Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 69/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  69/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Άντζη- Ιωάννα Μανώλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και με τον διακριτικό τίτλο “…….”, που εδρεύει στο …….. Αττικής, επί της οδού ………, νόμιμα εκπροσωπούμενης, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..”, που εδρεύει στο …….. Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Βασιλική Κουβίδη κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά της εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 22.12.2021  (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …/2022) ανακοπή της, επί της οποίας εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων η 2166/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που απέρριψε την ανακοπή.

Η ανακόπτουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 30-9-2022 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 6.10.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 4.11.2022 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …/2022, οπότε για τη συζήτησή της ορίσθηκε δικάσιμος η 2.11.2023 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ από την αρχική δικάσιμο της 2.11.2023, η από 30.9.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση της ………. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “……….” προς εξαφάνιση της 2166/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 22.12.2021 (Γ.Α.Κ. ……./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) ανακοπή της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης προς ακύρωση της από 13.10.2021 επιταγής προς εκτέλεση και της υπ’ αριθ. ……./29.11.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, απέρριψε την ανακοπή. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 30.6.2022 και η έφεση ασκήθηκε στις 6.10.2022, χωρίς να αποδεικνύεται ότι προηγήθηκε επίδοση της εκκαλουμένης από τον ένα διάδικο στον άλλο. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία (κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί το με κωδικό …. . e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του παραβόλου και την από 5.10.2022 απόδειξη συναλλαγής της Eurobank).

Με την ως άνω ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ανακόπτουσα- ήδη εκκαλούσα ζητούσε για τους λόγους που ανέπτυσσε στο παραπάνω δικόγραφο, να ακυρωθούν η από 13.10.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η υπ’ αριθ. …../29.11.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………., δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε κατάσχεση με επίσπευση της καθ’ης- ήδη εφεσίβλητης  σε μία οριζόντια ιδιοκτησία- διαμέρισμα, κείμενη στον Πειραιά, στην οδό ……….., κυριότητάς της, στο πλαίσιο επισπευδόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ης, ενεργούσα υπό την ιδιότητά της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………” και με εκτελεστό τίτλο την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. ………./2014 διαταγή πληρωμής, καθώς και ο προγραμματισθείς με αυτήν πλειστηριασμός, που θα διενεργείτο με ηλεκτρονικά μέσα στις 13.72022 ενώπιον της πιστοποιημένης για διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών συμβολαιογράφου Αθηνών …………. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, η ανακόπτουσα παραπονείται για την απόρριψη ορισμένων εκ των λόγων αυτών και ζητεί να ακυρωθεί, άλλως εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση προς τον σκοπό όπως γίνει δεκτή η από 22.12.2021 ανακοπή της, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η εκκαλούμενη εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, καθώς δέχθηκε ότι για την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης αρκούσε η κοινοποίηση των εγγράφων που τη νομιμοποιούν ως αναλαμβάνουσα τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών από την τράπεζα απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού, ήτοι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000. Επίσης δέχθηκε ότι εξάλλου, από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων σε περίληψη, που περιείχε τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 επήλθε η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, η δε καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 λογίζεται ως αναγγελία σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Ότι επιπλέον ότι από τα αναφερόμενα στην απόφαση σε ακριβή