Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 533/2018

Αριθμός    533 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……  και  .. αντίθετες εφέσεις  κατά της   με αριθμό 2607/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων, κατά την  τακτική  διαδικασία, οι οποίες  πρέπει να συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ). Κατά τη εκφώνηση των υποθέσεων με τη σειρά από το πινάκιο η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση δήλωσε ότι ο δεύτερος εκκαλών, ….., παραιτείται του δικογράφου της έφεσης. Επομένως, αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς αυτόν (άρθρο 295 παρ.1 α ΚΠολΔ).  Περαιτέρω, ο ίδιος διάδικος, τρίτος εφεσίβλητος στη  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …….. αντίθετη έφεση, δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Συνεπώς, πρέπει να δικασθεί  ερήμην, δεδομένου ότι έχει κληθεί νόμιμα να παραστεί κατά τη συζήτηση (βλ. τη με αριθμό …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιώς ……..), η διαδικασία ωστόσο θα προχωρήσει σαν να ήταν  παρών (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όπως προέκυψε η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια των εναγομένων-εφεσιβλήτων-εκκαλούντων στην τέταρτη ενάγουσα στις 21-2-2017 (βλ. το νομίμως προσκομιζόμενο επιδοθέν σε αυτήν αντίγραφο, που φέρει την από 21-2-2007 ημεροχρονολογία επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, .. ..). Κατά συνέπεια η έφεση των εναγομένων (αριθμ. κατ. …..), το δικόγραφο της οποίας κατατέθηκε  στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3-7-2017, κατά το μέρος που  αφορά,  στις πρώτη, δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων, στις οποίες δεν έγινε αντίστοιχη επίδοση της εκκαλουμένης,  τυγχάνει νομότυπη και εμπρόθεσμη, ως ασκηθείσα εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας  των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης στις 30-11-2016. Ομοίως νομότυπη  και εμπρόθεσμη τυγχάνει και η  έφεση των εναγουσών (αριθμ.  κατ. …….), το δικόγραφο της οποίας   κατατέθηκε  στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-3-2017 (άρθρο 518 παρ.1 και 2ΚΠολΔ). Περαιτέρω, έχουν καταβληθεί τα νόμιμα παράβολα, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα για την  με αριθμό έκθεσης  ……   έφεση  το υπ’αριθμ.   διπλότυπο είσπραξης τύπου Α σειρά Θ ….. και  για τη δε την  με αριθμό έκθεσης ….. έφεση  το υπ’αριθμ. .. ….. e παράβολο.  Η  ως άνω έφεση των εναγομένων, όμως,  κατά το μέρος που στρέφεται κατά της τέταρτης ενάγουσας, στην οποία έχει επιδοθεί η εκκαλουμένη απόφαση και η οποία δεν συνδέεται με τις λοιπές εφεσίβλητες με το δεσμό της αναγκαίας ομοδικίας, είναι  απαράδεκτη, καθώς έχει ασκηθεί μετά την πάροδο της οριζόμενης στο  άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης σε αυτήν, δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης εκκινεί  την προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και για τον επιδίδοντα διάδικο  (βλ και ΑΠ 365/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθόσον, όμως,  η αντίθετη έφεση των εναγουσών είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, αυτή  μπορεί να ισχύσει ως αντέφεση, και δη χωρίς να απαιτείται προς τούτο ειδικό αίτημα, (βλ. ΕφΑθ 490/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) διότι προσβάλλονται με αυτήν  κεφάλαια  (αγωγή περί κλήρου), που εκκαλούνται και με την πρώτη ως άνω αντίθετη έφεση των εναγουσών (ΑΠ 214/2000 ΝοΒ 2001, 398, ΑΠ 639/1990 ΕλΔ 32, 334, ΕφΠειρ 23/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε αντίγραφο της επιδόθηκε στην τέταρτη εφεσίβλητη  30 ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. την από 22-8-2017 ημεροχρονολογία επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιώς ………, στο προσκομιζόμενο επιδοθέν αντίγραφο).  Πρέπει, επομένως, αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες στην  από 13-1-2006 αγωγή τους εξέθεταν ότι άπαντες οι διάδικοι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους, ………., που απεβίωσε στις 18-4-2002, ότι αυτή  με την με αριθμό ………. δημόσια διαθήκη της, που συνετάγη ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά …………. και δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλειπε  στους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων εξ ημισείας όσα χρήματα θα ευρίσκοντο στον τραπεζικό λογαριασμό της κατά τον χρόνο θανάτου της,  ενώ σε έκαστη εξ αυτών κατέλειπε το ποσό των 5.000 δραχμών και ήδη 14,67 ευρώ, ότι με το με αριθμό ….. συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Νίκαιας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, η