ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 535/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————-
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) οι : Α) από 11-11-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………) έφεση του ενάγοντος, και Β) από 20-3-2015 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …..) έφεση της ενάγουσας, ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 3054/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 20-5-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) αγωγή του ενάγοντος περί αποζημίωσης απολύσεως και δεδουλευμένων αποδοχών και απορρίφθηκε η από 29-8-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……) αγωγή της ενάγουσας περί αποζημιώσεως, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 592 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται από τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης (άρθρο 24 § 1 εδ.α΄ του ΕισΝΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευσή της και προ της θέσεως σε ισχύ του ν.4335/2015, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της δεν υπήρχε υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου κατά την κατάθεσή τους, λόγω της φύσεως των διαφορών (άρθρο 495 § 4 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του ν. 4055/2012), το οποίο, επομένως, ως εκ περισσού καταβλήθηκε από την ενάγουσα-εναγομένη κατά την άσκηση της από 20-3-2015 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …..) έφεσής της. Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη
ΙΙ.Με την ανωτέρω αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι προσελήφθη από την εναγομένη με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως λογιστής, την 1-5-2000, αναγνωριζόμενης της προϋπηρεσίας του με την ίδια ειδικότητα, στην ίδια εταιρεία, από τις 27-2-1995 έως τις 30-4-1998, υπό την τότε επωνυμία της, «……..» αλλά και προηγουμένως στην εταιρεία του ίδιου ομίλου με αυτήν, με την επωνυμία «…….» από την 1-5-1998 έως τις 30-4-2000. Ότι προήχθη σε υπεύθυνο λογιστηρίου και οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του ήδη από το έτος 2007 ανέρχονταν στο ποσό των 17.300 ευρώ. Ότι, κατόπιν συμφωνίας του με την εναγομένη, αποχώρησε εικονικά από αυτήν στις 31-1-2012, χωρίς ωστόσο να διακοπεί η εργασιακή του σχέση, προσφέροντας τις ίδιες, όπως μέχρι τότε υπηρεσίες, με σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών πλέον, και αποδοχές που μειώθηκαν, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αυτή αντιμετώπιζε, στο ποσό των 14.300 ευρώ. Ότι η εναγομένη, ενεργώντας καταχρηστικά και εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη του, στις 31-5-2012 κατήγγειλε τη σχέση εργασίας του, χωρίς να τηρηθεί έγγραφος τύπος. Ότι η εναγομένη αρνείται να του καταβάλει και εξακολουθεί να του οφείλει, το ποσό των 216.883 ευρώ, ως αποζημίωση απολύσεως, το ποσό των 22.712 (15.224 + 16.608 + 16.608 + 22.144 + 23.528 + 28.600) ευρώ, ως αποδοχές μη ληφθείσας αδείας με προσαύξηση σε ποσοστό 100 % κατά τα έτη 2007 έως και 2012, το ποσό των 7.150 ευρώ, γα επίδομα αδείας του έτους 2012, το ποσό των 1.787,50 ευρώ, ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2012 καθώς και το ποσό των 57.200 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Φεβρουαρίου έως και Μαΐου 2012, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτής τροπής του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη του οφείλει για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 405.823,50 ευρώ συνολικά, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από τότε που κατέστη απαιτητό, και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά του έξοδα.
ΙΙΙ. Επίσης, η ενάγουσα, με την ανωτέρω αγωγή της, αναφερόμενη και αυτή στην εργασιακή σχέση που την συνέδεε με τον εναγόμενο, ισχυρίστηκε ότι τον προσέλαβε ως λογιστή, τοποθετώντας τον σύντομα στη θέση του προϊσταμένου του λογιστηρίου της, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έως τις 31-1-2012 και ότι στη συνέχεια, από την 1-2-2012 αυτός εξακολούθησε να τις παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες, ως ανεξάρτητος πλέον επαγγελματίας, υπό την ιδιότητά του ως ομορρύθμου εταίρου και διαχειριστή της εταιρείας με την επωνυμία «……..» με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που η ίδια (ενάγουσα) συνήψε με την τελευταία. Ότι ο εναγόμενος, εκτελώντας πλημμελώς τα καθήκοντά του, την ζημίωσε, με την εκ μέρους του ιδιοποίηση του συνολικού ποσού των 65.600 ευρώ, το οποίο μετέφερε τμηματικά σε τραπεζικό του λογαριασμό και δεν αφορούσε οφειλόμενες αποδοχές. Ακολούθως, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να της καταβάλει το ποσό αυτό, ως αποζημίωση, λόγω της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του, επικουρικά, λόγω της εκ μέρους του παραβίασης της απορρέουσας από το άρθρο 288 του ΑΚ υποχρέωσης πίστης προς την ίδια, εκμεταλλευόμενος τα μέσα που είχε στη διάθεσή του και την εμπιστοσύνη που η ίδια είχε επιδείξει προς αυτόν, επικουρικότερα, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, και ακόμη επικουρικότερα, εκείνες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού το ποσό που ιδιοποιήθηκε συνιστά πλουτισμό του προερχόμενο από την περιουσία της άνευ νομίμου αιτίας, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και την καταδίκη του εναγομένου στα δικαστικά της έξοδα.
- IV. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Με αυτήν, η πρώτη αγωγή (υπ’αριθμ. εκθ.καταθ. ……) κρίθηκε απαράδεκτη ως προς το κονδύλιο της αποζημιώσεως απολύσεως και, κατά τα λοιπά, ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε έγινε δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, ενώ η δεύτερη (υπ’αριθμ. εκθ.καταθ……..) αγωγή, κρίθηκε μεν ως νόμιμη, μόνον ως προς τη βάση της αδικοπραξίας, αλλά τελικώς απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφό τους λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, που ανάγονται, όσον αφορά την έφεση της ενάγουσας, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά δε την έφεση του ενάγοντος, σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και παραβίαση δικονομικών κανόνων από αυτό, ζητώντας, ο μεν ενάγων της πρώτης αγωγής να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, η δε ενάγουσα της δεύτερης αγωγής, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος, να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν η δική της αγωγή και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών διαδικασίας. Σημειώνεται ότι ο έκτος λόγος της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) έφεσης περί ελλιπούς αιτιολογίας, δεν θα εξεταστεί αυτοτελώς, αφού το ουσιώδες της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες, που μπορούν να αντικατασταθούν ή συμπληρωθούν (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), αλλά το διατακτικό.
