Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 61/2025

Αριθμός    61/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  Ναυτικό

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……….), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Νικόλαο Γερασίμου [ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «…….» και η οποία για τις σχέσεις της στο εξωτερικό χρησιμοποιεί την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο Δήμο …….. Κρήτης (επί ………), με ΑΦΜ …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αικατερίνης Πρωτόπαπα [ΜΑΡΙΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δικηγορική Εταιρεία] (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  29.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 2707/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  27.11.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  …………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 27.11.2023 και με αριθμό έκθεσης ………/28.11.2023 κατάθεσης και προσδιορισμού ……../2023 έφεση, κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2707/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2020 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα την προτελευταία ημέρα της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 30.11.2021 . Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ………….. ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει ακολούθως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 του ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του ενός και μοναδικού λόγου αυτής.

Με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924, για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23.2.1968 και της 21.12.1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β΄, 2, 3 παρ. 1, 5 και 10 παρ. 2 της άνω Δ.Σ., που εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23.6.1993, προκύπτει ότι αυτές έχουν ισχύ: α) στις θαλάσσιες μεταφορές στις οποίες τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη και εφόσον καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (ΑΠ 343/2019 ΕΕμπΔ 2020.177, ΑΠ 376/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 219/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1241/2019 ΕπισκΕμπΔ 2019.627, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝαυτΔ 2009.384, Κιάντου – Παμπούκη, Η κύρωση των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ και το δίκαιο της ναυλώσεως, Ε.Ν.Δ. 21, 287 επ). Στην πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις, η φορτωτική που εκδόθηκε πρέπει να είναι σε διαταγή και να κυκλοφόρησε, οπότε αποτελεί τον τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά [ΕφΠατρ (Μον) 55/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1206/2005 ΕΕμπΔ 2006.693]. Έγγραφο παρόμοιο με τη φορτωτική, το οποίο να αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά, είναι προδήλως το έγγραφο που έχει παρόμοια λειτουργία με τη φορτωτική, δηλαδή που μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και ενσωματώνει την αξίωση του κατόχου (κομιστή) αυτού για την παράδοση των πραγμάτων που φορτώθηκαν στον τόπο προορισμού τους. Τέτοιο πάντως, παρόμοιο με τη φορτωτική, έγγραφο δεν προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία ούτε χρησιμοποιείται στη ναυτιλιακή πρακτική χωρών με μεγάλη ναυτική παράδοση. Επομένως, δεν εφαρμόζεται η παραπάνω Δ.Σ., αλλά οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. και του Α.Κ. σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς για την οποία δεν έχει εκδοθεί φορτωτική με την παραπάνω έννοια, αλλά έχει καταρτιστεί ναύλωση που διέπεται μόνο από ναυλοσύμφωνο ή έχει εκδοθεί δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς ή εισιτήριο οχήματος ή απόδειξη παραλαβής ή δελτίο επιβίβασης οχήματος (τα οποία εκδίδονται συνήθως στις περιπτώσεις μεταφοράς πραγμάτων με οχηματαγωγά πλοία, εντός εμπορευματοκιβωτίων ή φορτηγών οχημάτων), δηλαδή έγγραφα που δεν έχουν αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία και χρησιμοποιούνται σε μεταφορές στις οποίες δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μεταβιβαστούν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς [ΕφΠειρ (Μον) 545/2020, www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 219/2021 ό.π., ΕφΠατρ 55/2018 ό.π., ΕφΠειρ 738/2009 ό.π., ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝαυτΔ 2006.278, ΕφΠειρ 1206/2005 ό.π., ΕφΠειρ 286/2004 ΠειρΝομ 2004.205, contra Ν. Γερασίμου, Το νομικό καθεστώς που διέπει τη διεθνή θαλάσσια μεταφορά φορτίων και συνοδευόμενων οχημάτων χωρίς την έκδοση φορτωτικής (με αφορμή το ναυτικό ατύχημα του …, 9ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου – Δ.Σ. Πειραιά, σελ. 339, ιδίως σελ. 357 επ.]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 Κ.Ι.Ν.Δ., ο εκναυλωτής είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το πλοίο κατάλληλο προς πλουν και προς διατήρηση του φορτίου. Το ελάττωμα του πλοίου, που προξενεί την ακαταλληλότητά του προς πλου είναι δυνατό να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως στην έλλειψη των καταλλήλων οργάνων πλεύσης ή τηλεπικοινωνίας, στην κανονική σύνθεση του πληρώματος κ.