Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 55/2025

Αριθμός    55/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικό

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  ……….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στα …… Πειραιά (…………), με ΑΦΜ ……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Κωνσταντίνο Βαλμά-Βλουτή (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», και με διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στο ………. Αττικής (………..) με ΑΦΜ ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται,  η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Χρήστο Στέφα (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  28.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3051/2023  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 13.12.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  …………./2023- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 13.12.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2023 και με αριθμό προσδιορισμού ……../2024 έφεση κατά της με αριθμό 3051/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 28.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ……../2021 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της διετούς μη γνήσιας προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε η διάδικοι επικαλούνται τέτοια (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……….. ποσού 150 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 28.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………./2021 αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με έδρα το …….. εξέθετε ότι το αντικείµενο δραστηριότητάς της είναι η ναυπήγηση πλοίων κάθε είδους τύπου και κατηγορίας, καθώς και η διενέργεια επισκευών και µετασκευών σε αυτά στη ναυπηγοεπισκευαστική της µονάδα στο ….. Ότι η εναγοµένη, ήδη εκκαλούσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τα …… στον Πειραιά είναι πλοιοκτήτρια του τουριστικού πλοίου «Δ.”, πρώην «Χ.», υπό Ελληνική σηµαία, Νηολογίου Πειραιά µε αριθµό …….., ΔΔΣ …., ΚΟΧ 167, κκχ 50, µήκους 24,48 µέτρων και πλάτους 6,40 µέτρων. Ότι καταρτίστηκε μεταξύ τους στις 22-01-2004 σύµβαση µετασκευής, δυνάμει της οποίας αυτή (η ενάγουσα) ανέλαβε την εκτέλεση ελασµατουργικών εργασιών µετασκευής του πλοίου, οι οποίες αφορούσαν την κοπή και την αποµάκρυνση του πρωραίου τµήµατος του πλοίου µπροστά από το µηχανοστάσιο, την κατασκευή νέου σιδερένιου τµήµατος έως και το κύριο κατάστρωµα και τη διαµόρφωση της πρύµνης, σύµφωνα µε τα ναυπηγικά σχέδια του επιβλέποντος µηχανικού, έναντι εργολαβικού ανταλλάγματος ύψους 320.000 ευρώ. Ότι µε την ανωτέρω σύµβαση συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων και ως εύλογη ποινική ρήτρα ότι σε περίπτωση καθυστέρησης αποπεράτωσης του έργου εντός του συµβατικού χρόνου από υπαιτιότητα της πλοιοκτήτριας αυτή θα καταβάλει για κάθε μέρα κατάληψης του χώρου του ναυπηγείου, το ποσό των 150 ευρώ ανά ηµέρα. Ότι την 13-01-2004 άρχισε να εκτελεί στο ναυπηγείο της τις συµφωνηθείσες ελασµατουργικές εργασίες µετασκευής και ότι εκτέλεσε το 90% αυτών µέχρι την 28-07-2004, οπότε µε διάταξη του Ανακριτή του Γ’ Τµήµατος Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το πλοίο δεσµεύτηκε και διατάχθηκε η απαγόρευση µεταβολής της πραγµατικής και νoµικής του κατάστασης, ενώ επιπλέον ορίστηκε µεσεγγυούχος για τη φύλαξη αυτού. Ότι η απαγόρευση αυτή ίσχυσε µέχρι την 25-01-2010, οπότε η εναγοµένη απέκτησε και πάλι την εκµετάλλευση του πλοίου και ότι κατήρτισε µε αυτή σύµβαση ανανέωσης της αρχικής σύµβασης µετασκευής, µε την οποία επιβεβαιώθηκε η αναστολή της ισχύος της τελευταίας, κατά το χρονικό διάστηµα που το πλοίο ήταν δεσµευµένο και η εξακολούθηση της ισχύος των όρων αυτής. Ότι έναντι του συνολικού ποσού των 320.000 ευρώ η εναγοµένη κατέβαλε το ποσό των 192.179 ευρώ και ότι στην συνέχεια παρά την υπογραφή από αμφότερα τα διάδικα μέρη της από 25.1.2010 σύμβασης ανανέωσης της σύμβασης μετασκευής, με τους ίδιους ακριβώς όρους, εγκατέλειψε το πλοίο στο ναυπηγείο της για το διάστηµα από 28-07-2004 (οπότε εκδόθηκε η ανωτέρω διάταξη του Ανακριτή) µέχρι την 28-12-2021, δεν της επέτρεψε να ολοκληρώσει τις εργασίες μετασκευής και ότι της οφείλει, όπως περιόρισε το αίτημα της για την παραµονή του πλοίου στο χώρο του ναυπηγείου της για το χρονικό διάστηµα από 01-01-2019 έως 28-12-2021, ήτοι για χρονικό διάστηµα 1.457 ηµερών (1.457 ηµέρες χ 150 ευρώ/ηµέρα), κυρίως µεν ενδοσυµβατικά (άρθρο 361 ΑΚ), άλλως βάσει των διατάξεων περί ποινικής ρήτρας (άρθρα 404 επ. ΑΚ) το ποσό των 218.550 ευρώ, νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής και µέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακολούθως ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει το παραπάνω ποσό με προσωρινά εκτελεστή απόφαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 215 παρ. 2 του ΚΠολΔ με εμπρόθεσμη επίδοση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, και δηµοσιεύθηκε μετά από εντολή του, στις εφηµερίδες «……», που εκδίδεται στην Αθήνα και «………..», επειδή διαπιστώθηκε ότι η εναγομένη ήδη εκκαλούσα δεν είχε γνωστή διαμονή. Επιπλέον έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της με ναυτική φύση διαφοράς κατά την τακτική διαδικασία και ότι παρά την άγνωστη διαμονή της εναγομένης είχε τηρηθεί για το παραδεκτό της συζήτησης η απαιτούμενη διαδικασία  των άρθρων 3, 6 παρ. 1 περιπτ. β’ και 7 ν. 4640/2019 «διαµεσολάβηση σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις κ.λπ. διατάξεις» διαδικασία περί διαµεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς  µε την επισήµανση αυτή από τον διαπιστευμένο μεσολαβητή στο πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας. Στη συνέχεια την έκρινε ορισμένη, απορρίπτοντας ισχυρισμό της εναγομένης περί του αντιθέτου, και νόμιμη κατά την επικουρική βάση της κρίνοντας ότι η συμφωνία περί ποινικής ρήτρας συνιστούσε αυτοτελή σύμβαση και όχι παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση της κύριας συμβάσεως. Αφού βεβαίωσε ότι έχει καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου, τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 163.950 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής, ενώ κήρυξε την καταψηφιστική διάταξη προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εναγομένη ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι κρίθηκε ορισμένη η αγωγή και έγινε δεκτό ότι τηρήθηκε η διαδικασία διαμεσολάβησης με εσφαλμένη επιπλέον εκτίμηση αποδείξεων ενώ απορρίφθηκε η ανατρεπτική ένσταση περί παραγραφής που πρότεινε ενώπιον του. Ακολούθως αιτείται την εξαφάνισή της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.