Vα. Από τη διάταξη του άρθρου 138 εδ. α΄ του ΑΚ, που ορίζει ότι δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, προκύπτει ότι, η έννοια της εικονικότητας είναι ορισμένη αφ’ εαυτής και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του ισχυρισμού περί εικονικότητας ορισμένης δικαιοπραξίας, αντιστοίχως δε και για την πληρότητα της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης που καταφάσκει την εικονικότητα, να περιέχεται και το στοιχείο ότι όλοι οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει αυτής κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού αυτό, ως σύμφυτο με την έννοια της εικονικότητας, θεωρείται αυτονόητο ως συντρέχον (ΑΠ 543/2017, ΑΠ 191/2017 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
β. Αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης, για τις αποδοχές του μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών εισφορές, όπως οι εργατικές, προς το ΙΚΑ και το ταμείο επικουρικής ασφάλισης (άρθρο 26§5 ν.1846/1951), κρατήσεις και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 2126/2007, ΕφΘεσ (Μον) 713/2017, ΕφΠειρ (Μον-Ναυτ) 217/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Μον) 661/2014 ΕλλΔνη 2015.778). Έτσι, για να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή δεν χρειάζεται να αναφέρονται σ’ αυτήν οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών ενώ, πλέον τούτου, δεν χρειάζεται να αναφέρονται τα σχετικώς στον ίδιο τον ενάγοντα καταβληθέντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά (ΑΠ 1171/2009 ΕΕργΔ 2009. 258, ΕφΔωδ (Μον) 120/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες, στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους, δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 1171/2007 ό.π, ΕφΘεσ (Μον) 712/2017, ΕφΠειρ (Μον) 166/2014, ΕφΘεσ (Μον) 148/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
γ. Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β’ του Α.Ν. 539/1945, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ/τος 3755/1955, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 330 του ΑΚ, προκύπτει ότι ναι μεν για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής) κατά τα ήδη προαναφερθέντα, όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσής του προς λήψη της προβλεπόμενης κατά 100% προσαύξησης επ’αυτής, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε. Η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 506/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης, δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της αγωγής η αναγραφή των ημερομηνιών που ο ενάγων ζήτησε την άδειά του κάθε έτος, ούτε το χρονικό διάστημα για το οποίο τη ζήτησε και ο τρόπος υποβολής των σχετικών αιτημάτων του, καθώς και τα αρμόδια όργανα του εργοδότη προς τα οποία απηύθυνε το αίτημά του (ΑΠ 889/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)
δ.Για να κριθεί ορισμένη η αξίωση του εργαζομένου προς λήψη του επιδόματος και των αποδοχών αδείας, αρκεί να εκτίθενται ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου απασχόλησής του και το ύψος των μηνιαίως αποδοχών του-έστω και εμμέσως-αφού, βάσει αυτών, προκύπτει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, ο αριθμός των ημερών αδείας και των αντίστοιχων αποδοχών, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του α.ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1346/1983 και το άρθρο 3 παρ. 16 του ν.δ. 4504/1966. Επίσης, προκειμένου για τον υπολογισμό των αποδοχών-και κάθε άλλης συναφούς αξίωσης-του εργαζομένου, για να υπολογιστούν τα έτη προϋπηρεσίας τους θα πρέπει να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση αυτής στον εργοδότη (ΑΠ 80/2013, ΕΠΟΛΔ 2013.370, ΑΠ 70/2009, ΔΕΕ 2010.726), εκτός εάν αυτή ήταν γνωστή στον εργοδότη ή εάν συνομολογείται από αυτόν, ενώ δεν αποκλείεται η απόδειξη αυτής με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 80/2013, ό.π). Επομένως, αρκεί η επίκληση της γνωστοποίησης της προϋπηρεσίας προς τον εργοδότη ή της γνώσης του τελευταίου, ενώ το αληθές ή μη αυτών ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων.
ε.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 652 του ΑΚ, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του. Εξάλλου, από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 652 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει και ότι-σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του)- ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης, χωρίς να αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη και η ευθύνη για αποθετική ζημία ή και για ικανοποίηση ηθικής βλάβης (ΑΠ 729/2015, ΕφΠειρ (Μον) 269/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η επιταγή της επιμελούς και καλόπιστης εκπληρώσεως της εργασιακής σύμβασης δεν αναφέρεται μόνο στην κύρια παροχή δηλαδή την εργασία αλλά καλύπτει και ολόκληρο το φάσμα των δευτερευουσών και παρεπόμενων υποχρεώσεων που απορρέουν από την όλη δομή της εργασιακής ενοχής, συμπληρώνοντας, ενισχύοντας και ολοκληρώνοντας με τη λειτουργία τους τη διαδικασία εκπληρώσεως της εργασίας. Οι υποχρεώσεις αυτές συμπυκνώνονται βασικά σε μια ευρύτερη κατηγορία, την υποχρέωση πίστης (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ» τόμος ΙΙΙ, σελ. 461, αρ.ΧΙ.1), η οποία αποτελεί εξειδίκευση του γενικού κανόνα της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ) και καλύπτει και τις παρεπόμενες υποχρεώσεις. Συνίσταται δε αυτή στην υποχρέωση του εργαζόμενου να αποφεύγει κάθε βλαπτική ενέργεια σε βάρος του εργοδότη (αρνητικός ορισμός), και επιβάλλει επιμελή και καλόπιστη εκπλήρωση της σύμβασης εργασίας, περιλαμβάνοντας δέσμη επί μέρους υποχρεώσεων, που ποικίλουν αναλόγως του αντικειμένου της σύμβασης εργασίας. Τέτοιες ειδικότερες υποχρεώσεις είναι κυρίως η υποχρέωση εχεμύθειας, η υποχρέωση μη παράλληλης απασχόλησης σε άλλον εργοδότη και η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού. Ειδικότερα δε, ο εργαζόμενος υποχρεούται να μην προβαίνει σε ενέργειες που φέρουν χαρακτήρα αθέμιτου ανταγωνισμού κατά του εργοδότη, όπως είναι και η για δικό του λογαριασμό, εν αγνοία του εργοδότη, άσκηση εμπορικών εργασιών όμοιων με τις εργασίες της επιχείρησης όπου εργάζεται (ΕφΠειρ(Μον) 176/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος ό.π, τόμος ΙΙΙ, σελ. 461-462, αρ.ΧΙ.1 και 2.).
Στην κρινόμενη περίπτωση, με το προεκτιθέμενο αναλυτικά στην αρχή της παρούσας ιστορικό, περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη- υπ’αριθμ. εκθ.καταθ. …….-αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τις υπό στοιχ. Vα, Vβ, Vγ και Vδ σκέψεις, αφού γίνεται μνεία στο δικόγραφό της, της ειδικότητας του ενάγοντος, του χρόνου απασχόλησής του στην εναγομένη, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου προϋπηρεσίας του, ο οποίος ήταν γνωστός στην εργοδότριά του, των μηνιαίων μικτών αποδοχών του, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα-17.300 έως τις 31-1-2012 και 14.300 ευρώ έκτοτε-χωρίς να είναι αναγκαία η ανάλυση των κρατήσεων και εισφορών επί του μισθού του, ο υπολογισμός των οποίων θα γίνει τυχόν στο στάδιο της εκτέλεσης, οι ημέρες αδείας που δεν έλαβε κατ’έτος, ο τρόπος και χρόνος καταβολής των αποδοχών του, η εικονικότητα της παραίτησής του και η χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή συνέχιση της εργασιακής σχέσης που τον συνέδεε με την εναγομένη. Συνεπώς, ορθώς κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε όμοια κρίση και οι περί του αντιθέτου υπό στοιχ. 2α, 2β, 2γ και 3Α λόγοι της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. καταθ. …..) έφεσης της ενάγουσας-εναγομένης κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Αβάσιμος κρίνεται επίσης και ο τέταρτος λόγος αυτής, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της κύριας και πρώτης επικουρικής βάσης της -υπ’αριθμ.εκθ.καταθ. ……..-δικής της αγωγής, περί πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του ενάγοντος-εναγομένου άλλως κατά παράβαση της υποχρέωσης πίστης εκ μέρους του, ως μη νόμιμων, αφού, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν υπήρξε, κατά τα εκτιθέμενα, πλημμελής εκπλήρωση της υποχρέωσης του εναγομένου να ασκεί τα καθήκοντά του ως λογιστής της ούτε παραβίαση της υποχρέωσης πίστης, με την έννοια που προεκτέθηκε στην υπό στοιχ. Vε σκέψη, και, παρεπομένως, του συναφούς προς αυτόν πέμπτου λόγου, περί αοριστίας του ισχυρισμού του αντιδίκου της, ως προς το σκέλος του περί ελλείψεως πταίσματός του, ως αλυσιτελούς.
