ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 28/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «……….», πρώην με την επωνυμία «……….» (………..) και διακριτικό Τίτλο «………..» (……….), η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής, επί της οδού …….., με …….. Δ.Ο.Υ. Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ……….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος αρχικά σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015 δυνάμει της με αριθμό 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.03.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)] και ήδη σύμφωνα με το νόμο 5072/2023 δυνάμει της με αριθμό 507/1/09.07.2024 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 4257/19.07.2024 ΦΕΚ (τ. η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» (……….), που εδρεύει στην Ιρλανδία, οδός ……….., με αριθμό μητρώου …………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………..) (ΑΦΜ ……….. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), νόμιμα εκπροσωπούμενης, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003. Η άνω εταιρία ειδικού σκοπού εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Όλγα Καραθανάση [ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΑΚΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Αναστάσιο Γκότση.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….», ΑΦΜ ……….., που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 18.5.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015 ανακοπή του, στρεφόμενη κατά της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία : «……….», επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3020/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης η εκκαλούσα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της καθ΄ής η ανακοπή «……….» (……….)», άσκησε την από 6/7/2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο για τη δικάσιμο της 5.10.2013, οπότε και δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω των Δημοτικών και Περιφερειακών Εκλογών. Επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν με την με αρ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στις προτάσεις του, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος της εκκαλούσας στις προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 516 ΚΠολΔ «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοι τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Ο ειδικός διάδοχος ασκεί αυτοτελώς έφεση, ανεξάρτητα από το αν παρενέβη ή όχι στην πρωτοβάθμια δίκη, εφόσον η δίκη αφορά το επίδικο αντικείμενο που εκποιήθηκε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και ο μεταβιβάσας μπορεί παραλλήλως να ασκήσει και αυτός έφεση (ΑΠ 1644/2007, Πανταζόπουλος σε Κονδύλη/Κεραμέα/Νίκα ΚΠολΔ2 άρθρο 516 αρ. 7). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. …… 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). ……Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. …… 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3156/2003…». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ (ΥΑ 20783 ΦΕΚ Β 4944 202) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο συστατικό τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου) η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Η έλλειψη κάποιου στοιχείου από τα παραπάνω τότε επάγεται ακυρότητα, όταν αφορά ουσιώδη στοιχεία από τα οποία εξατομικεύεται στον απαιτούμενο βαθμό επάρκειας η απαίτηση, τόσο από άποψη αντικειμένου (είδος απαίτησης), όσο και από άποψη υποκειμένου (πρόσωπα εκχωρητή, εκδοχέα οφειλέτη), όταν δηλαδή εξαιτίας της έλλειψης αυτής η καταχώρηση δεν είναι ικανή να παράσχει προς τους τρίτους τη δημοσιότητα για την πράξη που καταχωρίστηκε όπως τη θέλησε ο νόμος (ΕφΑθ 3124/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ.Διαμαντόπουλος Αναγκαίο περιεχόμενο των κατ’ άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ νομιμοποιητικών εγγράφων επί ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σε ΕΔΑΔΠ στο πλαίσιο του ν. 4354/2015 ή κατόπιν τιτλοποίησης απαιτήσεων του ν. 3156/2003 [Γνωμοδότηση] σε Ερανισμοί & Ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. 5, 2023). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Κατα την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν.4354/2015 και Ν.3156/2003, οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (ΟλΑΠ 1/2023, ΕφΑθ 390/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμεί η από 6/7/2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/ 2022 έφεση κατά της υπ` αριθ. 3020/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 18.5.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2015 ανακοπής του εφεσίβλητου κατά της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία « …………». Την επίδικη έφεση άσκησε η εκκαλούσα, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ………….» (……….), η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής καθ’ ής η ανακοπή «…………». Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι δυνάμει της της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας καταχωρήθηκε στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο …. με αυξ. αριθμό … και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …/17.12.2021, μεταβιβάσθηκαν από την ………… στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» (…….), οι επιχειρηματικές απαιτήσεις της πρώτης. Η δημοσίευση αυτή ως προς το παράρτημά της και για την ορθότητα αυτού, επαναλήφθηκε με την με αριθ. πρωτ. …./20.1.2022 δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 ν. 3156/2003, η οποία και καταχωρήθηκε στο Βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αυξ. αριθμό ….. Από το απόσπασμα όμως του άνω παραρτήματος που προσκομίζει η εκκαλούσα (τόμος …. με αυξ. αριθμό …) δεν προκύπτει ότι έχει μεταβιβασθεί και η επίδικη απαίτηση στην άνω εταιρία ειδικού σκοπού. Ειδικότερα στο προσκομιζόμενο απόσπασμα αναγράφονται οι εξής απαιτήσεις με οφειλέτη τον ανακόπτοντα …….. :α) η με αύξοντα αριθμό ….. απαίτηση έχει αριθμό σύμβασης ……., αριθμό λογαριασμού ……. και υπόλοιπο 221.360,46 €, με εξασφάλιση προσημείωση υποθήκης Β σειράς για ποσό 187.200 €, επί ακινήτου οδό ……….. Αττικής, β) Η με αύξοντα αριθμό … απαίτηση έχει αριθμό σύμβασης ομοίως …, αριθμό λογαριασμού … και υπόλοιπο 3.801,46 €, για την οποία δεν υπάρχει εμπράγματη ασφάλεια. ¨Όμως η επίδικη απαίτηση, για την οποία η καθ΄ής η ανακοπή «……….» εξέδωσε σε βάρος του ανακόπτοντος την ανακοπτόμενη με αρ. ……/2015 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτός υποχρεώθηκε να καταβάλει σ΄αυτή το ποσό των 76.189,02 €, προέρχεται από την με αρ. ………/26.4.2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και τις από 1.6.2011 και 14.9.2012 πρόσθετες πράξεις αυτής για την οποία τηρήθηκαν αρχικά ο με αρ. … και κατόπιν οι με αρ. … (πράξη 1.6.2011) και με αρ. ….. λογαριασμοί, για την ασφάλεια της οποίας ο ανακόπτων παρέσχε προσημείωση υποθήκης Α σειράς υπέρ της άνω Τράπεζας για το ποσό των 98.800 € επί ακινήτου (κατοικίας με 2 ορόφους επιφάνειας 179,23 με χιλιοστά 243/000 επί του οικοπέδου) στην οδό ………….. Αττικής. Συνεπώς η επίδικη απαίτηση δεν ταυτίζεται με τις άνω απαιτήσεις που αναγράφονται στο απόσπασμα του παραρτήματος που έχει καταχωρηθεί στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στα πλαίσια από της 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ώστε δεν αποδεικνύεται ότι έχει μεταβιβασθεί η επίδικη απαίτηση στην άνω εταιρία ειδικού σκοπού με τήρηση του έγγραφου συστατικού τύπου και καταχώριση αυτής στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η οποία όπως εκτέθηκε, υπέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003. Εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η άνω εταιρία ειδικού σκοπού έχει καταστεί ειδική διάδοχος της καθ΄ής η ανακοπή ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας «………….», σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων που προαναφέρθηκαν, η εκκαλούσα ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής (Ε.Δ.Α.Δ.Π) δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της παρούσας έφεσης ως μη δικαιούχος διάδικος. Κατόπιν αυτών η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου (άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σε βάρος της εκκαλούσας θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά το αίτημά του (άρθρο 179 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) €.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 13.1.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