λπ., συνεπεία των οποίων επιβάλλεται στο πλοίο διοικητική απαγόρευση απόπλου ή συνεχίσεως του πλου του. Το πιστοποιητικό του νηογνώμονα δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξιοπλοΐας του πλοίου, αλλά συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ο ναυλωτής μπορεί να αποδείξει την ακαταλληλότητα του πλοίου και συνακόλουθα τη μη εκτέλεση της συμβατικής υποχρέωσης του εκναυλωτή, δηλαδή τη μη εκτέλεση της αναληφθείσας μεταφοράς μέχρι την παράδοση του φορτίου στον παραλήπτη, σύμφωνα με τους ορισμούς του ανωτέρω άρθρου 111 Κ.Ι.Ν.Δ. (ΕφΠειρ 219/2021 ό.π. με παραπομπές σε Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2005, σελ. 198, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 390). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 135 και 138 Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημιά που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου, το οποίο υπήρχε κατά την έναρξη του πλου, ως προς την καταλληλότητα αυτού προς πλου και προς διατήρηση του φορτίου, η ευθύνη του μάλιστα αυτή έχει θεσπιστεί έναντι παντός έχοντος συμφέρον επί του φορτίου, δηλαδή έναντι του φορτωτή (κι αν ακόμη δεν είναι ο ναυλωτής), του παραλήπτη, του ασφαλίσαντος αυτό (φορτίο) ή του έχοντος ενέχυρο επ’ αυτού. Ειδικότερα δε ο εκναυλωτής – μεταφορέας είναι υπεύθυνος για κάθε αποκαλυπτόμενη προϋπάρχουσα πλημμέλεια του πλοίου συναπτόμενη με την καταλληλότητα αυτού, έστω και αν η μέριμνα ως προς αυτήν ανατέθηκε απ’ αυτόν (που δεν έχει τα προσόντα να ενεργεί προς τούτο προσωπικά) σε πρόσωπο ειδικευμένο που επέλεξε με επιμέλεια [ΕφΠειρ (Μον) 545/2020 ό.π.]. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 134 Κ.Ι.Ν.Δ., ο εκναυλωτής, δηλαδή ο θαλάσσιος μεταφορέας, υποχρεούται σε κάθε επιμέλεια του φορτίου, κυρίως ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για κάθε ζημία που οφείλεται στην απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων και η οποία προκλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παράδοσής τους στον παραλήπτη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 Κ.Ι.Ν.Δ., που είναι αυστηρού δικαίου (jus cogens), εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή (θαλάσσιου μεταφορέα) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 Κ.Ι.Ν.Δ. για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων δια θαλάσσης πραγμάτων, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού τους, ήτοι στο λιμάνι εκφόρτωσής τους από το πλοίο, κατά το χρόνο έναρξης της εκφόρτωσής τους από αυτό. Τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του καθορισμού της αποζημίωσης του παραλήπτη και της ευθύνης του εκναυλωτή σε αποκατάσταση της αξίας των απολεσθέντων πραγμάτων ισχύουν και επί συρροής αξιώσεων από αδικοπραξία και από σύμβαση, λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας καθορισμού της ιδιόμορφης ως άνω αποζημίωσης, καθόσον και η με βάση την αδικοπραξία αξίωση νοείται μόνο εντός των ορίων του συμβατικού πταίσματος, για να μη (άλλως) ματαιώνεται το εκ των προτέρων καθορισμένο όριο ευθύνης με την επιλογή της αγωγής με βάση την αδικοπραξία. Επομένως, οι προϋποθέσεις υπολογισμού της ζημίας και το είδος αυτής δεν είναι άλλες από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 Κ.Ι.Ν.Δ., σύμφωνα με τις οποίες, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για ολική ή μερική απώλεια των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει στην περίπτωση συμβατικής ευθύνης είναι ίση με την αξία που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι τον τόπο εκφόρτωσης (ΑΠ 1307/2006 ΕΝαυτΔ 2006.269, ΑΠ 504/2003 ΕΝαυτΔ 2003.257, ΕφΘεσ 1241/2019 ό.π., ΕφΠειρ 738/2009 ό.π., ΕφΠειρ 76/2006 ό.π., ΕφΠειρ 286/2004 ό.π.). Ο ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, έναντι του οποίου ευθύνεται κατ’ άρθρο 135 Κ.Ι.Ν.Δ. ο εκναυλωτής, εκτός από την παραπάνω διαφορά δεν δικαιούται να αξιώσει άλλη ζημία, έστω και αν επικαλείται εξωσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή. Δεν δικαιούται δηλαδή να αξιώσει ούτε το κατά το άρθρο 298 Α.Κ. διαφυγόν κέρδος ούτε άλλη περαιτέρω ζημία, θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη μη παράδοση ή τη βλάβη του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη μη χρησιμοποίησή του [ΕφΠειρ (Μον) 545/2020 ό.π., ΕφΘεσ 1241/2019 ό.π., ΕφΠειρ 142/2012 ΕΝαυτΔ 2012.185, ΕφΠειρ 835/2010 ΕΕμπΔ 2011.656, ΕφΠειρ 738/2009 ό.π., ΕφΠειρ 76/2006 ό.π., ΕφΠειρ 286/2004 ό.π., ΕφΠειρ 159/1996 ΕΝαυτΔ 1996.337, Αλ. Κιάντου- Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, παρ. 100, σελ. 355- 357]. Περαιτέρω, κατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση. Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη, θα ήταν παράνομη. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο. Ειδικότερα, επί θαλάσσιας μεταφοράς, που διέπεται από τους Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα – εκναυλωτή είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού προσώπων. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη σύμβασης ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας [ΕφΠειρ 219/2021 ό.π., ΕφΠειρ (Μον) 545/2020 ό.π., ΕφΘεσ 1241/2019 ό.π., ΕφΠειρ 76/2006 ό.π., ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝαυτΔ 1994.375, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝαυτΔ 1991.159]. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 135 Κ.Ι.Ν.Δ., ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημία του φορτίου που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου ως προς την καταλληλότητα προς πλου ή προς διατήρηση του φορτίου, εκτός εάν αγνοούσε το ελάττωμα και δεν μπορούσε να το ανακαλύψει, έστω και καταβάλλοντας την απαιτούμενη επιμέλεια στις συναλλαγές, σε περίπτωση δε που το ελάττωμα δημιουργήθηκε μετά την έναρξη του πλου, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 138. Το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στα προαναφερθέντα άρθρα 134 και 135 Κ.