αντίγραφα έγγραφα προκύπτει σαφώς ότι στην ανακόπτουσα συγκοινοποιήθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα που συνιστούν κατά την έννοια του άρθρου 925 παρ.1 ΚΠολΔ, τα νομιμοποιητικά έγγραφα που όφειλε η καθ’ης να συγκοινοποιήσει στην ανακόπτουσα για την επίσπευση σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθ. ……./2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατ’ άρθρο 919 παρ.2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της εκκαλουμένης, που αποδεικνύουν την ιδιότητα της καθ’ ης η ανακοπή, ως εκπροσώπου της ειδικής διαδόχου της πιστώτριας τράπεζας, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “……………”, για την οποία ενεργούσε η καθ’ ης η ανακοπή ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια, σύμφωνα με τον ν. 4354/2015 και ως εκ τούτου αυτή νόμιμα ενήργησε, απορριπτομένων των περί ακυρότητας λόγων ανακοπής λόγω μη αποδείξεως της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης. Ότι κατόπιν τούτου, οι σχετικοί προβάλλοντες τα αντίθετα δεύτερος και τρίτος λόγοι ανακοπής απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. Ωστόσο, κατά τα προβαλλόμενα στον πρώτο λόγο έφεσης το άρθρο 2 παρ.4 του ν. 4354/2015 που ορίζει ότι οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων και ότι εφόσον οι εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης δεν αφορά  στη διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων βάσει του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, όπως η ένδικη εκτελούμενη απαίτηση, γιατί ο νόμος στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία απόκτησης, την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα, ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον δικαστηρίων ή να ενεργεί κατά την αναγκαστική εκτέλεση για τα δικαιώματα της εταιρείας απόκτησης, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της. Ότι με άλλα λόγια, ο νομοθέτης δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, αλλά ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών και υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Ότι τούτο προκύπτει και από το άρθρο 1 παρ.1 περ. δ’ του ν. 4354/2015 που προβλέπει ότι οι διατάξεις του τελευταίου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003. Ότι επομένως, εν προκειμένω, τυγχάνει εφαρμογής η εκ των άρθρων 63 παρ.1 εδ.α’ και 64 παρ.1 και 2 εδ.α’ του ΚΠολΔ συναγόμενη αρχή ότι στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου δεν υφίσταται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης και ότι όποιος είναι ικανός για δικαιοπραξία διεξάγει τη δίκη στο δικό του όνομα, όποιος δε είναι ανίκανος εκπροσωπείται από το νόμιμο αντιπρόσωπό του, χωρίς να μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς στη δίκη οι διατάξεις των άρθρων 211 επ. ΑΚ περί εκούσιας αντιπροσώπευσης στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, ούτε οι διατάξεις περί εντολής του άρθρου 713 ΑΚ που παρέχει στον εντολοδόχο τη δυνατότητα να διεξάγει οποιαδήποτε υπόθεση του ανατεθεί από τον εντολέα. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, κατά την επανακοινοποίηση της υπ’ αριθ. …../2014 προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. …../29.11.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……………., αντί της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού στην οποία φέρεται ότι μεταβιβάσθηκαν οι ένδικες απαιτήσεις, παραστάθηκε και κατέθεσε τα απαιτούμενα διαδικαστικά έγγραφα για την έκδοση της παρούσας προσβαλλόμενης, η εταιρεία με την επωνυμία ………….., ενεργούσα υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ιρλανδικής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………..”, δυνάμει της από 18.6.2019 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία όμως δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη. Ότι συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ενεργητική νομιμοποίηση της διαχειρίστριας εταιρείας στην ανωτέρω διάταξη του ν. 4354/2015, ομοίως αυτή δεν νομιμοποιείται να προβαίνει σε οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη, όπως αυτή της έκδοσης διαταγής πληρωμής, διότι, όπως προεκτέθηκε, δεν συγχωρείται στην πολιτική δίκη ο διορισμός εκούσιου αντιπροσώπου προς διεξαγωγή αυτής, όπως ομοίως δεν νομιμοποιείται η παραπάνω διαχειρίστρια εταιρεία στην άσκηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ότι κατά συνέπεια όλες οι πράξεις που διενεργήθηκαν από τη διαχειρίστρια εταιρία είναι απαράδεκτες.

