ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 12/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων : 1) Της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στη ……. Αττικής, οδός ……….. και πλέον από 1-1-2022, στη …. Αττικής, οδός ……., 2) Του ……….κατοίκου……….. και πλέον από 1-1-2022, κατοίκου …………, και 3) ………, κατοίκου ………. και πλέον από 1-1-2022, κατοίκου ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Λειβαδίτη (ΑΜΔΣΑ : ……….).
Της εφεσίβλητης : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στον Πειραιά, ……, ΑΦΜ : ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζαχαρία Όρλιακλη (ΑΜΔΣΘ : ….).
Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 28-1-2013 με αριθμό κατάθεσης …../2013 ανακοπή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με τη με αριθμό 4010/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την ανακοπή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 2-4-2015 έφεσή τους, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό …./2015 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 για τη δικάσιμο της 21ης Σεπτεμβρίου 2023. Επειδή στη δικάσιμο αυτή (21-9-2023) η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, δυνάμει της με αριθμό 75/27-9-2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλου, Προέδρου Εφετών, έλαβε χώρα αυτεπάγγελτος επαναπροσδιορισμός προς συζήτηση της ως άνω υπόθεσης και ορίστηκε εκ νέου ημερομηνία συζήτησης αυτής η 18η Απριλίου 2024.
Στην τελευταία αυτή δικάσιμο (18-4-2024) η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα εισάγεται οίκοθεν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τη με αριθμό 75/27-9-2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλου, Προέδρου Εφετών, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (18-4-2024), μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 21ης Σεπτεμβρίου 2023 λόγω συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία (άρθρο 260 παρ. 4 ΚΠολΔ), η από 2-4-2015 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό …../2015 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 για την ως άνω αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο.
ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 4010/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 2-4-2015, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στο δεύτερο των ανακοπτόντων, που έλαβε χώρα με επιμέλεια της καθ’ ης η ανακοπή την 4-3-2015, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας . ….. στο ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κοινοποιηθείσας εκκαλουμένης απόφασης, το οποίο οι εκκαλούντες προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης (2-4-2015), ήτοι πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015, παράβολο ποσού 200,00 ευρώ (βλ. τη με αριθμό ../2-4-2015 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία αναφέρεται ότι κατατέθηκαν τα με αριθμό …./2015 και …/2015 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ ποσού 30 ευρώ και 50 ευρώ αντίστοιχα και τα με αριθμό …/2015 και …./2015 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ ποσού 60 ευρώ έκαστο, ήτοι συνολικού ποσού 200,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 28-1-2013 με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή τους και για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, οι ανακόπτοντες ζήτησαν να ακυρωθεί η με αριθμό …./2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας η πρώτη των ανακοπτόντων, ομόρρυθμη εταιρία ως πρωτοφειλέτιδα και οι λοιποί των ανακοπτόντων ως εγγυητές, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 503.697,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις επιμέρους διακρίσεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της διαταγής πληρωμής, καθώς και το επιπλέον ποσό των 6.