Οι λόγοι εφέσεως δεν πρέπει μόνο να είναι σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. σχ. ΑΠ 122/2014, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πειρ. 425/2021, Εφ.Αιγαίου 37/2021 δημ. σε Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. και Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ σελ. 193). Περαιτέρω με το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α`190/30-11-2019), με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευσή του, ορίζεται ότι στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (παρ. 1), ότι πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του ίδιου νόμου (παρ. 2), ενώ στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α`204/16-12-2019), ορίζεται ότι «το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από την 30η-11-2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται ανεξαρτήτως της τυχόν υπαγωγής των αγωγών αυτών και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας, καθώς και η μνεία στο έντυπο του άρθρου 3 παρ. 2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Σημειώνεται δε ότι, ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 του νόμου αυτού, ως προς τις υποθέσεις της περ. β’ του άρθρου 44 αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά για την 1η-7-2020 (άρθρο 74 παρ. 14 του Ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία, ήτοι την 30η-11-2019. Σκοπός του νομοθέτη, μέσω της υποχρεωτικής έγγραφης ενημέρωσης του διαδίκου από τον εντολέα του, είναι η προώθηση της εξοικείωσης των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωσή τους σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδός επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη δικαιοσύνη και να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη, μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4640/2019 στο οικείο χωρίο της για το άρθρο 3 αυτού και ΕφΠειρ 194/2023, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS). Με βάση την ως άνω ρύθμιση του νόμου δεν είναι δυνατή η δρομολόγηση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) σε μεταγενέστερο της κατάθεσης των προτάσεων στάδιο της δίκης. Η μη διεξαγωγή της ΥΑΣ στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο κατά την έρευνα του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής και ως δικονομική κύρωση της έλλειψης αυτής, προβλέπεται το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. τελ. του ν. 4640/2019). Επίσης η έλλειψη αυτή προτείνεται στο δικαστήριο και από το διάδικο, ο οποίος την επικαλείται, προβάλλοντας τη σχετική δικονομική αναβλητική ένσταση και το δικαστήριο με μη οριστική απόφαση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Όμως η δικονομική ένσταση περί μη τήρησης της ΥΑΣ προτείνεται μόνο ενώπιον του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό και δεν μπορεί να εξετασθεί σε άλλο δικαστήριο. Επομένως ο σχετικό λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης κήρυξης απαράδεκτης της συζήτησης της αγωγής λόγω μη τήρησης της ΥΑΣ είναι απορριπτέος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, επειδή προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης (βλ. Χρ. Πλατιά “Η διαμεσολάβηση” Χ. Μαχαίρας – Γ. Ορφανίδης – Στ. Πανταζόπουλος έκδοση 2024 άρθρο 6, αρ. 22 σελ. 108-109). Mε τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρµογή του νόµου και κακή εκτίμηση αποδείξεων καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι «έχει δε τηρηθεί για το παραδεκτό της συζήτησής της η νόµιµη, προβλεπόµενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 6 παρ. 1 περιπτ. β’ και 7 ν. 4640/2019 «Διαµεσολάβηση σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις κλπ διατάξεις» διαδικασία περί διαµεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς με την απλή προσκόμιση του από 27-12-2021 έγγραφου ενηµέρωσης και του από 02-03-2022 πρακτικoύ περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, υπογεγραµµένα και µε την επισήµανση ότι η επικοινωνία µε την εναγοµένη δεν κατέστη εφικτή αφού από κανένα αποδεικτικό µέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισµός της τελευταίας ότι έχει γνωστή διαµονη στην οδό …………. στα …………. Πειραιώς. Εκθέτει περαιτέρω ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε εσφαλµένα ότι απαιτείται κατά νόµο να έχει γνωστή διαµονή ο εναγόµενος για να πραγµατοποιηθεί η επικοινωνία του διαµεσολαβητή µε τον εναγόµενο, ενώ ο νόµος ορίζει ότι αυτή γίνεται µε κάθε πρόσφορο τρόπο, και είναι προφανές ότι ένα νοµικό πρόσωπο ακόµη και αν παύσει να έχει διαµονή στην καταστατική του έδρα, µπορεί να επικοινωνεί µε συναλλασσοµένους και αντιδίκους µέσω του νοµίµου εκπροσώπου του, αντιπροσώπων του, αντικλήτων του κλπ, και επομένως η άγνωστη διαμονή δεν συνεπάγεται και αδυναμία επικοινωνίας. Ο λόγος όμως αυτός είναι σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού και αληθής υποτιθέμενος δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και για το λόγο αυτό είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 και 407 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ποινική ρήτρα συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής, εφόσον απαιτεί την ποινή που έχει καταπέσει, οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη σύμβαση (κύρια και παρεπόμενη περί ποινικής ρήτρας) και τις προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη. Οφείλει επίσης να επικαλεσθεί, όχι όμως και να αποδείξει τη μη εκπλήρωση της παροχής. Στον οφειλέτη απόκειται να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι έχει εκπληρώσει την παροχή ή ότι δεν έχει υπαιτιότητα για την καθυστέρηση. Ο δανειστής μπορεί, κατά παρέκκλιση της διάταξης του άρθρου 407 ΑΚ, που είναι ενδοτικού δικαίου, να ζητήσει σωρευτικώς με την ποινή και τη ζημία που αποδεικνύει ότι υπέστη – όταν, η τελευταία καλύπτεται ως προς το μέγεθος από την ποινική ρήτρα-μόνον αν παρέχεται σ` αυτόν τέτοιο δικαίωμα με σαφή όρο της συμβάσεως (ΑΠ 1484/2009 δημ. νόμος).  Ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 404 ΑΚ “Ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 405 ΑΚ: “Η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημία”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 330 ΑΚ “Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”, ενώ κατά μεν το άρθρο 340 ΑΚ “ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή”, κατά δε το άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ “αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής” και κατά το άρθρο 342 ΑΚ “Ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη” (ΑΠ 1011/2010 δημ. νόμος). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα καταπίπτει, δηλαδή δημιουργείται η απαίτηση του δανειστή σε σχέση με το αντικείμενο αυτής, όταν ο οφειλέτης αθετεί υπαίτια τις υποχρεώσεις του, όπως όταν αδυνατεί να εκπληρώσει την κύρια παροχή ή όταν περιέλθει σε υπερημερία, καθώς και όταν εκπληρώσει πλημμελώς την παροχή. Οι προϋποθέσεις για την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, σε περίπτωση συνομολόγησής της για την περίπτωση της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, είναι η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση της, η οποία επέρχεται είτε με την όχληση, κατ` άρθρο 340 ΑΚ, είτε με την παρέλευση της δήλης ημέρας, που συμφωνήθηκε, κατ` άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ, καθώς και η υπαιτιότητα του, που προβλέπεται στο άρθρο 330 ΑΚ. Γεγονός δε για το οποίο υπέχει ευθύνη ο οφειλέτης, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 330 ΑΚ, είναι κατά κανόνα, κάθε δόλια ή από αμέλεια αθέτηση της ενοχικής υποχρέωσής του και γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη είναι κάθε εύλογη αιτία, λόγω της οποίας δικαιολογείται η μη εκπλήρωση ή η μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής του, η οποία όμως δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλειά του, αλλά σε τυχηρό, ήτοι σε γεγονός, που δεν προβλέφθηκε, ούτε μπορούσε να προβλεφθεί ή να αποφευχθεί σε σχέση με τη μη εκπλήρωση ή η τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής από ένα μέσο συνετό άνθρωπο, όταν δηλαδή την ίδια συμπεριφορά θα επεδείκνυε κάθε επιμελής άνθρωπος, ευρισκόμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, καταβάλλοντας τη συνήθη προσπάθεια εκπλήρωσης (ΑΠ 1967/2017, ΑΠ 513/2016, ΑΠ 1980/2008). Το τυχηρό δε περιστατικό για τον οφειλέτη μπορεί να αποδίδεται σε πταίσμα άλλου προσώπου (ΑΠ 513/2016), συνεπεία του οποίου καθίσταται αδύνατη η εκπλήρωση ή η εμπρόθεσμη εκπλήρωσης της παροχής από τον υπόχρεο. Η υποκειμενική προϋπόθεση του οφειλέτη, ήτοι το γεγονός για το οποίο υπέχει ευθύνη, τεκμαίρεται και την έλλειψη της, στην περίπτωση ειδικότερα της υπερημερίας του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης καταλύει τις στηριζόμενες στην υπερημερία του απαιτήσεις του δανειστή, με την ένσταση, ότι η καθυστέρηση της παροχής του οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ίδιος (ΑΠ 1184/2019 δημ. νόμος, ΑΠ 1011/2010 ο.π.). Με τον τρίτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, διότι κρίθηκε ότι η επικουρική βάση της αγωγής περί καταβολής ποινικής ρήτρας ήταν ορισμένη, παρόλο που δεν αναφερόταν η όχληση της και ειδικότερα η ημερομηνία που παρήλθε η δήλη μέρα εκπλήρωσης της παροχής, αφού στο δικόγραφο της αγωγής αναφερόταν ότι η ιδία είχε προθεσµία 140 ηµερών να περατώσει το έργο από της υπογραφής της συµβάσεως µετασκευής, και ότι επίσης αναφερόταν ότι αν δεν αποπερατωθεί το έργο από υπαιτιότητα του αναδόχου εντός του συµβατικού χρόνου, ορίζεται ποινική ρήτρα σε βάρος του αναδόχου. Ότι στη συνέχεια η ενάγουσα αν και ανέφερε ότι οι 140 ηµέρες παρήλθαν στις 10.6.2004 και όχι από υπαιτιότητα αυτής (της εναγομένης), διότι δεν ισχυρίστηκε η ενάγουσα ότι η εναγομένη την εμπόδισε να περατώσει το έργο εµπρόθεσµα, αιτήθηκε την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας χωρίς να επικαλεστεί συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία αυτή (η εναγομένη) κατέστη υπερήμερη. Ότι εν τέλει επειδή εξέθεσε καθ’υποφοράν η ενάγουσα ότι είχε ολοκληρώσει µερικώς τις εργασίες που είχε αναλάβει έως την 28.7.2004 (90%), οπότε οι εργασίες διακόπηκαν λόγω κατάσχεσης του πλοίου με διάταξη ανακριτή, αφενός προκύπτει ότι στις 10.6.2004 δεν είχε ολοκληρωθεί η μετασκευή του πλοίου, και αφετέρου δεν εκτίθετο στην αγωγή η ημερομηνία που τελικά η εναγομένη κατέστη υπερήμερη με αποτέλεσμα όλα τα παραπάνω να καθιστούν την αγωγή αόριστη. Όμως όλα τα παραπάνω εκτίθενται αβασίμως από την εκκαλούσα εναγομένη, διότι από την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η αγωγή ήταν ορισμένη, πρωτίστως διότι σε αυτή αναφερόταν ότι στις 25.1.2010 τα διάδικα μέρη κατάρτισαν, με τους ίδιους όρους, την ανανέωση της από 22.1.2004 σύμβασης μετασκευής και συνεπώς αναφερόταν σε αυτήν (την αγωγή) η ημερομηνία υπερημερίας της εναγομένης εκκαλούσας, η οποία αυτονόητα τοποθετείται μετά την παρέλευση των 140 ημερών από  τις 25-1-2010 που η εναγομένη ώφειλε να μην εμποδίσει την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής του πλοίου της. Επιπλέον η ενάγουσα εφεσιβλητη εξέθετε στο δικόγραφο της αγωγής ότι, παρά την κατάρτιση της ανανέωσης της σύμβασης μετασκευής κατά τα προαναφερόμενα, η εναγομένη εγκατέλειψε στο ναυπηγείο το πλοίο της και δεν επέτρεψε στην ενάγουσα να ολοκληρώσει τις υπολειπόμενες εργασίες μετασκευής. Εξάλλου όλα τα παραπάνω η εκκαλούσα, η οποία παραλείπει να αναφερθεί στην από 25.1.2010 σύμβαση ανανέωσης της σύμβασης μετασκευής, τα εκθέτει αλυσιτελώς, διότι στην αγωγή η ενάγουσα αφενός εξέθετε ότι με διάταξη ανακριτού στις 28.7.2004 διεκόπησαν οι εργασίες, και ότι στη συνέχεια ανανεώθηκε στις 25.1.2010 η σύμβαση μετασκευής με τους ίδιους όρους και παρήλθαν 140 ημέρες εντός των οποίων η εναγομένη εκκαλούσα ώφειλε να μην εμποδίσει την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής κάτι που δεν έπραξε εγκαταλείποντας το πλοίο στο ναυπηγείο και αδιαφορώντας για την τύχη του, αφετέρου διότι η ενάγουσα περιόρισε το αίτημα της αγωγής περί απόδοσης της ποινικής ρήτρας για το χρονικό διάστημα από 01-01-2019 έως 28-12-2021. Επιπρόσθετα τόκους επιδικίας επί της ποινικής ρήτρας η ενάγουσα αιτήθηκε, αφότου επιδόθηκε η αγωγή επικαλούμενη τη σύμβαση εργολαβίας, τη σύμβαση ποινικής ρήτρας, και τις προϋποθέσεις της υπερημερίας της εναγομένης. Όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη του προηγήθηκε η υπερημερία αποδεικνύεται είτε με την παρέλευση της δήλης μέρας, είτε με τη δικαστική ή εξώδικη όχληση. Η ενάγουσα επομένως ήδη εφεσίβλητη αιτήθηκε τόκους, μόνο για το διάστημα αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Με την επίδοση της αγωγής  η εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία και συνεπώς και ως προς το κεφάλαιο των τόκων η αγωγή είχε το αναγκαίο περιεχόμενο. Εκ περισσού πρέπει να αναφερθεί ότι εκκαλούσα ήταν αυτή που έπρεπε να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι έχει εκπληρώσει την παροχή ή ότι δεν έχει υπαιτιότητα για την καθυστέρηση. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αγωγή έχει το απαιτούμενο περιεχόμενο και ότι είναι ορισμένη ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον τρίτο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η ποινική ρήτρα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 404 και 405 του ΑΚ, είναι η υπόσχεση του οφειλέτη στο δανειστή του ότι θα του καταβάλει ορισμένη παροχή σαν ποινή εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει κατά τον προσήκοντα τρόπο την κύρια παροχή του. Ο όρος «ποινική ρήτρα» δηλώνει τόσο τη συμφωνία όσο και αυτή την ίδια την ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει, αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία, ενώ η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία (ΑΠ 224/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 891/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1848/2007 ΕλλΔνη 48.1434, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 47.184, ΕφΛαρ 188/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ-ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 1890/2003 ΕλλΔνη 45.250, ΕφΑθ 3264/2003 ΕλλΔνη 45.1508), οπότε υφίσταται εναντίον του οφειλέτη αγώγιμη αξίωση του δανειστή για την ποινή και κατά τις διακρίσεις των άρθρων 406 και 407 ΑΚ. Η γνήσια ως άνω ποινική ρήτρα, η οποία αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και μέσο πίεσης στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής (ΑΠ 611/1998 ΕλλΔνη 40.141), άλλως μέσο εξαναγκασμού της εκπλήρωσης της κύριας σύμβασης ερχόμενο σε ενίσχυση αυτής (ΕφΑθ 3264/2003 ΕλλΔνη 45.1509), θεμελιώνει ενοχή η οποία τελεί υπό την ιδιόρρυθμη αίρεση της μη εκπλήρωσης ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής που πηγάζει από την κύρια σύμβαση (ΕφΑθ 11643/1995 ΕλλΔνη 38.1620, ΕφΑΘ 332/1994 ΕλλΔνη 36.1302). Η κατάπτωση δηλαδή της ποινής επέρχεται ως συμφωνημένη κύρωση για την υπαίτια μη εκπλήρωση ή την υπαίτια μη προσήκουσα εκπλήρωση της κύριας ενοχής (βλ. Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τόμος II, έκδοση Π. Ν. Σάκκουλας, 1979, άρθρο 405, σελ. 414, αριθ. 12). Στη γνήσια ποινική ρήτρα υπάρχουν δύο αυτοτελείς ενοχές μεταξύ των ίδιων προσώπων, και συγκεκριμένα η μία είναι από την κύρια ενοχή και η άλλη από τη συμφωνία για την ποινική ρήτρα (βλ. Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ο.π., σελ. 411, αριθ. 11). Εκτός, όμως, από τη γνήσια ποινική ρήτρα, υπάρχει και η μη γνήσια ποινική ρήτρα, η οποία δεν ρυθμίζεται από τον ΑΚ και η οποία είναι έγκυρη κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Στη μη γνήσια αυτή ποινική ρήτρα, η οποία αποτελεί αυτοτελή σύμβαση που δεν εξαρτάται και δεν έχει σκοπό την ενίσχυση άλλης (“κύριας”) σύμβασης, υπάρχει μία ενοχή μεταξύ των συμβαλλομένων, αυτή που απορρέει από την περί ποινής συμφωνία. Η ενοχή αυτή τελεί υπό την αίρεση πράξεως ή παραλείψεως του υποσχεθέντος, το αντίθετο των οποίων δεν αποτελεί παροχή άλλης κυρίας ενοχής (ΑΠ 1433/1998). Όμως αυτός που υπόσχεται ποινή εάν πράξει (ή παραλείψει) το τάδε, υπόσχεται συνάμα εμμέσως ως κύρια υποχρέωση ότι δεν θα πράξει (ή δεν θα παραλείψει) το τάδε, οπότε τέτοιας ούσης της έμμεσης βούλησης των μερών, πληρούνται όλοι οι όροι της ποινικής ρήτρας, οπότε και επί της μη γνήσιας ποινικής ρήτρας εφαρμόζεται αναλογικά και το άρθρο 409 του ΑΚ (ΑΠ 869/2017 και Γεώργιος Μπαλής, Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση τρίτη, Αφοί Π. Σάκκουλα, & 100, αρ. 8, σελ. 342-343). Κατά την άποψη Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, γνήσια είναι και η ποινική ρήτρα που συνομολογήθηκε με την αίρεση της ενέργειας ή της παράλειψης, η οποία δεν αποτελεί παροχή άλλης ενοχής (βλ. Ταμπάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ο.π., άρθρο 404, σελ. 411, αρ. 11). Περαιτέρω ο όρος «μη εκπλήρωση της παροχής» καλύπτει τις περιπτώσεις αδυναμίας παροχής, της υπερημερίας του οφειλέτη ως και της πλημμελούς εκπλήρωσης που δεν είναι ρυθμισμένη στον ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου 406 παρ. 1 ΑΚ καλύπτει, από τις ανωτέρω περιπτώσεις, την πρώτη, οι λοιπές καλύπτονται από την διάταξη του άρθρου 407 ΑΚ. Από την κατάπτωση της ποινικής ρήτρα γεννιέται αυτοτελής απαίτηση ως προς το αντικείμενο (χρήμα ή κάτι άλλο) της ποινής, η οποία είναι παράλληλη προς την απαίτηση που απορρέει από την κύρια ενοχή, περιεχόμενο της οποίας είναι η εκπλήρωση της κύριας ενοχής. Οι δύο ενοχές αυτές είναι μεν αυτοτελείς αλλά κατά κάποιο τρόπο αντιφατικές στην περίπτωση που η κατάπτωση επέρχεται για τη μη εκπλήρωση. Η ανωτέρω σχέση είναι απόρροια του σκοπού της ποινικής ρήτρας, η οποία παίρνει τη θέση της μη εκπληρούμενης συμβατικής παροχής. Έτσι από τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 και 406 ΑΚ, προκύπτει – εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο μεταξύ των συμβαλλομένων, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης – ότι σε περίπτωση που η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης της κύριας παροχής ή της πράξης ή παράλειψης που ανέλαβε ο οφειλέτης, και χώρησε κατάπτωση της ποινής, ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει την ποινή (ανεξαρτήτως ζημίας, ανεξάρτητα δηλαδή από το εάν υπάρχει ή όχι ζημία). Εάν απαιτήσει την ποινή που κατέπεσε, αποκλείεται να ζητήσει την εκπλήρωση της κύριας παροχής. Εάν όμως ο δανειστής αντί για εκπλήρωση έχει δικαίωμα αποζημίωσης (δευτερογενούς αποζημίωσης από τη μη εκπλήρωση) τότε μπορεί να απαιτήσει σωρευτικά την ποινή που κατέπεσε καθώς και την επιπλέον αποδεικνυομένη ζημία, δεν μπορεί όμως να ζητήσει σωρευτικά την ποινή και πλήρη αποζημίωση, εκτός εάν υπάρχει σχετική συμφωνία των μερών. Το άρθρο 406 ΑΚ έχει εφαρμογή και στη μερική εκπλήρωση. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 404, 405 και 407 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ποινική ρήτρα συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής, εφόσον απαιτεί την ποινή που έχει καταπέσει, λόγω περιέλευσης του οφειλέτη σε υπερημερία, μπορεί να ζητήσει και την εκπλήρωση (προσήκουσα) της παροχής. Έχει, δε, επιπρόσθετα το δικαίωμα να ζητήσει και την αποκατάσταση της ζημίας που δεν καλύπτεται από την καταπεσούσα και απαιτηθείσα ποινή (βλ. Ταμπάκης σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, ο.π., άρθρο 407, σελ. 418- 419). Σημειώνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 404-407 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου και εφαρμόζονται εφόσον κάτι άλλο δεν προκύπτει από τη βούληση των συμβαλλομένων (βλ. Ταμπάκης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ο.π., άρθρο 406, αριθ. 1, σελ. 415, Γ. Μπαλής, ο.π., & 100, σελ. 338). Έτσι δεν αποκλείεται στην περίπτωση ειδικότερα του άρθρου 406 ΑΚ, τα μέρη να αποσκοπούν να τάξουν καθαρή ποινή, δηλαδή να τάξουν υποχρέωση του οφειλέτη όχι μόνο για τη συμφωνημένη ποινή αλλά επί πλέον και για την εκπλήρωση της σύμβασης ή για την πλήρη αποζημίωση από τη μη εκπλήρωση.

