ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 42 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………», που εδρεύει ……….., υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία «…………», με έδρα το …….. Ιρλανδίας (……….) και αρ. καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάμει του από 18 Ιουνίου 2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων, το οποίο καταχωρίστηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτοκ. …/22.6.2021 (στον τόμο … και με αύξ. αρ. ….), της τελευταίας αλλοδαπής εταιρείας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «…….», με έδρα την Αθήνα, ……….., νόμιμα εκπροσωπούμενης, υπό την ιδιότητά της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» (και ήδη μετονομασθείσας σε «………..») µε αρ. Γ.Ε.ΜΗ. … και Α.Φ.Μ. ….., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας, δυνάµει της από 30 Απριλίου 2020 Σύµβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηµατικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίστηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών µε αρ. πρωτοκ. …../30.4.2020 (στον τόµο … και με αύξ. αρ. ….) και συµπληρώθηκε, δυνάµει του από 20.4.2021 Παραρτήµατος Μεταβολής της, ως προς το πρόσωπο του μεταβιβάζοντος, που καταχωρίστηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών µε αρ. πρωτ. …./20.4.2021 (στον τόµο …. και με αύξ. αρ. …..), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Παπαδήμα (Μουργέλας, Δημητρόπουλος Κωνσταντέλιας Δικηγορική Εταιρεία).
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… και 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Κιούκη.
ΟΙ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθ΄ής η ανακοπή – εκκαλούσας, την από 27.12.2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2021 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ΄αρ. 1859/2022 οριστική απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, που, δικάζοντας ερήμην της καθ΄ής η ανακοπή, έκανε δεκτή αυτήν.
Την ανωτέρω απόφαση προσβάλλει η εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή με την κρινόμενη από 8.7.2022 έφεσή της, στρεφόμενη κατά των ανακοπτόντων και απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../14.11.2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../14.11.2022, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 7ης.12.2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 32.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 520, 527 και 528 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης από τον εναγόμενο που δικάσθηκε ερήμην, επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 639/2015, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005, Εφ.Πατρ.32/2022, Εφ.Λαμ. 22/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (Εφ.Λαμ. 22/2022 ό.π., Εφ.Δυτ.Μακεδ. 28/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1015/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης (ΑΠ 1015/2005, Εφ.Πατρ.32/2022, Εφ.Λαμ. 22/2022 ό.π.).
Η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας – καθ΄ής η ανακοπή, κατά της υπ΄αρ. 1859/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί ανακοπής, κατ΄άρθρο 933 ΚΠολΔ, των ανακοπτόντων – ήδη εφεσίβλητων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ), ερήμην της καθ΄ής η ανακοπή- ήδη εκκαλούσας, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, για το παραδεκτό της έφεσης, έχει καταβληθεί, από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ παράβολο, κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση κατάθεσης κάτωθεν του δικογράφου της. Η εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή, αρνείται τους ισχυρισμούς που αναφέρονται στους λόγους της ανακοπής, για τους λόγους που εκθέτει στην έφεσή της, ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, κατά το μέρος που αυτή έκανε δεκτή την ανακοπή των αντιδίκων της ως ουσιαστικά βάσιμη, θεωρώντας ομολογημένα τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο αυτής πραγματικά περιστατικά, λόγω της ερημοδικίας της. Με βάση τα παραπάνω και σύμφωνα με αναφερόμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, η έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ ουσία δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η ανακοπή κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