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα έκδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής, για απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή απορρέουσα από την από 25-6-2008 έγγραφη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων. Επί της ανακοπής αυτής (άρθρο 632 ΚΠολΔ) το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την προσβαλλόμενη με αριθμό 4010/2014 οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η ανακοπή, επικυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και καταδικάστηκαν οι ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή ποσού 740,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής (4010/2014) οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή τους, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή η ασκηθείσα ανακοπή τους και να ακυρωθεί η ανακοπτομένη με αριθμό …./2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
IV. Για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τόπον αρμόδιος είναι ο Δικαστής του Δικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτου ή άλλης ειδικής δωσιδικίας, αλλά και του τόπου έκδοσης της συναλλαγματικής ή του γραμματίου εις διαταγή ή επιταγής, ως και του τόπου πληρωμής ή της αποδοχής των δύο πρώτων τίτλων ή και του τόπου που δικαιούται να εισπράξει την απαίτηση ο δανειστής και αιτών την έκδοση της διαταγής πληρωμής, κατά το άρθρο 321 ΑΚ. Συνεπώς, το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζεται από το δανειστή, ο οποίος μεταξύ των ενδεχομένως πολλών τοπικών αρμοδίως Δικαστηρίων επιλέγει εκείνο από το δικαστή του οποίου ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και το οποίο καθίσταται ως εκ τούτου κατά την κρατούσα γνώμη και αποκλειστικά κατά τόπον αρμόδιο και για την εκδίκαση της κατ’ αυτής ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ, διότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής, διά της υποβολής της αίτησης σε έναν από τους περισσότερους αρμοδίους κατά τόπο Δικαστές, ασκεί συγχρόνως και το δικαίωμα επιλογής, που έχει ως ενάγων δανειστής, διά την τυχόν μετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής, κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την ιδία δικονομική θέση, δηλαδή ο μεν καθ’ ου η ανακοπή τη θέση του ενάγοντος, ο δε ανακόπτων τη θέση εναγομένου. Για τους άνω λόγους, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο ανήκει ο Δικαστής, που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, αλλά ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής δεν εγκαταλείπεται στην αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη επιθυμία του δανειστού, διότι, αν ο Δικαστής, που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, ήταν αναρμόδιος κατά τόπο, δύναται για το λόγο αυτό να ζητήσει με ανακοπή την ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΕφΑθ 4490/2002 ΔΕΕ 2004. 294). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 625 ΚΠολΔ, ενώ κατανέμει την προς έκδοση διαταγής πληρωμής καθ’ ύλην αρμοδιότητα μεταξύ ειρηνοδίκου και Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δεν διαλαμβάνει σχετικώς περί της κατά τόπον αρμοδιότητος. Συνεπώς, η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και χωρεί και συμφωνία περί παρέκτασης αρμοδιότητας (Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 625, αριθ. 2 επ., σελ. 1168), η εκ της οποίας δωσιδικία κατά τον κανόνα του άρθρου 44 ΚΠολΔ είναι αποκλειστική. Η έλλειψη τοπικής αρμοδιότητος του δικαστού, που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής, δύναται να επιφέρει μετά από ανακοπή την ακύρωση της παρά τούτο εκδοθείσης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 497/1993 ΕλλΔνη 35.1290). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί διαφορών, ακόμη και μελλοντικών, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, τακτικό δικαστήριο, που δεν είναι αρμόδιο, είναι δυνατό να καταστεί αρμόδιο, εάν υπάρχει έγγραφος συμφωνία των διαδίκων και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές (ΕφΑθ 2138/1993 ΕλλΔνη 35. 