ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 43/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπασπύρου.
ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Τσολάκο.
Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 7-10-2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../14-10-2019, αγωγή κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 268/2021 μη οριστική απόφασή του, με την οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της αγωγής, προκειμένου να διεξαχθεί η διαλαμβανόμενη στην ανωτέρω απόφαση πραγματογνωμοσύνη. Μετά δε τη διενέργεια αυτής, εκδόθηκε από το ίδιο Δικαστήριο, η υπ΄αρ. 2656/2021 οριστική απόφαση, που έκανε δεκτή την αγωγή.
Ήδη η εναγόμενη – εκκαλούσα προσβάλλει την ως άνω απόφαση (με την οποία συμπροσβάλλεται και η προηγηθείσα υπ΄αρ. 268/2021 μη οριστική απόφαση) με την κρινόμενη από 20-5-2022 έφεση, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./24-6-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ………../24-6-2022, και προσδιορίστηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο της 1ης-6-2023, κατά την οποία συζητήθηκε, αλλά δεν εκδόθηκε απόφαση. Στη συνέχεια, με την υπ΄αρ. 23/2024 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης και ο ορισμός νέας δικασίμου της εν λόγω υπόθεσης, ενόψει ότι η Εφέτης Χριστίνα Λίμουρα στην οποία είχε ανατεθεί αυτή, εξακολουθούσε να τελεί σε αναρρωτική άδεια από την 11η Δεκεμβρίου 2023, η δε δικογραφία επεστράφη από την ανωτέρω Εφέτη, συνταχθείσας της σχετικής υπ΄αρ. 3-4-2024 έκθεσης εγχειρίσεως, ενώ δυνάμει της υπ΄αρ. 32/12-4-2024 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/2024), ορίστηκε, κατ΄άρθρο 307 ΚΠολΔ, νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της ως άνω υπόθεσης, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 52.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 2656/26-11-2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (και της συμπροσβαλλόμενης με αυτή προηγηθείσας υπ΄αρ. 268/2021 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοσης της εκκαλουμένης και από την έκδοση αυτής έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα – εφεσίβλητη εξέθετε στην ως άνω από 7-10-2019 και με Ε.Α.Κ. ……./2019 αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι κυρία του περιγραφομένου σ΄αυτήν κατά θέση, όρια και αξία ακινήτου (αγροτεµαχίου – ελαιοτεµαχίου), εµβαδού 2.890,53 τ.µ., που βρίσκεται στη θέση «………….» της κτηµατικής περιφέρειας ……….. του νυν Δήµου Τροιζηνίας – Μεθάνων. Ότι, η κυριότητα του ως άνω ακινήτου περιήλθε σε αυτήν με παράγωγο τρόπο, ήτοι από εκ διαθήκης κληρονομία της μητέρας της ……….., το γένος ………., που απεβίωσε στις 7-7-2007, την οποία (κληρονομία), αποδέχθηκε δυνάμει της υπ΄αρ. ………../2008 αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Καλαυρίας
…………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του
Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (στον τόμ. …….. και με α.α. ………..), άλλως με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), καθώς, από το έτος 2008, που περιήλθε η νομή του σε αυτήν, ασκεί συνεχώς και αδιαλείπτως τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής (οριοθέτηση, επίβλεψη, καλλιέργεια των εντός αυτού ελαιόδεντρων κ.α.) που προσιδιάζουν στη φύση του, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της 20 ετίας, προσμετρώντας στον χρόνο νομής της και αυτόν των δικαιοπαρόχων της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα επίσης στην αγωγή. Ότι η εναγοµένη, από τον Μάϊο του έτους 2019, αµφισβητεί την κυριότητά της επί του εν λόγω ακινήτου, ισχυριζόµενη ότι αυτό αποτελεί τµήµα δικού της µείζονος αγροτεµαχίου στην περιοχή, αναγράφοντας παράλληλα τα αρχικά γράμματα του ονοματεπωνύμου της στα ελαιόδεντρα που υπάρχουν στο επίδικο. Επικαλούμενη δε η ενάγουσα έννομο συμφέρον, διότι, από την ως άνω αμφισβήτηση της κυριότητάς της επί του εν λόγω ακινήτου από την εναγόμενη, δημιουργείται κίνδυνος για τα συμφέροντα της, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του επίδικου ακινήτου.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εξέδωσε αρχικά επί της ως άνω αγωγής, την υπ΄αρ. 268/2021 μη οριστική απόφαση, με την οποία αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτά ασκηθείσα, ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησής της προκειμένου να διεξαχθεί η διαταχθείσα με αυτήν πραγματογνωμοσύνη, διόρισε δε πραγματογνώμονα τον ………….. αγρονόμο – τοπογράφο μηχανικό. Μετά τη διενέργεια, από τον τελευταίο, της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε από το ίδιο ανωτέρω Δικαστήριο, η υπ΄αρ. 2656/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της εναγόμενης, την οποία όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ.
Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης (και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν υπ΄αρ. 268/2021 προηγηθείσας μη οριστικής απόφασης) παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει στο δικόγραφό της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της αντιδίκου της.
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής, η εναγόμενη παραπονείται ότι κακώς απορρίφθηκε πρωτοδίκως ο ισχυρισμός της περί αοριστίας της ένδικης αγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, και συνεπώς και ο ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία. Ειδικότερα, περιγράφεται σε αυτό το επίδικο ακίνητο κατά θέση, όρια, εμβαδό και αξία, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Δεν είναι δε αναγκαίο, εφόσον υφίσταται αυτή η περιγραφή του ακινήτου, να επισυνάπτεται στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα. Επιπλέον, ως προς την επικουρική περί χρησικτησίας βάση της, αναφέρονται οι πράξεις νομής, τις οποίες η ενάγουσα, και πριν από αυτήν οι δικαιοπάροχοί της, ασκούσε επί του επίδικου, ήτοι οριοθέτηση, επίβλεψη, καλλιέργεια και εκμετάλλευση των εντός αυτού ελαιόδεντρων. Τέλος, αναφέρονται και οι ενέργειες στις οποίες προέβη η εναγόμενη αμφισβητώντας το δικαίωμα της κυριότητας της ενάγουσας επί του εν λόγω ακινήτου, παρά τους περί του αντιθέτου επίσης αβάσιμους ισχυρισμούς της εναγόμενης – εκκαλούσας και συγκεκριμένα ότι η εναγόμενη απέστειλε στην ενάγουσα την από σχετική 8-4-2019 εξώδικη δήλωση, προέβη δε περαιτέρω, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, σε αναγραφή των αρχικών γραμμάτων του ονοματεπωνύμου της σε κορμούς των ελαιόδεντρων που βρίσκονται εντός του επίδικου.
Από την εκτίµηση της από 12-7-2021 (κατατεθείσας ενώπιον του της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-7-2021) έκθεσης τεχνικής πραγµατογνωµοσύνης του διορισθέντος, µε την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 268/2021 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγµατογνώµονα …………., αγρονόµου – τοπογράφου µηχανικού, των υπ΄αρ. ……./14-1-2020, …/14-1-2020 και ………./8-9-2022 ενόρκων βεβαιώσεων των µαρτύρων ……….., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη – εκκαλούσα (την τελευταία για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) και λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλαυρίας, οι πρώτες δύο, και της Συμβολαιογράφου Καλαυρίας …………, η τρίτη, µετά από νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’αρ. …../9-1-2020 έκθεση επίδοσης σχετικά με τις δύο πρώτες, και την υπ΄αρ……/1-9-2022 έκθεση επίδοσης, σχετικά με την τρίτη, των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Αθηνών …….. και ………., αντίστοιχα), της υπ΄αρ. ………./5-2-2020 ένορκης βεβαίωσης των µαρτύρων ………. και …………., την οποία προσκοµίζει και επικαλείται η ενάγουσα – εφεσίβλητη και λήφθηκε ενώπιον του Συµβολαιογράφου Καλαυρίας ………., µετά από νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ΄αρ. ……../30-1-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..), προς αντίκρουση των ανωτέρω δύο πρώτων ενόρκων βεβαιώσεων της εναγόμενης, καθώς επίσης και των υπ΄αρ. …./31-5-2022 και …/31-5-2023 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………….