Oι ανακόπτοντες – ήδη εφεσίβλητοι, ζητούσαν με την ως άνω από 27.12.2021, κατ΄ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή τους (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………………./2021), την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος τους από την καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσα και συγκεκριμένα: α) των από 14.9.2021 επιταγών προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αρ. …../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στους ανακόπτοντες δυνάμει των υπ’ αρ. ….. και …….. /15.9.2021 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……. και β) της υπ΄αρ. ……../20.12.2021 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας του ως άνω δικαστικού επιμελητή ……………, δυνάμει της οποίας η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσα, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..»), επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση (προς ικανοποίηση της απαίτησης, πηγάζουσας από σύμβαση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, για την οποία εκδόθηκε, εναντίον, μεταξύ άλλων, της ενοχικής οφειλέτριας …………., η ως άνω διαταγή πληρωμής) επί της περιγραφόμενης στην εν λόγω ΄Εκθεση κατάσχεσης αλλά και στην ανακοπή, ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων, ως τρίτων διακατόχων, και ειδικότερα επί: α) μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 86,89 τ.μ. κυριότητας της πρώτης ανακόπτουσας, β) μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του Α υπέρ του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 99,65 τ.μ., κυριότητας του δεύτερου ανακόπτοντος και γ) μίας μελλοντικής οριζόντιας ιδιοκτησίας – μεζονέτας των Β και Γ υπέρ του ισογείου ορόφων, επιφάνειας 159,47 τ.μ., συγκυριότητας των ανακοπτόντων, ευρισκομένων σε πολυώροφη οικοδομή επί των οδών ……… στη δημοτική ενότητα Νίκαιας του Δήμου Νίκαιας – Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής. Η κυριότητα των ως άνω ακινήτων μεταβιβάστηκε στους ανακόπτοντες από την ανωτέρω ενοχικά ευθυνόμενη οφειλέτρια …………
Η ανακοπή έχει ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη 934 παρ.1 περ.α΄ ΚΠολΔ, προθεσμία των 45 ημερών, καθώς οι λόγοι της ανακοπής αφορούν αντιρρήσεις κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη Έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 21.12.2021 (βλ. τη σχετική επισημείωση στο σώμα αυτής του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ΄ής στις 28.12.2021, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …../28.12.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω ως προς παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζόμενου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. … 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). … Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. … 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ΄ και δ΄ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3156/2003…». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης – ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την Υ.Α. 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003, προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς τους, γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ΄ού η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ΄ού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ΄ού η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρείας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ΄εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ΄αριθ. 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ΄ού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (Εφ.Θεσ. 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 574/2020 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ., Π. Γιαννόπουλου, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ. 2019.233 επ.).