ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 36 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> και το διακριτικό τίτλο <<……….>>, που εδρεύει στη ……, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ …), η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Αναγνώστου (ΑΜ ΔΣΘ …. ΔΕ Αναγνώστου Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΘ ….), που κατέθεσε την από 23-10-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία <<……>> και το διακριτικό τίτλο <<………>>, η οποία έχει ήδη μετονομαστεί σε <<……….. και στην αγγλική γλώσσα <<…………>>, με διακριτικό τίτλο <<………..>>, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ ………), η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Τσακίρη (ΑΜ ΔΣΑ ……..).
Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 01-02-2021 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/…/ΕΑΚ/…../2021 αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 3007/2022 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ηττηθείσα ενάγουσα με την από 24-02-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./24-02-2023 και ειδ. αριθ.καταθ. …./24-02-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./06-03-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./06-03-2023) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση, αρχικά για τη δικάσιμο της 15-02-2024 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 3007/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της, στις 24-02-2023, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών, η οποία άρχεται από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης [άρθρα 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 518 ισχύει, λόγω του χρόνου άσκησής της, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1 του ένατου άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015], καθόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, επέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στην ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, στις 25-01-2023 (βλ. την υπ’αριθ. …../25-01-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης ………). Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό 2049/101/2023, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.
Με την από 01-02-2021 αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με τις προτάσεις της, η ενάγουσα εξέθετε ότι έχει στην κυριότητά της το υπό ελληνική σημαία ταχύπλοο σκάφος αναψυχής με το όνομα <<Μ>>, μάρκας MOTOMARINE τύπου MAGNA, έτους κατασκευής 2008, ολικού μήκους 9,90 μέτρων, με αριθμό εγγραφής στο Λιμεναρχείο Σαρωνικού …, το οποίο είναι ασφαλισμένο στην εναγομένη εταιρεία δυνάμει του υπ’αριθ. …/….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με ισχύ από 15-03-2020 έως 15-03-2021 και με όριο κάλυψης ζημιών του σκάφους και της μηχανής το ποσό των 60.000 ευρώ. Οτι στο ανωτέρω σκάφος διενεργήθηκε τακτική ετήσια συντήρηση τον Μάϊο 2020, ενώ είχαν τηρηθεί και οι προβλεπόμενες από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο συνθήκες συντήρησης και ελλιμενισμού του. Οτι την 10-06-2020, κατά τη διάρκεια δοκιμαστικού πλου στον θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν της μαρίνας Σάνη στη Χαλκιδική, παρατηρήθηκαν ζημίες και ειδικότερα νερά στη σεντίνα του μηχανοστασίου, κόλλημα μπαλονιού αριστερά και ράγισμα πολυεστέρα, οι οποίες επισκευάστηκαν, πλην όμως την 18-07-2020, οπότε το σκάφος κατέπλευσε εκ νέου προς δοκιμή, εισήλθαν νερά στο χώρο του μηχανοστασίου με αποτέλεσμα τη βλάβη των κινητήρων. Οτι αμέσως μετά τη βλάβη, επιλήφθηκε ο εξουσιοδοτημένος επισκευαστής των μηχανών MERCURY MerCruiser, ο οποίος προέβη σε εργασίες επισκευής του αριστερού κινητήρα, αντικατέστησε την τάπα θαλασσινού νερού και προχώρησε στην αντικατάσταση των δύο μιζών και της δεξιάς εξάτμισης του αριστερού κινητήρα. Οτι η ενάγουσα γνωστοποίησε αυθημερόν στην εναγομένη, μέσω της κατανομαζόμενης ασφαλίστριας, το συμβάν, το οποίο, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, οφείλεται σε απόφραξη εξαιτίας παραγόντων της θάλασσας του