Αριθμός 30/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αντώνιο Σεμιτέκολο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο καλών-εφεσίβλητος την από 30.12.2009 (αριθ. εκθ καταθ. ………../2009) αγωγή και β) ο καθ΄ ου η κλήση-εκκαλών την από 20.9.2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2010 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1943/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο εναγόμενος-προσεπικαλών και ήδη καθ΄ ου η κλήση-εκκαλών με την από 23.5.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. Πρωτ. …../2012-αριθ. εκθ. καταθ. Εφετ. …../2013) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.3.2013, μετά δε από αναβολή η 21η.11.2013, οπότε, συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 667/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 30.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023) αίτηση-κλήση του ήδη καλούντος-εφεσιβλήτου, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) με την από 30.5.2023 αίτηση – κλήση (αρ. εκ. κατ. ……/2023) του καλούντος – εφεσιβλήτου η από 24.05.2012 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. …../2012 και αρ. εκ. κατ. Εφ. ……/24.5.2012) έφεση του καθ΄ ου η κλήση – εκκαλούντος, κατά της υπ΄ αριθ. 1943/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά την έκδοση της με αριθμό 667/2014 μη οριστικής απόφασής του Δικαστηρίου αυτού με την οποία η ως άνω έφεση έγινε τυπικά δεκτή, απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελεστέρου των διαδίκων, διορίστηκε πραγματογνώμονας ο Αγρονόμος-Τοπογράφος Μηχανικός, ……….., προκειμένου να αποφανθεί με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεση επί των οριζομένων στο διατακτικό της ως άνω απόφασης ζητημάτων, ο οποίος κατέθεσε ήδη την από Μαρτίου 2023 (εκ. εγχειρ. 24.3.2023) με αριθμό ……/2023 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα, ο ενάγων – εφεσίβλητος – καλών άσκησε την από 30.12.2009 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../2009) διεκδικητική αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με αίτημα να αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί του επιδίκου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να το αποδώσει , επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθ. 1943/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (εκκαλουμένη), δυνάμει της οποίας η αγωγή έγινε δεκτή κατά το κύριο ως άνω αίτημά της και αναγνωρίστηκε ο ενάγων ως κύριος ολοκλήρου του επιδίκου ακινήτου και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να του το αποδώσει. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκε ο εκκαλών–εναγόμενος -καθ΄ου η κλήση, με την ως άνω υπό κρίση έφεσή του, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄ αριθ. 667/2014 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, από την Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό ………… επί των στο διατακτικό αυτής οριζομένων ζητημάτων. Μετά τη σύνταξη και νόμιμη κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης στη Γραμματεία του δικαστηρίου αυτού, η υπόθεση παραδεκτά και νόμιμα επανέρχεται προς συζήτηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, ως ίσχυε με το Π.Δ.503/1985 και αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2002, με τα άρθρα 9 Ν.2915/2001 και 15 Ν.2943/2001, «1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η συζήτηση, που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. 2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών διαδικασιών, στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες της παραγράφου 1 του άρθρου 237, στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 270 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επαναλαμβανόμενη συζήτηση πρέπει να ορίζεται σε μία από τις πρώτες δικασίμους μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κλήτευση. Η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο». Όπως δε ακολούθως το άρθρο 254 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ.2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/ 25.7.2011, Διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 167/2011) και εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015 με έναρξη ισχύος από την 1.1.2016) ορίζεται ότι «1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης….2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο.». Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ επομένως, όπως ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει, αφενός παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, αφετέρου δε ορίζει ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ του λόγου τούτου παρέπεται ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, αλλά οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Αυτό έχει, ως συνέπεια, ότι όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και πρόβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως, θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζητήσεως (ΟλΑΠ 30/1997 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο δε διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί, κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, δικάζεται αντιμωλία (ΕφΑθ 541/2020 δημ. «Νόμος», ΕφΠειρ 488/2016 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 720/2012 ΕλΔνη 2013, 1097, ΕφΘεσ 151/2012 ΕΠολΔ 2012, 377, ΕφΑθ 3334/2011 ΕλΔνη 2013, 1096, ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ. 2010, 1197, ΕφΑθ 961/2009 ΕλΔνη 2010, 1058, ΕφΑθ 2145/2009 αδημ., ΕφΠατρ 463/2009 ΑχΝομ 26, 358, ΕφΑθ 7196/2007 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 1849/2001 ΕλΔνη 44, 208). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και τη συζήτηση αυτής, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο, ο ως άνω εκκαλών, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, αν και αν και κλήθηκε νομότυπα με επιμέλεια των καλούντος για να παραστεί στη συζήτηση της άνω κλήσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον καλούντα – εφεσίβλητο με αριθμό ……..΄/12.7.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ……….., από την οποία προκύπτει ότι επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εκκαλούντα – καθ΄ου η κληση, έγκυρο αντίγραφο της από 30.5.2023 αίτησης – κλήσης με αρ. εκ. κατ. ………/2023 με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, πλην όμως, πλην όμως, κατά την αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης, παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ………… και κατέθεσε επί της έδρας τις από 20.2.2020 προτάσεις του μετά σχετικών εγγράφων. Επομένως, δεν απαιτείται να κατατεθούν νέες ιδιαίτερες προτάσεις για την ουσία της υπόθεσης, οι δε, ως άνω, προτάσεις του, που είχαν υποβληθεί εκ μέρους της στα πλαίσια της προηγούμενης συζητήσεως, που επαναλαμβάνεται και θεωρείται συνέχεια της, ως ενιαία συζήτηση και τις οποίες το Δικαστήριο αναζήτησε από το αρχείο τούτου, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη παρούσα συζήτηση, λαμβανομένων υπόψη όσων είχε επικαλεστεί και προβάλει. Ενόψει τούτων, ο καθ΄ου η κλήση – εκκαλών θεωρείται προσηκόντως παραστάς και πρέπει να δικαστεί αντιμωλία, εφόσον είχε παρασταθεί κανονικά στην αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης [άρθρο 254 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015) που εφαρμόζεται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις υπ΄ αριθ. ……/2011 και ………../2011 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κυθήρων και της Συμβολαιογράφου Κυθήρων …………. αντίστοιχα που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος και του εναγομένου αντίστοιχα, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης των διαδίκων, μη λαμβανομένης υπόψη της με αριθμό ……../2011 ένορκης βεβαίωσης που ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., εφόσον η κλήτευση του ενάγοντος που έγινε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του εναγομένου, η οποία καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμά με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ήταν ελλιπής, αφού δεν γνωστοποιήθηκε ημέρα και ώρα λήψης αυτής, τη με αριθμό ……./2013 