Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 1/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  1/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας : …………., η οποία εκπροσωπήθηκε  με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜΔΣΘ : ……..).

Των εφεσίβλητων: 1) ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Ταβαντζή (ΑΜΔΣΑ : ……..), 2) ……….., και 3) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……..», η οποία εδρεύει στο ……….. Αττικής, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ : …….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜΔΣΑ : …….) και 4) Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ………, ΑΦΜ : ……… Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», με ΑΦΜ : …….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεώς της από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..» με ΑΦΜ : ……….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4601/2019, του Ν. 4548/2018, του άρθρου 28 του Ν. 4364/2016, του άρθρου 61 του Ν. 4438/2016 και του άρθρου 54 του Ν. 4172/2013, σε εφαρμογή των αποφάσεων των από 26-5-2023 Εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων των μετόχων των ανωτέρω εταιριών και της με αριθμό ………/30-5-2023 συμβολαιογραφικής πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. και με τροποποίηση των άρθρων 1 και 5 του καταστατικού της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», όπως η εν λόγω συγχώνευση, καθώς και η ανωτέρω τροποποίηση του καταστατικού εγκρίθηκαν με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2969063ΑΠ/31-5-2023 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2969063/31-5-2023 Ανακοίνωση με κωδικό αριθμό καταχώρισης …….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Μπουσκούτα (ΑΜΔΣΑ : ……..).

Β) Της εκκαλούσας : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στο ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ : …….., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜΔΣΑ : ………).

Των εφεσίβλητων : 1) ………., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜΔΣΘ : …….), 2) ………….ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) ………… ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Βλαχογιάννη (ΑΜΔΣΑ : …….) και 5) Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ………., ΑΦΜ : ……. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», με ΑΦΜ : ……. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεώς της από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………» με ΑΦΜ : ………… Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4601/2019, του Ν. 4548/2018, του άρθρου 28 του Ν. 4364/2016, του άρθρου 61 του Ν. 4438/2016 και του άρθρου 54 του Ν. 4172/2013, σε εφαρμογή των αποφάσεων των από 26-5-2023 Εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων των μετόχων των ανωτέρω εταιριών και της με αριθμό ……./30-5-2023 συμβολαιογραφικής πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. και με τροποποίηση των άρθρων 1 και 5 του καταστατικού της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», όπως η εν λόγω συγχώνευση, καθώς και η ανωτέρω τροποποίηση του καταστατικού εγκρίθηκαν με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2969063ΑΠ/31-5-2023 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2969063/31-5-2023 Ανακοίνωση με κωδικό αριθμό καταχώρισης …….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Μπουσκούτα (ΑΜΔΣΑ : ……….).

Γ) Της καλούσας – εφεσίβλητης : ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε  με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜΔΣΘ : 1529).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων : 1) ………, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) ………… ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσας : 3) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………..», η οποία εδρεύει στο …… Αττικής, οδός . ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ : … .…., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜΔΣΑ : ……….).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων : 4) Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ……… ΑΦΜ : ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», με ΑΦΜ : ………., κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεώς της από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..» με ΑΦΜ : …………., σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4601/2019, του Ν. 4548/2018, του άρθρου 28 του Ν. 4364/2016, του άρθρου 61 του Ν. 4438/2016 και του άρθρου 54 του Ν. 4172/2013, σε εφαρμογή των αποφάσεων των από 26-5-2023 Εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων των μετόχων των ανωτέρω εταιριών και της με αριθμό ……../30-5-2023 συμβολαιογραφικής πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και με τροποποίηση των άρθρων 1 και 5 του καταστατικού της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», όπως η εν λόγω συγχώνευση, καθώς και η ανωτέρω τροποποίηση του καταστατικού εγκρίθηκαν με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2969063ΑΠ/31-5-2023 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ., με τη με αριθμό πρωτοκόλλου …../31-5-2023 Ανακοίνωση με κωδικό αριθμό καταχώρισης ….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Μπουσκούτα (ΑΜΔΣΑ : ……….) και 5) Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Βλαχογιάννη (ΑΜΔΣΑ : …….).