σωλήνα εισαγωγής θαλασσινού νερού – ψύξης της μηχανής με αποτέλεσμα την υπερθέρμανσή της και έτσι το πέταγμα της τάπας θαλασσινού νερού και την εισροή νερού στο μηχανοστάσιο που προκάλεσε τη βλάβη στις δύο μηχανές. Οτι η εναγομένη ανέθεσε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στον κατανομαζόμενο πραγματογνώμονα, ωστόσο στη συνέχεια αρνήθηκε την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αντισυμβατικά, παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας αν και επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 22.320,00 ευρώ που δαπάνησε για την αποκατάσταση της ζημίας, όπως το ποσό αυτό εξειδικεύεται στα κονδύλια των α) 19.840,00 ευρώ για την αγορά δύο μεταχειρισμένων κινητήρων τύπου Mercruiser και β) 2.480,00 ευρώ για εργασίες εξαγωγής των κατεστραμένων κινητήρων και τοποθέτησης των μεταχειρισμένων κινητήρων, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση καθώς και την καταδίκη της εναγομένης στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την ανωτέρω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ’αριθ. 3007/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκρινε την αγωγή ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απέρριψε αυτήν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση και με τον διαλαμβανόμενο σε αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε, αναδικαζομένης της υπόθεσης, να γίνει καθ’ολοκληρία δεκτή η από 01-02-2021 αγωγή της και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Σημειωτέον ότι ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης, κατά το σκέλος αυτού με το οποίο η εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων, τυγχάνει απορριπτέος διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέτασε την αγωγή στην ουσία της και δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα κλπ) που προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά απέρριψε την αγωγή ως αόριστη χωρίς καμία εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων [(βλ. σχετ. Σαμουήλ Σαμουήλ, η έφεση, ΣΤ’ έκδοση, 2009, σελ. 232, με παραπομπή σε ΑΠ 323/1989 ΕλΔ 31,770), Μον.Εφ.Δωδ.222/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), θα εξεταστεί όμως ως προς τη βασιμότητά του κατά το σκέλος κατά το οποίο πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Ι. Το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, που εφαρμόστηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και με το οποίο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη η νομική βάση τόσο της αγωγής όσο και των ισχυρισμών και ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει η εναγόμενη, κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια, επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξάρτητα μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές, περιέχεται δε κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία «Marine Insurance Act 1906» (στο εξής: Μ.I.A. 1906), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις του δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Institute yachts clauses 1.11.1985» (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα «Templeman on marine insurance, its Principles and Practice», 6th ed, p. 190-191). Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις: «Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν, κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια», στο δε άρθρο 5 του ίδιου νόμου δίνεται ο ορισμός του ασφαλιστικού συμφέροντος: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτή και από το γεγονός αυτό μπορεί το εν λόγω πρόσωπο να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή μπορεί να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή μπορεί να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νόμος αυτός (Μ.Ι.Α. 1906) δεν προβλέπει τους επί μέρους προς ασφάλιση κινδύνους, ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ιδίως σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις, κ.λ.