443). Η περί παρέκτασης συμφωνία είναι δυνατό να διατυπούται στο αποδεικτικό της απαίτησης έγγραφο ή στο σώμα του αξιογράφου βάσει του οποίου εκδίδεται η διαταγή πληρωμής, χωρίς να αποκλείεται η περί παρέκτασης συμφωνία να αποδεικνύεται εξ ετέρου συνυποβαλλόμενου στο δικαστή εγγράφου, διότι η δικονομική αυτή σύμβαση δεν είναι περί των δικαιωμάτων που πηγάζουν εκ του τίτλου αλλά πρόσθετη. Η περί παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητος συμφωνία δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 630 ΚΠολΔ συνάγεται ότι μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχονται στη διαταγή πληρωμής, δεν περιλαμβάνονται και τα θεμελιωτικά της αρμοδιότητας του εκδίδοντος αυτήν δικαστού στοιχεία, η συνδρομή των οποίων ερευνάται προ της εκδόσεως και η έλλειψη των οποίων δύναται να επιφέρει μετά από άσκηση ανακοπής την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η αναρμοδιότητα, είχαν τεθεί υπόψη του εκδόντος την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής δικαστού και τα παρείδε ή δεν του ετέθησαν, πλην όμως, εστερείτο τοπικής αρμοδιότητας να επιληφθεί (ΤριμΕφΑθ 3794/2022, ΜονΕφΘεσσαλ 1312/2017, ΜονΕφΔωδ 154/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τα τιμολόγια, τα οποία εκδίδονται στην αγορά από εμπόρους για φορολογικούς κυρίως λόγους, δεν έχουν αποδεικτική δύναμη σε βάρος εκείνου στο όνομα του οποίου εκδόθηκαν από τον πωλητή, παρά μόνο αν φέρουν και την υπογραφή του αγοραστή, γιατί τότε αποδεικνύεται η κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, η παραλαβή των πραγμάτων από αυτόν και το οφειλόμενο ποσό (ΕφΛαρ 70/2001, ΕφΘεσσαλ 45/1998, ΜονΕφΑθ 4647/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
V. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής, ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από κατά τόπον αναρμόδιο Δικαστή, καθότι, με βάση τις διατάξεις της γενικής δωσιδικίας, κατά τόπον αρμόδιος ήταν ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενόψει του ότι η έδρα της πρώτης και η κατοικία των λοιπών καθ’ ων η διαταγή πληρωμής βρίσκεται στη ……….. Αττικής και ως εκ τούτου οι τελευταίοι υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Επιπρόσθετα, με τον αυτόν λόγο ανακοπής ισχυρίζονται οι ίδιοι (ανακόπτοντες – εκκαλούντες) ότι η ρήτρα παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας υπέρ των δικαστηρίων του Πειραιά, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 13Β της από 25-6-2008 μικτής σύμβασης εμπορικής συνεργασίας με παρεπόμενη σύμβαση επαγγελματικής υπομίσθωσης και με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, στην οποία άλλωστε γίνεται ρητή μνεία αυτής της συμβατικής ρήτρας σε συνδυασμό και με σχετική συμφωνία παρέκτασης αναγραφόμενη στα ένδικα τιμολόγια, δεν καταλαμβάνει την ένδικη απαίτηση, διότι η συμβατική ρήτρα παρέκτασης αφορά αποκλειστικά και μόνο τις διαφορές που απορρέουν από την παρεπόμενη σύμβαση επαγγελματικής υπομίσθωσης και όχι από τη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, ούτε άλλωστε τα ένδικα τιμολόγια φέρουν υπογραφή της πρώτης των ανακοπτόντων, η οποία ουδόλως αποδέχθηκε την ύπαρξη του επίμαχου αυτού όρου στα ένδικα τιμολόγια. Ο πιο πάνω λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης …… και ……. …………. αντίστοιχα, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση (4010/2014) πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 25-6-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας με παρεπόμενη σύμβαση επαγγελματικής υπομίσθωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, συμφωνήθηκε η αποκλειστική από την καθ’ ης η ανακοπή προμήθεια υγρών καυσίμων του πρατηρίου, της κατοχής της, κείμενου στο …….. Αττικής, επί της οδού ………… και του οποίου τη χρήση η καθ’ ης η ανακοπή υπεκμίσθωσε, χάριν της εμπορίας της, στην πρώτη των ανακοπτόντων, πρατηριούχο, προς εξυπηρέτηση της εμπορικής συνεργασίας τους, με τους περιεχόμενους