Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 629/2024

Αριθμός  629/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4°

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τη Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:              Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (Α.Φ.Μ. ……), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ήδη δε από 01.01.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ως εκπρόσωπο του Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής (ΑΦΜ ……….), ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, που εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ, Βασιλική Τζίφα, και

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη ……. Αττικής, επί της ………., με Α.Φ.Μ. …. και αρ. Γ.Ε.ΜΗ ….., νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 505/20/28.06.2024 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων ΤτΕ (ΦΕΚ Β 3744/28-6-2024) ως Διαχειριστής Πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του Ν. 5072/2023, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και της Πράξης 225/1/30.01.2024 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της διαδόχου εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», που εδρεύει στο …… , με αρ. μητρώου ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται (καταχώρηση στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών της σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών απαιτήσεων άρθ. 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 με αριθμό πρωτοκόλλου …../1-8-2019), οι οποίες απαιτήσεις έχουν μεταβιβαστεί στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία, δυνάμει της από 29/11/2018 σύμβασης πώλησης και αγοράς απαιτήσεων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, καθώς και της από 27/12/2018 σύμβασης μεταβίβασης/εκχώρησης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……/27-12-2018, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ελέννη Ζαννιά (ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΔΡΟΚΟΠΟΥΛΟΣ @ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13-6-2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2945/ 2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή μερικώς. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ακολούθως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ανακόπτον με την από 7-12-2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021-………/ 2023 ) έφεση του, που συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο δικαστικός πληρεξούσιος του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η έφεση κατά της με αριθμό 2945/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 8-12-2021, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης έγινε στις 7-12-2021 (βλ. το προσκομιζόμενο από το εκκαλούν επιδοθέν σε αυτό αντίγραφο της εκκαλουμένης με την επ’ αυτού σημειωθείσα ημεροχρονολογία επίδοσης του δικαστικού επιμελητή). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία .

II. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/ 2019 ανακοπή του το Ελληνικό Δημόσιο, ήδη εκκαλούν, εξέθετε, ότι με επίσπευση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», και ακολούθως της πρώτης ανακόπτουσας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, κατασχέθηκε και ακολούθως εκπλειστηριάστηκε το ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία σε οικοδομή στο Δήμο Πειραιά), κυριότητας της οφειλέτριας, καθής η εκτέλεση, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………», ότι μετά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό αυτό (ανακόπτον) ανήγγειλε νομίμως δια του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά τις φέρουσες γενικό προνόμιο κατ’ αρ. 61 ΚΕΔΕ και 975 ΚΠολΔ, απαιτήσεις του εις βάρος της άνω οφειλέτριας εταιρίας, συνολικού ποσού 945.654,44 ευρώ. Ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος η υπάλληλος του πλειστηριασμού τελικώς συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. ……./13-5-2019 πίνακα κατάταξης, στον οποίο κατέταξε το ίδιο στο 25% του πλειστηριάσματος για μέρος μόνον της απαίτησης του, ποσού 37.175, 85 ευρώ, προνομιακά και οριστικά μαζί με τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του ΕΦΚΑ, ενώ κατέταξε προνομιακά και οριστικά στο ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, δηλαδή στο ποσό των 227.965,09 ευρώ, την πρώτη ανακόπτουσα, για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησης της, συνολικού ποσού 6.027.134,47 ευρώ, που εξασφαλιζόταν με προσημείωση ήδη τραπείσα σε υποθήκη, μέχρι του ποσού των 580.000 ευρώ, καθώς και στο ποσοστό 10% αυτού οριστικά και σύμμετρα για μέρος της υπόλοιπης προνομιακής απαίτησης της, που δεν κατετάγη στο 65%, ποσού 9.469.41 ευρώ, μαζί με τους λοιπούς καθών η ανακοπή και μη διαδίκους εν προκειμένω, προβαίνοντας με τον τρόπο αυτό σε ανεπίτρεπτη διπλή κατάταξη της. Επιπλέον, αυτό αμφισβήτησε το ύψος των προαφαιρεθέντων εξόδων, καθώς και συλλήβδην την ύπαρξη και το ύψος όλων των καταταγεισών απαιτήσεων στο ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος των καθών η ανακοπή. Ζητούσε, δε, ακολούθως να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε, αφενός, να αποβληθεί από τα προαφαιρούμενα έξοδα, ποσού 843,20 ευρώ, ο ένατος των καθών, δικαστικός επιμελητής, και αφετέρου, να αποβληθούν όλοι οι καταταγέντες δανειστές από το ποσό του 10% του πλειστηριάσματος, ποσού 35.071,55 ευρώ, άλλως η πρώτη, επισπεύδουσα δανείστρια, για το ποσό των 9.469.41 ευρώ, και να καταταγεί το ίδιο στη θέση τους. Την ανακοπή αυτή συνεκδίκασε με την εκκαλουμένη απόφαση του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/ 2019 ανακοπή του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΦΚΑ» κατά της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», και την έκανε μερικώς δεκτή μόνον ως προς τον (τρίτο) λόγο της, αναφορικά με το ύψος των προαφαιρουμένων εξόδων, και απέβαλε σχετικώς την πρώτη καθής (ως επισπεύδουσα, υπερ ης η προαφαίρεση των εξόδων, και όχι τον ένατο καθού, δικαστικό επιμελητή) για το ποσό των 657,20 ευρώ, κατατάσσοντας στη θέση της το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, ενώ απέρριψε καθ’ ολοκληρίαν τη συνεκδικαζόμενη ανακοπή του ΕΦΚΑ. Κατά της αποφάσεως αυτής, ως προς την απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής, περί ανεπίτρεπτης διπλής κατάταξης της απαίτησης της πρώτης καθής, παραπονείται το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε η ανακοπή του να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

III. Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης, καθόσον οι άλλες δύο έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ’ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021) ,όττου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου 4842/ 2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους, η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων περ. θ’ παρ.6 του άρθρου 116 Ν.4842/2021, ΦΕΚ A 190 και άρθρου 176 4855/ 2021). -Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. Αντ. Βαθρακοκοίλη- Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ. 138) (ΜΕφΠειρ 1/2023, ΜΕφΘεσ 297/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Από την εκτίμηση των νομίμως προσκομιζόμενων εγγράφων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 13-2-2019 εκπλειστηριάστηκε με ηλεκτρονικά μέσα από τη συμβολαιογράφο Αθηνών, ……, ως υπάλληλο του πλειστηριασμού, η κατασχεθείσα δυνάμει της με αριθμό …../29-6-2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……….., οριζόντια ιδιοκτησία υπό στοιχ. Ε1 του πέμπτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 272,97 τμ, σε οικοδομή επί οικοπέδου στο Δήμο Πειραιά, στη θέση «……» και στη διασταύρωση των οδών … (αρ…..) και …… (αρ…..), με ΚΑΕΚ ………….., κυριότητας της οφειλέτριας εταιρίας με την επωνυμία «…………….». Στη διαδικασία του πλειστηριασμού υπερθεματιστής αναδείχθηκε ο …………, στον οποίο κατακυρώθηκε το ακίνητο αντί πλειστηριάσματος, ποσού 360.001 ευρώ, ενώ αναγγέλθηκαν νόμιμα οι ακόλουθοι δανειστές: 1) το Ελληνικό Δημόσιο δια της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά για το ποσό των 945.654,44 ευρώ, 2) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.) διά του A Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών για το ποσό του 1.269.121,70 ευρώ και διά του ΚΕΑΟ Πειραιά για το ποσό των 14.532,40 ευρώ, 3) η νομίμως αναγγελθείσα διάδοχος της επισπεύδουσας τράπεζας εταιρία με την επωνυμία «…………….» (πρώτη εφεσίβλητη), υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της αρχικώς επισπεύδουσας («……..»), αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία « ………..», που εδρεύει στο …………, στην οποία και μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις της τελευταίας με την από 29-11-2018 σύμβαση πώλησης απαιτήσεων, όπως τροποποιήθηκε διά της …./27-12-2018 καταχωρηθείσας στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σύμβασης, και η διαχείριση τους ανατέθηκε στην ως άνω πρώτη εφεσίβλητη δυνάμει της με αριθμό ……/27- 12-2018 καταχωρηθείσας στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, και δη για :α) απαίτηση, ποσού 6.027.137,47 ευρώ, απορρέουσας από την υπ’ αριθμ. …/20-12-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, για την οποία εξεδόθη η με αριθμό …/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) απαίτηση ποσού, 2.681.529,63 ευρώ, απορρέουσας από την υπ’ αριθμ. …./1196 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, για την οποία εξεδόθη η με αριθμό …../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 4) η εταιρία με την επωνυμία «……..» για το ποσό των 495.357,53 ευρώ, 5) η εταιρία με την επωνυμία «………», για το συνολικό ποσό των 4.583.004,22 ευρώ, 6) η εταιρία με την επωνυμία «………..», για το ποσό των 307.455,15 ευρώ, 7) η εταιρία με την επωνυμία «……..», για το ποσό