Σχετικά με τον παραπάνω λόγο έφεσης λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι προς: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ` της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α`, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α` αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α`), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α` Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β` περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ` ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ` αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ` Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λ.χ. συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ` αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι` αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ` του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι «παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015». Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ` αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015) [βλ. για όλα τα ανωτέρω ΟλΑΠ 1/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 174/2024 στην efeteio-peir.gr]. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος λόγος της από 22.12.2021 ανακοπής περί απαραδέκτου εκδόσεως της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης από τη διαχειρίστρια εταιρεία «……..» γιατί στην προκειμένη περίπτωση κατά την έκδοση της υπ’ αριθ. …../2014 προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ………./29-11-2021 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης, αντί της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “. ……….” παραστάθηκε και κατέθεσε τα απαιτούμενα διαδικαστικά έγγραφα για την έκδοση της παρούσας προσβαλλόμενης, η παραπάνω εταιρεία «……….», ενεργούσας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της παραπάνω ιρλανδικής εταιρίας ειδικού σκοπού “………..”, δυνάμει της από 18.6.2019 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία όμως δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, χωρίς να μπορεί να θεμελιωθεί ενεργητική νομιμοποίηση της διαχειρίστριας εταιρίας στον ν. 4354/2015, αφού φέρεται προς ικανοποίηση τιτλοποιημένη απαίτηση της τράπεζας κατά το ν. 3156/2003 και δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται ο διορισμός εκούσιου αντιπροσώπου στην πολιτική δίκη για τη διενέργεια οιασδήποτε διαδικαστικής πράξης, έπρεπε να απορριφθεί προεχόντως μη νόμιμος, καθώς κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Επομένως η καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «……………» νομιμοποιείται να ενεργεί ως διαχειρίστρια των ένδικων τιτλοποιούμενων κατά το ν. 3156/2003 απαιτήσεων που έχουν μεταβιβασθεί στην ιρλανδική εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” από την αρχική πιστώτρια τράπεζα, ως μη δικαιούχος διάδικος και να προβαίνει τόσο στην κοινοποίηση στην ανακόπτουσα οφειλέτρια της σε βάρος της από την τράπεζα εκδοθείσας διαταγής πληρωμής μαζί με την νυν προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, όσο και της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, εφόσον συγκοινοποίησε σε αυτήν (την ανακόπτουσα οφειλέτρια) μαζί με την επιταγή προς πληρωμή τα απαιτούμενα κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ για τη νομιμοποίηση της ειδικής διαδόχου και της διαχειρίστριας νομιμοποιητικά έγγραφα σε περίληψη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή ή την ανακοπή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιον του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ή η ανακοπή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, στην ΤΝΠ Νόμος , ΑΠ 224/2016, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ Νόμος), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος). Της απορρίψεως της αγωγής ή ανακοπής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164), καθώς μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, (ΜονΕφΠειρ 416/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1505/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 346/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑθ 1496/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη, λοιπόν περίπτωση ως προς τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, πρέπει αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, που απέρριψε αυτόν ως ουσία αβάσιμο, να κρατηθεί ο σχετικός λόγος ανακοπής από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Σημειωτέον ότι με τον πρώτο λόγο έφεσης πλήττεται η απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης ως προς τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, δεδομένου ότι με τον τρίτο λόγο της ανακοπής προσβαλλόταν ως άκυρη η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης με περαιτέρω αιτιάσεις που δεν επαναλαμβάνονται στο εφετήριο.