- VI. Η αγωγή για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημιώσεως, κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 3198/1955, είναι ουσιαστικά απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί στον εργοδότη μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από τότε που ο εργαζόμενος παραλήπτης έλαβε γνώση της καταγγελίας, οπότε και είναι απαιτητή η αποζημίωση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 74 παρ. 3 ν. 3863/2010, όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. Από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι, η αξίωση του μισθωτή για την καταβολή ή συμπλήρωση της πιο πάνω αποζημίωσης, γεννάται αμέσως με την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Πλην όμως, αν η αποζημίωση είναι καταβλητέα σε δόσεις, η με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 οριζομένη εξάμηνος αποσβεστική προθεσμία άρχεται από τότε που οι δόσεις αυτές κατέστησαν απαιτητές και συνακόλουθα είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 251 του ΑΚ, που έχει εφαρμογή, κατ’ άρθρο 279 του ίδιου Κώδικα και στην αποσβεστική προθεσμία. Έτσι, η άσκηση της αγωγής για καταβολή κάποιων δόσεων (που ως έλασσον αίτημα περιλαμβάνεται στο μείζον για την καταβολή της όλης αποζημίωσης), επιφέρει, κατά τα άρθρα 261 και 279 τυ ΑΚ διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας. Οι ως άνω αποσβεστικές προθεσμίες, προσδιοριζόμενες σε μήνες, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 240, 241, 242 και 243 του ΑΚ (σχετ. όμοιες διατάξεις των άρθ. 144 § 1 και 145 § 2 του ΚΠολΔ), αρχίζουν από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτών, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγουν με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (ΑΠ 2028/2017, ΑΠ 359/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ (Μον) 1385/2016, Αρμ 2017.99). Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει επίσης ότι, σε περίπτωση που η αποζημίωση υπαλλήλου, για την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη του είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, η παραπάνω εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της σχετικής αγωγής αρχίζει, για μεν το μέρος αυτής που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών, από την επομένη (άρθρο 241 ΑΚ) της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, για δε κάθε μία δόση, από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία αυτή έγινε απαιτητή (ΕφΘεσ (Μον) 1385/2016 ο.π). Οι εν λόγω προθεσμίες λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 του ΑΚ ΑΠ 359/2015, ΑΠ 2028/2017 ό.π). Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας. Η μη κοινοποίηση δηλαδή της αγωγής στον εργοδότη ή η μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο (ΑΠ 359/2015 ό.π). Αντιθέτως, η διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας, που επέρχεται όπως και επί παραγραφής (άρθρο 279 του ΚΠολΔ), δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά κατόπιν υποβολής, παραδεκτώς, σχετικής αντενστάσεως εκ μέρους του εργαζομένου. Κατά δε τα άρθρα 261, 263 του ΑΚ, που κατά το άρθρο 279 του ΑΚ εφαρμόζονται και επί αποσβεστικής προθεσμίας, αυτή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αλλά θεωρείται σαν να μη διακόπηκε αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί τελεσίδικα η αγωγή για λόγους μη ουσιαστικούς, και εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε τρείς ή έξι μήνες, αντίστοιχα, οπότε θεωρείται ότι η αποσβεστική προθεσμία έχει διακοπεί με την προηγουμένη αγωγή. Προϋπόθεση της διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας από της εγέρσεως της πρώτης αγωγής είναι η ταυτότητα διαδίκων, καθώς και ταυτότητα ιστορικής και νόμιμης αιτίας των δύο αγωγών (ΑΠ 359/2015 ό.π).
VII. Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος-εναγομένου και του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας-εναγομένης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και επομένως και των προσαγόμενων για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για την αποδοχή των οποίων δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία (ΑΠ 1356/2017, ΑΠ 175/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)-συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 389/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») – ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ δε αυτών οι ηλεκτρονικές επιστολές (e-mail) που έχουν εκτυπωθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή των αποστολέων – εκδοτών ή των παραληπτών αυτών (ΑΠ 405/2008, ΑΠ 1628/2003, ΕφΘεσ(Μον) 6198/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας-εναγομένης, και αποτελούν, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της τελευταίας, επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, εφόσον δεν αποκτήθηκαν με αθέμιτα μέσα και η χρήση τους εκ μέρους του ενάγοντος-εναγομένου δια της προσκομίσεώς τους ως αποδεικτικών στοιχείων, υπαγορεύτηκε από την ανάγκη υπεράσπισης των εργασιακών του αξιώσεων (ΟλΑΠ 1/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθώς και των υπ’αριθμ. ……. ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……….., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας-εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ 24 τουλάχιστον ωρών, κατ’άρθρο 671 παρ.1 εδ.δ΄του ΚΠολΔ-κλήτευση του ενάγοντος-εναγομένου (σχετ. η υπ’αριμ. …. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……), χωρίς, αντιθέτως, να ληφθούν υπόψη τα προσκομιζόμενα από τον εκκαλούντα-εφεσίβλητο έγγραφα με επίκλησή τους στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του και συγκεκριμένα, τα από 4-9-2012 και 10-7-2012 e mail του ….. προς τον ίδιο, ο ισολογισμός της εταιρείας «…….», διαχειριστικής περιόδου 1/1 έως 31/12/2013, το από 14-11-2011 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κατά το σκέλος που αφορά την ανάδειξη από τις καταχωρημένες στο server διευθύνσεις της ηλεκτρονικής διεύθυνσης στην οποία αντιστοιχεί, και τα εκκαθαριστικά του σημειώματα των ετών 2008-2010, αφού η προσκόμισή τους δεν κατατείνει στην αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις της αντιδίκου του (ΑΠ 543/2014 ΕΦΑΔ 2014.415, ΑΠ 163/2014, αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ως τέτοιων νοούμενων των αυτοτελών ισχυρισμών (ΑΠ 543/2014, ΑΠ 411/2008 ό.π), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα-εναγομένη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία ήδη «………», συνεστήθη-αρχικά ως μονοπρόσωπη- το έτος 1997 και δραστηριοποιείται στον τομέα των δια ξηράς, θαλάσσης και αέρος μεταφορών εμπορευμάτων πελατών της. Η διαχείρισή της από της μετατροπής της, ανατέθηκε στον Γεώργιο Καλλίτση (σχετ. ΦΕΚ τ.ΑΕ και ΕΠΕ 7087/2003), ο οποίος ήταν συμπράττων σύμβουλος στις ανώνυμες εταιρείες με τις επωνυμίες «……..» (σχετ. ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ …) και «………», αντίστοιχα, που αποτελούσαν εταιρείες συμφερόντων του, με έδρα, όπως και αυτή, την οδό …….. στον …. Δυνάμει της από 1-5-2000 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου προσέλαβε τον ενάγοντα-εναγόμενο, λογιστή Α΄τάξης, ως λογιστή, τοποθετούμενο εξ αρχής στη θέση του υπευθύνου-προϊσταμένου του λογιστηρίου της στην έδρα της στον … Η εργασία του συμφωνήθηκε ότι θα παρέχεται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και επί οκτάωρο ημερησίως, με ωράριο εργασίας 8.30-16.30 και με μικτές μηνιαίες αποδοχές, ύψους 432.356 δραχμών, οι οποίες, όπως ρητώς αναγράφεται στο κείμενό της, ήταν ανώτερες των καθοριζόμενων από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή τις Διαιτητικές Αποφάσεις των εργαζομένων στις πρακτορειακές επιχειρήσεις και θα καταβάλλονταν την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα. Mέρος της αμοιβής αυτής αφορούσε την παροχή λογιστικών υπηρεσιών στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………», κοινών επίσης συμφερόντων και συστεγαζόμενη με την ενάγουσα, χωρίς να υφίσταται απευθείας συμβατική σχέση που να τον συνδέει με αυτήν. Τυπικά, οι υπηρεσίες αυτές όπως και η διοικητική υποστήριξη της αε, παρέχονταν από την επε, δυνάμει μεταξύ αυτών καταρτισθείσας σύμβασης παροχής υπηρεσιών. Στα καθήκοντα του ενάγοντος ενέπιπτε, μεταξύ άλλων, η εποπτεία και οργάνωση του λογιστηρίου, η επίβλεψη και καθοδήγηση των υπαλλήλων του, ο έλεγχος και η συνεχής παρακολούθηση όλων των λογαριασμών και συναλλαγών με προμηθευτές, μεταφορείς-συνεργάτες και πελάτες της εταιρείας και γενικά η επίβλεψη όλων των εισροών και εκροών της, όντας υπεύθυνος και αρμόδιος για οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή της εταιρείας. Στο έργο του υποβοηθείτο από τους λοιπούς υπαλλήλους του λογιστηρίου, ως υφισταμένους του, οι οποίοι εκτελούσαν δικές του εντολές, άνευ δυνατότητας επαλήθευσης ή ελέγχου αυτών, όπως την ………και τον …. Προηγουμένως, ο ενάγων-εναγόμενος είχε εργαστεί με την ίδια ειδικότητα, διαδοχικά στις προαναφερθείσες εταιρείες συμφερόντων του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας (από την 1/4/1995 έως τις 30/4/1998 στην εταιρεία «……….. και από την 1/5/1998 έως τις 30/4/2000, στην «………) (σχετ. τα ατομικά δελτία εισφορών του όλου του παραπάνω χρονικού διαστήματος), συνεπώς, η εργοδότριά του τελούσε από της προσλήψέως του σε γνώση της προϋπηρεσίας του, γεγονός που δικαιολογεί άλλωστε την τοποθέτησή του εξ αρχής στη θέση του προϊσταμένου του λογιστηρίου της. Κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του, ο μισθός του κινήθηκε σε υψηλά επίπεδα, ακλουθώντας διαρκώς ανοδική πορεία. Έτσι, οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του διαμορφώθηκαν, το έτος 2007 στο ποσό των 5.330,39 ευρώ, για να φθάσουν το έτος 2009, στο ποσό των 14.886,37 ευρώ (σχετ. οι μηχανογραφημένες μισθολογικές καταστάσεις της εταιρείας). Έκτοτε, στις μισθολογικές καταστάσεις εμφαίνεται μείωση των αποδοχών του, οι οποίες ανήλθαν στο ποσό των 11.586,21 ευρώ τον Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2010, στο ποσό των 6.856,79 ευρώ, από τον Μάιο του ίδιου έτους και στο ποσό των 2.898,60 ευρώ από τον Απρίλιο του έτους 2011, εκ των οποίων, το καθαρό ποσό που ελάμβανε τελικώς, αφαιρουμένων των κρατήσεων, ήταν περί τα 1.956 ευρώ (σχετ. εκτύπωση του λογαριασμού όψεως του ενάγοντος-εναγομένου στην Eurobank Ergasias για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, με προφορική συμφωνία των διαδίκων, ο ενάγων-εναγόμενος, από τον Απρίλιο του έτους 2011, πέραν των προαναφερθέντων μικτών μηνιαίων αποδοχών, που εμφαίνονταν στις μισθολογικές καταστάσεις, ελάμβανε επιπλέον το ποσό των 8.300 ευρώ, ήτοι συνολικά 11.198,60 ευρώ μηνιαίως (σχετ. το από 12-2-2012 e mail του ιδίου προς τον ορκωτό λογιστή της εταιρείας ……… και μισθοδοτική κατάσταση Νοεμβρίου 2011 που επισυνάπτεται σε e mail της …….. της 14-11-2011) άλλως 10.300 ευρώ περίπου καθαρά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας όμοια, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο πρώτος λόγος, που αφορά γενικά την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ο έβδομος λόγος της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………) έφεσης της ενάγουσας-εναγομένης, που εξειδικεύει τη συγκεκριμένη πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης δηλαδή ως προς την ύπαρξη συμφωνίας λήψης αποδοχών πλέον των εμφαινομένων και τη διαμόρφωση αυτών στο παραπάνω ποσό από τον Απρίλιο του έτους 2011, κρίνονται ως αβάσιμοι. Επομένως, οι καταβολές ποσού 6.300 ευρώ στις 31-8-2011, 2.000 ευρώ στις 7-9-2011, 1.616,79 ευρώ στις 26-9-2011, 8.300 και 5.883,21 ευρώ στις 30-9-2011, 8.300 ευρώ στις 10-11-2011, 8.300 ευρώ στις 5-12-2011, 8.300 ευρώ στις 8-2-2012 και του ίδιου ποσού στις 16-3-2012, μέσω του λογαριασμού μισθοδοσίας του στην Eurobank, δεν έγιναν εν αγνοία και χωρίς τη θέληση της ενάγουσας-εναγομένης, και δεν αποτελούν ποσά που υπεξαίρεσε παρανόμως ο ενάγων-εναγόμενος, αλλά μηνιαίες αποδοχές, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος ισολογισμού, που δεν εμφανίζονταν στην επίσημη μισθοδοσία του. Το αν αυτές οι μεταφορές έγιναν από τον ίδιο ή από άλλους υπαλλήλους του λογιστηρίου κατ’εντολήν ή καθ’υπόδειξή του στερείται σημασίας. Επισημαίνεται δε ότι ακόμη και αν ο ίδιος δεν διέθετε επίσημα τους κωδικούς e-banking της ενάγουσας-εναγομένης (σχετ. η από 9-2-2017 βεβαίωση της Eurobank), ώστε να πραγματοποιηθεί η μεταφορά, αρκεί να τους γνώριζε ανεπίσημα, μέσω άλλων υπαλλήλων, καθώς θα ήταν παράδοξο τους κωδικούς αυτούς να τους γνωρίζει μόνον ο νόμιμος εκπρόσωπός της εταιρείας, ή κάποιος υφιστάμενος του ενάγοντος-εναγομένου και όχι ο ίδιος. Για τον ίδιο λόγο κρίνεται αβάσιμο και το υποβληθέν με τις προτάσεις του αίτημα περί προσκομίσεως από την αντίδικό του, των συμβάσεων ενεργοποίησης της σχετικής τραπεζικής υπηρεσίας (e-banking). Αποτελεί δε διαφορετικό ζήτημα το αν νομίμως ο ενάγων με τον ίδιο τρόπο προέβη σε μεταφορές στον ίδιο λογαριασμό εμβασμάτων από την αε, ύψους 14.000 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από τις 19-4-2012 έως τις 16-5-2012. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο έβδομος και όγδοος λόγος της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………) έφεσης της ενάγουσας-εναγομένης, ως προς το σκέλος τους περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων εκ της μη παραδοχής τελέσεως υπεξαίρεσης από τον εναγόμενο-ενάγοντα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επιπροσθέτως, η τακτική αυτή, των αδήλωτων δηλαδή αποδοχών, με προφανή ωφέλεια για την ενάγουσα-εναγομένη, αφού με αυτόν τον τρόπο εξοικονομούσε κυρίως τα ποσά των ασφαλιστικών εισφορών, και τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών, με τα οποία βαρυνόταν, μειώνοντας έτσι το συνολικό μισθολογικό κόστος για κάθε εργαζόμενο, ακολουθείτο και για άλλους υπαλλήλους, όπως εμφαίνεται στην προαναφερθείσα μισθοδοτική κατάσταση όπως και εκείνη του Φεβρουαρίου του έτους 2012 που επισυνάπτεται στο από 6-2-2012 e mail της ως άνω υπαλλήλου του λογιστηρίου προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας-εναγομένης. Επισημαίνεται μάλιστα ότι, παρ’ότι αμφιβητείται από την τελευταία η γνησιότητα των προσκομιζόμενων από τον ενάγοντα-εναγόμενο e mail, που αποτελούν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και από τα οποία καθίσταται απολύτως σαφές το καθεστώς της μισθοδοσίας των υπαλλήλων της γενικά αλλά και του ενάγοντος ειδικά, με δηλωθείσες και μη αποδοχές, το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει περί του ότι το περιεχόμενό τους προέρχεται πράγματι από τους φερόμενους ως συντάκτες