και ……….., αντίστοιχα, τις οποίες παραδεκτά προσκομίζει η εφεσίβλητη για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και λήφθηκαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……., η πρώτη, και του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., η δεύτερη, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εκκαλούσας, όπως αναφέρεται στο σώμα αυτών (δυνάμει της υπ΄αρ. ………./26-5-2023 έκθεσης επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιµελήτριας ……….), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, ανεξαρτήτως αν κάποια εξ αυτών αναφέρονται ειδικά παρακάτω, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες και οι αεροφωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, η από Ιανουαρίου 2020 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ………., η από Σεπτεμβρίου 2021 τεχνική έκθεση του ίδιου επί της από 12-7-2021 πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ……… και η από 24-5-2022 τεχνική έκθεση του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού …. …. επί της ίδιας πραγματογνωμοσύνης, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει (την τελευταία το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) η εκκαλούσα – εναγόμενη και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά [Στο σημείο αυτό πριν την παράθεση των αποδειχθέντων περιστατικών, πρέπει να αναφερθεί ότι με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κακώς ελήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι περιεχόμενες στην ως άνω υπ΄αρ. ………../5-2-2020 ένορκη βεβαίωση καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων, την οποία προσκόμισε η ενάγουσα με την προσθήκη – αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεών της, κατ΄επίφαση μόνο, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, προς αντίκρουση των προταθέντων ισχυρισμών της εναγόμενης, συνιστώντας ωστόσο στην ουσία, μέσο απόδειξης των αγωγικών ισχυρισμών της ενάγουσας. Ο λογος αυτός, όμως, της έφεσης, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν αφορούσε απόκρουση των ισχυρισμών της εναγόμενης, σε κάθε περίπτωση, παραδεκτά προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς επιτρέπεται η προσαγωγή νέων αποδεικτικών στοιχείων στην κατ΄ έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο δε τούτο προβαίνει στην εκ νέου εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι]:
Η ενάγουσα αποδέχθηκε, δυνάμει της την υπ’αρ. …………/2008 αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (στον τόμ. …. και με α.α. ….), την κληρονομία της μητέρας της, …… συζ. ………, το γένος ………., η οποία κατέλιπε την υπ’αρ. …../25-1-2001 δημόσια διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με το υπ΄αρ. …/07-12-2007 Πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ειδικότερα, η ενάγουσα αποδέχθηκε ένα ελαιόκτημα με πενήντα (50) ελιές, έκτασης 2.000 τετραγωνικών μέτρων περίπου, το οποίο βρίσκεται εκτός σχεδίου και στην ειδική θέση «…..», κατά την άνω διαθήκη, και «………….», κατά τον τίτλο κτήσης, της κτηματικής περιφέρειας Γαλατά Τροιζηνίας, συνορευόμενο κατά τον τίτλο αυτό, Ανατολικά με …….., Δυτικά με …………, Βόρεια με ……. και Νότια με κληρονόμους ……….. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην κληρονομούμενη μητέρα της ενάγουσας με δωρεά αιτία θανάτου προς αυτήν του …………, δυνάμει του υπ΄αρ. ……../1956 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………, που μεταγράφηκε επίσης νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (στον τόμ. … με α.