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε μετά την έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης και μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, της από Μάρτιο του 2023 με αριθμό ……/2023 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του Τοπογράφου–Μηχανικού ……….., που διορίστηκε με την υπ΄αριθ. 667/2014 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου αυτού, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), και τους ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της με αριθμ. ……/1998 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογραφούσας Ειρηνοδίκη Κυθήρων …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων (τόμ. ….., αριθμ. …….), σε συνδυασμό με τη με αριθμ. ……./2003 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία (τόμ. ….., αριθμ. …..) και η οποία διόρθωσε την προηγηθείσα δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος έγινε κύριος, λόγω κληρονομιάς του πατέρα του ……………, ο οποίος απεβίωσε στις 16-4-1996 στην Αθήνα και άφησε την από 9-12-1995 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε νόμιμα με τη με αριθμ. 781/1996 απόφαση – πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, ενός χέρσου αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «…..» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Ποταμού Κυθήρων, εκτάσεως 942 τ.μ. Το γεωτεμάχιο αυτό που εκτείνεται σε τρία ανισόπεδα τμήματα, αποτυπώνεται στο από Μαρτίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού Τ.Ε. ………….. με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α, και συνορεύει βορειοανατολικά επί πλευράς Β-Γ μήκους 14,90 μέτρων με ιδιοκτησία ……….., νοτιοανατολικά επί πλευράς Γ-Δ μήκους 46,50 μέτρων με ιδιοκτησία ……….. (και ήδη …………), νοτιοδυτικά επί προσώπου Δ-Α μήκους 24,30 μέτρων με την επαρχιακή οδό ……… και βορειοδυτικά επί πλευράς Α-Β μήκους 53,20 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων …………. Με την υπ΄αριθ. 667/2014 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού διορίστηκε ως πραγματογνώμονας ο Τοπογράφος – Μηχανικός ………., για να γνωμοδοτήσει με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεση του περί του αν το επίδικό ακίνητο περιέχεται εν όλω ή εν μέρει και κατά ποια συγκεκριμένη έκταση στους επικαλούμενους από τους διαδίκους τίτλούς κυριότητας και ειδικότερα στο υπ΄ αριθμό ……./01.03.1937 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Κυθήρων …………, (που επικαλείται ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος) ή στο υπ΄ αριθμό ……./27.3.1870 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ποταμίων ……….. (που επικαλείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών). Στην από Μάρτιο του 2023 έκθεση του ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι δυνάμει του υπ΄ αριθμό ……./27.3.1870 συμβολαίου αγοραπωλησίας αγροτεμαχίου του Συμβολαιογράφου Ποταμίων ………, που έχει μεταγραφεί νομίμως, ο ……… πώλησε και μεταβίβασε στον ………….. τον αγρό του συνεχόμενου με το αμπέλι τρίτης ποιότητας και ένα ελαιόδεντρο κείμενο στη θέση <<……..>> του Δήμου Ποταμίων συνορευόμενο με ιδιοκτησίες …………..και με δρόμο. Δυνάμει του υπ΄ αριθμό ……./5.12.1997 συμβολαίου αγοραπωλησίας οικοπέδου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που έχει μεταγραφεί νομίμως, ο ……….. και η ………….. πώλησαν και μεταβίβασαν στον ………. ένα οικόπεδο στη θέση <<………>> στη κτηματική περιφέρεια της κοινότητας Ποταμού Κυθήρων το οποίο εμφαίνεται με τα κεφαλαία γράμματα Α,Β,Γ,Δ,Α στο από Μαΐου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού ……….., επιφανείας 942,5 τ.