των σχετικών κειμένων, δεδομένων και των αποδεκτών αυτών. Θα ήταν παράδοξο ο ενάγων-εναγόμενος να «κατασκευάσει» μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εμπλέκοντας τέτοιο ικανό αριθμό ατόμων (……., ενάγων, ………), για τους οποίους, πέραν του ……, δεν αποδεικνύεται αμφισβήτηση της αποστολής ή της παραλαβής και του περιεχομένου των μηνυμάτων αυτών, την οποία η ενάγουσα-εναγομένη είχε κάθε λόγο να επικαλεστεί και ευχερώς να επιβεβαιώσει αλλά δεν το έπραξε. Από τα ίδια αυτά μηνύματα επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του ενάγοντος-εναγομένου ότι, από τις αρχές του έτους 2012, η ενάγουσα-εναγομένη, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα λόγω της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας, θέλησε να μειώσει ακόμη περισσότερο το μισθολογικό κόστος, ωθώντας κάποιους υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και τον ενάγοντα, ο οποίος εξακολουθούσε να έχει υψηλές αποδοχές, την ….. και τον ……, σε εικονικές, δηλαδή όχι σπουδαίες παρά μόνον φαινομενικές οικειοθελείς αποχωρήσεις και υιοθέτηση ως νέας μορφής συνεργασίας εκείνη των ανεξάρτητων υπηρεσιών, τον οποίο επίσης δεν αντέκρουσε πειστικά και με αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία η ενάγουσα-εναγομένη. Αντίστοιχα, δρομολογήθηκε η μεταβολή με τον ίδιο τρόπο της εργασιακής σχέσης του ……, χωρίς να προκύπτει η τελική έκβαση αυτής. Παράλληλα, η εταιρεία αδυνατούσε πλέον να καλύπτει τα αδήλωτα εισοδήματα από ίδια κεφάλαια και άρα θα έπρεπε να υφίστανται σχετικά παραστατικά. Ο ενάγων-εναγόμενος μάλιστα για να είναι σε θέση να αποδίδει νόμιμα παραστατικά για την αμοιβή του, συνέστησε με τον ……., ορκωτό λογιστή της ενάγουσας-εναγομένης, ετερόρρυθμη εταιρεία παροχής φορολογικών, λογιστικών και οικονομικών υπηρεσιών, δυνάμει του από 20-2-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού, με συμμετοχή αυτών σε ποσοστό 95 % και 5 %, αντίστοιχα. Έτσι, στις 31-1-2012 υπέγραψε δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης από την ενάγουσα-εναγομένη, χωρίς όμως να επέλθει καμία μεταβολή στην εργασιακή του σχέση, αφού εξακολούθησε να παρέχει προς αυτήν τις ίδιες υπηρεσίες όπως και προηγουμένως (σχετ. οι υπ’αριθμ. ……. ένορκες βεβαιώσεις των …….., οι οποίοι ήταν επίσης υπάλληλοι του λογιστηρίου και δηλώνουν χαρακτηριστικά ότι παρά την αλλαγή του καθεστώτος συνεργασίας ο ίδιος διατηρούσε τα ίδια καθήκοντα, χωρίς καμία μνεία σε αλλαγή των συνθηκών αυτής, με μοναδικό αντίλογο την κατάθεση του ………, ο οποίος όμως δεν ήταν στο λογιστήριο). Η διακοπή της ασφαλίσεώς του στο ΙΚΑ και η συμφωνία περί τιμολογήσεως της αμοιβής του για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του μέσω της εταιρείας που συνέστησε, μη συνοδευόμενη από διαφοροποίηση των μέχρι τότε υπηρεσιών του στην ενάγουσα-εναγομένη, ως πλέον συμφέρουσα για την τελευταία, δεν αρκούν για να προσδώσουν στην εργασιακή σχέση τον χαρακτήρα της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο ίδιος, παρά την πρωτοβουλία που ανέπτυσσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως άλλωστε και κάθε υπάλληλος με εξειδικευμένες γνώσεις, δεν είχε απεμπλακεί από την εποπτεία της εργοδότριάς του και τελούσε σε σχέση εξάρτησης, ακολουθώντας τις οδηγίες της, ειδικά ως προς τον τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, που δεν μεταβλήθηκαν, ως βασικό ποιοτικό γνώρισμα της συμβατικής σχέσης που τους συνέδεε, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που της έδωσαν τα μέρη (ΑΠ 602/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Άλλωστε, η εταιρεία που συνέστησε δεν είχε άλλους πελάτες και τυπικά εμφανιζόταν να έχει την έδρα της επί της οδού …….στη …., χωρίς ουσιαστικά να ασκεί εκεί δραστηριότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 31-5-2012, τρεις μήνες μετά την ίδρυσή της, τα μόνα παραστατικά που είχαν εκδοθεί ήταν τα κατωτέρω αναφερόμενα, με αριθμούς 1,2 και 3, τιμολόγια προς την ενάγουσα-εναγομένη και την κοινών συμφερόντων με αυτήν αε, ενώ μετά τη λήξη της συνεργασίας των διαδίκων, αυτή, μην έχοντας πλέον λόγο ύπαρξης, λύθηκε δια συμφωνίας των εταίρων της τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Επομένως, και ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που της έδωσαν τα μέρη, η σχέση που εξακολουθούσε να συνδέει τον ενάγοντα-εναγόμενο με την ενάγουσα-εναγομένη, ήταν εκείνη της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό περί εικονικότητας της αποχώρησης του ενάγοντος-εναγομένου και συνέχισης της εργασιακής του σχέσης υπό την ίδια μορφή, και πρέπει ο τρίτος και έβδομος λόγος της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης της ενάγουσας-εναγομένης, με τον οποίο αυτή παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Παράλληλα, υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι η αμοιβή του ενάγοντος-εναγομένου θα περιοριζόταν στο ποσό των 8.500 ευρώ, θα υπήρχε δηλαδή μείωση αυτής κατά 3.000 ευρώ περίπου-με αναγωγή σε μικτές αποδοχές- για την οποία κάνει λόγο στην αγωγή του και δηλώνει ότι την αποδέχθηκε ως ένδειξη στήριξης της εταιρείας, λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε (σχετ. μισθοδοτική κατάσταση Φεβρουαρίου 2012, δικόγραφο αγωγής σελ.2, από 15-2-2012 ηλεκτρονικό μήνυμα του ……. προς τον ίδιο). Στο προαναφερθέν ηλεκτρονικό μήνυμα ο τελευταίος εκφράζει αβεβαιότητα ως προς το εάν στις αποδοχές αυτές περιλαμβανόταν και η αμοιβή του ενάγοντος, για την παροχή λογιστικών υπηρεσιών προς την προαναφερθείσα αε συμφερόντων του. Είναι σαφές παρ’όλα αυτά, ότι δεν συμφωνήθηκε επιπλέον αμοιβή για την αε, αφού, τέτοια διάκριση δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δεν δικαιολογείται και λόγω της έλλειψης συμβατικής σχέσης που να τον συνδέει με αυτήν. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ενάγων φαίνεται να αφήνει το ζήτημα αυτό μετέωρο, αφού δεν προσκομίζεται σχετική απάντηση ούτε επικαλείται ενημέρωση του …….. περί του συγκεκριμένου ζητήματος. Επίσης, η δήλωση του ενάγοντος κατά την ανωμοτί εξέτασή του ότι τον Μάιο του έτους 2012 ο μισθός του ήταν 10.300 ευρώ-δηλαδή μόλις 412 ευρώ χαμηλότερος του μισθού του προ της 1-2-2012-και ότι φαίνονταν 2.000 ευρώ και τα υπόλοιπα καταβάλλονταν μέσω τραπέζης, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς αυτός ήδη από τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους έπαψε να εμφανίζεται στις μισθοδοτικές καταστάσεις και να υπάρχει η διάκριση μεταξύ εμφανών και μη αποδοχών του. Κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, όμως, θα έπρεπε η εταιρεία να καλύπτει, αφενός μεν τον παρακρατούμενο στην αμοιβή του φόρο (20 %) και την εισφορά του στον ΟΑΕΕ (230 ευρώ), διότι διαφορετικά το καθαρό εισόδημά του θα μειωνόταν ακόμη περισσότερο και αφετέρου τον αναλογούντα ΦΠΑ (23 %), το ποσό του οποίου θα εξέπιπτε από το εισόδημά της, με αποτέλεσμα αυτή να μην επιβαρύνεται τελικώς από την καταβολή του στον ενάγοντα-εναγόμενο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο ότι οι αποδοχές του μετά τις 31-1-2012 ανέρχονταν στο ποσό των 11.600 ευρώ έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, εν μέρει δεκτών γενομένων του τρίτου και έβδομου λόγου της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ.καταθ. ……..) έφεσης της ενάγουσας-εναγομένης, κατά το σχετικό σκέλος τους.