Ι.Ν.Δ., που περιέχουν εν μέρει διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με αυτήν της άνω Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα. Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την τήρηση της απαιτούμενης επιμέλειας (συνετού εκναυλωτή), κυρίως ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση των μεταφερόμενων πραγμάτων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παράδοσής τους στον παραλήπτη (ΕφΘεσ 1241/2019, ΕφΠειρ 738/2009, ΕφΠειρ 76/2006, ΕφΠειρ 286/2004 ό.π.). Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 Α.Κ.), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα (ΕφΠειρ 142/2012, ΕφΠειρ 835/2010, ΕφΠειρ 738/2009, ΕφΠειρ 76/2006 ό.π.). Περαιτέρω, στο άρθρο 138 Κ.Ι.Ν.Δ. ορίζεται ότι «Ο εκναυλωτής ευθύνεται δια το πταίσμα των υπ’ αυτού προστηθέντων, ιδία του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εάν η ζημία προεκλήθη εκ πράξεως ή παραλείψεως περί την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εις την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα λαμβανόμενα κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Εάν η ζημία προήλθεν εκ πυρκαγιάς, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα». Με την τελευταία αυτή διάταξη καθιερώνεται το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημιές, μεταξύ άλλων, από πυρκαγιά και μόνον όταν η πυρκαγιά οφείλεται σε δικό του προσωπικό πταίσμα αναβιώνει η ευθύνη του. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από το μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρεία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκησή της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του. Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή εισάγεται μαχητό τεκμήριο υπέρ του μεταφορέα για την έλλειψη ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με την απόδειξη προσωπικού πταίσματος αυτού και συνεπώς ο μεταφορέας, για να απαλλαγεί από την ευθύνη, αρκεί να αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε πυρκαγιά, ενώ ο αντίδικός του που ζημιώθηκε μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από προσωπικό πταίσμα του μεταφορέα [ΕφΠειρ 219/2021, ΕφΠειρ (Μον) 545/2020, ΕφΠατρ 55/2018, ΕφΠειρ 142/2012, ΕφΠειρ 835/2010 ό.π., ΕφΠειρ 543/2010 ΕΝαυτΔ 2010.337, ΕφΠειρ 830/2004 ΕΕμπΔ 2005.108,  Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ό.π., παρ. 108, σελ. 390-391]. Η αρχή δε της συσταλτικής ερμηνείας των εξαιρετικών διατάξεων, όπως είναι και η παραπάνω του άρθρου 138 εδάφ. δ΄ Κ.Ι.Ν.Δ., επιβάλλει να ισχύει το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημία που προκλήθηκε από πυρκαγιά μόνο στην περίπτωση που η ζημία αποδίδεται αποκλειστικά στην ύπαρξη «ναυτικού πταίσματος» του πλοιάρχου ή του πληρώματος και ο μεταφορέας δεν εμπλέκεται προσωπικά ούτε ως ένα ελάχιστο βαθμό (ΕφΠειρ 219/2021 ό.π. με παραπομπή σε Δ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρο 139, σ.σ. 398, 399), ενώ ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι συντρέχει πράγματι «ναυτικό πταίσμα» των προστηθέντων του μεταφορέα, δεν αποκλείεται να αναβιώσει η ευθύνη του, ιδίως στις περιπτώσεις που ο ίδιος ενέκρινε τις πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονταν με τη «διακυβέρνηση» ή τον «χειρισμό» του πλοίου ή που επωφελήθηκε αυτών (βλ. ΕφΠειρ 219/2021 ό.π. με περαιτέρω παραπομπές σε ελληνική και αλλοδαπή θεωρία).

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43, 44, 48 του ΕμπΝ (όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4072/2012), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 2 ΠΔ 99/1977, προκύπτει ότι η εμπορική συνεργασία δύο ή περισσοτέρων προσώπων (αποκαλούμενη στις συναλλαγές «Κοινοπραξία»), χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που τάσσει ο νόμος, θα είναι είτε ομόρρυθμος εταιρεία «εν τοις πράγμασι» είτε αφανής εταιρεία (ΕφΠειρ 219/2021 ό.π., ΕφΔωδ 125/2012 Αρμ 2013.1490, ΕφΘεσ 2186/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1141, Κ. Παμπούκη, «Νομική φύσις της κοινοπραξίας και σχέσις αυτής προς τα μέλη της, σε Αρμ. 1976, 368 επ, Αθ. Λιακόπουλο, «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου», Ι, σ. 383 επ, Λεβαvτή, «Προσωπικαί Εταιρίαι» (1977), σ. 135, 136, Γ. Μητσόπουλο, ΔΙΚΗ (1992), 9 επ.). Τον εταιρικό τύπο της ομόρρυθμης εταιρείας θα έχει η «κοινοπραξία» αν εκείνος που ενεργεί ως διαχειριστής της συμβάλλεται με τους τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό όλων των εταίρων [ΕφΔωδ 153/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Λεβαντή, Τι είναι η «κοινοπραξία»;, σε ΝοΒ 33(1985).1092], ενώ της αφανούς αν συμβάλλεται με το δικό του όνομα και η εταιρεία παραμένει αφανής απέναντι στους τρίτους (ΕφΠειρ 12/2005 ΠειρΝομ 2005.32, ΕφΑθ 6785/1987 ό.π.). Αν λοιπόν η κοινοπραξία έχει χαρακτήρα ομόρρυθμης εταιρίας «εν τοις πράγμασι», τότε, εφόσον εμφανίστηκε στο κοινό και ανέλαβε υποχρεώσεις με το διαχειριστή της, αποκτά και νομική προσωπικότητα, με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό [ΕφΠειρ 219/2021 ό.π., βλ. και Λεβαντή, ό.π., σε ΝοΒ 33(1985).1094]. Συνεπώς, εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας σε όλη του την έκταση (ΟλΑΠ 22/1998 ΝοΒ 1999.228, ΑΠ 36/2011 ΕλλΔνη 2011.1389, ΕφΔωδ 125/2012 ό.