ως άνω διαθέτης είχε μεταβιβάσει κατά ψιλή κυριότητα στην πρώτη εναγόμενη, θυγατέρα της, το μοναδικό ακίνητο της, συγκεκριμένα  ένα οικόπεδο στη Παλαιά Κοκκινιά Πειραιά, επιφάνειας 168,80 τμ, μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας, που περιγράφεται ειδικότερα,  την επικαρπία του οποίου παρακράτησε για τον εαυτό της, ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου, κατά τον  χρόνο της παροχής ήταν 100.000 ευρώ, και αναγόμενη  στον  χρόνο θανάτου της διαθέτιδος κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα,  258.735,47 ευρώ, ότι η  ως άνω γονική παροχή αποτελεί στο σύνολο της δωρεά προς την αδερφή τους, ως υπερβαίνουσα το επιβαλλόμενο από τις  περιστάσεις μέτρο, κατά τα ειδικότερα  αναφερόμενα, και επομένως, η ως άνω αξία της πρέπει να συνυπολογισθεί στην πλασματική κληρονομία της μητέρας τους, η οποία συνακόλουθα ανέρχεται στο ποσό των 273.408,97 ευρώ, ότι  κατόπιν τούτου η αξία της νόμιμης μοίρας  έκαστης εξ αυτών ανέρχεται στο ποσό των 19.529,21 ευρώ, και προσβάλλεται  κατά τα προαναφερόμενα  από την ως άνω δωρεά της μητέρας τους προς την πρώτη εναγόμενη,  κατά το ποσό των 19.514,54 ευρώ, άλλως  75/1000 (19514,54/258735,47), κατά το οποίο  η κληρονομιά που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου της κληρονομουμένης δεν επαρκεί για να την καλύψει, και τέλος, ότι  οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι κατακρατούν ως κληρονόμοι κατά το ίδιο ποσοστό, το χρηματικό ποσό των 14.673,50 ευρώ ,που κατέλειπε η διαθέτης κατά το χρόνο θανάτου της. Ζητούσαν  δε, να αναγνωρισθούν νόμιμοι μεριδούχοι στη κληρονομία της μητέρας τους κατά ποσοστό 1/14 έκαστη,  και αφενός μεν, να ανατραπεί η ως άνω  γονική  παροχή –δωρεά, κατά το ως άνω ποσοστό  75/1000  για έκαστη εξ αυτών  και  να υποχρεωθεί, ακολούθως, η πρώτη εναγόμενη να   τους  μεταβιβάσει  το δωρηθέν σε αυτή ακίνητο κατά τα ίδια ποσοστά, και αφετέρου να υποχρεωθούν ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων να  καταβάλουν ομοίως σε έκαστη εξ αυτών τα 75/1000 του ως άνω  χρηματικού ποσού των 14.673,50 ευρώ προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας τους.  Επί της ανωτέρω αγωγής  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικώς τη με αριθμό 4728/29-9-2009 μη οριστική απόφαση του, με την οποία διέταξε πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να προσδιορισθεί η αξία του ακινήτου της γονικής παροχής, ακολούθως δε, αυτό εξέδωσε την με αριθμό 3528/2013 ομοίως μη οριστική απόφαση του, με τη οποία διέτασσε τη συμπλήρωση της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, λόγω ελλείψεων αυτής. Μετά την συμπλήρωση  της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης η υπόθεση εισήχθη εκ νέου προς κρίση ενώπιον του πρωτοβαθμίου   Δικαστηρίου, το οποίο με την εκκαλουμένη  απόφαση του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή μέμψης αστόργου δωρεάς και έκανε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την σωρευόμενη αγωγή περί κλήρου σε βάρος του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων και υποχρέωσε αυτούς να καταβάλουν σε έκαστη ενάγουσα το ποσό των  490 ευρώ (0,07 χ 7000 ευρω) έκαστος με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής , με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλονται και οι υπ’αρίθμ. 4728/2009 και 3528/2013  μη οριστικές αποφάσεις, παρότι η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον τους (άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ), παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη  (πλην της πρώτης εναγόμενης, που νίκησε  πρωτοδίκως) με τις υπό κρίση αντίθετες εφέσεις τους και ζητούν, για τους λόγους που εκθέτουν σ` αυτές, και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της, ώστε κατά μεν το αιτητικό της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………  έφεσης των εναγουσών να  γίνει δέκτη καθ’ ολοκληρία η  αγωγή τους περί μέμψης αστόργου δωρεάς και η σωρευόμενη με αυτήν αγωγή περί κλήρου, κατά δε το αιτητικό  της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………..  έφεσης του δεύτερου και του τρίτου  των εναγομένων  να απορριφθεί η σε βάρος τους  αγωγή περί κλήρου ως ουσιαστικά αβάσιμη.ΙΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 1835 παρ. 1 του ΑΚ ορίζεται, ότι κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομιά, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομιά που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1509 εδ.