π.) αλλά καταλείπει την διαμόρφωσή του (περιεχομένου) στην ελεύθερη βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) το οποίο, ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλάσσιων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης. Ειδικότερα για την ασφάλιση των θαλαμηγών οι διεθνώς χρησιμοποιούμενοι όροι είναι οι έντυποι του Ινστιτούτου για θαλαμηγά σκάφη αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1/11/1985. Η παρεχόμενη με τους όρους αυτούς ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks). Μεταξύ των ασφαλιζόμενων κινδύνων περιλαμβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (Perils of the sea – ρήτρα 9.1.1), ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση με την πλεύση του ασφαλισμένου πλοίου στη θάλασσα. Ωστόσο ο όρος «Perils of the sea» δεν καλύπτει κάθε ατύχημα ή συμβάν το οποίο είναι δυνατό να συμβεί στη θάλασσα, αλλά αφορά κίνδυνο εξ αιτίας της θάλασσας και αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξ αιτίας της θάλασσας και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιμο ατύχημα, όχι ένα προβλέψιμο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα και πρέπει να είναι εξ αιτίας της θάλασσας, όχι απλώς επί της θάλασσας [«but it is clear that there must be a peril, an unforseen and inevitable result, and it must be of the seas, not merely on the seas», From the judgement of Lord Herschell in the Xantho (12 APP Cas Ρ 509), Templeman on MARINE Insurance, 6th edit, p. 134]. Ειδικότερα, η γενική έκφραση «εναντίον κινδύνων θάλασσας» δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, ούτε κάθε απώλεια ή ζημία που από τη φύση της πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης, η οποία περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη, κ.λπ.), όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς από το ταξίδι ή από ενέργεια ή αμέλεια του ασφαλισμένου ως άμεσου αίτιου (Lord Chorley & Giles, Ναυτικό Δίκαιον, μετάφρ. Ιασ. Κρεμεζή, Αθήνα 1978, σ. 302). Αφορά περιστατικά που συμβαίνουν στο ασφαλισμένο αντικείμενο (πλοίο) προερχόμενα από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από την ίδια τη φύση του ασφαλισμένου αντικειμένου, αποκλειόμενης κάθε ευθύνης για απώλεια ή ζημία ή δαπάνη η οποία είναι αναπόφευκτη, όπως συνήθη φθορά και ξέφτισμα, συνήθη διαρροή και θραύση και πολύ περισσότερο προερχόμενη από πράξεις του ίδιου του ασφαλισμένου (Templeman on Marine Insurance, 6th edition, 168-169). Αυτό διότι κάθε πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας ή ακόμα και αν είναι παροπλισμένο, είναι φυσικό να εκτίθεται σε κάποια αναπόφευκτη, αν και σταδιακή, διαδικασία αποσύνθεσης – φθοράς, κυρίως λόγω της δράσης των κυμάτων και του ανέμου, δηλαδή σε μια προοδευτική χειροτέρευση από τη συνήθη καταπόνησή του από τους εν λόγω παράγοντες, η οποία κοινώς ορίζεται ως φθορά και ξέφτισμα, φυσικό αποτέλεσμα των άνω παραγόντων, για τα οποία δεν υπάρχει ευθύνη του ασφαλιστή ακόμα και αν η χειροτέρευση από φθορά και ξέφτισμα (συνήθη χρήση και φθορά) καταστεί τόσο σοβαρή ώστε να προκαλέσει τη διαρροή και βύθιση του πλοίου (Templeman on Marine Insurance, 6th edition, σ. 164). Η ζημιά επομένως που προκαλείται από διαρροή θαλασσινού νερού στο εσωτερικό του πλοίου και οδηγεί στην βύθισή του, δεν αποτελεί βάρος του ασφαλιστή, παρά μόνο στην περίπτωση που οφείλεται άμεσα σε απρόβλεπτο και τυχερό γεγονός ή σε ασύνηθες συμβάν, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, vol 1, par. 798, p. 661). Περαιτέρω προκειμένου να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης από την ασφαλιστική σύμβαση για ζημία ή απώλεια του ασφαλισθέντος πράγματος (πλοίου) και να θεμελιωθεί ευθύνη του ασφαλιστή, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε ως έγγιστα από ασφαλισθέντα κίνδυνο, σύμφωνα με την αρχή που εκφράζεται στο γνωστό νομικό απόφθεγμα «causa proxima non remota spectatur» (πρέπει ν’ αναζητείται η εγγύτερη αιτία και όχι η απώτερη) και αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 55 (1) του Μ.Ι.Α. 1906, με τον τίτλο «Καλυπτόμενες και Εξαιρούμενες Ζημίες» (Εφ.Πειρ. 815/2000, Ε.Ν.