Περαιτέρω ο θεσμός της παραγραφής, είναι δημοσίας τάξεως, γιατί εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και τη βεβαιότητα του δικαίου, ενώ η καθιέρωση της ενιαύσιας παραγραφής  υπηρετεί επιπλέον την ανάγκη ταχύτερης εκκαθάρισης των σχετικών υποθέσεων και δεν ενέχει περιορισμό του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ), δεδομένου μάλιστα ότι η επίκληση της παραγραφής αυτής μπορεί, με τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων, να αντιμετωπισθεί με τις αντενστάσεις για κατάχρηση δικαιώματος ή για αναστολή της (ΑΠ 64/2011, ΑΠ 603/2006, ΑΠ 240/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο περί παραγραφής  ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου, η οποία, για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρει σαφή έκθεση των περιστατικών που τη θεμελιώνουν, ενώ δεν αρκεί απλή αναφορά των όρων του Νόμου χωρίς παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξειδικεύουν την απαίτηση (ΑΠ 7/2015 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1008/2015 δημ. Νόμος). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 289 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση, περιλαμβάνονται και εκείνες, οι οποίες προέρχονται από τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό πλοίου, κατά δε το άρθρο 291 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, στις περιπτώσεις, όμως, των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω, από το άρθρο 251 οριζόμενη, αφετηρία αυτής. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 261 και 270 παρ. 1 του ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ως τέτοια δε πράξη νοείται εκείνη που είναι αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση και περάτωση της δίκης, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε ως τη διακοπή από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή. Τέλος, στο άρθρο 270 παρ. 2 του ΑΚ ορίζεται ότι για τις αξιώσεις, ειδικότερα, του άρθρου 250 η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, από τις οποίες οι του ΑΚ έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 του ΚΙΝΔ, επί διακοπής της παραπάνω ετήσιας παραγραφής αυτών με την έγερση της σχετικής αγωγής, η νέα παραγραφή αρχίζει, όχι αμέσως από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, αλλά από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα η διαδικαστική αυτή πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκείμενη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του, ως προς το θέμα αυτό, κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας, μετά τη διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής (ΟλΑΠ 15/1992, ΑΠ 600/2013, ΑΠ 1285/2012, ΑΠ 369/2010, ΕφΠειρ 749/2012, ΕφΠειρ 507/2011, ΕφΠειρ 595/2007, ΕφΛάρ 524/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με το δεύτερο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αφενός κατά ένα μέρος αλυσιτελή τον ισχυρισμό περί παραγραφής που αυτή πρότεινε και αφετέρου κατά τα λοιπά  τον απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Ειδικότερα αναφέρει ότι πρωτοδίκως πρότεινε την ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ αναφορικά με τις απαιτήσεις από την κυρία σύµβαση εργολαβίας – μετασκευής και με το δεύτερο μέρος του ισχυρισμού της  τα δυο πρώτα σκέλη αυτού  βασίζονταν στην παραδοχή ότι άπαξ και έχει παραγραφεί η κύρια σύµβαση, παραγράφονται στον ίδιο χρόνο και οι παρεπόµενες συµβάσεις είτε χαρακτηρισθούν παρακαταθήκης, είτε µισθώσεως, είτε ποινικής ρήτρας ενώ τα δύο επόμενα σκέλη αφορούσαν την περίπτωση που θα κρινόταν  ότι η σύµβαση «παραµονής» του πλοίου στο ναυπηγείο ήταν αυτοτελής και όχι παρεπόµενη και ο ισχυρισµός ήταν ότι σε αυτήν την περίπτωση και πάλι θα ίσχυε βραχυχρόνια παραγραφή πέντε ετών. Ότι επειδή στην αγωγή αναφερόταν αόριστα ότι επικουρικώς οφείλεται η ποινική ρήτρα που είναι δίκαιη και εύλογη, αυτή είχε προτείνει την αποσβεστική ένσταση παραγραφής και στην περίπτωση που κρινόταν ότι αυτή ήταν γνήσια που προϋπόθετε δηλαδή την ύπαρξη κύριας ενοχής που θα επηρέαζε την τύχη της κατ’άρθρο 274 του ΑΚ, όπως εκτιμάται, εφόσον η παραγραφή της κύριας ενοχής επέλθει πριν την κατάπτωση της ποινής, παραγράφεται και η αξίωση για την ποινική ρήτρα συνεπώς και οι αξιώσεις από τη μετασκευή πλοίου παραγράφονται εντός έτους με βάση το άρθρο 289 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ, δηλαδή μέχρι τις 31.12.2005, άλλως μέχρι τις 31.12.2021, και οι  αξιώσεις από μίσθωση ή από σύμβαση παρακαταθήκης εντός πενταετίας με βάση τη διάταξη του άρθρου 250 του ΑΚ δηλαδή μέχρι τις 28.12.20216, αλλά και για την περίπτωση που κρινόταν ότι αυτή ήταν μη γνήσια, δηλαδή άλλη αυτοτελής σύμβαση,  και ότι με την εκκαλουμένη απόφαση δεν κρίθηκε αν η ρήτρα ήταν γνήσια ή μη γνήσια αλλά ότι από τη σκέψη της στο 3ο φύλλο πρώτη σελίδα, στίχοι 9 επ. προκύπτει ότι την έκρινε γνήσια και ότι δηλαδή η συμφωνία περί ποινικής ρήτρας δεν συνιστούσε αυτοτελή σύμβαση, αφού ανέφερε ότι ο όρος της ποινικής ρήτρας είχε κυρωτικό χαρακτήρα και λειτουργούσε ως µέσο πίεσης για την επίτευξη της κυρίας συµβάσεως, της συµβάσεως µετασκευής, και άρα τη θεώρησε ως γνήσια ποινική ρήτρα, που αποτελεί µέσον πίεσης προς εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κυρίας ενοχής, και ότι επομένως αφού ήταν παρεπόμενη συμφωνία και ότι επειδή αυτή (η εναγομένη) πρότεινε την ένσταση παραγραφής για την κύρια σύμβαση και η αξίωση από την παρεπόμενη συμφωνία περί ποινικής ρήτρας ως παρεπόμενη είχε παραγραφεί, με αποτέλεσμα να μην γεννηθεί ποτέ η αξίωση για την ποινική ρήτρα. Άλλως η αξίωση για καταβολή ποινικής ρήτρας είχε υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή την 31-12-2005, ενώ η αγωγή επιδόθηκε στις 30-12-2021. Επί των προαναφερόμενων πρέπει να τονιστεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν ήταν υποχρεωμένο να χαρακτηρίσει την ποινική ρήτρα ως γνήσια ή μη γνήσια, στη συγκεκριμένη περίπτωση έκρινε ότι, κατά τα επικαλούμενα στην αγωγή, η συμφωνία περί ποινικής ρήτρας ήταν παρεπόμενη και εξαρτημένη από την κύρια σύμβαση μετασκευής, καθώς έκρινε ότι ο όρος περί ποινικής ρήτρας στη σύμβαση μετασκευής είχε κυρωτικό και όχι συμβατικό χαρακτήρα και απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής. Συνακόλουθα οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας – εναγομένης που αφορούν την 5ετή παραγραφή αλυσιτελώς προβάλλονται. Περαιτέρω σύμφωνα με τη  διάταξη του άρθρου 289 ΚΙΝΔ, ως χρόνος έναρξης της ενιαύσιας παραγραφής ορίζεται μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή είναι η πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Κατά τους ανωτέρω ισχυρισμούς της εκκαλούσας – εναγομένης προβάλλεται ότι οι αξιώσεις από την κύρια σύμβαση μετασκευής του πλοίου  παραγράφονται εντός έτους δηλαδή μέχρι  31-12-2005 και επικουρικά 31-12-2021,  ώστε  δεν γεννήθηκε αξίωση προς καταβολή της ποινικής ρήτρας, άλλως ότι και η αξίωση της ποινικής ρήτρας είχε παραγραφεί με την πάροδο του έτους, μέχρι 31-12-2005, αυτονόητα  με αφετηρία την 31-12-2004. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση παραγραφής κατά το μέρος που αυτή είχε έρεισμα στο άρθρο 289 του ΚΙΝΔ ως αόριστη, διότι δεν προσδιοριζόταν με την ένσταση ο χρόνος έναρξης της παραγραφής εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 289 και 291 του ΚΙΝΔ διότι αφενός ο χρόνος έναρξης της παραγραφής οριζόταν απευθείας στο νόμο, και αφετέρου διότι αφού αναφερόταν η ημερομηνία λήξης της ενιαύσιας παραγραφής, ταυτόχρονα οριζόταν και η έναρξη αυτής που συνέπιπτε με τη λήξη του προηγούμενου  έτους. Επομένως πρέπει εξαφανιστεί κατά εν μέρει παραδοχή του δευτέρου λόγου εφέσεως η προσβαλλόμενη απόφαση και να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει κατ’ουσίαν το σχετικό ισχυρισμό περί παραγραφής (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) που έχει έρεισμα στα άρθρα 289, 291 του ΚΙΝΔ.

