, σημειωτέον, έχει περιληφθεί στο επόμενο κονδύλιο τρίτο κατά σειράν του πίνακα, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. 3)  Το επιμέρους ποσό των 95 ευρώ αφορούσε τα δικαιώματα και τα οδοιπορικά έξοδα για τη μετάβαση στην Ελευσίνα μετ’ επιστροφής του μάρτυρα που προσέλαβε ο ως άνω δικαστικός επιμελητής για να παρασταθεί κατά την αναγκαστική κατάσχεση του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 3 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, δεδομένου ότι ως μάρτυρας προσελήφθη ο δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……… (βλ. τα αναφερόμενα στην όγδοη σελίδα της υπ’ αριθμ. …/07.11.2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου), η αμοιβή αυτού ανήλθε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Δ΄ περ. ΙΙ της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α., στο ποσό των 60 ευρώ. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος μάρτυρας εδικαιούτο και το ποσό των 21 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Ελευσίνα μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ιβ΄ της ίδιας Κ.Υ.Α. (ήτοι 21 χιλιόμετρα χ 2 χ 0,50 € = 21 €). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των [95 – (60 + 21) =] 14 ευρώ, για την ανωτέρω αιτία, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, ενόψει και ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο συμπράξας κατά την κατάσχεση δικαστικός επιμελητής υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 14 ευρώ, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο δεύτερος καθ’ου με το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής του. 4) Το επιμέρους ποσό των 196 ευρώ αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθμ. 6 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων (βλ. τα υπ’ αριθμ. 12 και 13 κονδύλια αυτού), καθώς και από τα αναφερόμενα στην όγδοη σελίδα της υπ’ αριθμ. ……./18.12.2013 έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ελευσίνας, καθώς και στη δικηγόρο ……. που είχε ορισθεί αντίκλητος της καθ’ ης η εκτέλεση. Επιπροσθέτως, αντίγραφο της έκθεσης αυτής κατατέθηκε και στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 995 παρ.4 του ΚΠολΔ. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, ή ότι κατατέθηκε αντίγραφο αυτής, και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των ανωτέρω πέντε, εκ των οποίων τα τέσσερα επιδόθηκαν, και το πέμπτο κατατέθηκε, όπως προεκτέθηκε, και δη ουδόλως αποδείχθηκε ότι  στο Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ελευσίνας επιδόθηκε και δεύτερο αντίγραφο νομίμως μεταφρασμένο, ώστε να αποσταλεί στις αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας της σημαίας του πλοίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο δεύτερος καθ’ου με την έφεσή του. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω έκθεση αποτελείται από 6 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 ευρώ με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ε΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που εδικαιούτο ο δεύτερος καθ’ου για την έκδοση των ως άνω πέντε αντιγράφων ανερχόταν στα (5 αντίγραφα Χ 6 φύλλα Χ 3,50 € =) 105 ευρώ. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των 91 ευρώ (196 – 105)  για την ανωτέρω αιτία, αντί του ποσού των 112 ευρώ, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του. 5)  Το επιμέρους ποσό των 19,65 ευρώ αφορούσε σε ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 7 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του ανωτέρω). Τέτοια επικόλληση, όμως, ουδόλως αποδεικνύεται. Αντιθέτως μάλιστα, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, κανένα ένσημο δεν έχει επικολληθεί σ’ αυτό. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. 6) Το επιμέρους ποσό των 12 ευρώ αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης για το νηολόγιο (υπ’ αριθμ. 8 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, τέτοια πράξη δεν αποδείχθηκε ότι διενεργήθηκε από το ως άνω πρόσωπο, στον οποίο επιδόθηκε αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα προεκτεθέντα, όπως άλλωστε προβλέπεται και από τη διάταξη του άρθρου 995 παρ.2 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό, όπως ορθά δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ενώ αβασίμως ισχυρίζεται ο δεύτερος καθ’ου με την έφεσή του ότι το ποσό αυτό αφορά στην πραγματικότητα στα ένσημα, που επικολλήθηκαν στην επιδοθείσα στο νηολόγο του πλοίου περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, αφού τέτοια επίδοση ουδόλως έλαβε χώρα. 7) Το επιμέρους ποσό των 20 ευρώ αφορούσε τα δικαιώματα του νηολογίου που κατέβαλε ο καθ’ ου δικαστικός επιμελητής για την εγγραφή της κατάσχεσης επί του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 9 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ουδόλως αποδεικνύεται, όμως, από τα προσκομισθέντα και ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα, ότι το εν λόγω όργανο της εκτέλεσης πράγματι προέβη στην καταβολή του συγκεκριμένου ποσού για την ανωτέρω αιτία. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. 8) Το επιμέρους ποσό των 42,50 ευρώ αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη αιτήσεων που απευθύνονταν προς το νηολόγιο, την εγγραφή της κατάσχεσης και την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών (υπ’ αριθμ. 10 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Από κανέναν αποδεικτικό στοιχείο, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου, που φέρει και το σχετικό δικονομικό βάρος απόδειξης, ενόψει της άρνησης της ανακόπτουσας, προέβη στις ως άνω ενέργειες. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό, όπως, κατ’ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του. 9) Το επιμέρους ποσό των 25 ευρώ αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης στην ως άνω αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση (υπ’ αριθμ. 12 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή), ενώ το επιμέρους ποσό των 100 ευρώ αφορούσε την αμοιβή αυτού για την επίδοση της ίδιας έκθεσης κατάσχεσης στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ελευσίνας (υπ’ αριθμ. 