α. ….). Ο ως άνω δικαιοπάροχος της ενάγουσας κατείχε ένα ελαιοτεμάχιο εμβαδού 20.000 τ.μ. περίπου με τα δέντρα του, στη θέση «….», τμήμα του οποίου με 50 ελαιόδεντρα «μετά της γης και περιοχής των», δώρισε στη νύφη του και μητέρα της ενάγουσας. Το δωρηθέν εν λόγω τμήμα του μείζονος ελαιοτεμαχίου κείται, σύμφωνα με το ως άνω τίτλο «από την καμινίστρα και πάνω», ήτοι από τον μικρό χώρο στον οποίο κατά το παρελθόν καιγόντουσαν τα ξύλα για την παραγωγή κάρβουνου. Στον ανωτέρω δικαιοπάροχο της ενάγουσας το ως άνω μείζον ακίνητο είχε περιέλθει α) με το υπ΄αρ. ………../1922 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πόρου ……….., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείο Καλαυρίας (στον τόμ. ….., με α.α. ….) και β) με το υπ΄αρ. ……../1924 αγοραπωλητήριο συµβόλαιο του Συµβολαιογράφου Πόρου ………, νόμιμα µεταγεγραµµένου στα ίδια ως άνω βιβλία (στον τόµ. …., µε α.α. ….), δυνάµει των οποίων απέκτησε 2 αγροτεµάχια µε 70 ελαιόδενδρα και αγριόδενδρα έκαστο στην περιοχή «…….», οριζόμενα µε ……….. Η αρχική αυτή ενιαία ιδιοκτησία του …………, κατατµήθηκε και διανεμήθηκε στους κληρονόµους του. Το ως άνω μείζον ελαιοτεµάχιο εµβαδού 20.000 τ.µ., το οποίο αναγνωρίστηκε από τον πραγµατογνώµονα στην αεροφωτογραφία ΓΥΣ του έτους 1967, αποτελείται από έξι τµήµατα τα (1), (2), (3), (4), (5) και (6) και αναφέρεται στην ως άνω από 12-7-2021 έκθεση πραγµατογνοµωσύνης. Τα όρια του ανωτέρω επίδικου ακινήτου της ενάγουσας, ψηφιοποιήθηκαν από τον πραγµατογνώµονα µε βάση τις αναγραφόµενες συντεταγµένες στο από 20-6-2018 τοπογραφικό διάγραµµα του πολιτικού µηχανικού ………., που προσκομίζει η ενάγουσα και στο οποίο εμφαίνεται µε τα στοιχεία ΑΒΓ ΔΑ. (Το γεγονός ότι στην εκκαλουμένη αναφέρεται ότι το ως άνω διάγραμμα επισυνάπτεται στην αγωγή, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όπως επισημαίνει η εκκαλούσα στον τρίτο λόγο της έφεσής της, δεν ασκεί επιρροή στα αποδειχθέντα περιστατικά, καθώς το εν λόγω διάγραμμα προσκομίζεται, όπως προαναφέρθηκε). Οι πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου είναι Βορειοδυτικά επί τεθλασµένης γραµµής (ΑΒ) µήκους 60,38 µέτρων, βορειονανατολικά επί τεθλασµένης γραµµής (ΒΓ) µήκους 76,95 µέτρων, Νοτιοανατολικά επί τεθλασµένης γραµµής (ΓΔ) µήκους 37,90 µέτρων και Νοτιοδυτικά επί τεθλασµένης γραµµής (ΔΑ) µήκους 58,36 µέτρων, οι πλευρές δε (ΔΑ) και (ΓΔ) οριοθετούνται από παλιές ξερολιθιές. Όπως σημειώνεται στην ίδια πραγματογνωμοσύνη, το επίδικο αυτό ακίνητο ταυτίζεται µε το εδαφικό τµήµα (2) του µείζονος ακινήτου του …………, καθώς το 1967 αυτό εµφαίνεται να περιλαµβάνει πράγµατι περί τα 50 ελαιόδεντρα, ενώ παράλληλα ανατολικά του επίδικου ακινήτου υφίσταται κοιλότητα, βαθούλωµα εδάφους το οποίο προσοµοιάζει µε καµινίστρα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το υπόλοιπο τµήµα του µείζονος ελαιοτεµαχίου περιήλθε στους λοιπούς κληρονόµους του …………, δύο εκ των οποίων ήταν και οι γιοι του …. και ….. Ο ……….. με το υπ΄αρ. …../1973 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….., νόμιμα μεταγεγραμμένου (στον τόμ. … με α.α. …. των βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας), απέκτησε ένα ελαιοτεμάχιο 1000 τ.μ. περίπου, οριζόμενο Νότια με …….., Βόρεια με ………. ., Ανατολικά με ………. και Δυτικά με κληρονόμους ………. Το ανωτέρω ακίνητο ταυτίζεται με το υπ΄αρ. 3 τμήμα του μείζονος ακινήτου των 20.000 τ.