Από την επανεκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού δηλαδή των εγγράφων που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που ερευνώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων εφόσον συνομολογείται από τα διάδικα μέρη ότι ολοκληρώθηκε η ποινική υπόθεση με βάση την οποία είχε κατασχεθεί το πλοίο (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανομενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγοµένη ήδη εκκαλούσα εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό Ελληνική σηµαία, Νηολογίου Πειραιά µε αριθµό ……. τουριστικού πλοίου «Δ», πρώην «Χ», µήκους 24,48 µέτρων, πλάτους 6,40 µέτρων, κοίλου στη µέση µέχρι το ανώτερο κατάστρωµα 3,15 µέτρων, κινούµενου µε δύο (2) µηχανές εσωτερικής καύσεως Cuasor Espana Ε 310SP, ιπποδύναµης 2 χ 442 ΒΗΡ=884 ΒΗΡ / 1800RPM. Με την από 22-01-2004 σύµβαση μετασκευής που σύναψε με την εφεσίβλητη ενάγουσα, η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση ελασµατουργικών εργασιών µετασκευής του πλοίου, που τότε ονοµαζόταν «Χ». Ειδικότερα, σύμφωνα με τον όρο 4 της σύμβασης μετασκευής η ενάγουσα ανέλαβε να προβεί στην κοπή και αποµάκρυνση του πρωραίου τµήµατος µπροστά από το µηχανοστάσιο, την κατασκευή νέου σιδερένιου τµήµατος έως και το κύριο κατάστρωµα, συµπεριλαµβανοµένων των παραπέτων και προσάρτησης αυτού στο παλαιό τµήµα, διαµόρφωση της πρύµνης, σύµφωνα µε τα σχέδια, κατασκευή και τοποθέτηση όκυων, βάσεων, ανθρωποθυρίδων, κλιµάκων και πρωραίου στηλιδίου ιστού, κατασκευή νέας υπερκατασκευής από υλικά αλουµινίου, σύµφωνα µε τα σχέδια, κατασκευή ιστού, κλιµάκων και βάσεων και προµήθεια και τοποθέτηση διµεταλλικών ελασµάτων στις συνδέσεις σιδήρου-αλουµινίου. Ως εργολαβικό αντάλλαγμα ορίστηκε στο άρθρο 11.1. της σύμβασης το ποσό των 320.000 ευρώ καταβλητέο από την εναγοµένη ως ακολούθως : α) µε την ολοκλήρωση των σιδηροκατασκευών έως το κύριο κατάστρωµα και εφόσον είχε αρχίσει η κοπή των υλικών της αλουµινοκατασκευής το ποσό των 64.000 ευρώ, β) µε την ολοκλήρωση των αλουµινένιων πλευρών του σαλονιού του πρώτου καταστρώµατος το ποσό των 66.000 ευρώ, γ) µε την ολοκλήρωση της αλουµινοκατασκευής του πρώτου καταστρώµατος το ποσό των 65.000 ευρώ, δ) µε την ολοκλήρωση της αλουµινοκατασκευής του δεύτερου καταστρώµατος το ποσό των 65.000 ευρώ και ε) µε την οριστική παραλαβή των εργασιών από τον επιβλέπovτα, τον πλοιοκτήτη και τον νηογνώµονα, το υπόλοιπο το ποσό των 60.000 ευρώ. Επιπλέον με τον όρο 8.2 της σύμβασης ορίστηκε ότι το έργο θα ήταν παραδοτέο εντός εκατόν σαράντα (140) ηµερολογιακών ηµερών, εφόσον δεν θα υπήρχε καθυστέρηση µε υπαιτιότητα της εναγοµένης ή από την πλευρά του επιβλέποντος µηχανικού και για κάθε  μέρα καθυστέρησης ορίστηκε, ως ποινική ρήτρα, σε βάρος της εναγομένης  το ποσό των 150 ευρώ. Τέλος με τον όρο 9.2 της σύμβασης συµφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης αποπεράτωσης του έργου εvτός του συµβατικού χρόνου από υπαιτιότητα της εναγοµένης πλοιοκτήτριας, αυτή θα ήταν υπεύθυνη για το κόστος της κατάληψης του χώρου του πλοίου, το οποίο ορίστηκε στο ποσό των 150 ευρώ ανά ηµέρα. Οι εργασίες ξεκίνησαν με προσωρινή άδεια την 13.1.2004 ενώ η άδεια έναρξης εξεδόθη στις 15.3.2004. Πριν την πάροδο των 140 εργάσιμων ημερών από την άδεια έναρξης στις 15.3.2004 και ενώ η ενάγουσα είχε εκτελέσει το µεγαλύτερο µέρος των εργασιών αυτών στο πλοίο στις 28-07-2004, εκδόθηκε η με αριθμό ……/2004 διάταξη του Ανακριτή του Γ’ Τµήµατος Πειραιώς, µε την οποία το επίδικο πλοίο, το οποίο πλέον έφερε την ονοµασία «Δ», δεσµεύτηκε-κατασχέθηκε, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε η με αριθμό ……./2004 Διάταξη του ανωτέρω Ανακριτή, µε την οποία διορίστηκε ο …………. µεσεγγυούχος του πλοίου. Ακολούθως η ενάγουσα αναγκάστηκε, χωρίς δική της υπαιτιότητα, να σταµατήσει την εκτέλεση των υπολοίπων ελασµατουργικών εργασιών µετασκευής του πλοίου. Οι ως άνω διατάξεις παρέµειναν σε ισχύ µέχρι την 25.1.2010, οπότε κατέστη αµετάκλητο το με αριθμό …../03-03-2009 βούλευµα του Συµβουλίου Πληµµελειοδικών Πειραιώς, µε το οποίο το πλοίο αποδεσµεύτηκε και παραδόθηκε στην πλοιοκτήτρια εναγοµένη. Στη συνέχεια καταρτίστηκε  την 25.1.2010 μεταξύ των διαδίκων μερών νέα σύµβαση, µε την οποία ανανέωσαν την αρχική σύµβαση µετασκευής, στην οποία ρητά ορίστηκε ότι «α) η από 22.1.2004 σύµβαση ήταν και παραµείνει ενεργή και σε ισχύ σαν να μη λύθηκε ή να τερματίστηκε ποτέ και β) σε κάθε περίπτωση µε την παρούσα (σύµβαση ανανέωσης) (τα µέρη όχι µόνο επιβεβαιώνουν την ισχύ της (της από 22.1.2004 σύµβασης), αλλά σε κάθε περίπτωση ανανεώνουν αυτή ή εάν ήθελε θεωρηθεί λήξασα την αναβιώνουν µε τους ίδιους ακριβώς όρους και συµφωνίες που περιέχονται σε αυτή, στο