Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 47/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4Ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  47/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……………που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Χρήστου Σκαρλάτου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………….), που  εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Σπυριδούλα Φωτοπούλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./7­.2.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.1307/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 12.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/22.6.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………./29.6.2023 έφεση που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 12.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./22.6.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……/29.6.2023 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 1307/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη, την από 4.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../7­.2.2020 αγωγή του, περί αναγνώρισης της κυριότητας του επί του επίδικου ακινήτου και διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Με την από 4.2.2020 αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί αποκλειστικός κύριος ενός οικοπέδου, μετά των επ’ αυτού ισογείων κτισμάτων, που βρίσκεται εντός του σχεδίου πόλεως του Δήμου Νίκαιας Αττικής, επί της οδού ………….., όπως επαρκώς περιγράφεται, και φέρει ΚΑΕΚ ……………….., με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού νέμεται τούτο, διανοία κυρίου, με καλή πίστη, από το χρόνο θανάτου της μητέρας του, στις 29.8.1988, ασκώντας τις αναφερόμενες επ’αυτού πράξεις και δηλώνοντας de facto την βούληση του να το εξουσιάζει αποκλειστικά ο ίδιος στους λοιπούς συγκληρονόμους, προσμετρώντας στον χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής της μητέρας του από το έτος 1940 και της δικαιοπαρόχου της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από οποιονδήποτε τρίτο και ότι από παραδρομή, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης του Δήμου Νίκαιας, παρέλειψε να υποβάλει εμπρόθεσμα δήλωση περί της κυριότητας του, με αποτέλεσμα κατά τις αρχικές εγγραφές στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, καταχωρήθηκε το επίδικο οικόπεδο, ανακριβώς, ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να αναγνωρισθεί ότι είναι αποκλειστικός κύριος του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο τούτου, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, ώστε να καταχωρηθεί ο ίδιος, ως κύριος, σε ποσοστό 100%.

III. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με  την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη την αγωγή και δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο απέκτησε ο ενάγων, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, απορρίπτοντας τις ενστάσεις περί ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατ’ουσίαν, αναγνωρίζοντας την συγκυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο οικόπεδο, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ……………., του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, με την καταχώρηση του ενάγοντος, ως συγκύριου, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, με έκτακτη χρησικτησία.

Κατά της, ως άνω, οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται ο μερικώς ηττηθείς ενάγων, με την κρινόμενη έφεση του, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης απόφασης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του, καθ’ολοκληρίαν, άλλως να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου.

IV. Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι». Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησης τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω, όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευση τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 638/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2020). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 1443/2015). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11.9.1915 (ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 § 1 του α.ν.1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑ.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019, ΑΠ 132/2000, ΑΠ 532/1980).  Σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, ή λιβάδι όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν, μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης»  (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 638/2016,  ΑΠ 629/2016,  ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015, 705).

V. Από τις υπ’ αριθμ. …./12.6.2020 και …./16.6.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …………. και …………., ενώπιον των Ειρηνοδικών Νικαίας και Αθηνών αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος – εκκαλούντος, μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγομένου – εφεσιβλήτου, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ…………/5.6.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2009, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004, 723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο κείμενο εντός σχεδίου πόλεως του Δήμου Νίκαιας Αττικής, ήδη Δημοτικής Ενότητας Νίκαιας, του Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, επί της οδού ………….., το οποίο έχει καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία και στους χάρτες του Κτηματολογικού γραφείου Νίκαιας με ΚΑΕΚ ……… Το οικόπεδο αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο από 4.9.2019 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …………, το οποίο είναι ενταγμένο στο κρατικό σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ ’87, όπως και στο επισυναπτόμενο στην αγωγή απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος και συνορεύει βορειοδυτικά με οδό …. επί πλευράς μέτρων 16,01, βορειοανατολικά με ιδιοκτησίες αγνώστων (ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ….. και ….) επί πλευράς μέτρων 13,19, νοτιοδυτικά με οδό Καραϊσκάκη επί πλευράς μέτρων 12,26 και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου (ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …..) επί πλευράς μέτρων 16,11. Έχει έκταση 207 τ.μ. κατά το Κτηματολόγιο και 204,14 τ.μ. κατά το προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα. Είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και εντός αυτού υφίστανται τρία ισόγεια ασκεπή σήμερα πέτρινα κτίσματα, συνολικής έκτασης 105τ.μ.. Το επίδικο οικόπεδο απέκτησε αρχικά η μητέρα του ενάγοντος, …. σύζυγος ……… το γένος ………., με άτυπη αγορά, το έτος 1940, από την έως τότε κυρία αυτού, …. σύζυγο ………… το γένος …….., λόγω αγοράς από την …. χήρα ………., δυνάμει του υπ’αριθμ…………./14.11.1930 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., που μεταγράφηκε νόμιμα. Η ……. χήρα ………., είχε καταστεί κυρία τούτου δυνάμει του υπ’αριθμ………/1928 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγραμμένου. Από την άτυπη ως άνω αγορά του επίδικου οικοπέδου, η μητέρα του ενάγοντος εγκαταστάθηκε σε αυτό με το σύζυγο και τα ανήλικα τότε τέκνα της, χρησιμοποιώντας το, ως οικογενειακή στέγη, μέχρι και το έτος 1951, οπότε η οικογένεια μετοίκησε σε έτερο αγορασθέν ακίνητο στο …. Αττικής. Έκτοτε δε η μητέρα του ενάγοντος συνέχισε να νέμεται το επίδικο, να το κατέχει και να το εκμεταλλεύεται με διάνοια κυρίας, εκμισθώνοντας το σε τρίτους και επιμελούμενη αυτό μέχρι το θάνατο της στις 29.8.1988, ήτοι για χρονικό διάστημα άνω της εικοσαετίας, με συνέπεια να καταστεί κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (άρθρ.1045 ΑΚ σε συνδυασμό με άρθρα 51, 63, 64 ΕισΝΑΚ). Η μητέρα του ενάγοντος, κατά τον χρόνο του θανάτου της, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από το σύζυγο της, ………, ο οποίος απεβίωσε ένα χρόνο αργότερα στις 30.3.1989, καθώς και από τα τρία τέκνα της, τον ……., τον …………. και τον ενάγοντα, …………, κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας.