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, σε βάρος της δικαιοπαρόχου τους – ενοχικής οφειλέτριας εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» με τον διακριτικό τίτλο «………», η προαναφερθείσα υπ΄αρ. …./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι δυνάμει των από 14.9.2021 ανακοπτόμενων επιταγών προς πληρωμή, συνταχθεισών κάτω από το αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, επιτάχθηκαν αυτοί (ανακόπτοντες) ως τρίτοι διακάτοχοι – ενυπόθηκοι οφειλέτες, να καταβάλουν στην καθ΄ής η ανακοπή με την ως άνω ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της προαναφερθείσας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», ειδικής διαδόχου της ως άνω δανείστριας εταιρείας («…………… »), τα αναφερόμενα σε αυτήν ποσά. Ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχουν από ακυρότητα, διότι, από τα έγγραφα που τους συγκοινοποίησε με τις ως άνω επιταγές προς πληρωμή, η καθ΄ής εταιρεία, κατ΄ άρθρα 919 και 925 ΚΠολΔ, δεν αποδεικνύεται αφενός μεν ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την αρχική πιστώτρια τράπεζα ………… στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, περιλαμβανόταν και αυτή που πηγάζει από την επίδικη δανειακή σύμβαση, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής κατά της δικαιοπαρόχου των ανακοπτόντων, αφετέρου δε ότι η διαχείριση της ένδικης απαίτησης ανατέθηκε από την αλλοδαπή αυτή εταιρεία στην καθ΄ής, µε αποτέλεσµα να µην αποδεικνύεται η ενεργητική νοµιµοποίηση της καθ΄ής ως διαχειρίστριας εταιρείας της δικαιούχου της απαίτησης ως άνω αλλοδαπής εταιρείας, αλλά ούτε και ότι η τελευταία είναι πράγματι δικαιούχος της απαίτησης αυτής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στον ανωτέρω λόγο της ανακοπής.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ΄ής η ανακοπή συγκοινοποίησε με τις ως άνω από 14.9.2021 επιταγές προς πληρωμή, στους ανακόπτοντες τα εξής νομιμοποιητικά της έγγραφα: 1) Ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο του από 18 Ιουνίου 2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων μετά της επίσημης πιστής μετάφρασής του από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα. 2) Ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της Περίληψης του ως άνω από 18 Ιουνίου 2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων, όπως αυτό καταχωρίστηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 22.6.2021 με αρ. πρωτοκ. …/22.6.2021 (στον τόμο … και με αύξ. αρ. …… 3) Αντίγραφο α) της απόφασης με αρ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος περί αδειοδότησης της εταιρείας με την επωνυμία «………….», β) της με αρ. πρωτοκ. …../10.2.2017 Ανακοίνωσης Καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. της από 16.1.2017 απόφασης της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας με την επωνυμία «………….» περί αλλαγής της επωνυμίας της ίδιας σε «………..» (καθ΄ής η ανακοπή), καθώς και γ) της με αρ. πρωτοκ. ………../17.10.2019 Ανακοίνωσης Καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. του από 30.9.2019 Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, με το οποίο αποφασίσθηκε η προσθήκη της ένδειξης «ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ» στην εταιρική επωνυμία. 4) Ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίστηκε νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτοκ. …/30.4.2020 (στον τόμο … και με αύξ. αρ. …..). 5) Ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο των αποσπασμάτων του Παραρτήματος της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίστηκε νόμιμα στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 30.4.2020 με αρ. πρωτοκ. …/30.04.2020 (στον τόμο … και αύξ. αρ. …..) στο οποίο περιλαμβάνονται και τα στοιχεία των με αρ. καταχώρισης ……… τιτλοποιούμενων απαιτήσεων που απορρέουν εκ της υπ΄αρ. ………/09.077.2008 σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, οι οποίες επιδικάσθηκαν με την υπ΄αρ. ……../2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. 6) Αντίγραφο της υπ΄αρ. πρωτ. 45.089/16.4.2021 Απόφασης της Διεύθυνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», αρ. Γ.Ε.ΜΗ. …….. και ΑΦΜ ……. (διασπώμενη), δι΄ απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……………..», αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ………. και Α.Φ.Μ. ……….. (επωφελούμενη). 