μ., εντός του οποίου βρίσκεται η καμινίστρα και Δυτικά του οποίου υφίσταται το τμήμα 2, δηλαδή το επίδικο ακίνητο. Ακόμη, η …., σύζυγος ……….., το γένος ………., μεταβίβασε λόγω πώλησης στον ανιψιό της ……….. το υπ’αρ. 1 τμήμα του μείζονος ακινήτου με το υπ’αρ. ……./2007 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………, όπως αυτό εμφαίνεται στο προσαρτώμενο από Μαϊου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …….. και φαίνεται να συνορεύει Ανατολικά με ιδιοκτησία ………., Νότια με ιδιοκτησία ……… και Βορειοδυτικά με ιδιοκτησία ………. Ανατολικά αυτού του τμήματος, βρίσκεται το τμήμα 2 δηλαδή το επίδικο το οποίο φέρεται να ανήκει στους κληρονόμους του …………. και Ανατολικά όμορη είναι η ιδιοκτησία του …………., η θέση της οποίας επιβεβαιώνεται και από το Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δημητρίου Κόλλια, το οποίο προσαρτάται στον τίτλο ιδιοκτησίας της εναγόμενης, αλλά και του δικαιοπαρόχου της, όπως θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη απέκτησε με αγορά από τον …………., δυνάμει του υπ’αρ. ………/2015 συμβαλαίου του Συµβολαιογράφου Καλαυρίας ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα (στον τόµ. …. µε α.α. ….. των βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας), την κυριότητα ενός ακινήτου εµβαδού 26.748 τ.µ. Ο ως άνω δικαιοπάροχός της είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού, από κληρονομία του πατέρα του ………, (εκ της από 26-9-1988 διαθήκης αυτού), που αποδέχθηκε με την υπ΄αρ. ………./2015 αποδοχή κληρονοµίας του ίδιου ως άνω Συµβολαιογράφου, επίσης νόμιμα µεταγεγραµµένης, στην οποία φέρεται να συµπεριλαµβάνεται ένα αγροτεµάχιο στη θέση «……….» της γενικότερης τοποθεσίας «………..», εµβαδού 26.728 τ.µ., εµφαινόµενο στο προσαρτόµενο από Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραµµα του πολιτικού µηχανικού …………. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα από 26-9-1988 ιδιόγραφη διαθήκη του (η οποία δηµοσιεύθηκε νόµιµα µε το υπ΄αρ. …../1991 Πρακτικό του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία µε την υπ΄αρ. 1000/1991 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου), ο ανωτέρω κληρονοµούµενος ……….. εγκατέστησε κληρονόµο του τον γιο του ………., άμεσο δικαιοπάροχο της εναγόμενης «για το ελαιόκτηµα παρά τη θέση ……….. εξ αγοράς …………». Ο πατέρας του ανωτέρω ………., ……….., είχε αγοράσει, δυνάμει του υπ΄αρ. ……../1918 συµβολαίου του Συµβολαιογράφου Καλαυρίας …………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία (στον τόµ. … µε α.α……), από τους ………….. και από την ……, σύζυγο ………….., έναν αγρό στον Δήµο Τροιζηνίας όσης έκτασης και αν ήταν µε 150 ελαιόδεντρα, οριζόµενο µε ………., µεγάλο ρέµα, ……… και ……….. Με την υπ’αρ. ……../1961 αποδοχή κληρονοµίας του Συµβολαιογράφου Καλαυρίας ………, που μεταγράφηκε νόμιμα (στον τόµ. …….. µε α.α. ……… των ίδιων ως άνω βιβλίων), τα αδέλφια …………., αποδέχθηκαν την κληρονομία της αποβιώσασας μητρός τους …………. στην οποία περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων και το ¼ του υπό στοιχ. Β3 ελαιοτεμαχίου εμβαδού περίπου 8.000 τ.