α` του πιο πάνω κώδικα ορίζεται, ότι η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές, οι οποίες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ, προστίθενται στην κληρονομιά, όπως αυτό ορίζεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 1835 του ίδιου Κώδικα, η οποία δεν τροποποιήθηκε με το ν. 1329/1983. Το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδ.α` ΑΚ, δεν αποτελεί δωρεά, όταν είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια, ότι η τελευταία δεν προσβάλλεται ως άστοργη, έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, αφού, κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές. Με τα δεδομένα αυτά, όταν με αγωγή μέμψης προσβάλλεται γονική παροχή που έγινε προς μεριδιούχο είτε για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, κατά την έννοια του άρθρου 1509 ΑΚ, πρέπει, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, να εκτίθενται σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολο της ή μερικώς, δηλαδή ότι υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κτλ. Περαιτέρω, προκειμένου να βρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσό που δικαιούται ο μεριδούχος, και ως παρανομαστής το ποσό της δωρεάς που ανατρέπεται, και όχι όλης της κληρονομικής ομάδας (ΕφΘεσ 2088/2013  Νόμος). Η ανατροπή της δωρεάς γίνεται με δικαστική απόφαση, που είναι διαπλαστική, αφού το πρώτον με την απόφαση επέρχονται οι έννομες συνέπειες, δηλαδή διαπλάσσεται νέα έννομη κατάσταση. Με τη σχετική αγωγή ο ενάγων ζητεί την ανατροπή της δωρεάς κατά το μέτρο που θίγει τη νόμιμη μοίρα του (διαπλαστικό αίτημα) και την καταδίκη του εναγομένου να ικανοποιήσει από τη δωρεά το μεριδούχο, δηλαδή να του καταβάλει τόσο μέρος από τη δωρεά (ή την αξία της), όσο χρειάζεται για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του (καταψηφιστικό αίτημα). Τα αποτελέσματα της μέμψης είναι διαπλαστικά και μόνο ενοχικά. Συγκεκριμένα η ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου έχει ως αντικείμενο την απόδοση στον μεριδούχο τόσου μέρους του δωρηθέντος ώστε να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα του. Η απόδοση μπορεί να είναι αυτούσια (π.χ. μεταβίβαση κατά κυριότητα και νομή του ιδίου του δωρηθέντος πράγματος ή αν είναι διαιρετό, μέρους του) ή να συνίσταται στην καταβολή της χρηματικής αξίας του δωρηθέντος στο μέτρο που απαιτείται για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 430/2000, ΑΠ 510/2000 ΕλλΔνη 41.1625 και 1626, αντίστοιχα, Γεωργιάδης- Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος IX, Κληρονομικό Δίκαιο, στα άρθρα 1835-1838, αριθμ. 12, 15, 16, 17). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 του ΑΚ συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδιούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομιά, κατά το χρόνο αυτόν, περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομιάς, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου, ως και οι δαπάνες απογραφής, προστίθενται δε ακολούθως σε αυτά και θεωρούνται, ως υπάρχουσες στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα) κατά την αξία του χρόνου της πραγματοποιήσεώς τους, οι παροχές των άρθρων 1831 παρ.2 και 1833 του ΑΚ, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, προς τους μεριδούχους ή τρίτους, επί της δε προσδιοριζόμενης κατά τον τρόπο αυτόν αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου: α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδιούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη νόμιμη μοίρα του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του. Ενόψει αυτών, στις προστιθέμενες, κατά το άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ, στην κληρονομιά παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτούς παροχές, έστω και αν έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικόν καθήκον. Στις παροχές χωρίς αντάλλαγμα υπάγονται και οι γονικές παροχές, οι οποίες συνυπολογίζονται στην κληρονομιά σε όλη τους την έκταση με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οποτεδήποτε και αν έγιναν. Σε περίπτωση που επήλθε μετά την παροχή και μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος, κατά το άρθρο 1831 ΑΚ, για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομιάς, ουσιώδης υποτίμηση της δραχμής, τότε πρέπει, κατ` εφαρμογή και της κατά το άρθρο 288 ΑΚ αρχής της καλής πίστεως, να αναχθεί η αξία της παροχής, την οποία αυτή είχε κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε, στο ισάξιο του ποσού αυτού σε δραχμές κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, οπότε και αποτιμάται η κληρονομιά, με βάση τη μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων σχέση της αξίας της δραχμής, η οποία (αξία) εξευρίσκεται με αναγωγή σε χρυσές λίρες Αγγλίας, με βάση και την μεσολαβήσασα αύξηση του τιμαρίθμου. Ειδικότερα, η αξία του αντικειμένου της παροχής σε εγχώριες νομισματικές μονάδες, κατά τον χρόνο που έγινε αυτή, θα αναχθεί σε χρυσές λίρες Αγγλίας με την επίσημη ισοτιμία του χρόνου εκείνου, ακολούθως το προκύπτον ποσό λιρών Αγγλίας θα αναχθεί στο ισοδύναμο ποσό λιρών Αγγλίας του χρόνου του θανάτου του κληρονομουμένου, με βάση την διαφορά της αγοραστικής δύναμης της λίρας Αγγλίας μεταξύ των δύο αυτών χρόνων, όπως αυτή η διαφορά προκύπτει από τον επίσημο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και τέλος το, κατά τον τελευταίο χρόνο, ποσό λιρών Αγγλίας, που θα προκύψει, θα μετατραπεί σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την επίσημη ισοτιμία αυτού προς τη λίρα Αγγλίας κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (βλ. ΑΠ 23/2015, ΑΠ 1233/09 ΝΟΜΟΣ, και Κων. Παπαδόπουλο ό.π., παρ. 257, σελ. 274). Τα στοιχεία της ισοτιμίας της χρυσής λίρας με το εγχώριο νόμισμα κατά τους κρίσιμους χρόνους και της διακυμάνσεως του τιμαρίθμου δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνει αναλυτικά στον ισχυρισμό του  ο διάδικος, ο οποίος ζητεί την αναγωγή της αξίας παροχής που έγινε από τον κληρονομούμενο,  διότι αυτά θα προκύψουν από τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι θα επικαλεστούν και προσκομίσουν, ενώ το δικαστήριο μπορεί να προσφύγει και στα διδάγματα τους κοινής πείρας για την ανάλυση σχετικών αποδείξεων.(βλ. ΑΠ 1233/09 ό.π, ΕφΠειρ 447/2016, Εφ Πειρ 285/2014, Εφ Θεσ2088/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Τέλος, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικά, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της. Το εφετείο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως εξετάζονται από το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών, αρκεί να ζητά την απόρριψη της αγωγής ο εκκαλών και να μην γίνεται επιβλαβέστερη η θέση του χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης εκ μέρους του εφεσίβλητου (AΠ 496/2010, ΑΠ 786/2007, ΕφΑθ 1531/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).IV. Εν προκειμένω η σωρευόμενη αντικειμενικά αγωγή περί κλήρου σε βάρος του δεύτερου και του τρίτου των εναγομένων, τυγχάνει μη νόμιμη, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, αυτοί  δεν φέρονται να νέμονται  και να αξιώνουν ως κληρονόμοι μεγαλύτερη μερίδα από αυτή που τους ανήκει (ΑΠ 5660/1998, ΝοΒ 1999, 790), περαιτέρω δε  η   συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας των εναγουσών  καθ’όλο το ελλείπον μέρος της ζητείται από αυτές με την ανατροπή της φερόμενης ως άστοργης δωρεάς προς τη πρώτη εναγόμενη. Συνεπώς, το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση  έκρινε αυτή νόμιμη   έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Κατόπιν τούτου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας έφεση του εναγομένου με την οποία ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως και την απόρριψη της αγωγής, έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο της αγωγής, πρέπει να γίνουν δεκτές η έφεση (και η αντέφεση) του δεύτερου εναγόμενου ως βάσιμες κατ` ουσίαν, απορριπτομένης  αντιστοίχως  ως ουσιαστικά αβάσιμης της έφεσης των εναγουσών ως προς αυτόν (δεύτερο εναγόμενο), και  να εξαφανιστεί  η εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος   που έκανε  μερικώς δεκτή  την αγωγή περί κλήρου ως προς αυτόν (δεύτερο εναγόμενο), στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο,  να απορριφθεί αντιστοίχως η αγωγή περί κλήρου  ως μη νόμιμη, τα δε δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των συγκεκριμένων διαδίκων λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ενώ τέλος,  το  παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ, που ο ως άνω εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του,   πρέπει να  του   αποδοθεί  (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ). Εξάλλου, η έφεση των εναγουσών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη  και ως προς τον απολιπόμενο τρίτο  εφεσίβλητο, ως προς τον οποίο  το Εφετείο δεν δύναται να απορρίψει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη, διότι οι εκκαλούσες παραπονούνται για την απόρριψη μέρους των αξιώσεων τους και  αυτός παραιτήθηκε της εφέσεως του  (βλ. σχετ. ΕφΑθ 1356/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για τον τρίτο εφεσίβλητο, ………… (άρθρο 505 παρ.2 ΚΠολΔ)  και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ  των εκκαλουσών και του  δεύτερου των εφεσιβλήτων    (άρθρο 179 ΚΠολΔ).V. Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 4728/2009 μη οριστική συμπροσβαλλόμενη με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας  συνεδρίασης του, τις με αριθμό  ……. εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, τις με αριθμούς ……. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ……., που ελήφθησαν μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. τις με αριθμό ……. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιά ……..) και τα έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, στα οποία περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν στα πλαίσια της δίκης επι της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγής, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία,  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Στις 18 Απριλίου 2012 απεβίωσε στον Πειραιά η ……….., μητέρα των διαδίκων. Με τη με αριθμό ………. δημόσια διαθήκη της ,που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ’αρίθμ. 594/2002 πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αυτή εγκατέστησε κληρονόμους της σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία της τα τέκνα της, ενάγουσες και  εναγόμενους.  Συγκεκριμένα το  περιεχόμενο της διαθήκης της έχει ως ακολούθως : «Εις τη κόρη μου ………. (πρώτη ενάγουσα) αφήνω 5000 δραχμές μόνο διότι την είχα προικίσει το 1953 με 12 ζευγάρια σεντόνια και παραπάνω μαξιλάρια κεντητά όλα με τα χέρια μου, πιάτα καλά και δεύτερα Χουτόπουλου, ποτήρια καλά και δεύτερα, μαχαιροπήρουνα, κατσαρόλες, τηγάνια, πετσέτες κουζίνας, ποδιές, προσόψια, κουβέρτες, έπιπλα, τραπεζαρία Αθηναίου και Βαράγκη στυλ Αγκλε, σαλόνι, καρέκλες κουζίνας και 350 χρυσές λίρες. Εις τη κόρη μου ……….. (δεύτερη ενάγουσα) αφήνω 5000 δραχμές  διότι την είχα προικίσει   με 12 ζευγάρια σεντόνια και παραπάνω μαξιλάρια κεντητά όλα με τα χέρια μου, πιάτα καλά και δεύτερα Χουτόπουλου, ποτήρια καλά και δεύτερα, μαχαιροπήρουνα, κατσαρόλες, τηγάνια, πετσέτες κουζίνας, ποδιές, προσόψια, κουβέρτες, έπιπλα, τραπεζαρία Πανάγου στυλ Αγκλε, σαλόνι, καρέκλες κουζίνας και 250 χρυσές λίρες ή 80.000 δραχμές. Εις τη κόρη μου ……….. (τέταρτη ενάγουσα) αφήνω 5000 δραχμές  διότι την είχα προικίσει, όπως και τις άλλες δύο,  με  σεντόνια  μαξιλάρια κεντητά όλα με τα χέρια μου, πιάτα καλά και δεύτερα, ποτήρια καλά και δεύτερα, μαχαιροπήρουνα, κατσαρόλες, τηγάνια, πετσέτες κουζίνας, ποδιές, προσόψια, κουβέρτες, έπιπλα, τραπεζαρία Πανάγου   χειροποίητη, σαλόνι, καρέκλες κουζίνας και  100.000 δραχμές και έκτισε σπίτι. Εις τη κόρη μου ………. (πρώτη εναγόμενη) αφήνω το σπίτι, που έχω στη Παλαιά Κοκκινιά, οδός .. αρ. .., όπως είναι και ευρίσκεται με τα έπιπλα και τα ρούχα, διότι έφυγε και πήγε στην Αμερική και δεν έχει προικισθεί. Εις τον υιό μου ……….. (δεύτερο εναγόμενο)  του έχω δώσει το ένα τέταρτο του λεωφορείου. Ακόμα του αφήνω τα μισά χρήματα που θα βρεθούν κατά τον χρόνο θανάτου μου. Τέλος, στον υιό μου ………. (τρίτο εναγόμενο) αφήνω τα μισά χρήματα που θα έχουν απομείνει μετά το θάνατο μου. Προσθέτω ότι στη κόρη μου ……. (τρίτη ενάγουσα)  αφήνω επίσης μόνο πέντε χιλιάδες δραχμές διότι και αυτήν έχω προικίσει, όπως και τις άλλες κόρες μου που είναι στην Ελλάδα, με  σεντόνια  μαξιλάρια κεντητά όλα με τα χέρια μου, πιάτα καλά και δεύτερα, ποτήρια καλά και δεύτερα, μαχαιροπήρουνα, κατσαρόλες, τηγάνια, πετσέτες κουζίνας, ποδιές, προσόψια, κουβέρτες, έπιπλα, τραπεζαρία Πανάγου   χειροποίητη, σαλόνι, καρέκλες κουζίνας και  100.000 δραχμές. Αλλά και όταν είχε ανάγκη τη βοήθησα και εγώ και ο πατέρας της δίνοντας τριάντα χιλιάδες και πενήντα χιλιάδες επιπλέον…». Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η ως άνω αποβιώσασα  κατά τον χρόνο θανάτου της κατέλειπε ως μόνο περιουσιακό στοιχείο  το χρηματικό ποσό των 20.673,50 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 6.000 ευρώ δαπανήθηκε για έξοδα κηδείας (βλ. τη δήλωση φόρου κληρονομίας, που υπέβαλαν στις 18-2-2004 οι διάδικοι κληρονόμοι της), στο οποίο ανέρχεται  και  η αξία της πραγματικής κληρονομιάς της, ενώ  το ως άνω καταληφθέν με την διαθήκη της ακίνητο αυτή  είχε ήδη μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής κατά ψιλή κυριότητα στην πρώτη εναγόμενη, κόρη της, …. (ως άνω τετιμημένη) δυνάμει του με αριθμό ….. συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Νίκαιας ……, που μεταγράφηκε νόμιμα. Στο εν λόγω συμβόλαιο το ακίνητο αυτό  περιγράφεται  ως εξής :  οικόπεδο στο Πειραιά, επί των οδών .. αρ. .. και .., επιφάνειας 168,80 τμ μετά της επ΄αυτού ισογείου οικίας, που αποτελείται από είσοδο, χώλ, τρία κύρια δωμάτια, κουζίνα, τουαλέτα, επιφάνεια οικίας 125,90 τμ Το ως άνω οικόπεδο εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από 24-7-21991 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……., που προσαρτάται στο συμβόλαιο και συνορεύει σύμφωνα με αυτό βορειοανατολικά σε πρόσωπο ΑΔ μήκους 12,20μ. με τη οδό …., νοτιοανατολικά σε πρόσωπο ΑΒ μήκους 14 μ., με την οδό …, νοτιοδυτικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 12 μ., με ιδιοκτησία .. και βόρειοδυτικά σε πλευρά ΓΔ μήκους 13,90 μ.,  με ιδιοκτησία αγνώστων. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η εντός αυτού ευρισκόμενη οικία, που ανεγέρθηκε το έτος 1950 για να στεγάσει την οικογένεια των διάδικων είναι μέτριας ποιότητας κατασκευής και στερείτο κατά τον χρόνο εκείνο κεντρικής θέρμανσης. Η αξία της ψιλής κυριότητας του εν λόγω ακινήτου σύμφωνα με το ως άνω συμβόλαιο ανερχόταν στο ποσό των 8.215.536 δραχμών (ήδη 24.110,15 ευρώ), προσδιοριζόμενη με το αντικειμενικό σύστημα (βλ. και το από 1-5-2002 πιστοποιητικό της Δ ΔΟΥ Πειραιά). Εν τούτοις ο διορισθείς  από το Δικαστήριο πρωτοδίκως πραγματογνώμονας, οι από 24-4-2012 και 9-3-2015 εκθέσεις του οποίου εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο, υπολογίζει αυτή, κατά το χρόνο της παροχής, σε 189.000 ευρώ (δηλαδή στα 9/10 της εκτιμώμενης αξίας της πλήρους κυριότητας, ποσού  210.000 ευρώ,  λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας της παρέχουσας μητέρας της πρώτης εναγόμενης, που κατά τον χρόνο εκείνο είχε υπερβεί το 80ο έτος της ηλικίας της, άρθρ. 14 παρ.4 νδ 118/73), επικαλούμενος την αρτιότητα του και τον μεγάλο συντελεστή δόμησης αυτού (2,60) σε συνδυασμό με την μέγιστη επιτρεπόμενη κάλυψη του οικοπέδου (70 %), βάσει των οποίων και λόγω της θέσης του ακινήτου πλησίον της οδού Θηβών θα μπορούσε να ανοικοδομηθεί με το σύστημα της αντιπαροχής και να περιέλθουν στους ιδιοκτήτες του 4 θέσεις στεγασμένου χώρου στάθμευσης, ένα κατάστημα, επιφάνειας 51,50 τμ και διαμερίσματα, συνολικής επιφάνειας 138 τμ (δεν αναφέρει αριθμό).  Εντούτοις ουδέν συγκριτικό στοιχείο παραθέτει, παρά μόνον κάνει αόριστα λόγο για έρευνα αγοράς, η εκτίμηση του δε αυτή υπερβαίνει ακόμα και την εκτίμηση των ίδιων των εναγουσών με την αγωγή τους. Εν όψει αυτών το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία  οδηγείται στην κρίση ότι η πραγματική αξία της ψιλής κυριότητας επί του μεταβιβασθέντος ακινήτου, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, δεν ξεπερνούσε, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, το διπλάσιο της αντικειμενικής του αξίας, όπως προσδιορίσθηκε στο συμβόλαιο, και συγκεκριμένα το ποσό των 48.000 ευρώ.  Περαιτέρω, από τον ανωτέρω χρόνο, κατά τον οποίο η προαναφερόμενη αποβιώσασα προέβη στην ανωτέρω γονική παροχή (30-10-1991) και μέχρι το θάνατο της (18-4-2002), το νόμισμα έχει υποστεί ουσιώδη υποτίμηση, ώστε να επιβάλλεται από την αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ) ο υπολογισμός της αξίας της παροχής αυτής να γίνει σε ευρώ της ίδιας πραγματικής αξίας με εκείνη κατά το χρόνο του θανάτου της. Για τον υπολογισμό αυτό λαμβάνεται υπόψη η μέση τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά το χρόνο της παροχής και του θανάτου της κληρονομούμενης σε σχέση και με τη μεταβολή του τιμάριθμου. Ειδικότερα, η μέση τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας τον Οκτώβριο του έτους 1991, που είναι ο χρόνος της ως άνω παροχής προς την πρώτη εναγόμενη, ανερχόταν στο ποσό των 16.340  δρχ. (ήδη 47,95 ευρώ) και τον  Απρίλιο του έτους 2002, που είναι ο χρόνος θανάτου της κληρονομουμένης στο ποσό των 77,33  ευρώ. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή με βάση το έτος 1999 = 100.00 ήταν τον Οκτώβριο του 1991 53,549 ευρώ και τον Απρίλιο του 2006 110,861 ευρώ. Επομένως η αγοραστική δύναμη της χρυσής λίρας Αγγλίας ανερχόταν τον Οκτώβριο του 1991 σε 0,895   ευρώ (47,95  δια 53,549), και τον Απρίλιο του 2006 σε 0,697 ευρώ (77,33  δια 110,861) και συνακόλουθα, η αγοραστική δύναμη της χρυσής λίρας Αγγλίας του Οκτωβρίου 1991 αντιστοιχούσε σε 1,284  (0,895/ 0,697) της αγοραστικής δύναμης της χρυσής λίρας Αγγλίας του Απριλίου 2002.  