7) Αντίγραφο της υπ΄αρ. πρωτ. ……../16.4.2021 Ανακοίνωσης της Διεύθυνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, µε την οποία δηµοσιεύθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. στα στοιχεία της διασπώµενης εταιρείας, η έγκριση της διάσπασης της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «……..», αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ……… και Α.Φ.Μ. ……… (διασπώµενη), δι΄ απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της µε σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύµατος µε την επωνυµία «………….», αρ. Γ.Ε.ΜΗ. …… και Α.Φ.Μ. ……… (επωφελούµενη). 8) Αντίγραφο της υπ΄αρ. πρωτ. ……../16.4.2021 Ανακοίνωσης της Διεύθυνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, µε την οποία δηµοσιεύθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. στα στοιχεία της επωφελούµενης εταιρείας, η έγκριση της διάσπασης της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία «……..», αρ. Γ.Ε.ΜΗ. …….. και Α.Φ.Μ. ………. (διασπώµενη) δι΄ απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της µε σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύµατος µε την επωνυµία «……….», αρ. Γ.E.MH. ………… και Α.Φ.Μ. ………. (επωφελούµενη). 9) Αντίγραφο της υπ΄αρ. πρωτ. ……../2.10.2020 Ανακοίνωσης της Διεύθυνσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, µε την οποία καταχωρίστηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ., µε κωδικό καταχώρισης ………., α) το από 15.9.2020 σχέδιο πράξης διάσπασης της ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία «…………», αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ………. και Α.Φ.Μ. ……., β) η από 15.9.2020 έκθεση του Διοικητικού Συµβουλίου της Τράπεζας προς την Γενική Συνέλευση των µετόχων της και γ) η από 15.9.2020 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή …………… 10) Ακριβές επικυρωµένο αντίγραφο του από 20.4.2021 Παραρτήµατος Μεταβολής της από 30 Απριλίου 2020 Σύµβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων ως προς το πρόσωπο του μεταβιβάζοντος, που καταχωρίστηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 20.4.2021 µε αρ. πρωτοκ. ……/20.4.2021 (στον τόµο ….. και με αύξ. αρ. …) και 11) ακριβές επικυρωµένο αντίγραφο του υπ΄αρ. ……./15.6.2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συµβολαιογράφου Αθηνών ………………
Από όλα τα παραπάνω έγγραφα, αποδεικνύεται, κατά πλήρη αλληλουχία, η µεταβίβαση της απαίτησης, πηγάζουσας από την υπ΄αρ. ……./09.077.2008 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό (για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης), από την αρχική δανείστρια τραπεζική εταιρεία («……………») στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού (βλ. κυρίως υπ΄αρ.5 ως άνω έγγραφο), αλλά και η διαχείριση αυτής (απαίτησης) από την καθ΄ής η ανακοπή. Ειδικότερα, από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει, ότι η καθ΄ής συγκοινοποίησε στους ανακόπτοντες, μαζί με τις ανακοπτόμενες επιταγές, ως όφειλε, ολόκληρη τη σειρά των απαιτούμενων εγγράφων που την νομιμοποιούσαν στη διενέργεια της διαδικασίας της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης. Συγκεκριμένα, κοινοποιήθηκαν στους ανακόπτοντες οι περιλήψεις των συμβάσεων μεταβίβασης λόγω πώλησης και ανάθεσης της διαχείρισης της επίδικης απαίτησης. Οι περιλήψεις αυτές, περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία των εν λόγω συμβάσεων, ενώ η καθ΄ής η ανακοπή ανέλαβε τη διαχείριση του συνόλου των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων. Άλλωστε, εφόσον οι περιλήψεις των ανωτέρω συμβάσεων έχουν καταχωριστεί νόμιμα στο οικείο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με την καταχώριση δε αυτή, έχει επέλθει η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης και στη συνέχεια, η ανάθεση της διαχείρισής της, στην καθ΄ής η ανακοπή εταιρεία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 3 εδ. γ’ του ν. 4354/2015 και 10 παρ. 8, 9, 10 και 16 του ν. 3156/2003, δεν απαιτείται η συγκοινοποίηση κάποιου άλλου εγγράφου για την κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, νομιμοποίηση της καθ΄ής, σύμφωνα και τα με τα όσα προεκτέθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη. Μόνο το γεγονός ότι το παράρτημα της σύμβασης μεταβίβασης, στο οποίο αυτή παραπέμπει, δεν κοινοποιήθηκε ολόκληρο ως σύνολο στους ανακόπτοντες, παρά μόνο αποσπασματικά και συγκεκριμένα