Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 38/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    38 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και τον διακριτικό τίτλο «……….» (η οποία έφερε πρότερον την επωνυμία «………..»), που εδρεύει στο ……. Αττικής, οδός …………….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθµό Γ.Ε.ΜΗ. …….. και Α.Φ.Μ. ………, η οποία ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων, δυνάµει της υπ’ αρ. …/18.6.2019 σύµβασης διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, καταχωρισθείσας στον τόµο …… του δημόσιου βιβλίου του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», µε Αριθµό Μητρώου ……. και έδρα στο ………. Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόµιµα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………», στην οποία εκχωρήθηκαν, µεταξύ άλλων, απαιτήσεις από την ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «………..»  και τον διακριτικό τίτλο «………» (µετά την τροποποίηση της επωνυµίας της από «…………….»), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………, µε αριθµό Γ.Ε.ΜΗ. ……., όπως εκπροσωπείται νόµιµα, δυνάµει της υπ΄αρ. ……../18.6.2019 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, καταχωρισθείσας στον τόµο …….. του δημόσιου βιβλίου του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κωφό (Σιούφας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Μητρογιάννη (Οικονομάκης Χρήστος Διεθνής Δικηγορική Εταιρεία) και 2) ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Βλάχου.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των καθ΄ών η ανακοπή – εκκαλούσας και δεύτερου εφεσίβλητου, την από 9.12.2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/2022 ανακοπή, καθώς και τους από 18.10.2023, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/2023, πρόσθετους λόγους αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ΄αρ. 3696/2023 οριστική απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την ανακοπή.

Την ανωτέρω απόφαση προσβάλλει η εκκαλούσα – πρώτη καθ΄ής η ανακοπή με την κρινόμενη από 22.12.2023 έφεσή της, στρεφόμενη κατά της ανακόπτουσας και του δεύτερου καθ΄ού η ανακοπή – δεύτερου εφεσίβλητου και απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …../22.12.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/22.12.2023, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 35.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 3696/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και έκανε δεκτή την από 9.12.2022 ανακοπή της ανακόπτουσας – ήδη πρώτης εφεσίβλητης καθώς και τους από 18.12.2023 πρόσθετους λόγους αυτής, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 517 εδ.α, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 προθεσμίας των 30 ημερών, δεδομένου ότι, η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 23.11.2023 (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή Αθηνών   ……………) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22.12.2023, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο για την άσκηση της έφεσης, όπως αναφέρεται επίσης στην ως άνω έκθεση κατάθεσής της.

Η ανακόπτουσα – ήδη πρώτη εφεσίβλητη, ζητούσε με την ανωτέρω από 9.12.2022, κατ΄άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή της και τους από 18.10.2023 πρόσθετους λόγους αυτής, την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και συγκεκριμένα: α) της από 29.4.