Η κυρίως ενάγουσα   ………….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28-11-2016 με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2016 και ειδικό ……/2016 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εν λόγω κύρια αγωγή συνεκδικάστηκε με την από 4-12-2016 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με γενικό αριθμό κατάθεσης …../2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……/2016, που άσκησε η τρίτη των κυρίως εναγόμενων εταιρία με την επωνυμία «………….», την από 20-1-2017 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2017, που άσκησε ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ………………, και την από 23-2-2017 πρόσθετη παρέμβαση με γενικό αριθμό κατάθεσης …../2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……/2017, που άσκησε η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..». Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με τη με αριθμό 974/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε επί των άνω συνεκδικασθέντων δικογράφων κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την από 28-11-2016 κύρια αγωγή, όπως και τις από 4-12-2016 και από 20-1-2017 παρεμπίπτουσες αγωγές, και δέχτηκε την από 23-2-2017 πρόσθετη παρέμβαση, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν : Α) η κυρίως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα………….. με την από 11-9-2019 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2019 και ειδικό ……/2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …../2019 για τη δικάσιμο της 7ης Μαΐου 2020, πλην όμως, επειδή στη δικάσιμο αυτή (7-5-2020) η συζήτηση της άνω υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, δυνάμει της με αριθμό 96/1-7-2020 Πράξης της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, δικάσιμος προς συζήτηση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς η 3η Ιουνίου 2021, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, και Β) η τρίτη των κυρίως εναγόμενων ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……………» και ήδη εκκαλούσα, με την από 20-5-2021 (επικουρική) έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021 για τη δικάσιμο της 17ης Νοεμβρίου 2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Η καλούσα – πρώτη των εφεσίβλητων . ………….. ζήτησε με την από 1-6-2021 κλήση της, που κατατέθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021, να οριστεί συντομότερη δικάσιμος για τη συζήτηση της από 20-5-2021 (επικουρικής) έφεσης της εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «…………..», η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Στην τελευταία αυτή δικάσιμο (18-4-2024) οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης – καθ’ ης η κλήση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………………….» παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν, Α) η από 11-9-2019 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019, η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση μετά τον οίκοθεν επαναπροσδιορισμό της δυνάμει της με αριθμό 96/1-7-2020 Πράξης της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 και της οποίας η συζήτηση ματαιώθηκε κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 7ης-5-2020, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, Β) η από 20-5-2021 επικουρική έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό …./2021, και Γ) η από 1-6-2021 κλήση, που κατατέθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …../2021, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η από 20-5-2021 επικουρική έφεση, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία και στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλουμένης απόφασης (974/2018) και γιατί έτσι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1 και 3, 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τις με αριθμό … Ε/12-11-2021 και ………… Ε/12-11-2021        εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., που επικαλείται και προσκομίζει η επικουρικώς εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «…………» και από τις με αριθμό ……. Δ/9-11-2021 και ….. Δ/10-11-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, που επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα – εφεσίβλητη . ………….., προκύπτει ότι α) ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση επικουρικής έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα δικάσιμο της 17ης Νοεμβρίου 2022, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο (18-4-2024), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο και τον τρίτο των εφεσίβλητων (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και β) ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο (18-4-2024), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο και στο δεύτερο των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 129 παρ. 1, 130 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ωστόσο, στην τελευταία αυτή δικάσιμο (18-4-2024), κατά την οποία οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο δεύτερος και ο τρίτος των εφεσίβλητων της επικουρικής έφεσης και ο πρώτος και ο δεύτερος των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατατέθηκε δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα από πληρεξούσιο δικηγόρο τους ότι επιθυμούν να δικαστούν χωρίς να παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, αντίστοιχα, και ως εκ τούτου, ενόψει του ότι η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δεν χρειάζεται κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη μετ’ αναβολή αυτή δικάσιμο (άρθρα 226 παρ. 4 εδ. δ, 498 ΚΠολΔ), οι άνω απολειπόμενοι εφεσίβλητοι και καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητοι πρέπει να δικαστούν ερήμην. Πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η παριστάμενη επικουρικώς εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «……………..» και η παριστάμενη καλούσα – εφεσίβλητη . ………….. αντίστοιχα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως αντίγραφα του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (αγωγής), των έγγραφων προτάσεων των απολειπόμενων αντιδίκων τους, που κατατέθηκαν από αυτούς στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση (974/2018) πρακτικών συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως επί ποινή απαραδέκτου της προκείμενης συζήτησης επιβάλλεται από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ.

ΙΙΙ. Η τρίτη των κυρίως εναγόμενων εταιρία με την επωνυμία «…………» και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 20-5-2021 επικουρική έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/2021 και ειδικό ……../2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό ……/2021 για τη δικάσιμο της 17ης Νοεμβρίου 2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης. Παράλληλα, η πρώτη των εφεσίβλητων της επικουρικής έφεσης . ………….. ζήτησε με τη μεταγενέστερη από 1-6-2021 κλήση της, που κατατέθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …/2021, να οριστεί συντομότερη δικάσιμος για τη συζήτηση της ανωτέρω επικουρικής έφεσης της εκκαλούσας εταιρίας «………….», η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 27ης Απριλίου 2023, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης. Συνεπώς, ενόψει του ότι η ίδια υπόθεση (επικουρική έφεση) προσδιορίστηκε, κατόπιν διαδοχικών αναβολών, να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ίδια δικάσιμο (18-4-2024) τόσο με το αυτοτελές δικόγραφο της από 20-5-2021 επικουρικής έφεσης με επίσπευση της εκκαλούσας, όσο και με το δικόγραφο της από 1-6-2021 κλήσης με επίσπευση της πρώτης των εφεσίβλητων, και αφού, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, η από 20-5-2021 επικουρική έφεση ήδη συζητήθηκε ερήμην του δεύτερου και του τρίτου των εφεσίβλητων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, και ως εκ τούτου η από 1-6-2021 κλήση, μετά τη συζήτηση της ως άνω επικουρικής έφεσης, ήδη κατέστη αλυσιτελής ελλείψει  αντικειμένου, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 20-5-2021 επικουρικής έφεσης κατά το μέρος που εισάγεται προς συζήτηση με την από 1-6-2021 κλήση.