Δ. 2001, 157). Πρέπει ειδικότερα να υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, του επελθόντος κινδύνου – ο οποίος πρέπει να αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο – και της επελθούσας απώλειας ή προξενηθείσας ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία να είναι άμεσο αποτέλεσμα της εγγύτερης προς αυτήν αιτίας. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (Preponderance of propability), η οποία στηρίζει την υπόθεσή του [εν προκειμένω ο ασφαλιζόμενος φέρει το βάρος απόδειξης ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν κίνδυνο (σχετ. J. Kenneth Goodacre, A.C.I.I, Marine Insurance Claimas, 3rd edition, p. 86, Τempleman on Marine Insurance, p. 200), Lord Brandon σε House of Lords, Rhesa Shipping Co. S.A. v. Herbert David Edmunds v. Fenton Insurance Co. Ltd. (The Popi M), [1985] 2 Lloyd’ s Rep, 1]. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει να αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (Templeman on MARINE Insurance, ό.α, p. 201, 202, βλ. επίσης Phesa shipping S.A ν Edmundus (The “Popi Μ”) H.L. (1985) 2 Lloyd`s Rep. 1 , Lloyd Instruments Ltd ν Northern Star Insurance Co Ltd (The ” Miss Jay Jay” ) (1985) 1 Lloyd s Rep. 264 και Glowrange Ltd V C6U Insurance Pic (2001) English High Court: QBD Commercial Court, βλ. και Εφ.Πειρ. 343/2021 με αναφορά σε 518/2017, Εφ.Πειρ. 727/2014, Εφ.Πειρ. 358/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 55 (2c) του Μ.Ι.Α. 1906 εξαιρούνται της ασφαλιστικής κάλυψης οι ζημιές ή η απώλεια που οφείλονται σε συνήθη φθορά από τη χρήση («the insurer is not liable for ordinary wear and tear»).
ΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ’, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 Κ.Πολ.Δ: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, για την οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε, ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και του δικαστηρίου να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως. Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 1728/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 250/2011, Ε.Εμπ.Δ. 2011, 591, Α.Π. 49/2011 ΕλλΔνη 2011, 1594, Α.Π. 1042/2009, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1042/2009, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1611/2008, Εφ.Πειρ. 47/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης ασφαλιζόμενου θαλάσσιου κινδύνου με βάση σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής που είχε συμφωνηθεί να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις τυποποιημένες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yacht Clauses 1.11.1985»), αναγκαίο στοιχείο της βάσης της, το οποίο ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναλυθείσες διατάξεις του άρθρου 55 (1 & 2c) Μ.Ι.Α. 1906 και της ρήτρας 9.1.1. «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», η επέλευση ασφαλιζόμενου κινδύνου εξαιτίας της θάλασσας, δηλαδή συγκεκριμένου τυχαίου και απρόβλεπτου κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιου συμβεβηκότος, οφειλόμενου στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (peril of the sea – ρήτρα 9.1.1.), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause) και κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of propability) επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση (βλ.σχετ. Εφ. Πειρ. 343/2021 με αναφορά σε Εφ.Πειρ. 204/2015, Εφ.Πειρ. 358/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Αθ. Μαρκάκη, σημείωση στην Εφ.Πειρ. 815/2000, Ε.Ν.Δ. 29, 164, 165).
ΙΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ` ουσία συζήτηση, γιατί τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλ. δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη και την θέση του εκκαλούντος, αλλά όμως κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης στην οποία διαγράφονται τα όρια αυτά, αλλιώς σε αντίθετη περίπτωση ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 1062/2005, ΕλλΔ/νη 48.175). Έτσι, εάν η αγωγή απερρίφθη με την πρωτόδικη απόφαση ως απαράδεκτη για οποιοδήποτε τυπικό λόγο π.χ. λόγω αοριστίας, το Εφετείο δύναται, αντικαθιστώντας το εσφαλμένο αιτιολογικό, να κρίνει την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη για άλλον, επίσης, τυπικό λόγο και, ακολούθως, να απορρίψει την έφεση ως αβάσιμη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Δεν δύναται, όμως, εάν η αγωγή απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη για οποιοδήποτε τυπικό λόγο, αντικαθιστώντας το εσφαλμένο αιτιολογικό με το ορθό, και χωρίς προηγουμένως να εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση, κατά παραδοχή λόγου εφέσεως ή αντεφέσως από τον εφεσίβλητο, να κρίνει την αγωγή απορριπτέα ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτοντας ακολούθως την έφεση ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται αντικατάσταση του μη ορθού αιτιολογικού με το ορθό, διότι η νέα αιτιολογία επάγεται δυσμενέστερο για τον εκκαλούντα δεδικασμένο, αφού η έκταση του εκ της τελεσιδίκου απορρίψεως της αγωγής παραγομένου ουσιαστικού δεδικασμένου είναι πολύ ευρύτερη παρά επί της απορρίψεώς της για οποιοδήποτε τυπικό λόγο, εντεύθεν δε χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντος προ της εξαφανίσεως της αποφάσεως (ΑΠ 1472/2012 αδημ., ΑΠ 1065/2009, ΑΠ 298/2010, ΕφΑΘ 658/2011, ΑΙΊ 1062/2005, ΕλλΔ/νη 2007/175, ΑΠ 1324/1996 άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του ως άνω περιεχόμενου του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρον 216 ΚΠολΔ στοιχεία όσον αφορά τη μόνη βάση της από σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής, με αποτέλεσμα να μη δύναται η εναγόμενη να αμυνθεί και να διεξαχθούν οι δέουσες αποδείξεις. Καίτοι κατά το επικαλούμενο αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις στερεότυπες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yachts Clauses 1.11.1985») που φέρεται ότι συμφωνήθηκε να διέπουν την άνω σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, η ασφαλιστική κάλυψη πλοίου δεν γίνεται κατά παντός κινδύνου (all risks) αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks), συμπεριλαμβανομένων των θαλασσίων κινδύνων (perils of the sea – άρθρο 55 (1, 2c) Μ.Ι.Α. 1906, Ρήτρα 9.1.1. «Institute Yachts Clauses 1.11.1985»), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), στην υπό κρίση αγωγή δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ο επελθών ασφαλιζόμενος θαλάσσιος κίνδυνος ως ένα τυχαίο και απρόβλεπτο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιο συμβεβηκός, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (peril of the sea), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause), κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of propability), επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν εκθέτει στο δικόγραφο αυτής, ως όφειλε, τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους από το Δικαστήριο, στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Μ.Ι.Α. του 1906, δηλαδή δεν εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ασφαλιστική περίπτωση, ήτοι τον ασφαλισμένο κίνδυνο που εμπίπτει στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφάλισης, με βάση τη συμβατική συμφωνία ασφαλιστικής κάλυψης και αποζημίωσης, ώστε να πληρούται το πραγματικό των ανωτέρω εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και να επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση και η εξ αυτής αιτιωδώς προκληθείσα ζημία στο ασφαλισμένο σκάφος της ενάγουσας κατά τους όρους του μεταξύ τους καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου να δημιουργεί υποχρέωση της εναγομένης προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης που συμφώνησαν μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΚ 361), λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, κατ’ εφαρμογή του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ 25). Αντίθετα, η ενάγουσα αναφέρεται γενικόλογα στο ζημιογόνο αποτέλεσμα της βλάβης των δύο μηχανών του σκάφους, την οποία αποδίδει στην απόφραξη, εξαιτίας παραγόντων της