των 3.961,352,62 ευρώ, 8) η εταιρία με την επωνυμία «………», για το ποσό των 1.889.530,10 ευρώ, 9) η εταιρία με την επωνυμία «………», που εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» για το ποσό των 751.985,10 ευρώ και 10) η εταιρία με την επωνυμία «…………», για το ποσό των 57.892,11 ευρώ. Επειδή το πλειστηρίασμα, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, η ως άνω συμβολαιογράφος, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθμό ………./13-5-2019 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο κατέταξε αυτές στο εναπομείναν, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, συνολικού ύψους 9.285,48 ευρώ, προς διανομή ποσό των 350.715,52 ευρώ ως εξής: α) Στο 25% του πλειστηριάσματος, ποσού 87.678,88 ευρώ: 1) προνομιακά και οριστικά, το Ελληνικό Δημόσιο διά της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά για το ποσό των 37.175,85 ευρώ σε μερική εξόφληση της απαίτησης του, και 2) προνομιακά και οριστικά τον Ε.Φ.Κ.Α. διά του A Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών για το ποσό των 49.889,28 ευρώ και διά του ΚΕΑΟ Πειραιά για το ποσό των 613,75 ευρώ σε μερική εξόφληση των απαιτήσεων τους, β) Στο 65% του πλειστηριάσματος, ποσού 227.965,09 ευρώ, προνομιακά και οριστικά την πρώτη καθής η ανακοπή-εφεσίβλητη, με την προαναφερθείσα ιδιότητα της, σε μερική εξόφληση της αναγγελθείσας εκ μέρους της απαίτησης, ποσού 6.027.137,47 ευρώ, για εξασφάλιση της οποίας είχε εγγράφει προσημείωση υποθήκης ποσού 580.000 ευρώ, καταχωρηθείσας στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, που τράπηκε ολικώς σε υποθήκη στις 30-5-2012, δυνάμει της με αριθμό ……/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου κατ’άρθρο 632 παρ.1 και 633 παρ.2 ΚΠολΔ σύμφωνα και με το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό του υποθηκοφυλακείου, και τέλος, γ) στο 10% του πλειστηριάσματος, ποσού 35.071,55 ευρώ, οριστικά και σύμμετρα με τους λοιπούς εγχειρόγραφους δανειστές την εφεσίβλητη, με την ίδια ιδιότητα της, για το ποσό των 9.469,41 ευρώ, σε μερική εξόφληση της προαναφερόμενης απαίτησης της, όχι, όμως, κατά το μέρος της που εξασφαλίζεται εμπραγμάτως και για το οποίο δεν μπόρεσε να καταταγεί προνομιακώς, όπως αβασίμως διατείνεται το εκκαλούν, αλλά για το υπόλοιπο, μη καλυπτόμενο από την τραπείσα σε υποθήκη προσημείωση, ποσού 447.137,47 ευρώ (6.027.137,47 ευρώ – 580.00 ποσό υποθήκης), σύμφωνα και με την από 27-2-2019 αναγγελία της, ως προς το οποίο η εφεσίβλητη τυγχάνει εγχειρόγραφη δανείστρια, όπως εξάλλου ρητώς αναφέρεται και στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης. Μετά ταύτα η ως άνω κατάταξη της εφεσίβλητης τυγχάνει καθ’ όλα νόμιμη, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς απέρριψε ως αβάσιμο τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, του ερευνώμενου λόγου της έφεσης απορριπτόμενου ως αβασίμου. Κατόπιν τούτου, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.

ΓΙΑΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση παρόντων των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση κατά της με αριθμό 3945/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζει σε διακόσια (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, στις 20-12-2024, χωρίς την παρουσία των

διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