ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 71/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας – εφεσίβλητης-εναγομέμης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> με δ.τ. <<…….>> που εδρεύει στο ……….. με ΑΦΜ ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χρήστο Νάστο.
Β) Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας-ενάγουσας: Ισπανικής Μονοπρόσωπης Σ.Ε. με την επωνυμία <<………>> (……….) εδρεύουσα στη πόλη …….. Ισπανίας (ΑΦΜ ……..), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Βασίλειο Κωνσταντινίδη [Δρυλλεράκης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 Κ.ΠολΔ)
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17.8.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τμήματος Ναυτικών Διαφορών. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 54/2021 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Η εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 15.11.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/15.11.2022 και ειδικό …/15.11.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./15.11.2022 και ειδικό …../15.11.2022 για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, και (Β) Η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 2.3.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/5.3.2022 και ειδικό …/15.3.2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/17.3.2022 και ειδικό …../17.3.2022, για τη δικάσιμο της 17.1.2022, κατόπιν δε αναβολής για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγόμενης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – ενάγουσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 15.11.2022 και 2.3.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 54/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τμήματος ναυτικών διαφορών, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 54/201 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 17.8.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό …/2018 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η μεν κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 15.11.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 15.11.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./15.11.2022 και ειδικό …/15.11.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η δε κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄από 2.3.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 15.3.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./15.3.2022 και ειδικό …../15.3.2022, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 12.1.2021. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχείο Α΄ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη και από την εκκαλούσα – ενάγουσα τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα στην από 17.8.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι η εδρεύουσα στην Ισπανία ενάγουσα εταιρία εκθέτει ότι μεταξύ αυτής, ως πωλήτριας, και της εδρεύουσας στην Ελλάδα – εναγόμενης εταιρίας, ως αγοράστριας, καταρτίστηκε η από 18.06.2015 σύμβαση πώλησης συνολικά 30 τόνων αμυγδάλων εκ των οποίων 15 τόνοι ποικιλίας «Φυράνια 14/15» και άλλοι 15 τόνοι ποικιλίας «Φυράνια 15/16» αντί τιμήματος 9,95 ευρώ/κιλό, ήτοι αντί συνολικού τιμήματος 298.500 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να μεταφερθεί σε δύο μέρη, το πρώτο με ένα εμπορευματοκιβώτιο 15 τόνων (περιέχον 7,5 τόνους από αμφότερες τις ποικιλίες) που θα φορτώνονταν το πρώτο μισό του Οκτωβρίου 2015 και το υπόλοιπο μέρος με ένα δεύτερο, όμοιου περιεχομένου, εμπορευματοκιβώτιο, που θα φορτώνονταν το δεύτερο μισό του Οκτωβρίου 2015. Ότι συμφωνήθηκε η θαλάσσια μεταφορά από την Ισπανία στην Ελλάδα των εμπορευματοκιβωτίων με τόπο παράδοσης τους το λιμάνι του Πειραιά το πρώτο και την Θεσσαλονίκη το δεύτερο, ενώ ως προς την εξόφληση του τιμήματος συμφωνήθηκε η καταβολή να γίνει έναντι φορτωτικών εγγράφων, κατά τον διεθνώς παραδεδεγμένο διεθνή εμπορικό όρο (Incoterm) “CAD” (Cash Against Document). Ότι, παρά την αρχική τους συμφωνία, η εναγόμενη παρέλαβε και εξόφλησε το τίμημα για