14 κονδύλιο του ανωτέρω πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων). Πράγματι, επίσημο αντίγραφο της ως άνω έκθεσης επιδόθηκε στα προαναφερόμενα πρόσωπα, προς τούτο δε συντάχθηκαν και οι σχετικές υπ’ αριθμ. ……… εκθέσεις επίδοσης. Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α΄ περ. α΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β΄ ……../18.09.2008. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα για τη διενέργεια των παραπάνω επιδόσεων. Εδικαιούτο, όμως, αυτός σε κάθε περίπτωση το ποσό των 21 ευρω, που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Ελευσίνα μετ’ επιστροφής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 21 χιλιόμετρα χ 2 χ 0,50 € = 21 €). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των [(25 + 100) – (23 Χ 4 + 21) =] 12 € για τις ανωτέρω αιτίες, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί εσφαλμένης προαφαίρεσης από το προς διανομή πλειστηρίασμα ποσού 1,50 ευρώ, ως αμοιβή του δεύτερου καθ’ου για τη σύνταξη της υπ’αριθμ. …/2013 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης (υπ’αριθμ.14 κονδύλιο του πίνακα) δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση.  10). Το επιμέρους ποσό των 514,50 ευρώ αφορούσε τα δικαιώματα του δεύτερο καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τα αντίγραφα της ανωτέρω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης που εξέδωσε (υπ’ αριθμ. 16 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όπως, όμως, προκύπτει από τα αναφερόμενα στη δέκατη πέμπτη σελίδα της υπ’ αριθμ. …/18.12.2013 έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής επέδωσε επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου στη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής, την Ο.Λ.Π. Α.Ε., την αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση δικηγόρο ……, τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, το Ν.Α.Τ., την επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση δανείστρια, το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., τον Προϊστάμενο του Α΄ Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα, το Νηολόγο και τον Λιμενάρχη Ελευσίνας, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, τον Ειρηνοδίκη Ελευσίνας, τον Προϊστάμενο του Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. Ελευσίνας και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας, ενώ, επιπλέον, επικόλλησε επίσημο αντίγραφο της ως άνω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης στον ιστό του πλειστηριασθέντος πλοίου. Σε άλλο πρόσωπο δεν αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκε επίδοση επισήμου αντιγράφου της εν λόγω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι συντάχθηκαν άλλα τέτοια αντίγραφα πέραν των δεκαέξι που απαιτήθηκαν για τις ως άνω επιδόσεις. Ειδικότερα ουδόλως αποδείχθηκε ότι  στο Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ελευσίνας επιδόθηκε και δεύτερο αντίγραφο της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, νομίμως μεταφρασμένο, ώστε να αποσταλεί στις αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας της σημαίας του πλοίου, καθώς και ότι στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο κατατέθηκε αντίγραφο της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο δεύτερος καθ’ου με την έφεσή του, αντίθετα αποδείχθηκε ότι κατατέθηκε αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης,  ενέργεια, για την οποία έχει ήδη κριθεί ότι δικαιούται αυτός τα κατά νόμο προβλεπόμενα δικαιώματα. Συνεπώς, δεδομένου ότι η ως άνω περίληψη αποτελείται από 6 φύλλα, για το καθένα από τα οποία η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή καθορίζεται στο ποσό των 3,50 ευρώ, με βάση τη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ε΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που εδικαιούτο ο καθ’ ου για την έκδοση των ως άνω δεκαέξι αντιγράφων ανερχόταν στα (16 αντίγραφα Χ 6 φύλλα Χ 3,50 € =) 336 ευρώ. Συνακόλουθα, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (514,50 – 336) 178,50 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, όπως, κατ’ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. 11) Το επιμέρους ποσό των 40,28 ευρώ αφορούσε τα ένσημα που επικολλήθηκαν από τον καθ’ ου δικαστικό επιμελητή στα εκδοθέντα επίσημα αντίγραφα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 17 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, όπως προκύπτει από το φωτοαντίγραφο ενός από τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης που προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, στα επίσημα αντίγραφα αυτής είχαν επικολληθεί ένα ένσημο του Ε.Τ.Α.Α./Τομέας Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών/Εισφορά Δικαστικού Επιμελητή ποσού 0,72 ευρώ και έξι ένσημα (ένα για κάθε φύλλο) του Ε.Τ.Α.Α./Τομέας Δικαστικών Επιμελητών ποσού 0,20 ευρώ το καθένα. Επειδή, ωστόσο, τα επίσημα αντίγραφα της ως άνω περίληψης που εκδόθηκαν από τον καθ’ ου ήταν δεκαέξι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και τα φύλλα του καθενός εξ αυτών έξι, το ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκε ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής για την επικόλληση των ανωτέρω ενσήμων ανήλθε στα {16 αντίγραφα χ [0,72 € + (0,20 ευρώ Χ 6 φύλλα)]} 30,72 ευρώ, Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (40,28 – 30,72) 9,56 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, ενόψει του ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι  στο Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ελευσίνας επιδόθηκε και δεύτερο αντίγραφο της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, νομίμως μεταφρασμένο, προκειμένου να αποσταλεί στις αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας της σημαίας του πλοίου, καθώς και ότι στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο κατατέθηκε αντίγραφο της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, δηλαδή ότι εκδόθηκαν 21 συνολικά αντίγραφα της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, ώστε να δικαιούται τούτος το ποσό των επ’αυτών επικολληθέντων ενσήμων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με την έφεσή του. 12) Τα επιμέρους ποσά των 25 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ, 35 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ, 42 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ, 42 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ, 25 ευρώ και 25 ευρώ (ήτοι συνολικά 469 ευρώ) αφορούσαν την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης στην αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση δικηγόρο ……., τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, το Ι.