Επιπλέον, από τον θάνατο του πατέρα τους, ο ενάγων και τα αδέλφια του, υπεισήλθαν στην επαχθείσα κληρονομιά τούτου, και όσον αφορά το ιδανικό του μερίδιο στο επίδικο, κατά ποσοστό 8,33% έκαστος, καθιστάμενοι συγκληρονόμοι του επιδίκου κατά ποσοστό 33,33% εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Περαιτέρω, ο αδελφός του ενάγοντος, ………, απεβίωσε άτεκνος στις 28.12.1999 και κατέλιπε την από 25.10.1999 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τα υπ’αριθμ……/17.11.2000 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, με την οποία εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του, τη σύζυγο του, ……., το γένος ……….., μεταξύ άλλων και στο ιδανικό μερίδιο της κυριότητας του στο επίδικο, ήτοι 1/3 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, στις 23.1.2007, απεβίωσε ο έτερος αδελφός του ενάγοντος, …………, άτεκνος και άγαμος, αφήνοντας μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο στην περιουσία του, τον ενάγοντα, ο οποίος έτσι υπεισήλθε στο ιδανικό μερίδιο κυριότητας του στο επίδικο 1/3 εξ αδιαιρέτου.

Ο ενάγων, από τον, ως άνω, χρόνο θανάτου της μητέρας του εγκαταστάθηκε στη νομή του επίδικου ακινήτου, ασκώντας επ’ αυτού συνεχώς και αδιαλείπτως, διανοία συγκυρίου, όλες τις υλικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του. Ειδικότερα, από τον ανωτέρω χρόνο της επαγωγής της κληρονομίας της μητέρας του και μετέπειτα του πατέρα του, ο ενάγων συνέχισε να επιμελείται το οικόπεδο και να διενεργεί τη διαχείριση και εκμετάλλευση του με ανάθεση και από τους λοιπούς συγκυρίους αδελφούς του, εκμισθώνοντας τα υφιστάμενα εντός αυτού κτίσματα σε τρίτους, καθώς και εισπράττοντας για λογαριασμό του τα αντίστοιχα μισθώματα, έως και το έτος 2019, που ένεκα ισχυρού σεισμού, υπέστησαν αυτά σοβαρές ζημιές και δεν μπορούσαν έκτοτε να κατοικηθούν με ασφάλεια. Επιπλέον, έως και τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, φρόντιζε για τον καθαρισμό, τη συντήρηση του οικοπέδου και των υφισταμένων χωρίς στέγη κτισμάτων, ώστε να μην επιδεινωθούν και καταρρεύσουν, επιβαρυνόταν με τις λειτουργικές τους δαπάνες και τα έξοδα σύνδεσης με τα δίκτυα παροχών κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ), ως συνιδιοκτήτης και διαχειριστής, ενώ επισκεπτόταν συχνά το επίδικο, το επέβλεπε και το δήλωνε στην αρμόδια φορολογική Αρχή, επιβαρυνόμενος με τους αναλογούντες φόρους και εν γένει μετέρχονταν αδιαλείπτως όλες τις πράξεις φυσικής εξουσίασης του, εκδηλώνοντας έτσι την βούληση του να το εξουσιάζει, κατά τα ιδανικά μερίδια, που κληρονόμησε διαδοχικά από την μητέρα, τον πατέρα και τον αδελφό του, ………….., ενώ προηγουμένως το νεμόταν η μητέρα του, διανοία κυρίας,  από το έτος 1940, που απέκτησε το οικόπεδο με άτυπη αγορά από την προκάτοχο του, αληθή κυρία, που το είχε αποκτήσει, λόγω αγοράς, το έτος 1930 και έκτοτε το νεμόταν με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, η δε δικαιοπάροχος της ασκούσε την νομή του καλόπιστα από το έτος 1928, με νόμιμο τίτλο, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους και ειδικότερα από όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε προέβη στη σύνταξη πρωτοκόλλου κατάληψης του ως άνω ακινήτου κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων (άρθρο 34 §  2 του α.