μ, συνορευόμενο βοριοδυτικά με ιδιοκτησία κληρ. ………, νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία ………, ανατολικά με ιδιοκτησία ……… και νοτιοδυτικά με δημόσιο επαρχιακό δρόμο. Δυνάμει του υπ΄ αριθμό ……/01.03.1937 συμβολαίου υποθηκοδανείου του Συμβολαιογράφου Κυθήρων ……….., ο …….. δανείστηκε από το γιο του, …….. το ποσό των 100.00 δρχ. και προς εξασφάλιση του του χορήγησε το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης σε ακίνητα που βρίσκονται στην περιφέρεια του πρώην Δήμου Ποταμιών των Κυθήρων, που περιήλθαν σε αυτόν από την κληρονομία του πατέρα του ………. Ένα εκ των οποίων είναι ένας αγρός στη θέση <<………>> διαχωριζόμενος σε δυο τεμάχια δια της οδού και ο οποίος συνορεύει εν όλω γύρωθεν με αγρούς …….., κληρονόμων …………, …………, …………. κληρονόμων ………….. και κληρονόμων ………… Σύμφωνα με το από Μαρτίου 2023 συνταχθέν, κατόπιν αυτοψίας, τοπογραφικό διάγραμμα που επισυνάφθηκε στην από Μαρτίου του έτους 2023 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η επιφάνεια του επιδίκου ακινήτου ισούται με 1067,13 τ.μ και συνορεύει βόρεια επί πλευράς Β-Γ με ιδιοκτησία …….., νότια επί πλευράς Α-Δ με ιδιοκτησία ……….. (χήρας ………..) πρώην ιδιοκτησία …….. (το γένος ……..), δυτικά επί πλευράς Α-Β με επαρχιακή οδό ……….. και ανατολικά επί πλευρας Γ-Δ με ιδιοκτησία …….. (πρώην ιδιοκτησία ………….., χήρα …………..). Ο ως άνω πραγματογνώμονας αναφέρει ότι η διαφορά του εμβαδού της αποτύπωσης με αυτή των τίτλων οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν σταθερά ορόσημα στο έδαφος και για το δυτικό όριο του ακινήτου υποδείχθηκε από τους διαδίκους το όριο της ασφάλτου. Περαιτέρω επισημαίνει ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των αναφερόμενων διαδοχικών τίτλων κυριότητας που προσκομίζονται από τον εκκαλούντα και δεν υπάρχει ταύτιση των ιδιοκτησιών, συμπεριλαμβανομένων και των προκατόχων που αναφέρονται στο υπ΄ αριθμό ……../27.3.1870 συμβόλαιο αγοραπωλησίας αγροτεμαχίου του Συμβολαιογράφου Ποταμίων ………, που προσκομίζεται από τον εκκαλούντα. Αντιθέτως επισημαίνει ότι δεν υπάρχει διάσταση μεταξύ των αναφερόμενων διαδοχικών τίτλων κυριότητας που προσκομίζονται από τον εφεσίβλητο και υπάρχει ταύτιση των ιδιοκτησιών, συμπεριλαμβανομένων και των προκατόχων που αναφέρονται στο υπ΄ αριθμό ……./01.03.1937 συμβόλαιο υποθηκοδανείου του Συμβολαιογράφου Κυθήρων ………, που προσκομίζεται από τον εφεσίβλητο. Κατόπιν των ανωτέρω ο ως άνω πραγματογνώμονας απεφάνθη ότι το επίδικο ακίνητο εμπεριέχεται εν όλω στους επικαλούμενους από τον εφεσίβλητο τίτλους κυριότητας και όχι στους επικαλούμενους από τον εκκαλούντα τίτλους κυριότητα. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στους τίτλους κυριότητας του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος (πατέρας) του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου …….., ο οποίος είχε γεννηθεί το έτος 1912 στον Ποταμό Κυθήρων, όπου και κατοικούσε μέχρι το θάνατό του το έτος 1996, νεμόταν το προαναφερθέν επίδικο ακίνητο από το έτος 1945, οπότε του το παρεχώρησε άτυπα προς εκμετάλλευση ο πατέρας του ………. Την αποκλειστική άσκηση της νομής από τον ……….. (πατέρα του ενάγοντος) στο επίδικο ακίνητο ενέκριναν σιωπηρώς και οι τέσσερις αδελφοί του ………, ……………. και ……….., οι οποίοι δεν αμφισβήτησαν την εξουσία του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, αδελφού τους μετά το θάνατο του πατέρα τους ……….., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1956, χωρίς να έχει αφήσει διαθήκη. Στο μεταξύ, επειδή ο ……….. ήταν κατά κύριο επάγγελμα αυτοκινητιστής και δεν μπορούσε να ασχολείται εντατικά με την εκμετάλλευση των κτημάτων, που αρχικά του είχε παραδώσει δια λόγου ο πατέρας του ……….. και τα οποία στο τέλος κληρονόμησε από αυτόν, ήδη από το έτος 1954 είχε παραχωρήσει άτυπα τη χρήση του επίδικου ακινήτου στο συγχωριανό του ……………, κάτοικο εν ζωή Λογοθετιάνικων Κυθήρων, ο οποίος είχε γεννηθεί στον ίδιο τόπο το έτος 1920, ήταν γεωργός και απεβίωσε στα Κύθηρα το Δεκέμβριο του έτους 2006. Ο τελευταίος καλλιεργούσε τον επίδικο αγρό μέχρι το έτος 1989 για χορτονομή και συγχρόνως τον επέβλεπε για προστασία από επίδοξους καταπατητές. Ταυτοχρόνως, ο ……………. δήλωνε αρχικώς στον Οικονομικό Έφορο και κατόπιν στη Δ.Ο.Υ. των Κυθήρων τον αγρό αυτό ως τμήμα ενός ενιαίου αγροτεμαχίου του, που κείται στη θέση «……» της τότε Κοινότητας ……..Κυθήρων. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου μέχρι το χρόνο του θανάτου του (το έτος 1996) είχε αποκτήσει την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, εφόσον νεμόταν αυτό μέσω τρίτου προσώπου και συνέτρεξαν στο πρόσωπό του όλα αυτά τα έτη, ήτοι από το 1945 μέχρι το 1996, τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Το γεγονός τούτο, ήτοι ότι ο …….. κυρίευε τον επίδικο αγρό και ότι, επομένως, ο κληρονόμος του, ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, μετά το θάνατό του στις 16-4-1996, είχε γίνει πλέον κύριος αυτού, ήταν γνωστό στους κατοίκους του χωριού Ποταμού της νήσου Κυθήρων, μεταξύ των οποίων είναι και ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, τούτο δε καταγράφηκε στο με αριθμ. ………/1994 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κυθήρων …….., στο οποίο συμβλήθηκε ο αδελφός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ………….., ως αγοραστής όμορου με το επίδικο αγροτεμαχίου, το οποίο, κατά τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτό (συμβόλαιο), συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους 48 μέτρων με ιδιοκτησία …….. (δηλαδή του τότε εν ζωή ακόμη πατέρα του ενάγοντος). Επομένως, τόσο το εγγύς συγγενικό περιβάλλον του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος (αδελφός και πατέρας του) όσο και ο ίδιος (ο εναγόμενος και ήδη εκκκαλών), όταν αυτός αγόρασε από τους προσεπικαλούμένους πωλητές, ………. και ………….., το επίδικο ακίνητο, είχαν θετική γνώση περί του πραγματικού κυρίου τούτου. Πέραν δε τούτου, όπως αποδείχθηκε, οι, δυνάμει του προαναφερθέντος αγοραπωλητήριου συμβολαίου, δύο δικαιοπάροχοι του εναγομένου ήταν μόνιμοι κάτοικοι Αθηνών και ποτέ δεν εμφανίστηκαν στο επίδικο ακίνητο για να ασκήσουν πράξεις νομής είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω τρίτου προσώπου. Συνεπώς, εφόσον ο εναγόμενος γνώριζε ότι κύριος του επιδίκου ακινήτου ήταν ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και όχι οι προσεπικαλούμενοι πωλητές, αυτός (εναγόμενος και ήδη εκκαλών) παράνομα, αυθαίρετα και από πρόθεση, βασιζόμενος στο με αριθμ. ……./1997 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., κατά το έτος 2002 κατέλαβε αυτό, ισοπεδώνοντάς το και καλλιεργώντας το από τότε μέχρι και σήμερα με κηπευτικά, έχοντας αποβάλει από τούτο οριστικά τον ενάγοντα. Επομένως ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος έχει γίνει κύριος του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί ιδίας κυριότητας, ο οποίος αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, εφόσον στηρίζεται σε γεγονότα σύγχρονα ή/και προγενέστερα με αυτά της ιστορικής βάσης αυτής. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί καταχρηστικής άσκησης αυτής (αγωγής), εφόσον τα εκτιθέμενα περιστατικά που το στηρίζουν και αν ακόμη αποδειχθούν ως αληθή, δεν στοιχειοθετούν την έννοια της καταχρηστικότητας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και δέχθηκε την ως άνω αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με την υπό κρίση έφεση του κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της, καθώς δεν απομένει προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης. Πρέπει, ωστόσο, να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον εκκαλούντα που ερημοδικάστηκε (άρθρα 591 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού στη δίκη αυτή δε μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το έννομο συμφέρον του απόντος διαδίκου να ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του, ανακοπή ερημοδικίας, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της οποίας, όπως και την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της θα κρίνει μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 1596/2018 ΤΝΠ Νόμος). Τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24.05.2012 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ……./2012 και αρ. εκ. κατ. Εφ. ……/24.5.2012) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 1943/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για τον απολειπομένο εκκαλούντα στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του αναφερομένου στο σκεπτικό παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Ιανουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του καλούντος-εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