Κ.Α. Αθηνών, την επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση δανείστρια, το Α΄ Ταμείο Εσόδων Ι.Κ.Α. Αθηνών, τη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής (Πειραιά), τον Ειρηνοδίκη Ελευσίνας, την Ο.Λ.Π. Α.Ε., το Ι.Κ.Α. Πειραιά, τον Ειρηνοδίκη Ελευσίνας και το Ι.Κ.Α. Ελευσίνας, για την αμοιβή του για την επικόλληση της περίληψης αυτής στον ιστό του πλειστηριασθέντος πλοίου και την τοιχοκόλλησή της στο Δήμο Ελευσίνας και την αμοιβή του για την επίδοση της ίδιας περίληψης στον Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ελευσίνας καθώς και στο Ν.Α.Τ. αντιστοίχως (υπ’ αριθμ. 19 – 27, 29, 31 – 36 και 38 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Όμως, όπως προαναφέρθηκε, οι επιδόσεις της προαναφερόμενης περίληψης που διενεργήθηκαν πράγματι από τον καθ’ ου ήταν αυτές προς τη Διεύθυνση Τελωνείων Αττικής, την Ο.Λ.Π. Α.Ε., την αντίκλητο της καθ’ ης η εκτέλεση δικηγόρο …….., τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, το Ν.Α.Τ., την επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση δανείστρια, το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., τον Προϊστάμενο του Α΄ Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα, το Νηολόγο και τον Λιμενάρχη Ελευσίνας, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, τον Ειρηνοδίκη Ελευσίνας, τον Προϊστάμενο του Ταμείου Εσόδων του Ι.Κ.Α. Ελευσίνας και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας, ενώ, επιπλέον, επικολλήθηκε απ’ αυτόν επίσημο αντίγραφο της ως άνω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης στον ιστό του πλειστηριασθέντος πλοίου. Προς τούτο δε συντάχθηκαν και οι σχετικές υπ’ αριθμ. ………. εκθέσεις επίδοσης. Για καθεμία από τις επιδόσεις αυτές η αμοιβή που δικαιούται ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής ανέρχεται στο ποσό των 23 €, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Α΄ περ. α΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., όπως αυτή διορθώθηκε με σχετική καταχώριση στο ΦΕΚ Β΄ …./18-09-2008. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα για τη διενέργεια των παραπάνω επιδόσεων. Εδικαιούτο, όμως, αυτός σε κάθε περίπτωση το ποσό των 21 ευρώ που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από τον Πειραιά στην Ελευσίνα μετ’ επιστροφής στις 27.11.2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 21 χιλιόμετρα  Χ 2 Χ 0,50 ευρώ = 21 ευρώ). Επομένως, το συνολικό ποσό που εδικαιούτο ο καθ’ ου για τη διενέργεια των ως άνω επιδόσεων και επικόλλησης ανέρχεται στο ποσό των (23 ευρώ Χ 16 + 21 ευρώ) 389 ευρώ. Άρα εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (469  – 389) 80 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, ενόψει του ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι  στο Λιμενάρχη, το Νηολόγο και το Ναυτικό Υποθηκοφύλακα Ελευσίνας επιδόθηκε και δεύτερο αντίγραφο της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, νομίμως μεταφρασμένο, προκειμένου να αποσταλεί στις αρμόδιες υπηρεσίες της χώρας της σημαίας του πλοίου, καθώς και ότι στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο κατατέθηκε αντίγραφο της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, δηλαδή ότι επιδόθηκαν 21 συνολικά αντίγραφα της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, ώστε να δικαιούται τούτος της κατά νόμο προβλεπομένης αμοιβής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με την έφεσή του. 13) Το επιμέρους ποσό των 32 ευρώ αφορούσε την αμοιβή του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την παραλαβή πιστοποιητικού βαρών επί του πλειστηριασθέντος πλοίου από το νηολόγιο Ελευσίνας (υπ’ αριθμ. 39 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ουδόλως αποδεικνύεται, όμως, ότι το εν λόγω όργανο της εκτέλεσης προέβη στην καταβολή του συγκεκριμένου ποσού για την ανωτέρω αιτία. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. 14) Το επιμέρους ποσό των 25 ευρώ αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για την κατάθεση των ως άνω εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (υπ’ αριθμ. 41 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. θ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούται ο δικαστικός επιμελητής για κατάθεση εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ορίζεται στα 2 ευρώ. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (25 – 2) 23 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, όπως, κατ’ορθή εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. 15) Το επιμέρους ποσό των 28 ευρώ αφορούσε τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη σύνταξη αποσπάσματος της προαναφερόμενης περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης προκειμένου αυτό να δημοσιευθεί στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. (υπ’ αριθμ. 42 κονδύλιο του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Ωστόσο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. στ΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., το ποσό που δικαιούται ο δικαστικός επιμελητής για τη σύνταξη περίληψης δικογράφου που κοινοποιείται ή εγγράφου, ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για μεν το πρώτο φύλλο 3 ευρώ, για κάθε δε επόμενο φύλλο 2 ευρώ. Εφόσον, επομένως, δεν προκύπτει εν προκειμένω ότι το ως άνω απόσπασμα αποτελείτο από περισσότερα του ενός φύλλα, ο καθ’ ου εδικαιούτο για τη σύνταξη του παραπάνω αποσπάσματος το ποσό των 3 ευρώ μόνο. Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των (28 – 3) 25 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, όπως, κατ’ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση. 16) Τα επιμέρους ποσά των 65 ευρώ και 63 ευρώ αφορούσαν τα δικαιώματα του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή για τη δημοσίευση του προαναφερόμενου αποσπάσματος στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. και τα δικαιώματα του ως άνω Ταμείου για την εν λόγω δημοσίευση, τα οποία κατέβαλε αυτός (υπ’ αριθμ. 