ΙV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σχετικά με το ζήτημα εάν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει, με δικό του όνομα, έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος, προς τον αντίδικό του. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, ήτοι εκείνου από τον οποίο ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας (ΑΠ 1188/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 215/2013 ΕλλΔνη 2014. 1477, ΕφΑθ 6465/2009 ΕλλΔνη 2010. 256), εκουσίως ή μετά από προσεπίκληση (άρθρο 88 ΚΠολΔ), πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση, δεδομένου ότι επί πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι του κυρίου διαδίκου, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη δεν εκτείνεται και στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος, ως δικονομικού εγγυητή προς τον αντίδικό του, ως τέτοιου νοουμένου του αντιδίκου του υπέρ ου η παρέμβαση, κυρίου διαδίκου και συνεπώς, πρόκειται περί απλής και όχι αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδ. β ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος (ΑΠ 1741/2012 ΧΡΙΔ 2013. 367, ΕφΑθ 677/2011 ΕΦΑΔ 2011. 880, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ. 2013. 1115, ΕφΑθ 6004/2006 ΕλλΔνη 2007. 569). Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που παρενέβη στην πρωτοβάθμια δίκη είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος (ΤριμΕφΠειρ 53/2020 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΔωδ 63/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του ομοδίκου δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία (οπότε η έφεση κατ’ άρθρο 517 εδ. β ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ’ αυτού), η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ του αντιδίκου του, δικονομικού εγγυητή, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος, επέχει θέση κλήτευσής του προς συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ, 502, 517, 558 και 271 ΚΠολΔ, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Τούτο διότι αυτός πρέπει να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Συνεπώς, αν αυτός δεν εμφανιστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έχει κληθεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους, το οποίο απαράδεκτο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 18/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 222/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 401/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010. 340, ΕφΔωδ 161/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 26/2005 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005. 296). Περαιτέρω, εάν στον πρώτο βαθμό συζητήθηκε αφενός η κύρια αγωγή μεταξύ των αρχικών διαδίκων και αφετέρου προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου αρχικού διαδίκου με παρεμπίπτουσα αγωγή προς τον δικονομικό εγγυητή του, ο δε προσεπικληθείς ασκήσει παρέμβαση, τότε αν απορριφθεί η κύρια αγωγή, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση ή αντέφεση κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου. Αντιθέτως μόνο ο κυρίως εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει την έφεσή του και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου από αυτόν ώστε να μεταβιβασθεί η υπόθεση κατά το οικείο κεφάλαιο της προσεπίκλησης και της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 485/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1961/1986 ΕλλΔνη 29. 282, ΤριμΕφΑθ 3074/2022, ΤριμΕφΠατρ 94/2019, ΤριμΕφΠειρ 462/2016, ΜονΕφΠατρ 261/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σε περίπτωση εναγωγής περισσοτέρων εις ολόκληρον ευθυνόμενων, κατ’ άρθρα 481 – 488 του ΑΚ, ιδρύεται σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 740/2000 ΕλλΔνη 2001. 101, ΤριμΕφΑθ 2060/2023 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επί απλής ομοδικίας η έφεση ή αντέφεση ομοδίκου στρέφεται υποχρεωτικά κατά του αντιδίκου ή των ομοδικούντων αντιδίκων ως προς τους οποίους επιδιώκει ο εκκαλών την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όχι όμως και κατά των ομοδίκων του, εκτός αν η απόφαση περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή διάταξη για τους ομοδίκους του ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ομόδικος κατά άλλου ομοδίκου. Αν δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση, η έφεση που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος, είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι αφορά τη νομιμοποίηση κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ (ΤριμΕφΑθ 3865/2023 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 338, 342, σελ. 160, 162).

V. Η υπό στοιχεία Α από 11-9-2019 έφεση της ηττηθείσας κυρίως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των τριών κυρίως εναγόμενων, ήτοι του …. ………….., του .. ………….. και της εταιρίας με την επωνυμία «…. …..» και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 974/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 18-9-2019, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 23-2-2018, δεδομένου ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………../18-9-2019 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ……../2019 e – παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ). Εντούτοις, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχεία Α από 11-9-2019 έφεση κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της τέταρτης των εφεσίβλητων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», στη δικονομική θέση της οποίας ήδη υπεισήλθε λόγω καθολικής διαδοχής κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεώς της από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……….», η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……..», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του πρώτου των κυρίως εναγόμενων. Τούτο διότι η τέταρτη των εφεσίβλητων δεν έλαβε μέρος στη δίκη, που διεξήχθη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως αντίδικος της εκκαλούσας, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, αυτή (τέταρτη των εφεσίβλητων) άσκησε, κατόπιν της από 20-1-2017 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, την από 23-2-2017 απλή πρόσθετη παρέμβαση και συνεπώς, η εν λόγω καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έχει καταστεί στην από 28-11-2016 κύρια αγωγή διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτής η υπό στοιχεία Α έφεση της ηττηθείσας κυρίως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας. Επομένως, αναφορικά με την τέταρτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχεία Α έφεση ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρα 68, 73 και 517 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, γενομένου δεκτού άλλωστε ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού, που προβάλλει η εν λόγω εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας της υπό κρίση έφεσης και της τέταρτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ως προς δε τους λοιπούς, πρώτο, δεύτερο και τρίτη των εφεσίβλητων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Α έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

VΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 αρ. 4 και 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και ζητήσει αποζημίωση για το ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ο δε προσεπικληθείς και με την παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν παρενέβη σε αυτή ούτε επικουρικά, περιορισθείς μόνο στην απόκρουση της προσεπικλήσεως και την άρνηση της υποχρεώσεώς του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου. Από αυτά παρέπεται ότι αν απορριφθεί η αγωγή και ως εκ τούτου και η προσεπίκληση και η ενωμένη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, διότι ο τελευταίος, εφόσον δεν παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη, ενώ ο εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου. Η τελευταία αυτή έφεση κατ’ ανάγκη θα είναι επικουρική, θα τελεί δηλαδή υπό την αίρεση ευδοκιμήσεως της εφέσεως του ενάγοντος, γιατί αλλιώς δεν έχει ο προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων έννομο συμφέρον να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος, ανατρέχει όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αιρέσεως υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγομένου, στο χρόνο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου (ΑΠ 450/2024, ΑΠ 1194/2021, ΑΠ 693/2020,  ΤριμΕφΠειρ 9/2021, ΕφΑθ 2416/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

VII. Ως προς την υπό στοιχεία Β από 20-5-2021 επικουρική έφεση της προσεπικαλούσας – παρεπιμπτόντως ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «………….» και ήδη επικουρικώς εκκαλούσας, κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 974/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εκδοθείσας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, η οποία (επικουρική έφεση) απευθύνεται κατά α) της κυρίως ενάγουσας και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων,………….., β) του ομοδίκου της εκκαλούσας, πρώτου των κυρίως εναγόμενων και ήδη δεύτερου των εφεσίβλητων, . ………….., γ) του ομοδίκου της εκκαλούσας, δεύτερου των κυρίως εναγόμενων και ήδη τρίτου των εφεσίβλητων,………….., δ) της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, κατόπιν της από 4-12-2016 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, και ήδη τέταρτης των εφεσίβλητων, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…….», ως δικονομικής εγγυήτριας της εκκαλούσας εταιρίας «………..» και ε) της καθ’ ης η προσεπίκληση- παρεμπιπτόντως εναγόμενης, κατόπιν της από 20-1-2017 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, και ήδη πέμπτης των εφεσίβλητων, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», στη δικονομική θέση της οποίας ήδη υπεισήλθε λόγω καθολικής διαδοχής κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεώς της από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………», η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..», ως δικονομικής εγγυήτριας του πρώτου των κυρίως εναγόμενων . ………….., για το παραδεκτό της οποίας (επικουρικής έφεσης) έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ……/25-5-2021 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ………./2021 e – παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ), λεκτέα τα ακόλουθα : Η εν λόγω επικουρική έφεση απαραδέκτως απευθύνεται κατά της πρώτης των εφεσίβλητων – κυρίως ενάγουσας (.. …………..), καθότι δεν προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτήν,  κατά του δεύτερου και του τρίτου των εφεσίβλητων (.. ………….. και . …………..), οι οποίοι ήταν απλοί ομόδικοι με την τρίτη των κυρίως εναγόμενων και ήδη επικουρικώς εκκαλούσα, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βλαπτική για την επικουρικώς εκκαλούσα και ευνοϊκή για τους ομοδίκους της διατάξη, ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτούς, καθώς και κατά της πέμπτης των εφεσίβλητων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε λόγω καθολικής διαδοχής η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», ως προσθέτως παρεμβαίνουσας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, με την ιδιότητα της δικονομικής εγγυήτριας του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, καθόσον για τους ίδιους ως άνω λόγους, αυτή δεν έχει καταστεί διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτής η υπό στοιχεία Β έφεση της τρίτης των κυρίως εναγόμενων, ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτήν. Κατά δε της τέταρτης των εφεσίβλητων, ήτοι της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, κατόπιν της από 4-12-2016 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής της εταιρίας με την επωνυμία «………..», ως δικονομικής εγγυήτριας της επικουρικώς εκκαλούσας εταιρίας, η οποία (καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία) παραστάθηκε πρωτοδίκως χωρίς να ασκήσει απλή πρόσθετη παρέμβαση, παραδεκτά μεν απευθύνεται η επικουρική έφεση, η οποία, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, τελεί υπό την αίρεση ευδοκιμήσεως της έφεσης της κυρίως ενάγουσας και με την οποία μεταβιβάζεται στο παρόν Εφετείο η υπόθεση και κατά το μέρος που αφορά στην από 4-12-2016 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Πλην όμως, αυτή (επικουρική έφεση) είναι απορριπτέα στο σύνολό της πρωτίστως ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης (άρθρο 532 ΚΠολΔ), καθότι ασκήθηκε μετά την παρέλευση της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 23-2-2018, και συγκεκριμένα, διότι ασκήθηκε με την κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 25-5-2021, ήτοι μετά την 23-2-2020, οπότε έληξε η καταχρηστική διετής προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, που άρχισε από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (23-2-2018), ενόψει και του ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο. Σημειωτέον ότι δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα αναστολής της ως άνω διετούς προθεσμίας κατ’ άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α 149/30-7-2022), το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 74 του Ν. 4690/2020 και 83 του Ν. 4790/2021, κατά τα διαστήματα από την 13-3-2020 έως την 31-5-2020 και από την 7-11-2020 έως την 5-4-2021, κατά τα οποία επιβλήθηκε η προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, αφού η διετής προθεσμία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης έληξε την 23-2-2020 και συνεπώς, η λήξη της εν λόγω προθεσμίας προηγήθηκε της έναρξης των διαστημάτων της αναστολής (έναρξη αναστολής την 13-3-2020) και ως εκ τούτου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, δεν συντρέχει, για την παραπάνω αιτία, περίπτωση αναστολής της ένδικης διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να κριθεί το εμπρόθεσμο της άσκησης της επικουρικής έφεσης. Επομένως, η ένδικη επικουρική έφεση, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, τυγχάνει απορριπτέα στο σύνολό της ως εκπρόθεσμη και συνακόλουθα ως απαράδεκτη (άρθρο 532 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της επικουρικής έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/25-5-2021 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι η ένδικη έφεσή της απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