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αρ. …./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) της υπ΄αρ. ……/13.12.2021 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …….., δυνάμει της οποίας η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσα, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………»), επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, προς ικανοποίηση της μεταβιβασθείσας απαίτησης, πηγάζουσας από σύμβαση δανείου στην οποία η ανακόπτουσα είχε συμβληθεί ως συνεγγυήτρια, επί της περιγραφόμενης στην ανακοπή και παρακάτω, αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας κυριότητας της ανακόπτουσας, ορίστηκε δε βάσει της ως άνω έκθεσης κατάσχεσης πλειστηριασμός με ηλεκτρονικά μέσα του εν λόγω ακινήτου στις 20.7.2022 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και γ) της υπ΄αρ. ……./20.7.2022 κατακυρωτικής έκθεσης της ως άνω συμβολαιογράφου και τον διενεργηθέντα βάσει αυτής πλειστηριασμό (κατά τον οποίο εκπλειστηριασθέν ως άνω ακίνητο κατακυρώθηκε υπέρ του δεύτερου των καθ΄ών η  ανακοπή – ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, υπερθεματιστή), καθώς και της υπ΄αρ. ………./3.10.2022 περίληψης της ως άνω κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά στις 10.10.2022.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3696/2023), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της, απέρριψε την ανακοπή ως εκπροθέσμως ασκηθείσα ως προς τους λόγους της που αφορούσαν την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ΄ής στην επίσπευση της εκτέλεσης, την αοριστία της έκθεσης κατάσχεσης λόγω μη θεμελίωσης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ΄ής, την ακυρότητα αυτής λόγω μη θεμελίωσης των εκ του νόμου απαιτούμενων στοιχείων του κατασχεθέντος ακινήτου και το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του ακινήτου της. Κι αυτό διότι, δεδομένου ότι το εμπρόθεσμο η μη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κρίνεται με βάση τους λόγους αυτής και εφόσον οι ως άνω λόγοι της αφορούν τόσο την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, την κατάσχεση όσο και την απαίτηση, η ανακοπή έπρεπε να ασκηθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1 εδ.α, δηλαδή εντός 45 ημερών από την επομένη της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης. Εν προκειμένω, η κατάσχεση επιβλήθηκε στις 13.12.2021 και η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε στις 9.12.2022, δηλαδή μετά την πάροδο των 45 ημερών από την επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης, οπότε είναι εκπρόθεσμη. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους ανακοπής, που στρέφονται κατά του προσβαλλόμενου ως άνω πλειστηριασμού, έκρινε ότι αυτή ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της οριζόμενης από το άρθρο 934 παρ.1 εδ.β προθεσμίας των 60 ημερών από την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης και έχει εγγραφεί, κατ΄ άρθρο 1010 ΚΠολΔ, στο βιβλίο διεκδικήσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή της.  Στη συνέχεια δε, την έκανε δεκτή ως προς τον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής περί καταχρηστικής επίσπευσης του επίμαχου πλειστηριασμού εκ μέρους της πρώτης καθ΄ής η ανακοπή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη, και ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπ΄αρ. ………../20.7.2022 κατακυρωτική έκθεση της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… και τον διενεργηθέντα βάσει αυτής πλειστηριασμό, καθώς και την υπ΄αρ. ……./3.10.2022 περίληψη της ως άνω κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιώς στις 10.10.2022.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται η πρώτη καθ΄ής η ανακοπή – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ανακοπή της αντιδίκου της. Ο δε δεύτερος εφεσίβλητος – δεύτερος καθ΄ού η ανακοπή,  με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του, συνομολογεί τα αναφερόμενα στην ένδικη έφεση και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή.