43 και 44 κονδύλια του πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή). Πράγματι, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στη δέκατη πέμπτη σελίδα της υπ’ αριθμ. …./18.12.2013 έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού που συνέταξε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, απόσπασμα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης δημοσιεύθηκε από τον καθ’ ου στο υπ’ αριθμ. ……./02.12.2013 Φύλλο του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. Για τη διενέργεια της δημοσίευσης, όμως, αυτής ο καθ’ ου εδικαιούτο μόνο το ποσό των 3 ευρώ σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ι΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α. Αντιθέτως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’όψιν του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ου υποβλήθηκε σε οδοιπορικά έξοδα, ή ότι κατέβαλε κάποιο χρηματικό ποσό ως δικαιώματα του ως άνω Ταμείου, για τη διενέργεια της δημοσίευσης αυτής. Εδικαιούτο, όμως, αυτός σε κάθε περίπτωση το ποσό των 15 ευρώ που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για τη μετάβαση από την  έδρα του στον Πειραιά στην Αθήνα, όπου εδρεύει το ανωτέρω Ταμείο, μετ’ επιστροφής, προς διενέργεια της ανωτέρω πράξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική διάταξη της ενότητας Ε΄ περ. ια΄ της ανωτέρω Κ.Υ.Α. (ήτοι 15 χιλιόμετρα  Χ 2 Χ 0,50 ευρώ = 15 ευρώ). Επομένως, εσφαλμένα αφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα το επιπλέον ποσό των 110 ευρώ  [(65 + 63) – 18 (3 + 15) ]  για τις ανωτέρω αιτίες, αντί του ποσού των 125 ευρώ, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  με την εκκαλουμένη απόφασή του. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι ορθά προαφαιρέθηκαν από το προς διανομή πλειστηρίασμα ως έξοδα και δικαιώματα του δευτέρου καθ’ου το ποσό των 11 ευρώ (υπ’αριθμ. 4 κονδύλιο του πίνακα), που αφορούσε σε αμοιβή του για τη σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης, το ποσό των 622,75 ευρώ, που  αφορούσε την αμοιβή του για τη διενέργεια της αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 5 κονδύλιο του πίνακα), το ποσό των 381,20 ευρώ, που αφορούσε την αμοιβή για την κατάρτιση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος πλοίου (υπ’ αριθμ. 15 κονδύλιο του πίνακα) και το ποσό των 35 ευρώ, που αφορούσε τη δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε αυτός για την κατάθεση εγγράφων σχετικών με τον επισπευδόμενο αναγκαστικό πλειστηριασμό του ένδικου σκάφους (υπ’ αριθμ. 40 κονδύλιο του πίνακα), δεν πλήττεται με την κρινόμενη έφεση, καθώς ως προς τα ανωτέρω επιμέρους κονδύλια η σε βάρος των εκκαλούντων ασκηθείσα ανακοπή απορρίφθηκε. Με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου η ανακοπή δικαστικός επιμελητής εδικαιούτο για τα έξοδα και την αμοιβή του για τις πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που διενεργήθηκαν απ’ αυτόν το συνολικό ποσό των 2.161,67 ευρώ (21 + 81 + 11 + 622,75 + 105 + 23 + 90 + 13 + 381,20 + 336 + 30,72 + 389 + 35 + 2 + 3 + 18). Συνεπώς, από το πλειστηρίασμα έπρεπε να αφαιρεθεί το συγκεκριμένο ποσό, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.658,85 ευρώ (2.161,67 ευρώ + 497,18 ευρώ), για τις συγκεκριμένες αιτίες. Αντιθέτως, δεν έπρεπε να αφαιρεθούν τα προαναφερόμενα ποσά των 40 €, 44 €, 14 €, 91 €, 19,65 €, 12 €, 20 €, 42,50 €, 2 €, 10 €, 1,50 €, 178,50 €, 9,56 €, 80 €, 32 €, 23 €, 25 €, 110 €, τα οποία αθροιζόμενα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 754,71 € και με την πρόσθεση του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, στο ποσό των 928,29  € (754,71 + 173,58) Άλλωστε, μολονότι το συνολικό ποσό των αναφερόμενων στον ως άνω πίνακα εξόδων και αμοιβών του καθ’ ου δικαστικού επιμελητή ανερχόταν, μαζί με τον αναλογούντα Φ.Π.Α., στο ποσό των 3.587,15 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα συνολικά 3.882,35 ευρώ, ήτοι το επιπλέον ποσό των (3.882,35 – 3.587,15) 295,20 ευρώ, το οποίο από κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ποια συγκεκριμένα έξοδα εκτέλεσης αφορά. Συνεπώς, το ποσό που εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα για τις ανωτέρω αιτίες ανέρχεται στο ποσό των 1.223,49 ευρώ (928,29 ευρώ + 295,20 ευρώ). Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο τέταρτος λόγος της προαναφερόμενης από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/../7.7.2014) ανακοπής, και να μεταρρυθμισθεί ο ανακοπτόμενος πίνακας. Ειδικότερα, πρέπει να ακυρωθεί η αφαίρεση των εξόδων και δικαιωμάτων του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή (δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή) ως προς το προαναφερόμενο ποσό [1.223,49 ευρώ ή 1.663,45 δολάρια Η.Π.Α.], με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο διανομής, ήτοι την 23η.6.2014, οπότε συντάχθηκε ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης (1 € = 1,3596 $), βλ. σχετ. ΕφΠειρ 808/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος], το οποίο και απελευθερώνεται από το προς διανομή πλειστηρίασμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι το ανωτέρω ποσό, που εσφαλμένα  προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, ως έξοδα και δικαιώματα του δευτέρου των καθ’ων η ανακοπή αυτή, δικαστικού επιμελητή της εκτελεστικής διαδικασίας, ανέρχεται σε 1.267,77 ευρώ ή 1.723,66 δολάρια Η.Π.Α., εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βασίμως ισχυρίσθηκαν οι καθ’ων η ανακοπή με το δεύτερο λόγο της από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/29.9.2015 και ../../8.12.2015) έφεσής τους.Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι.  