VΙΙI. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την ένδικη από 28-11-2016 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016 κύρια αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι την 30-11-2011 εισήχθη στην κλινική της τρίτης εναγόμενης και αφού υποβλήθηκε σε προεγχειρητικό έλεγχο, ο οποίος ήταν καθ’ όλα φυσιολογικός, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση υστεροσκόπησης με σκοπό την αφαίρεση ενδομήτριου πολύποδα, που είχε προγραμματιστεί σε συνεννόηση με το θεράποντα ιατρό της, δεύτερο εναγόμενο, χειρουργό – γυναικολόγο, ότι κατά την εισαγωγή της στο χειρουργείο υποβλήθηκε σε γενική νάρκωση από τον πρώτο εναγόμενο, ιατρό – αναισθησιολόγο, με τη χρήση λαρυγγικής μάσκας, ενώ κατά τη διάρκεια της επέμβασης τοποθετήθηκε στο χειρουργικό κρεβάτι σε στάση λιθοτομής και έγινε διατομή του πολύποδα, πλην όμως, το χειρουργείο διακόπηκε από τον αναισθησιολόγο, επειδή η ενάγουσα παρουσίασε διαταραχή του αερισμού των πνευμόνων και καρδιακή αρρυθμία, αμέσως δε μεταφέρθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας, όπου νοσηλεύτηκε έως και την 28-12-2011. Στη συνέχεια, ιστορούσε ότι αιτία της νοσηλείας της στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν η οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια από εισρόφηση, που συνέβη κατά την αναισθησία και προς αποφυγή της οποίας δεν έλαβαν όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις οι ιατροί, αλλά ο μεν πρώτος εναγόμενος χρησιμοποίησε για τη χορήγηση της γενικής αναισθησίας λαρυγγική μάσκα, ο δε δεύτερος εναγόμενος την τοποθέτησε στο χειρουργικό κρεβάτι σε στάση λιθοτομής, τα οποία όμως, αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες κινδύνου για πνευμονική εισρόφηση και μετέπειτα, οι ίδιοι (ιατροί) δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως και δεν αντιμετώπισαν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης την εισρόφηση, με αποτέλεσμα να υποστεί η ενάγουσα καρδιακή ανακοπή και να προκληθούν εγκεφαλικές βλάβες λόγω υποξίας, όπως αλλοιώσεις ισχαιμικής λευκοεγκεφαλοπάθειας. Ακόμα, ανέφερε ότι συνεπεία της κατάστασης στην οποία περιήλθε λόγω της εισρόφησης, υπέστη περαιτέρω επιπλοκές, όπως πνευμονία και φλεβοθρόμβωση δεξιού κάτω άκρου, καθώς και ότι για την αντιμετώπιση της τελευταίας απαιτήθηκε να λαμβάνει αντιπηκτική αγωγή μέχρι τον Οκτώβριο 2012, ενώ ακόμα και σήμερα παρουσιάζει οίδημα και άλγος στη δεξιά γαστροκνημία του κάτω άκρου. Περαιτέρω, ισχυριζόταν ότι κατά το χρόνο της νοσηλείας της στην κλινική που εκμεταλλεύεται η τρίτη εναγόμενη, ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων συνεργάζονταν ελευθέρως με την τρίτη εναγόμενη και συγκεκριμένα προέβαιναν στη διενέργεια ιατρικών πράξεων και επεμβάσεων εν γένει και στη νοσηλεία πελατών τους, χρησιμοποιώντας τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις της τρίτης εναγόμενης, καθώς και το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό που η κλινική απασχολούσε, ενώ η τρίτη εναγόμενη επιμελείτο της νοσηλείας των ασθενών και χορηγούσε τα απαραίτητα υλικά και φάρμακα για τη διεκπεραίωση των ιατρικών πράξεων και εισέπραττε απευθείας από τους ασθενείς χωριστή αμοιβή  για την παροχή των πιο πάνω υπηρεσιών, πλέον εκείνης που οι ιατροί εισέπρατταν από τους ίδιους πελάτες και ως εκ τούτου, ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων ήταν προστηθέντες στην υπηρεσία της προστήσασας αυτούς τρίτης εναγόμενης, δεδομένου ότι από την ως άνω σύμβαση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό, αφενός υπήρχε εξάρτηση μεταξύ των εναγόμενων, αφετέρου η δραστηριότητα του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων ενέπιπτε στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κλάδο δράσης της τρίτης εναγόμενης, η οποία ωφελείτο από τη δραστηριότητά τους, καθώς με τη συνδρομή τους επέκτεινε τον κύκλο της δραστηριότητάς της και τη δυνατότητα αποκόμισης αντίστοιχων κερδών και κατά την καλή πίστη και τη σύγχρονη αντίληψη των συναλλαγών, ευλόγως και δικαίως γίνεται κατά ταύτα δεκτό ότι αύξανε και το πεδίο των αναλογούντων κερδών. Επίσης, ισχυριζόταν ότι συνεπεία των βλαβών της υγείας της, που προπεριγράφηκαν και αποτελούν αποτέλεσμα της αμελούς ιατρικής συμπεριφοράς που ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων επέδειξαν κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, η ίδια (ενάγουσα) δεν μπορεί να διανύσει μεγάλη απόσταση πεζή και να στέκεται σε όρθια θέση επί ώρα και πρέπει σύμφωνα με τις συστάσεις των νευρολόγων να αποφεύγει τη σωματική κόπωση, ενώ επιπλέον, παρουσιάζει νευρολογικές βλάβες, συναισθηματικές διαταραχές, έκπτωση της ποιότητας ζωής και εγκεφαλικές βλάβες λόγω υποξίας, αντιμετωπίζει πρόβλημα αδυναμίας συγκέντρωσης, ξεχνάει εύκολα και δεν μπορεί πλέον να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στις επαγγελματικές υποχρεώσεις της κατά τη λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης εστίασης. Τέλος, εξέθετε ότι συνεπεία των ανωτέρω βλαβών της υγείας της έχει πληγεί η εργασιακή της ικανότητα, έχει απολέσει την οικονομική της αυτοτέλεια και έχει επηρεαστεί δυσμενώς το επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό μέλλον της, ενόψει και του ότι είναι πλέον καταθλιπτική, έχουν επηρεαστεί δυσμενώς οι εν γένει κοινωνικές σχέσεις της όπως και οι σχέσεις της με το αντίθετο φύλο και δεν θα μπορέσει ποτέ να τεκνοποιήσει και να δημιουργήσει δική της οικογένεια. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν αλληγεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος α) το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που της προξένησε η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου και του δεύτερου των κυρίως εναγόμενων, οι οποίοι, ως προστηθέντες της τρίτης των κυρίως εναγόμενων και ως υπόχρεοι λόγω του επαγγέλματός τους να καταβάλουν ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και ενεργώντας αμελώς, προκάλεσαν την ως άνω βλάβη της υγείας της κυρίως ενάγουσας και β) το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική αποζημίωση λόγω μόνιμης αναπηρίας κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, καθότι η επελθούσα μόνιμη αναπηρία επιδρά δυσμενώς στο επαγγελματικό και κοινωνικό μέλλον της, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστούν οι αντίδικοί της στην εν γένει δικαστική δαπάνη της. Έτι περαιτέρω, η τρίτη των κυρίως εναγόμενων εταιρία με την επωνυμία «………….» στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 4-12-2016 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2016 αυτοτελές δικόγραφο, που  απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον της, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……….», ως δικονομική της εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτής και να την υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής της ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής μόνο στο αναγνωριστικό της σκέλος, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κύριας αγωγής, με το νόμιμο τόκο, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, από την επομένη της καταβολής στην τελευταία (κυρίως