το πρώτο εμπορευματοκιβώτιο στις 11.11.2015 σε τρεις δόσεις λόγω των ελέγχων κεφαλαίων που είχαν επιβληθεί στην χώρα με καθυστέρηση που οφείλεται αποκλειστικά στην εναγόμενη. Ότι η εναγόμενη παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας ουδεμία ειδοποίηση έστειλε για φόρτωση και του δεύτερου εμπορευματοκιβωτίου μέχρι τις 16-3-2016, οπότε και εν τέλει συμφωνήθηκε η φόρτωση του τελευταίου στις 15-4-2016, που κατόπιν αιτήσεως της εναγόμενης αναβλήθηκε και εν τέλει έγινε στις 1-5-2016 αφού δε έλαβε χώρα η φόρτωση των εμπορευμάτων, η εναγομένη ζήτησε από την ενάγουσα να διασφαλίσει δωρεάν επισταλία (demurrage) δύο εβδομάδων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και η πληρωμή να λάβει χώρα δια τραπεζικού εμβάσματος σε 3 δόσεις. Ότι, ενώ τα εμπορεύματα κατευθύνονταν προς Θεσσαλονίκη, η εναγομένη, επικαλούμενη αδυναμία εκφόρτωσης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, λόγω απεργιακών κινητοποιήσεων, αιτήθηκε η εκφόρτωση των εμπορευμάτων να γίνει στο λιμάνι του Πειραιά. Ότι, παρότι τα εμπορεύματα αφίχθησαν εν τέλει στις 15.06.2016 στο λιμάνι του Πειραιά, η εναγομένη δεν τα παρέλαβε, επικαλούμενη αδυναμία έγκαιρης εκφόρτωσης, λόγω του όγκου των συσσωρευθέντων φορτίων στο λιμάνι του Πειραιά εξαιτίας απεργικαών κινητοποιήσεων, ζήτησε δε την έκδοση νέας φορτωτικής, προκειμένου να καταβάλει εφάπαξ το σύνολο τον συμφωνηθέντος τιμήματος. Ότι, κατόπιν αλλεπάλληλων οχλήσεων, η ενάγουσα απηύθηνε στην εναγομένη την από στις 26.07.2016 επιστολή της, με την οποία την ενημέρωσε ότι, αν δεν παραλάβει τα εμπορεύματα και δεν εξοφλήσει το τίμημα εντός 3 ημερών, θα έδινε εντολή επιστροφής των παραγγελθέντων στην ίδια (ενάγουσα). Ότι τα εμπορεύματα παραδόθηκαν στις εγκαταστάσεις της στις 19.10.2016, λόγω δε της παραμονής στο λιμάνι τον Πειραιά για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του 1 μηνός, σε συνθήκες καύσωνα, μικρό μέρος του φορτίου κατεστράφη εντελώς, ενώ το υπόλοιπο έχασε ένα μέρος της αξίας του λόγω της μείωσης της αγοραίας τιμής του προϊόντος. Ότι λόγω της ματαιωθείσας πώλησης, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, η ενάγουσα υπέστη ζημία 3,15 ευρώ/κιλό, ποσού (3,15 ευρώ/κιλό Χ 15.000 κιλά =) 47.250 ευρώ, ως εκ της μεταβολής της αξίας της (συγκεκριμένης ποικιλίας) των ξηρών καρπών – αρνητικής διακύμανσης της τιμής του προϊόντος, ότι λόγω καταστραφέντος εμπορεύματος (φύρα) 81 κιλών υπέστη ζημία (81 Χ 9,5 ευρώ/κιλό =) 769,50 ευρώ, ότι κατέβαλε για έξοδα μεταφοράς, κοντέινερ, παραμονής στο λιμάνι του Πειραιά και επαναπατρισμού του φορτίου το ποσό των 6.328,85 ευρώ, κατά τα ειδικότερα επί μέρους ποσά που αναλυτικά εκθέτει η ενάγουσα στην αγωγή, ότι υπέστη οικονομικό κόστος (τόκοι αντιτίμου προμήθειας πρώτης ύλης και τραπεζικά έξοδα προμήθειας) ποσού 4.637,08 ευρώ, ότι επιβαρύνθηκε τα έξοδα συσκευασίας φορτίου 450 ευρώ και αποπαρασίτωσης/καθαρισμού του υπόλοιπου φορτίου με υποκαπνισμού ποσού 85,49 ευρώ και ότι υπέστη συνολική ζημία ποσού €59.435,43. Ζητά δε, ενόψει τούτων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 59.435,43€, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 54/2021 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή νόμω βάσιμη για ορισμένα από τα αιτούμενα αγωγικά κονδύλια, ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1 περ. β΄, 7§2, 11, 53, 54, 57§1 περ. β΄, 58§1 εδ. β΄, 59, 60, 61§1β΄, 74, 76, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων και ως προς τους τόκους επιδικίας στο άρθρο 346 ΑΚ, καθώς και στο άρθρο 176 ΚΠολΔ ως προς τα δικαστικά έξοδα, στη συνέχεια έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 15.114,49 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας που ορίζει το ελληνικό δίκαιο από την επομένης της επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Η ηττηθείσα πρωτοδίκως εκκαλούσα – εναγόμενη με την από15.11.2022 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή και (Β) Η εκκαλούσα – ενάγουσα κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως με την από 2.3.2022 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.