Κατά συνέπεια η αξία της παροχής της κληρονομούμενης προς τη πρώτη εναγόμενη  ανέρχεται σε 1001 χρυσές λίρες Αγγλίας (48.000 διά 47,95) και  με  αναγωγή της  στο χρόνο θανάτου της  σε 1285,28  χρυσές λίρες (1001 χ 1,284)  ή 99.391 ευρώ (1285,28 χ  77,33) (για τον τρόπο υπολογισμού της αναγωγής βλ. και ΕφΠειρ  4467/2016 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η πλασματική κληρονομία της ως άνω κληρονομούμενης ανέρχεται στο ποσό των 114.092,24 ευρώ (20673,50 μείον 6000 ευρώ για έξοδα κηδείας (που δεν αμφισβητούν οι εναγόμενοι =14.673,50 + 99.391). Εξάλλου, στην ως άνω πλασματική κληρονομία δεν προστίθενται και οι αναφερόμενες στη  διαθήκη  της μητέρας των διαδίκων παροχές προς τις ενάγουσες, διότι αυτές, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν από την ίδια την κληρονομούμενη, αλλά από τον πατέρα τους. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, ο τελευταίος, που απεβίωσε το έτος 1977, ήταν αυτοκινητιστής λεωφορειούχος, ο οποίος πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αποκτήσει την κυριότητα ενός λεωφορείου, το οποίο και εκμεταλλευόταν για τη μεταφορά επιβατών στο νομό Αττικής. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, αυτός  αναγκάστηκε να αποκτήσει συνεταίρο, στον οποίο πώλησε το ½ εξ αδιαιρέτου του λεωφορείου του, στη συνέχεια, όμως, κατάφερε να επανακάμψει και να εξαγοράσει το μερίδιο αυτού, ανακτώντας έτσι, την αποκλειστική κυριότητα και εκμετάλλευση του οχήματος του, γεγονός που του επέτρεψε στη πορεία να αποκτήσει σημαντική οικονομική άνεση και να προικίσει τις ενάγουσες κόρες του, εκ των οποίων η μεν πρώτη, …., παντρεύτηκε το έτος 1953, η δεύτερη, …., το έτος 1955, η τρίτη …., το έτος 1961 και η τέταρτη ….. το έτος 1965.  Αντιθέτως, η μητέρα των διαδίκων δεν εργαζόταν και δεν είχε δικά της εισοδήματα ή περιουσία, ούτε αποδείχθηκε ότι αυτή προέβη και σε τι ποσοστό σε παροχές προς τις ενάγουσες από δικές της αποταμιεύσεις, η αναφορά  δε στην διαθήκη της ότι προίκησε τις ενάγουσες προφανώς έχει έρεισμα  στην κοινή αντίληψη περί  κοινών οικονομικών του συζυγικού οίκου. Συνεπώς,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κατ’αποτέλεσμα δεν συνυπολόγισε στη πλασματική κληρονομία της κληρονομούμενης μητέρας των διαδίκων τις εν λόγω παροχές, απορρίπτοντας σιωπηρά την υποβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση ότι η νόμιμη μοίρα των εναγουσών καταλείφθηκε σε αυτές από τη μητέρα τους με εν ζωή παροχές, την οποία η πρώτη εναγόμενη νόμιμα επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Ομοίως, όμως, αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός των εναγουσών ότι δεν έλαβαν προίκα, επειδή εργάζονταν  από νεαρή ηλικία και είχαν προσωπικά εισοδήματα. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, η πρώτη  ενάγουσα, που γεννήθηκε το έτος 1928, εργάστηκε ως μοδίστρα από το έτος 1945 έως 1953, στην πατρική της οικία, έχοντας ως βοηθό της τη δεύτερη ενάγουσα, που γεννήθηκε το έτος 1931, η τρίτη ενάγουσα, που γεννήθηκε το έτος 1934 εργάστηκε ως δακτυλογράφος στο σωματείο με την επωνυμία «……..» από το έτος 1954 και η τέταρτη ανάγουσα, που γεννήθηκε το έτος 1936 εργάστηκε ως λογίστρια στο 5ο ΚΤΕΛ νομού Πειραιώς. Το γεγονός, όμως, ότι  πριν το γάμο τους αυτές αποκέρδαιναν χρήματα, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς τους αποταμίευαν  δεν αναιρεί την προικοδότηση τους και δη με χρυσές λίρες και μετρητά χρήματα από τον πατέρα τους κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής δεδομένης και της καλής οικονομικής του κατάστασης. Τούτο δε  κατέθεσαν μετά λόγου γνώσεως άτομα του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος  στις με αριθμούς ………… ένορκες βεβαιώσεις τους, ενώ στο γεγονός της εκ μέρους του παροχής χρημάτων σε αυτές αναφέρεται και ο ίδιος ο πατέρας τους στην από 20-11-1968 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, ενώ τέλος προσκομίζεται και το από 2-8-1968 ιδιωτικό συμφωνητικό, αξίας 25.000 δραχμών, μεταξύ του … …. (εμπόρου) και του πατέρα των διαδίκων, που αφορά στην αγορά επίπλων για τη τέταρτη ενάγουσα, ……., ενόψει του επικειμένου γάμου της, το τίμημα για τα οποία ανέλαβε να καταβάλει ο τελευταίος σε οκτώ μηνιαίες δόσεις. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη, που γεννήθηκε το έτος 1941, το έτος 1967 παντρεύτηκε τον ……. και μετοίκησε στην Αμερική, από τον γάμο της δε αυτόν απέκτησε δύο τέκνα, τους …. και ….., που γεννήθηκαν το έτος 1968 και 1970 αντίστοιχα. Αυτή ουδεμία παροχή εν ζωή είχε λάβει από τους γονείς της έως τότε ενώ και ο αποβιώσας πατέρας της με την ως άνω  ιδιόγραφη διαθήκη του, ουδέν κληρονομιαίο στοιχείο της κατέλειπε, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι για αυτήν θα μεριμνούσε η μητέρα της και αυτολεξεί «εις την ….., ό,τι αποφασίσει η μητέρα σας», εξ’ού συνάγεται ότι οι γονείς των διαδίκων είχαν αποφασίσει από κοινού την κατ’αυτό τον τρόπο κατανομή των περιουσιακών τους στοιχείων.  