το μέρος που εμπεριέχεται σε αυτό η απαίτηση σε βάρος τους, ουδεμία ακυρότητα δημιουργεί, δεδομένου ότι το υπόλοιπο του παραρτήματος αυτού, το οποίο αριθμεί χιλιάδες σελίδες στο σύνολό του, αφορά δάνεια άλλων οφειλετών, που δεν έχουν καμία σχέση με την επισπευδόμενη σε βάρος των ανακοπτόντων αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, η συγκοινοποίηοη ολόκληρου του παραρτήματος αυτού, θα ήταν υπερβολική, εξαιρετικά δαπανηρή και τελικά άνευ αντικειμένου, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται απαραίτητη, κατά τα επίσης προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Συνεπώς, ο ως άνω λόγος της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση προς εκείνη του πρωτοτύπου εφόσον η ακρίβεια τους βεβαιώνεται από πρόσωπο αρμόδιο κατά νόμο για έκδοση αντιγράφου. Ορίζεται δε στο άρθρο 52 παρ.1 και 2 του κώδικα περί Δικηγόρων που έχει κυρωθεί με το πρώτο άρθρο του ν.δ. 3026/1954 «ότι ο δικηγόρος έχει δικαίωμα να εκδίδει επικυρωμένα υπ`αυτού αντίγραφα των παρ`αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ως υπεύθυνος περί της ακριβείας των» (παρ. 1) και ότι «τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύ αντιπεφωνημένου αντιγράφου» (παρ. 2). Ως αντίγραφα νοούνται στο άρθρο αυτό, και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως είναι τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα. Κατά την έννοια του ίδιου ώς άνω άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στο δικηγόρο ακόμη και όταν αυτός το κατέχει, έστω και προσωρινά και ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια (ΑΠ 35/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον βεβαιώνεται δε η ακρίβεια του εγγράφου, έχει αυτό ισχύ επίσημου εγγράφου και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε και η ανωτέρω βεβαίωση, παρεκτός εάν προσβληθεί ως πλαστό σύμφωνα με το άρθρο 448 του ΚΠολΔ (ΑΠ 767/1988 ΕλλΔνη 1989, 564, Εφ.Πειρ. 950/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 449, αρ. 12). Για το κύρος, εξάλλου, της επικύρωσης φωτοτυπίας με δικηγορική βεβαίωση της ακριβείας της (υπό την έννοια ότι αποδίδει ακριβώς το πρωτότυπο), δεν είναι αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του γεγονότος της προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου από το δικηγόρο, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης (ΑΠ 1022/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32.62, Εφ.Αθ. 776/2006 ΕλλΔνη 47.1499, Εφ.Πειρ. 469/2009 ΔΕΕ 2010.192, Εφ.Πειρ. 950/2005 ό.π.).
Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες βάλλουν κατά του κύρους της επικύρωσης του εκεί αναφερομένου φωτοαντιγράφου και ειδικότερα υποστηρίζουν ότι στο επικυρωμένο αντίγραφο της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρίστηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ……/30.4.2020 (στον τόμο …. και με αύξ. αρ. …..), κατόπιν της βεβαίωσης επικύρωσης αυτού από τον δικηγόρο …………, επισυνάπτεται μία εκτύπωση ενημέρωσης δημοσίων βιβλίων με τιτλοποιημένα δάνεια ………, με ημερομηνία 19.5.5020 και αρ. σελ. 302, η οποία, όμως, αφενός μεν δεν αναφέρει σε ποια σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων αφορά και αν αυτή έχει εγγραφεί κατά νόμο στο οικείο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, αφετέρου δε, φέρεται ο ως άνω δικηγόρος να επικυρώνει έγγραφο (απόσπασμα από δημόσιο βιβλίο) χωρίς να αναγράφει από που έχει εξαχθεί το απόσπασμα αυτό και χωρίς επίσης να δηλώνει αν το έχει, έστω και προσωρινώς, στην κατοχή του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανακοπή. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, είναι επίσης απορριπτέος πρωτίστως ως αλυσιτελώς προσβαλλόμενος, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, εφόσον ο δικηγόρος βεβαιώνει την ακρίβεια του επίμαχου αντιγράφου, με τεθείσα κάτω από αυτό σφραγίδα και υπογραφή του, το αντίγραφο αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνο με την προσβολή του ως πλαστού, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση δε, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτείται ορισμένη, πανηγυρική διατύπωση από τον επικυρούντα δικηγόρο του γεγονότος της προσωρινής κατοχής του εγγράφου που επικυρώνεται.