Στις περιπτώσεις διεθνών πωλήσεων που εκτελούνται με την αποστολή από τον πωλητή των εμπορευμάτων και την παραλαβή αυτών από τον αντισυμβαλλόμενό του σε άλλη χώρα, δηλαδή, συνδέονται με περισσότερες έννομες τάξεις, το δίκαιο, που θα διέπει τις συμβάσεις αυτές προσδιορίζεται καταρχήν από τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τις εκ των συμβάσεων αυτών έννομες σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών ρυθμίζει η “Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων”, που υπογράφηκε στη Βιέννη, στις 11-4-1980, τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1988 και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο σε 58 χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία. Η σύμβαση αυτή, η οποία περιέχει τους σχετικούς άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, έχει κυρωθεί τόσον από την Ελλάδα όσον και από τη Γερμανία (στην υπό κρίση περίπτωση και από την Ισπανία). Στην Ελλάδα, η παραπάνω σύμβαση κυρώθηκε με το ν. 2532/1997 και τέθηκε σε ισχύ από 1-2-1999. Η ως άνω Σύμβαση ανήκει στην κατηγορία των αμέσως εκτελεστών συμβάσεων, αφού, κατ` άρθρο 4 αυτής “Η παρούσα Σύμβαση διέπει αποκλειστικά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πωλητή και του αγοραστή που απορρέουν από αυτήν”. Η Σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αλλά αμέσως εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της Σύμβασης, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος). Με το άρθρο 6 της Σύμβασης επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπεται, δηλαδή, στα μέρη να συμφωνήσουν ρυθμίσεις, που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της εφαρμογής της, με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία του. Η Σύμβαση της Βιέννης εφαρμόζεται σε συμβάσεις πωλήσεως ή προμήθειας κινητών πραγμάτων, είτε έτοιμων είτε μελλόντων να κατασκευαστούν, μεταξύ μερών, που έχουν, κατά το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως, την εγκατάστασή τους (ή τη συνήθη διαμονή τους, κατ` άρθρο 10 περ. β`), σε διαφορετικά κράτη, εφόσον αυτά είναι “συμβαλλόμενα κράτη”. Εξάλλου, η Σύμβαση εφαρμόζεται, όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οδηγούν στην εφαρμογή του δικαίου ενός συμβαλλόμενου κράτους (άρθρο 1). Η εν λόγω Σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθετήσεώς της. Έτσι, ο πωλητής, τόσον στη πώληση γένους όσον και στην πώληση είδους, έχει, ως κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ` αυτών κυριότητα και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής έχει ως κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος, κατ` άρθρο 57 παρ. 1 περ. α` και β`). Ακολούθως, η Σύμβαση εισάγει έναν ενιαίο και γενικό λόγο ευθύνης, τη “συμβατική παράβαση”. Ο όρος αυτός υποδηλώνει κάθε μορφής και βαρύτητας παράβαση οποιασδήποτε κύριας ή παρεπόμενης υποχρεώσεως του πωλητή ή αγοραστή, δηλαδή, κάθε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του ενός ή του άλλου. Ο όρος αυτός υποδηλώνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις που, στο πλαίσιο του Αστικού Κώδικα, είτε θα χαρακτηρίζονταν ως αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη ή πλημμελής εκπλήρωση είτε θα επέσυραν την εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού ενοχικού δικαίου του Α.Κ. Η ευθύνη για τις “συμβατικές παραβάσεις”, κατά τη Σύμβαση της Βιέννης, γεννάται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας αυτού που αθετεί, με την επιφύλαξη, βέβαια, της τυχόν συνδρομής των ειδικών λόγων απαλλαγής που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1. Ειδικότερα, η αξίωση αποζημιώσεως ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 74-79 της Σύμβασης αυτής. Περίπτωση απαλλαγής του οφειλέτη-αντισυμβαλλομένου καθορίζεται στο άρθρο 79 αυτής, το οποίο ορίζει ότι “ένας συμβαλλόμενος δεν έχει ευθύνη για τη μη εκπλήρωση μιας από τις υποχρεώσεις του, αν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση οφειλόταν σε εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του και ότι δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτόν να έχει λάβει υπόψιν του το εμπόδιο ή να έχει αποφύγει ή υπερβεί αυτό ή τις συνέπειές του”. Η ρύθμιση αυτή διαφέρει από τη ρύθμιση του Αστικού Κώδικα, κατά το ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσεως της Βιέννης, ο οφειλέτης ευθύνεται και για τα τυχερά με τη στενή έννοια (άρα είναι αντικειμενική), για τα οποία δεν ευθύνεται κατά τον Α.