π.). Ακολούθως με τον Ν. 4072/2012 ρυθμίστηκε η κοινοπραξία ως μορφή εταιρείας και ειδικότερα η παρ. 1 του άρθρου 293 ορίζει «Η κοινοπραξία είναι εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα» και ακόμα η παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζει: «Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία.» Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 293 Ν. 4072/2012 συνάγεται ότι για την ευθύνη των μελών της κοινοπραξίας που ασκεί εμπορική δραστηριότητα και της οποίας τα μέλη μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που διέπουν την ευθύνη των μελών της ομόρρυθμης εταιρείας (ΕφΠειρ 638/2020, www.efeteio-peir.gr, ΕφΝαυπλ 222/2019 ΧρΙΔ 2019.603). Επομένως, τα μέλη μίας τέτοιας κοινοπραξίας ευθύνονται αλληλεγγύως, απεριόριστα και εις ολόκληρο, σύμφωνα και με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 249 Ν. 4072/2012 που ορίζει: «Ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον». Εξάλλου, το άρθρο 22 του ΕμπΝ, που καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 294 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, όριζε ότι «οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένας παρ’ ενός μόνο των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν». Από την προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012 συνάγεται ότι κάθε δανειστής έχει δικαίωμα, κατ’ επιλογήν του, να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε των εις ολόκληρον συνοφειλετών (κοινοπραξίας ή μελών της), χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει κάποια σειρά, ούτε να στραφεί πρώτα σε βάρος της κοινοπραξίας, διότι η παράλληλη ευθύνη της κοινοπραξίας και των μελών της είναι αυτοτελής (ΑΠ 797/1999 ΕΕμπΔ 2000.80). Επομένως, ο δανειστής δικαιούται να στραφεί προς ικανοποίησή του μόνο σε βάρος της κοινοπραξίας ή συγχρόνως σε βάρος της κοινοπραξίας και των μελών της ή και μόνο σε βάρος των μελών της [Μαρίνου Μ. – Θ. /Τριανταφυλλάκη Γ. (-Καραγκουνίδη Α.), Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών (2017), Ερμηνεία κατ’ άρθρον, άρθρο 249, αριθ. 10, σελ. 63]. Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται και στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 4072/2012 (11.04.2012) δεν τελούν σε εκκαθάριση ή πτώχευση, με βάση τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 330 παρ. 2 του ίδιου νομοθετήματος. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 55/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 75/2018 ΝοΒ 2019.21, ΑΠ 401/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 92/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 455/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 208/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1617/2011 ΝοΒ 2012.890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή, ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της, καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005 ΕλλΔνη 2005.706). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα η συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΕφΠειρ 219/2021 ό.π., με παραπομπή σε Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 624/2018 ΕΝαυτΔ 2018.343). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, παρ. 38, σ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δεν μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης [ΑΠ 1736/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ (Μον) 1221/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 224/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 112/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.520, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝ 2005.361]. Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος που ισχυρίζεται ότι έχει δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1595/2014 ΕΕμπΔ 2015.101, ΕφΠειρ 219/2021 με παραπομπή σε: Μ. Σταθόπουλος–Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ. σε Δ 1994.278 επομ.), ενώ, αν τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποίησης επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία [ΑΠ 455/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 60/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ (Μον) 19/2019 ΕπισκΕμπΔ 2019.499] λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προϋποτίθεται βέβαια ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 ΚΠολΔ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1278/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 77/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 632/2014 ΕΕμπΔ 2015.350, ΑΠ 117/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 879/2004 Δ 2005.465). Η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 75/2018 ΝοΒ 2019.21, ΑΠ 569/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1311/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενάγων (ΑΠ 1718/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όταν, βέβαια, το προβαλλόμενο ελάττωμα της νομιμοποίησης σχετίζεται με τη διάγνωση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση (όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο εναγόμενος, χωρίς να αρνείται τη γένεσή του, υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν είναι ο φορέας της εξ αυτού υποχρέωσης) ο σχετικός ισχυρισμός του συγκροτεί το περιεχόμενο ένστασης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης [ΕφΠειρ 219/2021, ΕφΠειρ (Μον) 19/2019 ό.π.].