Στη συνέχεια, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εκτίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις και απέρριψε τον Β-1 πρώτο λόγο ανακοπής κατά της από 13.10.2021 επιταγής προς πληρωμή αναφορικά με την αοριστία του κονδυλίου των τόκων επί του κεφαλαίου σε αυτή (την επιταγή). Ειδικότερα, στην ανακοπή της η εκκαλούσα ως προς το ζήτημα αυτό διελάμβανε ότι με την από 13.10.2021 επιταγή προς πληρωμή επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ης, εις ολόκληρον, μεταξύ άλλων ποσών, το ισόποσο σε ευρώ των 194.540,04 ελβετικών φράγκων σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα καταβολής του σχετικού ποσού συνολικά πλέον εξόδων ποσού 714,34 ευρώ εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 15.4.2014 (επομένη της επίδοσης της καταγγελίας) και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων με το αυτό ανώτερο επιτόκιο μέχρις εξοφλήσεως. Ότι ωστόσο το ανωτέρω κονδύλιο ως προς τον τρόπο υπολογισμού των τόκων, αφενός πάσχει αοριστίας, καθόσον ναι μεν δεν υπάρχει αοριστία όταν στην επιταγή δεν μνημονεύεται συγκεκριμένο ποσοστό και ποσό τόκου, αλλά αυτό μόνον όταν πρόκειται για τον νόμιμο τόκο. Αντίθετα, όταν πρόκειται για συμβατικό τόκο, όπως εδώ, είναι αόριστη η απλή αναφορά στην επιταγή ότι το επιδικασθέν κεφάλαιο τοκίζεται με τον προβλεπόμενο από τη σύμβαση επιτόκιο υπερημερίας, όταν το ποσοστό του συμβατικού αυτού τόκου υπερημερίας δεν προκύπτει ούτε από την επιταγή, ούτε από την διαταγή πληρωμής, ούτε γίνεται αναφορά έστω στον σχετικό συμβατικό όρο, ούτως ώστε ο οφειλέτης να μπορεί να ελέγξει ποιο ακριβώς ποσό τόκου θα πρέπει να εξοφλήσει, οπότε η αοριστία αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο, καθιστώντας την επιταγή προς πληρωμή αλλά και την ίδια τη διαταγή πληρωμής ακυρωτέα. Ότι περαιτέρω (αφετέρου) στην εν λόγω από 13.10.2021 επιταγή προς πληρωμή, η οποία παραπέμπει στο διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ’  αριθ. ………../2014 διαταγής πληρωμής, επιβάλλεται παρανόμως από την καθ’ ης εξάμηνος ανατοκισμός των τόκων υπερημερίας, το οποίο είναι μη νόμιμο και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με ρητές νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου ως προς τη χρηματική απαίτηση καθορίζουν την επιβολή μόνον τόκων υπερημερίας και καμία άλλη επιβάρυνση επί του επιδικασθέντος ποσού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο. Διέλαβε δε τα εξής: «Από τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό του κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΕφΑθ 3773/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το ποσό του τόκου δεν απαιτείται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού του νόμιμου (ΕφΑθ 123/2020, ΕφΑιγ 23/2019, ΕφΘεσ 154/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή συμβατικού (ΕφΔωδ 7/2017, ΜΠρΑθ 97/2020, ΜΠρΠατρ 997/2018, ΜΠρΘεσ  5132/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) επιτοκίου και του χρονικού διαστήματος που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της επιταγής (ΑΠ 474/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 1996. 102, ΕφΠειρ 189/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο ανακοπής, που πλήττει την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει ακυρωτέα, διότι ο τρόπος υπολογισμού των τόκων πάσχει αοριστίας, καθόσον δεν προκύπτει το ποσοστό του συμβατικού τόκου υπερημερίας ούτε από την επιταγή ούτε από τη διαταγή πληρωμής ούτε γίνεται αναφορά στο σχετικό συμβατικό όρο. Ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η επιταγή προς εκτέλεση δεν είναι αόριστη, εάν σε αυτήν αναφέρεται απλώς η υποχρέωση της καθ’ ης η εκτέλεση προς καταβολή συμβατικών τόκων υπερημερίας με καθορισμό του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας έως την πλήρη εξόφληση του ανωτέρω αντίστοιχου συνολικού κεφαλαίου, ακόμη κι αν οι συμβατικοί τόκοι υπερημερίας δεν εξειδικεύονται εκεί ποσοτικά, καθώς το ποσοστό αυτών, δηλαδή το επιτόκιό τους, προβλέπεται από την αντίστοιχη σύμβαση και τον νόμο και μνημονεύεται στη διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, ενώ ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας μπορεί να γίνει με μαθηματικό υπολογισμό βάσει του επιτοκίου που καθορίζεται στη σύμβαση πίστωσης και του χρονικού διαστήματος, που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία της εξόφλησης της απαίτησης, ενώ στην προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή αναφερόταν με σαφήνεια