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, η εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή ισχυρίζεται ότι αυτή έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης καταχώρισής της στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς  (δηλ. μετά το πέρας των 30 ημερών από την κατάθεσή της), καθώς επίσης λόγω μη καταχώρισης στα ίδια βιβλία των πρόσθετων λόγων της. Ως προς τον ανωτέρω λόγο της έφεσης σημειωτέα είναι τα εξής: Η ανακόπτουσα – ήδη πρώτη εφεσίβλητη, με την από 21.12.2022 και με υπ΄αρ. πρωτοκ. ………../2022 αίτησή της προς το Κτηµατολογικό Γραφείο Πειραιά (όπως προκύπτει και από το σχετικό προσκομιζόμενο από αυτήν πιστοποιητικό), αιτήθηκε εμπροθέσμως την καταχώριση της ένδικης ανακοπής (ήτοι εντός 30 ημερών από την κατάθεση της ένδικης ανακοπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έλαβε χώρα στις 9.12.2022), στα οικεία βιβλία αυτού. Ωστόσο από προφανές εκ παραδρομής λάθος, του Κτηματολογικού Γραφείου, η καταχώριση έγινε κατά την ως άνω ημερομηνία (21.12.2022) αρχικά σε εσφαλµένο Κ.Α.Ε.Κ. (………….), το οποίο δεν έχει σχέση με το ακίνητο της ανακόπτουσας το οποίο εκπλειστηριάστηκε, ούτε με τον δεύτερο των καθ΄ών η ανακοπή – ήδη δεύτερο εφεσίβλητο – υπερθεματιστή, παρά το ότι στην ως άνω αίτηση της ανακόπτουσας αναφερόταν ο ορθός Κ.Α.Ε.Κ. του ακινήτου (……………). Ακολούθησε δε οίκοθεν διόρθωση του λάθους αυτού από το ως άνω Κτηματολογικό Γραφείο, ώστε να καταχωρισθεί η ανακοπή στον ορθό Κ.Α.Ε.Κ. του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου της ανακόπτουσας. Ωστόσο, λόγω του συστήµατος λειτουργίας του Κτηµατολογικού Γραφείου και της µηχανοργάνωσής του, φαίνεται ως εγγραφή, µε ηµεροµηνία 18.10.2023, η απόφαση διόρθωσης του σφάλµατος, και όχι η πραγµατική ηµεροµηνία κατάθεσης και καταχώρισης της αίτησης της ανακόπτουσας, γεγονός, όμως, που δεν μπορεί να αποβεί εις βάρος της. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 1010 ΚΠολΔ, απαιτεί την εγγραφή της ανακοπής, δηλ. του εισαγωγικού δικογράφου, στα βιβλία διεκδικήσεων, ενώ δεν απαιτείται η εγγραφή  σε αυτά του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της ανακοπής (βλ. Ι. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμ. Δ, παρ. 622, B. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ τόμ. ΣΤ, έκδ. 1997, υπό το άρθρο 1010 παρ. 3, σελ .426-427). Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του παραπάνω λόγου της έφεσης τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο. Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, η εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή υποστηρίζει ότι οι λόγοι της ανακοπής που αφορούσαν τις ως άνω προσβαλλόμενες επιταγή προς πληρωμή και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω εκπρόθεσμης άσκησής τους, ενώ με το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου της έφεσης υποστηρίζει ότι η ανακοπή τυγχάνει επίσης απαράδεκτη κατά το μέρος της, που βάλει κατά του κύρους της εκτελούμενης διαταγής πληρωμής και της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση, λόγω εκκρεμοδικίας. Οι αιτιάσεις αυτές, όμως, αλυσιτελώς προβάλλονται από την εκκαλούσα, καθώς, όπως προεκτέθηκε, η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε όλους τους σχετικούς λόγους της ανακοπής ως απαράδεκτους λόγω εκπροθέσμου άσκησής τους. Οπότε ο ανωτέρω πρώτος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

Από τον συνδυασμό των άρθρων 281 ΑΚ, 116, 933 ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδομένης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 17/1995, ΑΠ 2045/2014, ΑΠ 1627/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Προκειμένου δε να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού ή με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Επιπλέον δε, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ΄ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαίτερα επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το δε ζήτημα εάν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που είναι δυνατόν να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (Ολ.