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής, της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων, που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντίθετα δεν συνιστά, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σε αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 αγωγή της η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι με τα ασφαλιστήρια µε αριθµούς …../15.01.2019 και …./06.02.2019 που είχε καταρτίσει με τις εταιρίες µε τις επωνυµίες «……………..» και «………..» αντίστοιχα, ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη αφενός των πραγµάτων της πρώτης εταιρείας και αφετέρου των µεταφερόµενων από τη δεύτερη αυτών εµπορευµάτων, έναντι κάθε κινδύνου κατά τη διάρκεια της χερσαίας και θαλάσσιας µεταφοράς τους, από την Ελλάδα µέχρι τη Γερµανία και την Ελβετία, µε ανώτατο όριο ασφάλισης εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, για την πρώτη αυτών, και τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, για τη δεύτερη αυτών. Ότι, δυνάµει των από 27.09.2019 συµβάσεων θαλάσσιας µεταφοράς, που καταρτίστηκαν µεταξύ της εναγοµένης – θαλάσσιας µεταφορέως, ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με έδρα τα …. και το διακριτικό τίτλο …., που ήταν η πλοιοκτήτρια του, υπό ελληνική σηµαία, νηολογηµένου στο λιµάνι ….. µε αριθµό ….. Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου OC”, και των ως άνω µη διάδικων προαναφερόμενων εταιρειών, η εναγοµένη ανέλαβε να µεταφέρει µε ασφάλεια, διά θαλάσσης, πράγματα σε λιμάνι διαφορετικού κράτους, δηλαδή από το λιµένα Ηγουµενίτσας Θεσπρωτίας προς το λιµένα Βενετίας Ιταλίας και στο γκαράζ του ως άνω πλοίου, συνολικά πέντε (5) φορτηγά οχήµατα, έµφορτα µε τα αναφερόµενα στην αγωγή ασφαλισµένα εµπορεύµατα, και ότι είχαν εκδοθεί για τη μεταφορά οι µε αριθµούς …../27.09.2019, …./27.09.2019, …./27.09.2019, …/27.09.2019 και …./27.09.2019 αποδείξεις µεταφοράς οχηµάτων. Ότι, κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας µεταφοράς, εξαιτίας βραχυκυκλώµατος στο ρευµατοδότη κάποιου, φορτωθέντος στο γκαράζ του ως άνω πλοίου, φορτηγού ψυγείου εκδηλώθηκε πυρκαγιά λόγω της εγκληματικής αμέλειας της εναγομένης που δεν είχε φροντίσει για την καλή τοποθέτηση και στοιβασία των οχημάτων μέσα στο γκαράζ του πλοίου με τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας. Ότι, εξαιτίας της πυρκαγιάς, καταστράφηκαν ολοσχερώς αφενός τα αναλυτικά περιγραφόµενα, κατ’ είδος, όγκο και αξία, στην αγωγή πράγµατα της πρώτης ως άνω εταιρείας – λήπτριας της ασφάλισης, συνολικής αξίας 31.752 ευρώ, και αφετέρου τα περιγραφόµενα, κατά γένος και αξία, στην αγωγή, µεταφερόµενα από τη δεύτερη ως άνω φορτώτρια εταιρεία, εµπορεύµατα, συνολικής αξίας 134.629,84 ευρώ, αξίες δε οι οποίες αντιστοιχούν στη συνήθη τιµολογιακή ελλείψει χρηµατιστηριακής ή τρέχουσας στην αγορά – αξία πραγµάτων ίδιου γένους και ποιότητας, στον χρόνο και τόπο εκφόρτωσης, δηλαδή την 29.09.2019, στο λιµένα Βενετίας. Ότι η απώλεια των ένδικων φορτίων οφείλεται σε παραβίαση των συµβατικών υποχρεώσεων της εναγοµένης – θαλάσσιας µεταφορέως αλλά και σε  και αδικοπρακτική ευθύνης αφού παρέλειψε να λάβει τα μέτρα πρόληψης που εκτίθενται στην αγωγή. Ότι επειδή επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση αυτή, ως ασφαλίστρια, κατέβαλε ως ασφαλιστική αποζηµίωση, στην µεν πρώτη ως άνω µη διάδικο εταιρεία, το συνολικό ποσό των 31.752 ευρώ, στη δε δεύτερη αυτών, το συνολικό ποσό των 127.714,02 ευρώ για την απώλεια φορτίου και τα ναύλα κατά τους όρους του ασφαλιστηρίου και ότι με τον τρόπο αυτό υποκαταστάθηκε στα δικαιώματά τους. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία της οφείλει λόγω συρροής αξίωσεων ενδοσυµβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, το συνολικό ποσό των 159.466,02 ευρώ νοµιµότοκα από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής, και µέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα με τις διατάξεις της παρεκτάσεως και του άρθρου 51 του ν. 2172/1993 λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς, προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, ενώ βεβαίωσε ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής τηρήθηκε η νόµιµη, προβλεπόµενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 στοιχ. β’ και 7 παρ. 4 ν. 4640/2019 «Διαµεσολάβηση σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρµόνιση προς Οδηγ. 2008/52 κ.λ.