Πλέον αυτών αποδείχθηκε ότι, παρ’ότι οι σχέσεις του με τον ……. εξακολουθούσαν να είναι αρμονικές, υπήρχε οφειλή του από άτοκο δάνειο που του είχε χορηγηθεί από την εταιρεία τον Ιανουάριο του 2004, ύψους 125.500 ευρώ περίπου, καθώς παρέμενε ανεξόφλητο το μεγαλύτερο μέρος του (123.000 ευρώ περίπου). Ο …. είχε επιδείξει ανοχή στην ασυνέπεια του ενάγοντος-εναγομένου στο ζήτημα αυτό, προφανώς διότι η εταιρεία δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, μη απαιτώντας την εξόφλησή του και προβαίνοντας αντιθέτως διαδοχικά σε σημαντικές αυξήσεις του μισθού του. Παρ’όλα αυτά από τις αρχές του έτους 2011 του είχε θέσει εκ νέου το ζήτημα, ζητώντας την εξόφληση και ο ενάγων προέβη σε δύο συνολικά καταβολές τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του ίδιου έτους. Λίγο αργότερα, στις αρχές Ιουνίου 2011 ο ….. διαπίστωσε αδικαιολόγητο χρεωστικό σε βάρος της εταιρείας υπόλοιπο στον δοσοληπτικό λογαριασμό του συνεργάτη της ………, ύψους 86.358 ευρώ, που είχαν προκαταβληθεί χωρίς να ανταποκρίνονται σε πραγματικά παρασχεθείσες από αυτόν και τους συνεργάτες του υπηρεσίες. Για το γεγονός αυτό θεωρήθηκε υπεύθυνος και ο ενάγων-εναγόμενος, αφού οι καταβολές αυτές γίνονταν με τη δική του μεσολάβηση, και ο ίδιος έχει υποχρεωθεί ήδη τελεσίδικα να καταβάλει το ποσό αυτό στην ενάγουσα. Αρχικά, ο …… φέρεται ότι αναγνώρισε την οφειλή του με το από 18-8-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό αλλά δεν ανταποκρίθηκε στη δέσμευσή του για απόδοσή του στην ενάγουσα. Έτσι, υπό τα δεδομένα αυτά και λόγω της ασυνέπειας και του τελευταίου για την απόδοση των οφειλομένων στην ενάγουσα-εναγομένη, περί τον Μάιο του 2012 ο ……. κάλεσε τον ενάγοντα-εναγόμενο, ζητώντας εξηγήσεις για τα παραπάνω ζητήματα που παρέμεναν σε εκκρεμότητα και διαπληκτίστηκε μαζί του. Ο ενάγων –εναγόμενος αποχώρησε χωρίς να παράσχει κάποια δικαιολογία και λίγες ημέρες αργότερα απέστειλε στην εταιρεία τρία τιμολόγια, και συγκεκριμένα δύο -με αριθμ. … και …./…- με αποδέκτρια την ίδια και ένα-με αριθμ. ../…..-με αποδέκτρια την εταιρεία «…..», τα οποία τελικά δεν πληρώθηκαν και στη συνέχεια ακυρώθηκαν. Το πρώτο, φέρεται ότι αφορούσε λογιστικές εργασίες προς την ενάγουσα-εναγομένη, για τους μήνες Ιανουάριο έως και Μάιο 2012, αξίας 8.500 ευρώ μηνιαίως και συνολικά, μετά του παρακρατηθέντος φόρου 20 %, 52.775 ευρώ, το δεύτερο, ποσού 88.098,5 ευρώ, αφορούσε φορολογικές συμβουλές και εργασίες προς αυτήν εντός του έτος 2012, εκ των οποίων 14.325 ευρώ, αφορούσαν παρακρατηθέντα φόρο 20 %, και το τρίτο, λογιστικές εργασίες προς την άνω αε, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αξίας 3.000 ευρώ μηνιαίως, και συνολικά, μετά του παρακρατηθέντος φόρου, 18.450 ευρώ. Εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος-εναγομένου, το δεύτερο τιμολόγιο αφορούσε πράγματι τιμολόγηση υπηρεσιών του έτους 2011-από τον Αύγουστο έως και τον Δεκέμβριο, πλέον δώρου Χριστουγέννων και επιδόματος ισολογισμού- για τις οποίες είχε ήδη αμοιφθεί και δεν προέβαλε αξιώσεις (σχετ. η από 18-6-2012 εξώδικη δήλωσή του), χωρίς να αποδεικνύεται επαρκώς ο λόγος της εκδόσεώς του, και ανεξαρτήτως του ότι το ένα τιμολόγιο είχε αποδέκτρια την αε, χωρίς αυτό να έχει συμφωνηθεί, και σε δύο τιμολόγια περιλαμβανόταν και η αμοιβή του για τον Ιανουάριο 2012, για τον οποίο είχε ήδη καταβληθεί η αμοιβή του, το συνολικό ποσό τους, υπερέβαινε κατά 600 περίπου ευρώ μηνιαίως εκείνο της μεταξύ τους συμφωνία, δηλαδή δεν εμφάνιζε σημαντική απόκλιση από αυτήν. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, φαίνεται ότι ενόχλησε ιδιαίτερα τον ….., δεδομένων των ήδη υπαρχόντων οικονομικών εκκρεμοτήτων του ενάγοντος-εναγομένου, που έχουν αναγνωριστεί με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, αφού, κατά την άποψή του, δεν έλαβε ικανοποιητικές εξηγήσεις από αυτόν, διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε πλέον πεδίο συνεννόησης, του ανακοίνωσε στις 31-5-2012, τη διακοπή της συνεργασίας τους, καταγγέλλοντας έτσι τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις, δηλαδή ο έγγραφος τύπος και η καταβολή της προβλεπόμενης αποζημίωσης καταγγελίας, με αποτέλεσμα αυτή να είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 167, 648, 669 του ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920, και 5 του ν. 3198/1955. Εκ του λόγου, όμως, ότι η ακυρότητα αυτής τάσσεται υπέρ του ενάγοντος-εναγομένου, αυτός με την αγωγή του παραιτήθηκε σιωπηρά από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας, θεωρώντας αυτήν έγκυρη (ΑΠ 121/2017, ΑΠ 277/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με αποτέλεσμα να δικαιούται την αποζημίωση απολύσεως εξ αυτού του λόγου. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη ότι είχε συμπληρώσει δεκαεπτά (17) έτη προϋπηρεσίας, η αποζημίωση απόλυσής του ισούται με τις τακτικές αποδοχές του 5 μηνών, κατά τον χρόνο της απολύσεως (άρθρο 3 παρ 1 και 2 του ν.2112/192, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το ν.4093/12-11-2012 σε συνδυασμό με το άρθρο 74 παρ. 2 και 3 του ν. 3863/2010), ανερχόμενη στο ποσό των 49.583 [ 42.500 (8.500 Χ 5) + 7.083 (42.500 Χ 1/6 ως αναλογία επιδόματος αδείας και δώρων εορτών)] ευρώ, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού τις συνολικές καταβαλλόμενες αποδοχές του. Συνεπώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. VI σκέψη, μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών, δηλαδή 17.000 ευρώ, έπρεπε να καταβληθεί στον ενάγοντα-εναγόμενο κατά τη στιγμή της απόλυσης, ενώ θα έπρεπε να ακολουθήσουν δύο ακόμη δόσεις, της πρώτης, ίσης με τις αποδοχές ομοίως δύο μηνών, ήτοι 17.000 ευρώ, καταβλητέας μετά από δύο μήνες, και συγκεκριμένα στις 31-7-2012 και της δεύτερης, ποσού 15.583 ευρώ, καταβλητέας στις 30-9-2012. Συνεπώς, η αξίωση για καταβολή κάθε μίας εκ των δόσεων αυτών υπόκειται κατά τα διαλαμβανόμενα στην προαναφερθείσα σκέψη σε αυτοτελή αποσβεστική προθεσμία, λαμβανόμενη υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ο ενάγων-εναγόμενος άσκησε αρχικά την από 2-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγή του, εναντίον της ενάγουσας-εναγομένης, για την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεώς του, η οποία επιδόθηκε στην τελευταία στις 3-12-2012 (σχετ. η υπ’αριθμ. …… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..). Κατά τον χρόνο αυτό, είχε ήδη συμπληρωθεί η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 εδ.