ΑΠ 6/2016, ΑΠ 1603/2014, ΑΠ 385/2010 Εφ.Αθ.(Μον).2634/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, η καταχρηστική συμπεριφορά, που στοιχειοθετεί προφανή υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, μπορεί να εμφανισθεί και στην περίπτωση που προκαλείται η εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος (ΑΠ 1047/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 6546/2008 ΕλλΔνη 2009.557, Εφ.Αθ.(Μον). 2634/2022 ό.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ένδικης ανακοπής της εφεσίβλητης περί καταχρηστικής επίσπευσης του προσβαλλόμενου πλειστηριασμού από την καθ΄ής η ανακοπή – εκκαλούσα, ενώ τελούσε σε γνώση της εκκρεμούς αίτησης της ανακόπτουσας για την υπαγωγή στον Ν. 3869/2010, η οποία τελικά έγινε εν μέρει δεκτή και εξαιρέθηκε από την εκποίηση το εκπλειστηριασθέν ακίνητό της.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει της υπ΄αρ. ………./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της εκκαλούσας – πρώτης καθ΄ής η ανακοπή υπό την ως άνω ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της προαναφερθείσας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, οι καθ΄ών η διαταγή πληρωμής (ήτοι η εταιρεία με την επωνυμία «……………», καθώς και οι …………….. και η ανακόπτουσα – πρώτη εφεσίβλητη), υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σε αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 74.568,63 ευρώ, πλέον εξόδων, που αφορά οφειλές πηγάζουσες από σύμβαση δανείου στην οποία η πρώτη των καθ΄ών η διαταγή πληρωμής εταιρεία είχε συμβληθεί ως πιστούχος και οι λοιποί, μεταξύ των οποίων και η ανακόπτουσα, ως εγγυητές. Περαιτέρω, με την από 29.4.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω υπ΄αρ. ……../2021 διαταγής πληρωμής, που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα – εφεσίβλητη στις 10.5.2021 από την πρώτη καθ΄ής η ανακοπή – εκκαλούσα, η ανακόπτουσα, καθώς και οι λοιποί ως άνω καθ΄ών η διαταγή, επιτάσσονταν να καταβάλλουν στην καθ΄ής, τα κάτωθι ποσά: «1. Για κεφάλαιο το ποσό των 74.568,63 ευρώ, εντόκως από την εποµένη της επίδοσης της από 20.9.2018 καταγγελίας και πρόσκλησης, ήτοι την 1.11.2018 για τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο των καθ΄ών και την 30.10.2018 για την τέταρτη των καθ’ών (ανακόπτουσα), µέχρι την οριστική εξόφληση, µε το εκάστοτε ισχύον συµβατικό επιτόκιο υπερηµερίας και µε ανατοκισµό των τόκων ανά εξάµηνο (άρθρο 12 N. 2601/1998), πλέον εξόδων µέχρι πλήρους εξόφλησης, 2. Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, το ποσό των 2.281 ευρώ.  3. Για έκδοση απογράφου 4. Για σύνταξη αυτής της επιταγής και της παραγγελίας προς το δικαστικό επιµελητή το ποσό των 10 ευρώ και 5. Για επίδοση αντιγράφου της διαταγής αυτής µε επιταγή το ποσό των 20 ευρώ. Τα πιο πάνω δε κονδύλια µε αρ. 2,3,4, και 5, µε τον νόµιµο τόκο υπερηµερίας από την ηµέρα της κοινοποίησης της ως άνω επιταγής προς πληρωμή µέχρι την εξόφληση. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωµής η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τη µε αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2021 ανακοπή, για τη συζήτηση της οποίας έχει οριστεί δικάσιµος η 3η.11.2026. Ακολούθως, δυνάµει της υπ΄αρ. ……./13.12.2021 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιµελήτριας του Εφετείου Πειραιώς   …………, που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 13.5.2021, η πρώτη καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσα προέβη σε κατάσχεση του ως άνω αναφερθέντος και σε αυτήν περιγραφόµενου ακινήτου ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας (ήτοι της υπό στοιχ. Δ6 αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος, εμβαδού 24 τ.