στο ένδικο συμφωνητικό ειδικότερους όρους και συμφωνίες. Συγκεκριμένα, ρητά συμφωνήθηκε, όπως αναγράφεται στην αρχή αυτής, ότι η σύμβαση εμπορικής συνεργασίας είναι η πρωταρχική και κύρια σύμβαση σε σχέση με τη σύμβαση υπομίσθωσης και σε περίπτωση λύσης της σύμβασης συνεργασίας για οποιονδήποτε λόγο, θα λύνεται αυτόματα και η σύμβαση υπομίσθωσης. Η διάρκεια της παραπάνω σύμβασης, η οποία αποτελείται από δύο μέρη, ήτοι μέρος Α με τίτλο «ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ» και μέρος Β με τίτλο «ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΟΜΙΣΘΩΣΗΣ», συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, με έναρξη την 25-6-2008 και λήξη την 24-6-2013. Με την ίδια σύμβαση ο δεύτερος και η τρίτη των ανακοπτόντων εγγυήθηκαν υπέρ της πρώτης των ανακοπτόντων, πρατηριούχου και υπομισθώτριας, παραιτούμενοι του δικαιώματος της διζήσεως και διαιρέσεως και των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 855, 863, 865, 867 και 868 ΑΚ, ενεχόμενοι εις ολόκληρον μετά της πρώτης των ανακοπτόντων έκαστος ως πρωτοφειλέτης και συνοφειλέτης, για την εμπρόθεσμη πληρωμή εκ μέρους της τελευταίας κάθε οφειλής της και γενικά υποχρέωσής της προς την καθ’ ης η ανακοπή, υφιστάμενης και μέλλουσας, προερχόμενης από την ως άνω μικτή σύμβαση. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης προκύπτει ότι με το άρθρο 12Α αυτής (σύμβασης), η πρώτη των ανακοπτόντων αναγνώρισε ρητά και ανεπιφύλακτα ότι εξακολουθεί να υφίσταται οφειλή της προς την καθ’ ης η ανακοπή από τη λειτουργία της προηγούμενης μεταξύ τους από 3-9-2007 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, συνολικού ποσού 571.639,45 ευρώ, από ανεξόφλητα τιμολόγια αγοράς καυσίμων και από το υπόλοιπο της μη εξοφληθείσας εμπορευματικής πίστωσης, που της είχε χορηγήσει η καθ’ ης η ανακοπή κατά την προηγούμενη συνεργασία τους, ενώ το ως άνω ποσό συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε 59 μηνιαίες δόσεις, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο ένδικο συμφωνητικό. Ωστόσο, η πρώτη των ανακοπτόντων δεν ανταποκρίθηκε στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της προς αποπληρωμή της αναγνωρισθείσας οφειλής της, έναντι της οποίας κατέβαλε το ποσό των 94.966,20 ευρώ, με αποτέλεσμα να οφείλεται για την αιτία αυτή το ποσό των 476.673,25 ευρώ (571.639,45 – 94.966,20 ευρώ). Επίσης, η πρώτη των ανακοπτόντων δεν εξόφλησε το τίμημα αγορασθέντων καυσίμων συνολικής αξίας 27.024,50 ευρώ, όπως περιγράφονται στα σχετικά τιμολόγια (πώλησης) – δελτία αποστολής, που εξέδωσε η καθ’ ης η ανακοπή και τα οποία (καύσιμα) η πρώτη των ανακοπτόντων παρέλαβε ανεπιφύλακτα, όπως προκύπτει από την τεθείσα σφραγίδα της ομόρρυθμης εταιρίας και την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της στην οικεία θέση του παραλήπτη των επίμαχων τιμολογίων – δελτίων αποστολής (βλ. τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως, σε αντίγραφα, από την καθ’ ης η ανακοπή, με αριθμό … από 30-6-2008, με αριθμό … από 9-2-2010 και με αριθμό ….. από 7-8-2010 τιμολόγια – δελτία αποστολής). Συνεπώς, η καθ’ ης η ανακοπή διατηρούσε ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά της πρώτης των ανακοπτόντων, απορρέουσα από τη μεταξύ τους σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, συνολικού ποσού 503.697,75 ευρώ (476.673,25 + 27.024,50 ευρώ). Στη συνέχεια, με την από 6-10-2010 εξώδικη δήλωση – καταγγελία της προς τους ανακόπτοντες, νομίμως κοινοποιηθείσα στους τελευταίους την 29-10-2010 (σχετ. οι με αριθμό ….. Β/29-10-2010, ….. Β/29-10-2010 και …. Β/29-10-2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………., αντίστοιχα), η καθ’ ης η ανακοπή κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με παρεπόμενη σύμβαση επαγγελματικής υπομίσθωσης και ταυτόχρονα έταξε στους ανακόπτοντες προθεσμία επτά (7) ημερών από τη λήψη της ως άνω εξώδικης δήλωσης, προκειμένου εκείνοι να της καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον το οφειλόμενο ποσό των 506.236,66 ευρώ. Κατόπιν, η καθ’ ης η ανακοπή υπέβαλε την από 29-11-2012 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτομένη με αριθμό ……/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να της καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον το ποσό των 503.697,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για μεν το ποσό των 476.673,25 ευρώ (που αφορά στη με την ένδικη σύμβαση συνεργασίας αναγνωρισθείσα οφειλή), από την παρέλευση της ταχθείσας με την ένδικη εξώδικη δήλωση πιο πάνω επταήμερης προθεσμίας, για δε το ποσό των 27.024,50 ευρώ (που αφορά στην οφειλή από τα επίδικα τιμολόγια), από την παρέλευση της δήλης ημέρας πληρωμής εκάστου τιμολογίου – δελτίου αποστολής, μέχρι την εξόφληση, καθώς και το επιπλέον ποσό των 6.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο με αριθμό 13Β συμβατικό όρο του ένδικου συμφωνητικού προβλέπεται ότι «Για κάθε διαφορά που απορρέει από τη σύμβαση αυτή, αποκλειστικά αρμόδια ορίζονται τα Δικαστήρια του Πειραιά. Τα παντός είδους δικόγραφα και εισαγωγικά δίκης τοιαύτα ή εξώδικα έγγραφα κοινοποιούνται για μεν την ……… στην έδρα της στον Πειραιά και για τον πρατηριούχο στη διεύθυνση του πρατηρίου του και για τους εγγυητές στις ανωτέρω διευθύνσεις τους». Επίσης, στον επόμενο με αριθμό 14Β συμβατικό όρο επαναλαμβάνονται τα πιο πάνω αναφερόμενα στην αρχή της μικτής σύμβασης, ήτοι ότι ρητά συμφωνείται ότι η σύμβαση συνεργασίας είναι η κύρια και πρωταρχική σύμβαση με παρεπόμενη και δευτερεύουσα αυτήν της σύμβασης υπομίσθωσης, αφού η τελευταία συνάπτεται μόνο προς εξυπηρέτηση της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και σε περίπτωση παράβασης των όρων της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, η καθ’ ης η ανακοπή δικαιούται να καταγγείλει και τη σύμβαση υπομίσθωσης για ουσιώδη λόγο, όρος που ρητά χαρακτηρίζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη ως ουσιώδης. Ακόμα, στην πρώτη παράγραφο της ένδικης μικτής σύμβασης ορίζεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή θα αποκαλείται χάριν συντομίας «η …….» στη σύμβαση συνεργασίας και «ΥΠΕΚΜΙΣΘΩΤΡΙΑ» στη σύμβαση υπομίσθωσης και η πρώτη των ανακοπτόντων «ΠΡΑΤΗΡΙΟΥΧΟΣ» και «ΥΠΟΜΙΣΘΩΤΡΙΑ» αντίστοιχα. Από το πιο πάνω περιεχόμενο της ένδικης συμφωνίας σαφώς προκύπτει ότι οι διάδικοι θεωρούν την ένδικη σύμβαση ως μία ενιαία μικτή σύμβαση και κατά τον τρόπο αυτό η προλεχθείσα συμβατική ρήτρα παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας καλύπτει κάθε διαφορά, που απορρέει από την ένδικη μικτή σύμβαση και συνακόλουθα, προφανώς κάθε διαφορά απορρέουσα είτε από την κύρια σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, όπως την έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική οφειλή προερχόμενη από αυτήν, όπως εν προκειμένω, είτε από την παρεπόμενη σύμβαση υπομίσθωσης. Ενισχυτικό αυτής της κρίσης του Δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι α) ο συμβατικός όρος 13Β περί παρέκτασης αρμοδιότητας στο πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού αφορά σε γενικές ρυθμίσεις και συμφωνίες της μικτής σύμβασης, όπως προκύπτει ιδίως από τη χρήση των όρων «την ……» και «πρατηριούχο» στο δεύτερο εδάφιο του συγκεκριμένου άρθρου, συντομογραφίες που ανάγονται στην ένδικη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, όπως προεκτέθηκε, καθώς και β) η συμβατική ρήτρα παρέκτασης (άρθρο 13Β), όπως και ο επόμενος συμβατικός όρος (άρθρο 14Β) με το παραπάνω περιεχόμενο (περί κύριας και παρεπόμενης σύμβασης), ομοίως αναφερόμενος σε γενική ρύθμιση της μικτής σύμβασης, τίθεται στο τέλος του κειμένου αυτής και μετά τις συμφωνίες για την υπομίσθωση, ώστε να καλύπτει, χωρίς να διακρίνει, το σύνολο της ένδικης μικτής σύμβασης. Οι δε ανακόπτοντες ισχυρίζονται με τον πρώτο λόγο ανακοπής ότι η ένδικη συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας αφορά αποκλειστικά και μόνο στις διαφορές που