θάλασσας, του σωλήνα εισαγωγής θαλασσινού νερού – ψύξης της μηχανής με αποτέλεσμα την υπερθέρμανσή της και λόγω αυτής το πέταγμα της τάπας που επέτρεψε την εισροή θαλασσινού νερού στο χώρο του μηχανοστασίου, χωρίς να αναφέρει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι με επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, το ζημιογόνο αίτιο, την αιτία δηλαδή πρόκλησης της ως άνω ζημίας στις μηχανές του σκάφους και συγκεκριμένα αν αυτή οφείλεται σε κάποια θαλάσσια συνθήκη που να είναι ασυνήθης και απρόβλεπτη ώστε να δύναται να υπαχθεί με ασφάλεια στην έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος. Η αοριστία επιτείνεται από την παράλειψη προσδιορισμού των παραγόντων της θάλασσας που προκάλεσαν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, την απόφραξη του σωλήνα εισαγωγής θαλασσινού νερού καθώς και του λόγου για τον οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή να διαπιστωθεί η ύπαρξή τους στο συγκεκριμένο σημείο του σκάφους, δεδομένου ότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, είχε προηγηθεί τακτική ετήσια συντήρηση τον Μάϊο 2020 και επιπλέον οι συνθήκες συντήρησης και φύλαξης του σκάφους ήταν άψογες, ενώ έως τον Ιούλιο 2020 αυτό δεν είχε εκτεθεί σε θαλάσσιο περιβάλλον ειμί μόνο κατά τη διάρκεια ολιγόλεπτου δοκιμαστικού πλου. Επίσης η αναφορά στην αγωγή, στο προηγούμενο θαλάσσιο συμβάν, τον Ιούνιο 2020, κατά το οποίο είχε επίσης εισέλθει θαλασσινό νερό στο μηχανοστάσιο του σκάφους, δεν εξηγείται επαρκώς εν σχέσει με τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την επίδικη ασφαλιστική περίπτωση, καθώς δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια εάν οι ζημίες που προκλήθηκαν και στις δύο περιπτώσεις έχουν κοινή αιτία ή εάν πρόκειται για μεμονωμένα και ανεξάρτητα μεταξύ τους συμβάντα. Κυρίως όμως η ενάγουσα δεν αναφέρει πώς ο επικαλούμενος επελθών ασφαλισμένος κίνδυνος συνδέεται αιτιωδώς (κατά τον κανόνα “causa proxima non remotas pectator”) με την εμφανισθείσα μηχανική βλάβη του σκάφους της, κατά τρόπο που να συνιστά την εγγύτερη αιτία (proximate cause) που, κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability), επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Οι ανωτέρω ασάφειες και ελλείψεις καθιστούν αδύνατο να ελεγχθεί εάν πράγματι επήλθε ασφαλισμένος κίνδυνος (περίπτωση που, σημειωτέον, δεν συντρέχει κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 55 (2γ) M.I.A. 1906 εάν η ζημία οφειλόταν σε συνήθη φθορά της μηχανής του σκάφους) και σε καταφατική περίπτωση εάν υπήρχε και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του επελθόντος αυτού κινδύνου και της προκληθείσας μηχανικής ζημίας του ασφαλισμένου σκάφους και του μηχανοηλεκτρολογικού εξοπλισμού του. Επομένως, ενόψει των ως άνω ελλείψεων της αγωγής και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Εφ.Πειρ. 47/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 518/2019), κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την ένδικη αγωγή ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, δεν έσφαλε στην κρίση του, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και έτσι ο μοναδικός λόγος της έφεσης, κατά το σκέλος αυτού που εξετάστηκε, είναι αβάσιμος και κατά συνέπεια απορριπτέος, Κατόπιν τούτου πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. ………/2023 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015, ισχύοντος από 1.1.2016, και εν συνεχεία τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 191 παρ. 2, 176 εδ.α’, 183, 189 παρ. 1ΚΠολΔικ, ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 24-02-2023 (με γεν.αριθ.καταθ. ……./06-03-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../06-03-2023) έφεση, κατά της υπ’αριθ. 3007/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ΄ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ……../2023 ηλεκτρονικού παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει σε εννιακόσια (900) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 14 Ιανουαρίου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