Κ. και απαλλάσσεται μόνο σε περιπτώσεις ανώτερης βίας. Η αποζημίωση, που προβλέπεται με τη Σύμβαση της Βιέννης, είναι πάντα χρηματική, αποτελείται από το θετικό διαφέρον, ό,τι, δηλαδή, θα είχε το μέρος που ζημιώθηκε, αν η σύμβαση είχε εκπληρωθεί και περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος (άρθρο 74 παρ. 1). Η έκταση της αποζημίωσης προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2, που ορίζει ότι “η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία, την οποία το μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε ή όφειλε να είχε προβλέψει ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης κατά το χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει”. Κριτήριο, δηλαδή, είναι η αντικειμενική, εκ των προτέρων, προβλεψιμότητα, όπως γίνεται δεκτό και στο ελληνικό δίκαιο, στο πλαίσιο της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας, για την έκταση της αιτιωδώς συνδεόμενης με την πράξη ζημίας, μόνον που αποκαταστατέα δεν είναι απλώς κάθε πιθανή ζημία, όπως δέχεται η θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αλλά κάθε δυνατή ζημία, ως συνέπεια της πράξεως, αυξάνοντας την ευρύτητα της αποκαταστατέας ζημίας, σε σχέση με τον Α.Κ. Κατά τα λοιπά, ο υπολογισμός της ζημίας είναι συγκεκριμένος, όπως στον Α.Κ., ενώ το μέρος, που επικαλείται την αθέτηση της σχετικής συμβάσεως, πρέπει να λάβει όλα τα, κατά τις περιστάσεις, πρόσφορα μέτρα, για να περιορίσει τη ζημία, που προκύπτει από την αθέτηση της συμβάσεως. Αν παραλείψει να λάβει τέτοια μέτρα, το μέρος, που παρέβη τη σύμβαση, μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της σχετικής αποζημίωσης, κατά το μέρος που μπορούσε να περιοριστεί (άρθρο 77 της Σύμβασης της Βιέννης- άρθρο 300 του Α.Κ.). Σε ό,τι αφορά στη ρύθμιση των συνεπειών των συμβατικών παραβάσεων, αυτές ρυθμίζονται με τρόπο, κατά βάση, ομοιόμορφο, τόσο για τον πωλητή όσον και για τον αγοραστή. Έτσι: 1) ο αντισυμβαλλόμενος του αθετούντος δικαιούται, καταρχήν, να αξιώσει την αυτούσια και προσήκουσα εκπλήρωση της αθετούμενης υποχρεώσεως (άρθρα 46 παρ. 1 και 62), εφόσον βέβαια αυτή είναι φυσικώς και νομικώς δυνατή. Στο πλαίσιο αυτό και σε περίπτωση παραδόσεως πράγματος, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συμβάσεως, ο αγοραστής δικαιούται να αξιώσει τη διόρθωση ή την άρση του ελαττώματος (άρθρο 46 παρ. 3) ή την αντικατάσταση του πράγματος (άρθρο 46 παρ. 2), εφόσον βέβαια, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για πώληση γένους. Αλλά και ο πωλητής έχει με ορισμένους όρους το ίδιο δικαίωμα (άρθρο 49). 2) Το δεύτερο δικαίωμα που παρέχεται στο δανειστή είναι να αξιώσει αποζημίωση (άρθρο 45 παρ. 1 περ.β`, 61 παρ. 1β, 74-77) και μάλιστα σωρευτικώς με άλλα ένδικα βοηθήματα που τυχόν έχει ασκήσει (άρθρο 45 παρ. 2, 61 παρ. 2). 3) Τέλος, ο δανειστής δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (άρθρο 49), δικαίωμα, στο οποίο συγχωνεύεται η αναστροφή και εντάσσεται και το ειδικά ρυθμιζόμενο δικαίωμα για μείωση του τιμήματος, κατά το άρθρο 50 (ΑΠ 27/2022). Περαιτέρω, εκτός από την περίπτωση της ουσιώδους συμβατικής παράβασης, δικαίωμα υπαναχώρησης παρέχεται στον αγοραστή και όταν ο πωλητής δεν παραδώσει το πράγμα μέσα στην προθεσμία που τυχόν έταξε ο αγοραστής (αρ.47 παρ.1, 49 παρ.1 περ. β΄) ενώ το ίδιο δικαίωμα παρέχεται στον πωλητή και όταν ο αγοραστής δεν καταβάλει το τίμημα ή δεν παραλάβει το πράγμα μέσα στην προθεσμία που τυχόν του έταξε ο πωλητής (αρ.63 παρ.1, 4 παρ.1 περ.