ν.1539/1938),  ή όχλησε αυτούς με οποιονδήποτε τρόπο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος, στον οποίο επιχειρεί να στηρίξει το αγωγικό του αίτημα του για αναγνώριση του, ως αποκλειστικά κυρίου του επιδίκου ακινήτου, ήτοι κατά ποσοστό 100%, ότι από τον θάνατο της μητέρας του συνέχισε να το εκμισθώνει και να εισπράττει τα μισθώματα και έτσι κατέστησε στους συγκληρονόμους του εν τοις πράγμασι (de facto) σαφή και αδιαμφισβήτητη την βούληση και πρόθεση του να καταστεί αποκλειστικός κύριος του επιδίκου, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, εφόσον δεν προέκυψε ότι έλαβε χώρα τέτοια συμφωνία μεταξύ τους, ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις, μήτε η είσπραξη των μισθωμάτων μόνο από τον ενάγοντα, που επιβαρυνόταν με τις δαπάνες του, σημαίνει ότι οι λοιποί συγκληρονόμοι απεμπόλησαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα επ’αυτού, τα δε επικαλούμενα επιπρόσθετα γεγονότα ότι εκείνοι δεν ενδιαφέρονταν, ουδέποτε ασχολήθηκαν και αναμίχθηκαν στην διαχείριση και εκμετάλλευση του και αληθή αποδειχθέντα, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν αποκλειστική κυριότητα του με εκχώρηση όλων των κληρονομιαίων μεριδίων στον ενάγοντα, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εκ των αδελφών, …………, συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, προκειμένου να εγκαταστήσει την σύζυγο του, μοναδική κληρονόμο του στο ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, που είχε αποκτήσει ομοίως με τον ενάγοντα, λόγω κληρονομικής διαδοχής της μητέρας και του πατέρα τους.

Με αυτές τις παραδοχές, ο ενάγων απέκτησε την κυριότητα επί του επιδίκου, κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας ο ίδιος, αλλά και οι απώτεροι και απώτατοι, ως άνω, δικαιοπάροχοι του, τις προσιδιάζουσες στο ακίνητο πράξεις νομής, ήτοι διαμονή, επίβλεψη, οριοθέτηση, καθαρισμό, σύνδεση με παροχές κοινής ωφελείας, συντήρηση, για χρονικό διάστημα 77 ετών, από το έτος 1928 έως την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Νίκαιας (12.9.2005), προσμετρουμένου στο χρόνο νομής του, του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι ασκούσαν καλόπιστα τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής, αρχικά κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και μετά, κατά τον αστικό κώδικα, για χρονικό διάστημα κατά πολύ μείζονος των είκοσι ετών, εξακολούθησε δε αυτός να νέμεται το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη, διανοία συγκυρίου, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, χωρίς να του γνωστοποιηθεί δικαίωμα του Ελληνικού δημοσίου ή έτερου τρίτου προσώπου επ’αυτού και γενικά να διαταραχθεί από κανέναν.