ενάγουσα), καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός της στην εν γένει δικαστική δαπάνη της. Επιπρόσθετα, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 20-1-2017 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2017 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον του, ανακοίνωσε την ως άνω εκκρεμή κύρια δίκη και προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………», στη δικονομική θέση της οποίας ήδη υπεισήλθε λόγω καθολικής διαδοχής κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεώς της από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……….», ως δικονομική του εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού και να τον υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών του, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής μόνο στο αναγνωριστικό της σκέλος, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να του καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κύριας αγωγής, πλέον τόκων, εξόδων και δικαστικής δαπάνης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής, άλλως από την επίδοση της ένδικης ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής, άλλως από την ημερομηνία καταβολής του ποσού στην κυρίως ενάγουσα και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός του στην εν γένει δικαστική δαπάνη του. Η δε καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……….», στη δικονομική θέση της οποίας ήδη υπεισήλθε λόγω καθολικής διαδοχής κατόπιν συγχώνευσης δι’ απορροφήσεώς της από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………», με το από 23-2-2017 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του πρώτου των κυρίως εναγόμενων – προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως δικονομικής εγγυήτριας του τελευταίου, με αίτημα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί η κύρια αγωγή και να καταδικασθεί η κυρίως ενάγουσα στην εν γένει δικαστική δαπάνη της. Ακολούθως, με την εκκαλουμένη με αριθμό 974/2018 οριστική απόφασή του, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, την από 28-11-2016 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2016 κύρια αγωγή, την από 4-12-2016 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2016 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, την από 20-1-2017 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2017 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 23-2-2017 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017 πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την κύρια αγωγή και συνακόλουθα, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των παρεμπιπτόντως εναγόντων, απέρριψε τις παρεμπίπτουσες αγωγές, ενώ έκανε δεκτή την πρόσθετη παρέμβαση. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη απόφαση α) απορρίφθηκε η από 28-11-2016 κύρια αγωγή και έγινε δεκτή η από 23-2-2017 πρόσθετη παρέμβαση και καταδικάστηκε η κυρίως ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των κυρίως εναγόμενων, ποσού 2.000 ευρώ για κάθε κυρίως εναγόμενο και στη δικαστική δαπάνη της προσθέτως παρεμβαίνουσας, ποσού 1.000 ευρώ, β) απορρίφθηκε η από 4-12-2016 παρεμπίπτουσα αγωγή και καταδικάστηκε η παρεμπιπτόντως ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ποσού 2.000 ευρώ και γ) απορρίφθηκε η από 20-1-2017 παρεμπίπτουσα αγωγή και καταδικάστηκε ο παρεμπιπτόντως ενάγων στη δικαστική δαπάνη της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ποσού 2.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής (974/2018) παραπονείται η κυρίως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την υπό στοιχεία Α από 11-9-2019 έφεσή της, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η κύρια αγωγή της.

IX. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας έφεσης (άρθρο 532), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ’ ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της έφεσης κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και τη διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων, καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και εκ τούτου, κατ’ επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον, κατά την έννοια της άνω διάταξης, προϋπόθεση της εξαφάνισης αυτής (απόφασης) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων έφεσης, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά από αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον: α) από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ’ έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β) από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου έφεσης και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι’ αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΑΠ 2/2006, ΕφΑθ 1597/2011, ΕφΛαμ 139/2011, ΕφΔωδ 131/2005 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς (ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013. 453). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς «ειδικές», αλλά «ιδιάζουσες» γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1009/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) [ΤριμΕφΠειρ 648/2023 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΤριμΕφΠατρ 48/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Στην προκειμένη περίπτωση, η κυρίως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της υπό στοιχεία Α από 11-9-2019 έφεσής της, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση (974/2018), κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και όλως εσφαλμένα δέχτηκε ότι η εισρόφηση, που υπέστη η ίδια (ενάγουσα) κατά την αναισθησία, δεν ήταν αποτέλεσμα μη λήψης των αναγκαίων προφυλάξεων από τους ιατρούς, και συγκεκριμένα δεν ήταν αποτέλεσμα χρησιμοποίησης λαρυγγικής μάσκας και της τοποθέτησής της στο χειρουργικό κρεβάτι σε θέση λιθοτομής, τα οποία αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες κινδύνου, ότι για την αναισθησία έγινε χρήση τραχειοσωλήνα, ότι η ενάγουσα δεν υπέστη καρδιακή ανακοπή, ότι η τελευταία ποτέ δεν έφθασε σε σημείο καρδιοαναπνευστικής κατάρριψης (collapsus) ή καρδιακής ανακοπής, απορρίπτοντας τον αγωγικό ισχυρισμό της ότι η μη έγκαιρη και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης αντιμετώπιση της εισρόφησης είχε σαν αποτέλεσμα την οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια και την καρδιακή κατάρρευση, καθώς και εσφαλμένα και μη νόμιμα έλαβε υπόψη της και μονομερώς στήριξε την απορριπτική κρίση της στις ένορκες βεβαιώσεις των αντιδίκων της και δεν έλαβε υπόψη της τις ένορκες βεβαιώσεις της ίδιας (ενάγουσας). Περαιτέρω, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, εάν η εκκαλουμένη απόφαση εκτιμούσε ορθά το αποδεικτικό υλικό, θα κατέληγε στο αντίθετο συμπέρασμα και συνακόλουθα, θα γινόταν δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή της. Επιπρόσθετα, η εκκαλούσα υποβάλλει με την ένδικη έφεσή της αυτοτελώς και αίτημα διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Σημειωτέον ότι πρωτοδίκως το σχετικό περί πραγματογνωμοσύνης αίτημα, που υποβλήθηκε από το δεύτερο και την τρίτη των κυρίως εναγόμενων και  την προσθέτως παρεμβαίνουσα, απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν.