β΄). Εξάλλου, κατά το άρθρο δε 76§1 της Σύμβασης, εφόσον έγινε υπαναχώρηση και υπάρχει τρέχουσα τιμή για τα κινητά πράγματα, το μέρος που απαιτεί αποζημίωση μπορεί, αν δεν έχει συνάψει σύμβαση κάλυψης κατά το άρθρο 75, να ζητήσει τη διαφορά μεταξύ του συμφωνημένου στη σύμβαση τιμήματος και της τρέχουσας τιμής κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, καθώς και κάθε παραπέρα ζημία κατά το άρθρο 74. Ως σύμβαση κάλυψης (αγορά κάλυψης για τον αγοραστή και πώληση κάλυψης για τον πωλητή) είναι η σύμβαση που κατά εύλογο τρόπο και μέσα σε εύλογο χρόνο μετά την υπαναχώρηση, ο αγοραστής ή ο πωλητής, κατά περίπτωση, συνήψε σε υποκατάσταση εκείνης από την οποία υπαναχώρησε και αποσκοπεί στην εκπλήρωση της παροχής που ματαιώθηκε (Huber, ο.π., άρθρο 75, αριθμ. 7). Όταν δε πρόκειται για προμηθευτή με διαρκή παραγωγή θα πρέπει να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή κάλυψης, ώστε να μην μεταβιβάζεται το κόστος της λιγότερο επικερδούς συναλλαγής στον οφειλέτη (Huber, ο.π., άρθρο 75, αριθμ. 10). Η συγκεκριμένη συναλλαγή κάλυψης δεν τίθεται ως προϋπόθεση επιδίκασης αποζημίωσης, αλλά ανακύπτει στο πλαίσιο της υποχρέωσης περιορισμού της ζημίας κατά το άρθρο 77 της Σύμβασης (Huber, ο.π., άρθρο 75, αριθμ. 21 και άρθρο 77, αριθμ.7 ·Π.Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, 2012, σ. 141) και τίθεται ως προϋπόθεση από την Σύμβαση, εφόσον ο υπαναχωρήσας επιλέγει την αξίωση εκ του άρθρου 75 της Σύμβασης (Huber, ο.π., άρθρο 77, αριθμ.11). Με βάση τα παραπάνω, ο πωλητής δικαιούται αποζημίωση για τη ζημία του από μεταπώληση σε χαμηλότερη τιμή των πραγμάτων που δεν παρέλαβε ο αγοραστής (Π.Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, 2012, σ. 141) την οποία στηρίζει είτε στο άρθρο 75 της Σύμβασης, εφόσον συνήψε σύμβαση κάλυψης με την ανωτέρω έννοια, είτε στο άρθρο 76 επικαλούμενος την διαφοροποίηση επί ζημία του της τρέχουσας τιμής. Τρέχουσα τιμή, υπό την έννοια του άρθρου 76 της Σύμβασης, είναι η τιμή που επικρατεί στον τόπο, στον οποίο θα έπρεπε να γίνει η παράδοση των κινητών πραγμάτων ή εφόσον δεν υπάρχει τρέχουσα τιμή σε αυτόν τον τόπο, η τρέχουσα τιμή σε κάποιον άλλο τόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογο υποκατάστατο του πρώτου, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών στο κόστος μεταφοράς των πραγμάτων. Κατά το άρθρο 79§1 της εν λόγω διεθνούς Σύμβασης ένας συμβαλλόμενος δεν έχει ευθύνη για τη μη εκπλήρωση μιας από τις υποχρεώσεις του, αν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση οφειλόταν σε εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του και ότι δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτόν να έχει λάβει υπόψη του το εμπόδιο κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης ή να έχει αποφύγει ή υπερβεί αυτό ή τις συνέπειές του, ενώ κατά την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου η απαλλαγή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ισχύει για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί το εμπόδιο. Ως εμπόδια κείμενα πέρα από το πεδίο επιρροής του οφειλέτη συνιστούν κυρίως «εξωτερικά» περιστατικά, όπως φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες κτλ.), πολιτικοκοινωνικά συμβάντα (πόλεμος, γενικές απεργίες, επαναστάσεις, σαμποτάζ κτλ.), αιφνίδιοι νομοθετικοί περιορισμοί, όπως εισαγωγικό ή εξαγωγικό εμπάργκο, συναλλαγματικοί περιορισμοί [Π.Κορνηλάκης, Η ευθύνη του πωλητή λόγω μη εκπλήρωσης κατά τη σύμβαση της Βιέννης για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων (Ν. 2532/1997), σε Σύγχρονα ζητήματα ενοχικού δικαίου στην εθνική και ευρωπαϊκή τους διάσταση, 2012, σ. 121 (επιμ. Βαλτούδη)]. Επιπλέον, κατά το άρθρο 80 της ίδιας Σύμβασης ένα μέρος δεν μπορεί να επικαλεστεί τη μη εκπλήρωση από το άλλο μέρος, εφόσον η μη εκπλήρωση προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη του πρώτου μέρους. Επιπλέον σε περίπτωση συνυπαιτιότητας του υπαναχωρούντος από την σύμβαση λαμβάνει χώρα επιμερισμός της ευθύνης ανάλογα με την συνυπαιτιότητα των μερών, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 80 της Σύμβασης. Τέλος πρέπει να γίνει λόγος και τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη Σύμβαση, οι οποίες αν και δεν διατυπώνονται ρητά, συνάγονται από τις ρυθμίσεις αυτές και διέπουν την όλη φιλοσοφία της, όπως μεταξύ άλλων είναι: α) η αρχή της κατά το δυνατόν διατήρησης της σύμβασης και λύσης της μόνο σε ακραίες περιπτώσεις <<ουσιωδών συμβατικών παραβάσεων <αρ. 25,34,47,48, 49, 63 και 64) με την επισήμανση ότι και το προβλεπόμενο στη Σύμβαση δικαίωμα υπαναχώρησης (αρ.49 παρ.1 περ.α΄, 51 παρ.2 και 64 παρ.1 περ. α΄)παρέχεται ως ultima ratio, σε περίπτωση ουσιώδους συμβατικής παράβασης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 25 της Σύμβασης και β) η αρχή του ληξιπροθέσμου των χρηματικών αξιώσεων χωρίς να προηγηθεί όχληση (αρ.59) [βλ. Κορνηλάκη Π. Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 2000, παρ.22 σ.56 επ.).