μ., που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο πολυώροφης οικοδομής επί της οδού ……… στον Πειραιά στη θέση ……….), για το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €). Ορίστηκε δε, με την ως άνω έκθεση κατάσχεσης, η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασµού στις 20 Ιουλίου 2022, ηµέρα Τετάρτη και ώρα από 10.00 π.µ. έως 2.00 µ.µ., ενώπιον της συµβολαιογράφου Αθηνών ……….., µε τιµή πρώτης προσφοράς του εν λόγω ακινήτου, το ποσό των 28.800 ευρώ. Κατά της ως άνω έκθεσης κατάσχεσης η ανακόπτουσα- ήδη πρώτη εφεσίβλητη, άσκησε τη με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2022 ανακοπή, στρεφόμενης εναντίον της πρώτης καθ΄ής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 3558/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανωτέρω ανακοπή κρίνοντας ότι επιδόθηκε εκπρόθεσµα. Ο πλειστηριασµός του ως άνω διαμερίσματος τελικά διενεργήθηκε την ανωτέρω ορισθείσα ηµέρα (20.7.2022) και αυτό κατακυρώθηκε στον δεύτερο καθ΄ού η ανακοπή – ήδη δεύτερο εφεσίβλητο (υπερθεματιστή), συνταχθέντων των προσβαλλόμενων με την ένδικη ανακοπή, υπ΄αρ. ……./20.7.2022 Κατακυρωτικής έκθεσης της συµβολαιογράφου Αθηνών ……… και της υπ΄αρ. ………./3.10.2022 Περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συµβολαιογράφου. Ακόμη, προέκυψε ότι, πολύ καιρό πριν εκδοθεί η ως άνω διαταγή πληρωμής, βάσει της οποίας επισπεύστηκε η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση – πλειστηριασμός, ήτοι από το έτος 2015, η ανακόπτουσα είχε καταθέσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά τη με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2015 αίτηση περί υπαγωγής της στον Ν. 3869/2010 (‘’ρύθµιση οφειλών υπερχρεωµένων προσώπων και άλλες διατάξεις’’). Το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της περιλάμβανε την εξαίρεση από την εκποίηση του ακινήτου το οποίο επλειστηριάστηκε, δυνάμει των ανακοπτόμενων πράξεων. Επί της ως άνω αίτησης, συζητηθείσας στις 24.10.2022, εκδόθηκε η υπ΄αρ. 713/14.3.2023 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (δηλ. μετά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό), η οποία, σύμφωνα με το διατακτικό της, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση, ρύθμισε τα χρέη της αιτούσας από τα εισοδήματά της προς τις πιστώτριές της, προσδιορίζοντας μηνιαίες καταβολές ποσού 60 ευρώ ατόκως επί 5ετία και εξαίρεσε από την εκποίηση το ανήκον στην τότε αιτούσα – νυν ανακόπτουσα, δυνάμει του υπ΄αρ. ………/14.12.1979 συμβολαίου πώλησης οριζόντιων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιώς (τόµος ……, αριθµός ……….), διαµέρισµα Δ-6 του τετάρτου υπέρ του ισογείου ορόφου επιφάνειας 24 τ.µ. ευρισκόµενο στην οδό ……. στον Πειραιά, έτους κατασκευής 1977. Η ως άνω  απόφαση του Ειρηνοδικείου, έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, καθώς, όπως προκύπτει από το υπ΄αρ. ……../2023 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Πειραιά, δεν έχει ασκηθεί κατ΄ αυτής ένδικο μέσο και έχει παρέλθει από την έκδοσή της, η 6µηνη προβλεπόµενη προθεσµία για την άσκηση έφεσης. Στην ανωτέρω δε αίτηση της ανακόπτουσας είχε συμπεριληφθεί το σύνολο των οφειλών της, μεταξύ των οποίων και αυτές από την υπ΄αρ. ………./24.1.2011 σύµβαση δανείου, στην οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είχε συμβληθεί ως συνεγγυήτρια, µε δανείστρια την «………..». Ειδική διάδοχος της τελευταίας κατέστη η προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρείας ειδικού σκοπού, της οποίας η πρώτη καθ΄ής η ανακοπή είναι διαχειρίστρια, ενώ, βάσει της ως άνω σύμβασης, όπως επίσης εκτέθηκε παραπάνω, εκδόθηκε η υπ΄αρ. ………/2021 διαταγής πληρωµής του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτέλεσε τον εκτελεστό τίτλο δυνάμει του οποίου επισπεύστηκε η επίμαχη αναγκαστική εκτέλεση. Σημειωτέον ότι, το εκπλειστηριασθέν διαμέρισμα, εμβαδού μόλις 24 τ.