ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 54/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος του Ειρήνη Κοντοσέα [Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», πρώην «………..», η οποία εδρεύει στην ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος της Μαρία Σταμούλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 20.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/27.12.2019 αγωγή, σε βάρος της ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτου εταιρείας, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 1635/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 8.12.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……../8.12.2022 έφεση και η εναγομένη με την από 9.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …………/10.1.2023 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων ορίστηκε αρχικώς η 16.11.2023 και κατόπιν αναβολής, η δικάσιμος, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξουσία δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου – ενάγοντος, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, η δε πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσιβλήτου – εναγομένης δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή της του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
[Ι] Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 8.12.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./8.12.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./8.12.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 9.1.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./10.1.2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/11.1.2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1635/18-5-2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 20.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 11932/6025/27.12.2019 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό 11.237Δ/14.12.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, Αικατερίνης Αγγελοπούλου, αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επεδόθη με επιμέλεια του ενάγοντος στην εναγομένη την 14.12.2022, οι ένδικες δε εφέσεις ασκήθηκαν εντός της οριζομένης με τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας και δη η πρώτη των ενδίκων εφέσεων την 8.12.2022 και η δεύτερη των ενδίκων εφέσεων την 10.1.2023, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμό 11427/764/8.12.2022 και 304/18/10.1.2023, αντίστοιχα, εκθέσεις καταθέσεως ενδίκου μέσου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
[ΙΙ] Ο ενάγων, ……………, με την ένδικη από 20.12.2019 αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ισχυρίσθηκε ότι, τυγχάνει μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Ε.Ν., η οποία τυγχάνει μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), κατόπιν δε συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, ναυτολογήθηκε δύο (2) φορές, με την ειδικότητα του Ναύτη, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα, εντός της χρονικής περιόδου από 30.10.2017 έως 12.12.2019, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο ««Α», κόρων ολικής χωρητικότητας (κοχ) 30.882, υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής των προβλεπομένων αποδοχών (μηνιαίου μισθού και επιδομάτων) από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, όπως ίσχυε κατ’ έτος, εφαρμοζομένων στην πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 11.12.2018 αυτή του έτους 2018 και από την αντίστοιχη ΣΣΝΕ έτους 2019 κατά τη δεύτερη των ενδίκων ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο που διήρκησε από 28.3.2019 έως 12.12.2019. Παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά, κατά τον ένδικο χρόνο, μεσογειακούς πλόες, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, εργαζόμενος ημερησίως επί δώδεκα [12] ώρες. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των ετών 2018 και 2019 κατά τις οποίες εργάσθηκε και δη συνολικά το ποσό των ευρώ 3.026,39, ούτε την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ.3 των ανωτέρω ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή για «το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας» του πλοίου που εκτελούσε κατά τη διάρκεια της νυχτερινής του βάρδιας επί δύο φορές κατά τις καθημερινές ημέρες, ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών και δη το ποσό των ευρώ 4.177,05, χωρίς να λάβει το δικαιούμενο υπ΄ αυτού και προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ.11 των ανωτέρω ΣΣΝΕ, εκ ποσού ευρώ 820,33 επίδομα φθοράς ιματισμού, ούτε το ποσό των ευρώ 13.951,21 που αντιστοιχεί στην δικαιούμενη υπ΄ αυτού αμοιβή για τη συμμετοχή του στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των ιδιωτικής και δημοσίας χρήσεως επιβατηγών και φορτηγών αυτοκινήτων και των δικύκλων που μεταφέρονταν με το πλοίο της εναγομένης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ούτε το ποσό των ευρώ 9.917,05 ως αντίτιμο τροφής, ενόψει του ότι η παρασχθείσα τροφή επί του πλοίου, καθόν χρόνο αυτό εκτελούσε πλόες ήταν υποτυπώδης, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 8.2.2018 έως 31.3.2018, οπότε το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες αλλά σε αυτό διενεργούντο επισκευές, δεν του παρείχε καθόλου τροφή, και τέλος, επικαλούμενος ότι, κατά την τελευταία αποναυτολόγησή του, την 12.12.2019, απολύθηκε τυπικά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου, αλλά στην πραγματικότητα λόγω ασθενείας του, αφού κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης και εξ αφορμής αυτής του εκδηλώθηκε κήλη στη βουβωνική χώρα, με την επιστροφή του δε στην Ελλάδα υπεβλήθη την 18.12.2019 σε χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε νοσηλευόμενος έως την 20.12.2019, ακολούθως δε του συνεστήθη αποχή από την εργασία του έως και την 1.1.2020, με αποτέλεσμα, να δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ μισθούς ασθενείας για χρονικό διάστημα είκοσι ημερών, πλέον αντιτίμου τροφής για δέκα οκτώ ημέρες για την εκτός νοσοκομείου νοσηλεία του και συνολικά το ποσό των ευρώ 664,57, ζητούσε, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του παραδεκτώς, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223, 295§1 και 297 ΚΠολΔ], περιορίστηκε σε εν μέρει αναγνωριστικό, να του επιδικαστεί, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, α] καταψηφηστικώς το συνολικό χρηματικό ποσό των 21.974,98 ευρώ και δη (α) το ποσό των ευρώ 3.026,39 ως αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, (β) το ποσό των ευρώ 4.177,05 ως πρόσθετη αμοιβή του για «το κούρδισμα των ρολογιών πυρασφάλειας», (γ) το ποσό των ευρώ 820,33 ως το προβλεπόμενο από την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω, κατά τη συμφωνία των διαδίκων και εκ του νόμου οικεία ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού και (δ) το ποσό των ευρώ 13.951,21 ως προβλεπόμενη από την οικεία ΣΣΝΕ αμοιβή του για την φορτοεκφόρτωση των αναφερομένων στην αγωγή οχημάτων και β] αναγνωριστικώς το συνολικό χρηματικό ποσό των 10.581,62 ευρώ και δη (α) το ποσό των ευρώ 9.917,05 ως οφειλόμενο αντίτιμο τροφής και (β) το ποσό των ευρώ 664,57 ως μισθοί ασθενείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, νομιμότοκα από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Ζητούσε, τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 1635/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε δεκτή, ως ορισμένη, απορριφθέντος, σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, η ένδικη αγωγή, αυτή (ένδικη αγωγή) κρίθηκε και νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 346 εδ. α1, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 60 εδ. α’, 66, 84 εδ. α1 Κ.Ι.Ν.Δ, 1, 2, 3, 5 παρ. 1α’ και 11, 6 παρ. 1 και 2, 10,13 παρ. 1, 2, 4 και 5,14, 20 παρ. 1, 2, 3, 3α και 4, 21 παρ. 1, 2 περ. β’, γ’, ε’, στ’ και παρ. 3, 28 παρ. 1, 2, 3, 4 και 6, 42 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.10/81307/2.11.2018) και 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.10/56166/24.7.2019), 70, 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατά το μέρος, που τα αγωγικά αιτήματα ετράπησαν σε αναγνωριστικά. Αφού δε απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η προβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος, ακολούθως, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι εφαρμοστέα εν προκειμένω κατά τη διάρκεια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων ετύγχανε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Τουριστικών Μεσογειακών Πλοίων έτους 2018 και κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Τουριστικών Μεσογειακών Πλοίων έτους 2019, αυτή (ένδικη αγωγή), έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της, απορριφθέντος ως αβασίμου στην ουσία του του αγωγικού αιτήματος περί επιδίκασης μισθών ασθενείας. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, επιδικάσθηκε στον ενάγοντα [Α] καταψηφιστικώς το συνολικό ποσό των ευρώ 12.604,61 και δη (α) το ποσό των ευρώ 1.630,01 για την υπερωριακή του απασχόληση, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.2.2018 και από 5.4.2018 έως 11.12.2018 και το ποσό των ευρώ 1.309,25 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 28.3.2019 έως 12.12.2019, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των σαράντα ημερών Σαββάτου και ένδεκα ημερών αργίας κατά το έτος 2018 και καθ’ εκάστη των τριάντα έξι ημερών Σαββάτου και οκτώ ημερών αργίας κατά το έτος 2019, κατόπιν αποδοχής ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της της περί καταβολής ενστάσεως της εναγομένης και δη κατά το ποσό των ευρώ [4.037,11 μείον 3.933,42=] 103,69 όσον αφορά στο έτος 2018 και κατά το ποσό των ευρώ [3.680,35 μείον 3.626,91=) 53,44 όσον αφορά στο έτος 2019, απορριφθείσας αυτής (της περί καταβολής ενστάσεως) στην ουσία της, κατά τα λοιπά, καθώς επίσης απορριφθείσης ως αβασίμου στην ουσία της ενστάσεως της εναγομένης περί συμβατικού συμψηφισμού –καταλογισμού στο ανωτέρω ποσό, των ποσών που αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα (ευρώ 33.060,79) με αιτιολογία υπερωρίες μισθοδοσίας, πρόσθετη αμοιβή Σαββάτων και αργιών, αντιτίμου τροφοδοσίας και έκτακτες αμοιβές, καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα στις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης δεν περιελήφθη συμφωνία με την οποία να επιτρέπεται τέτοιος συμψηφισμός, [β] το ποσό των ευρώ 377,03 για επίδομα φθοράς ιματισμού κατά το έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 443,30 για το ίδιο επίδομα κατά το έτος 2019, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εδικαιούτο το ανωτέρω επίδομα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ.11 των εφαρμοζομένων εν προκειμένω ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως του αν του παρείχετο κατάλληλος ιματισμός υπό της εναγομένης, απορριφθείσας της περί συμβατικού συμψηφισμού – καταλογισμού στις ένδικες απαιτήσεις των ποσών που αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα (ευρώ 33.060,79) με αιτιολογία υπερωρίες μισθοδοσίας, πρόσθετη αμοιβή Σαββάτων και αργιών, αντιτίμου τροφοδοσίας και έκτακτες αμοιβές, [γ] το ποσό των ευρώ 2.338,08 ως πρόσθετη αμοιβή για την, εντός του έτους 2018, εργασία κουρδίσματος τριάντα ρολογιών πυρασφάλειας του εν λόγω πλοίου, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 1.838,97 για την κατά το έτος 2019 παρασχεθείσα όμοια εργασία, απορριφθείσας [ι] της περί καταβολής έναντι των εν λόγω ποσών του ποσού των ευρώ 32.022,52 με αιτιολογία υπερωρίες, πρόσθετη αμοιβή Σαββάτου και αργιών και έκτακτες αμοιβές, ισχυρισμού της εναγομένης, διότι τα εν λόγω ποσά κατεβλήθησαν για έτερη αιτία και [ιι] της περί συμβατικού συμψηφισμού – καταλογισμού στις ένδικες απαιτήσεις των ποσών που αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα (ευρώ 33.060,79) με αιτιολογία υπερωρίες μισθοδοσίας, πρόσθετη αμοιβή Σαββάτων και αργιών, αντιτίμου τροφοδοσίας και έκτακτες αμοιβές, [δ] το ποσό των ευρώ 2.524,00 και 2.143,97 αντίστοιχα, ως πρόσθετη αμοιβή για την συμμετοχή αυτού, κατά τα έτη 2018 και 2019 αντίστοιχα, στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των μεταφερόμενων με αυτό δικύκλων και ΙΧΕ αυτοκινήτων, καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων μετείχε στην καθοδήγηση των οδηγών των οχημάτων αυτών στη στάθμευσή τους εντός του πλοίου, ενώ απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του το αντίστοιχο κονδύλιο καθόσον αφορά στη συμμετοχή του ενάγοντος στην φόρτωση των φορτηγών οχημάτων και των λεωφορείων, καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων δεν μετείχε, όσον αφορά στις τελευταίες αυτές κατηγορίες αυτοκινήτων, στις εργασίες φόρτωσης αυτών και [Β] αναγνωριστικώς το συνολικό ποσό των ευρώ 7.756,21 και δη το ποσό των ευρώ 3.511,73 για αντίτιμο τροφής, κατά το έτος 2018, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 4.550, εκ του οποίου, έλαβε το ποσό των ευρώ 1.038,27 και το ποσό των ευρώ 4.244,48 για αντίτιμο τροφής κατά το έτος 2019, διότι ο ενάγων εδικαιούτο το ανωτέρω επίδομα, είτε η τροφή παρέχεται σ’ αυτόν σε χρήμα είτε του χορηγείται αυτούσια σε είδος. Τα ανωτέρω ποσά επεδίκασε νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας επιδόσεως της ένδικης αγωγής, κήρυξε δε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή την καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των ευρώ 4.000. Τέλος, επεδίκασε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και δη το ποσό των ευρώ 700. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τις συνεκδικαζόμενες, με την παρούσα απόφαση, εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την ανωτέρω, υπό στοιχείο Α, έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την κρίση του επί α) του εν μέρει γενομένου δεκτού ως βασίμου στην ουσία του κονδυλίου αμοιβής για τη συμμετοχή του στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των μεταφερόμενων με αυτό οχημάτων του εν λόγω πλοίου και δη καθό μέρος απορρίφθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του το σχετικό αγωγικό κονδύλιο το οποίο πλήττεται υπό του εκκαλούντος με τον πρώτο λόγο έφεσης και για εσφαλμένη ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 28 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, διότι, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δεν μετείχε στις ανωτέρω εργασίας ειδικά όσον αφορά στην περίπτωση των φορτηγών και λεωφορείων, στον υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, κατ’ ορθή ερμηνεία της προαναφερομένης διατάξεως των ΣΣΝΕ, θα έπρεπε να συνυπολογισθούν άπαντα τα οχήματα που φορτώθηκαν επί του ανωτέρω πλοίου κατά την επίδικη περίοδο και β) του κονδυλίου του δικαιούμενου υπ’ αυτού μισθού ασθενείας, το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Ζήτησε δε, με την εν λόγω έφεσή του, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και της αμοιβής του πληρεξουσίου του δικηγόρου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. 2) Η εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Β έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με την κρίση του (α) επί του ύψους των συνομολογηθέντων αποδοχών του ενάγοντος, καθό μέρος κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι εφαρμοστέα τυγχάνει εν προκειμένω για την εργασία του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2018 η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 και κατά το έτος 2019 η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 και ακολούθως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των εν λόγω ΣΣΝΕ, υπελόγισε τα επιμέρους επίδικα κονδύλια, το αποδεικτικό πόρισμα της οποίας, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, πλήττεται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι κατά τη συμφωνία των διαδίκων, ο μηνιαίος μισθός είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως «κλειστός», με την επιπλέον πρόβλεψη περί εφαρμογής της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ μόνον στην περίπτωση που ήταν σε ισχύ σχετική ΣΣΝΕ, ελλείψει δε τοιαύτης θα ίσχυε μόνον ο συνομολογηθείς μηνιαίος μισθός, αλλά και για κακή εφαρμογή του νόμου και δη αφενός μεν της διατάξεως του άρθρου 5 παρ.1 του Α.Ν. 3276/1944, αφ’ ετέρου δε των διατάξεων του άρθρου 9 παρ.4 και 5 του Ν. 1876/1990, (β) επί του κονδυλίου της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον δεύτερο λόγο έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι αποδείξεις θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) δεν εργαζόταν πέραν των οκτώ (8) ωρών κσθ’ εκάστη των ενδίκων ημερών Σαββάτου και αργιών, η αμοιβή των οποίων καλύπτονταν με τη συμφωνηθείσα αμοιβή (κλειστό μισθό) με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης, εάν ορθώς είχε εφαρμοσθεί ο νόμος, με τον συμφωνημένο, μεταξύ των διαδίκων, μηνιαίο «κλειστό» μισθό, εκαλύπτοντο και οι τυχόν υπερωρίες που εκτελούσε ο ενάγων. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο έφεσης, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ότι τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της η, υπ’ αυτής (εναγομένης) υποβληθείσα, ένσταση περί αποσβέσεως της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή του, κατά το ποσό των ευρώ 4.426,72 όσον αφορά στο έτος 2018 και κατά το ποσό των ευρώ 3.428,42 όσον αφορά στο έτος 2019, που κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση προς τούτο και με τη ρητή συμφωνία των διαδίκων ότι τα εν λόγω ποσά θα καταλογίζονται, άλλως συμψηφίζονται με την οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, (γ) ως προς το επιδικασθέν αντίτιμο τροφής, το οποίο με τον τέταρτο λόγο έφεσης πλήττεται και για εσφαλμένη ερμηνεία της εφαρμοσθείσας εν προκειμένω ΣΣΝΕ, εφόσον ο ενάγων ελάμβανε τροφή σε είδος επί του πλοίου, αλλά και διότι όσον αφορά το έτος 2019 επιδικάσθηκε σχετική αμοιβή για επιπλέον δύο ημέρες από αυτές που πράγματι απασχολήθηκε ο ενάγων, (δ) ως προς το επιδικασθέν κονδύλιο επιδόματος φθοράς ιματισμού, κονδύλιο το οποίο με τον πέμπτο λόγο έφεσης πλήττεται και για εσφαλμένη εφαρμογή της οικείας ΣΣΝΕ, εφόσον αφενός μεν το εν λόγω επίδομα δεν καταβάλλεται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αλλά προς εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου με αποτέλεσμα να μην αποτελεί μέρος των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, αφ’ ετέρου δε η ίδια παρείχε ιματισμό στον ενάγοντα, επικουρικώς δε και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι όσον αφορά το έτος 2019 επιδικάσθηκε σχετική αμοιβή για επιπλέον δύο ημέρες από αυτές που πράγματι απασχολήθηκε ο ενάγων, (ε) ως προς την επιδικασθείσα πρόσθετη αμοιβή για «κούρδισμα ρολογιών», κονδύλιο το οποίο με τον έκτο λόγο έφεσης, διότι εν προκειμένω δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι ανωτέρω ΣΣΝΕ, το εν λόγω επίδομα καλύπτετο από τον ανωτέρω «κλειστό μισθό», κονδύλιο το οποίο πλήττεται και για εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 21 παρ.3 των ΣΣΝΕ που εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω, διότι κατά τον υπό κρίση λόγο έφεσης υπήρχε μέλος του πληρώματος ειδικώς επιφορτισμένο με την εν λόγω εργασία και δη ο ένας εκ των υπηρετούντων ως βάρδια γέφυρας πλοίου, ο οποίος εκτελούσε την εν λόγω εργασία του εντός της βάρδιάς του, στον υπολογισμό της οποίας δεν ελήφθη υπόψη επιπλέον ότι το πλοίο δεν εκτελούσε νυχτερινό δρομολόγιο κατά τις ημέρες Τετάρτης και Κυριακής των αναφερομένων στον κρινόμενο έκτο λόγο έφεσης χρονικών διαστημάτων, κονδύλιο που επεδίκασε για το έτος 2019 πλέον του αιτηθέντος, (στ) ως προς το επιδικασθέν κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για συμμετοχή του ενάγοντος σε εργασίες φόρτωσης και έχμασης, κονδύλιο που πλήττεται, με τον έβδομο λόγο έφεσης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 28 παρ.1 των ΣΣΝΕ που εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, καθώς επίσης διότι επιδικάσθηκε ποσό πλέον του αιτηθέντος, κατά τα διαλαμβανόμενα στον ίδιο (έβδομο) λόγο έφεσης και (ζ) ως προς την επιδίκαση τόκων επιδικίας, με τον όγδοο λόγο έφεσης, διότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκε το αίτημά της περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας, για τον μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής χρόνο. Ζήτησε δε, με την εν λόγω έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή του ενάγοντος και να καταδικασθεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Επιπλέον, η εναγομένη – εκκαλούσα της υπό στοιχεία Β έφεσης, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, που η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε προσωρινά, τα οποία ζητά νομιμοτόκως από της επομένης της καταβολής, ήτοι από την 4-6-2022. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την επομένη της ημέρας καταβολής του, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης αποφάσεως, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
[III] Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι, η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών, καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 ΕλΔνη 44/160, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο Ε/Ο πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, το οποίο κατά το επίδικο διάστημα εκτελούσε πλόες μεσογειακούς ως ναύτης, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 12 ώρες ημερησίως και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών πέραν από τις πρώτες οκτώ ώρες, κατά τις ημέρες Σαββάτου και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις έγγραφες προτάσεις της, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται το πρόσωπο από το οποίο ο ενάγων έλαβε εντολή όπως εργασθεί πέραν των οκτώ ωρών κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργίας οι οποίες τυγχάνουν επίδικες, ποιες συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου παρείχε την εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και τη διάρκεια των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.
[ΙV] Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν.1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν.3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000, 967). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν.1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειας τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας, κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωση της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψη της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωση της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1905/1987 ΕΕΔ 1989/275, ΑΠ 1263/1987 ΕΕΝ 1988/669, ΑΠ 1267/1987 ΕΕΝ 1988/673, ΕφΠειρ 543/2022, ΜονΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980. Σελ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 ΕλΔνη 1992/1606). Ειδικότερα, η δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψη της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ 285/2015, ΜονΕφΠειρ 459/2015, ΜονΕφΠειρ 591/2014, ΜονΕφΠειρ 842/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεως τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψη τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ 371/2016, ΜονΕφΠειρ 376/2016, ΜονΕφΠειρ 719/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν.1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευση του, της μετενέργειας τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014 ΔΕΕ 2014, 864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003/331, ΑΠ 443/1999 ΔΕΝ 2000/151, ΑΠ 332/1997 ΔΕΕ 1997/1104, ΜονΕφΠειρ 205/2019, ΤριμΕφΠειρ 720/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011 ΕΝαυτΔ 2011/406, ΤριμΕφΘεσ 262/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ.Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΝΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητας τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ.Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005, 589, ΕφΑθ 6808/1994 ΔΕΝ 1995, 665 = ΕπιθΑσφΔ 1995, 392). Για να καταστεί όμως οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010, 1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010, 1061, Δ.Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα (ΣΣΝΕ), η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το Δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ 160/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν.4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 205/2019).