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν έστω και για πρώτη φορά κατ΄άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ (το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αυτά δεν προσκομίστηκαν στην πρωτόδικη δίκη όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μη πληρούντα το νόμο αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 ΑΚ), της υπ’ αριθμ. …../5-12-2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο Ελλάδας …….., της ……….. που ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγόμενης (βλ. υπ’ αριθμ. …….΄/30.11.2018 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Λάρισας …………., της υπ’ αριθμ. ………./7-12-2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Συμβολαιογράφου Κισσάβου …… της ……. που ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. υπ’ αριθμ. …….΄/4.12.2018 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών ………) και από των υπ’ αριθμ. ……../20-12-2018 και ………./20-12-2018 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο Ελλάδας ………., των ……. και ………. αντιστοίχως που ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγόμενης προς αντίκρουση των ισχυρισμών της τελευταίας (βλ. υπ’ αριθμ. ……..΄/14.12.2018 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Αθηνών …….), από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης και εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης είναι αλλοδαπή εταιρία που εδρεύει στη στην πόλη …… της Ισπανίας και δραστηριοποιείται στην εξαγωγική πώληση προϊόντων μεσογειακής διατροφής, μεταξύ αυτών και ξηρών καρπών. Η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β΄έφεσης είναι ημεδαπή ανώνυμη εταιρία με έδρα το ….. Λάρισας, με αντικείμενο δραστηριότητας την εισαγωγή και εξαγωγή, τυποποίηση, επεξεργασία, γεωργική καλλιέργεια ξηρών καρπών. Στις 18.06.2015 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πώλησης συνολικά 30 τόνων αμυγδάλων εκ των οποίων 15 τόνοι ποικιλίας Φυράνια 14/15 και άλλοι 15 τόνοι ποικιλίας Φυράνια 15/16 αντί τιμήματος 9,95 ευρώ/κιλό, ήτοι με συνολικό τίμημα 298.500 ευρώ, σύμβαση που αποτυπώθηκε ως προς τους κύριους όρους της σε δύο έγγραφες παραγγελίες. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η μεταφορά του συνολικού φορτίου σε δύο τμήματα και συγκεκριμένα το πρώτο μέρος να μεταφερθεί με ένα εμπορευματοκιβώτιο καθαρού βάρους 15 τόνων (περιέχον 7,5 τόνους από αμφότερες τις ποικιλίες) που θα φορτώνονταν για θαλάσσια μεταφορά από την Ισπανία στην Ελλάδα το πρώτο μισό του Οκτωβρίου 2015 με εκτιμώμενη ημερομηνία αναχώρησης τις 5.10.2015. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι το δεύτερο μέρος της παραγγελίας θα μεταφερόταν με ένα δεύτερο όμοιου περιεχομένου εμπορευματοκιβώτιο που θα φορτώνονταν επίσης για θαλάσσια μεταφορά από την Ισπανία στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του Οκτωβρίου 2015 με εκτιμώμενη ημερομηνία αναχώρησης τις 19.10.2015. Ως προς το πρώτο φορτίο τέθηκε ο όρος “CPT” (Carriage Paid to) που σημαίνει ότι ο πωλητής καταβάλλει τα έξοδα μεταφοράς των εμπορευμάτων προς τον προορισμό και ότι ο κίνδυνος απώλειας ή ζημιάς στα εμπορεύματα μεταφέρεται από τον πωλητή στον αγοραστή με την παράδοση τους στον μεταφορέα, ενώ ως προς την πληρωμή συμφωνήθηκε η καταβολή να γίνει έναντι φορτωτικών εγγράφων, καθώς τέθηκε ο όρος “CAD” (Cash Against Document). Ως προς το δεύτερο φορτίο, τέθηκε ο όρος “CIF” που στο διεθνές διατοπικό εμπόριο, σημαίνει ότι ο μεν πωλητής έχει την υποχρέωση να συνάψει τη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (και των εμπορευμάτων), ωσαύτως δε και της ασφάλισης αυτών κατά των κινδύνων της μεταφοράς και, επίσης, της παράδοσης στον επιλεγέντα μεταφορέα για την αποστολή τους, ο δε αγοραστής αφότου φορτωθούν αυτά στο μεταφορικό μέσο, φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή απώλειας τους, έχοντας εντεύθεν την υποχρέωση να καταβάλει το “ενιαίο” τίμημα και δη εντόκως για τα πράγματα, το ασφάλιστρο και τα κόμιστρα αυτών, χωρίς να έχει δικαίωμα να αποκρούσει τη σχετική αξίωση του πωλητή, δια της αντιτάξεως κατά αυτού της ενστάσεως του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, τόπος δε παροχής του πωλητή είναι το λιμάνι της αφετηρίας (φορτώσεως) ανεξάρτητα από την κατοικία/έδρα του πωλητή. Επίσης, ως προς την εξόφληση του τιμήματος του δεύτερου αυτού φορτίου τέθηκε ο ίδιος όρος “CAD” (Cash Against Document), ενώ ως λιμένας προορισμού ορίστηκε εκείνος της Θεσσαλονίκης. Ακολούθως λίγες ημέρες μετά την κατάρτιση της συμφωνίας για την αγορά και αποστολή του δεύτερου φορτίου ξηρών καρπών και δη στις 28 Ιουνίου του 2015 η Ελληνική Κυβέρνηση επέβαλε κεφαλαιουχικούς ελέγχους (capital controls) με συνέπεια την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας των τραπεζών, οι οποίες και επαναλειτούργησαν μετά από τρεις εβδομάδες με πολύ αυστηρούς όρους ως προς τα τραπεζικά εμβάσματα, γεγονός όλως απρόβλεπτο, το οποίο δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στις συναλλαγές των εισαγωγικών επιχειρήσεων της χώρας. Στις 7.10.2015, η εναγομένη δια της υπαλλήλου της ………… – υπεύθυνης εισαγωγών/εξαγωγών ζήτησε με ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλε στον …………. – διευθυντή διεθνών πωλήσεων της ενάγουσας την τροποποίηση του όρου “CAD”, καθώς αδυνατούσε να λάβει έγκριση για έμβασμα 145.000 ευρώ λόγω των ανωτέρω κεφαλαιουχικών περιορισμών, ζήτησε δε την έκδοση τριών επί μέρους τιμολογίων κάτω του ορίου των 50.000 ευρώ που επέτρεπαν τα μέτρα συναλλαγματικού περιορισμού λαμβανομένου υπόψη ότι η Ελλάδα ως κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέτρεπε υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες περιορισμού τη διενέργεια διεθνών συναλλαγών με με αντισυμβαλλόμενη άλλη ώρα – κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η ενάγουσα αποδέχθηκε την πρόταση της ενάγουσας για τροποποίηση των γενομένων συμφωνιών που αφορούσαν την εξόφληση του τιμήματος του πρώτου φορτίου και δη την αλλαγή του όρου “CAD”, όπου συμφωνήθηκε η προεξόφληση όλου του τιμήματος εκ μέρους της εναγομένης. Στη συνέχεια στις 11.11.2015 με ηλεκτρονική επιστολή της η ενάγουσα απέστειλε την φορτωτική για την παραλαβή του φορτίου αφού πρώτα η εναγομένη εξόφλησε το αντίτιμο του πρώτου φορτίου ζητώντας ενημέρωση, εάν θα μπορούσε να οργανωθεί η αποστολή της επόμενης παραγγελίας για τα τέλη του μηνός (Νοεμβρίου 2015), χωρίς όμως να λάβει άμεσα απάντηση στο σχετικό ερώτημά της. Στις 19.11.2025 η ενάγουσα απέστειλε δεύτερη ηλεκτρονική επιστολή με το ίδιο ερώτημα , όπου αναφερόταν και η διαβεβαίωσή της ότι ένδικο δεύτερο εμπορευματοκιβώτιο θα μπορούσε να φύγει την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, χωρίς να λάβει άμεσα απάντηση. Στις 26.11.2015 η ενάγουσα απέστειλε και νέα επιστολή , η οποία εν τέλει της απάντησε στις επιστολές της την 30.11.2015, οπότε η εναγομένη επιβεβαίωσε την παραγγελία και ζήτησε να αποσταλεί η αυτή την τρίτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου. Η ενάγουσα από ην δική της πλευρά απήντησε στην τελευταία αυτή επιστολή της αντιδίκου της με καθυστέρηση εννέα ημερών, όπου με την από 9.12.2015 ηλεκτρονική επιστολή της δήλωνε ότι είναι υπερφορτωμένη και ότι το εργοστάσιο θα είναι κλειστό τα Χριστούγεννα, η δε παραγγελία δεν θα ήταν έτοιμη μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου 2016. Επί του αιτήματος αυτού για το ενδεχόμενο της κατάρτισης νέων παραγγελιών η εναγόμενη επανήλθε στις 9.1.2016 και στις 12.1.2016 προκειμένου να πληροφορηθεί τις τρέχουσες τιμές αγοράς των εμπορευμάτων. Στις 13.1.2016 η εναγόμενη ζήτησε εκ νέου την αναβολή της αποστολής της δεύτερης παραγγελίας, αίτημα που