Από τις διατάξεις των άρθρων 915 και 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό την µορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννοµης προστασίας, απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισµένη. Βέβαιη είναι η απαίτηση όταν δεν εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσµία που προϋπήρχε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εκκαθαρισµένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίµησης και άλλων εγγράφων µε δεσµευτική αποδεικτική δύναµη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (Εφ.Αθ. 4901/2000 ΕλλΔνη 2001.776). Αυτό επιβάλλεται προκειµένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση του ποσού και του ποιού της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας µπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισµένη η απαίτηση και όταν µπορεί να καθοριστεί κατά ποσό µε αριθµητικό υπολογισµό (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 653/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό µικρότερο από το αναφερόµενο στην επιταγή ή το πράγµατι οφειλόµενο, λόγω περιορισµού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισµός είναι ορισµένος και δεν επιφέρει µετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη (ΑΠ 1773/2001 ΕλλΔνη 2002.1386, Εφ.Αθ. 4901/2000, Εφ.Πειρ.(Μον). 86/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόµα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό µεγαλύτερο του πράγµατι οφειλόµενου (Εφ.Αθ. 4901/2000 ό.π., Εφ.Πειρ.(Μον.) 86/2022 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ, η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς, όμως, να απαιτείται να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισµός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλµένο υπολογισµό ή το παράνοµο των τόκων. Επίσης, ούτε ο τρόπος υπολογισµού των οφειλοµένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσό αυτών χρειάζεται να αναφέρεται στην επιταγή, αφού το ποσοστό του τόκου ορίζεται από τον νόµο και το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, µπορεί να βρεθεί µε απλό µαθηµατικό υπολογισµό βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήµατος που θα έχει παρέλθει µέχρι της ηµεροµηνίας εξόφλησης της επιταγής. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονοµική βλάβη που δεν µπορεί να επανορθωθεί µε άλλο τρόπο παρά µε την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 474/1999, Εφ.Πατρ. 21/2021, Εφ.Αθ. 2838/2002, Εφ.Πειρ.(Μον). 217/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον δεύτερο (και τελευταίο) λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, µετά από τον περιορισµό της συνολικής απαίτησης ποσού 123.471,11 ευρώ (ήτοι κεφάλαιο 121.299,11 ευρώ κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων), στο ποσό των 60.000 ευρώ εκ του επιδικασθέντος κεφαλαίου, για το οποίο επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση, χωρίς την παράλληλη αναφορά σε ποια συγκεκριµένα κονδύλια της απαίτησης, αφορά ο περιορισµός, δεδοµένου ότι η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση συντίθεται από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, καθιστά την απαίτηση για την ικανοποίηση της οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος τους, αόριστη και ως εκ τούτου και τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτέλεσης αυτής, άκυρες. Ο λόγος, ωστόσο, αυτός της ανακοπής, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι, όπως προεκτέθηκε στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, και μετά τον εν λόγω περιορισµό, δεν μεταπίπτει η απαίτηση σε ανεκκαθάριστη, καθώς, στην ένδικη περίπτωση, η δήλωση περιορισµού του οφειλόµενου κεφαλαίου είναι σαφής, η δε προσβαλλόµενη επιταγή προς πληρωµή, περιέχει σύντοµη αναφορά του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά του ιστορικού κάθε κονδυλίου, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Γίνεται δε σαφής μνεία στην έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ότι το ποσό των 60.000 ευρώ, για το οποίο, μετά τον περιορισμό, επισπεύδεται η κατάσχεση, αφορά στο κεφάλαιο της απαίτησης. Δεν υφίσταται δε πεδίο εφαρμογής του άρθρου 423 ΑΚ, αντίθετα με τα υποστηριζόμενα από τους ανακόπτοντες, διότι αυτό αφορά στον τρόπο καταλογισμού των καταβολών στα χρέη του οφειλέτη έναντι του δανειστή και όχι στον περιορισμό του ποσού για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση από το συνολικά οφειλόμενο. Σε κάθε περίπτωση, οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π.).
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα δε δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των ανακοπτόντων – εφεσίβλητων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, η απόδοση του αναφερόμενου στο διατακτικό παραβόλου, στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 1859/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 27.12.2021 (με Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπή, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
Απορρίπτει αυτήν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος των ανακοπτόντων – εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του παράβολου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. ……../2022, ποσού 100 ευρώ) στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 20 Ιανουαρίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