[V] Aπό την εκτίμηση της περιεχομένη στην υπ’ αριθ. ………/25.6.2020 ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Κομοτηνής, ……….., ένορκη κατάθεση του ενόρκως βεβαιούντος, ……….., με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 421, 422 και 591 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ (σχετικά υπ’ αριθ. ……/19.6.2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ………), απασχολούμενου στο ίδιο πλοίο ως ναύτη κατά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από το έτος 2017 έως τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019, της περιεχομένης στην υπ’ αριθ. …./5.10.2020 ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., ένορκη κατάθεση του ενόρκως βεβαιούντος ………., με επιμέλεια της εναγόμενης, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 421, 422 και 591 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ (σχετικά υπ’ αριθ. ……./30-9-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ……..) απασχολούμενου στο ίδιο πλοίο ως Υπάρχου από μηνός Σεπτεμβρίου 2018 έως μηνός Οκτωβρίου 2019, την περιεχομένη στη με αριθμό ……../15.2.2023 ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξάνθης, ………….., ένορκη κατάθεση του ενόρκως βεβαιούντος, ………., ενόψει της παρούσας δίκης, με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 421, 422 και 591 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ (σχετικά υπ’ αριθ. ………/8.2.2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ………..), ο οποίος απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα ως Υποναύκληρος από το έτος 2018 έως τον μήνα Ιούλιο 2020 πλην ορισμένων χρονικών διαστημάτων κατά οποία ελάμβανε άδεια, άπασες οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ανωτέρω εξετασθέντες μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, διότι έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους, αγωγές με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει αυτό και μόνο την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και αυτών (εγγράφων) τα οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται από την εναγομένη αμετάφραστα τα οποία παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη [ΑΠ 1757/2011, 1462/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγουσών, καθώς και των φωτογραφιών που ο ενάγων προσεκόμισε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για πρώτη φορά, απορριπτομένων του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι Έλληνας επαγγελματίας ναυτικός, απογεγραμμένος από το έτος 1981, κάτοχος του υπ’ αριθμ. ….. ναυτικού φυλλαδίου της …. ναυτικής περιφέρειας και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών του Εμπορικού Ναυτικού, η οποία αποτελεί μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας. Δυνάμει συμβάσεων ναυτολογήσεως που καταρτίσθηκαν μεταξύ αφενός του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία ««……..», υπό την προηγούμενη εταιρική επωνυμία της «…………..», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «Α» νηολογίου Πειραιώς με αριθμό …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 30.882 και αφετέρου του ενάγοντος, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του σε αυτό, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, κατά τα χρονικά διαστήματα (α) από 30.10.2017 έως 31.3.2018, οπότε απολύθηκε λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου», (β) από 31.3.2018 έως 1.10.2018, οπότε απολύθηκε λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου», (γ) από 1.10.2018 έως 11.12.2018 οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, (δ) από 28.3.2019 έως 1.4.2019, οπότε απολύθηκε λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου», (ε) από 1.4.2019 έως 1.10.2019, οπότε απολύθηκε λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου» και (στ) από 1.10.2019 έως 12.12.2019 οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου. Το εν λόγω πλοίο, κατά τους επιδίκους χρόνους, ήταν ναυλωμένο με το πλήρωμά του στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «……………», εκτελούσε δε Μεσογειακούς πλόες, ως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω, πλην του χρονικού διαστήματος από 6.2.2018 έως 31.3.2018, οπότε δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά σε αυτό διενεργούντο επισκευές. Οι ως άνω ένδικες συμβάσεις ναυτολογήσεως του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, δύο στην πραγματικότητα και δη η πρώτη διαρκείας από 30.10.2017 έως 11.12.2018 και η δεύτερη διαρκείας από 28.3.2019 έως 12.12.2019, εφόσον η πρώτη εξ αυτών λύθηκε οριστικά την 11.12.2018 και η δεύτερη εξ αυτών λύθηκε οριστικά την 12.12.2019, ενόψει του ότι η αποναυτολόγηση του ενάγοντος την 31.3.2018, την 1.10.2018, την 1.4.2019 και την 1.10.2019 έγινε αναγκαστικά και δη λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου» του πλοίου, για τον λόγο δε αυτό αυθημερόν ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, υπάγονταν στους όρους της Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων η πρώτη από 1.1.2018 και εντεύθεν, χρονικό διάστημα το οποίο τυγχάνει επίδικο, του έτους 2018 και η δεύτερη του έτους 2019, οι οποίες (ΣΣΝΕ) κυρώθηκαν η μεν πρώτη με την υπ` αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2018 υπουργική απόφαση και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 5084 την 15/11/2018, ως χρόνος ενάρξεως της ισχύος της οποία καθορίζεται η 1-1-2018 (άρθρο 42 παρ.1 της άνω Σ.Σ.Ν.Ε), η δε δεύτερη με την υπουργική απόφαση 2242.5-1.10/56166/2019 η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ την 01.08.2019 και ως χρόνος ενάρξεως της ισχύος της ορίζεται η 1-1-2019 (άρθρο 42 παρ.1 της άνω Σ.Σ.Ν.Ε). Τούτο διότι αποδείχθηκε (βλ. προσκομιζόμενες καταστάσεις μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος με τις υπέρ της ΠΝΟ κρατήσεις) ότι ο μεν ενάγων ήταν, κατά το χρόνο συνάψεως των ανωτέρω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού, η οποία είναι μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ) και η οποία (ΠΝΟ) συνεβλήθη στις ανωτέρω ΣΣΝΕ, η δε εκκαλούσα δεν αρνείται ότι η ίδια ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, αντισυμβαλλομένου της ΠΝΟ κατά την κατάρτιση των ανωτέρω ΣΣΝΕ. Το γεγονός ότι, τις ανωτέρω ΣΣΝΕ δεν συνυπέγραψε και η Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού, όπως προκύπτει από τις ίδιες ΣΣΝΕ και όπως ισχυρίζεται η εναγομένη στα πλαίσια του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσής της, ουδόλως ασκεί επιρροή, εφόσον η τελευταία αυτή πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση ήταν μέλος της ανωτέρω συμβληθείσας στις εν λόγω ΣΣΝΕ δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης (ΠΝΟ). Συνεπώς, ούτε ο ενάγων ούτε η εναγομένη είχε την ιδιότητα του “τρίτου” σε σχέση με τους συμβαλλομένους στις ανωτέρω ΣΣΝΕ, ώστε να μην καταλαμβάνονται από τη συμφωνηθείσα αναδρομική ισχύ τους, αλλά να δεσμεύονται μόνο από το χρόνο δημοσιεύσεως της κυρωτικής αυτών υπουργικής αποφάσεως στο ΦΕΚ, εφόσον τότε ήταν ακόμα σε ισχύ και δεν είχαν λήξει οι ατομικές συμβάσεις (ΑΠ 350/2021, ΑΠ 1905/1987, ΕφΠειρ 65/2013, ΕφΠειρ 12/2011 απάσες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Θα πρέπει εξάλλου, να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι στις δύο πρώτες έγγραφες συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων την 30.10.2017 και 23.10.2018 γίνεται αναφορά ότι οι εν λόγω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος ήταν ορισμένου χρόνου, καθόσον προβλέφθηκε η λύση αυτών την 7.1.2018 και 31.3.2019, αντίστοιχα οι εν λόγω ναυτολογήσεις του ενάγοντος συνέχισαν και μετά τις εν λόγω ημερομηνίες και δη η πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων η οποία καταρτίσθηκε την 30.10.2017 διήρκησε αδιαλείπτως έως την 1.10.2018, οπότε ελύθη «αμοιβαία συναινέσει» του ενάγοντος και του πλοιάρχου του πλοίου, η δε ναυτολόγηση του ενάγοντος την 28.3.2019, λύθηκε οριστικά την 12.12.2019. Απορριπτέος, επομένως, τυγχάνει ο πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη παραπονείται ότι κακώς η εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοσε τις ανωτέρω ΣΣΝΕ, επικαλούμενη ότι η συμφωνηθείσα αναδρομική ισχύς τους δεν καταλαμβάνει τις ένδικες συμβάσεις, αφενός μεν διότι η Πανελλήνια Ένωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού δεν συνυπέγραψε τις ανωτέρω ΣΣΝΕ, χωρίς παράλληλα να αμφισβητεί ότι η εν λόγω Ένωση ήταν μέλος της ΠΝΟ και χωρίς να αρνείται την ιδιότητα της ιδίας (εναγομένης) ως μέλους του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, συμβεβλημένης εργοδοτικής οργανώσεως, αφ’ ετέρου δε εκ του λόγου ότι, κατά την υπογραφή των εν λόγω ΣΣΝΕ, την 4.9.2018 και 8.7.2019 αντίστοιχα, οι ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης είχαν λήξει διότι, ως απεδείχθη, η αποναυτολόγηση του ενάγοντος την 31.3.2018, την 1.10.2018, την 1.4.2019 και την 1.10.2019, έλαβε χώρα προσωρινά και δη λόγω «αντικατάστασης ναυτολογίου», αφού αυθημερόν και δη την 31.3.2018, την 1.10.2018, την 1.4.2019 και την 1.10.2019, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε επί του εν λόγω πλοίου και συνέχισε να εργάζεται χωρίς διακοπή. Επομένως, ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε ότι επί των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος, στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων αυτού, που ανάγονται στο έτος 2018, αφού δεν προβάλλονται απαιτήσεις από την εργασία του, γεννηθείσες προγενέστερα, τυγχάνει εφαρμογής, όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του, η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, η οποία υπογράφηκε στις 4.9.2018 και κυρώθηκε στις 2.11.2018 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2.11.2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15.11.2018 (ΦΕΚ Β΄5124/15.11.2018), ενώ επί της δεύτερης συμβάσεως ναυτολόγησης του ιδίου στο ανωτέρω πλοίο, που ανάγεται στο έτος 2019, τυγχάνει εφαρμογής η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων της ιδίας κατηγορίας πλοίων του επομένου έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.10/56166/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β, υπ’αριθμ.3097/1.8.2019), ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι εν προκειμένω, ετύγχαναν εφαρμογής οι ανωτέρω ΣΣΝΕ. Περαιτέρω, κατά τις ανωτέρω, υπογραφείσες την 4.9.2018 και 8.7.2019 αντίστοιχα και κυρωθείσες την 2.11.2018 και 24.7.2019, αντίστοιχα, με τη με αριθμό 2242.5-1.10/81307/2.11.2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15.11.2018 (ΦΕΚ Β΄5124/15.11.2018) και με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/56166/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β΄, υπ’αριθμ. 3097/1.8.2019), αντίστοιχα, οι οποίες όπως αναλύεται ανωτέρω ίσχυαν στις επίδικες συμβάσεις ναυλώσεως κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα και δη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 των ως άνω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 1 εδαφ. α΄ του άρθρου 5, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπου επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με τη διάταξη του εδαφίου α΄ της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί, παρά ταύτα εργασία, εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%. Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 10 και 13 παρ. 1), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 10). Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι: «1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσερες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες». Με την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2018 το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε με τις προσαυξήσεις του 25% και του 50% σε 7,71 ευρώ και σε 9,26 ευρώ αντίστοιχα, ενώ τα αντίστοιχα ποσά με βάση τη ΣΣΝΕ του επόμενου έτους ανήλθαν σε 7,88 ευρώ και σε 9,45 ευρώ. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 του εν λόγω ΒΔ, υπό του τίτλου «Άνδρες φυλακής γέφυρας.» ορίζεται ότι «1. Ο Πηδαλιούχος οφείλει να συγκεντρώνη την προσοχήν του εις την τήρησιν διά του πηδαλίου της πορείας την αλλαγήν ταύτης, συμφώνως προς τα παραγγέλματα του Πλοιάρχου ή του Αξιωματικού φυλακής γεφύρας εν έκαστον των οποίων επαναλαμβάνει με ηχηρόν και καθαράν φωνήν εις επήκοον του διατάσσοντος αυτού. Εν ουδεμιά περιπτώσει επιτρέπεται να απομακρυνθή του πηδαλίου, εάν δεν αντικατασταθή υπό άλλου τινός, εις τούτον δε διαλαλεί την τηρουμένην πορείαν και αναμένει να ακούση την επανάληψιν αυτής, επαναλαμβάνει κατόπιν αυτήν εις τον Αξιωματικόν φυλακής γεφύρας και τότε μόνον είναι ελεύθερος να απομακρυνθή. 2. Ο οπτήρ τοποθετούμενος εν νυκτί ή εν ομίχλη εις την καταλληλοτέραν δι` αυτόν θέσιν, αναλόγως του καιρού και των διαταγών του Αξιωματικού φυλακής γεφύρας, πρέπει να έχη εντεταμένην την προσοχήν του πέριξ του πλοίου, και να αναγγέλη παν εμφανιζόμενον σημείον, φώς ή εμπόδιον. 3. Επίσης οφείλει να παρατηρή και να αναφέρη εις τον Αξιωματικόν φυλακής γεφύρας ανά πάσαν ημίσειαν ώραν, αν η φωτοβολία των πλοϊκών φανών είναι εν τάξει. 4. Οσάκις δεν εκτελεί καθήκοντα οπτήρος, εκτελεί χρέη αγγελιοφόρου γεφύρας, ελλείψει ειδικού τοιούτου, έχων προορισμόν, να αναφέρη, εάν η θέσις του πλοίου επιτρέπη, τας ενδείξεις του δρομομέτρου κανονικώς μεν 5 λεπτά προ πάσης αλλαγής φυλακής, εκτάκτως δε οσάκις διαταχθή προς τούτο υπό του Αξιωματικού φυλακής, γεφύρας, να φροντίζη διά την έγκαιρον έγερσιν του Αξιωματικού και των ανδρών της προσεχούς φυλακής γεφύρας, να περιέρχηται κατά διαταγήν του Αξιωματικού φυλακής γεφύρας ανά ημίσειαν ώραν το κατάστρωμα, επισκοπών τους καθέκτας των καθόδων, τα πώματα των στομίων των κυτών και τα αδιάβροχα καλύμματα αυτών, τας ανεμοδόχους, αλύσεις, πηδαλίου, να διαβιβάζη τας διαταγάς του Αξιωματικού φυλακής γεφύρας και εν γένει να ασχολήται εις γενικάς εργασίας του σκάφους κατά τας εργασίμους ώρας. 5. Η υπηρεσία του είναι δίωρος, εναλλάσσει δε συνήθως την θέσιν του Πηδαλιούχου.». Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1)» και ότι: «1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ» (άρθρο 137). Επιπλέον, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις τελευταίες ως άνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 των ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός αμείβεται υπερωριακώς. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’ αυτό, εντός των ετών 2018 και 2019, στα οποία ανάγονται οι απαιτήσεις του σε βάρος της εναγομένης, εκτελούσε καθημερινά πολύωρα δρομολόγια μεταξύ διαφόρων λιμένων της αλλοδαπής εντός του χώρου της Μεσογείου. Συγκεκριμένα: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.2.2018 πραγματοποιούσε δρομολόγια από το λιμένα της πόλης Τσιβιταβέτσια της Ιταλίας προς τον λιμένα της πόλης Τέρμινι Ιμερέζε της Σικελίας και από το λιμένα του Παλέρμο της Σικελίας προς το λιμένα της πόλης Λα Γκουλέτ της Τυνησίας. Συγκεκριμένα, κάθε Τρίτη αναχωρούσε από το λιμένα της Τσιβιταβέτσια περί ώρας 09.10, κατέπλεε δε στο λιμένα του Τέρμινι περί ώρας 23.00 της ίδιας ημέρας, από το οποίο αναχωρούσε εκ νέου περί ώρας 02.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης, με προορισμό την Τσιβιταβέτσια, όπου κατέπλεε περί ώρας 16.30 της ίδιας ημέρας. Την επομένη ημέρα Πέμπτη απέπλεε από το λιμάνι της Τσιβιταβέτσια περί ώρας 09.10 και κατέπλεε στο λιμάνι του Τέρμινι περί ώρας 23.00 της ίδιας ημέρας, από το οποίο αναχωρούσε περί ώρας 02.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής για το λιμάνι της Τσιβιταβέτσια, όπου κατέπλεε περί ώρας 16.30 της ίδιας ημέρας. Στη συνέχεια αναχωρούσε από το λιμένα της Τσιβιταβέτσια περί ώρας 19.10 της ίδιας ημέρας (Παρασκευής) για τον λιμένα του Παλέρμο, στον οποίο κατέπλεε περί ώρας 8.30 της επομένης ημέρας Σαββάτου, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 12.05 της ίδιας ημέρας για τον λιμένα της Λα Γκουλέτ, όπου κατέπλεε περί ώρας 22.00 της ίδιας ημέρας. Από τον λιμένα της Λα Γκουλέτ απέπλεε περί ώρας 02.25 της Κυριακής, με προορισμό το Παλέρμο της Σικελίας, στον οποίο κατέπλεε περί ώρας 13.00 της ίδιας ημέρας και από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 18.00 της ίδιας ημέρας, με προορισμό το λιμένα της Τσιβιταβέτσια, όπου κατέπλεε περί ώρας 7.00 της ημέρας Δευτέρας. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 6.2.2018 έως 4.4.2018 δεν εκτέλεσε δρομολόγια αλλά παρέμεινε ελλιμενισμένο στο Πέραμα Αττικής για τη διενέργεια εργασιών επισκευής. 3) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.4.2018 έως 16.7.2018, από 12.9.2018 έως 11.12.2018, από 28.3.2019 έως 16.7.2019 και από 16.9.2019 έως 12.12.2019 εκτελούσε δρομολόγια από το λιμένα του Κάλιαρι της Σαρδηνίας προς τους λιμένες της Νάπολης της Ιταλίας και του Παλέρμο της Σικελίας. Συγκεκριμένα, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από τον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 19.00 και κατέπλεε στο λιμένα της Νάπολης περί ώρας 9.30 της Τρίτης. Την Τρίτη απέπλεε από το λιμένα της Νάπολης περί ώρας 19.00 και κατέπλεε στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 9.30 της επόμενης ημέρας (Τετάρτης), από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 19.00 της ίδιας ημέρας με προορισμό το λιμάνι της Νάπολης όπου κατέπλεε περί ώρας 9.30 της επόμενης ημέρας (Πέμπτης), από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 19.00 της ίδιας ημέρας, με προορισμό τον λιμένα του Κάλιαρι, όπου κατέπλεε περί ώρας 9.30 της Παρασκευής. Περί ώρας 19.30 της Παρασκευής απέπλεε από τον λιμένα του Κάλιαρι, με προορισμό το λιμένα του Παλέρμο της Σικελίας, στον οποίο κατέπλεε περί ώρας 8.30 του Σαββάτου και από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 19.30, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 8.30 της Κυριακής. Τέλος 4) κατά τα χρονικά διαστήματα από 17.7.2018 μέχρι 11.9.2018 και από 17.7.2019 μέχρι 15.9.2019 εκτελούσε δρομολόγια από το λιμένα του Κάλιαρι της Σαρδηνίας προς τους λιμένες της Νάπολης της Ιταλίας και του Παλέρμο της Σικελίας. Συγκεκριμένα, αναχωρούσε από τον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 19.00 της Δευτέρας και κατέπλεε στον λιμένα της Νάπολη περί ώρας 9.30 της Τρίτης, από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 18.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 8.00 της Τετάρτης. Ακολούθως, απέπλεε από τον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 10.30 της Τετάρτης και κατέπλεε στο λιμένα του Παλέρμο περί ώρας 22.30 της ίδιας ημέρας, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 23.59 της ίδιας ημέρας με άφιξη στον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 12.00 της Πέμπτης. Την Πέμπτη απέπλεε περί ώρας 19.00 από τον λιμένα του Κάλιαρι και κατέπλεε στον λιμένα της Νάπολης περί ώρας 9.30 της Παρασκευής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 19.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 9.30 του Σαββάτου. Το Σάββατο απέπλεε περί ώρας 19.30 από τον λιμένα του Κάλιαρι και κατέπλεε στον λιμένα του Παλέρμο περί ώρας 8.30 της Κυριακής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 19.30 της ίδιας ημέρας για να επιστρέψει στον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 8.30 της Δευτέρας. Κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, απεδείχθη ότι, σε αυτό υπηρετούσαν ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, ένας (1) ναύκληρος, ένας (1) υποναύκληρος και εννέα (9) ναύτες. Επίσης, απεδείχθη ότι, οι έξι (6) εκ των εννέα (9) ναυτών εκτελούσαν βάρδιες και οι υπόλοιποι τρεις (3) εργάζονταν ως ημερεργάτες ναύτες (daymen). Ο ενάγων, όπως αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό της εναγομένης, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων [με εξαίρεση το χρόνο κατά τον οποίο στο πλοίο διενεργούντο επισκευές], εκτελούσε βάρδιες (φυλακές) στη γέφυρα του πλοίου, πλην του χρονικού διαστήματος από 28.3.2019 έως και 30.4.2019, οπότε παρείχε υπηρεσία ως ημερεργάτης ναύτης (dayman). Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, κατά τη διάρκεια απασχόλησής του στο ανωτέρω πλοίο, εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα ώρες, εργασία για την οποία του έχει καταβληθεί η αμοιβή του για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, πλην όμως αξιώνει απαιτήσεις για την απασχόλησή του, εντός του έτους 2018, για σαράντα (40) ημέρες Σαββάτου και ένδεκα (11) ημέρες αργίας, ήτοι συνολικά για πενήντα μία (51) ημέρες και κατά τη διάρκεια της δεύτερης ναυτολόγησής του, εντός του έτους 2019, για τριάντα έξι (36) ημέρες Σαββάτου και οκτώ (8) ημέρες αργίας, ήτοι συνολικά για σαράντα τέσσερις (44) ημέρες, κατά τις οποίες ισχυρίσθηκε ότι εργαζόταν καθ’ εκάστη επί δώδεκα ώρες χωρίς να λάβει τη δικαιούμενη υπ’ αυτού αμοιβή. Συγκεκριμένα, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της εναγομένης απασχολήθηκε υπερωριακά και συγκεκριμένα ότι εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, όχι μόνον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αλλά και κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά τις οποίες η εργασία του ουδόλως διαφοροποιείτο έναντι των καθημερινών ημερών και ημερών Κυριακής. Καθόν χρόνο του ανατίθεντο καθήκοντα ναύτη βάρδιας, εκάστη βάρδια παρατεινόταν επί δύο [2] ώρες πριν από την έναρξή της ή μετά τη λήξη της, με αποτέλεσμα να εκτελεί κατ’ ουσίαν δύο [2] εξάωρες βάρδιες, απασχολούμενος με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στους λιμένες προσέγγισης του πλοίου, με την ασφάλισή τους, με εργασίες καθαρισμού και συντήρησης και με εργασίες πρόσδεσης, αγκυροβολίας, απόδεσης και άπαρσης του πλοίου, καθώς και ότι ως ημερεργάτης ναύτης, εργαζόταν καθημερινά από ώρας 8.00 έως ώρας 20.00, συμμετέχοντας στις ανωτέρω εργασίες. Οι ανωτέρω αγωγικοί ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι στην ουσία τους, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, πράγματι ο ενάγων εργάζονταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη , ιδίως δε κατά τη διάρκεια των ενδίκων ημερών και δη των πενήντα μίας ημερών Σαββάτου και αργίας εντός του έτους 2018 και των σαράντα τεσσάρων ημερών Σαββάτου και αργίας του έτους 2019, με αποτέλεσμα ο ενάγων να δικαιούται ως αμοιβή για την εργασία του αυτή κατά το έτος 2018, το συνολικό ποσό των ευρώ 5.667,12, εκ του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 4.037,11, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της της περί καταβολής ένστασης της εναγομένης και κατά το έτος 2019, το συνολικό ποσό των ευρώ 4.989,60, εκ του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 3.680,35, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της της περί καταβολής ένστασης της εναγομένης. Επεδίκασε δε εν τέλει στον ενάγοντα ως διαφορά αμοιβής του για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργίας που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο για το έτος 2018 το ποσό των ευρώ 1.630,01 και για το έτος 2019 το ποσό των ευρώ 1.309,25. Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως πλήττει η εναγομένη, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, καθόσον, όπως ισχυρίζεται στα πλαίσια του λόγου αυτού, ο ενάγων δεν εργάζονταν επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των ανωτέρω ημερών, αλλά καθόλη τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, όλες τις ημέρες τις εβδομάδας, εργάζονταν επί οκτώ ώρες καθ’ εκάστη. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια του δευτέρου λόγου έφεσής της, ισχυρίσθηκε ότι, λόγω της πληρότητας της οργανικής σύνθεσης του πλοίου και της κατανομής των εργασιών μεταξύ του πληρώματος καταστρώματος, οι έξι εκ των ναυτών απασχολούντο ανά ζεύγη στις φυλακές της γέφυρας, σε δύο τετράωρες βάρδιες εντός του εικοσιτετραώρου, ήτοι α) από ώρας 08.00 έως ώρας 12.00 και από ώρας 20.00 έως ώρας 24.00, β) από ώρας 12.00 έως ώρας 16.00 και από ώρας 24.00 έως ώρας 04.00 και γ) από ώρας 16.00 έως ώρας 20.00 και από ώρας 04.00 έως ώρας 08.00 και οι υπόλοιποι τρεις ημερεργάτες απασχολούντο μόνον από ώρας 09.00 έως 17.00, σε εργασίες συντήρησης και καθαριότητας του πλοίου. Ότι οι ναύτες δεν απασχολούνταν στις εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης του πλοίου, εργασίες που διαρκούσαν περί τις δύο ώρες για τα οχήματα με συνοδό και λίγο παραπάνω για τα ασυνόδευτα πλοία, καθώς επίσης δεν μετείχαν στη στοιβασία και έχμαση των οχημάτων, οι οποίες εκτελούντο από Ιταλούς στοιβαδόρου. Καθόν χρόνο ο ενάγων εργάσθηκε στη βάρδια γέφυρας, εργαζόταν με έτερο συνάδελφό του δύο τετράωρες βάρδιες, κατά τη διάρκεια των οποίων εις εξ αυτών ευρίσκετο στη γέφυρα του πλοίου και εκτελούσε καθήκοντα οπτήρα, ενώ ο έτερος των ναυτών βάρδιας, έκανε περιπολία στο πλοίο, εκτελώντας και την υπηρεσία «κουρδίσματος των ρολογιών πυρασφάλειας». Οι εργασίες δε κατάπλου και απόπλου του πλοίου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου διαρκούσαν ελάχιστα, με δεδομένη δε τη μικρή επιβατική κίνηση και το γεγονός ότι το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο και προσέγγιζε μόνον ένα λιμάνι, δεν ήταν αναγκαία η εργασία του ενάγοντος, όπως και των λοιπών μελών του πληρώματος, πέραν των οκτώ ωρών. Κατά την εναγομένη οι εργασίες συντήρησης και καθαριότητας του πλοίου ελάμβαναν χώρα, κατά τη διάρκεια της βάρδιας του ενάγοντος, όταν το πλοίο ευρίσκετο στο λιμάνι. Ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρας, …….., κατέθεσε σχετικά ότι, το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης είναι ένα μεγάλο πλοίο, διαθέτει τρία γκαράζ, είναι δε ικανό να μεταφέρει πεντακόσια αυτοκίνητα και 1.850 επιβάτες. Οι ναύτες φυλακής γέφυρας εργαζόταν καθημερινά πέραν των δύο τετράωρων βαρδιών και δη οι βάρδιές τους παρατείνονταν και αυτοί συμμετείχαν στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, στις εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης αυτού, καθώς επίσης και στις εργασίες συντήρησης και καθαριότητας του πλοίου, οι οποίες διενεργούντο κυρίως καθόν χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι. Η φόρτωση του πλοίου ξεκινούσε πέντε ώρες προ της προγραμματισμένης αναχώρησης του πλοίου και στις εργασίες αυτές, πλην των ημερεργατών εργάζονταν και οι ναύτες βάρδιας στη γέφυρα του πλοίου, αλλά και οι ναύτες της προηγούμενης και της επομένης βάρδιας οι οποίοι ξεκινούσαν τη βάρδιά τους δύο ώρες νωρίτερα και εργάζονταν και δύο ώρες μετά τη λήξη της βάρδιάς τους, πλην της βάρδιας 24.00 έως 04.00 κατά την οποία εργαζόταν επί ένα οκτάωρο επιπλέον, ήτοι από ώρας 10.00 έως ώρας 18.00. Η εκφόρτωση διαρκούσε ομοίως πέντε ώρες. Στις εν λόγω εργασίες και δη στο «κοτσάρισμα» και την εκφόρτωση των ασυνόδευτων οχημάτων μετείχαν και οι ναύτες του πλοίου. Κατά τις ημέρες Κυριακής και Δευτέρας κατά τις οποίες το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι και αναχωρούσε την επομένη ημέρα, ομοίως οι ναύτες εργαζόταν επί δώδεκα ώρες, απασχολούμενοι στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, εκφόρτωσης και φόρτωσης αυτού, αλλά και στις εργασίες συντήρησής του. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, η φόρτωση και η εκφόρτωση του πλοίου πραγματοποιούντο από τους ναύτες του πλοίου, με την καθοδήγηση του ναυκλήρου. Οι ναύτες δηλαδή καθοδηγούσαν τους οδηγούς των αυτοκινήτων προκειμένου να σταθμεύσουν εντός του πλοίου, σύμφωνα με το πλάνο φόρτωσης, προκειμένου και για την ευστάθεια του πλοίου. Επίσης, αυτοί (ναύτες) μετέφεραν τα μέσα πρόσδεσης των φορτηγών, τα καβαλέτα για τη στήριξη των τρέιλερ των φορτηγών, βοηθούσαν στο «ξεκοτσάρισμα» των φορτηγών από τα τρέιλερ και στην τοποθέτηση των καβαλέτων και των υπόλοιπων μέσων συγκράτησης, οι δε λιμενεργάτες μετείχαν μόνον στο δέσιμο των φορτηγών. Ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος στα πλαίσια της παρούσας δίκης ενόρκως βεβαιώσας ……, ο οποίος, υπηρέτησε στο ανωτέρω πλοίο ως Υποναύκληρο από το έτος 2018 έως και τον μήνα Ιούλιο 2020, κατέθεσε ότι στο εν λόγω πλοίο η βάρδια παρατεινόταν επί δύο ή και περισσότερες ώρες προ της ενάρξεως ή μετά τη λήξη της, προκειμένου οι ναύτες που εκτελούσαν βάρδια γέφυρας να μετάσχουν στις εργασίες κατάπλου, απόπλου του πλοίου, στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης αυτού, αλλά και στις εργασίες συντήρησης και καθαριότητας αυτού. Επιπλέον ότι, καθημερινά, μετά την εκφόρτωση πραγματοποιείτο καθαριότητα του πλοίου (σκούπισμα και πλύσιμο των γκαράζ και των ανοιχτών καταστρωμάτων) εργασίες στις οποίες μετείχαν όλοι οι ναύτες. Στα λιμάνια της Νάπολης και του Παλέρμο, η εκφόρτωση καθυστερούσε πολύ, διότι δεν υπήρχε επαρκής χώρος στο λιμάνι προκειμένου να σταθμεύσουν τα φορτηγά, με αποτέλεσμα η εκφόρτωση να ολοκληρώνονταν το μεσημέρι και ακολούθως, αμέσως μετά την εκφόρτωση να ξεκινά η εκ νέου φόρτωση του πλοίου. Στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης, απόπλου και κατάπλου του πλοίου, αλλά και στις εργασίες καθαριότητας και συντήρησης αυτού μετείχαν, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, όλοι οι ναύτες, οι ημερεργάτες δε εργάζονταν από ώρας 08.00 έως ώρας 20.00. Τις ημέρες Κυριακής, κατά τις οποίες το πλοίο διανυκτέρευε στο λιμάνι Κάλιαρι, αμέσως μετά την εκφόρτωση το πρωί, οι ναύτες απασχολούντο με την καθαριότητα του πλοίου και δη με το πλύσιμο αυτού που διαρκούσε τουλάχιστον τέσσερις ώρες, την επομένη δε ημέρα έως του απόπλου του πλοίου ώρα 14.00 οι ημερεργάτες αλλά και οι ναύτες βάρδιας απασχολούντο με εργασίες συντήρησης και το βάψιμο του πλοίου. Ειδικώς ως προς τις εργασίες φόρτωσης του πλοίου, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι, η φόρτωση και η εκφόρτωση του εν λόγω πλοίου πραγματοποιείτο από του ναύτες του πλοίου, υπό την καθοδήγηση αυτού και του Ναυκλήρου. Ο Ναύκληρος του πλοίου ίστατο στον καταπέλτη αυτού και με την είσοδο εκάστου οχήματος έδιδε οδηγίες σχετικά με το χώρο στάθμευσης εκάστου, ακολούθως δε ο εν λόγω μάρτυρας μετά των ναυτών του πλοίου καθοδηγούσαν τους οδηγούς των οχημάτων και τους υπεδείκνυαν το σημείο στάθμευσης των οχημάτων τους. Ότι οι ναύτες μετέφεραν τα μέσα πρόσδεσης των βαρέων οχημάτων, τα καβαλέτα για τη στήριξη της καρότσας των φορτηγών, βοηθούσαν στο «ξεκοτσάρισμα» των φορτηγών από τα τρέιλερ και την τοποθέτηση των καβαλέτων κάτω από αυτά, στερέωναν τους ιμάντες σε σημεία του πλοίου και μετείχαν σε όλες τις διαδικασίες για τη φόρτωσης και εκφόρτωσης αυτού. Στις εν λόγω εργασίες ς σε όλους τους λιμένες της Ιταλίας, πλην του λιμένα της Τυνησίας, μετείχαν και οι Ιταλοί λιμενεργάτες, συνεργαζόμενοι μετά των ναυτών. Ο εξετασθείς με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρας, …………., κατέθεσε ότι, κατά την ένδικη περίοδο, το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης ήταν ναυλωμένο και εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ ιταλικών λιμένων. Αφού προσεπιβεβαίωσε ότι από τους εννέα υπηρετούντες στο εν λόγω πλοίο ναύτες, οι έξι εκτελούσαν δύο τετράωρες βάρδιες φυλακής γέφυρας και οι τρεις εξ αυτών υπηρετούσαν ως ημερεργάτες, κατέθεσε ότι, οι ναύτες που υπηρετούσαν ως βάρδια γέφυρας εναλλάσσονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα μεταξύ τους, ώστε όλοι να περνούν από όλες τις βάρδιες, κατά τη διάρκεια δε της βάρδιάς τους, ένας εκ των ναυτών υπηρετούσε στη γέφυρα του πλοίου και ο έτερος της βάρδιας, εκτελούσε περιπολία και δη έλεγχο των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου, τούτο δε εκτελούσαν εναλλάξ κατά τη διάρκεια της βάρδιάς τους. Οι ημερεργάτες δεν εργάζονταν εν πλω τη νύχτα. Κατά τη ίδια μαρτυρική κατάθεση, η φορτοεκφόρτωση, στοιβασία και η έχμαση των οχημάτων του πλοίου εκτελείτο από Ιταλούς στοιβαδόρους σε κάθε λιμάνι, ενώ το πλήρωμα του εν λόγω πλοίου δεν εμπλέκονταν στις εν λόγω εργασίες. Η φόρτωση των συνοδευόμενων οχημάτων και των επιβατών, ξεκινούσε δύο ώρες προ του προγραμματισμένου απόπλου του πλοίου, ενώ η φόρτωση των ασυνόδευτων οχημάτων ξεκινούσε νωρίτερα, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Οι εργασίες συντήρησης του πλοίου, όταν απαιτούντο, διενεργούντο κατά τη διάρκεια της βάρδιας όσο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι, το πλύσιμο δε των καταστρωμάτων μετά τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι. Από τις προσκομιζόμενες, εξάλλου, αποδείξεις μισθοδοσίας, προκύπτει ότι, κατά την καταβολή του μηνιαίου μισθού, η εναγομένη πέραν των χρηματικών ποσών που κατέβαλε με αναγραφόμενη στις εν λόγω αποδείξεις αιτιολογία «Σάββατα και αργίες», κατέβαλε στον ενάγοντα χρηματικά ποσά για τα οποία, στις εν λόγω αποδείξεις μισθοδοσίας ανέγραφε ως αιτιολογία καταβολής τους τη λέξη «Υπερωρίες». Ενόψει του ότι η εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών τυγχάνει στο σύνολό της υπερωριακή, κρίνεται, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του (σελ. 6), με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 8 έως 10) αλλά και με τις προτάσεις που κατέθεσε επί της έφεσης της εναγομένης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σχετικά σελίδες 18 και 19) ότι, τα χρηματικά ποσά που η εναγόμενα κατέβαλε στον ενάγοντα και κατελόγιζε, κατά την καταβολή τους, δια της αναγραφής στις αποδείξεις μισθοδοσίας που η ίδια συνέτασσε ως αιτιολογία τη λέξη «Υπερωρίες», αφορούσαν τα χρηματικά ποσά τα οποία αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας που η εναγομένη συνέτασσε και αφορούν τον ενάγοντα, αποδεικνύεται επιπλέον ότι, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα ως αμοιβή με αιτιολογία «υπερωρίες», ήτοι ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά τον μήνα Απρίλιο 2018, το ποσό των ευρώ (832,70 + 133,82 + 66,91 + 75,63 =) 1.109,06, το οποίο αντιστοιχεί σε (1.109,06 δια 7,71 ευρώ ανά ώρα δια 27 ημέρες καθημερινές και Κυριακές=) 5,32 ώρες υπερωριακής απασχόλησης ημερησίως και αμοιβή για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, το ποσό των ευρώ 411,55 το οποίο αντιστοιχεί μηνιαίως σε (411,55 δια 9,26=) 44,44 ώρες εργασίας. Για έκαστο των μηνών Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτέμβριου του έτους 2018, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 908,33 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το οποίο αντιστοιχούσε σε (908,33 δια 7,71 δια 27 ημέρες=) 4,36 ώρες ημερησίως και το ποσό των ευρώ 411,55 ως αμοιβή για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών. Για έκαστο των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2018 η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 832,23 ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, αντιστοιχούσα σε (832,23 δια 7,71 ευρώ την ώρα=) 107,94 ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και Κυριακές εκάστου μηνός και το ποσό των ευρώ 414,54 για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών εκάστου μηνός. Για έκαστο των μηνών Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2019 κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 848,87 ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές εκάστου μηνός αντιστοιχούσα σε (848,87 δια 9,45=) 89,82 ώρες υπερωριακής απασχόλησης μηνιαίως και το ποσό των ευρώ 422,83 για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών εκάστου μηνός. Τέλος, κατά τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο 2019, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 865,85 ως αμοιβή μηνιαίως για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές εκάστου μηνός και το ποσό των ευρώ 431,29 για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών εκάστου μηνός. Τους υπόλοιπους δε μήνες, κατέβαλε στον ενάγοντα αναλογία των ανωτέρω ποσών. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται επομένως ότι, η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου αποδείχθηκε, εν τούτοις, ότι ο ενάγων, όταν εκτελούσε χρέη ναύτη βάρδιας, πραγματοποιούσε 2 βάρδιες ανά 24ωρο, έκαστη των οποίων, αν και θα έπρεπε να διαρκεί τέσσερις (4) ώρες, σύμφωνα με τα ισχύοντα στο πλοίο, συνήθως διαρκούσε έξι (6) ώρες, διότι η εργασία του παρατεινόταν κατά δύο (2) ώρες, είτε προ της ενάρξεως είτε μετά τη λήξη εκάστης βάρδιάς του. Τα καθήκοντά του περιελάμβαναν πέραν της φυλακής γέφυρας του πλοίου, τη συμμετοχή του στις εργασίες κατάπλου και απόπλου (πρόσδεσης και απόδεσης) του πλοίου και φορτοεκφόρτωσης σε αυτό των μεταφερομένων οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους στους χώρους στάθμευσης, σε κάθε λιμένα προσέγγισης του πλοίου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του, καθώς και στις εργασίες καθαρισμού των εξωτερικών του χώρων (καταστρωμάτων, κλιμάκων και διαδρόμων) και των χώρων στάθμευσης, αλλά και σε εργασίες συντήρησης, που εκτελούντο κατά τη διάρκεια παραμονής του πλοίου στο λιμάνι. Καθόν δε χρόνο απασχολήθηκε ως ημεργάτης, εργαζόταν καθημερινά κατά κανόνα από ώρας 8.00 έως ώρας 20.00 απασχολούμενος στη συντήρηση και τον καθαρισμό του πλοίου και επιπλέον στις εργασίες κατάπλου και απόπλου (πρόσδεσης και απόδεσης) του πλοίου και φορτοεκφόρτωσης σε αυτό των μεταφερομένων οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους στους χώρους στάθμευσης, σε κάθε λιμένα προσέγγισης του πλοίου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του. Και πράγματι, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται, το εν λόγω πλοίο ήταν ναυλωμένο σε τρίτη, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, εταιρεία, η οποία δυνάμει του προσκομιζόμενου σε απόσπασμα συμφωνητικού ναυλώσεως είχε αναλάβει τη φόρτωση και εκφόρτωση του πλοίου, τη στοιβασία, το δέσιμο και λύσιμο του φορτίου εν προκειμένω των μεταφερομένων οχημάτων, με ιδική της δαπάνη και ευθύνη, πλην όμως, κατά τον όρο 6 της εν λόγω συμβάσεως ναυλώσεως, είχε προβλεφθεί ότι, οι ανωτέρω εργασίες θα πραγματοποιούντο υπό την επίβλεψη του Πλοιάρχου του πλοίου και με την «εθιμική βοήθεια» από το πλήρωμα του πλοίου, σε σχέση, κατά τις προβλέψεις του εν λόγω όρου, μόνον για την ασφαλή στοιβασία, διαγωγή, ευστάθεια και αξιοπλοΐα του πλοίου. Και πράγματι επίσης, όπως η εναγομένη ισχυρίσθηκε, στα ανωτέρω λιμάνια, που εξυπηρετούσε το πλοίο, πλην του λιμένος της πόλης Λα Γκουλέτ της Τυνησίας, υποχρεωτικά στη φόρτωση και εκφόρτωση του πλοίου, μετείχαν Ιταλοί στοιβαδόροι, πλην όμως η φόρτωση και εκφόρτωση του πλοίου αλλά και η έχμαση των οχημάτων, εντός του πλοίου, δεν εγίνοντο αποκλειστικά από τους εν λόγω στοιβαδόρους, αλλά στις εργασίες αυτές μετείχαν και οι υπηρετούντες ναύτες στο εν λόγω πλοίο, όπως αναλύεται και κατωτέρω. Με βάση τις ως άνω παραδοχές, συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι, ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργάσθηκε καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπονταν από τις τότε ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως, των Σαββάτων και αργιών συμπεριλαμβανομένων, ημέρες κατά τις οποίες η εργασία του θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, επίσης σύμφωνα με τις ίδιες Σ.Σ.Ν.Ε. και συγκεκριμένα, εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί δωδεκάωρης, κατά μέσο όρο, ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης κάθε μέρα κατά τις ναυτολογήσεις του σ’ αυτό και δη και κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των επίδικων χρονικών διαστημάτων, συνάγεται λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα δρομολόγια, που αναφέρθηκαν ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, μεταξύ διαφόρων λιμένων της αλλοδαπής εντός του Μεσογειακού χώρου, του μικρού αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής του σε κάθε λιμένα, ενόψει ειδικώς όσον αφορά στους λιμένες της Νάπολης και του Παλέρμο, η εκφόρτωση, ελλείψει επαρκούς χώρου για στάθμευση στο λιμάνι, διαρκούσε έως το μεσημέρι, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’ αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, τα οποία δε διαφοροποιούντο κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, του μεγέθους του πλοίου και των χώρων στάθμευσης αυτού και της μεταφορικής του ικανότητας, εφόσον πρόκειται για ένα μεγάλο πλοίο, ολικής χωρητικότητας 30.882 κόρων, του αριθμού των ναυτικών που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του προϊσχύσαντος και εν προκειμένω εφαρμοστέου ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων ουδέποτε απασχολήθηκε υπερωριακά, για τους λόγους, που έχουν ήδη εκτεθεί, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απασχολείτο το ανωτέρω προσωπικό καταστρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Το γεγονός ότι ο ενάγων, καθόλη τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του ουδέποτε εξέφρασε παράπονα για τις συνθήκες εργασίας του δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η μη έκφραση παραπόνων υπό του ενάγοντος περί των ωρών απασχόλησής του κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΜονEφΠειρ 698/2014 ΕλλΔνη 2015.504, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην αυτή παραδοχή αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των ενδίκων ναυτολογήσεών του, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη, με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπώς, ο ενάγων εδικαιούτο ως πρόσθετη αμοιβή για την παρασχεθείσα (υπερωριακή στο σύνολό της) εργασία του: 1) Κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018, το ποσό των ευρώ 5.333,76 ευρώ [51 ημέρες (40 Σάββατα + 11 αργίες) Χ 12 ώρες εργασίας ημερησίως Χ 9,26 ευρώ (το ωρομίσθιο της ειδικότητας του ναύτη προσαυξημένο κατά 50%) = 5.667,12 ευρώ] εκ του οποίου εισέπραξε το ποσό των 4.037,11 ευρώ, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του περί καταβολής ισχυρισμό της εναγομένης, ο οποίος έγινε εν μέρει δεκτός υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν προσβάλλεται με την πρώτη κρινόμενη έφεση του ενάγοντος και επομένως η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ 1.630,01 ευρώ, 2) Κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2019 το ποσό των 4.649,4 ευρώ [44 ημέρες (36 Σάββατα + 8 αργίες) Χ 12 ώρες εργασίας ημερησίως Χ 9,45 ευρώ (το ωρομίσθιο της ειδικότητας του ναύτη προσαυξημένο κατά 50%) = 4.989,60 ευρώ] εκ του οποίου εισέπραξε το ποσό των 3.680,35 ευρώ κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του περί καταβολής ισχυρισμό της εναγομένης, ο οποίος έγινε εν μέρει δεκτός υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν προσβάλλεται με την πρώτη κρινόμενη έφεση του ενάγοντος και επομένως η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει το ποσό των ευρώ 1.309,25 ευρώ. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον τρίτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένως υπό του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι συνεχίζει να του οφείλει τα ως άνω αποδειχθέντα ποσά, ενώ έπρεπε να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντος ως νόμω αβάσιμη, εκ του λόγου ότι, ο ενάγων καμία πρόσθετη αμοιβή για την ανωτέρω εργασία του δεν εδικαιούτο πέραν του «κλειστού μισθού», προφανώς, ως ισχυρίσθηκε και στα πλαίσια της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασίας, εκ του λόγου ότι οι ανωτέρω ΣΣΝΕ, προ της κυρώσεώς τους, δεν ίσχυαν μεταξύ των διαδίκων (σχετικά σελ. 10 εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), τυγχάνουν απορριπτέες, εφόσον ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, οι ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων των ετών 2018 και 2019, τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω ήδη από 1.1.2018 και 1.1.2019, αντίστοιχα. Η εναγομένη, με τον τρίτο λόγο έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, όπως ο ισχυρισμός αυτός εκτιμάται, επαναφέρει την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση καταλογισμού στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή του υπολοίπου της αμοιβής του, για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών του, δια τμηματικής, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, καταβολής υπ’ αυτής σε αυτόν, συνολικού ποσού των ευρώ 4.426,72 κατά το έτος 2018 και του συνολικού ποσού των ευρώ 3.428,42 κατά το έτος 2019, με αναγραφόμενη αιτιολογία καταβολής στις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος «έκτακτες αμοιβές» ή «μπόνους», ισχυρισμός ο οποίος απερρίφθη με την εκκαλουμένη απόφαση ως αβάσιμος στην ουσία του. Συγκεκριμένα, η εναγομένη πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα, επικαλούμενη στα πλαίσια του υπό κρίση (τρίτου) λόγου της δεύτερης κρινόμενης εφέσεως, ότι τα εν λόγω ποσά, τα οποία αυτή κατελόγιζε κατά την καταβολή του μηνιαίου μισθού του ενάγοντος με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές/ bonus», αυτή (εναγομένη), κατέβαλε σε αυτόν (ενάγοντα) εξ ελευθεριότητος και χωρίς να έχει σχετική προς τούτο υποχρέωση, ως κίνητρο καλής απόδοσης του εργαζομένου – ενάγοντος. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, με τον υπό στοιχεία (1) συμπληρωματικό όρο της από 28.3.2019 έγγραφης σύμβασης εργασίας που υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων, προβλέφθηκε ότι «κάθε ποσό που καταβάλλει η πλοιοκτήτρια εταιρεία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με τη σύμβαση εργασίας», καθώς επίσης, με τον υπό στοιχεία (4) συμπληρωματικό όρο της ίδιας συμβάσεως, προβλέφθηκε ότι «σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η Εταιρεία ή ο Πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας». Επικαλείται, παράλληλα ότι, αντίστοιχοι όροι περιελήφθησαν και στις έτερες από 30.10.2017 και από 23.10.2018 έγγραφες συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, εφόσον στη σελίδα 13 της ένδικης έφεσής της αναφέρει «… τα ποσά που καταβάλλουμε στους ναυτικούς μας υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές» συμψηφίζονται με τις τυχόν απαιτήσεις των ναυτικών μας από την υπερωριακή τους εργασία, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού δεν υπάρχει άλλο ποσό που καταβαλλόταν στον αντίδικο πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με την τυχόν υπερωριακή του εργασία…», καθώς επίσης ότι από τους εν λόγω όρους των ενδίκων συμβάσεων ναυτικής εργασίας προβλέφθηκα ρητά, άλλως, κατ’ ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως που περιέχονται στους εν λόγω όρους, προκύπτει ότι, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν, να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά, με την πρόσθετη αμοιβή αυτού από υπερωριακή εργασία, όπως η εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, διότι άλλως δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε άλλο ποσό που καταβαλλόταν σε αυτόν, το οποίο να υπερέβαινε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με την αμοιβή των υπερωριών που αυτός θα πραγματοποιούσε.