Έτι περαιτέρω, από την επανεκτίμηση της με αριθμό ……/6-3-2017 ένορκης βεβαίωσης του ……., ιατροδικαστή, και της με αριθμό ……./6-3-2017 ένορκης βεβαίωσης της ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της κυρίως ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις με αριθμό ……./1-3-2017, …/1-3-2017, …/1-3-2017 και …./1-3-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η κυρίως ενάγουσα, της με αριθμό ……/7-3-2017 ένορκης βεβαίωσης του ………, ιατρού – αναισθησιολόγου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που λήφθηκε με επιμέλεια του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του  (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις με αριθμό ………/1-3-2017 και ……/1-3-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, της με αριθμό ………/7-3-2017 ένορκης βεβαίωσης του ………., ιατρού, και της με αριθμό …………/7-3-2017 ένορκης βεβαίωσης του ………, ιατρού – νευρολόγου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της τρίτης των κυρίως εναγόμενων μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………. Δ/2-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., της με αριθμό ………../22-3-2017 ένορκης βεβαίωσης του …………., χειρουργού – γυναικολόγου, και της με αριθμό ………./22-3-2017 ένορκης βεβαίωσης του ………, ιατρού, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της τρίτης των κυρίως εναγόμενων μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………. Δ/17-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η τρίτη των κυρίως εναγόμενων, από την εκτίμηση της με αριθμό ………./16-4-2024 ένορκης βεβαίωσης του ………., ιατρού – καρδιολόγου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., που λήφθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις με αριθμό ΣΤ …../11-4-2024, ΣΤ …/11-4-2024, ΣΤ …/11-4-2014 και ΣΤ …/11-4-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως το πρώτον με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο η εκκαλούσα, της με αριθμό ………/23-4-2024 ένορκης βεβαίωσης του …….., ιατρού – νευρολόγου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που λήφθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις με αριθμό ΣΤ …/18-4-2024, ΣΤ …/18-4-2024, ΣΤ …/18-4-2024, ΣΤ …/18-4-2024 και ΣΤ …/18-4-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ….., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών της στο παρόν Δικαστήριο η εκκαλούσα, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης και συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας των λόγων της κρινόμενης υπό στοιχεία Α από 11-9-2019 έφεσης της κυρίως ενάγουσας και που συναρτώνται άμεσα με την παραδοχή ή την απόρριψη, μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, της από 28-11-2016 κύριας αγωγής, ήτοι εάν η οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια από εισρόφηση, η οποία εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης – υστεροσκόπησης προς το σκοπό αφαίρεσης ενδομήτριου πολύποδα της κυρίως ενάγουσας, μπορεί να αποδοθεί σε πράξεις ή παραλείψεις του πρώτου και του δεύτερου των κυρίως εναγόμενων, ιατρού – αναισθησιολόγου και χειρουργού – γυναικολόγου αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια της επέμβασης και εάν οι τελευταίοι προέβησαν ή μη στις απαιτούμενες και ενδεδειγμένες ενέργειες, που επέβαλαν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ενόψει των εκατέρωθεν αντικρουόμενων μαρτυρικών καταθέσεων των εχόντων ειδικές προς τούτο γνώσεις ιατρών περί των ως άνω κρίσιμων γεγονότων, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να σχηματίσει πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση ως προς τα ως άνω ζητήματα, καθότι καταλείπονται σχετικά με αυτά κενά και αμφίβολα σημεία. Κατά συνέπεια, αφού για τα ανωτέρω ζητήματα απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης (άρθρο 368 παρ. 1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την πλήρη διακρίβωση και ορθή διάγνωση της διαφοράς, να διατάξει, αναβάλλοντας την έκδοση της οριστικής του απόφασης, την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, η οποία είναι περαιωμένη, προς διευκρίνιση και συμπλήρωση των κενών και αμφίβολων σημείων της υπόθεσης, με τη διενέργεια νέων, συμπληρωματικών αποδείξεων και ειδικότερα να διατάξει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από πραγματογνώμονες με την ειδικότητα του ιατρού – αναισθησιολόγου και του ιατρού – καρδιολόγου, οι οποίοι περιλαμβάνονται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στο Δικαστήριο τούτο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 368, 371, 372, 383 και 385 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, χωρίς προηγουμένως να προβεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, εξουσία την οποία έχει, κατά τα προαναφερόμενα στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της υπό στοιχεία Α έφεσης, ούτως ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή κρίση. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, ενόψει του ότι η απόφαση, με την οποία αναβάλλεται η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης, είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ Α) την από 11-9-2019 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019, Β) την από 20-5-2021 επικουρική έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …../2021 και Γ) την από 1-6-2021 κλήση, που κατατέθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021, ερήμην του δεύτερου και του τρίτου των εφεσίβλητων της από 20-5-2021 επικουρικής έφεσης και ερήμην του πρώτου και του δεύτερου των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 20-5-2021 επικουρικής έφεσης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021, κατά το μέρος που εισάγεται προς συζήτηση με την από 1-6-2021 κλήση, που κατατέθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την από 11-9-2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 974/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς την τέταρτη των εφεσίβλητων.