Η βούληση τους δε αυτή υλοποιήθηκε με την επίδικη γονική παροχή προς τη πρώτη εναγόμενη καθ’ό χρόνο αυτή αντιμετώπιζε  σοβαρά οικονομικά προβλήματα λόγω του θανάτου του συζύγου της και των χρεών που κληρονόμησε.  Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε  ο αποβιώσας στις 7-1-1991 μετά από μακρόχρονη ασθένεια σύζυγος της κατέλειπε  χρέη  από νοσήλεια, τα οποία   ανέρχονταν στο ποσό των 40.000 δολαρίων (βλ. την από 4-1-1991 έγγραφη ειδοποίηση του νοσοκομείου “…..”),   ενώ επιπλέον αυτή μετά το θάνατο του επιφορτίστηκε εξ ολοκλήρου και με την πληρωμή του ενυπόθηκου δανείου, που είχε λάβει από κοινού με τον σύζυγο της, ποσού 26.000 δολαρίων, για την αγορά ακινήτου, που αποτελούσε την οικογενειακή τους οικία,  το οποίο τελικά δεν μπόρεσε να αποπληρώσει, με συνέπεια το ακίνητο τελικώς κατά το έτος 1993 να περιέλθει στη τράπεζα, που το μεταβίβασε εκ νέου σε τρίτους. Σύμφωνα δε με τα όσα  βεβαιώνονται στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη  τα εν γένει χρέη της κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ξεπερνούσαν το  συνολικό ποσό των  100.000 δολαρίων.   Επιπλέον, αυτή ,η οποία τουλάχιστον μέχρι το έτος 2003 εξακολουθούσε να εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος για βιοποριστικούς λόγους (βλ. σχετικό έγγραφο νόμιμα μεταφρασμένο της εταιρίας “…”), το ίδιο  χρονικό διάστημα  (της γονικής παροχής) συντηρούσε και τα δύο τέκνα της που σπούδαζαν.  Μόνη δε ακίνητη περιουσία της  αποτελούσε ένα ακίνητο στην Κάρπαθο, αντικειμενικής αξίας 20.000.000 δραχμών, που της είχε δωρίσει  άτυπα ο σύζυγος της το έτος 1967,  το οποίο τελικώς αναγκάστηκε να πωλήσει  έναντι ισόποσου  τιμήματος με το με αριθμό ………….. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………. (στο οποίο αναφέρεται ως αιτία κτήσης της κυριότητας από αυτήν η έκτακτη χρησικτησία), που μεταγράφηκε νόμιμα. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η προς αυτή γονική παροχή έγινε προς διατήρηση της οικονομικής της αυτοτέλειας, δεν υπερβαίνει δε το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, δεδομένου ότι τόσο οι ενάγουσες αδερφές της όσο και οι συνεναγόμενοι αδερφοί της δεν αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και δεν είχαν ανάγκη αντίστοιχης οικονομικής υποστήριξης, αλλά  διαβιούσαν άνετα. Κατόπιν τούτου , αυτή δεν αποτελεί ολικώς ή μερικώς δωρεά, ώστε να δύναται να ανατραπεί ως άστοργη κατ΄άρθρο 1835 παρ.1 ΑΚ. Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε το ίδιο, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης των εναγουσών (αριθμ.κατ. …../2017), με τους οποίους αυτές ισχυρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι  της έφεσης  προς έρευνα πρέπει αυτή να  απορριφθεί   κατ’ ουσίαν  και ως προς τη πρώτη εφεσίβλητη και τα δικαστικά έξοδα  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 179 ΚΠολΔ), τέλος, δε  να  διαταχθεί η εισαγωγή  του προκαταβληθέντος κατ’ άρθρο 495 παρ.4 , από τις εκκαλούσες παραβόλου  στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).                                    ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΘΕΩΡΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. έφεση ως μη ασκηθείσα από τον δεύτερο εκκαλούντα. ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….  και  ……… αντίθετες εφέσεις   κατά της   με αριθμό 2607/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, ερήμην του τρίτου εφεσίβλητου, …………, στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….  έφεση, και αντιμολία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας για τον τρίτο εφεσίβλητο ,……… για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και  στην ουσία   τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………… έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την απόδοση  του  με αριθμό ……… e παραβόλου στον καταθέσαντα πρώτο εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2607/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την αγωγή περί κλήρου ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ   την αγωγή  ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ  των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………  έφεση και  απορρίπτει αυτήν στην ουσία της.ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή  του κατατεθέντος με το  υπ’αριθμ.   διπλότυπο είσπραξης τύπου Α σειρά Θ ………… παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ  των εκκαλουσών και της πρώτης και δεύτερου των εφεσιβλήτων.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Αυγούστου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