π. διατάξεις» διαδικασία, περί υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας για τη διαµεσολαβητική διευθέτηση της διαφοράς. Στη συνέχεια  έκρινε ορισμένη την αγωγή και λόγω των στοιχείων αλλοδαπότητας, δεδομένου ότι τα λιμάνια αναχώρησης και προορισμού βρίσκονταν σε διαφορετικά κράτη, εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο σχετικά με την ενδοσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα ως το δίκαιο της χώρας που η έννομη σχέση συνδέεται στενότερα και λόγω μετασυμβατικού καθορισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 παρ. 4 Καν(ΕΚ) 593/2008 «Ρώµη Ι», και επιπλέον έκρινε ότι θα εφαρμοστεί ο ΚΙΝΔ και ειδικότερα το άρθρο 139 με το οποίο αποδίδεται μόνο την αξία των εμπορευμάτων (χωρίς τα ναύλα ή άλλη ζημία) και όχι η σύμβαση Χάγης – Βίσμπυ, διότι επρόκειτο περί θαλάσσιας μεταφοράς ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη, για την οποία δεν είχε εκδοθεί φορτωτική αλλά απλό εισιτήριο. Αν και έκανε αναφορά στις διατάξεις των άρθρων 2, 4 παρ. 1, 14 παρ. 1 στοιχ. α’ και 15 Καν(ΕΚ) 864/2007 «Ρώµη ΙΙ αφού στην Ελλάδα επήλθε η ζημία απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, αναφέροντας ότι η µη λήψη των αναγκαίων για την προφύλαξη του φορτίου µέτρων αποτελούσε απλή συµβατική παράλειψη της θαλάσσιας µεταφορέα και των προστηθέντων αυτής οργάνων (πλοιάρχου και πληρώµατος του πλοίου) και, δεν την αξιολόγησε ως παράνοµη και υπαίτια πράξη, κρίνοντας ότι αυτή δεν μπορούσε να νοηθεί χωρίς την ύπαρξη της ένδικης σύµβασης ναύλωσης – θαλάσσιας µεταφοράς, ενώ έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο ως προς τα θέματα υποκατάστασης και εκχώρησης απαιτήσεως χωρίς αναφορά στις 14,15 και 28 του καν. 593/2008 ή στο άρθρο 25 του ΑΚ καθώς κατά μία άποψη ότι αυτά εξαιρούνται της σύμβασης της Ρώμης (Ι),  σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2ζ αυτής αφού προέρχονται από θέματα ασφάλισης. Ακολούθως  έκρινε ότι η αγωγή είχε έρεισμα, ως προς το κύριο αίτημα της, στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 334, 455,460, 462ΑΚ, 84, 107επ, 134, 135, 138 εδ. δ, 139, 257, 259 και 264 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ , 7, 27, 28 και 41 του π.δ. 177/2000 και 1, 7 και 14 του ν. 2496/1997. Στη συνέχεια εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης διέγνωσε ελάττωμα στην συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης. Τούτο διότι η εναγομένη αρνούμενη την αγωγή (όπως έγινε πρωτοδίκως δεκτό και ορθώς) αμφισβήτησε την ιδιότητα με βάση την οποία ενάγεται, δηλαδή αυτή της θαλάσσιας μεταφορέως. Δηλαδή αυτή αρνήθηκε ακόμα και τη γένεση του δικαιώματος της ενάγουσας και ότι το ότι η ίδια είναι η φορέας της εξ αυτού του δικαιώματος υποχρεώσεως αυτής. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι δεν είναι αυτή η εκδότρια των εισιτηρίων μεταφοράς των οχημάτων στο πλοίο της, αλλά η αναφερόμενη κοινοπραξία στην οποία αυτή συμμετέχει. Κατόπιν όλων αυτών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κρίνοντας ότι η εναγομένη πλοιοκτήτρια δεν νομιμοποιείτο παθητικά, αφού αυτή ήταν η πλοιοκτήτρια μόνο και όχι η εκδότρια των εισιτηρίων των οποίων εκδότρια ήταν η κοινοπραξία στην οποία αυτή συμμετείχε. Επιπλέον, έκρινε ότι ο ισχυρισμός στης ενάγουσας για πρώτη φορά στην προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της (σελ. 5) ότι η αντίδικος της συμμετέχει στην κοινοπραξία εκδότρια των εισιτηρίων για τη θαλάσσια μεταφορά και ότι συνεπώς ως μέλος της κοινοπραξίας που είναι μια εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, ευθύνεται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της, είναι απαράδεκτος, κατ’ άρθρα 223 εδ. α’ και 224 εδ. α’ ΚΠολΔ, διότι συνιστούσε ανεπίτρεπτη µεταβολή της βάσης της αγωγής, καθόσον, κατά τα επικαλούµενα στο εισαγωγικό δικόγραφο, η ευθύνη της εναγοµένης απέρρεε από την ιδιότητα αυτής ως πλοιοκτήτριας – θαλάσσιας µεταφορέα του πλοίου “OC”, και όχι ως µέλους της ως άνω κοινοπραξiας, στο πλαίσιο άσκησης, εκ µέρους της ενάγουσας, του δικαιώµατος επιλογής, κατ’ άρθρα 482 ΑΚ και 249 παρ. 1 ν. 4072/2012, µίας εκ των εις ολόκληρον οφειλέτριών της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που αφορούν οι δύο πρώτοι εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αναφορικά με την πρωτόδικη κρίση ότι η εναγομένη δεν νομιμοποιείται παθητικά, ενώ με τον τρίτο λόγο παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, διότι δεν έγινε δεκτή η ευθύνη της εναγομένης ως πλοιοκτήτριας του πλοίου. Αναφέρει δε περαιτέρω ότι ο δανειστής δεν είναι υποχρεωμένος να στραφεί αποκλειστικά και μόνο κατά της κοινοπραξίας αλλά μπορεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του ν. 4072/2012 να στραφεί κατά ενός ομορρύθμου μέλους της και εν προκειμένου κατά της πλοιοκτήτριας.