μ. με 200 ελαιόδεντρα στη θέση «…………» οριζόμενο Ανατολικά με κληρονόμους ……….., Δυτικά με ………., Βορείως με ρέμα και Νότια με ………… Το ως άνω ποσοστό (¼) είχε περιέλθει στην …………, εκ κληρονομίας του, αποβιώσαντος το έτος 1922, συζύγου της, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό των ¾ εξ αδιαιρέτου, στα αδέλφια …………. εκ κληρονομίας του ως άνω αποβιώσαντος το 1922 πατρός τους, χωρίς να απαιτείται αποδοχή κληρονομίας. Το ανωτέρω ακίνητο, όμως, δεν έχει σχέση με το επίδικο, καθώς χωροθετείται Νότια του ρέματος, ενώ το επίδικο ακίνητο, όπως προεκτέθηκε, Βόρεια αυτού. Στην ίδια ως άνω αποδοχή κληρονομίας περιγράφεται και έτερο ακίνητο υπό στοιχ. Β2, που αφορά σε ελαιοτεμάχιο έκτασης 15.000 τ.μ. με 600 ελαιόδεντρα στη θέση «……..», οριζόμενο Ανατολικά με κληρονόμους …………., Δυτικά με αδελφούς ………, Βόρεια με αδελφούς ……… και Νότια με ………., και τοποθετείται Νότια του επίδικου, καθώς, Βόρεια φέρεται να συνορεύει με τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας. Περαιτέρω, με το υπ΄αρ. ……../1974 διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Καλαυρίας …………, οι ως άνω ……….., γιοί του ………. διένειμαν τα ακίνητα που κληρονόμησαν, ο εξ αυτών δε …………, πατέρας του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, έλαβε το υπό στοιχ. 5 ακίνητο με βάση τον τίτλο αυτόν, το οποίο αφορούσε σε ένα ελαιοτεμάχιο εμβαδού 8.000 τ.μ. με τα ελαιόδεντρα που περιελάμβανε, στη θέση «. ………», οριζόμενο Ανατολικά με κληρονόμους ………….., Βόρεια με ρέμα και Νότια με …………., το οποίο ταυτίζεται με το υπ΄αρ. Β3 ακίνητο της ως άνω υπ’αρ. ……./1961 αποδοχής κληρονομίας. Στο ίδιο διανεμητήριο συμβόλαιο περιγράφεται και το ακίνητο υπό στοιχ. 4 στη θέση «……….», που ταυτίζεται με το υπ΄αρ. Β2 ακίνητο της υπ’αρ. ………./1961 αποδοχής κληρονομίας, το οποίο έλαβαν κατά ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ο …… και ……….. και βρίσκεται Νότια των ιδιοκτησιών ……….., καθώς αναγνωρίστηκε στην αεροφωτογραφία ΓΥΣ 1967, το οποίο, όμως, δεν έχει σχέση με το επίδικο ούτε με το Β3-5 ακίνητο του δικαιοπαρόχου της εναγόμενης, όπως αναφέρεται στην πραγματογνωμοσύνη. Με την υπ΄αρ. ………./2015 αποδοχή κληρονομίας ο δικαιοπάροχος της εναγόμενης αποδέχθηκε ακίνητο, το οποίο δεν ταυτιζόταν με το Β3-5 το οποίο κατείχε ο κληρονομούμενος πατέρας του, καθώς η περιγραφόμενη έκταση βρίσκεται Βόρεια του ρέματος ενώ το ακίνητο με στοιχεία Β3-5, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, βρίσκεται Νότια αυτού, ενώ το βόρειο τμήμα της της λόγω έκτασης, Βόρεια του ρέματος, αποτελεί όπως επίσης προαναφέρθηκε, ιδιοκτησία των κληρονόμων ……… Παράλληλα στην ανωτέρω αποδοχή κληρονομίας υπάρχει αύξηση του εμβαδού του κληρονομιαίου ακινήτου του δικαιοπαρόχου της εναγόμενης κατά ποσοστό 235% από 8.000 τ.μ. σε 26.748 τ.μ., το οποίο, όπως επισημαίνεται και στην πραγματογνωμοσύνη, δεν είναι επιστημονικά αποδεκτό. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, το ακίνητο εμβαδού 26.748 τ.μ., που φέρεται να περιλαμβάνει το επίδικο ακίνητο της ενάγουσας και το οποίο με το υπ΄αρ. ………/2015 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Καλαυρίας Πόρου, πώλησε ο ……… στην εναγόμενη, δεν ανήκε, τουλάχιστον όχι καθ΄ολοκληρία, στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου πατέρα του, αλλά με βάση όσα προεκτέθηκαν, το Βόρειο τμήμα αυτού, στο οποίο βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, ανήκει στους κληρονόμους …. και το Νότιο στους κληρονόμους ……. Το επίδικο ακίνητο δηλαδή εμπίπτει εντός της αρχικής ιδιοκτησίας του ……., απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και όχι εντός της αρχικής ιδιοκτησίας του ………., απώτερου δικαιοπαρόχου