προκύπτουν από τη σύμβαση υπομίσθωσης, διότι το άρθρο 13Β περιλαμβάνεται στην υπό στοιχεία Β ενότητα της ένδικης σύμβασης, η οποία (ενότητα Β) αφορά αποκλειστικά στους όρους της σύμβασης υπομίσθωσης. Ωστόσο, ο πιο πάνω ισχυρισμός των ανακοπτόντων αντικρούεται από το ίδιο το συμφωνηθέν περιεχόμενο της ένδικης μικτής σύμβασης, κατά το οποίο η σύμβαση εμπορικής συνεργασίας είναι η κύρια και πρωταρχική σύμβαση και η σύμβαση υπομίσθωσης παρεπόμενη και δευτερεύουσα, ώστε είναι τουλάχιστον ανακόλουθο, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής και τους κανόνες της συναλλακτικής καλής πίστης, να σπεύδουν οι συμβαλλόμενοι να καταρτίσουν μία δικονομική σύμβαση παρέκτασης της αρμοδιότητας υπέρ των δικαστηρίων του Πειραιά μόνο για τις διαφορές που απορρέουν από την παρεπόμενη σύμβαση υπομίσθωσης, εξαιρώντας ηθελημένα εκείνες που απορρέουν από την κύρια σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, για τις οποίες ενδεχομένως θα ισχύουν οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ, ώστε να είναι κατά τόπον αρμόδια τα δικαστήρια των Αθηνών, με αποτέλεσμα να υφίστανται περισσότερα κατά τόπον αρμόδια δικαστήρια για τις απορρέουσες από την ίδια μικτή σύμβαση διενέξεις, ρύθμιση όμως, που σαφώς αντιστρατεύεται τον πυρήνα μιας ενιαίας μικτής σύμβασης, την κατάρτιση της οποίας ρητά επιδίωξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Άλλωστε, η θέση της συμβατικής ρήτρας παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας εντός της υπό στοιχεία Β ενότητας της ένδικης σύμβασης, η οποία (ενότητα Β) αφορά αποκλειστικά στη ρύθμιση της υπομίσθωσης, δεν αναιρεί την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου τούτου, καθότι, όπως προαναφέρθηκε, η επίδικη συμβατική ρήτρα παρέκτασης της τοπικής αρμοδιότητας (άρθρο 13 Β) αναγράφεται στο τέλος της ενιαίας σύμβασης και μετά τις συμφωνίες για την υπομίσθωση και όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο αυτού του άρθρου (πιο πάνω α και β εδάφια), περιλαμβάνει συμβατικές προβλέψεις για τη μικτή σύμβαση, κατά τα προεκτεθέντα. Επιπρόσθετα, ως προς το σκέλος του προκείμενου λόγου ανακοπής που αφορά στα επίδικα τιμολόγια – δελτία αποστολής, προκύπτει ότι σε αυτά αναγράφεται ρητά ο όρος με το ακόλουθο κείμενο : «Για κάθε διαφορά επί του παρόντος αρμόδια είναι τα δικαστήρια της έδρας της ………..», ήτοι τα δικαστήρια του Πειραιά. Ο δε όρος αυτός, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, έχει τεθεί στην κρινόμενη υπόθεση εκ του περισσού, αφού ήδη ισχύει η προειρημένη συμβατική ρήτρα παρέκτασης από την εμπορική συνεργασία μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκαν τα επίδικα παραστατικά, έγινε δεκτός από την πρώτη ανακόπτουσα, η οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα αναγραφόμενα στα επίμαχα τιμολόγια καύσιμα, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, αυτά φέρουν τη σφραγίδα της και την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της ως παραλαβούσας αγοράστριας των επίδικων εμπορευμάτων, τη γνησιότητα της οποίας (υπογραφής) ουδόλως αμφισβητεί η πλευρά των ανακοπτόντων. Επομένως και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, ορθά και σύννομα εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής από τον κατά τόπον αρμόδιο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εφόσον η ένδικη διαφορά σαφώς καταλαμβάνεται και εμπίπτει στην προλεχθείσα συμβατική ρήτρα παρέκτασης της ένδικης σύμβασης εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται στην ένδικη διαταγή πληρωμής, στην οποία μνημονεύεται η συμβατική ρήτρα παρέκτασης της τοπικής αρμοδιότητας εκ του επίδικου άρθρου 13 Β, αλλά και η αναγραφόμενη σχετική συμφωνία στα επίδικα τιμολόγια – δελτία αποστολής, για τη στοιχειοθέτηση της τοπικής αρμοδιότητας του εκδίδοντος αυτή Δικαστή. Κατ’ ακολουθίαν, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, όπως και ο σχετικός λόγος της ένδικης έφεσης στο σύνολό του.