Επί του ισχυρισμού αυτού, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 30.10.2017 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, δεν συμπεριελήφθη όρος, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται στα πλαίσια του υπό κρίση τρίτου λόγου της εφέσεώς της, σύμφωνα με τον οποίο «κάθε ποσό που καταβάλλει η πλοιοκτήτρια εταιρεία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με τη σύμβαση εργασίας», καθώς επίσης δεν συμπεριελήφθη όρος, σύμφωνα με τον οποίο «σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η Εταιρεία ή ο Πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας». Παράλληλα, πράγματι στα πλαίσια της πρώτης των εν λόγων συμβάσεων εργασίας, με την από 30.10.2017 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, συμφωνήθηκε ότι η εναγομένη θα καταβάλει στον ενάγοντα μηνιαίως το ποσό των ευρώ 2.756,47. Πλην όμως η εν λόγω συμφωνία ουδέποτε τηρήθηκε, εφόσον κάθε μήνα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα διαφορετικά χρηματικά ποσά ως αμοιβή για την εργασία αυτού, ανώτερα του ανωτέρω με την από 30.10.2017 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, συνομολογηθέντος ποσού, τα οποία μάλιστα η ίδια, κατά την καταβολή τους, κατελόγιζε κάθε φορά ποία ειδικότερα αιτία αφορούν. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στους μήνες απασχόλησης του ενάγοντος, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε πλόες και αξιώνεται διαφορά αμοιβής υπό του ενάγοντος για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, απεδείχθη ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα τα ακόλουθα ποσά, τα οποία η ίδια κατελόγισε στις ακόλουθες αιτίες: (α) κατά τον μήνα Ιανουάριο 2018, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα συνολικές μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 3.134,60 εκ των οποίων, ποσό ευρώ 1.047,10, κατελόγισε στο μισθό ενεργείας ενώ ο νόμιμα προβλεπόμενος κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018 ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 1.068,04, το ποσό των ευρώ 230,36 στο επίδομα Κυριακών ενώ το νόμιμο σχετικό επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 234,97, ποσό ευρώ 21,24 ως επίδομα βαρέως και ανθυγιεινού επιδόματος ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 21,66, ποσό ευρώ 591,97 στο επίδομα αδείας ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα αδείας ανήρχετο στο ποσό των ευρώ (1.068,04 μισθός ενεργείας πλέον 234,97 επίδομα Κυριακών = 1.303,01 δια 22 = 59,23 κατόπιν στρογγυλοποίησης πλέον ημερήσιο αντίτιμο τροφής ήτοι ευρώ 16,25= 75,48 επί 8=) 603,84, το ποσό των ευρώ 411,60 για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, οι οποίες ας σημειωθεί ότι όλες οι ώρες εργασίες κατά τις εν λόγω ημέρες (Σάββατο και αργίες) αποτελούν υπερωρίες και το ποσό των ευρώ 832,33 ως αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις καθημερινές και Κυριακές, εφόσον στην σχετική προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας αναφέρεται ως αιτία καταβολής η λέξη «Υπερωρίες», χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό ότι αυτές φορούν την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, πλην όμως στην ίδια απόδειξη μισθοδοσίας, η αμοιβή του ενάγοντος για την εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, η οποία στο σύνολό της αποτελεί υπερωριακή απασχόληση, αναγράφεται ξεχωριστά. Εάν οι καταβολές υπό της λέξεως «Υπερωρίες» αφορούσαν καταβολής για την εργασία του ενάγοντος τόσο κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής όσο και κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, δεν θα υπήρχε ξεχωριστή εγγραφή στις εν λόγω αποδείξεις για την καταβολή της αμοιβής του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργίας. (β) Κατά τον μήνα Απρίλιο 2018, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα συνολικές μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 4.199,37, εκ των οποίων ποσό ευρώ 1.047,10 κατελόγισε στο μισθό ενεργείας ενώ ο αντίστοιχα νόμιμα προβλεπόμενος ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 1.068,04, το ποσό των ευρώ 230,36 στο επίδομα Κυριακών ενώ το νόμιμο σχετικό επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 234,97, ποσό ευρώ 21,24 ως επίδομα βαρέως και ανθυγιεινού επιδόματος ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 21,66, ποσό ευρώ 591,97 στο επίδομα αδείας ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα αδείας ανήρχετο στο ποσό των ευρώ (1.068,04 μισθός ενεργείας πλέον 234,97 επίδομα Κυριακών = 1.303,01 δια 22 = 59,23 κατόπιν στρογγυλοποίησης πλέον ημερήσιο αντίτιμο τροφής ήτοι ευρώ 16,25= 75,48 επί 8=) 603,84, το ποσό των ευρώ 1.109,06 σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση καθημερινών και Κυριακών εφόσον ως αιτιολογία καταβολής αναφέρεται στην εν λόγω απόδειξη η λέξη «Υπερωρίες», το ποσό των ευρώ 411,55 για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και επιπλέον το ποσό των ευρώ 855 με αιτιολογία «bonus» και (γ) έκαστο των μηνών Μαΐου 2018, Ιουνίου 2018, Ιουλίου 2018, Αυγούστου 2018 και Σεπτεμβρίου 2018, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα συνολικές μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 3.730,55, εκ των οποίων ποσό ευρώ 1.047,10 κατελόγισε στο μισθό ενεργείας ενώ ο αντίστοιχα νόμιμα προβλεπόμενος ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 1.068,04, το ποσό των ευρώ 230,36 στο επίδομα Κυριακών ενώ το νόμιμο σχετικό επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 234,97, ποσό ευρώ 21,24 κατελόγισε ως επίδομα βαρέως και ανθυγιεινού επιδόματος ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 21,66, ποσό ευρώ 591,97 στο επίδομα αδείας ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα αδείας ανήρχετο στο ποσό των ευρώ (1.068,04 μισθός ενεργείας πλέον 234,97 επίδομα Κυριακών = 1.303,01 δια 22 = 59,23 κατόπιν στρογγυλοποίησης πλέον ημερήσιο αντίτιμο τροφής ήτοι ευρώ 16,25= 75,48 επί 8=) 603,84, το ποσό των ευρώ 908,33 σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση καθημερινών και Κυριακών εφόσον η καταβολή αυτού αναφέρει ως αιτιολογία τη λέξη «Υπερωρίες», το ποσό των ευρώ 411,55 για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και επιπλέον το ποσό των ευρώ 520 με αιτιολογία «bonus». Όμοια, αντίστοιχοι όροι, δεν περιελήφθησαν ούτε στην από 23.10.2018 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων. Στην τελευταία αυτή έγγραφη σύμβαση, υπό του τίτλου «Συμπληρώματα όροι που περιλαμβάνονται όπως τυχόν αμοιβαίως συμφωνήθηκαν από τα μέρη», προβλέφθηκε μόνον ότι θα καταβάλλεται στον ενάγοντα, επιπλέον του συμφωνημένου εκ ποσού ευρώ 2.302,27 μισθού, που υπολείπετο των νομίμων ελάχιστων αποδοχών του συνυπολογισμένης και της αμοιβής του για την υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των ευρώ 195 με την αιτιολογία «έξτρα εταιρείας», καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 832,23 για 110 ώρες υπερωριακής απασχόλησης. Εν τούτοις, η εν λόγω συμφωνία ουδέποτε τηρήθηκε, εφόσον κάθε μήνα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα διαφορετικά ποσά ανώτερα του ανωτέρω συνομολογηθέντος ποσού, τα οποία μάλιστα η ίδια, κατά την καταβολή τους, κατελόγιζε κάθε φορά ποία ειδικότερα αιτία αφορούν. Συγκεκριμένα, απεδείχθη ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα τα ακόλουθα ποσά, τα οποία η ίδια κατελόγισε στις ακόλουθες αιτίες: Έκαστο των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του έτους 2018, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα συνολικές μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 3.733,22, εκ των οποίων ποσό ευρώ 1.047,10 κατελόγισε στο μισθό ενεργείας ενώ ο αντίστοιχα νόμιμα προβλεπόμενος ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 1.068,04, το ποσό των ευρώ 230,36 στο επίδομα Κυριακών, ενώ το νόμιμο σχετικό επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 234,97, ποσό ευρώ 21,24 κατελόγισε ως επίδομα βαρέως και ανθυγιεινού επιδόματος ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 21,66, ποσό ευρώ 592,05 στο επίδομα αδείας ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα αδείας ανήρχετο στο ποσό των ευρώ (1.068,04 μισθός ενεργείας πλέον 234,97 επίδομα Κυριακών = 1.303,01 δια 22 = 59,23 κατόπιν στρογγυλοποίησης πλέον ημερήσιο αντίτιμο τροφής ήτοι ευρώ 16,25= 75,48 επί 8=) 603,84, το ποσό των ευρώ 832,23 σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση καθημερινών και Κυριακών, το ποσό των ευρώ 414,54 για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και επιπλέον. η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 195,00 ως επίδομα εταιρείας και το ποσό των ευρώ 400,70 με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές». Επομένως, όσον αφορά στο ποσό των ευρώ 4.426,72 που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά το έτος 2018, με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», δεν προβλέφθηκε, μεταξύ των συμβαλλομένων δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της από 28.3.2019 έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, πράγματι μεταξύ αυτών (διαδίκων στην παρούσα δίκη) συμφωνήθηκε ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος θα ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 3.329,50 μεικτά, στο οποίο θα περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα Σαββάτων και αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας του ενάγοντος, το επίδομα υπερωριών, το τυχόν επίδομα εταιρείας και όλα τα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Επιπλέον, πράγματι, περιελήφθη στην εν λόγω έγγραφη σύμβαση συμπληρωματικός όρος με αριθμό (1) σύμφωνα με τον οποίο «κάθε ποσό που καταβάλλει η πλοιοκτήτρια εταιρεία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με τη σύμβαση εργασίας», καθώς επίσης, με τον υπό στοιχεία (4) συμπληρωματικό όρο της ίδιας συμβάσεως, προβλέφθηκε ότι «σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η Εταιρεία ή ο Πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας». Παράλληλα, κατά το έτος 2019, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα: (α) Έκαστο των μηνών Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2019 συνολικές μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 3.801,19, εκ των οποίων ποσό ευρώ 1.068,04 το οποίο κατελόγισε στο μισθό ενεργείας ενώ ο αντίστοιχα νόμιμα προβλεπόμενος ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 1.089,40, το ποσό των ευρώ 234,97 στο επίδομα Κυριακών ενώ το νόμιμο σχετικό επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 239,67, ποσό ευρώ 21,66 κατελόγισε ως επίδομα βαρέως και ανθυγιεινού επιδόματος ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 22,09, ποσό ευρώ 503,82 στο επίδομα αδείας ενώ το αντίστοιχο νόμιμο επίδομα αδείας ανήρχετο στο ποσό των ευρώ (1.089,40 μισθός ενεργείας πλέον 239,677 επίδομα Κυριακών = 1.329,07 δια 22 = 60,41 πλέον ημερήσιου αντίτιμου τροφής ήτοι ευρώ 16,58 = 76,99 επί 8=) 615,92, το ποσό των ευρώ 848,87 σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση καθημερινών και Κυριακών, το ποσό των ευρώ 422,83 για την απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και επιπλέον η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 198,90 ως επίδομα εταιρείας και το ποσό των ευρώ 402,10 με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και (β) Έκαστο των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2019, συνολικές μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 3.870,92, εκ των οποίων ποσό ευρώ 1.089,40 κατελόγισε στο μισθό ενεργείας όσο δηλαδή και τα νόμιμα, το ποσό των ευρώ 239,67 στο επίδομα Κυριακών όσο δηλαδή και τα νόμιμα, το ποσό των ευρώ 22,09 κατελόγισε ως επίδομα βαρέως και ανθυγιεινού επιδόματος όσο δηλαδή και το νόμιμο, ποσό ευρώ 615,94 αντί του νομίμου 615,92 και επιπλέον η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 202,88 ως επίδομα εταιρείας και το ποσό των ευρώ 403,80 με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές». Εν τούτοις, σύμφωνα με τα ανωτέρω, υπό την οικεία νομική σκέψη, αναφερόμενα, οι προαναφερόμενοι, υπό στοιχείο (1) και (4), συμπληρωματικοί όροι της αμέσως ανωτέρω, τρίτης κατά σειρά έγγραφης συμβάσεως ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, ερμηνευόμενοι κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπουν οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτών δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας – εναγομένης. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση των ανωτέρω όρων («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …» όσον αφορά στον πρώτο εξ αυτών «σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η Εταιρεία ή ο Πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας» όσον αφορά στον υπό στοιχείο (4) συμπληρωματικό όρο) δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, με παρόμοια αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο κρινόμενος τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Η εναγομένη, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις των άρθρων 520 και 522 ΚΠολΔ, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σχετικά σελ. 3) δια της επαναφοράς των ισχυρισμών που περιέχονται στις σελίδες 10-12 των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επανέφερε ισχυρισμό της περί αποσβέσεως των ενδίκων απαιτήσεων, δια της καταβολής, πέραν των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων και στις αποδείξεις μισθοδοσίας ανεγράφη ως αιτιολογία «Σάββατα και Αργίες» και δη του ποσού των ευρώ 4.037,11 όσον αφορά στο έτος 2018 και του ποσού των ευρώ 3.680,35 όσον αφορά στο έτος 2019, ισχυρισμός που έγινε δεκτός υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως βάσιμος στην ουσία του, μη έχουσα επομένως ως προς τούτο έννομο συμφέρον, όπως εκκαλέσει την εκκαλουμένη απόφαση, επιπλέον των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων με αιτιολογία «Υπερωρίες μισθοδοσίας» και δη το ποσό των ευρώ 9.061,33 όσον αφορά στο έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 7.388,59 όσον αφορά στο έτος 2019. Ο ισχυρισμός αυτός, απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του με την εκκαλουμένη απόφαση, με αποτέλεσμα να ηδύνατο να προσβληθεί μόνον με λόγο εφέσεως κατά του υπό κρίση αγωγικού κονδυλίου, ενόψει του ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά τούτο. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος περί καταβολής ισχυρισμός της εναγομένης, καθό μέρος απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και δη κατά το ποσό των ευρώ 9.061,33 όσον αφορά στο έτος 2018 και κατά το ποσό των ευρώ 7.388,59 όσον αφορά στο έτος 2019, ποσά τα οποία η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, ως αιτιολογία δε καταβολής τους στις έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας αυτού (ενάγοντος) ανέγραψε τη λέξη «Υπερωρίες», κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του. Πράγματι, τα εν λόγω ποσά απεδείχθη ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων με αιτιολογία καταβολής τους τη λέξη «Υπερωρίες». Πλην όμως, όπως απεδείχθη και αναλύεται και ανωτέρω, τα εν λόγω ποσά η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, για έτερη αιτία και δη προς εξόφληση της αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται στις σελίδες 18 και 19 των εγγράφων προτάσεών του. Συγκεκριμένα, απεδείχθη ότι ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως όλες τις ημέρες της εβδομάδος και επιπροσθέτως, στις έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος εγίνετο ειδική καταχώρηση της αμοιβής αυτού κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργίας, οπότε όλες οι ώρες απασχόλησης κατά τις ημέρες αυτές αποτελούν υπερωριακή απασχόληση. Τα αναγραφέντα από την εναγομένη στις αποδείξεις μισθοδοσίας ποσά καταβολής με αιτιολογία «Υπερωρίες» αφορούν την αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Εάν πράγματι τα εν λόγω ποσά ή μέρος τους η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα για την εργασία του κατά τις ημέρες αργίας και Σαββάτου, θα ανέγραφε αυτά στις αποδείξεις μισθοδοσίας με αιτιολογία «Σάββατα και αργίες». Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε τον περί καταβολής ισχυρισμό της εναγομένης έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ποσού των ευρώ 9.061,33 όσον αφορά στο έτος 2018 και του ποσού των ευρώ 7.388,59 όσον αφορά στο έτος 2019, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και σιωπηρά, χωρίς ειδική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Επιπλέον, η εναγομένη, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις των άρθρων 520 και 522 ΚΠολΔ, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της ένδικης έφεσής της (σχετικά σελ. 4) δια της επαναφοράς των ισχυρισμών που περιέχονται στις σελίδες 18-19 των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επανέφερε ισχυρισμό της, σύμφωνα με τον οποίο υπό του τίτλου «Επικουρικώς ένσταση συμψηφισμού και εξόφλησης με τις υπέρτερες των νομίμων καταβληθείσες αποδοχές», προέβαλε έναντι των αγωγικών απαιτήσεων του ενάγοντος, σε συμψηφισμό, ως καταβληθείσες πέραν των νομίμων αποδοχών [πέραν του ποσού των ευρώ 7.855,14 που κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» για το οποίο έγινε λόγος ανωτέρω] και του ποσού των ευρώ 16.449,92 το οποίο κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως η ίδια αναφέρει στις προτάσεις με αιτιολογία «Υπερωρίες», καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατά τις έγγραφες προτάσεις της (σελ. 17 εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, οπότε έλαβε χώρα ο ετήσιος δεξαμενισμός του πλοίου. Ο ισχυρισμός αυτός, απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του με την εκκαλουμένη απόφαση, με αποτέλεσμα να ηδύνατο να προσβληθεί μόνον με λόγο εφέσεως κατά του υπό κρίση αγωγικού κονδυλίου, ενόψει του ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά τούτο. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του διότι αφενός μεν, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, δεν υπήρχε νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμβατικού συμψηφισμού – καταλογισμού των εν λόγω απαιτήσεων, με τις απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή της αιτούμενης, με την ένδικη αγωγή του, αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, αφ’ ετέρου δε, ως αναλύεται ανωτέρω το ποσό των ευρώ 16.449,92, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα για άλλη αιτία και δη ως αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και το ποσό των ευρώ 1.038,27 ως αντίτιμο τροφής, καθόν χρόνο δεν παρείχε τροφή σε είδος επί του πλοίου. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε τον περί αποσβέσεως των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος κατά το ανωτέρω ποσό των ευρώ 17.488,19, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και σιωπηρά, χωρίς ειδική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης της εναγομένης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του.
[VΙ] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4005 της 26/28 Φεβρ. 1929 (ΦΕΚ Α` 78) «Περί τροφοδοσίας των πληρωμάτων των εμπορικών πλοίων» «1. Το πλήρωμα του πλοίου δικαιούται εις τροφήν καθ`όλον το διάστημα της εν τω πλοίω υπηρεσίας αυτού και της εν αυτώ κατά το άρθρ.362 Ε.Ν. παραμονής. 2. Η τροφοδοσία βαρύνει τον πλοιοκτήτην, διενεργείται δε υπό την επιμέλειαν και ευθύνην του πλοιάρχου.». Κατά το άρθρο 2 του ιδίου Ν. 4005/1929 «Τα χορηγούμενα εις το πλήρωμα τρόφιμα δέον να είναι υγιεινά, καλής ποιότητος και επαρκή.». Κατά το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου «1. Επί πλοίων χωρητικότητος ολικής ανωτέρας των 250 κόρων η σύνθεσις του ημερησίου εδεσματολογίου εις είδος τροφίμων και ποσόν ορίζεται κατά κατηγορίας πλοίων και προσωπικού δι`αποφάσεως του Υπουργού των Ναυτικών (Διεύθυνσις Εμπορ. Ναυτικού) εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου του Εμπορικού Ναυτικού. 2. Δι` αποφάσεως του Υπουργού ομοίως εκδιδομένης ορίζονται αι περιπτώσεις καθ`ας επιτρέπεται εξαιρετικώς η εις χρηματικόν αντίτιμον καταβολή της τροφοδοσίας και το ποσόν αυτού.». Σε αντικατάσταση των ανωτέρω διατάξεων, με τις διατάξεις του άρθρου 101 του ΚΔΝΔ, υπό του τίτλου «Παροχή τροφής. Εδεσματολόγιον», ορίσθηκε ότι «1. Το πλήρωμα του πλοίου δικαιούται τροφής καθ` όλον το διάστημα της παραμονής του επί του πλοίου. Η τροφοδοσία βαρύνει τον εφοπλιστήν παρέχεται δε επιμελεία και ευθύνη του πλοιάρχου, απαγορευομένης της αναθέσεως ταύτης κατ` αποκοπήν εις τον πλοίαρχον ή οιονδήποτε άλλον αξιωματικόν του πλοίου. 2. Το ημερήσιον εδεσματολόγιον κατά κατηγορίας πλοίων καθορίζεται δι` υπουργικών αποφάσεων, μετά γνώμην του Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού. 3. Κατά την αυτήν διαδικασίαν ορίζονται αι περιπτώσεις καταβολής της τροφοδοσίας εις χρήμα και το ημερήσιον αντίτιμον αυτής. 4. Ο πίναξ του εδεσματολογίου αναρτάται, φροντίδι του πλοιάρχου και υπό τον έλεγχον των Λιμενικών ή Προξενικών Αρχών, εις τα διαμερίσματα του πληρώματος.». Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διατάξεως εξεδόθη η υπό στοιχεία Φ.Υ. 71481/17/70/19-09-1970 (Β’ 14/1971) απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με το άρθρο μόνο της οποίας ορίσθηκε το εδεσματολόγιο των πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων άνω 250κ.. Κατά το άρθρο 102 του ιδίου Κώδικα υπό του τίτλου «Έλεγχος τροφοδοσίας και εδεσματολογίου» «Ο έλεγχος της επαρκείας και καταλληλότητος των τροφίμων και της τηρήσεως του κεκονισμένου εδεσματολογίου ενεργείται αυτεπαγγέλτως υπό των Λιμενικών ή Προξενικών Αρχών, ενδεχόμεναι δε παρατηρήσεις και συστάσεις αυτών προς τον πλοίαρχον καταχωρίζονται εις το ημερολόγιον της γεφύρας. 2. Εάν εκ δόλου ή εξ αμελείας του πλοιάρχου δεν παρέχωνται εις το πλήρωμα του πλοίου τα υπό του εδεσματολογίου καθοριζόμενα τρόφιμα, εις είδος, ποιότητα και ποσότητα, ο πλοίαρχος διώκεται πειθαρχικώς.». Κατά το άρθρο 103 του ιδίου Κώδικα υπό του τίτλου «Υποβολή παραπόνων» « 1. Εν περιπτώσει εγγράφου υποβολής, υπό μελών του πληρώματος ή ανεγνωρισμενης οργανώσεως ναυτικών, παραπόνων προς της Λιμενικήν ή Προξενικήν Αρχήν, αφορώντων εις την εφαρμογήν του εδεσματολογίου και την τροφοδοσίαν εν γένει, η Αρχή προβαίνει εις ειδικήν εξέτασιν αυτών. Προ της υποβολής των παραπόνων εις την Αρχήν, τα μέλη του πληρώματος αναφέρουν ταύτα εις τον πλοίαρχον, υποχρεούμενον όπως προβή εις αναγραφήν αυτών εις το ημερολόγιον γεφύρας. 2. Τα προς την Αρχήν υποβληθέντα παράπονα κρίνονται υπ` αυτής το ταχύτερον. Η υποβολή παραπόνων δεν αποτελεί λόγον παρεμποδίσεως του απόπλου. 3. Εφ` όσον τα υποβληθέντα παράπονα ήθελον θεωρηθή υπό της Αρχής ως προδήλως αβάσιμα, τα υποβαλόντα αυτά μέλη του πληρώματος διώκονται πειθαρχικώς.». Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4078/2012, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, υπό του τίτλου «ΤΙΤΛΟΣ Ι . ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙ ΠΛΟΙΟΥ», όπως ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο προβλέφθηκε μεταξύ άλλων ότι «…Κανονισμός 3.2-Διατροφή και τροφοδοσία Σκοπός: Να εξασφαλιστεί ότι οι ναυτικοί έχουν πρόσβαση σε τροφή καλής ποιότητας και πόσιμο νερό που παρέχονται υπό ρυθμισμένες συνθήκες υγιεινής 1. Κάθε Μέλος πρέπει να εξασφαλίσει ότι τα πλοία που υψώνουν τη σημαία του φέρουν και παρέχουν τροφή και πόσιμο νερό κατάλληλης ποιότητας θρεπτικής αξίας και ποσότητας, που καλύπτουν επαρκώς τις απαιτήσεις του πλοίου και λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές πολιτιστικές και θρησκευτικές καταβολές. 2. Δωρεάν τροφή πρέπει να παρέχεται στους ναυτικούς επί πλοίου κατά τη διάρκεια της περιόδου απασχόλησης τους. 3. Οι ναυτικοί που εργάζονται ως μάγειροι του πλοίου με ευθύνη για την προετοιμασία του φαγητού πρέπει να είναι εκπαιδευμένοι και να έχουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση τους στο πλοίο. Πρότυπο Α3.2 – Διατροφή και τροφοδοσία 1. Κάθε Μέλος πρέπει να υιοθετήσει νόμους και κανονισμούς ή άλλα μέτρα για την παροχή ελάχιστων προτύπων για την ποσότητα και την ποιότητα του φαγητού και του πόσιμου νερού και για τα πρότυπα τροφοδοσίας που ισχύουν για τα γεύματα που παρέχονται στους ναυτικούς επί πλοίων που φέρουν τη σημαία του, και πρέπει να αναλάβει εκπαιδευτικές δραστηριότητες για την προαγωγή της ενημέρωσης και της εφαρμογής των προτύπων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. 2. Κάθε Μέλος πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα πλοία που φέρουν τη σημαία του πληρούν τα ακόλουθα ελάχιστα πρότυπα: (α) οι προμήθειες φαγητού και πόσιμου νερού, έχοντας υπόψη τον αριθμό των ναυτικών επί του πλοίου, τις θρησκευτικές τους απαιτήσεις και τις πολιτιστικές τους πρακτικές, που σχετίζονται με τη διατροφή και τη διάρκεια και τη φύση του ταξιδιού, πρέπει να είναι κατάλληλες όσον αφορά την ποσότητα, τη θρεπτική αξία, την ποιότητα και την ποικιλία, (β) η οργάνωση και ο εξοπλισμός του τμήματος τροφοδοσίας πρέπει να είναι τέτοιοι που να επιτρέπουν την παροχή στους ναυτικούς επαρκών, ποικίλων και θρεπτικών γευμάτων, που ετοιμάζονται και σερβίρονται σε συνθήκες υγιεινής και (γ) το προσωπικό τροφοδοσίας πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο ή να έχει λάβει οδηγίες για τις θέσεις του. 3. Οι πλοιοκτήτες πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι ναυτικοί που απασχολούνται ως μάγειροι των πλοίων είναι εκπαιδευμένοι, έχουν τα κατάλληλα προσόντα και κρίνονται ικανοί για τη θέση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στους νόμους και τους κανονισμούς του σχετικού Μέλους. 4…. . 5. Σε πλοία που λειτουργούν με καθορισμένη στελέχωση κάτω των δέκα, δυνάμει του μεγέθους του πληρώματος ή του προτύπου της εμπορικής δραστηριότητας, μπορεί να μην υποχρεούνται από την αρμόδια αρχή να διαθέτουν πλήρως προσοντούχο μάγειρα, … 6…. 7. Σύμφωνα με τις διαδικασίες συνεχούς συμμόρφωσης που ορίζονται στον Τίτλο 5, η αρμόδια αρχή πρέπει να απαιτεί την πραγματοποίηση τακτικών τεκμηριωμένων επιθεωρήσεων επί πλοίων, από ή με εξουσιοδότηση του πλοιάρχου, όσον αφορά: (α) τις προμήθειες τροφίμων και πόσιμου νερού, (β) όλους τους χώρους και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση και τη διαχείριση τροφίμων και πόσιμου νερού, και (γ) το μαγειρείο και τον λοιπό εξοπλισμό για την προετοιμασία και την παροχή των γευμάτων. …». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων έτους 2018 προβλέφθηκε ότι «το ημερήσιο αντίτιμο τροφής του ναυτικού κάθε βαθμού και ειδικότητας και σε όσες περιπτώσεις δικαιούται τοιούτου καθορίζεται εις ευρώ 16,25 δια την περίοδον 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018». Όμοια διάταξη περιελήφθη και στην ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων έτους 2019 με το άρθρο 3 της οποίας το ημερήσιο αντίτιμο τροφής ορίσθηκε σε ευρώ 16,58 για τη χρονική περίοδο από 1.1.2019 μέχρι 31.12.2019.
Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, αφενός μεν δεν του παρείχετο διόλου τροφή, κατά το χρονικό διάστημα από 8.2.2018 έως 31.3.2018, οπότε στο ανωτέρω πλοίο διενεργούντο εργασίες επισκευής, αφ’ ετέρου δε, κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, η τροφή που του παρέχονταν ήταν υποτυπώδης, ουδέποτε τηρήθηκε το νόμιμο εδεσματολόγιο, ούτε ως προς την ποσότητα ούτε ως προς την ποιότητα και το είδος των τροφίμων, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να προμηθεύεται την αναγκαία διατροφή του με ιδικά του έξοδα. Εκ των λόγων τούτων, αξιώνει όπως του καταβληθεί το, κατά τις ανωτέρω ΣΣΝΕ, προβλεπόμενο αντίτιμο τροφής, για εκάστη ημέρα απασχόλησής του στο ανωτέρω πλοίο και συνολικά το ποσό των ευρώ 9.917,05. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ως βάσιμο στην ουσία του το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο και επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 3.511,73 για το έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 4.244,48 για το έτος 2019, καθόσον έγινε δεκτό ότι, το αντίτιμο τροφής, αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήματα ή αυτούσιο. Το ανωτέρω πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλήττει η εναγομένη με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής της, κατά πρώτον διότι αυτό εκαλύπτετο από τον συνομολογηθέντα κλειστό μισθό και κατά δεύτερο λόγο, διότι το προβλεπόμενο με το άρθρο 3 των ανωτέρω ΣΣΝΕ αντίτιμο τροφής, δεν καταβάλλεται σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνον εάν δεν παρέχεται τροφή επί του πλοίου. Στην προκειμένη δε περίπτωση ο ενάγων διατρέφονταν επί του πλοίου με τρία πλήρη γεύματα, εκτός από το διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιούντο επισκευές επί του πλοίου οπότε του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 1.038,27. Ο υπό κρίση λόγος έφεσής, καθό μέρος η εναγομένη υποστηρίζει ότι το αντίτιμο τροφής εκαλύπτετο από τον συνομολογηθέντα κλειστό μισθό, κρίνεται αβάσιμος, διότι όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, αφενός μεν ο συνομολογηθείς με τις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας μισθός, ουδέποτε τηρήθηκε, εφ’ ετέρου δε η εναγομένη τα ποσά που κατέβαλε κάθε μήνα στον ενάγοντα κατελόγιζε η ίδια στην αιτία καταβολής τους, από τις προσκομισθείσες δε αποδείξεις μισθοδοσίας, κανένα ποσό, για την εν λόγω αιτία, δεν κατεβλήθη στον ενάγοντα καθόν χρόνο αυτό διενεργούσε πλόες. Εξάλλου, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, μεταξύ των διαδίκων, δεν υπήρχε συμφωνία ότι το ποσό το οποίο κάθε μήνα η εναγομένη θα κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές/bonus» ηδύνατο να καταλογίσει αυτό σε έτερες οφειλές της από τις επίδικες εργασιακές της σχέσεις. Εν τούτοις, πράγματι, κατά τον βάσιμο τέταρτο λόγο έφεσης της εναγομένης κατά το δεύτερο σκέλος του, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 3 των εφαρμοζόμενων εν προκειμένω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων των ετών 2018 και 2019, κατά τη διατύπωση των οποίων «το ημερήσιο αντίτιμο τροφής του ναυτικού κάθε βαθμού και ειδικότητας και σε όσες περιπτώσεις δικαιούται τοιούτου καθορίζεται εις…» το εν λόγω αντίτιμο τροφής, δεν καταβάλλεται σε κάθε περίπτωση εφαρμογής των εν λόγω ΣΣΝΕ, αλλά, δια της αναφοράς «… και σε όσες περιπτώσεις δικαιούται τοιούτου …» τούτο καταβάλλεται μόνον, σε περίπτωση που δεν χορηγείται επί του πλοίου τροφή σε είδος. Εν προκειμένω δε, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες, στο πλοίο παρέχονταν τροφή στο πλήρωμα αυτού και μάλιστα, όπως απεδείχθη και από τους εξετασθέντες με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρες, η εναγομένη απασχολούσε μάγειρα επί του πλοίου και διατηρούσε οργανωμένη κουζίνα, παρέχοντας στο πλήρωμά του τρεις γεύματα ημερησίως. Οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί χορήγησης μειωμένης σε ποσότητα τροφής, καθώς επίσης οι ισχυρισμοί περί κακής ποιότητος αυτής, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται ο ενάγων να προμηθεύεται με ίδια μέσα την τροφή του, δεν κρίνονται πειστικοί. Και πράγματι, ο ενάγων επικαλείται τις καταθέσεις των ενόρκως, με επιμέλειά του, βεβαιούντων και συγκεκριμένα (α) την ένορκη βεβαίωση του …………, ο οποίος κατέθεσε σχετικά «… Ο ……. συχνά παραπονιόταν, όχι μόνο για τα γκαραζιάτικα» που δεν μας πλήρωναν αλλά και για το φαγητό. Νόμιμο εδεσματολόγιο δεν υπήρχε. Κάθε πρωί μας έδιναν για πρόγευμα μόνο αυγά και το μεσημεριανό και το βραδινό κυριολεκτικά δεν τρωγόταν. Κάθε μέρα μας δίνανε ζυμαρικά με όσπρια, που όπως μας τα σερβίριζαν έτσι τα πετούσαμε. Φρούτα και λαχανικά δεν υπήρχαν. Μόνο μήλα και σάπιες μπανάνες μας έδιναν. Ο ………, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες ναυτικοί του πλοίου, αναγκαζόμασταν να αγοράζουμε τρόφιμα από το λιμάνι με δικά μας χρήματα για να μην μένουμε κυριολεκτικά νηστικοί… Όλοι οι ναυτικοί και ο ……… υποφέραμε και παραπονιόμασταν … γιατί δουλεύαμε σχεδόν νηστικοί, αφού το φαγητό που μας έδιναν δεν άξιζε ούτε 5 ευρώ και κυριολεκτικά δεν τρωγόταν…» και (β) την ένορκη βεβαίωση του …………., ο οποίος κατέθεσε σχετικά «… Τέλος δεν είναι αλήθεια ο ισχυρισμός της εταιρείας ότι παρέχονταν στο πλήρωμα πλήρη γεύματα. Η τροφοδοσία στο πλοίο ήταν χάλια. Ποτέ δεν μας έδωσαν κανονικό φαγητό και αυτό που μας έδιναν να φάμε κυριολεκτικά δεν τρωγόταν. Δεν άξιζε ούτε 5 ευρώ. Ο …….. όπως και οι υπόλοιποι έλληνες ναυτικοί του πλοίου, αναγκαζόμασταν να αγοράζουμε τρόφιμα από το λιμάνι, με δικά μας χρήματα, για να μην μένουμε κυριολεκτικά νηστικοί. Καθημερινά γινόντουσαν παράπονα από το πλήρωμα αλλά και καβγάδες με τον μάγειρα και τον καπετάνιο για την απαράδεκτη τροφοδοσία… όμως η απάντηση που παίρναμε μονίμως ήταν σε «όποιον δεν αρέσει να φύγει»…». Από τις εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις προκύπτει ότι πράγματι απασχολείτο μάγειρας επί του πλοίου, όπως επίσης ότι στο πλήρωμα του πλοίου σερβίρονταν τρία γεύματα. Εν τούτοις, οι ανωτέρω αγωγικοί ισχυρισμοί περί της ποσότητας και ποιότητας των γευμάτων επί του πλοίου, δεν κρίνονται πειστικοί, καθόσον δεν προσκομίζεται υπό του ενάγοντος κανένα έγγραφο αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει ότι αυτός πράγματι προς κάλυψη των αναγκών του σε διατροφή δαπανούσε εξ ιδίων χρηματικά ποσά, δεδομένης και της διάρκειας των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεώς του στο ανωτέρω πλοίο. Εξάλλου, αν και πράγματι οι ανωτέρω εξετασθέντες με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρες, κατέθεσαν ότι, όλο το πλήρωμα διαμαρτύρετο για τη χορηγούμενη επί του πλοίου τροφή, δεν προσκομίζεται σχετική καταχώρηση στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, αλλά ούτε έγγραφη διαμαρτυρία του πληρώματος στις αρμόδιες αρχές, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη. Περαιτέρω, εν τούτοις, κατά το χρονικό διάστημα από 8.2.2018 έως 31.3.2018, οπότε στο πλοίο δεν λειτουργούσε οργανωμένη κουζίνα, καθόσον στο εν λόγω πλοίο διενεργούντο επισκευές, απεδείχθη ότι η εναγομένη δεν χορηγούσε τροφή σε είδος στο πλήρωμα που υπηρετούσε επί του πλοίου. Ο ενάγων για την εν λόγω αιτία εδικαιούτο το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 3 της ανωτέρω ΣΣΝΕ έτους 2018 ημερήσιο αντίτιμο τροφής, ανερχόμενο στο ποσό των ευρώ 16,25 ημερησίως. Συνολικά για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [52 ημέρες επί 16,25=] 845,00, έναντι του οποίου, κατά τον βάσιμο στην ουσία του περί καταβολής ισχυρισμό της εναγομένης, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και κατά τούτο δεν επλήγη υπό του μόνου έχοντος έννομο συμφέρον ενάγοντος, ο ενάγων έλαβε συνολικά το ποσό των ευρώ 1.038,27. Επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων έχει εξοφληθεί πλήρως και κανένα ποσό δεν του οφείλει η εναγομένη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ως νόμιμο και ακολούθως ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο το σχετικό αγωγικό κονδύλιο και επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 3.511,73 για αντίτιμο τροφής κατά το έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 4.244,48 για αντίτιμο τροφής για το έτος 2019, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον συναφή βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης.
[VΙΙ] Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 5 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2018 υπό του τίτλου «Ειδικά Επιδόματα» προβλέφθηκε ότι: «Εις τους επί των πλοίων του άρθρου 1 της παρούσης υπηρετούντας ναυτικούς καταβάλλονται και τα παρακάτω γενικά και ειδικά επιδόματα…11 Επίδομα Ιματισμού: Εις τα κάτωθι μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος και μηχανοστασίου παρέχεται μηνιαίο επίδομα ιματισμού για την φθορά των ενδυμάτων ως ακολούθως: α)…β)…ναύτης 50,95 ευρώ.». Όμοια διάταξη περιελήφθη και στην αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2019, με την οποία το εν λόγω επίδομα ορίσθηκε στο ποσό των 51,97 ευρώ μηνιαίως. Ακολούθως, στις διατάξεις του άρθρου 11 αμφοτέρων των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. υπό του τίτλου «Ιματισμός» προβλέφθηκε ότι «1. Εις έκαστο Αξιωματικό και μέλος του κατωτέρου πληρώματος, περιλαμβανομένου και του προσωπικού Γενικών Υπηρεσιών, παρέχεται ο απαιτούμενος ιματισμός για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 2. Εις έκαστο μέλος του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος χορηγείται επί πλέον ένας αδιάβροχος επενδύτης (νιτσεράδα) και ένα ζεύγος αδιάβροχων υποδημάτων εις δε το κατώτερο προσωπικό μηχανής φόρμες ή ανάλογος ιματισμός για την εκτέλεση της εργασίας των. 3. Σε όλους τους Αξ/κούς χορηγείται υπό του Πλοιοκτήτου μια στολή καθ’ εκάστη τουριστική περίοδο, μετά δε τη λήξη της τουριστικής περιόδου (θερινής ή χειμερινής) η στολή αύτη ανήκει κατά κυριότητα στο ναυτικό». Με τις προαναφερόμενες επομένως διατάξεις προβλέφθηκε αφενός μεν η υποχρέωση της εναγομένης να χορηγήσει στον ενάγοντα ειδικό ιματισμό προς εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρο 11) και επιπροσθέτως, στην παράγραφο 11 του άρθρου 5 προβλέφθηκε ειδικό επίδομα, ως μέρος των τακτικών αποδοχών του, χρηματικό ποσό για τη φθορά των ενδυμάτων του. Το εν λόγω προβλεπόμενο στην παράγραφο 11 του άρθρου 5 των ανωτέρω ΣΣΝΕ επίδομα, όφειλε να καταβάλει η εναγομένη στα μέλη του πληρώματος καταστρώματος της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, για τη φθορά των ενδυμάτων τους, ανεξαρτήτως εάν χορήγησε σε αυτούς ιματισμό σε είδος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε.. Τούτο επιρρωνύεται (όμοια ΕΠ 696/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς) και από το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα ότι αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 5 παρ.3 όλων των Σ.Σ.Ν.Ε., που αφορούν στα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, σύμφωνα με την οποία, εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται σ’ αυτά το προβλεπόμενο στο ίδιο άρθρο επίδομα, δεν έχει περιληφθεί στις εν προκειμένω εφαρμοστέες επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος Σ.Σ.Ν.Ε. Εν προκειμένω, από τη συνεκτίση των ιδίων ως άνω αποδείξεων και ιδίως από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα το εν λόγω επίδομα, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του. Και πράγματι, όπως η τελευταία ισχυρίζεται, αυτή (εναγομένη) παρείχε στον ενάγοντα τον απαιτούμενο για την εκτέλεση των καθηκόντων του ιματισμό, πλην όμως, ως αναλύεται ανωτέρω, το εν λόγω ειδικό επίδομα «επίδομα ιματισμού» προβλέφθηκε ως μέρος των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος ανεξάρτητα εάν η εναγομένη παρείχε τον ειδικό ιματισμό στον ενάγοντα που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 11 των ανωτέρω ΣΣΝΕ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων υπό της εναγομένης στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης. Επομένως, ο ενάγων εδικαιούτο ως επίδομα φθοράς ιματισμού μηνιαίως, κατά το έτος 2018, το ποσό των ευρώ 50,95 και κατά το έτος 2019 το ποσό των ευρώ 51,97, το οποίο η εναγομένη δεν του κατέβαλε. Συγκεκριμένα, ο ενάγων : 1) Για το έτος 2018, κατά το οποίο απασχολήθηκε από 1.1.2018 έως 5.2.2018 και από 5.4.2018 έως 11.12.2018, ήτοι για χρονικό διάστημα επτά (7) μηνών και δώδεκα (12) ημερών, δικαιούται το συνολικό ποσό των 377,03 ευρώ [356,65 ευρώ (50,95 ευρώ Χ 7 μήνες) + 20,38 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ευρώ (50,95 ευρώ/30 ημέρες Χ 12 ημέρες)] και 2) Για το έτος 2019, κατά το οποίο απασχολήθηκε από 28.3.2019 έως 12.12.2019 ήτοι για χρονικό διάστημα οκτώ (8) μήνες και δέκα έξι (16) ημερών κατά σωστή άθροισης εφόσον υπολογίζονται τέσσερις ημέρες του μηνός Μαρτίου 2019 και δώδεκα ημέρες του μηνός Δεκεμβρίου 2019 πλέον οκτώ μηνών και όχι οκτώ μηνών και δέκα τεσσάρων ημερών, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της, το συνολικό ποσό των 443,47 ευρώ [415,76 ευρώ (51,97 ευρώ Χ 8 μήνες) + 27,71 ευρώ (51,97 ευρώ/30 ημέρες Χ 16 ημέρες)], πλην όμως ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του για την αιτία αυτή αξιώνει το ποσό των ευρώ 443,30, ποσό το οποίο και πρέπει να επιδικασθεί. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων δε δικαιούται να λάβει το συγκεκριμένο επίδομα, διότι η ίδια χορηγούσε στους ναυτικούς του πλοίου της τον απαιτούμενο ιματισμό, τον οποίο και αντικαθιστούσε σε περίπτωση φθοράς του, κατόπιν αιτήματός τους, απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω αβάσιμος. Ο ισχυρισμός της εναγομένης που περιέχεται στον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένως υπό του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι συνεχίζει να του οφείλει τα ως άνω αποδειχθέντα ποσά, ενώ έπρεπε να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντος ως νόμω αβάσιμη, εκ του λόγου ότι ο ενάγων καμία πρόσθετη αμοιβή για την ανωτέρω εργασία του δεν εδικαιούτο πέραν του «κλειστού μισθού», προφανώς, εκτιμώμενος ο λόγος αυτό, εκ του λόγου ότι οι ανωτέρω εφαρμοζόμενες ΣΣΝΕ προ της κυρώσεώς τους δεν ίσχυαν μεταξύ των διαδίκων, τυγχάνει απορριπτέος, εφόσον ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, οι ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων των ετών 2018 και 2019 τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω ήδη από 1.1.2018 και 1.1.2019, αντίστοιχα. Η εναγομένη, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις των άρθρων 520 και 522 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το επίδικο κονδύλιο δεν εξαφανίζεται, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της ένδικης έφεσής της (σχετικά σελ. 4) δια της επαναφοράς των ισχυρισμών που περιέχονται στις σελίδες 18-19 των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επανέφερε ισχυρισμό της, σύμφωνα με τον οποίο υπό του τίτλου «Επικουρικώς ένσταση συμψηφισμού και εξόφλησης με τις υπέρτερες των νομίμων καταβληθείσες αποδοχές», προέβαλε έναντι των αγωγικών απαιτήσεων του ενάγοντος, σε συμψηφισμό, ως καταβληθέντων πέραν των νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, το ποσό των ευρώ 7.855,14 που κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», το ποσό των ευρώ 16.449,92 το οποίο κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως η ίδια αναφέρει στις προτάσεις με αιτιολογία «Υπερωρίες», καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατά τις έγγραφες προτάσεις της (σελ. 17 εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, οπότε έλαβε χώρα ο ετήσιος δεξαμενισμός του πλοίου. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ισχυρισμός τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, διότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, μεταξύ των διαδίκων, δεν υπήρχε συμφωνία ότι το ποσό το οποίο κάθε μήνα η εναγομένη θα κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές/bonus», «υπερωρίες» και «αντίτιμο τροφοδοσίας» ηδύνατο να καταλογίσει σε έτερες οφειλές της από τις επίδικες εργασιακές της σχέσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ότι δηλαδή ο ενάγων δικαιούται να λάβει το συγκεκριμένο επίδομα και ότι του οφείλονται για την αιτία αυτή τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της, απορριπτομένων ως αβασίμων.
[VΙΙΙ] Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21 αμφότερων των ανωτέρω εφαρμοζόμενων εν προκειμένω ΣΣΝΕ υπό του τίτλου «Πρόσθετοι εργασίαι και καθορισμός αμοιβής τούτων» προβλέφθηκε ότι «3. Εις ας περιπτώσεις δεν διατίθενται ειδικοί προς τούτο άνδρες για το κούρδισμα των ωρολογίων πυρασφάλειας, οι προς τούτο διατιθέμενοι κατά τας νυκτερινάς φυλακάς εν πλω δια την εργασία ταύτη θα αμείβονται υπερωριακώς με μίαν ώρα κατά φυλακή έκαστος, εφ’ όσον τα ωρολόγια θα υπερβαίνουν τα δώδεκα». Με την εν λόγω διάταξη δηλαδή προβλέφθηκαν ως προϋποθέσεις καταβολής πρόσθετης αμοιβής, ανερχομένης στην αμοιβή μίας ώρας ως υπερωριακή απασχόληση, στον υπηρετούντα ως ναύτη φυλακής, για την πρόσθετη εργασία απασχόληση αυτού στο «κούρδισμα των ωρολογίων πυρασφάλειας» είναι (α) η εκτέλεση της εν λόγω εργασίας κατά τη διάρκεια του πλου, (β) η μη απασχόληση για την εν λόγω εργασία ειδικών προς τούτο ανδρών, υπό την έννοια ναυτολογημένων που απασχολούντο με την εν λόγω εργασία και μόνον, (γ) η εκτέλεση της εν λόγω εργασίας από τον εκτελούντα βάρδια ναύτη κατά τη διάρκεια της νύχτας και (δ) τα ωρολόγια να υπερβαίνουν τα δώδεκα.
Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, για την εν λόγω αιτία, αξιώνει αμοιβή για την υπ’ αυτού εκτέλεση της εν λόγω πρόσθετης εργασίας, κατά τη διάρκεια του έτους 2018 για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2018 έως και 7.2.2018 και από 1.4.2018 έως και 11.12.2018 για σαράντα (40) ημέρες Σαββάτου, ένδεκα (11) ημέρες αργίας και διακόσια σαράντα δύο (242) ημέρες καθημερινές και ημέρες Κυριακής και για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 12.12.2019 για τριάντα μία (31) ημέρες Σαββάτου, έξι (6) ημέρες αργίας και εκατόν ογδόντα εννέα (189) ημέρες καθημερινές και ημέρες Κυριακής. Με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της κατά τούτο και επιδικάσθηκε στον ενάγοντα στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεών του πρόσθετη αμοιβή εκ ποσού ευρώ 2.338,08 για την παροχή της εν λόγω προσθέτου εργασίας υπό του ενάγοντος για σαράντα (40) ημέρες Σαββάτου, ένδεκα (11) ημέρες αργίας και διακόσια σαράντα δύο (242) ημέρες καθημερινές και ημέρες Κυριακής εντός του έτους 2018 και αμοιβή εκ ποσού ευρώ 1.838,97 για την παροχή της εν λόγω προσθέτου εργασίας υπό του ενάγοντος για τριάντα μία (31) ημέρες Σαββάτου, έξι (6) ημέρες αργίας και εκατόν ογδόντα εννέα (189) ημέρες καθημερινές και ημέρες Κυριακής εντός του έτους 2019. Η εναγομένη, στα πλαίσια του έκτου λόγου της ένδικης έφεσης αυτής, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση κατά πρώτο λόγο, διότι όπως ισχυρίζεται, ο ενάγων δεν εδικαιούτο τέτοια αμοιβή, εκ του λόγου ότι οι ανωτέρω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων των ετών 2018 και 2019 δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, με αποτέλεσμα η αμοιβή του ενάγοντος για την εν λόγω εργασία του να καλύπτεται από τον συνομολογηθέντα από τις έγγραφες συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων «κλειστό μισθό». Εν τούτοις, ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης κρίνεται αβάσιμος, διότι, αφενός μεν όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, οι ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων των ετών 2018 και 2019 τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω και μάλιστα από 1.1.2018 και 1.1.2019 αντίστοιχα, αφ’ ετέρου δε, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος δεν προκύπτει ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα αμοιβή για την εν λόγω αιτία, ενόψει του ότι, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, όλα τα ποσά τα οποία η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κάθε μήνα, καταλογίζονταν υπ’ αυτής σε ορισμένη αιτία, από τις αποδείξεις μισθοδοσίας δε δεν προκύπτει ότι κατεβλήθη οιοδήποτε ποσό στον ενάγοντα για την αιτία αυτή. Επιπλέον, δεν απεδείχθη ότι, το ποσό που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές/bonus», με ειδική συμφωνία των διαδίκων, καταλογίζονταν και στην ένδικη απαίτηση, όπως ομοίως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω. Περαιτέρω, η εναγομένη, με τον ίδιο (έκτο) λόγο έφεσης πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση και για εσφαλμένη εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 21 αμφότερων των ανωτέρω εφαρμοζόμενων εν προκειμένω ΣΣΝΕ, εκ του λόγου ότι, εφαρμόσθηκε εν προκειμένω και επιδικάσθηκε σχετική αμοιβή στον ενάγοντα αν και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Τούτο διότι αυτή είχε διαθέσει ειδικούς, προς εκτέλεση της εν λόγω πρόσθετης εργασίας (κούρδισμα των ωρολογίων πυρασφάλειας) άνδρες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον είχε ορίσει ότι την εργασία αυτή θα εκτελούσε ο εις εκ των δύο ναυτών που υπηρετούσαν στη γέφυρα του πλοίου. Εν τούτοις, κατά τη σαφή διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 21 αμφότερων των ανωτέρω εφαρμοζόμενων εν προκειμένω ΣΣΝΕ, προκειμένου η εναγομένη να μην υποχρεούται στην καταβολή της προβλεπόμενης στην ίδια διάταξη αμοιβής, απαιτείτο να έχει προβλέψει ειδικούς για την εκτέλεση μόνον της εν λόγω εργασίας άνδρες. Πράγματι, κατά την εν λόγω διάταξη, σύμφωνα με την οποία «3. Εις ας περιπτώσεις δεν διατίθενται ειδικοί προς τούτο άνδρες για το κούρδισμα των ωρολογίων πυρασφάλειας, οι προς τούτο διατιθέμενοι κατά τας νυκτερινάς φυλακάς εν πλω δια την εργασία ταύτη θα αμείβονται υπερωριακώς με μίαν ώρα κατά φυλακή έκαστος, εφ’ όσον τα ωρολόγια θα υπερβαίνουν τα δώδεκα», προκύπτει ότι, ο απασχολούμενος με την εν λόγω εργασία ναύτης, έπρεπε να απασχολείται μόνον με αυτήν. Εν προκειμένω, όπως η ίδια η εναγομένη δέχεται στα πλαίσια του υπό κρίση (έκτου) λόγου εφέσεως, ο εκτελών την εν λόγω υπηρεσία ναύτης ήταν ο ένας εκ των δύο ναυτών που είχαν ορισθεί ως εκτελούντες βάρδια φυλακής γέφυρας του πλοίου. Εξάλλου, το γεγονός ότι, ο εκτελών την εν λόγω υπηρεσία ναύτης μέλος της βάρδιας φυλακής γέφυρας, εκτελούσε την εν λόγω πρόσθετη εργασία, εντός της βάρδιάς του, ουδόλως ασκεί επιρροή, κατά τη σαφή διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Περαιτέρω, εν προκειμένω απεδείχθη ότι, τα ωρολόγια του πλοίου υπερέβαιναν τα δώδεκα, εφόσον κατά την κατάθεση αμφοτέρων των ενόρκως βεβαιούντων με επιμέλεια του ενάγοντος, ……… και ………., ανέρχονταν σε αριθμό τα τριάντα. Επομένως, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε πλόες, κατά τις νυχτερινές ώρες, ως τέτοιες νοούμενες από ώρας 18.00 έως ώρας 06.00 σε συνάφεια με τις οριζόμενες ως ώρες εργασίας νυχτοφυλάκων στο άρθρο 18 των ανωτέρω ΣΣΝΕ και την εν λόγω εργασία (κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας) εκτελούσε ο ενάγων, όταν υπηρετούσε κατά τις αντίστοιχες ώρες σε βάρδια φυλακής γέφυρας, εφόσον απεδείχθη ότι ανά μία ώρα εναλλάσσονταν οι εκτελούντες φυλακή γέφυρας του πλοίου και ο εις εκ του εκτελούντων βάρδια φυλακής στη γέφυρα του πλοίου ναύτης εκτελούσε χρέη οπτήρα, ο έτερος δε εκτελούσε την εν λόγω εργασία, ο ενάγων εδικαιούτο για την εν λόγω πρόσθετη εργασία πρόσθετη αμοιβή ανερχομένη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, στο ύψος της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση μιας ώρας. Όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, όταν ο ενάγων εργαζόταν κατά βάρδιες εργαζόταν άλλοτε α) από ώρας 08.00 έως ώρας 12.00 και από ώρας 20.00 έως ώρας 24.00, άλλοτε β) από ώρας 12.00 έως ώρας 16.00 και από ώρας 24.00 έως ώρας 04.00 και άλλοτε γ) από ώρας 16.00 έως ώρας 20.00 και από ώρας 04.00 έως ώρας 08.00, κατά δε την αγωγή του που δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εναγομένη, εκτελούσε την εν λόγω πρόσθετη εργασία δύο φορές, με αποτέλεσμα, να αποδεικνύεται ότι κατά τη νυχτερινή του βάρδια, ήτοι όταν εργάζονταν από ώρας 20.00 έως ώρας 24.00, ή από ώρας 24.00 έως ώρας 04.00 ή από ώρας 04.00 έως ώρας 08.00, η υπ’ αυτού άσκηση της ανωτέρω πρόσθετης εργασίας μία τουλάχιστον φορά συνέπιπτε με τη νυχτερινή του βάρδια, ήτοι από ώρας 18.00 έως ώρας 06.00. Επίσης, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.2.2018, τις ημέρες Δευτέρα και Τετάρτη, κατέπλεε στο λιμάνι της πόλης Τσιβιταβέτσια της Ιταλίας ώρα 07.00 και 16.30 αντίστοιχα και απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα Τρίτη και Πέμπτη, αντίστοιχα, ώρα 09.10 για το λιμάνι της πόλης Τέρμινι Ιμερέζε της Σικελίας. Κατά δε τα χρονικά διαστήματα από 5.4.2018 έως 16.7.2018, από 12.9.2018 έως 11.12.2018, από 1.5.2019 έως 16.7.2019 και από 16.9.2019 έως 12.12.2019 την ημέρα Κυριακή, με την άφιξή του στο λιμάνι Κάλιαρι της Σαρδηνίας απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 της ημέρας Δευτέρας για ο λιμάνι της Νάπολης της Ιταλίας. Ως εκ τούτου, απεδείχθη ότι την εν λόγω πρόσθετη εργασία ο ενάγων εκτέλεσε: [Α] Κατά το έτος 2018 (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.2.2018 επί δέκα πέντε ημέρες καθημερινές πέντε ημέρες Κυριακής, τέσσερις ημέρες Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (6.1.), (β) κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2018 έως 16.7.2018 εκτέλεσε την εν λόγω πρόσθετη εργασία κατά τον μήνα Απρίλιο 2018 επί δέκα πέντε ημέρες καθημερινές, τρεις ημέρες Σαββάτου και τρεις ημέρες αργίας (6.4, 9.4 και 23.4), κατά τον μήνα Μάιο 2018 επί είκοσι μία ημέρες καθημερινές, τέσσερις ημέρες Σαββάτου και δύο ημέρες αργίας (1.5 και 17.5), κατά τον μήνα Ιούνιο 2018 επί είκοσι μία ημέρες καθημερινές και πέντε ημέρες Σαββάτου, κατά τον μήνα Ιούλιο 2018 επί ένδεκα ημέρες καθημερινές και δύο ημέρες Σαββάτου, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 17.7.2018 έως 11.9.2018 κατά τον μήνα Ιούλιο 2018 επί ένδεκα ημέρες καθημερινές, δύο ημέρες Κυριακής και δύο ημέρες Σαββάτου, κατά τον μήνα Αύγουστο 2018 επί είκοσι δύο ημέρες καθημερινές, τέσσερις ημέρες Κυριακής, τέσσερις ημέρες Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (15.8) και κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2018 επί επτά ημέρες καθημερινές, δύο ημέρες Κυριακής και δύο ημέρες Σαββάτου και (δ) κατά το χρονικό διάστημα από 12.9.2018 έως 11.12.2018 κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2018 επί δώδεκα ημέρες καθημερινές, τρεις ημέρες Σαββάτου και μιας ημέρας αργίας (14.9), κατά τον μήνα Οκτώβριο 2018 επί είκοσι τρεις ημέρες καθημερινές και τέσσερις ημέρες Σαββάτου, τον μήνα Νοέμβριο 2018 επί είκοσι δύο ημέρες καθημερινές και τέσσερις ημέρες Σαββάτου και τον μήνα Δεκέμβριο 2018 επί έξι ημέρες καθημερινές, δύο ημέρες Σαββάτου και μιας ημέρας αργίας (6.12) και [Β] κατά το έτος 2019 (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 16.7.2019 κατά τον μήνα Μάιο 2019 επί είκοσι δύο ημέρες καθημερινές, τέσσερις ημέρες Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (1.5.), κατά τον μήνα Ιούνιο 2019 επί δέκα εννέα ημέρες καθημερινές, πέντε ημέρες Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (6.6.), κατά τον μήνα Ιούλιο 2019 επί δώδεκα ημέρες καθημερινές και δύο ημέρες Σαββάτου, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 17.7.2019 έως 15.9.2019 κατά τον μήνα Ιούλιο 2019 επί ένδεκα ημέρες καθημερινές, δύο ημέρες Κυριακής και δύο ημέρες Σαββάτου, κατά τον μήνα Αύγουστο 2019 επί είκοσι μία ημέρες καθημερινές, τέσσερις ημέρες Κυριακής, πέντε ημέρες Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (15.8), κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 επί δέκα ημέρες καθημερινές, τρεις ημέρες Κυριακής, μία ημέρα Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (14.9), και κατά το χρονικό διάστημα από 16.9.2019 έως 12.12.2019 κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 επί ένδεκα ημέρες καθημερινές και δύο ημέρες Σαββάτου, κατά τον μήνα Οκτώβριο 2019 επί είκοσι δύο ημέρες καθημερινές, τέσσερις ημέρες Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (28.10.), κατά τον μήνα Νοέμβριο 2019 επί είκοσι μία ημέρες καθημερινές και πέντε ημέρες Σαββάτου και κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2019 επί οκτώ ημέρες καθημερινές, μιας ημέρας Σαββάτου και μίας ημέρας αργίας (6.12). Συνολικά, επομένως, απεδείχθη ότι ο ενάγων, για αμοιβή για την εν λόγω πρόσθετη εργασία, εδικαιούτο (α) κατά το έτος 2018 για εκατόν ογδόντα έξι (186) καθημερινές ημέρες και δέκα τρεις (13) ημέρες Κυριακής και συνολικά εκατόν ενενήντα εννέα καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και όχι, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, για διακόσιες σαράντα δύο ημέρες καθημερινές και Κυριακής, για σαράντα ημέρες Σαββάτου, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και επί εννέα ημέρες αργίας και όχι επί ένδεκα ημέρες αργίας, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, συνολική αμοιβή εκ ποσού ευρώ [(199 επί 7,71=) 1.534,29 + (49 επί 9,26=) 453,74 = ] 1.988,03 και όχι το ποσό των ευρώ 2.338,08, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (β) κατά το έτος 2019 για εκατόν πενήντα επτά (157) καθημερινές ημέρες και εννέα (9) ημέρες Κυριακής και συνολικά εκατόν εξήντα έξι (166) καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και όχι, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, για εκατόν ογδόντα εννέα ημέρες καθημερινές και Κυριακής, για τριάντα μία ημέρες Σαββάτου, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και επί έξι ημέρες αργίας όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, συνολική αμοιβή εκ ποσού ευρώ [(166 επί 7,88=) 1.308,08 + (37 επί 9,45=) 349,65 = ] 1.657,73 και όχι το ποσό των ευρώ 1.838,97, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του έκτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δέχθηκε ότι για την εν λόγω αιτία, ήτοι για αμοιβή εκτέλεσης της πρόσθετης εργασίας του κουρδίσματος των ρολογιών, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 2.338,08 κατά το έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 1.838,97 κατά το έτος 2019, ενώ όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων, για την εν λόγω αιτία, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.988,03 κατά το έτος 2018 και το ποσό των ευρώ 1.657,73 κατά το έτος 2019. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης, οι οποίοι παραδεκτώς επαναφέρονται με τις έγγραφες προτάσεις ενόψει της μερικής εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως όσον αφορά στο εν λόγω κονδύλιο, περί καταλογισμού στις εν λόγω απαιτήσεις του ενάγοντος των ποσών που αυτή του κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», καθώς και περί καταβολής, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «υπερωρίες» κάθε μήνα, όπως επίσης και του ποσού των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατά τις έγγραφες προτάσεις της, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, οπότε έλαβε χώρα ο ετήσιος δεξαμενισμός του πλοίου, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Τούτο διότι, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, δεν υπήρχε νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμψηφισμού – καταλογισμού των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» με τις επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής. Επιπλέον, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, όσα ποσά κάθε μήνα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα και ανέγραφε ως αιτία καταβολής τους στις επίδικες απαιτήσεις «υπερωρίες» αφορούν διάφορη αιτία, και δη όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, αφορούν την αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, μη περιλαμβάνουσες και την εν λόγω αμοιβή για την ανωτέρω πρόσθετη εργασία του. Τέλος, όσον αφορά στο ποσό των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, κατά το ποσό των ευρώ 845,00 αφορά καταβολή οφειλής της για το αντίτιμο τροφής που όφειλε στον ενάγοντα, ενόψει του ότι κατά το ανωτέρω διάστημα δεξαμενισμού του πλοίου δεν παρείχε τροφή σε είδος στον ενάγοντα. Κατά δε το επιπλέον ποσό [1.038,27 μείον 845,00=] 193,27, διότι ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, δεν υπήρχε νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμψηφισμού – καταλογισμού του ποσού αυτού, με την ένδικη απαίτηση του ενάγοντος για καταβολή της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής.
[ΙΧ] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2018 υπό του τίτλου «Φορτοεκφόρτωση οχημάτων», προβλέφθηκε ότι «1. Στα μέλη του πληρώματος των Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων που καλύπτονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Τουριστικών και Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων, τα οποία είναι ναυτολογημένα στις ειδικότητες του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος και συγκεκριμένα στις ειδικότητες του ναύκληρου, υποναύκληρου, ξυλουργού, ναύτη και ναυτόπαιδα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των ιδιωτικής και δημοσίας χρήσεως επιβατηγών και φορτηγών αυτοκινήτων παντός τύπου που μεταφέρονται με τα ως άνω οχηματαγωγά πλοία. 2. Για την διεκπεραίωση των εργασιών αυτών στις περιπτώσεις όπου το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος αναλαμβάνει την εκτέλεσή τους, η πρόσθετη συνολική αμοιβή προσδιορίζεται κατά όχημα ως εξής: α. Για κάθε φορτηγό όχημα κάθε κατηγορίας δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσεως και για κάθε λεωφορείο ή πούλμαν (30) θέσεων και άνω ευρώ 2,73 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018. β. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως ή τροχόσπιτο ευρώ 0,82 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018. Διευκρινίζεται ότι για κάθε τροχόσπιτο ρυμουλκούμενο από επιβατηγό αυτοκίνητο ευρώ 2,42 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018 συνολικά δι’ αμφότερα τα οχήματα. γ. Για κάθε δίκυκλο ευρώ 0,62 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018. δ. Οι ως άνω αμοιβές καταβάλλονται για όλες τις φορτοεκφορτώσεις οχημάτων που πραγματοποιούνται σε όλα τα λιμάνια εσωτερικού και εξωτερικού. 3. Η καταβολή κατά μήνα των κατά τα ως άνω ποσών στους δικαιούχους γίνεται αναλογικά σε κάθε ένα από αυτούς. Ως προς το ναύκληρο και υποναύκληρο, το αναλογούν εις αυτούς ποσόν προσαυξάνεται κατά ποσοστόν 10% του απομένοντος υπολοίπου ανακατανεμωμένου εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος. Για το χρόνο υπηρεσίας ολιγότερο του μηνός καταβάλλεται στους δικαιούχους ανάλογο κλάσμα του αντίστοιχου ποσού. 4. Οι ως άνω πρόσθετες αμοιβές σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με οποιαδήποτε άλλη παροχή ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό…». Η ανωτέρω ρύθμιση επαναλήφθηκε και το επόμενο έτος (2019), με την ανωτέρω ΣΣΝΕ έτους 2019, οπότε οι ανωτέρω αμοιβές κατά όχημα καθορίσθηκαν (άρθρο 28 παρ.2) ως εξής: «α. Για κάθε φορτηγό όχημα κάθε κατηγορίας δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσεως και για κάθε λεωφορείο ή πούλμαν (30) θέσεων και άνω 2,78 ευρώ από 01.01.2019 μέχρι 31.12.2019. β. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως ή τροχόσπιτο 0,84 ευρώ από 01.1.2019 μέχρι 31.12.2019. Διευκρινίζεται ότι για κάθε τροχόσπιτο ρυμουλκούμενο από επιβατηγό αυτοκίνητο 2,47 ευρώ από 01.01.2019 μέχρι 31.12.2019 συνολικά δι’ αμφότερα τα οχήματα. γ. Για κάθε δίκυκλο 0,63 ευρώ από 01.01.2019 μέχρι 31.12.2019». Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του υποστήριξε ότι, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, μετείχε τις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των αναφερομένων στην αγωγή οχημάτων που μεταφέρονταν με το εν λόγω πλοίο, με αποτέλεσμα να δικαιούται για την εν λόγω αιτία, πρόσθετη αμοιβή, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 28 των εφαρμοζομενων εν προκειμένω ΣΣΝΕ, εκ ποσού ευρώ 7.262,66 για το έτος 2018 και δη για τα χρονικά διαστήματα από 3.1.2018 έως 5.2.2018, από 5.4.2018 έως 11.12.2018 και εκ ποσού ευρώ 6.688,55, για την ίδια εργασία, για το έτος 2019, αφορώσα το χρονικό διάστημα από 28.3.2019 έως 12.12.2019. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε εν μέρει δεκτό ως βάσιμο στην ουσία του το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο και συγκεκριμένα, κατά το ποσό των ευρώ 2.524,00 για το έτος 2018 και κατά το ποσό των ευρώ 2.143,97 για το έτος 2019, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων μετείχε στις εν λόγω εργασίες και το πλοίο μετέφερε εκατό επιβατηγά ΙΧΕ αυτοκίνητα και πέντε δίκυκλα, ανά ταξίδι, κατά το έτος 2018 και 26.632 ΙΧΕ αυτοκίνητα και 2.776 δίκυκλα κατά το έτος 2019, καθοδηγώντας τους οδηγούς των οχημάτων σχετικά με τα σημεία στάθμευσης αυτών εντός του πλοίου, απέρριψε, εν τούτοις, την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία της, καθόσον αφορά στην αξίωση του ενάγοντος για την καταβολή αμοιβής για εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των φορτηγών αυτοκινήτων που αναφέρονται στην αγωγή, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, όσον αφορά τα εν λόγω οχήματα δεν απεδείχθη ότι μετείχε στις εν λόγω εργασίες ο ενάγων, αλλά αυτές εκτέλεσαν αποκλειστικά οι Ιταλοί λιμενεργάτες, οι οποίοι πραγματοποιούσαν και τις εργασίες εντός του πλοίου, υπό των οδηγιών του Υπάρχου. Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως πλήττεται από αμφότερες τις διάδικες πλευρές και δη υπό του ενάγοντος, καθό μέρος απερρίφθη το αγωγικό του κονδύλιο με τον πρώτο λόγο έφεσης, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, υπό της εναγομένης, καθό μέρος έγινε δεκτό το αυτό κονδύλιο με τον έβδομο λόγο έφεσης, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αλλά και κακή εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, καθώς επίσης και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων, όπως και το σύνολο των μελών του κατώτερου πληρώματος που υπηρετούσαν στο εν λόγω πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, συμμετείχε, υπό την επίβλεψη του ναύκληρου ή του υποναύκληρου, στη φόρτωση και ασφαλή ευθέτηση όλων των μεταφερομένων οχημάτων (επιβατηγών, φορτηγών και δικύκλων) στους χώρους στάθμευσης του πλοίου, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής αυτών, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου σε ειδικές θέσεις με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, προκειμένου να διασφαλισθεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί ο κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς και στην απέχμαση και εκφόρτωσή τους, σε κάθε λιμένα των δρομολογίων του πλοίου. Όσον αφορά ειδικότερα τα φορτηγά οχήματα, που μεταφέρονταν με το πλοίο και μόνον στους λιμένες της Ιταλίας, συνέδραμε, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες, στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης, έχμασης και απέχμασης τους Ιταλούς λιμενεργάτες, που κάθε φορά επιβιβάζονταν προς τούτο στο πλοίο, καθοδηγώντας τους οδηγούς τους και υποδεικνύοντάς τους τις κατάλληλες, για την ασφαλή εκτέλεση του πλου, θέσεις στάθμευσης των φορτηγών στα γκαράζ του πλοίου, αλλά και μεταφέροντας εκεί, από το χώρο αποθήκευσής τους, όπου μόνον τα μέλη του πληρώματος είχαν πρόσβαση, τα απαραίτητα μέσα πρόσδεσης για την ασφαλή στερέωση των φορτηγών, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι αλλοδαποί λιμενεργάτες με τη αρωγή των ναυτικών του πλοίου και τα οποία μετά την απέχμαση και την εκφόρτωση των εν λόγω οχημάτων συνέλεγε και επανατοποθετούσε στη θέση τους, στην αποθήκη του πλοίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι οι ανωτέρω εργασίες φορτοεκφόρτωσης, έχμασης και απέχμασης των φορτηγών οχημάτων στους χώρους στάθμευσης του πλοίου, εκτελούντο αποκλειστικά στους λιμένες των δρομολογίων του, άπαντες στο εξωτερικό, από Ιταλούς λιμενεργάτες, χωρίς ουδεμία συμμετοχή των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο άγεται από τη σαφή κατάθεση των μαρτύρων που εξετάσθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος. Συγκεκριμένα, ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρας, ……., στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, κατέθεσε σχετικά ότι, ο ίδιος ως Υποναύκληρος και οι ναύτες του πλοίου καθοδηγούσαν τους οδηγούς όλων των αυτοκινήτων που επιβιβάζονταν στο πλοίο, στην ειδική θέση στάθμευσης, προκειμένου να μη δημιουργηθούν προβλήματα ευστάθειας του πλοίου, μετέφεραν τα μέσα πρόσδεσης των βαρέων οχημάτων, αναφέροντας χαρακτηριστικά ιμάντες, αλυσίδες και τάκους, τα καβαλέτα για να στηριχθούν οι καρότσες των φορτηγών και γενικά εκτελούσαν όλες τις εργασίες που χρειάζονταν για να ολοκληρωθεί η φόρτωση, αλλά και η εκφόρτωση του πλοίου. Επίσης, κατέθεσε ότι, οι ναύτες υπό την επίβλεψή του, βοηθούσαν στο “ξεκοτσάρισμα” των φορτηγών από τα τρέιλερ και στην τοποθέτηση των καβαλέτων κάτω από αυτά, ακολούθως τα στερέωναν με τους ιμάντες από συγκεκριμένα σημεία μέσα στο γκαράζ. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, στις εργασίες αυτές, καθόν χρόνο το πλοίο ευρίσκετο σε Ιταλικό λιμάνι και όχι στην Τυνησία, μετείχαν και Ιταλοί λιμενεργάτες, οι οποίοι εργάζονταν ομού μετά των ναυτών, μόνον στα φορτηγά αυτοκίνητα. Ο εξετασθείς με επιμέλεια ομοίως του ενάγοντος μάρτυρας, ……….., στην ανωτέρω ένορκη κατάθεσή του, κατέθεσε σχετικά ότι, η φόρτωση και η εκφόρτωση του πλοίου εγίνετο από τους ναύτες αυτού υπό την καθοδήγηση του Ναυκλήρου. Ειδικότερα, κατέθεσε ότι, αυτοί καθοδηγούσαν τους οδηγούς όλων ανεξαιρέτως των αυτοκινήτων, προκειμένου να σταθμεύσουν σε συγκεκριμένο σημείο, κατά το πλάνο φόρτωσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ευστάθεια του πλοίου. Επίσης, μετέφεραν τα μέσα προσδέσεως των φορτηγών και δη ιμάντες, αλυσίδες, τάκους και τα καβαλέτα για να στηριχθούν τα τρέϊλερ των φορτηγών. Μόνο στο δέσιμο των φορτηγών συμμετείχαν και λιμενεργάτες, πλην όμως και στην εργασία αυτή απασχολούντο κυρίως οι ναύτες, διότι αυτοί καθοδηγούσαν τους οδηγούς των φορτηγών σχετικά με τη θέση στάθμευσης, όπως επίσης αυτοί μετέφεραν τα μέσα πρόσδεσης, τα οποία αυτοί τακτοποιούσαν μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, οι ναύτες βοηθούσαν και στο “ξεκοτσάρισμα” των φορτηγών από τα τρέιλερ και στην τοποθέτηση των καβαλέτων και των υπόλοιπων μέσων συγκράτησης και δη έδεναν τα φορτηγά με ιμάντες από συγκεκριμένα σημεία μέσα στο γκαράζ. Βέβαια, κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος …………, ο οποίος εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης και υπηρέτησε στον εν λόγω πλοίο ως Ύπαρχος, η κατάθεσή του οποίου περιέχεται στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, η φορτοεκφόρτωση και η έχμαση του εν λόγω πλοίου γινόταν από τους Ιταλούς στοιβαδόρους σε έκαστο λιμάνι κατάπλου του πλοίου, όπως προέβλεπε και το σχετικό ναυλοσύμφωνο μεταξύ της εναγομένης και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ναυλώτριας εταιρείας, χωρίς το πλήρωμα του πλοίου να μετέχει στις εν λόγω εργασίες. Από το απόσπασμα του ναυλοσυμφώνου που προσκομίζεται, προκύπτει ότι, σύμφωνα με τον όρο 6 αυτού, πράγματι είχε προβλεφθεί ότι η φόρτωση, η στοιβασία, το δέσιμο, το λύσιμο και η εκφόρτωση του εν λόγω πλοίου αποτελούσε ευθύνη των ναυλωτών και θα εκτελούνταν από αυτούς (ναυλωτές), οι οποίοι θα έφεραν και τον κίνδυνο των εν λόγω εργασιών, με δική της ευθύνη και δαπάνες και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν εκτελούντο από στοιβαδόρους, εργασίες που αναλάμβαναν να εκτελέσουν με ικανοποιητικό τρόπο και υπό την επίβλεψη του Πλοιάρχου. Πλην όμως, με τον ίδιο όρο, προβλέφθηκε ότι, αυτές οι εργασίες θα εκτελούντο με «… εθιμική βοήθεια από το πλήρωμα των Πλοιοκτητών σε σχέση μόνο με την ασφαλή στοιβασία, διαγωγή, ευστάθεια και αξιοπλοΐα του πλοίου. Η ασφάλιση του φορτίου εντός των μονάδων φορτίου θα γίνεται με κίνδυνο των Ναυλωτών, υπ’ ευθύνη τους και με δαπάνες τους…». Επιπλέον, η αλήθεια της καταθέσεως των ανωτέρω μαρτύρων που εξετάσθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, η ίδια εναγομένη, στις έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε στα πλαίσια έτερης δίκης και δη της αγωγής που ήγειρε σε βάρος της ο εξετασθείς στα πλαίσια της παρούσας δίκης ως μάρτυρος, …………, η οποία αφορά τα έτη 2018 και 2019, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε Μεσογειακούς πλόες και ήταν ναυλωμένο, ανέφερε ότι, η φόρτωση – εκφόρτωση, έχμαση και απέχμαση μόνον των φορτηγών οχημάτων πραγματοποιούντο αποκλειστικά από Ιταλούς ναυτεργάτες, χωρίς τη συμμετοχή πληρώματος (σχετ. σελ. 9-10 από 9.6.2020 προσκομιζόμενων ως σχετικό 8 από τον ενάγοντα προτάσεων της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Με τις ίδιες προτάσεις της η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι, η αμοιβή εκείνου του εργαζομένου για τη συμμετοχή του στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης των λοιπών, πλην των φορτηγών οχημάτων, του καταβάλλονταν με τα χρηματικά ποσά που αναφέρουν, στις εξοφλητικές αποδείξεις, ως αιτία καταβολής τους τη λέξη “bonus” ή «Έκτακτες αμοιβές», αφού στη σελίδα 12 των εν λόγω προτάσεων ανέφερε κατ’ ακριβή διατύπωση: «… Εν τέλει, μολονότι το πλοίο ήταν ναυλωμένο τη μισθοδοσία του κατώτερου πληρώματος είχε συμφωνηθεί να καταβάλει η εταιρεία μας. Επειδή δε, λόγω της ναύλωσης, η εταιρεία μας δεν διέθετε λογιστήριο στο πλοίο ούτε είχε άμεση πληροφόρηση σχετικά με τον αριθμό των οχημάτων (επιβατηγών IX και δικύκλων) που μεταφέρονταν καθημερινά σε κάθε δρομολόγιο, είχε συμφωνηθεί η καταβολή ενός σταθερού ποσού μηνιαίως προς εξόφληση της αμοιβής φορτοεκφόρτωσης οχημάτων. Το ποσόν αυτόν ανερχόταν αρχικά σε 520,00€ μηνιαίως (ή αναλογία αυτού ανάλογα με τις ημέρες εργασίας) και έως τον Σεπτέμβριο 2018 εμφανιζόταν στις εξοφλητικές αποδείξεις ως «BONUS», ενώ από τον Οκτώβριο 2018, ότε η εταιρεία μας εντάχθηκε στον Όμιλο της «…………» και άλλαξε η μορφή των αποδείξεων, διαμορφώθηκε στο ποσόν των 400,70€ μηνιαίως (και κατόπιν 402,10€ και 403,80 ευρώ) ή αναλογία ανάλογα τις ημέρες εργασίας και εμφανιζόταν στις εξοφλητικές αποδείξεις ως «Έκτακτες αμοιβές». Ο αντίδικος αποκρύπτει τις άνω καταβολές, οι οποίες έγιναν νια την αιτία αυτή, ισχυριζόμενος, ότι δήθεν ουδέν έλαβε….». Από τη συνεκτίμηση επομένως του συνόλου των αποδείξεων, απεδείχθη ότι, ο ενάγων, ως μέλος του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, με την ειδικότητα του ναύτη, κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.1.2018 έως 5.2.2018, από 5.4.2018 έως 11.12.2018 και από 28.3.2019 έως 12.12.2019, συμμετείχε, υπό την επίβλεψη του ναύκληρου ή του υποναύκληρου, στη φόρτωση και ασφαλή ευθέτηση όλων των μεταφερομένων οχημάτων (επιβατηγών, φορτηγών και δικύκλων) στους χώρους στάθμευσης του πλοίου, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου σε ειδικές θέσεις με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, προκειμένου να διασφαλισθεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί ο κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς και στην απέχμαση και εκφόρτωσή τους, σε κάθε λιμένα των δρομολογίων του πλοίου. Επομένως, για τις ανωτέρω εργασίες του, δικαιούται την προβλεπομένη με το άρθρο 28 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ΣΣΝΕ πρόσθετη αμοιβή, η οποία καθορίζεται ανά μεταφερόμενο όχημα, διαφοροποιείται ανάλογα με την κατηγορία του οχήματος και καταβάλλεται αναλογικά σε κάθε ένα από τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη μέλος του κατωτέρου πληρώματος του πλοίου, μεταξύ των οποίων και των ναυτών. Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη, ως σχετικό 43, από τον ενάγοντα μηνιαία αναφορά Πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου, έγγραφο το οποίο η εναγομένη προσεκόμισε στα πλαίσια έτερης δίκης, εντός του έτους 2019, καθόν χρόνο ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος σε αυτό (ανωτέρω πλοίο) και δη κατά το χρονικό διάστημα από 28.3.2019 έως 12.12.2019, μεταφέρθηκαν υπό του εν λόγω πλοίου, τα ακόλουθα οχήματα: κατά το χρονικό διάστημα από 28.3.2019 έως 31.3.2019 (99) ΙΧΕ αυτοκίνητα και (227) φορτηγά, κατά τον μήνα Απρίλιο 2019 (2.029) ΙΧΕ, (2.062) φορτηγά και (152) δίκυκλα, κατά τον μήνα Μάιο 2019 (1.775) ΙΧΕ, (1.992) φορτηγά και (267) δίκυκλα, κατά τον μήνα Ιούνιο 2019 (2.199) ΙΧΕ, (1.908) φορτηγά και (434) δίκυκλα, κατά τον μήνα Ιούλιο 2019 (3.834) ΙΧΕ, (1.918) φορτηγά και (403) δίκυκλα, κατά τον μήνα Αύγουστο 2019 (8.505) ΙΧΕ, (1.274) φορτηγά και (857) δίκυκλα, κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 (2.880) ΙΧΕ, (1.771) φορτηγά και (390) δίκυκλα, κατά τον μήνα Οκτώβριο 2019 (1.861) ΙΧΕ, (2.197) φορτηγά και (203) δίκυκλα, κατά τον μήνα Νοέμβριο 2019 (1.178) ΙΧΕ, (2.227) φορτηγά και (39) δίκυκλα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.12.2019 έως 12.12.2019 (322) ΙΧΕ, (803) φορτηγά και (9) δίκυκλα. Συνολικά, κατά το χρονικό διάστημα από 28.3.2019 έως 12.12.2019, μεταφέρθηκαν με τον εν λόγω πλοίο, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα μηνιαίες αναφορές του Πλοιάρχου για το συγκεκριμένο έτος, στις οποίες αναγράφεται ανά ημέρα εκάστου μηνός ο αριθμός και των είδος των οχημάτων, που μετέφερε το πλοίο [α] (24.682) ΙΧΕ και όχι 26.632, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του έβδομο λόγο έφεσης της εναγομένης δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του πρώτου λόγου έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος απέρριψε τον αγωγικό ισχυρισμό περί μεταφοράς υπό του εν λόγω πλοίου, κατά το εν λόγω διάστημα 31.200 ΙΧΕ, [β] (16.379) φορτηγά αυτοκίνητα και [γ] (2.754) δίκυκλα, απορριπτομένου του έβδομου λόγο έφεσης της εναγομένης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στον αριθμό των μετεφερθέντων με το εν λόγω πλοίο δικύκλων εντός του έτους 2019. Εν τούτους, ενόψει του ότι ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του αξιώνει πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω εργασίες κατά τη μεταφορά, κατά το ένδικο διάστημα, 1.920 δικύκλων, κατά τον βάσιμο έβδομο λόγο έφεσης της εναγομένης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία υπολόγισε την εν λόγω πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος επί τη βάση 2.776 δικύκλων. Επιπλέον, από τις προσκομισθείσες αποδείξεις δεν απεδείχθη η μεταφορά κατά το χρονικό διάστημα από 17.7.2019 έως 16.10.2019, [6] ρυμουλκών τροχόσπιτων κατά τον αγωγικό ισχυρισμό που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου αυτού κατά τούτο. Κατά συνέπεια, για το έτος 2019, η αμοιβή του ενάγοντος για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω εργασίες, υπολογίζεται ως ακολούθως: Η προβλεπόμενη αμοιβή για την έχμαση 24.682 Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 20.732,88 ευρώ (24.682 αυτοκίνητα Χ 0,84 ευρώ έκαστο), για την έχμαση 16.379 φορτηγών αυτοκινήτων στο ποσό των 45.533,62 ευρώ (16.379 φορτηγά Χ 2,78 ευρώ έκαστο) και για την έχμαση 1.920 δικύκλων στο ποσό των 1.209,60 ευρώ (1.920 δίκυκλα Χ 0,63 ευρώ έκαστο), ήτοι συνολικά στο ποσό των [20.732,88 + 45.533,62 + 1.209,60=] 67.476,10 ευρώ. Το ανωτέρω ποσό θα κατανεμηθεί κατ’ ίσα μέρη μεταξύ των εννέα [9] μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθεί απ’ αυτό το συνολικό ποσό της αναλογούσας αμοιβής του ναύκληρου και του υποναύκληρου προσαυξημένο κατά 10%. Συγκεκριμένα έκαστος εξ αυτών δικαιούται να λάβει το ποσό των 5.662,01 ευρώ (67.476,10 ευρώ : 11 = 6.134,19 ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης), το οποίο προσαυξημένο κατά 10% ανέρχεται στο ποσό των 6.747,61 ευρώ [6.134,19 ευρώ + 613,42 κατόπιν στρογγυλοποίησης (6.134,19 Χ10%)] και για τους δύο (ανέρχεται) στο ποσό των 13.495,22 ευρώ. Συνεπώς, θα κατανεμηθεί κατά ίσα μέρη μεταξύ των 9 ναυτών του πληρώματος το υπόλοιπο ποσό των 53.980,88 ευρώ (67.476,10 ευρώ – 13.495,22 ευρώ), με αποτέλεσμα έκαστος εξ αυτών (και ο ενάγων) να δικαιούται να λάβει το ποσό των 5.997,87 ευρώ κατόπι στρογγυλοποίησης (53.980,88 ευρώ : 9). Για τα μεταφερθέντα από το εν λόγω πλοίο οχήματα, κατά το έτος 2018, δεν προσκομίσθηκαν αντίστοιχες καταστάσεις μηνιαίας αναφοράς του Πλοιάρχου αυτού. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, κρίνεται ότι, σε κάθε δρομολόγιο που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο μεταφέρονταν κατά μέσο όρο [70] φορτηγά οχήματα, [100] Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα και [5] δίκυκλα, όπως κατέθεσαν στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις οι εξετασθέντες με επιμέλεια του ενάγοντος, χωρίς η κατάθεσή τους αυτή να αναιρείται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα, δεν απεδείχθη ο αγωγικός ισχυρισμός ότι κατά το χρονικό διάστημα από 18.7.2018 έως 11.9.2018 μεταφέρονταν [200] ΙΧ, [6] ρυμουλκά τροχόσπιτα και [15] δίκυκλα, απορριπτομένου κατά τούτο του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, το πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 3.1.2018 έως 5.2.2018, δρομολόγια από το λιμένα της πόλης Τσιβιταβέτσια της Ιταλίας προς τον λιμένα της πόλης Τέρμινι Ιμερέζε της Σικελίας και από το λιμένα του Παλέρμο της Σικελίας προς το λιμένα της πόλης Λα Γκουλέτ της Τυνησίας. Συγκεκριμένα, κάθε Τρίτη αναχωρούσε από το λιμένα της Τσιβιταβέτσια περί ώρας 09.10, κατέπλεε δε στο λιμένα του Τέρμινι περί ώρας 23.00 της ίδιας ημέρας, από το οποίο αναχωρούσε εκ νέου περί ώρας 02.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης, με προορισμό την Τσιβιταβέτσια, όπου κατέπλεε περί ώρας 16.30 της ίδιας ημέρας. Την επομένη ημέρα Πέμπτη απέπλεε από το λιμάνι της Τσιβιταβέτσια περί ώρας 09.10 και κατέπλεε στο λιμάνι του Τέρμινι περί ώρας 23.00 της ίδιας ημέρας, από το οποίο αναχωρούσε περί ώρας 02.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής για το λιμάνι της Τσιβιταβέτσια, όπου κατέπλεε περί ώρας 16.30 της ίδιας ημέρας και αναχωρούσε περί ώρας 19.10 της ίδιας ημέρας (Παρασκευής) για τον λιμένα του Παλέρμο, στον οποίο κατέπλεε περί ώρας 8.30 της επομένης ημέρας Σαββάτου, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 12.05 της ίδιας ημέρας για τον λιμένα της Λα Γκουλέτ, όπου κατέπλεε περί ώρας 22.00 της ίδιας ημέρας. Από τον λιμένα της Λα Γκουλέτ απέπλεε περί ώρας 02.25 της Κυριακής, με προορισμό το Παλέρμο της Σικελίας, στον οποίο κατέπλεε περί ώρας 13.00 της ίδιας ημέρας και από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 18.00 της ίδιας ημέρας με προορισμό το λιμένα της Τσιβιταβέτσια, όπου κατέπλεε περί ώρας 7.00 της ημέρας Δευτέρας. Επομένως, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο ημερησίως, πλην των ημερών Παρασκευής και Κυριακής, οπότε απεδείχθη ότι εκτελούσε δύο δρομολόγια καθ’ εκάστη. Κατά συνέπεια, απεδείχθη ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, από 1.1.2018 έως 5.2.2018, το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε εντός του μηνός Ιανουαρίου 2018 [(2 δρομολόγια καθ’ εκάστη των τεσσάρων ημερών Παρασκευής και τεσσάρων ημερών Κυριακής ήτοι οκτώ ημερών =) 16 + (1 δρομολόγιο καθ’ εκάστη των υπολοίπων είκοσι τριών ημερών =) 23=) 39 δρομολόγια και κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2018 έως 5.2.2018 [(2 δρομολόγια καθ’ εκάστη των ημερών Παρασκευής και Κυριακής ήτοι 2 ημερών =) 4 + ((1 δρομολόγιο καθ’ εκάστη των υπολοίπων τριών ημερών =) 3=) 7 δρομολόγια, ήτοι συνολικά, το εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.2.2018 πραγματοποίησε 46 δρομολόγια. [Β] κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.4.2018 έως 16.7.2018 και από 12.9.2018 έως 11.12.2018, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από το λιμένα του Κάλιαρι της Σαρδηνίας προς τους λιμένες της Νάπολης της Ιταλίας και του Παλέρμο της Σικελίας. Συγκεκριμένα, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από τον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 19.00 και κατέπλεε στο λιμένα της Νάπολης περί ώρας 9.30 της Τρίτης. Την Τρίτη απέπλεε από το λιμένα της Νάπολης περί ώρας 19.00 και κατέπλεε στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 9.30 της επόμενης ημέρας (Τετάρτης), από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 19.00 της ίδιας ημέρας με προορισμό το λιμάνι της Νάπολης όπου κατέπλεε περί ώρας 9.30 της επόμενης ημέρας (Πέμπτης), από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 19.00 της ίδιας ημέρας, με προορισμό τον λιμένα του Κάλιαρι, όπου κατέπλεε περί ώρας 9.30 της Παρασκευής. Περί ώρας 19.30 της Παρασκευής απέπλεε από τον λιμένα του Κάλιαρι, με προορισμό το λιμένα του Παλέρμο της Σικελίας, στον οποίο κατέπλεε περί ώρας 8.30 του Σαββάτου και από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 19.30, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 8.30 της Κυριακής. Επομένως, καθημερινά, πλην της ημέρας Κυριακής, οπότε δεν εκτελούσε κανένα δρομολόγιο, το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο. Επομένως, κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2018 έως 30.4.2018 εκτέλεσε 22 δρομολόγια, τον μήνα Μάιο 2018 εκτέλεσε 27 δρομολόγια, τον μήνα Ιούνιο 2018 εκτέλεσε 26 δρομολόγια κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2018 έως 16.7.2018 εκτέλεσε 13 δρομολόγια, κατά το χρονικό διάστημα από 12.9.2018 έως 30.9.2018 εκτέλεσε 16 δρομολόγια, τον μήνα Οκτώβριο 2018 εκτέλεσε 27 δρομολόγια, τον μήνα Νοέμβριο 2018 εκτέλεσε 26 δρομολόγια και κατά το χρονικό διάστημα από 1.12.2018 έως 11.12.2018 εκτέλεσε 9 δρομολόγια. Συνολικά, επομένως κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.4.2018 έως 16.7.2018 και από 12.9.2018 έως 11.12.2018, το ανωτέρω πλοίο πραγματοποίησε 166 δρομολόγια. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 18.7.2018 έως 11.9.2018 το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από το λιμένα του Κάλιαρι της Σαρδηνίας προς τους λιμένες της Νάπολης της Ιταλίας και του Παλέρμο της Σικελίας. Συγκεκριμένα, αναχωρούσε από τον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 19.00 της Δευτέρας και κατέπλεε στον λιμένα της Νάπολη περί ώρας 9.30 της Τρίτης, από τον οποίο απέπλεε περί ώρας 18.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 8.00 της Τετάρτης. Ακολούθως, απέπλεε από τον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 10.30 της Τετάρτης και κατέπλεε στο λιμένα του Παλέρμο περί ώρας 22.30 της ίδιας ημέρας, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 23.59 της ίδιας ημέρας με άφιξη στον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 12.00 της Πέμπτης. Την Πέμπτη απέπλεε περί ώρας 19.00 από τον λιμένα του Κάλιαρι και κατέπλεε στον λιμένα της Νάπολης περί ώρας 9.30 της Παρασκευής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 19.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 9.30 του Σαββάτου. Το Σάββατο απέπλεε περί ώρας 19.30 από τον λιμένα του Κάλιαρι και κατέπλεε στον λιμένα του Παλέρμο περί ώρας 8.30 της Κυριακής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρας 19.30 της ίδιας ημέρας για να επιστρέψει στον λιμένα του Κάλιαρι περί ώρας 8.30 της Δευτέρας. Επομένως, το εν λόγω πλοίο καθημερινά εκτελούσε ένα δρομολόγιο, ειδικώς δε την ημέρα της Τετάρτης εκτελούσε δύο δρομολόγια. Επομένως, κατά το χρονικό διάστημα από 17.7.2018 έως 31.7.2018 εκτέλεσε [(2 δρομολόγια καθ’ εκάστη των δύο ημερών Τετάρτης =) 4 + (1 δρομολόγιο καθ’ εκάστη των υπολοίπων δέκα τριών ημερών =) 13=) 17 δρομολόγια, τον μήνα Αύγουστο 2018 εκτέλεσε [(2 δρομολόγια καθ’ εκάστη των πέντε ημερών Τετάρτης =) 10 + (1 δρομολόγιο καθ’ εκάστη των υπολοίπων είκοσι έξι ημερών =) 26 =) 36 δρομολόγια και κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2018 έως 11.9.2018, εκτέλεσε [(2 δρομολόγια μία ημέρα Τετάρτης =) 2 + (1 δρομολόγιο καθ’ εκάστη των υπολοίπων δέκα ημερών =) 10=) 12 δρομολόγια. Συνολικά, κατά το χρονικό διάστημα από 18.7.2018 έως 11.9.2018, το ανωτέρω πλοίο πραγματοποίησε 65 δρομολόγια. Συνεπώς, το έτος 2018, καθόν χρόνο στο εν λόγω πλοίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, από το πλοίο εκτελέσθηκαν συνολικά 277 δρομολόγια και όχι 255, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη στα πλαίσια του εβδόμου λόγου έφεσης, πλην όμως ο ενάγων αξιώνει αμοιβή για 272 δρομολόγια, επί των οποίων και πρέπει να υπολογισθεί η αιτούμενη πρόσθετη αμοιβή του. Παράλληλα, κατά τις ανωτέρω αποδείξεις σε κάθε δρομολόγιο το ανωτέρω πλοίο μετέφερε 70 φορτηγά οχήματα, 100 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα και 5 δίκυκλα. Επομένως, κατά τη διάρκεια των ανωτέρω 272 δρομολογίων μετέφερε (272 επί 70 =) 19.040 φορτηγά οχήματα, (272 επί 100 =) 27.200 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα και όχι 33.600 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του έβδομο λόγο έφεσης της εναγομένης δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και (272 επί 5 =) 1.360 δίκυκλα, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου εβδόμου λόγου έφεσης της εναγομένης και αντιστοίχου πρώτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Επομένως, για το έτος 2018, η αμοιβή του ενάγοντος για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω εργασίες, υπολογίζεται ως ακολούθως: [(19.040 φορτηγά αυτοκίνητα Χ 2,73 ευρώ έκαστο) 51.979,20 + (27.200 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα Χ 0,82 ευρώ έκαστο=) 22.304 + (1.360 δίκυκλα Χ 0,62 ευρώ έκαστο=) 843,20=] 75.126,40. Το ανωτέρω ποσό θα κατανεμηθεί κατ’ ίσα μέρη μεταξύ των εννέα [9] μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθεί απ’ αυτό το ποσό της αναλογούσας αμοιβής του ναύκληρου και του υποναύκληρου προσαυξημένο κατά 10%. Συγκεκριμένα, έκαστος εξ αυτών δικαιούται να λάβει το ποσό των 7.511,64 ευρώ (75.126,40 ευρώ : 11 = 6.829,67 ευρώ), το οποίο προσαυξημένο κατά 10% ανέρχεται στο ποσό των 7.512,64 ευρώ [6.829,67 ευρώ + 682,97 κατόπιν στρογγυλοποίησης (6.829,67 Χ10%)] και για τους δύο (ανέρχεται) στο ποσό των 15.025,28 ευρώ. Συνεπώς, θα κατανεμηθεί μεταξύ των [9] ναυτών του πληρώματος το υπόλοιπο ποσό των 60.101,12 ευρώ (75.126,40 ευρώ – 15.025,28 ευρώ), με αποτέλεσμα έκαστος εξ αυτών (και ο ενάγων) να δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 6.677,90 ευρώ (60.101,12 ευρώ : 9). Συνολικά, επομένως για την εν λόγω αιτία η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ [5.997,87 + 6.677,90 =] 12.675,77. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την παραδοχή ότι ο ενάγων, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες του πληρώματος, συμμετείχε στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης και έχμασης στους χώρους στάθμευσης του πλοίου μόνον των Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων και των δικύκλων στους λιμένες των δρομολογίων του και όχι και των φορτηγών οχημάτων, σε σχέση με τα οποία δέχθηκε ότι τις ανωτέρω εργασίες εκτελούσαν αλλοδαποί λιμενεργάτες αποκλειστικά, ακολούθως δε επιδίκασε στον ενάγοντα ως πρόσθετη προβλεπόμενη αμοιβή για τις εργασίες αυτές, το ποσό των 2.524,00 ευρώ κατά το έτος 2018 και των 2.143,97 ευρώ κατά το έτος 2019, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο οποίος πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του, απορριπτομένου του αντίστοιχου εβδόμου λόγου έφεσης της εναγομένης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου ότι επεδίκασε στον ενάγοντα αμοιβή για την εν λόγω αιτία. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί συμβατικού συμψηφισμού – καταλογισμού στην ένδικη απαίτηση του ενάγοντος των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», «υπερωρίες» και «αντίτιμο τροφής» πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως εκ του λόγου ότι κατά τις προβλέψεις της παραγράφου 4 του άρθρου 28 των εφαρμοζόμενων εν προκειμένω ΣΣΣΝΕ «Οι ως άνω πρόσθετες αμοιβές σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με οποιαδήποτε άλλη παροχή, ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό.». Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί της εναγομένης, οι οποίοι παραδεκτώς επαναφέρονται με τις έγγραφες προτάσεις ενόψει της μερικής εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως όσον αφορά στο εν λόγω κονδύλιο, περί καταλογισμού στις εν λόγω απαιτήσεις του ενάγοντος των ποσών που αυτή του κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», καθώς και περί καταβολής, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «υπερωρίες» κάθε μήνα, όπως επίσης και του ποσού των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατά τις έγγραφες προτάσεις της κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, οπότε έλαβε χώρα ο ετήσιος δεξαμενισμός του πλοίου, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Τούτο διότι, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω δεν υπήρχε νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμψηφισμού – καταλογισμού των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» με τις επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολής της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής. Επιπλέον, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, όσα ποσά κάθε μήνα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα και ανέγραφε ως αιτία καταβολής τους στις επίδικες απαιτήσεις «υπερωρίες» αφορούν διάφορη αιτία, και δη όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, αφορούν την αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, μη περιλαμβάνουσες και την εν λόγω αμοιβή για την ανωτέρω πρόσθετη εργασία του. Τέλος, όσον αφορά στο ποσό των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, κατά το ποσό των ευρώ 845,00 αφορά καταβολή οφειλής της για το αντίτιμο τροφής που όφειλε στον ενάγοντα, ενόψει του ότι κατά το ανωτέρω διάστημα δεξαμενισμού του πλοίου δεν παρείχε τροφή σε είδος στον ενάγοντα. Κατά δε το επιπλέον ποσό των ευρώ [1.038,27 μείον 845,00=] 193,27, διότι ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, δεν υπήρχε νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμψηφισμού – καταλογισμού του ποσού αυτού, με την ένδικη απαίτηση του ενάγοντος για καταβολή της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής.