της εναγόμενης, γεγονός το οποίο ενισχύεται και από την Δυτικά όμορη ιδιοκτησία του ………, την ύπαρξη και τη θέση της οποίας επιβεβαιώνει και η εναγόμενη. Το επίδικο ακίνητο περιγράφεται σαφώς και ασφαλώς στα συμβόλαια κτήσης των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, κατά τα προεκτεθέντα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο προσανατολισμός των ορίων του ευρύτερου ελαιοτεμαχίου είναι μερικώς εσφαλμένος (900 αριστερόστροφα) σύνηθες στα παλαιά συμβόλαια, όπως διαπιστώθηκε από τον πραγματογνώμονα στην ως άνω από 12-7-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Η επισήμανση της εκκαλούσας – εναγόμενης στον τρίτο επίσης λόγο της έφεσής της, ότι ενώ ο πραγματογνώμονας δεν δικαιολογεί την απόκλιση της αύξησης του εμβαδού από 8.000 τ.μ. σε 26.746 τ.μ., που παρατηρείται στους δικούς της τίτλους κτήσης, εντούτοις δικαιολογεί τον εσφαλμένο ως άνω προσανατολισμό στους τίτλους κτήσης των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, είναι εσφαλμένη, διότι το ένα γεγονός (της κατά 235% αύξησης του εμβαδού του μεταβιβαζόμενου ακινήτου από τον έναν τίτλο στον επόμενο), δεν συγκρίνεται με έναν μερικώς διαφορετικό προσανατολισμό. Εξάλλου, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης της ενάγουσας, όπως ορθά επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, αποτελούν και τα αναφερόμενα από την ίδια τη μάρτυρα της εναγόμενης ………….., στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή της και ειδικότερα ότι, οι ξερολιθιές και το ρέμα αποτελούν φυσικό όριο στην οριοθέτηση των ακινήτων στην περιοχή, τα οποία εντοπίζονται και από τον πραγματογνώμονα στην έκθεσή του και στο τοπογραφικό διάγραμμα της ΓΥΣ του 1967 και συγκεκριμένα ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται Βόρεια του ρέματος και οι πλευρές (ΔΑ) και (ΓΔ) οριοθετούνται από παλιές ξερολιθιές. Επομένως, βάσει των αναλυτικά προαναφερθέντων, η ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου -αγροτεμαχίου με παράγωγο τρόπο. Ενόψει δε ότι η εναγόμενη δεν πρόβαλε ένσταση ιδίας κυριότητας (επί του επίδικου), δια χρησικτησίας, παρά μόνο αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, (ισχυριζόμενη ότι αυτό αποτελεί μέρος του ακινήτου που ανήκει στην δική της κυριότητα, πράγμα που ουδόλως προέκυψε κατά τα προεκτεθέντα), δεν ασκούν επιρροή οι επικαλούμενες από αυτήν πράξεις νομής, που ισχυρίζεται ότι ασκούσε η ίδια και οι δικαιοπάροχοί της στο επίδικο, ισχυρισμό που επαναφέρει και στον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, και πριν από αυτήν οι δικαιοπάροχοί της, ασκούσαν πράξεις νομής επ΄αυτού, διανοία κυρίου, για χρονικό διάστημα πέραν της εικοσαετίας. Τα αναφερόμενα περί τούτου από τους μάρτυρες της εναγόμενης – εκκαλούσας στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους, δεν κρίνονται πειστικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ένορκη βεβαίωσή της η ως άνω …………., αναφέρει σχετικά με την επίμαχη περιοχή «….