α΄του ν.3198/1955, αναφορικά με το αρχικό ποσό των 17.000 ευρώ, όχι όμως και για τις επόμενες δόσεις, ως προς τις οποίες κατά τον εν μέρει βάσιμο ισχυρισμό του, περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας, που προτάθηκε και πρωτοδίκως, καθ’υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής του και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, επήλθε διακοπή αυτής. Εν συνεχεία, κατά την ορισθείσα για τη συζήτηση της αγωγής του δικάσιμο, στις 12-3-2013, αυτός παραιτήθηκε από το δικόγραφό της, ασκώντας την υπό κρίση αγωγή στις 3-8-2013 (σχετ. η υπ’αριθμ. …….. έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….). Όταν, επομένως, ασκήθηκε η τελευταία αυτή αγωγή, η εξάμηνη προθεσμία που είχε αρχίσει εκ νέου δεν είχε παρέλθει, με αποτέλεσμα να λογίζεται διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας από και με την επίδοση της πρώτης αγωγής του. Συνεπώς, ο ενάγων-εναγόμενος δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 32.583 (17.000 + 15.583) ευρώ και έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι η σχετική αξίωσή του τυγχάνει απαράδεκτη, κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο της από 11-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) έφεσής του. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα-εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα-εναγόμενο τους δεδουλευμένους μισθούς των μηνών Φεβρουαρίου έως και Μαΐου 2012, ύψους 34.000 (8.500 Χ 4) ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στο συμπέρασμα περί οφειλής της για την αιτία αυτή ύψους 46.400 ευρώ, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, εν μέρει δεκτών γενομένων του τρίτου και έβδομου λόγου της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……) έφεσης της ενάγουσας-εναγομένης, περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, ως προς την ύπαρξη σχετικής οφειλής της έναντι του ενάγοντος-εναγομένου.
Πλέον αυτών, αν και ο ενάγων δικαιούτο κατ’έτος, με βάση τα χρόνια προϋπηρεσίας του, άδεια αναψυχής 25 ημερών, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, η τελευταία δεν του τη χορήγησε στο σύνολό της, για τα έτη 2009, 2010 και 2011, απομένοντας υπόλοιπο 12, 16 και 17 ημερών, αντίστοιχα, για τις οποίες ο ίδιος ευθύς εξ αρχής, ήδη με το από 18-6-2012 εξώδικό του, προέβαλε σχετική αξίωση. Η παραδοχή αυτή συνάδει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας με τη θέση που κατείχε και τις αυξημένες ευθύνες που απέρρεαν από αυτήν, χωρίς να αποδεικνύεται ότι αυτό οφείλεται σε υπαιτιότητα της ενάγουσας-εναγομένης, ότι δηλαδή, παρ’ότι ο ίδιος τη ζήτησε, εκείνη αρνήθηκε να του τη χορηγήσει, ενώ για το έτος 2012, δεν πρόλαβε να λάβει άδεια, λόγω της λύσης της εργασιακής του σχέσης. Τα αυτά δεχόμενο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, και πρέπει ο δεύτερος λόγος της από 11-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης του ενάγοντος-εναγομένου, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, με βάση τις μικτές αποδοχές του οφείλεται για τη συγκεκριμένη αιτία, το ποσό των : α) 7.145,45 [14.886,37 (μικτές μηνιαίες αποδοχές Δεκεμβρίου 2009) : 25 Χ 12] ευρώ, για το έτος 2009, β) 4.388,34 [6.856,79 (μηνιαίες μικτές αποδοχές Δεκεμβρίου 2010) : 25 Χ 16] ευρώ, για το έτος 2010 και γ) 7.615 [11.198,60 (μικτές μηνιαίες αποδοχές Δεκεμβρίου 2011) : 25 Χ 17] ευρώ, για το έτος 2011, και συνολικά 19.148,79 ευρώ, όπως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του έβδομου λόγου της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ….) έφεσης της ενάγουσας-εναγομένης. Απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος κρίνεται και ο τρίτος λόγος της από 11-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …..) έφεσης του ενάγοντος-εναγομένου, περί πλαστότητας των προσκομιζόμενων από την ενάγουσα-εναγομένη αποσπασμάτων από το βιβλίο αδειών μισθωτών επιχειρήσεων για τα έτη 2007 και 2008 και ειδικότερα περί πλαστότητας της δεύτερης κατά σειρά υπογραφής που φέρεται ότι προέρχεται από τον ίδιο στην πρώτη κατάσταση και αμφοτέρων των υπογραφών του στη δεύτερη, που προτείνει παραδεκτώς, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 461 εδ.α΄, 527 περ.3) και 269 παρ.1 του ΚΠολΔ), καθώς κατονομάζει ως πλαστογράφο την εναγομένη και επομένως, ουσιαστικά, τον νόμιμο εκπρόσωπό της (ΑΠ 239/2017, ΑΠ 760/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και δεν απαιτείτο ειδική πληρεξουσιότητα για την προβολή της, εφόσον το αδίκημα της πλαστογραφίας, ως πλημμέλημα τελεσθέν τα έτη 2007 και 2008, έχει ήδη παραγραφεί (ΑΠ 979/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συγκεκριμένα, οι φερόμενες ως πλαστογραφημένες υπογραφές του ενάγοντος, χαρακτηρίζονται από αυθορμητισμό στη χάραξη και εμφανίζουν ομοιότητα στη μορφή και το ανάπτυγμά τους με τις γνήσιες υπογραφές του που έχουν τεθεί, στην πρώτη κατάσταση (η πρώτη), στο από 31-1-2012 έγγραφο της αναγγελείας οικειοθελούς αποχώρησής του, τα προαναφερθέντα υπ’αριθμ. … και …/…. τιμολόγια της εταιρείας που συνέστησε και στα ιδιωτικά συμφωνητικά σύστασης και λύσης αυτής, με αποτέλεσμα να εξάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι έχουν τεθεί από τον ίδιο. Επιπλέον, εφόσον ο ενάγων-εναγόμενος απασχολήθηκε έως τις 30-4-2012 δικαιούται ολόκληρο το δώρο Πάσχα του συγκεκριμένου έτους, με βάση τις αποδοχές του την 15η ημέρα πριν το Πάσχα, με συνυπολογισμό και του επιδόματος αδείας (άρθρα 1 παρ. 1β), 3 παρ.1 και 2γ) της ΥΑ 19040/1981), ανερχόμενου στο ποσό των 4.427 [4.250 (8.500 : 2) + 177,05 (4.250 Χ 0,04166)] ευρώ, κατά στρογγυλοποίηση, περιοριζόμενου, όμως, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, στο ποσό των 1.787,50 ευρώ, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως. Επίσης, όπως ήδη εκτέθηκε, η ενάγουσα-εναγομένη του οφείλει για αποδοχές και επίδομα αδείας του έτους 2012 το ποσό των 12.750 (8.500 Χ 1,5) ευρώ και όχι το εσφαλμένως πρωτοδίκως κριθέν των 13.052 ευρώ, εν μέρει δεκτού γενομένου του έβδομου λόγου της από 20-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …….) έφεσης της τελευταίας.