Έξοδα φύλαξης, όπως και έξοδα συντήρησης, είναι όσα δαπανώνται για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση το πλοίο για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Προνομιούχος δε, θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίσθηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσής του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως έξοδα συντήρησης του πλοίου νοούνται όλα όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, όπου επακολούθησε η αναγκαστική του κατάσχεση, τα οποία είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν απ` την πάροδο του χρόνου και τη λειτουργία του, ώστε να διατηρηθεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του (ΑΠ 1691/2013 Αρμ.2014.771, ΧρΙΔ 2014.279, ΕΝΑΥΤΔ 2013.304). Συμπερασματικά στα έξοδα συντήρησης περιλαμβάνονται οι δαπάνες εκείνες από τον κατάπλου στο τελευταίο λιμένα, οι οποίες συνετέλεσαν ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στο λιμένα και μέχρι του πλειστηριασμού του στη κατάσταση που βρίσκεται σώο και αναλλοίωτο. Συνεπώς δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου και του ναύλου, αναγνωριζόμενο από το ημεδαπό ή αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, ως εξοπλίζον απαίτηση για δαπάνες κλπ οποιωνδήποτε εργασιών που εκτελέστηκαν στο πλοίο, αλλά μόνο εκείνων που έγιναν για τις πιο πάνω εργασίες συντήρησης. Πρέπει όμως να διευκρινισθεί ότι οι δαπάνες για τη διατήρηση του πλοίου ακινητοποιημένου σε κατάσταση ασφαλούς επίπλευσης καλύπτονται οπωσδήποτε από το πιο πάνω προνόμιο (ΑΠ 284/1989 ΕλλΔνη 31.1011), χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι μόνο οι δαπάνες που αποβλέπουν την ασφαλή επίπλευση του ακινητοποιημένου πλοίου καλύπτονται, αφού όπως προαναφέρθηκε, είναι προνομιούχες και όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν προς αποκατάσταση των φθορών, που προαναφέρθηκαν. Αποκλείονται κατά συνέπεια του προνομίου οι πάσης φύσεως δαπάνες εκμετάλλευσης του πλοίου σύμφωνα με τον προορισμό του, καθώς και οι πάσης φύσεως δαπάνες για την επισκευή του πλοίου που αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της κατάστασής του και στην επαύξηση και όχι στη διατήρηση της αξίας του (ΕφΠειρ 163/2003 ΕΕμπΔ 2003.672). Στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο που κατασχέθηκε βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι στο οποίο και πλειστηριάσθηκε, το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο “τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου”, έτσι ώστε κάθε δαπάνη φύλαξης και συντήρησης που έγινε κατά το διάστημα αυτό να καλύπτεται από το πιο πάνω προνόμιο. Τούτο δε, διότι, δεν πρόκειται για λιμάνι στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή ήταν άσχετη με την κατάσχεση, αφού το πλοίο είχε καταπλεύσει με τον αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο. (ΑΠ 1556/2017, ΑΠ 533/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ως τελευταίο λιμάνι θεωρείται εκείνο το λιμάνι στο οποίο κατέπλευσε το πλοίο και κατασχέθηκε για να εκποιηθεί αναγκαστικά, δηλαδή το λιμάνι κατάσχεσης του πλοίου, λόγω της απαγόρευσης έκτοτε της ναυσιπλοΐας του έως την πώληση του στον πλειστηριασμό, χωρίς η τυχόν μεταγενέστερη αλλαγή του λιμανιού να θίγει τον προνομιακό χαρακτήρα των δαπανών αυτών στο λιμάνι της κατάσχεσης. Περιλαμβάνονται όμως και τα πριν από την κατάσχεση από τον τελευταίο κατάπλου στο λιμάνι, όπου μετά κατασχέθηκε, έξοδα φύλαξης και συντήρησης. Η έννοια του τελευταίου λιμανιού δε μεταβάλλεται από τυχόν μετατόπιση ή μεθόρμιση του πλοίου προς επισκευή σε ναυπηγείο ή προς άρση εμποδίων της ναυσιπλοΐας, ή προς εξασφάλιση απλώς και μόνον του αγκυροβολίου του (βλ. ΑΠ 175/1989, ΕΝαυτΔ 1989,201, ΕφΠειρ 361/2010, ΕΝαυτΔ 2010,236, ΕφΠειρ 3/2004, ΕΝαυτΔ 2004,140, ΕφΠειρ 430/1987, Δνη 1988,729, ΕΝαυτΔ 1991,40, ΠειρΝομ 1987,94, άπασες δημοσιευθείσες και στην ΤΝΠ Νόμος). Οι ως άνω δαπάνες δεν είναι απαραίτητο να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 52/1995 ΕΝαυτΔ 1995.200, ΕΕμπΔ 1995.467, ΕΕΝ 1996.96, ΝοΒ 1996.620, ΕλλΔνη 1997.1088, δημοσιευθείσα και στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 229/2013, δημοσιευθείσα στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης του Δ.Σ.Α., ΕφΠειρ 275/2012, ΕΝαυτΔ 2012,208, ΕφΠειρ 147/2010, ΕΝαυτΔ 2010,241, δημοσιευθείσες και στην ΤΝΠ Νόμος), πρέπει, όμως, κατά πάσα περίπτωση να συνδέονται αιτιωδώς προς αυτή, ώστε, προκειμένου περί πλοίου ακινητοποιημένου ή παροπλισμένου εξ άλλου λόγου, τα γενόμενα μέχρι της επακολουθησάσης κατάσχεσης αυτού έξοδα φύλαξης και συντήρησης δεν απολαύουν του προαναφερομένου προνομίου (ΕφΠειρ 664/2013, ΕΝαυτΔ 2013,231, δημοσιευθείσα και στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 275/2012, ο.π., ΕφΠειρ 147/2010, ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η  ανακόπτουσα της από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/../7.7.2014) ανακοπής  ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….», όπως έχει προεκτεθεί, διατηρεί απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……….»,  πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, από την πώληση προς αυτήν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2011 και Μαΐου του έτους 2012 εφοδίων (τροφίμων κλπ). Η απαίτηση αυτή απολαύει προνομίου κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ (αρθρ. 319§1 του Maritime Act 1990), καθώς απορρέει από  την παροχή προμηθειών για το πλειστηριασθέν πλοίο. Προκειμένου, ωστόσο, να καταταγεί προνομιακά για την ανωτέρω απαίτησή της στον ανακοπτόμενο πίνακα στη θέση της ενυπόθηκης απαίτησης της τράπεζας . .. …., απαιτείται και η απαίτησή της αυτή να εξοπλίζεται και κατά το ελληνικό δίκαιο με προνόμιο, και μάλιστα ισχυρότερο του προνομίου της απαίτησης της καθ’ ης τράπεζας (πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη), πράγμα το οποίο δε συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση. Και τούτο διότι, και εάν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι η συγκεκριμένη απαίτηση της ανακόπτουσας αφορά πράγματι σε έξοδα συντήρησης του πλειστηριασθέντος πλοίου, οι δαπάνες αυτές δε διενεργήθηκαν μετά τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα κατά την έννοια της διατάξης του άρθρου 205 περ.