όσοι δεν είχαν μεγάλες ιδιοκτησίες ή δεν ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες δεν είναι απίθανο να εγκατέλειψαν τα κτήματά τους, γιατί δεν άξιζε να τα καλλιεργούν. Μπορεί να έχει γίνει κάτι τέτοιο ή μπορεί να βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση οι ελιές που ισχυρίζεται η συγκεκριμένη κυρία ………… ότι έχει». Η αναφορά ωστόσο αυτή είναι αντιφατική. Ακόμη, η έτερη μάρτυρας της εκκαλούσας ……….., αναφέρει στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή της, που προσκομίστηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι «…από όσο έχω ακούσει, από τότε το καλλιεργούσε (ήτοι η εναγόμενη από το έτος 2015)…» και παρακάτω «…το αγροτεμάχιο αυτό ήταν μεγάλο από ότι μου είχε πει ο ……….. και προηγουμένως ο αείμνηστος πατέρας του ………..…», φράσεις από τις οποίες συνάγεται ότι δεν έχει σαφή ιδία γνώση. Αντιθέτως, οι καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους, κρίνονται σαφείς και πειστικές. Το γεγονός ότι οι μάρτυρες ……. και ο ………. είναι συγγενείς της ενάγουσας (αδερφός και ανιψιός της αντίστοιχα), τα όσα δε ενόρκως βεβαιώνουν σταθμίζονται κατά το λόγο γνώσης αυτών, όπως και κάθε μάρτυρα, δεν μειώνει την αξιοπιστία τους, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, καθώς γνωρίζουν το επίδικο από πολλών ετών. Αναφέρουν δε χαρακτηριστικά στις ένορκες βεβαιώσεις τους ότι αυτό (επίδικο) είναι ‘’πατρογονικό’’ της ενάγουσας – εφεσίβλητης και ανήκε στην οικογένεια ……, (πράγμα που συνάδει και με τα παραπάνω -εκ της επισκόπησης των συμβολαίων κτήσης- αποδειχθέντα), τα μέλη της οποίας – δικαιοπάροχοι της ενάγουσας και κατόπιν και η ίδια η ενάγουσα, το φρόντιζαν, το επέβλεπαν και το καλλιεργούσαν. Εξάλλου, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι, τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία αρκούν για να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί της ένδικης υπόθεσης και δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί νέα πραγματογνωμοσύνη, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος που προβάλλει η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, αμφισβητώντας την ορθότητα της ως άνω πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε από τον προαναφερθέντα πραγματογνώμονα …………. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή έχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περισσότερα εχέγγυα αξιοπιστίας από τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη – εκκαλούσα τεχνικές εκθέσεις, διότι, αφενός μεν ο ανωτέρω πραγματογνώμονας διορίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφετέρου δε τα συμπεράσματά της είναι σύμφωνα με αυτά που συνάγονται και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (συμβόλαια κτήσης, φωτογραφίες κ.α.), από τη συνεκτίμηση των οποίων, όπως προεκτέθηκε, κατέληξε στην προαναφερθείσα κρίση του.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίθετα με τα όσα, αβάσιμα, υποστηρίζει η εκκαλούσα, με την ένδικη έφεσή της. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση, να απορριφθεί κατ΄ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα δε της εφεσίβλητης – ενάγουσας για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας και στην εκκλητή δίκη εκκαλούσας – εναγόμενης (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του αναφερομένου στο διατακτικό παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 2656/2021 οριστικής απόφασης (και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν προηγηθείσας υπ΄αρ. 268/2021 μη οριστικής απόφασης) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης παράβολο (e-παράβολο με αρ. …………../2022, ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 20 Ιανουαρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