Το εν λόγω ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο, αφού το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω οικοπέδου με τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί του ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα τούτου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, δυνάμει του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άλλως ως δασικό και δεν τηρήθηκε ως προς αυτό η διαδικασία, που προβλεπόταν με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 β.δ., άλλως ως βοσκοτόπι ή λιβάδι ή αδέσποτο, άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενο τούτο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών, καθώς και του ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από τις 25.5.1827 έως τις 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν, ακολούθως, με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019). Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτο και να  δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 β.δ/τος, ούτε βοσκότοπος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε  ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε τούτο, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή το επίδικο ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο, δεν δύναται να εξαχθεί εκ των ως άνω προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, αφού από κανένα εξ αυτών δεν προκύπτουν πράξεις φυσικής εξουσίασης τούτου ειδικώς για το επίδικο ακίνητο ουδέποτε, μήτε το εναγόμενο, πέραν των αόριστων ισχυρισμών του, επικαλέστηκε συγκεκριμένες πράξεις νομής. Άλλωστε, το Ελληνικό Δημόσιο είχε πλήρη επίγνωση ότι η επίδικη οικοπεδική έκταση δεν του ανήκε, ως δημόσιο κτήμα και προς επίρρωση τούτου αποτελεί και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις και για τις μεταγραφές τους, οι οποίες αφορούσαν το επίδικο, αυτό δέχθηκε τις σχετικές δηλώσεις φόρων, ενώ μετά την υποχρέωση για δήλωση ΕΝΦΙΑ, αποδέχθηκε τις σχετικές δηλώσεις για το επίδικο και σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις προέβη σε εκκαθάριση, υπολόγισε και εισέπραξε τους σχετικούς φόρους και αναλογικά τέλη, που τυχόν προέκυψαν. Διαφορετικά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι, παρά το ότι ήταν γνωστή στο Ελληνικό Δημόσιο η κυριότητα του επ’αυτού, καθώς και η έλλειψη κυριότητας του ενάγοντος, των λοιπών συγκληρονόμων και των δικαιοπαρόχων τους, εντούτοις απέκρυψε ή παρέλειψε να γνωστοποιήσει αυτά τα αληθή σ’αυτούς, κατά τη λήψη των σχετικών δηλώσεων φόρου και την είσπραξη των σχετικών φόρων, επί ζημία τους, με αντίστοιχη παράνομη ωφέλεια του. Εκ των ανωτέρω παραδοχών αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον επίδικο αγωγικό χρόνο και δεν αποτελούσε δημόσιο κτήμα, ώστε να απαιτείται να έχει συμπληρωθεί τριακονταετής καλόπιστη νομή μέχρι τις 11.9.2015, ως αβασίμως διατείνεται το εναγόμενο-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ο δε ενάγων αρχικά, ομού με τα αμφιθαλή αδέλφια του, κατέστησαν συγκύριοι, κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος, δια πρωτοτύπου τρόπου και δη δια εκτάκτου χρησικτησίας, λόγω κληρονομικής διαδοχής των γονέων τους, με καλόπιστη νομή πάνω από είκοσι έτη, προσμετρώντας τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους, σύμφωνα με τα ανωτέρω και μετέπειτα, λόγω επαγωγής της κληρονομίας του αδελφού του, ……….., ο ενάγων απέκτησε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας συνολικά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου τούτου. Πλην όμως, κατά την κτηματογράφηση του Δήμου Νίκαιας, παρέλειψε από αμέλεια να δηλώσει εμπρόθεσμα το εμπράγματο δικαίωμα του, με αποτέλεσμα, κατά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας για την περιοχή, στις 12.9.2005 [υπ’αριθμ.322/2/31.8.2005 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ 1277/Β/12.9.2005 και διόρθωση ΦΕΚ 1333/Β/21.9.2005)], το επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ ……….. να καταχωρηθεί, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, αντί ως ανήκον, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και ήδη 2/3 εξ αδιαιρέτου, στον ενάγοντα, και συνεπώς, αυτή η πρώτη εγγραφή στο Κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας, ελέγχεται ως ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος και, ως εκ τούτου, πρέπει να διορθωθεί, ώστε να καταχωρηθεί αυτός ως κύριος, κατά το ανωτέρω ποσοστό. Κατά συνέπεια, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν,  απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου-εφεσιβλήτου και των ενστάσεων ιδίας κυριότητας, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο ενάγων είναι συγκύριος του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, αναγνωρίζοντας το σχετικό δικαίωμα του και διατάσσοντας την σχετική διόρθωση της πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτών γενομένων κατ’ουσίαν των διαλαμβανομένων σχετικών ισχυρισμών του ενάγοντος στους συναφείς λόγους της έφεσης του, με τους οποίους αποδίδονται στην εκκαλουμένη οι εν λόγω πλημμέλειες, που κρίνονται εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατ’ ουσίαν, η έφεση του ενάγοντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, να διαταχθεί δε η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………… του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, ώστε να καταχωρηθεί αυτός, ως κύριος, κατά το ανωτέρω ποσοστό, με έκτακτη χρησικτησία. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου – εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1, 2 και 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο   ισχύει   μετά  την υπ’αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν.1738/1987 και να διαταχθεί, η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Δέχεται αυτήν κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1307/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 4.2.2020 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Αναγνωρίζει ότι ο ενάγων είναι κύριος του επίδικου ακινήτου επί της οδού ……………., της Δημοτικής Ενότητας Νίκαιας, του Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, με ΚΑΕΚ ………………, κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου.

Διατάσσει τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ανωτέρω ακινήτου με ΚΑΕΚ ………….., στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, ώστε να καταχωρηθεί ο ενάγων, ως κύριος, κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, με έκτακτη χρησικτησία.

Επιβάλλει στο εναγόμενο – εφεσίβλητο τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 20 Ιανουαρίου 2025.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 21 Ιανουαρίου 2025.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