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα-εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα-εναγόμενο στις 9-3-2012 το ποσό των 3.529,04 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ. …… εξοφλητική απόδειξη που φέρει την υπογραφή του, μη κρινόμενου πειστικού του ισχυρισμού του ότι την υπέγραψε χάριν διευκολύνσεώς της ενώ ουδέποτε έλαβε το αναγραφόμενο ποσό, και απορριπτομένου, επομένως, του σχετικού τέταρτου λόγου της από 11-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …..) εφέσεώς του. Αντιθέτως, το ποσό που αναγράφεται στην απόδειξη πληρωμής του μηνός Ιανουαρίου 2012 συμπίπτει με τις εμφανείς αποδοχές του κατ’εκείνο τον μήνα, για τον οποίο δεν προβάλλονται αγωγικές αξιώσεις και δεν αφορά άλλο χρονικό διάστημα, ούτε αποδεικνύεται κάτι τέτοιο από την ανάλυση των ποσών που αναγράφονται σε αυτήν. Να σημειωθεί ότι ο σχετικός ισχυρισμός της ενάγουσας-εναγομένης, αποτελεί ένσταση μερικής εξόφλησης, και παρ’ότι δεν αξιολογήθηκε ως τέτοια αλλά εσφαλμένα ως αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ελήφθη υπόψη και τα ποσά των αποδείξεων αφαιρέθηκαν-εν μέρει- από τα αξιούμενα ποσά. Επομένως, εφόσον η απόφαση αυτή εκκαλείται και από τον ενάγοντα-εναγόμενο, παρ’ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν επαναφέρεται από την εναγομένη-ενάγουσα με σχετικό λόγο της έφεσής της, θα εξεταστεί στην ουσία της (ΕφΔυτΣτΕλ 30/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακολούθως, ελλείψει επίκλησης σχετικής συμφωνίας, το ποσό αυτό θα πρέπει να καταλογιστεί στα αρχαιότερα χρέη της ενάγουσας-εναγομένης (άρθρο 422 του ΑΚ) και δη στις αποδοχές αδείας του έτους 2009, από τις οποίες παραμένει ανεξόφλητο το ποσό των 3.616,41 (7.145,45-3.529,04) ευρώ, εν μέρει δεκτού γενομένου του ισχυρισμού της περί μερικής εξόφλησης. Επομένως, το συνολικό ποσό που η εναγομένη-ενάγουσα οφείλει στον ενάγοντα-εναγόμενο για όλες τις παραπάνω αιτίες ανέρχεται σε 96.740,25 (32.583 + 34.000 +3.616,41+. 4.388,34 + 7.615 + 1.787,50 + 12.750) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για μεν την αποζημίωση απολύσεως, ως προς το ποσό των 17.000 ευρώ, από την 1-8-2012, και ως προς το ποσό των 15.583 ευρώ, από την 1-10-2012, για τις οφειλόμενες αποδοχές αδείας, από την επομένη της τελευταίας ημέρας του έτους στο οποίο αφορούν, ήτοι από 1-1-2010, 1-1-2011 και 1-1-2012 αντίστοιχα, για τις δεδουλευμένες αποδοχές, από το τέλος του μήνα στον οποίο αφορούν (άρθρο 655 εδ.α΄του ΑΚ), για το δώρο Πάσχα του έτους 2012, από τις 31-5-2012, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, και για τις αποδοχές και το επίδομα αδείας του έτους 2012, από την επομένη της λύσεως της εργασιακής σχέσης, δηλαδή από την 1-6-2012 και μέχρι την εξόφληση.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές ως βάσιμες και κατ’ουσίαν οι υπό κρίση : Α) Από 11-11-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……….) έφεση του ενάγοντος-εναγομένου και Β) Από 20-3-2015 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …….) έφεση της ενάγουσας-εναγομένης, ως προς το σκέλος της εκκαλουμένης που αφορά την από 20-5-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……..) αγωγή του ενάγοντος-εναγομένου, ακολούθως να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο σκέλος της, αναγκαίως δε, και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 ό.π, ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η από 20-5-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …….) αγωγή του ενάγοντος-εναγομένου, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη-ενάγουσα του οφείλει για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες το συνολικό ποσό των 96.740,25 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, όπως μνημονεύεται στο σκεπτικό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην ενάγουσα-εναγομένη του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ που ως εκ περισσού κατέθεσε κατά την άσκησή της από 20-3-2015 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …….) έφεσής της, και κατόπιν σχετικού αιτήματος, να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας σε αυτούς, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183, 189, 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 1iα), 68 § 1 και 69 § § 1,2 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ τις από 11-11-2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…….) έφεση του ενάγοντος-εναγομένου και από 20-3-2015 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …..) έφεση της ενάγουσας-εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 3050/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές κατ’ουσίαν, ως προς το σκέλος της εκκαλουμένης που αφορά την από 20-5-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) αγωγή.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το ίδιο σκέλος της.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν, κατά το ίδιος μέρος.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 20-5-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ενενήντα έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (96.740,25), με τον νόμιμο τόκο, για μεν την αποζημίωση απολύσεως, ως προς το επιμέρους ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων (17.000) ευρώ, από την 1-8-2012, και ως προς το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα τριών (15.583) ευρώ, από την 1-10-2012, για τις οφειλόμενες αποδοχές αδείας, ως προς το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων δεκαέξι ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (3.616,41) από την 1-1-2010, ως προς το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (4.388,34), από την 1-1-2011, και ως προς το ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων δεκαπέντε (7.615) ευρώ, από την 1-1-2012, για τις δεδουλευμένες αποδοχές, από το τέλος του μήνα στον οποίο αφορά κάθε επιμέρους ποσό, για το δώρο Πάσχα του έτους 2012, ύψους χιλίων επτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (1.787,50) από τις 31-5-2012, και για τις αποδοχές και το επίδομα αδείας του έτους 2012, ύψους δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (12.750) ευρώ συνολικά, από την 1-6-2012 και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας-εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30-8-2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