[ΧΙ] Στη διάταξη του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «Ο ναυτικός ασθενήσας, δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθενείας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλεια και εις μισθόν εφ` όσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών. Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυχημάτων εκ βιαίου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων. Προς υπολογισμόν των κατά το παρόν άρθρον απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογείται ειδικός μισθός.». Για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε, υποτροπίασε ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 216/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39 116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008 281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006 460). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ.1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νομος, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 984/2001 Πειρ. Νομ. 2002, 277, ΕφΠειρ 163/2001 αδημ.). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις, υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 296, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝαυτΔ 2010, 39, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 270). Εξάλλου, όταν πρόκειται περί αξιώσεων του, λόγω ασθενείας «αμοιβαία συναινέσει» απολυθέντος ναυτικού, κατ` άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, ισχύει η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 1752/1951», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο 2 του άρθρου 295 του ΚΙΝΔ και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1212/1981, τετράμηνη αποκλειστική ή αποσβεστική (του δικαιώματος) προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω ασθενείας, η οποία αρχίζει από την απόλυση «αμοιβαία συναινέσει» του ναυτικού και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη, από το Δικαστήριο.
Εν προκειμένω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, την οποία κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 20.12.2019 και επέδωσε στην εναγομένη την 30.12.2019, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό ……./30.12.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς Αικατερίνης Αγγελοπούλου, ισχυρίσθηκε ότι, την 12.12.2019, απολύθηκε από την εναγομένη τυπικά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, πλην όμως στην πραγματικότητα λόγω ασθενείας και δη, λόγω κήλης στη βουβωνική χώρα, πάθηση η οποία εκδηλώθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης και εξ αφορμής αυτής, με αποτέλεσμα την 18.12.2019, να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση κατά την οποία έγινε πλαστική αποκατάσταση αυτής, με τοποθέτηση πλέγματος. Συνεπεία τούτου, παρέμεινε νοσηλευόμενος σε κλινική έως την 20.12.2019, οπότε εξήλθε με συστάσεις για αποχή από την εργασία για δώδεκα ημέρες, ήτοι έως την 1.1.2020. Με βάση το ιστορικό αυτό, αξίωσε από την εναγομένη μισθό ασθενείας είκοσι ημερών και δη από την επομένη ημέρα της αποναυτολογήσεώς του έως την 1.1.2020, καθώς επίσης και το αντίτιμο τροφής δέκα οκτώ ημερών, ανερχόμενο συνολικά στο ποσό των ευρώ 664,57 κατά τις προβλέψεις των άρθρων 3 και 6 παρ.1 και 2 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ. Με την εκκαλουμένη απόφαση, το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο απορρίφθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του, διότι, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων προσελήφθη ασθενής, μη ασθενήσας κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, καθώς επίσης διότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν ελύθη στην πραγματικότητα λόγω ασθενείας, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς.
Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, την 12.12.2019, ο ενάγων αποναυτολογήθηκε από το ανωτέρω πλοίο, στο ναυτικό του δε φυλλάδιο ενεγράφη ότι η αποναυτολόγησή του έλαβε χώρα «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου. Παράλληλα, εν τούτοις, απεδείχθη ότι, την επομένη ημέρα, κατόπιν του από 13.12.2019 παραπεμπτικού ιατρικού εξέτασης της ……….. προς τη Γενική Κλινική «…………..», ο ενάγων εξετάσθηκε αυθημερόν από τον Διευθυντή του Χειρουργικού Τμήματος …………., ο οποίος, όπως προκύπτει από την από 13.12.2019 ιατρική βεβαίωση που προσκομίζεται υπό του ενάγοντος, διεπίστωσε ότι, ο ενάγων πάσχει από βουβωνοκήλη αριστερά, του συνεστήθη χειρουργική αντιμετώπιση της ανωτέρω κατάστασης της υγείας του, κρίθηκε δε ανίκανος προς εργασία. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την από 20.12.2019 ιατρική βεβαίωση της ίδιας ως άνω κλινικής, ο ενάγων υπεβλήθη την 18.12.2019 σε πλαστική αποκατάσταση της αριστεράς βουβωνοκήλης με τοποθέτηση πλέγματος, εξήλθε δε της ανωτέρω κλινικής την 20.12.2019 με τη διαπίστωση ότι ήταν ανίκανος προς εργασία. Κατά την ίδια ιατρική βεβαίωση έλαβε αναρρωτική άδεια δώδεκα ημερών και του συνεστήθη επανεξέταση την 30.12.2019. Και πράγματι, δεν προκύπτει ότι την αριστερή βουβωνοκήλη ο ενάγων εμφάνισε για πρώτη φορά κατόπιν της έναρξης της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο. Εν τούτοις, δεδομένου ότι την επομένη μόλις ημέρα από την αποναυτολόγησή του από το ανωτέρω πλοίο συνεπεία της ανωτέρω κατάστασης της υγείας του κρίθηκε ανίκανος προς εργασία, εφόσον στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε αδιάλειπτα καθόλο το χρονικό διάστημα από28.3.2019 έως 12.12.2019, κρίνεται ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν απότοκος της εργασίας του διότι αυτή επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο, αφού όντας ικανός προς εργασία, αφού εργαζόταν σε αυτό, κατέστη ανίκανος προς εργασία, όπως τούτο διαπιστώθηκε μόλις την επομένη ημέρα της αποναυτολογήσεώς του. Μάλιστα, συνεπεία της ανωτέρω κατάστασης της υγείας του, του συνεστήθη χειρουργική επέμβαση στην οποία αυτός (ενάγων) υπεβλήθη. Επομένως, κρίνεται ότι, η ανωτέρω ασθένεια του ενάγοντος, αν και δεν απεδείχθη ότι εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο, υποτροπίασε κατά τη διάρκεια εργασίας του σε αυτό, με αποτέλεσμα να θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Επιπλέον, ενόψει της εγγύτητας χρονικά της διαπίστωσης της ανικανότητας του ενάγοντος προς εργασία του σε σχέση με την αποναυτολόγησή του από το ανωτέρω πλοίο, εφόσον η ανικανότητα προς εργασία διεπιστώθη την επομένη ημέρα της αποναυτολόγησής του οπότε κρίθηκε ανίκανος προς εργασία και επιβεβλημένη η χειρουργική αποκατάσταση στην οποία και υπεβλήθη, κρίνεται ότι η κατά την 12.12.2019 αποναυτολόγηση του ενάγοντος από το ανωτέρω πλοίο έλαβε χώρα λόγω της ασθένειάς του αυτής, η δε αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, ως λόγο απολύσεως αυτού, της «αμοιβαίας συναίνεσης» αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου, αποτελεί κατά φαινόμενο μόνο εγγραφή. Το γεγονός ότι ο ενάγων ήδη από την 20.11.2019 είχε υποβάλει την από 20.11.2019 έγγραφη παραίτησή του και ζητούσε την αποναυτολόγησή του από το εν λόγω πλοίο την 12.12.2019, επικαλούμενος λόγους οικογενειακούς, δεν δύναται να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο, εφόσον από ιατρική βεβαίωση προκύπτει ότι ο ενάγων την 13.12.2019, ήτοι την επομένη μόλις ημέρα της αποναυτολογήσεώς του ήταν ανίκανος προς εργασία συνεπεία αριστεράς βουβωνοκήλης η οποία έχρηζε χειρουργικής αποκατάστασης στην οποία και υπεβλήθη. Κατά την 20.11.2019, οπότε υπέβαλε αίτηση για την αποναυτολόγησή του προφανώς και ήταν ικανός προς εργασία, εφόσον συνέχισε να εργάζεται στο ανωτέρω πλοίο έως την 12.12.2019. Οι αιτιάσεις της εναγομένης ότι η διαπίστωση της ανικανότητας προς εργασία του ενάγοντος γίνεται από την αποκλειστικώς αρμόδια ΑΝΥΕ, προφανώς εννοώντας την Υγειονομική Επιτροπή κάποιου Δημόσιου φορέα, εφόσον παραπέμπει στις δικαστικές αποφάσεις ΣτΕ 622/2005 και ΣτΕ 2663/2011, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι περιέχουν ισχυρισμό ότι το παρόν Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να κρίνει περί της ασθένειας του ενάγοντος, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της παρούσας, ζήτημα διάταξης πραγματογνωμοσύνης προς διαπίστωση του γεγονότος ότι η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος ήταν απότοκος της επί του πλοίου υπηρεσίας αυτού, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 § 3 του ν. 2652/1953 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΙΝΔ (άρθρο 295 εδ. Β` ΚΙΝΔ), δεν τίθεται εν προκειμένω, ενόψει του ότι στην ένδικη υπόθεση, ο λόγος λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολογήσεως του ενάγοντος δεν ήταν πράγματι η αμοιβαία συναίνεση, ήτοι η επιτρεπομένη υπό του αρθρ. 361 ΑΚ αντίθετη συμφωνία των μερών (ναυτικού και πλοιάρχου), που κατά το φαινόμενο μόνον αναφέρεται στο ναυτικό φυλλάδιο του απολυθέντος ναυτικού, διότι ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, στην πραγματικότητα η λύση της επίδικης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος την 12.12.2019, εχώρησε λόγω ασθενείας του ενάγοντος, δοθέντος ότι η στο ναυτικό φυλλάδιο σχετική εγγραφή είναι δεκτική ανταποδείξεως και προσβολής, για εικονικότητα [όμοια ΕΠ 423/1984 ΕφΑθ 764/1983 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του το υπό κρίση αγωγικό κονδύλιο, εκ του λόγου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η λύση της ένδικης σύμβασης έγινε συνεπεία ασθενείας του ενάγοντος, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 υπό του τίτλου «Μισθός Ασθενείας – Θέσεις Νοσηλείας» προβλέφθηκε ότι «1. Ο μισθός ασθενείας ορίζεται σε κάθε περίπτωση ίσος με τον κατά το άρθρο 2 παρ.1 μισθό ενεργείας, σε περίπτωση δε νοσηλείας εκτός νοσοκομείου ή κλινικής, καταβάλλεται και το αντίτιμο τροφής.». Με την εν λόγω διάταξη επομένως, προβλέφθηκε ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων τον μισθό ενεργείας, πλέον του αντιτίμου τροφής για την εκτός νοσοκομείου ή κλινικής νοσηλεία του. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για το χρονικό διάστημα είκοσι ημερών κατά το οποίο ήταν ανίκανος προς εργασία, συνεπεία της ανωτέρω ασθένειάς του, δικαιούται το ποσό των ευρώ [1.089,40 επί 20/30=] 726,27 κατόπιν στρογγυλοποίησης, πλην όμως αξιώνει με την ένδικη αγωγή το ποσό των ευρώ 366,13, το οποίο και πρέπει να του επιδικασθεί. Επιπλέον, δικαιούται για την εκτός νοσοκομείου νοσηλεία του, διάρκειας 18 ημερών και δη για το χρονικό διάστημα από 13.12.2019, οπότε διεπιστώθη η ανικανότητά του προς εργασία έως την 17.12.2019, οπότε εισήχθη στην ανωτέρω Κλινική προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, χρόνος που κρίνεται ως χρόνος εκτός νοσοκομείου νοσηλείας του και από 20.12.2019, οπότε εξήλθε από το νοσοκομείο μετά τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υπεβλήθη, έως την 1.1.2020, οπότε συμπληρώθηκαν οι δώδεκα ημέρα, ανικανότητάς του, κατόπιν συστάσεως των ιατρών, προς εργασία και το αντίτιμο τροφής και δη δικαιούται το ποσό των ευρώ (18 επί 16,58=) 298,44. Συνολικά, για την εν λόγω αιτία πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ [366,13 + 298,44 =) 664,57. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης, οι οποίοι παραδεκτώς επαναφέρονται με τις έγγραφες προτάσεις ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως όσον αφορά στο εν λόγω κονδύλιο, περί καταλογισμού στις εν λόγω απαιτήσεις του ενάγοντος των ποσών που αυτή του κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», καθώς και περί καταβολής, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «υπερωρίες» κάθε μήνα, όπως επίσης και του ποσού των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατά τις έγγραφες προτάσεις της κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, οπότε έλαβε χώρα ο ετήσιος δεξαμενισμός του πλοίου, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Τούτο διότι, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω δεν υπήρχε νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμψηφισμού – καταλογισμού των ποσών που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» με τις επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολής των εν λόγω αποδοχών του. Επιπλέον, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, όσα ποσά κάθε μήνα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα και ανέγραφε ως αιτία καταβολής τους στις επίδικες απαιτήσεις «υπερωρίες» αφορούν διάφορη αιτία, και δη όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, αφορούν την αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, μη περιλαμβάνουσες. Τέλος, όσον αφορά στο ποσό των ευρώ 1.038,27, το οποίο η ίδια, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αντίτιμο τροφής για το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2018, κατά το ποσό των ευρώ 845,00 αφορά καταβολή οφειλής της για το αντίτιμο τροφής που όφειλε στον ενάγοντα, ενόψει του ότι κατά το ανωτέρω διάστημα δεξαμενισμού του πλοίου δεν παρείχε τροφή σε είδος στον ενάγοντα. Κατά δε το επιπλέον ποσό των ευρώ [1.038,27 μείον 845,00=] 193,27, διότι ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, δεν υπήρχε νόμιμη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί συμψηφισμού – καταλογισμού του ποσού αυτού, με την ένδικη απαίτηση του ενάγοντος για καταβολή της εν λόγω απαίτησής του.
[ΧΙΙ] Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επανέφερε, τον προβληθέντα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρισμό της περί καταχρηστικής υπό του ενάγοντος έγερσης της ένδικης αγωγής. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι, ο ενάγων ήγειρε την ένδικη αγωγή για απαιτήσεις που γνωρίζει ότι δεν δικαιούται, επιπλέον δε ειδικώς όσον αφορά στις ένδικες απαιτήσεις του για επίδομα ιματισμού και τροφοδοσίας, ήγειρε αυτήν ενώ ελάμβανε αμφότερα τα εν λόγω επιδόματα σε είδος, όσον αφορά στην αιτούμενη πρόσθετη αμοιβή του για συμμετοχή του στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των αναφερομένων στην αγωγή οχημάτων που μεταφέρονταν με το εν λόγω πλοίο, διότι αυτός (ενάγων) δεν εκτελούσε τις εν λόγω εργασίες, την αιτούμενη πρόσθετη αμοιβή για το «κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας», αν και τις εν λόγω εργασίες εκτελούσε εντός της οκτάωρης απασχόλησής του, καθώς επίσης αξιώνει μισθούς ασθενείας αν και δεν ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, όπως επίσης διότι δεν γνωστοποίησε την εν λόγω ασθένειά του στην εναγομένη. Ότι οι περιεχόμενοι στην αγωγή του ισχυρισμοί τυγχάνουν εν γνώσει του ψευδείς, με αποτέλεσμα λόγω της κακοπιστίας του, η ένδικη αγωγή να τυγχάνει κακόπιστη. Ότι για την αντίκρουση της ένδικης αγωγής που τυγχάνει στο σύνολό της αβάσιμη, απαιτήθηκε πολύωρη απασχόληση διαφόρων τμημάτων της (εναγομένης), προκειμένου να εντοπισθούν και να ανασυρθούν από τα αρχεία της τα τιμολόγια των εξόδων τροφοδοσίας και αγοράς ιματισμού, καθώς και να μεταφραστούν προκειμένου να προσκομισθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εργασία που έγινε εξαιτίας της παραβίασης από τον ενάγοντα του καθήκοντος αληθείας, καθώς εγνώριζε ότι ελάμβανε τροφή επί του πλοίου και ιματισμό για τις ανάγκες της εργασίας του. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίο παραδεκτώς επαναφέρεται με τις έγγραφες προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αν και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, στο μέτρο που η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται με την παρούσα (ΑΠ 1520/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως αυτός (ισχυρισμός) αναπτύχθηκε με τις προτάσεις που κατετέθησαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι τα αναφερόμενα σε αυτόν περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν το πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ, διότι, αποτελούν άρνηση της βάσης της ένδικης αγωγής. Πράγματι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019, ΑΠ 529/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, εν τούτοις, η εναγομένη δεν ισχυρίζεται ότι, από τη συμπεριφορά του ενάγοντος, σε συνάρτηση και με τη δική της συμπεριφορά, της δημιουργήθηκε και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Αντίθετα, ισχυρίσθηκε ότι, ο ενάγων ήγειρε την ένδικη αγωγή του για απαιτήσεις που δεν δικαιούται, για τους αναφερομένους, στον ίδιο λόγο, λόγους. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός της εναγομένης τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
Τέλος, [ΧΙΙΙ] αναφορικά με τον όγδοο λόγο της εναγόμενης – εκκαλούσας, σύμφωνα με τον οποίο έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία απέρριψε το αίτημά της, περί εξαιρέσεώς της από τους τόκους επιδικίας, λεκτέα τα ακόλουθα: Το άρθρο 346 του ΑΚ, που όριζε ότι «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο2 του ν.4055/2012, ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού από 2.4.2012, κατά το οποίο: « Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής, ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως τη οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται, κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως, που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιορισθούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις, που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν.4055/2012). Έτσι ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, η κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας. Το πότε υφίσταται εύλογη αντιδικία θα κριθεί in concreto από το δικάζον δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων, λ.χ. αν το αντικείμενο της δίκης είναι ερμηνεία νέας νομικής διατάξεως ή αν υφίστανται εν γένει κατά τη δικαστική διάγνωση της υποθέσεως σοβαρές ερμηνευτικές δυσχέρειες (ΑΠ 1207/2017, ΕφΑιγ 79/2020, ΕφΑθ 303/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο ειδικές περιστάσεις (εύλογη αντιδικία), καθόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής κάποιας νέας και δυσχερούς ερμηνευτικά νομικής διάταξης, το γεγονός δε ότι η εναγόμενη προέβαλε ένσταση συμψηφισμού και εξόφλησης συγκεκριμένων απαιτήσεων δεν είναι αρκετό για να προσδώσει στην υπό κρίση διαφορά τον χαρακτήρα της εύλογης αντιδικίας. Συνεπώς το παραδεκτώς υποβληθέν πρωτοδίκως αίτημα της εναγόμενης, περί εξαιρέσεως από τον τόκο επιδικίας του ως άνω επιδικασθέντος ποσού, τυγχάνει απορριπτέο, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός όγδοος λόγος έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, γενομένων δεκτών ως εν μέρει βασίμων αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, απορριπτομένων αυτών κατά τα λοιπά ως αβασίμων στην ουσία τους, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, με αριθμό 1635/2022, απόφαση στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης. Αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 60 εδ. α’, 66, 84 εδ. α1 Κ.Ι.Ν.Δ, 1, 2, 3, 5 παρ. 1α’ και 11, 6 παρ. 1 και 2, 10,13 παρ. 1, 2, 4 και 5,14, 20 παρ. 1, 2, 3, 3α και 4, 21 παρ. 1, 2 περ. β’, γ’, ε’, στ’ και παρ. 3, 28 παρ. 1, 2, 3, 4 και 6, 42 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2018 (Υ.Α.2242.5-1.10/81307/2.11.2018) και 2019 (Υ.Α.2242.5-1.10/56166/24.7.2019), 70, 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος κήρυξης αυτής προσωρινώς εκτελεστής, κατά το αναγνωριστικό της αίτημα, το οποίο τυγχάνει, εκ του λόγου τούτου, μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και [Α] να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών (20.081,12) [το ποσό των ευρώ 1.630,01 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών του έτους 2018 + το ποσό των ευρώ 1.309,25 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών του έτους 2019 + το ποσό των ευρώ 377,03 ως επίδομα φθοράς ιματισμού έτους 2018 + το ποσό των ευρώ 443,30 ως επίδομα φθοράς ιματισμού έτους 2019 + το ποσό των ευρώ 1.988,03 ως πρόσθετη αμοιβή για την πρόσθετη εργασία «κούρδισμα ρολογιών» για το έτος 2018 + το ποσό των ευρώ 1.657,73 ως πρόσθετη αμοιβή για την πρόσθετη εργασία «κούρδισμα ρολογιών» για το έτος 2019 + το ποσό των ευρώ 5.997,87 για πρόσθετη αμοιβή για συμμετοχή, κατά το έτος 2018, στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των αναφερομένων στην αγωγή οχημάτων που μεταφέρονταν με το εν λόγω πλοίο + το ποσό των ευρώ 6.677,90 για πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή, κατά το έτος 2019, στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των αναφερομένων στην αγωγή οχημάτων που μεταφέρονταν με το εν λόγω πλοίο=], νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και [Β] να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εξακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (664,57) ως μισθό ασθενείας, νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του παραδεκτά υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης της εναγομένης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματός της για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 4.000 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αριθμ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 8.12.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/8.12.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/8.12.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και την από 9.1.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../10.1.2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../11.1.2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 1635/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 20.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../27.12.2019 αγωγής κατ’ ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή κατά ένα μέρος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών (20.081,12), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, επιπλέον του ανωτέρω ποσού, το ποσό των εξακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (664,57), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 24 .1.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