VI. Η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται η υπόθεση καθολικά, αλλά στο μέτρο των λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997). Ειδικότερα, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τους λόγους αυτής, δηλαδή να προσδιορίζει την έλλειψη εκείνων των ουσιαστικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι ανακοπής δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα, για πρώτη φορά στο Εφετείο, ακόμα και αν αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ίσχυαν πριν τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, καθότι η προκείμενη έφεση ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, όπως ορίζει η μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του νόμου αυτού), γιατί έναντι των εν λόγω διατάξεων, κατισχύει ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 585 παρ.2 εδ. β του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015), κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ 1336/2006, ΑΠ 50/2004, ΑΠ 1779/2001, ΑΠ 892/1990 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
VII. Με το δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρίζονται οι εκκαλούντες ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τους, αφού, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, επήλθε απόσβεση της επίδικης απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή εναντίον τους, ήδη σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι την 25-11-2010 συμφωνήθηκε να μεταβιβάσει η πρώτη ανακόπτουσα στην αντίδικό της όλα τα δικαιώματά της που απορρέουν από το πρατήριο υγρών καυσίμων στο ……….. Αττικής, με συμφωνημένο τίμημα ποσού 503.697,75 ευρώ, και στη συνέχεια, συμφωνήθηκε ο συμψηφισμός της εν λόγω ανταπαίτησης εκ του τιμήματος με την επίδικη ισόποση απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε να μεταβιβασθούν στην καθ’ ης η ανακοπή α) η απαίτηση της πρώτης ανακόπτουσας κατά των ιδιοκτητών του ακινήτου – εκμισθωτών, για την κατασκευή ισόγειας οικοδομής επιφάνειας 65 τ.μ., στην οποία εγκατέστησε την επιχείρησή της πώλησης υγρών καυσίμων, β) το δικαίωμα της ίδιας ανακόπτουσας επί του μισθίου, του οποίου ήταν μισθώτρια, έχοντας το δικαίωμα υπομίσθωσης, γ) η άδεια λειτουργίας του πρατηρίου ως καταστήματος πώλησης υγρών καυσίμων, δ) η φήμη και πελατεία της επιχείρησης, με έναρξη λειτουργίας από το έτος 1970, ε) όλος ο εξοπλισμός του καταστήματος, που περιλάμβανε : 1) τρεις υπόγειες δεξαμενές με το σύστημα ανάκτησης ατμών, με τα ειδικά καπάκια τους, χωρητικότητας 7.000 λίτρων έκαστης, 2) μία υπόγεια δεξαμενή με το σύστημα ανάκτησης ατμών, με το ειδικό καπάκι της, χωρητικότητας 10.000 λίτρων, 3) τρεις δίδυμες αντλίες καυσίμων μάρκας πράϊμ τελευταίας τεχνολογίας, 4) ένα στέγαστρο που προστάτευε από τη βροχή όλο τον ακάλυπτο χώρο του πρατηρίου εκτάσεως περίπου 50 τ.μ., με έξι (6) μεγάλα φωτιστικά σώματα στην οροφή του, 5) έναν ανυψωτικό γρύλλο στο πλυντήριο του καταστήματος μονοκόλωνο, 6) ένα πλυστικό μηχάνημα πλύσεως των αυτοκινήτων στο πλυντήριο του καταστήματος με κρύο – ζεστό νερό, 7) μία ηλεκτρική σκούπα επαγγελματική για τον καθαρισμό των σαλονιών των αυτοκινήτων, 8) ένα μηχάνημα αφρού στο πλυντήριο του καταστήματος, 9) έναν ανυψωτικό γρύλλο μονοκόλωνο στο λιπαντήριο του καταστήματος, 10) ένα κομπρεσέρ αέρος τριφασικό στο λιπαντήριο του καταστήματος, 11) ένα μηχάνημα αναρρόφησης λαδιών αυτοκινήτου, 12) δύο συλλέκτες λαδιών, 13) δύο σειρές εργαλεία για τη λειτουργία του λιπαντηρίου, 14) ένα μηχάνημα πλήρωσης αέρα ελαστικών αυτόματο ηλεκτρονικό, 15) ένα αερόμετρο χειροκίνητο, 16) μεταλλικά ράφια πολυτελείας συνολικής έκτασης 20 μέτρων ευρισκόμενα στην αίθουσα υποδοχής του πρατηρίου, 17) ψευδοροφή με οκτώ σώματα λαμπτήρων στην αίθουσα αναμονής του πρατηρίου, 18) αλεξίσφαιρα κρύσταλλα διαστάσεων 8 επί 3,10 μέτρα που κάλυπταν