Από την επισκόπηση του επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι καμία αναφορά δεν γινόταν σε αυτό σε κοινοπραξία και ότι η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρία είναι μέλος αυτής, αν και τα πραγματικά περιστατικά ήσαν απαραίτητα, καθώς, πρωτίστως, η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης σχέσης, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στον μεν εναγόμενο ν’ αμυνθεί, στον δε δικαστή η δυνατότητα ελέγχου του νομίμου της αγωγής. Εξάλλου η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα και μόνο εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. όπως συμβαίνει υποχρεωτικά στις περιπτώσεις που ασκεί εμπορική δραστηριότητα (δηλαδή καταρτίζει συμβάσεις μεταφοράς) ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα. Στο δικόγραφο της αγωγής ακολούθως θα έπρεπε να αναφέρεται η ιδιότητα της ένωσης προσώπων ως αδημοσίευτης ή δημοσιευμένης κοινοπραξίας με μέλος την εναγομένη και ότι η κοινοπραξία εμφανώς διεξάγει εμπορικές πράξεις ως μεταφορέας, ώστε να θεμελιωθεί η ευθύνη της εναγομένης κατά τη διάταξη του άρθρου 293 παρ. 1,3,4 ν 4072/2012 (βλ. ΑΠ 1016/2023 δημ. ισοκράτης) σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 7,27,28, 41 του π.δ. 177/2000 “Κανονισμός καταλληλότητας οχηματαγωγών πλοίων και συμπληρωματικές διατάξεις για την εφαρμογή της Οδηγίας 98/18/ΕΚ-Πρόσθετα και ισοδύναμα μέτρα και εξαιρέσεις Ε/Γ που εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας 98/18/ΕΚ”. Επομένως η αγωγή πρωτίστως δεν περιείχε το απαιτούμενο περιεχόμενο για την υπαγωγή στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 293 παρ. 1,3,4 ν 4072/2012,  και ο ισχυρισμός το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεων ότι η εναγομένη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία πλοιοκτήτρια είναι μέλος της κοινοπραξίας εκδότριας του εισιτηρίου και άρα συμβαλλόμενη στη σύμβαση μεταφοράς, συνιστούσε ανεπίτρεπτη βάση του περιεχομένου της αγωγής, και όχι παραδεκτή βελτίωση της, κατ’άρθρα 224 και 236 του ΚΠολΔ. Με βάση τις αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις, η ενάγουσα, θα μπορούσε να συμπληρώσει ή να διορθώσει με τις προτάσεις, και όχι με την προσθήκη αυτών, τους ισχυρισμούς της, θεραπεύοντας την ποσοτική με εξειδίκευση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν, κατ’ αρχήν, το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή την ποιοτική αοριστία της αγωγής προσθέτοντας νέα πραγματικά περιστατικά, χωρίς να περιορίζεται σε απλή επίκληση των στοιχείων του νόμου, ωστόσο δεν έπραξε τούτο. Αντίθετα προέβη στην προαναφερόμενη συμπλήρωση του ότι η εναγομένη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία πλοιοκτήτρια είναι μέλος της κοινοπραξίας – εκδότριας του εισιτηρίου, με την προσθήκη των προτάσεων της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και η συμπλήρωση αυτή αφορούσε, κατά τα προαναφερόμενα έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς αυτήν την προσθήκη. Κρίνοντας παρόμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 106 και 224 του ΚΠολΔ και όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο εφέσεως  είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού δηλαδή των προσκομιζόμενων εγγράφων και των ομολογιών των διαδίκων μερών που εμπεριέχονται στις προτάσεις τους, αποδείχθηκε ότι δυνάµει των µε αριθµούς ……./15.01.2019 και …../06.02.2019 ασφαλιστήριων συµβολαίων (Block Insurance Policy), που καταρτίστηκαν, µεταξύ της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας και των εταιρειών, µε τις επωνυµίες «……………..» και «……………» αντίστοιχα, η πρώτη ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη των µεταφερόµενων, για λογαριασµό της πρώτης και από τη δεύτερη, εµπορευµάτων, έναντι κάθε κινδύνου, προκληθησόµενου, κατά τη διάρκεια της διεθνούς µεταφοράς (χερσαίας, αεροπορικής, θαλάσσιας) αυτών, για χρονικό διάστηµα ενός έτους (από την 0.01.2019 έως την 01.01.2020, για την πρώτη αυτών, και από την 04.02.2019 έως την 04.02.2020, για τη δεύτερη) και µε ανώτατο όριο ασφάλισης εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, για την πρώτη αυτών, και τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, για τη δεύτερη αυτών. Περαιτέρω, η ενάγουσα, κατέβαλε ως ασφαλιστική αποζηµίωση, στην µεν πρώτη ως άνω εταιρεία, το συνολικό ποσό των 31.752 ευρώ, στη δε δεύτερη αυτών, το συνολικό ποσό των 145.571,48 ευρώ σύμφωνα με τις από 04.02.2020 και 29.01.2020 δηλώσεις αποδοχής – αποδείξεις είσπραξης αποζηµίωσης, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, και συγκεκριµένα λόγω καταστροφής/απώλειας των ασφαλισµένων εµπορευµάτων, εξαιτίας πρόκλησης πυρκαγιάς, την 28.09.2019, κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας µεταφοράς τους, από το λιµένα Ηγουµενίτσας Θεσπρωτiας προς το λιμάνι της Βενετίας της Ιταλίας, µε το υπό ελληνική σηµαία, νηολογηµένο στο λιμάνι …, µε αριθµό …., Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο “ΟC”, του οποίου η εναγομένη ήδη εφεσίβλητη, είναι πλοιοκτήτρια, όπως αποδεικνύεται από τη δικαστική ομολογία της. Η ενάγουσα και ακολούθως υποκαταστάθηκε, στα δικαιώµατά τους έναντι του οφειλέτη θαλάσσιου µεταφορέα. Όμως από τα προσκομιζόμενα ως σχετικό 1 εισιτήρια µε αριθµούς …/27.09.2019, …/27.09.2019, …/28.09.2019, …../28.09.2019 και …/28.09.2019 που είναι οι αποδείξεις µεταφοράς και αφορούν τα τρία τελευταία την εταιρία περιορισμένης ευθύνης ……. και τα δύο πρώτα τον αυτοκινητιστή ……… των πέντε µε αριθµούς κυκλοφορίας ….., ………, ………, ……… και ………. οχηµάτων (Transportatlon Contract For Vehicle), αποδεικνύεται ότι η θαλάσσια μεταφορέας είναι η εκδότρια αυτών και αντισυμβαλλομένη των συµβληθέντων φορτωτών, δηλαδή η κοινοπραξία …….. – ……… με έδρα την ….. Αττικής, και Α.