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της εκκαλούσας της από 11-9-2019 έφεσης και της τέταρτης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-5-2021 επικουρική έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 974/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  (Τακτική Διαδικασία).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό …………./2021      e-παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων της από 20-5-2021 επικουρικής έφεσης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 11-9-2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 974/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς τον πρώτο, το δεύτερο και την τρίτη των εφεσίβλητων.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής του απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της από 11-9-2019 έφεσης ως προς τον πρώτο, το δεύτερο και την τρίτη των εφεσίβλητων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονες 1) την ……………. και 2) τον …………, οι οποίοι, αφού δώσουν το νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σε αυτούς της παρούσας απόφασης, στο κατάστημα αυτού του Δικαστηρίου, ενώπιον των Δικαστών του Δικαστηρίου τούτου ή των νόμιμων αναπληρωτών τους, σε ημέρα και ώρα που αρμοδίως θα ορισθεί, πρέπει, αφού προηγουμένως λάβουν γνώση όλων των στοιχείων και των εγγράφων της δικογραφίας και συγκεντρώσουν από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνουν απαραίτητες, και ενεργήσουν κάθε άλλη αναγκαία πράξη, να γνωμοδοτήσουν εγγράφως και αιτιολογημένα περί του εάν η οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια από εισρόφηση, η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης της ενάγουσας, που έλαβε χώρα την 30-11-2011, μπορεί να αποδοθεί σε πράξεις ή παραλείψεις του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων, ιατρού – αναισθησιολόγου και χειρουργού – γυναικολόγου αντίστοιχα, κατά τη διενέργεια της επέμβασης και εάν αυτοί προέβησαν ή μη στις κατάλληλες και ενδεδειγμένες ενέργειες που επέβαλαν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης, και ειδικότερα να απαντήσουν στα ερωτήματα που διατυπώνονται ενδεικτικά, αλλά και σε κάθε ζήτημα που από την επιστήμη του καθενός κρίνεται ως κρίσιμο να διευκρινισθεί: 1) αν για τη χορήγηση της γενικής αναισθησίας έγινε χρήση λαρυγγικής μάσκας ή διασωλήνωση της τραχείας, και αν χρησιμοποιήθηκε ή όχι ενδοτραχειακός σωλήνας νούμερο 7, 2) αν η θέση λιθοτομής, στην οποία τοποθετήθηκε η ενάγουσα, ήταν η ενδεδειγμένη για τη χειρουργική επέμβαση υστεροσκοπικής αφαίρεσης πολύποδα ενδομητρίου, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, 3) ποια τα αίτια στα οποία οφείλεται η αναπνευστική δυσχέρεια με πτώση του κορεσμού του οξυγόνου του αίματος και καρδιακή αρρυθμία, που εμφάνισε αιφνιδίως η ενάγουσα κατά τη διάρκεια του χειρουργείου, και συγκεκριμένα εάν αυτή οφείλεται σε εσφαλμένους χειρισμούς ή παραλείψεις κατά τη διάρκεια της επέμβασης εκ μέρους των εναγόμενων ιατρών, κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, 4) αν μπορούσαν οι εναγόμενοι να προβλέψουν την εμφάνιση της αναπνευστικής δυσχέρειας και της καρδιακής αρρυθμίας και να την αποτρέψουν κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, 5) αν καθυστέρησαν οι εναγόμενοι ιατροί να αντιληφθούν εγκαίρως και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την αναπνευστική δυσχέρεια και την καρδιακή αρρυθμία και σε ποιες ενέργειες προέβησαν και αν αυτές ήταν κατάλληλες και ενδεδειγμένες κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, 6) αν παρουσίασε η ενάγουσα οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια από εισρόφηση, σύμβαμα κατά την αναισθησία, το οποίο οι εναγόμενοι ιατροί δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως και δεν αντιμετώπισαν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, με αποτέλεσμα να υποστεί η ενάγουσα εγκεφαλικές βλάβες λόγω υποξίας, 7) αν η ενάγουσα έφτασε σε σημείο καρδιοαναπνευστικής κατάρριψης (collapsus) ή καρδιακής ανακοπής εκ της πνευμονικής εισροφήσεως, 8) αν η ασθενής βρέθηκε σε κατάσταση εγκεφαλικής υποξίας και αν υπέστη ισχαιμική λευκοεγκεφαλοπάθεια, 9) αν η πνευμονία και η φλεβοθρόμβωση δεξιάς ιγνυακής φλέβας ήταν απότοκος της δυσμενούς εξέλιξης της ένδικης χειρουργικής επέμβασης και αν αυτές μπορούσαν να προβλεφθούν και να αποτραπούν, 10) αν η ενάγουσα υπέστη μόνιμη βλάβη της υγείας της ή μόνιμη αναπηρία, σε καταφατική περίπτωση σε τι συνίσταται αυτή, ήτοι νευρολογικής ή άλλης φύσεως και ποιες οι εν γένει δυσμενείς επιπτώσεις της στην κοινωνική και στην επαγγελματική ζωή της, στην καθημερινότητά της και στη δυνατότητα τεκνοποίησης. Η έγγραφη γνωμοδότηση κάθε πραγματογνώμονα πρέπει να κατατεθεί από τον κάθε πραγματογνώμονα εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, όπου θα συνταχθεί η σχετική έκθεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21 Νοεμβρίου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την  2 Ιανουαρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