μ., αποτελεί από πολλών ετών την κύρια κατοικία της ανακόπτουσας, η οποία είναι συνταξιούχος, γεννηθείσα το έτος 1945, διανύει δηλαδή σήμερα το 80ο έτος της ηλικίας της, ενώ, κατά το χρόνο του επίδικου πλειστηριασμού, ήταν 77 ετών. Πριν τη διενέργεια δε του πλειστηριασμού αυτού, η ανακόπτουσα, μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, απευθύνθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ΄ής, ώστε να ανευρεθεί εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Όταν ο τελευταίος την ενημέρωσε ότι δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα, προσπάθησε πολλάκις να έρθει σε επαφή με τα αρμόδια όργανα της καθ΄ής η ανακοπή, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την ανακόπτουσα από 11.5.2022, 8.6.2022, 15.6.2022, 28.6.2022 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails), καθώς και το σχετικό αίτημα της ανακόπτουσας με Νο ….. στην ιστοσελίδα της καθ΄ής, στις 14.7.2022 και e-mail με την ίδια ημερομηνία, αλλά και στις 19.7.2022 (προηγούμενη ημέρα του πλειστηριασμού) όπου τόνιζε την αναγκαιότητα άμεσης επικοινωνίας με τον χειριστή του φακέλου της, χωρίς ωστόσο να λάβει απάντηση εκ μέρους της καθ΄ής. Βάσει των αναλυτικά ανωτέρω αναφερθέντων περιστατικών, η συμπεριφορά της καθ΄ής η ανακοπή να επισπεύσει τη διενέργεια του ανακοπτόμενου πλειστηριασμού του ως άνω ακινήτου της ανακόπτουσας, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικίας αυτής, κρίνεται και από το παρόν Δικαστήριο, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο, ότι είναι καταχρηστική, καθώς υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματός της, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα στον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής της, αλλά και στον δεύτερο λόγο αυτής. Ειδικότερα, η καταχρηστική συμπεριφορά της πρώτης καθ΄ής η ανακοπή συνίσταται στο ότι αυτή προέβη στη διενέργεια του ανακοπτόμενου  πλειστηριασμού ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της αίτησης της ανακόπτουσας περί υπαγωγής της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, γεγονός που γνώριζε η καθ΄ής, καθώς μετείχε στη δίκη αυτή, μεταξύ άλλων πιστωτριών, η  τραπεζική εταιρεία «…………» ως καθολική διάδοχος της «…………….», ειδική διάδοχος δε της τελευταίας, κατά τα προαναφερθέντα, κατέστη η προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρεία, των απαιτήσεων της οποίας, είναι διαχειρίστρια η καθ΄ής η ανακοπή. Η ανακόπτουσα, ζητούσε,  μεταξύ άλλων, στην παραπάνω αίτησή της, την εξαίρεση του επίμαχου ως άνω ακινήτου από την εκποίηση, η οποία (εξαίρεση) διατάχθηκε με την εκδοθείσα επί της ως άνω αίτησης, απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, κατά τα προεκτεθέντα, η οποία, όμως, εκδόθηκε στις 14.3.2023, ήτοι λίγους μήνες μετά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό του ακινήτου αυτού. Ωστόσο η καθ΄ής η ανακοπή, θα μπορούσε, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης να αναμείνει την εκδίκαση της εκκρεμούς αυτής αίτησης (που συζητήθηκε στις 24.10.2022, ήτοι 3 μήνες περίπου μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού) πριν προβεί σε αυτόν, καθώς η βλάβη που θα υφίστατο από την καθυστέρηση αυτή είναι σαφώς πολύ μικρότερη σε σχέση με τη βλάβη της ανακόπτουσας να απωλέσει, και μάλιστα στην προχωρημένη αυτή ηλικία, την κύρια κατοικία της, η οποία εκπλειστηριάσθηκε, ενώ ακολούθως εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, που εξαιρούσε το ακίνητο αυτό από την εκποίηση, αφού η ανακόπτουσα πληρούσε τις προυποθέσεις υπαγωγής της στον ως άνω νόμο. Η συμπεριφορά της καθ΄ής – ήδη εκκαλούσας, είναι προσέτι καταχρηστική, διότι, κατά το διάστημα πριν τον πλειστηριασμό, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν ανταποκρίθηκε, μην αποστέλλοντας καν απάντηση, στις προσπάθειες της ανακόπτουσας να επικοινωνήσει μαζί της και να αιτηθεί εξωδικαστική συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους προς αποφυγή απώλειας του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου από την κυριότητά της. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το ότι το εκπλειστηριασθέν διαμέρισμα, εμβαδού μόλις 24 τ.μ. και κατασκευής 1977, αποτελεί από πολλών ετών την κύρια κατοικία της ανακόπτουσας, η οποία είναι συνταξιούχος, γεννηθείσα το έτος 1945, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, προκαλείται η εντύπωση έντονης αδικίας εις βάρος της ανακόπτουσας σε σχέση με το όφελος της δικαιούχου – καθ΄ής η ανακοπή (ικανοποίηση απαίτησής της ύψους 20.000 ευρώ) από την άσκηση του δικαιώματός της, με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, να στοιχειοθετείται καταχρηστική συμπεριφοράς αυτής, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Οι ισχυρισμοί δε του δεύτερου εφεσίβλητου – δεύτερου των καθ΄ών η ανακοπή (υπερθεματιστή), ότι το εν λόγω διαμέρισμα δεν αποτελεί στην πραγματικότητα την κατοικία της ανακόπτουσας, επικαλούμενος ότι στο κουδούνι αυτής δεν αναφερόταν το όνομά της αλλά άλλο όνομα κ.α., δεν προκύπτουν από κάποιο αποδεικτικό μέσο, οι δε φωτογραφίες που επικαλείται στις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος. Άλλωστε το γεγονός που ο ίδιος αναφέρει, ότι δηλ. στον τέταρτο επίσης όροφο της πολυκατοικίας που βρίσκεται το επίμαχο διαμέρισμα, υφίστανται διαμερίσματα ιδιοκτησίας των υιών της ανακόπτουσας (έτερων εγγυητών στην επίμαχη σύμβαση δανείου, για την ικανοποίηση μέρους της απαίτησης που προέκυψε από την ως άνω σύμβαση, επισπεύστηκε ο ανακοπτόμενος πλειστηριασμός), ενισχύουν τον ισχυρισμό που προβάλει η ανακόπτουσα, ότι δηλ. η καθ΄ής η ανακοπή θα μπορούσε να ικανοποιηθεί, επισπεύδοντας αναγκαστική εκτέλεση στην ακίνητη περιουσία των συνεγγυητών της και όχι στο εν λόγω ακίνητο της ίδιας, το οποίο αποτελούσε την κύρια κατοικία της, είχε δε σχετικά μικρή αξία, δυσανάλογη με τη βλάβη που αυτή θα υφίστατο και το οποίο τελικά εξαιρέθηκε, με την ανωτέρω απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, των καταδιωκτικών μέτρων των δανειστών της. Περαιτέρω, η εκκαλούσα – πρώτη των καθ΄ών η ανακοπή, αλλά και ο δεύτερος εφεσίβλητος – δεύτερος των καθ΄ών η ανακοπή, υποστηρίζουν ότι, εφόσον δεν υφίστατο καμία διάταξη περί αναστολής των καταδιωκτικών μέτρων κατά της ανακόπτουσας, είχε μάλιστα απορριφθεί σχετικό αίτημά της περί χορήγησης προσωρινής διαταγής, νόμιμα προχώρησε η πρώτη των καθ΄ών στην επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης επί του εν λόγω ακινήτου της αντιδίκου της, δικαίωμα που δεν απαγορεύεται από τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, και στη διενέργεια του ανακοπτόμενου πλειστηριασμού. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν τυγχάνει βάσιμο, διότι εν προκειμένω δεν τίθεται σε αμφισβήτηση ότι η καθ΄ής η ανακοπή είχε το εν λόγω δικαίωμα, αλλά κρίνεται ότι το άσκησε καταχρηστικά, υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις. Αν είχε χορηγηθεί προσωρινή διαταγή περί αναστολής της επίδικης εκτέλεσης, θα οδηγούσε άνευ ετέρου στην ακυρότητα του προσβαλλόμενου πλειστηριασμού, χωρίς ανάγκη επίκλησης καταχρηστικότητας αυτού.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς τον προαναφερθέντα πρόσθετο λόγο της, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ΄ουσία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 183, 179 εδ. α ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄αρ. 3696/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν από την  εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης, παράβολο (e-παράβολο με αρ. ………………/2023, ποσού 100 ευρώ).

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 15 Ιανουαρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            H  ΓPAMMATEAΣ