β΄ του ΚΙΝΔ, όπως αυτή προσδιορίσθηκε στη μείζονα σκέψη. Διενεργήθηκαν, δηλαδή, κατά το χρονικό διάστημα από 21.12.2011 έως 21.05.2012, όταν το εν λόγω πλοίο ναυλοχούσε μεν στο λιμένα, στον οποίο πλειστηριάσθηκε τελικά (σημειωτέον ότι ως τέτοιος νοείται, εκτός από τον Πειραιά, όπου το πλοίο αρχικά κατέπλευσε, κενό φορτίου, προερχόμενο από Τυνησία, και το Πέραμα, όπου μεθορμίσθηκε στη συνέχεια προς επισκευή σε συνεργείο, και όπου παραθόθηκε η πλειονότητα των πωληθέντων εφοδίων, εκτός από τα ναυτιλιακά έντυπα, που παραδόθηκαν στην έδρα της διαχειρίστριας του πλοίου, αλλά και η Ελευσίνα, όπου μεθορμίσθηκε ακολούθως, μετά την κατάρτιση των εν λόγω πωλήσεων, προς εξασφάλιση αγκυροβολίου, κατασχέθηκε και πλειστηριάσθηκε, κατά τα προεκτεθέντα), πλην όμως σε χρόνο, κατά τον οποίο αυτό δεν τελούσε σε σταθερή παραμονή εκεί προς το σκοπό εκποίησης, αλλά βρισκόταν ελλιμενισμένο επί μακρόν σε κατάσταση παροπλισμού, στερούμενο πλοιάρχου και πληρώματος. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, το εν λόγω πλοίο κατέπλευσε, προερχόμενο από την Τυνησία, στο αγκυροβόλιο Πειραιά στις 15.11.2011, στις 18.11.2011 μεθορμίσθηκε στο Πέραμα και από εκεί, στις 27.1.2012, στην Ελευσίνα, όπου και απαγορεύθηκε ο απόπλους του το πρώτον την 1η.10.2012, χωρίς να του χορηγηθεί έκτοτε ελευθεροπλοΐα μέχρι και τον πλειστηριασμό του (18.12.2013). Ενδιαμέσως, επιβλήθηκαν σ’ αυτό νέα απαγόρευση απόπλου (στις 6.12.2012), συντηρητική κατάσχεση (κοινοποιηθείσα στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας στις 13.2.2013) και η προαναφερόμενη αναγκαστική κατάσχεση από την επισπεύδουσα δανείστρια (στις 7.11.2013). Προκύπτει, επομένως, ότι το πλοίο κατέπλευσε στο λιμένα του Πειραιά (και εν συνεχεία του Περάματος και της Ελευσίνας) μετά την επιστροφή του από την Τυνησία, με αποκλειστικό σκοπό να ακινητοποιηθεί εκεί και να παροπλισθεί επί μακρό χρόνο, όπερ και εγένετο. Επομένως, εφόσον  βρισκόταν επί μεγάλο χρονικό διάστημα παροπλισμένο στο ίδιο λιμάνι, στο οποίο και πλειστηριάσθηκε, το λιμάνι αυτό δε μπορεί να θεωρηθεί ως ο “τελευταίος λιμένας μετά τον κατάπλου”, έτσι ώστε κάθε δαπάνη συντήρησης, που έγινε κατά το διάστημα αυτό, στο οποίο ανάγονται και οι επίμαχες δαπάνες για την αγορά εφοδίων από την ανακόπτουσα εταιρία «……….», να καλύπτεται από το ανωτέρω προνόμιο. Τούτο διότι δεν πρόκειται για το λιμάνι, στο οποίο το πλοίο ακινητοποιήθηκε και παρακωλύθηκε να αποπλεύσει συνεπεία της κατάσχεσης, όπερ εγένετο μόνον από την 1η.10.2012, όταν και επιβλήθηκε το πρώτον σ’αυτό απαγόρευση απόπλου με την προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και στο εξής, αλλά η ακινητοποίησή του αυτή, κατά το διάστημα της οποίας (προγενέστερο της 1ης.10.2012) καταρτίσθηκαν οι εν λόγω πωλήσεις, ήταν μέχρι τότε άσχετη με την επακολουθήσασα κατάσχεση, με αποτέλεσμα οι δαπάνες αυτές, εφόσον επρόκειτο περί εξόδων συντήρησης πλοίου ακινητοποιημένου ή παροπλισμένου εξ άλλου λόγου, και όχι ενόψει της κατάσχεσης, να μην απολαύουν του ως άνω προνομίου, ως μη συνδεόμενες αιτιωδώς με αυτήν. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δέχθηκε τα ανωτέρω και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον τρίτο λόγο της ανακοπής αυτής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανακόπτουσα της ανακοπής αυτής με τον πρώτο λόγο της από 18.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../28.9.2015 και ../../28.9.2015) έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει, ότι προηγείται του τελευταίου, που κατατάχθηκε στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρο 979 § 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει εν προκειμένω). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή, έστω και εάν έχει μείζον προνόμιο κατάταξης (ΑΠ 2117/2014, ΑΠ 1851/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, το άρθρο 972 § 1 περιπτ. β, εδαφ. 2  του ΚΠολΔ, όπως ισχύει στην κρινόμενη περίπτωση, ορίζει ότι εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών από τον πλειστη­ριασμό, ο δανειστής που αναγγέλλεται σ’ αυτόν έχει δικονομικό βάρος να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα έγ­γραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας αυτής, επάγεται μεν έκπτωση του δανει­στή από το δικαίωμα να καταθέσει τα έγ­γραφα αυτά ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, αλλά δεν επάγεται και έκπτωση από το δικαίωμα να προσκομι­σθούν ενώπιον του δικαστηρίου, στη δίκη της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών (Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας, 2η έκδοση, σελ.145, ο ίδιος, Δ 8.442 επ., ΑΠ 1640/2002 ΕλλΔνη 44.744, ΑΠ 119/2003 ΕλλΔνη 44.1314, ΑΠ 1734/2001 ΕλλΔνη 43.1650, ΑΠ 337/1998 Δ 29.1376, ΑΠ 158/1996 ΕλλΔνη 38.582, ΑΠ 172/1994 ΕλλΔνη 38.1110). Έτσι, εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλόμενη από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 εδ. γ΄και δ΄του ΚΠολΔ υποχρέω­σή του να καταθέσει μέσα σε αποκλειστι­κή προθεσμία 15 ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα έγγραφα που αποδει­κνύουν την απαίτηση και το τυχόν προ­νόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 του ΚΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η πάροδος όμως άπρακτης της δεκαπενθήμερης προθεσμίας του άρθρου 972 παρ.1 εδαφ.γ΄του ΚΠολΔ δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτη­ση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιον του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκ­βαση της δίκης (ΑΠ 1580/2013, 949/2011, 31/2010, 1340/2006, 472/2005, 195/2003, 119/2003, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση στο ποσό των 3.340,21 ευρώ (ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α.), που κρίθηκε ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από το προς διανομή πλειστηρίασμα ως έξοδα και δικαιώματα του πρώτου των καθ’ων η από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…./…/7.7.2014) ανακοπή, Συμβολαιογράφου Πειραιώς και επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, καθώς και στο ποσό των 1.223,49 ευρώ ή 1.663,45 δολαρίων Η.Π.Α., που επίσης κρίθηκε ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα ως έξοδα και δικαιώματα του δευτέρου των καθ’ων η ανακοπή αυτή, δικαστικού επιμελητή της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι συνολικά στο ποσό των 4.563,7 ευρώ (ή 6.204,8 δολαρίων Η.Π.