Φ.Μ. …….. (Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά), και όχι η εναγομένη, και συνεπώς η εναγομένη, η οποία σημειωτέον έχει ήδη απορροφηθεί λόγω συγχωνεύσεως  από την ανώνυμη εταιρία συμμετοχών με την επωνυμία …………. ανώνυμη εταιρία συμμετοχών, η οποία και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Συνεπώς το νομικό πρόσωπο της εναγομένης δεν νομιμοποιείται παθητικά, αφού η ενάγουσα δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούσαν την ιστορική βάση της αγωγής της αναφορικά με τη διάγνωση του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος, τη γένεση του οποίου αρνήθηκε η εναγομένη πριν ισχυριστεί ότι αυτή δεν είναι η φορέας της εξ αυτού υποχρεώσεως. Και τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ήταν η θαλάσσια μεταφορέας διότι ανέλαβε να µεταφέρει µε ασφάλεια, διά θαλάσσης, πράγματα σε λιμάνι διαφορετικού κράτους, δηλαδή από το λιµένα Ηγουµενίτσας Θεσπρωτίας προς το λιµένα Βενετίας Ιταλίας και στο γκαράζ του πλοίου πλοιοκτησίας της τα προαναφερόμενα, συνολικά πέντε (5) φορτηγά οχήµατα, έµφορτα µε τα αναφερόµενα στην αγωγή ασφαλισµένα εµπορεύµατα. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο δεύτερο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216) ή όταν, στην ειδικότερη περίπτωση της απορρίψεως ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου, χωρίς έρευνα του δικαιώματος που κατήχθη στη δίκη, ο λόγος της έφεσης δεν πλήττει τη (δικονομική) αιτία της απορρίψεως, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανατρέψει το δεδικασμένο που θα παράξει η εκκαλουμένη επί (μόνου) του δικονομικού ζητήματος κατά την έννοια του άρθρου 322 § 1 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΑθ 1160/2024 δηλ. νόμος, ΕφΠειρ 175/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Με το τρίτο λόγο εφέσεως αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού για το λόγο ότι αυτή δεν έλαβε υπόψη της τους πραγματικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας και δεν αξιολόγησε σωστά το αποδεικτικό υλικό με αποτέλεσμα να μη δεχθεί ότι η εναγομένη πλοιοκτήτρια ως συμβατική μεταφορέας ευθύνεται με νόθο αντικειμενική ευθύνη, αφού το πταίσμα της τεκμαίρεται, προς αποζημίωση για την πυρκαγιά που προκλήθηκε στα επίδικα εμπορεύματα των ασφαλισμένων πελατών της, τους οποίους αυτή αποζημίωσε και υποκαταστάθηκε λόγω της εκχωρήσεως. Όμως ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής και για το λόγο αυτό απαράδεκτος διότι και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και τούτο διότι η εκκαλουμένη απέρριψε κατ’ουσίαν την αγωγή διότι έκρινε ότι η σύμβαση μεταφοράς καταρτίστηκε με την εκδότρια των εισιτηρίων κοινοπραξία που εδρεύει στην ….. Αττικής και όχι με την εναγομένη ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία που κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής είχε έδρα τα …. και κατά το χρόνο συζήτησης της εφέσεως απορροφήθηκε δια συγχωνεύσεως από την παρισταμένη ανώνυμη εταιρία με έδρα την …… Αττικής, η οποία ήταν η πλοιοκτήτρια, αλλά όχι η συμβατική μεταφορέας, διότι δεν ήταν αυτή η εκδότρια των εισιτηρίων. Επιπλέον έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι επειδή στο ιστορικό της αγωγής δεν αναγραφόταν ότι η πλοιοκτήτρια ήταν μέλος της εκδότριας των εισιτηρίων και μεταφορέως κοινοπραξίας  και ότι ακολούθως ήταν ως μέλος αυτής υπεύθυνη προς αποζημίωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, αυτό δεν μπορούσε να συμπληρωθεί με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων, διότι κάτι τέτοιο συνιστούσε απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, όπως ήδη προεκτέθηκε στην εξέταση των προαναφερόμενων λόγων εφέσεως. Η εκκαλουμένη λόγω της ελλείψεως της ουσιώδους διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης δεν προχώρησε στην εξέταση του αποδεικτικού υλικού, ούτε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συμβατικός μεταφορέας του πλοίου δεν ευθύνεται προς αποζημίωση, αλλά απέρριψε την αγωγή διότι η εναγομένη δεν ήταν η συμβατική μεταφορέας του πλοίου αλλά μόνο η πλοιοκτήτρια και όχι η εκδότρια των εισιτηρίων, και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον τρίτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και αδυνατούν να ανατρέψουν το δεδικασμένο που θα παράξει η απόφαση επί των συγκεκριμένων μόνο διαδίκων.

Κατόπιν των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως στο δημόσιο ταμείο (κατ’άρθρο 495 παρ. 2 εδ. β του ΚΠολΔ) αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας βαρύνουν την εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικά (άρθρα 176, 183 και 193 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 27.11.2023 και με αριθμό έκθεσης ………./28.11.2023 κατάθεσης και προσδιορισμού ………./2023 έφεση, κατά της με αριθμό 2707/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεσή και απορρίπτει αυτή κατ’ουσία

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ……………/2023 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και τα ορίζει στο ποσό των επτακοσίων  (700) ευρώ,

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  29 Ιανουαρίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