την αίθουσα αναμονής του πρατηρίου, 19) πλήρες κύκλωμα συναγερμού προστασίας όλου του πρατηρίου εσωτερικά και εξωτερικά με 4 εξωτερικές κάμερες παρακολούθησης, κεντρικό κοντρόλ και οθόνη παρακολούθησης, 20) κλιματιστικό μηχάνημα ψύξης – θέρμανσης 12.000 μπιτιγιού στο γραφείο του πρατηρίου, 21) πίστα στρωμένη με βιομηχανικό αντιολισθητικό δάπεδο, 22) πλάκες βότσαλου κάλυψης των πεζοδρομίων του πρατηρίου, 23) πλήρες σύστημα πυροπροστασίας του πρατηρίου, που περιλάμβανε μεταξύ των άλλων και δύο πυροσβεστικές φωλιές, 6 χειροκίνητους πυροσβεστήρες και 2 τροχήλατους πυροσβεστήρες και 24) δύο ηλεκτρικά ρολά εξ αλουμινίου, ασφαλείας, διαστάσεων 6 μέτρων επί 4 μέτρα έκαστο, που έκλειναν τους χώρους του πλυντηρίου και λιπαντηρίου αντιστοίχως. Ακόμα, διευκρινίζεται το πρώτον με την κρινόμενη έφεση α) ότι όλα τα δικαιώματα και αντικείμενα πωλήθηκαν ως ομάδα περιουσίας και έτσι δεν απαιτείται ο καθορισμός της αξίας εκάστου αντικειμένου και β) ότι με την κατάρτιση της επικαλούμενης σύμβασης πώλησης, κατέστη ληξιπρόθεσμη η προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της πρώτης εκκαλούσας για καταβολή του τιμήματος πώλησης από την εφεσίβλητη. Ωστόσο, ο υπό κρίση δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός περί απόσβεσης της επίδικης απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, συνεπεία προγενέστερου συμψηφισμού των αμοιβαίων και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων των διαδίκων, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθότι συνιστά νέο λόγο ανακοπής κατά της ένδικης διαταγής πληρωμής, που απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με την κρινόμενη έφεση κατά της απορριπτικής της ανακοπής απόφασης, ενόψει του ότι με το παραπάνω περιεχόμενο προτείνεται για πρώτη φορά στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά την απόρριψή του πρωτοδίκως ως απαραδέκτου λόγω αοριστίας, την οποία (αοριστία) απαραδέκτως επιχειρούν οι εκκαλούντες να «συμπληρώσουν» με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στον υπό κρίση λόγο έφεσης περιστατικά και συγκεκριμένα ως προς την αξία των δικαιωμάτων που απαρτίζουν τη μεταβιβαζόμενη περιουσιακή ομάδα και ως προς το ληξιπρόθεσμο της επικαλούμενης σε συμψηφισμό ανταπαίτησης της πρώτης εκκαλούσας. Σημειωτέον ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, με τις οποίες επιτρέπεται υπό τις σε αυτές οριζόμενες προϋποθέσεις η κατ’ εξαίρεση προβολή στο εφετείο ισχυρισμών που στο πρωτόδικο δικαστήριο απορρίφθηκαν ως αόριστοι, οι οποίοι θεωρούνται ότι προτείνονται για πρώτη φορά στο Εφετείο και υπόκεινται κατ’ αρχήν στην απαγόρευση του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1712/1991, ΕφΠειρ 151/2006, ΕφΑθ 1575/1992 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, βλ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 527, παρ. 4, σελ. 948), εφόσον η ρύθμιση του άρθρου 585 ΚΠολΔ, ως ειδική, κατισχύει των γενικών διατάξεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Πρέπει επομένως, ο λόγος αυτός της έφεσης να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
VIII. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (4010/2014) απέρριψε την ένδικη ανακοπή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμό …../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, που παραδεκτά συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς επίσης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με αριθμό …./2-4-2015 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι η ένδικη έφεσή τους απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του Ν. 4335/2015, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 4010/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21 Νοεμβρίου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 8η Ιανουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