Α.), και απελευθερώνεται από το προς διανομή πλειστηρίασμα, πρέπει να καταταγεί η ανακόπτουσα της ιδίας ανακοπής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….», σε μερική εξόφληση κατά το ισόποσο της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση αναγγελθείσας απαίτησής της από την πώληση εφοδίων για το μετέπειτα πλειστηριασθέν πλοίο, η οποία κατά κεφάλαιο ανέρχεται στο ποσό των 4.707,23 ευρώ, οριστικά και όχι τυχαία, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά παραδοχήν του δευτέρου λόγου της από 18.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../28.9.2015 και ../…/28.9.2015) έφεσής της, διότι για την απαίτησή της αυτή έχει ήδη εκδοθεί η υπ’αριθμ. …/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ήδη εξοπλισθείσα με δύναμη δεδικασμένου κατά τα προεκτεθέντα. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής  εκδόθηκε μετά την παρέλευση της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 972 § 1 περίπτ.β, εδαφ.2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει στην κρινόμενη περίπτωση, προθεσμίας των 15 ημερών για την αναγγελία από την ανακόπτουσα της απαίτησής της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, και την κατάθεση στον επί του πλειστηριασμού υπάλλληλο των εγγράφων, που αποδεικνύουν την απαίτησή της αυτή, και, συνεπώς, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να προσκομισθούν αυτά εμπρόθεσμα, με αποτέλεσμα να καταταγεί στον προσβαλλόμενο πίνακα τυχαία, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, πλην όμως, καθώς ο αναγγελθείς δανειστής με την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας εκπίπτει μεν από το δικαίωμα κατάθεσης των εγγράφων του στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και οριστικής κατάταξής του στον πίνακα, όχι όμως και από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων αυτών μεταγενέστερα κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, η ανακόπτουσα κατά τη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης στον πρώτο βαθμό παραδεκτά προσκόμισε, μεταξύ των λοιπών νομίμων αποδεικτικών μέσων, και την ως άνω διαταγή πληρωμής, όπως και τα άλλα έγγραφα, που ήδη αναφέρθηκαν, και αποδεικνύουν ότι αυτή έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, μη ασκηθείσης ανακοπής από την καθ’ης η εκτέλεση εντός της νόμιμης προθεσμίας από την επίδοση προς αυτήν της διαταγής πληρωμής, τα οποία, και θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως νομιμοποιητικά της εν λόγω απαίτησης έγγραφα, και η ανακόπτουσα να καταταγεί στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος των κριθέντων ως εσφαλμένα προαφαιρεθέντων  απ’αυτό εξόδων και δικαιωμάτων των δύο πρώτων των καθ’ων η ανακοπή, οριστικά, και όχι τυχαία, όπως κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα, αφού η απαίτησή της δεν είναι πλέον αμφίβολη. Μάλιστα η ανακόπτουσα, κατόπιν μεταρρύθμισης του πίνακα αυτού, θα καταταγεί ακριβώς στο ανωτέρω ποσό των 4.563,7 ευρώ (ή 6.204,8 δολαρίων Η.Π.Α.), που απελευθερώνεται από το πλειστηρίασμα, σε μερική εξόφληση κατά το ποσό αυτό της αναγγελθείσας απαίτησής της, δηλαδή κατά το αντίστοιχο μέρος του κεφαλαίου αυτής, που ανέρχεται στο ποσό των 4.707,23 ευρώ, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό του κεφαλαίου, όπως και κατά τους τόκους και τα έξοδα, η απαίτησή της εξακολουθεί να υφίσταται. Επομένως, τα υποστηριζόμενα από την ανακόπτουσα με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της ένδικης από 18.9.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ../28.9.2015 και ../…/28.9.2015) έφεσής της, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του εσφαλμένα την κατέταξε στον προσβαλλόμενο πίνακα στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, το οποίο δέχθηκε ότι ανέρχεται στο ποσό των 4.607,98 ευρώ ή 6.265,01 δολαρίων Η.Π.Α., χωρίς να της επιδικάσει το ανωτέρω ποσό μετά των νομίμων τόκων, μέχρι την εξόφληση, και εξόδων, πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμα, διότι εφόσον ευδοκίμησε η ανακοπή της ορθώς κατατάχθηκε μόνο στο απελευθερούμενο από το πλειστηρίασμα ποσό, που κρίθηκε ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκε απ’αυτό, ως έξοδα και δικαιώματα των δύο πρώτων των καθ’ων, το οποίο μάλιστα είναι μικρότερο ακόμη και του κεφαλαίου της αναγγελθείσας απαίτησής της, και δεν επαρκεί ούτε για την εξόφληση αυτού, πολλώ δε μάλλον για τόκους, ή έξοδα, λαμβανομένου υπόψη ότι με την ευδοκίμηση της ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, που πλήττει τον πίνακα για έξοδα εκτέλεσης, ο ανακόπτων κατατάσσεται ακριβώς στο αποδεσμευόμενο από το πλειστηρίασμα ποσό και μόνον, σε πλήρη, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, εφόσον τούτο επαρκεί, ή σε μερική, σε διαφορετική περίπτωση, εξόφληση της απαίτησής του σε βάρος του καθ’ου η εκτέλεση, δηλαδή κατατάσσεται κατά το μέρος της απαίτησής του, στο βαθμό και την έκταση, που αντιστοιχεί στο απελευθερούμενο ποσό, και δεν του επιδικάζεται το ποσό του κεφαλαίου, για το οποίο κατατάχθηκε, με τόκους και έξοδα. Τέλος, η ανακόπτουσα εταιρία «………», εφόσον αποδείχθηκε ότι διατηρεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, ορθά κατατάχθηκε στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, που κρίθηκε ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκε απ’αυτό ως έξοδα εκτέλεσης των δύο πρώτων των καθ’ων, κατά παραδοχήν σχετικών λόγων της ανακοπής της, αν και, όπως έγινε δεκτό, η απαίτησή της δεν απολαύει προνομίου και κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, των υποστηριζομένων από τους καθ’ων η ανακοπή αυτή με τον τρίτο λόγο της από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …/29.9.2015 και …/…/8.12.2015) έφεσής τους, ότι δηλαδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και κακώς εκτιμώντας τις αποδείξεις, την κατέταξε στο αποδεσμευόμενο από το πλειστηρίασμα ποσό, παρότι έκρινε ότι η απαίτησή της δεν είναι εξοπλισμένη με προνόμιο, διότι, εφόσον τα έξοδα εκτέλεσης πάντοτε προηγούνται στην κατάταξη, σύμφωνα με τη σειρά των ναυτικών προνομίων, που προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη, δεν είχε σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να καταταγεί, και, επομένως, η ανακοπή της θα έπρεπε ν’απορριφθεί λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, απορριπτομένων ως αβασίμων. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, το έννομο συμφέρον των δανειστών στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δεν εξαρτάται από την προτεραιότητά τους στη σειρά ικανοποίησης αυτών που αναγγέλθηκαν και δεν ικανοποιήθηκαν, αλλά δεν άσκησαν ανακοπή, ή δεν πρόβαλαν το σχετικό λόγο ανακοπής, γιατί η ανακοπή ευνοεί μόνον τον ανακόπτοντα, ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν και άλλοι δανειστές με καλύτερη σειρά που δεν ικανοποιήθηκαν, και, επομένως, δυνατότητα κατάταξης εκείνου, που ασκεί ανακοπή, υπάρχει, άρα δικαιολογείται και το έννομο συμφέρον του, όταν ο δανειστής, που θα μπορούσε να προηγηθεί στην κατάταξη και να αποκλείσει έτσι την κατάταξη του ανακόπτοντος, δεν έχει ασκήσει ανακοπή. Τότε, επειδή η ανακοπή ωφελεί μόνο τον ανακόπτοντα, η υπερέχουσα σειρά του δανειστή, που δεν έχει ασκήσει ανακοπή, δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει την κατάταξη του ανακόπτοντος, ούτε να αναιρέσει το έννομο συμφέρον του για την άσκηση της ανακοπής. Ενόψει τούτων, η ανακόπτουσα είχε τη δυνατότητα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ανακοπής της, να καταταγεί στο απελευθερούμενο από το πλειστηρίασμα ποσό, και ορθά κατατάχθηκε σ’αυτό, κατά το αντίστοιχο μέρος της αναγγελθείσας  απαίτησής της, αν και όχι προνομιακά, και, συνακόλουθα, και έννομο συμφέρον να προσβάλει τον πίνακα, που συντάχθηκε, παρότι, όπως έγινε δεκτό, η απαίτησή της δεν εξοπλίζεται με προνόμιο και κατά το ελληνικό δίκαιο, αλλά μόνο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, ακόμη και εάν προηγούνται της κατάταξης άλλοι δανειστές της καθ’ης η εκτέλεση με μείζον προνόμιο, που δεν έχουν ασκήσει ανακοπή, διότι η ανακοπή του άρθρο 979 του ΚΠολΔ ευνοεί μόνον τον ανακόπτοντα, και όχι τον μη ασκήσαντα ανακοπή δανειστή, που έχει τη νόμιμη σειρά.Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνουν δεκτές οι από 18.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …/28.9.2015 και ../../28.9.2015) και από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../29.9.2015 και ../../8.12.2015) εφέσεις κατά της εκκαλουμένης απόφασης και, αφού εξαφανισθεί η ανωτέρω απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά την από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../../7.7.2014) ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό, να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή αυτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε στο απελευθερούμενο από το πλειστηρίασμα συνολικό ποσό των 4.563,7 ευρώ (ή 6.204,8 δολαρίων Η.Π.Α.), που εσφαλμένα προαφαιρέθηκε απ’αυτό ως έξοδα και δικαιώματα του πρώτου και δευτέρου των καθ’ων, να καταταγεί η ανακόπτουσα οριστικά. Λόγω της νίκης των εκκαλούντων των ανωτέρω εφέσεων θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτούς των καταθέντων παραβόλων εκάστης (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος των καθ’ων η από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/../7.7.2014) ανακοπή μέρος της δικαστικής δαπάνης της ανακόπτουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, που νίκησε εν μέρει, ανάλογο προς την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της ανακοπής αυτής (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).               ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 18.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../28.9.2015 και ../../28.9.2015) έφεση, β) την από 29.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ../29.9.2015 και ../../8.12.2015) έφεση και γ) την από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/29.9.2015 και ../../8.12.2015) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2129/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…/29.9.2015 και ../../8.12.2015) έφεσης, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 29.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…./29.9.2015 και ../…/8.12.2015) έφεση ως απαράδεκτη ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης αυτής στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων της ανωτέρω έφεσης τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εφεσίβλητης της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν α) την από 18.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../28.9.2015 και ../../28.9.2015) έφεση, και β) την από 29.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…/29.9.2015 και ../../8.12.2015) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων των ανωτέρω εφέσεων στους εκκαλούντες εκάστης.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτής, που αφορά την από 4.7.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../../7.7.2014) ανακοπή κατά του υπ’αριθμ../2014 πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς .. …

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω ανακοπή.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ τον υπ’ αριθμ. ../23.06.2014 πίνακα κατάταξης δανειστών του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου συμβολαιογράφου Πειραιώς …… του …, ώστε, αφού ακυρωθεί η προαφαίρεση από το προς διανομή πλειστηρίασμα α) των εξόδων και δικαιωμάτων του πρώτου των καθ’ων υπαλλήλου του πλειστηριασμού στο σύνολό τους και β) των εξόδων και δικαιωμάτων του δευτέρου καθ’ου δικαστικού επιμελητή ……… κατά ένα μέρος και, ακολούθως, διαγραφεί το ποσό των εξόδων αυτών, και δη [α) το ποσό των 3.340,21 ευρώ ή 4.541,35 δολαρίων Η.Π.Α. και β) το ποσό των 1.223,49 ευρώ ή 1.663,45 δολαρίων Η.Π.Α. αντίστοιχα], να καταταγεί στο απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, συνολικού ύψους 4.563,7 ευρώ (ή 6.204,8 δολαρίων Η.Π.Α.), η ανακόπτουσα της ανωτέρω ανακοπής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….», οριστικά.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους καθ’ων η ανακοπή αυτή στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ανακόπτουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό οκτακοσίων (800) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 30.8.2018. Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