και πληρότητα το κεφάλαιο της απαίτησης, επιβαρυνόμενο με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 15-4-2014, ώστε δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή. Εξάλλου, είναι νόμιμος σε κάθε περίπτωση ο ανατοκισμός των τόκων ανά εξάμηνο μετά την οριστική καθυστέρηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικής συμβατικής συμφωνίας για ανατοκισμό των τόκων για το μετά τη λήξη της σύμβασης διάστημα και, επομένως, τα όσα αντίθετα η ανακόπτουσα ισχυρίζεται πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμα». Με την παραπάνω αιτιολογία, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, η εκκαλούσα ορθά έκρινε ότι δεν απαιτείτο για το ορισμένο της επιταγής προς πληρωμή όσον αφορά τους επιτασσόμενους τόκους να μνημονεύεται το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, εφόσον καθορίζεται ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας έως την πλήρη εξόφληση του ανωτέρω αντίστοιχου συνολικού κεφαλαίου, καθώς το ποσοστό αυτών, δηλαδή το επιτόκιό τους, προβλέπεται από την αντίστοιχη σύμβαση και τον νόμο και μνημονεύεται στη διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, ενώ ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας μπορεί να γίνει με μαθηματικό υπολογισμό βάσει του επιτοκίου που καθορίζεται στη σύμβαση πίστωσης και του χρονικού διαστήματος, που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία της εξόφλησης της απαίτησης, στην δε προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή αναφερόταν με σαφήνεια και πληρότητα το κεφάλαιο της απαίτησης, επιβαρυνόμενο με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 15-4-2014, ώστε δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή. Ιδίως όμως σε ό,τι αφορά την αιτίαση ότι δεν προκύπτει από την ως άνω διαταγή πληρωμής που είναι εν προκειμένω ο εκτελεστός τίτλος το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, με αποτέλεσμα να καθίσταται αόριστο το ποσό των επιτασσόμενων τόκων, το σκέλος αυτό του παραπάνω λόγου ανακοπής, με το οποίο αμφισβητείται η ίδια η απαίτηση των συμβατικών τόκων τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο, καθώς η ως άνω διαταγή πληρωμής έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Όπως ορθά διαλαμβάνεται σε άλλο σημείο της εκκαλουμένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ, ως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν. 4335/2015, εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις που προβάλλονται με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, είναι απαράδεκτες στην έκταση, που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 παρ.2 εδ.γ ΚΠολΔ αντίστοιχα. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογητική σχέση, από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της κατ’ αυτής ανακοπής, ή σε περίπτωση μη άσκησής της, μετά την παρέλευση άπρακτης της προβλεπόμενης στο άρθρο 633 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας. Συνεπώς, η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ η δι’ αυτής βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ.2 εδ.γ ίδιου Κώδικα, δεδικασμένο, το οποίο κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 933 παρ.4 καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της εκτέλεσης, λόγων ανακοπής που είτε προτάθηκαν στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και απορρίφθηκαν, είτε, αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν (βλ. σχ. ΑΠ 1203/2020, ΑΠ 58/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 243/2018, ΝοΒ 2018, σελ. 1226, ΑΠ 856/2014, ΝοΒ 2014, σελ. 2141, ΕφΑθ 2007/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκτελεστός τίτλος βάσει του οποίου ζητείται με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή η καταβολή συμβατικών τόκων υπερημερίας, με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων με το αυτό ανωτέρω επιτόκιο μέχρις εξοφλήσεως, είναι η εκδοθείσα από τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ……/2014 διαταγή πληρωμής που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μεταξύ άλλων και ως προς την απαίτηση των επιδικαζόμενων τόκων, καθόσον για την ακύρωσή της είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από τότε που επιδόθηκε η διαταγή πληρωμής (18.12.2014), από την νυν ανακόπτουσα και την δανειολήπτρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» η με αρ. ………./13.1.2015 ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθ. 9470/31.8.2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία και κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση εντός δύο ετών από τη δημοσίευσή της, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως υπ΄αριθ. …../2.10.2020 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών κι έτσι με την παραπάνω απόφαση επικυρώθηκε η ως άνω υπ’ αριθ. ……../2014 διαταγή πληρωμής, η οποία κατέστη πλέον τελεσίδικη και παράγει δεδικασμένο, χωρίς να απαιτείται νέα επίδοση της διαταγής πληρωμής, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Επομένως, ο παραπάνω λόγος ανακοπής ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από την εκκαλούμενη ως προς την προβαλλόμενη αοριστία της μη μνείας του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας στη προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, ενώ ως προς την αιτίαση ότι το εν λόγω επιτόκιο δεν προκύπτει από την υπ’ αριθ. ………./2014 διαταγή πληρωμής και ότι με αυτή επιβάλλεται παρανόμως εξάμηνος ανατοκισμός των τόκων υπερημερίας, ο σχετικός λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, καθώς η ως άνω διαταγή πληρωμής έχει καταστεί τελεσίδικη και δεν μπορούν να προβληθούν κατ’ αυτής με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ αντιρρήσεις ούτε ως προς τις επιδικασθείσες απαιτήσεις των τόκων. Περαιτέρω, κατά τα προαναφερθέντα, όταν λόγος ανακοπής που έχει απορριφθεί πρωτοδίκως ως μη νόμιμος, κρίνεται κατ’ έφεση ότι τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεν χωρεί αντικατάσταση αιτιολογιών κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ αλλά αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απορρίπτεται ο σχετικός λόγος ανακοπής για τον λόγο αυτό, καθώς με την κρίση αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μεταβάλλεται το εύρος του δεδικασμένου (βλ. Αθ. Πανταζόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, άρθρο 534, σελ. 336 παρ.5). Πρέπει, λοιπόν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη εν μέρει ως προς το πιο πάνω σκέλος του Β-1 λόγου ανακοπής και αφού κρατηθεί η ανακοπή και ως προς τον παραπάνω λόγο να απορριφθεί κατά το παραπάνω σκέλος της ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, ενώ κατά το έτερο σκέλος του ίδιου λόγου περί αοριστίας της επιταγής προς πληρωμή λόγω μη μνείας σε αυτή του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας θα παραμείνει σε ισχύ η εκκαλουμένη που απέρριψε αυτό μη νόμιμο, ως έχει. Εν κατακλείδι, ως προς τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή στην ουσία της και κατόπιν εξαφανίσεως της εκκαλουμένης μόνο για τους λόγους ανακοπής στους οποίους αναφέρονται οι σχετικοί λόγοι έφεσης, ήτοι όσον αφορά τον δεύτερο και τον Β.1 κατά το ένα σκέλος του λόγους ανακοπής, πρέπει να κρατηθούν αυτοί από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθούν ο δεύτερος λόγος ως μη νόμιμος και ο Β.1 λόγος κατά το προαναφερόμενο σκέλος του ως απαράδεκτος, παραμένοντας σε ισχύ η εκκαλούμενη κατά την αιτιολογία που τον απέρριψε το έτερο σκέλος του Β1 λόγου ως μη νόμιμο. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων ορθώς συμψηφίστηκαν πρωτοδίκως με το σκεπτικό ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, οπότε η εκκαλουμένη δεν εξαφανίζεται ως προς τη σχετική διάταξη, ενώ και τα έξοδα των διαδίκων στην κατ’ έφεση δίκη ομοίως για τον ίδιο λόγο πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, (δεδομένου ότι η απόφαση της Ολομέλειας ΑΠ 1/2023 που επέλυσε το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης στην πολιτική δίκη και στην αναγκαστική εκτέλεση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όταν διαχειρίζονται τιτλοποιημένες απαιτήσεις που έχουν μεταβιβασθεί σε εταιρείες ειδικού σκοπού δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της κριθείσας εφέσεως). Τέλος, επειδή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η ένδικη έφεση και εξαφανίστηκε εν μέρει η εκκαλουμένη, έστω κι αν στη συνέχεια απορρίφθηκαν και από το παρόν Δικαστήριο οι σχετικοί λόγοι ανακοπής, πρέπει το κατατεθέν για την άσκηση του ένδικου μέσου e-παράβολο να επιστραφεί στην εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 30.9.2022 έφεση κατά της 2166/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την από 22.12.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) ανακοπή ως προς τον δεύτερο λόγο της και τον Β.1 λόγο αυτής κατά το σκέλος του για το οποίο γίνεται λόγος στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρατεί και δικάζει την ανακοπή ως προς τους αμέσως παραπάνω λόγους.

Απορρίπτει τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο και το Β.1 λόγο κατά το σκέλος του για το οποίο γίνεται λόγος στο σκεπτικό της παρούσας ως απαράδεκτο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό …………. e- Παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 31.1.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