σηµείο ακριβώς που ευρίσκετο την ηµέρα της δέσµευσης του σκάφους, σε ότι αφορά στις αµοιβαίες υποχρεώσεις τους για το έργο µετασκευής» (όρος ιν 1 και 2 της σύµβασης ανανέωσης). Παρά την υπογραφή, όµως, από την εναγοµένη της από 25.1.2010 σύµβασης ανανέωσης µετασκευής, αυτή εγκατέλειψε το πλοίο στο χώρο του ναυπηγείου, όπου είχε ανελκυστεί και δεν επέτρεψε στην ενάγουσα να ολοκληρώσει τις εργασίες, που είχαν αποµείνει. Με την πάροδο του συμφωνημένου χρονικού διαστήματος των 140 ημερών από την 25-1-2010, κατέπεσε η ποινική ρήτρα. Έκτοτε το πλοίο παραµένει στο ναυπηγείο της  τελευταίας, καταλαµβάνοντας σε αυτό σηµαντικό χώρο και για το λόγο αυτό η ενάγουσα πρώτη φορά στις 29.12.2021 με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής αιτήθηκε το ποσό της ποινικής ρήτρας που είχε οριστεί με τη σύμβαση μετασκευής και την σύμβαση ανανέωσης αυτής και ειδικότερα το ποσό των 150 ευρώ για κάθε μέρα που το πλοίο της εναγομένης παρέμενε στο ναυπηγείο καταλαμβάνοντας το χώρο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς εκμετάλλευση από την ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 01-01-2019 έως 28-12-2021. Με την άσκηση της αγωγής η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς το οφειλόμενο λόγω ποινικής ρήτρας ποσό, και μετά την πρόταση από την εναγομένη της ανατρεπτικής ένστασης του άρθρου 289 παρ. 3 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ το ποσό που οφείλεται περιορίζεται στο διάστημα από 1.1.2020 έως 28.12.2021, αφού κατά το άρθρο 291 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Επίσης δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 274 του ΑΚ, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατάπτωση της ποινικής ρήτρας έλαβε χώρα υφισταμένης της αξίωσης από την κύρια ενοχή, υπόψη (Μπαλή Γενικό Ενοχικό Δίκαιο 1961 341, Ταμπάκης σε Γεωργιάδη Σταθόπουλου ΕρμΑΚ άρθρο 404 411 σελ.), καθώς η αξίωση από την κύρια σύμβαση μετασκευής του πλοίου, που είχε ανανεωθεί με τους ίδιους όρους την 25-1-2010  δεν είχε παραγραφεί όταν κατέπεσε η ποινική ρήτρα. Συγκεκριμένα η έναρξη κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας προσδιορίζεται 140 ημέρες μετά την ημερομηνία (25-1-2010), η δε αξίωση από την κυρία σύμβαση αποσβέστηκε λόγω  παραγραφής ένα έτος μετά το τέλος του έτους στο οποίο έλαβε χώρα η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την 1-1-2012, αφού η ενιαύσια παραγραφή αρχίζει την  31-12-2010 και λήγει 31-12-2011. Επομένως κρίνεται ότι η εναγομένη οφείλει λόγω ποινικής ρήτρας στην ενάγουσα για χρονικό διάστηµα 728 ηµερών το συνολικό ποσό 109.200 ευρώ (ήτοι 728 ηµέρες χ 150 ευρώ ανά ηµέρα), και συνεπώς η κρινόμενη αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη.

Ακολούθως των ανωτέρω αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση θα κρατήσει το παρόν Δικαστήριο να δικάσει την υπόθεση. Ακολούθως η από 28.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …………./2021 αγωγή που κρίθηκε νόμιμη κατά την επικουρική της βάση με έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 404, 405, 407 και 361 ΑΚ θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και δεδομένου ότι με την εκκαλουμένη βεβαιώνεται ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 109.200 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, αφού το ένδικο μέσο έγινε δεκτό εν μέρει. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει την εναγομένη εκκαλούσα λόγω της εν μέρει ήττας της σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 63, 68 και 69 του ΚωδΔικ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 13.12.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2023 και με αριθμό προσδιορισμού ……./2024 έφεση κατά της με αριθμό 3051/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 28.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………../2021 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό και απορρίπτει

Δέχεται κατά ένα μέρος την έφεση κατ’ουσίαν

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………… ποσού 150 ευρώ, στην εκκαλούσα

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3051/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και Αναδικάζει επί της από 28.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …………../2021 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν εννιά χιλιάδων διακοσίων ευρώ (109.200) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλλει μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας εναγομένης δηλαδή συνολικά το ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  9η Ιανουαρίου 2025  και δημοσιεύθηκε στις 24  Ιανουαρίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