έγινε δεκτό προς διευκόλυνση της εναγόμενης με επιστολή της πρώτης εναγόμενης της ίδιας ημέρας. Στις 28.1.2016 η ενάγουσα ενημέρωσε ότι είχε ξεκινήσει την προετοιμασία της αποστολής του δεύτερου φορτίου και ζήτησε ενημέρωση για τον τρόπο πληρωμής, λόγω του όρου “CAD” που είχε συμφωνηθεί, χωρίς να λάβει απάντηση από την εναγόμενη και προς τούτο απέστειλε νέα ηλεκτρονική επιστολή στις 2.2.2016, στην οποία η εναγόμενη ζήτησε την περαιτέρω αναβολή αποστολής του φορτίου επικαλούμενη το κλείσιμο των δρόμων λόγω των αγροτικών κινητοποιήσεων στην Ελλάδα. Με επιστολή της στις 4.2.2016 η ενάγουσα ζήτησε, παρά ταύτα, τον ορισμό ημερομηνίας για φόρτωση του πλοίου προτείνοντας ως ημερομηνίες την 18η Φεβρουαρίου, την 25η Φεβρουαρίου και την 4η Μαρτίου 2016. Με επιστολή της 5ης.2.2016 η εναγόμενη δια της υπαλλήλου της …………… απάντησε με αντιγραφή της από 9.12.2015 ηλεκτρονικής επιστολής της ενάγουσας (με το οποίο, όπως προελέχθη, της δήλωσε ότι δεν μπορούσε να διενεργήσει την φόρτωση πριν τα Χριστούγεννα) και επισήμανε ότι δεν είναι κατάλληλη περίοδος για αποστολή του φορτίου (λόγω των συνεχιζόμενων αγροτικών κινητοποιήσεων), ενώ η ενάγουσα με ηλεκτρονική επιστολή της από 11.2.2016 επανήλθε στο αίτημα της για προσδιορισμό ημερομηνίας φόρτωσης, στο οποίο η εναγόμενη επιφυλάχθηκε για απάντηση την επόμενη ημέρα, χωρίς να το πράξει. Για τον λόγο αυτό, η ενάγουσα επανήλθε στις 17.2.2016, ενώ στις 1.3.2016 η εναγόμενη απάντησε ότι για λίγες ημέρες έπρεπε να καθυστερήσει η αποστολή του φορτίου. Στις 8.3.2016 η ενάγουσα επανήλθε ζητώντας προσδιορισμό ημερομηνίας φόρτωσης του εμπορευματοκιβωτίου της δεύτερης αποστολής, επισημαίνοντας ότι εάν δεν το έπραττε θα θεωρούσε τη συμπεριφορά της ως υπαναχώρηση από την σύμβαση, το ίδιο δε δήλωσε στις 15.3.2016 με ηλεκτρονική της επιστολή, επισημαίνοντας ότι θα προέβαινε σε ενημέρωση της INC (International Nut Council – Διεθνές Συμβούλιο Ξηρών Καρπών). Με την από 15.3.2016 επιστολή της η εναγόμενη, αφού επισήμανε στην ενάγουσα την αδυναμία της να εκπληρώσει την δεύτερη παροχή της πριν τα Χριστούγεννα, καθώς και ότι προκειμένου να μην ματαιωθεί η παράδοση του πρώτου φορτίου η ίδια προέβη σε προεξόφληση της αξίας του πριν το παραλάβει και ότι τα μέρη συμφώνησαν την αναβολή της αποστολής του δεύτερου φορτίου πρότεινε την αποστολή του φορτίου εντός του επόμενου μηνός πριν το Πάσχα. Η ενάγουσα με απαντητική της επιστολή ζήτησε ρητή επιβεβαίωση για αποστολή του δεύτερου φορτίου εντός του Απριλίου 2016, την οποία έλαβε με ηλεκτρονική επιστολή της 16.3.2016 εκ μέρους της εναγόμενης, προκειμένου να παραλάβει το φορτίο πριν τις 1/5/2016 (ενόψει των εορτών του Πάσχα 2016). Ως προς τον τρόπο πληρωμής, με επιστολή της 16ης.3.2016 η ενάγουσα ζήτησε προκαταβολή 30 %, αίτημα που απορρίφθηκε από την εναγόμενη, επικαλούμενη την προεξόφληση του τιμήματος πριν την παράδοση του φορτίου, όπως είχε γίνει στο προηγούμενο φορτίο. Εν τέλει, η ενάγουσα ενημέρωσε στις 31.3.2016 ότι το φορτίο θα εκκινούσε από την Ισπανία στις 21/4/2016 και θα έφθανε στις 1/5/2016. Η εν λόγω αποστολή με επιστολή της 1/4/2016 της εναγόμενης ζητήθηκε να αναβληθεί για μία εβδομάδα, καθώς η 1η/5/2016 ήταν το Πάσχα στην Ελλάδα και τούτο έγινε δεκτό, με αρχική ημερομηνία φόρτωσης στις 7/4/2016 που εν τέλει ορίστηκε, κατόπιν αιτήματος της εναγομένης, για τις 29.4.2016. Να σημειωθεί ότι από τα μέσα Ιανουαρίου 2016 έως το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου του Μαρτίου 2016 ήταν αδύνατες οι χερσαίες μετακινήσεις δια των εθνικών οδών στην χώρα και, επομένως, ήταν αδύνατη η παραλαβή του φορτίου. Εξάλλου, από τις προειρημένες επιστολές προκύπτει ότι τα μέρη εν τέλει συμφώνησαν την αποστολή του φορτίου αντί της αρχικής ημερομηνίας στις 15/4/2016 στον λιμένα Θεσσαλονίκης, όπως αποτυπώθηκε και στο σχετικό έγγραφο της συγκεκριμένης παραγγελίας που προσκομίζεται με διαγραφή της αρχικής ημερομηνίας αποστολής και θέσης ως νέας της 15ης/4/2016 και τελικώς ορίστηκε η 29η.5.2016. Αφού έλαβε χώρα η φόρτωση των εμπορευμάτων, η εναγομένη ζήτησε από την ενάγουσα στις 5.5.2016 να διασφαλίσει δωρεάν επισταλία (demurrage) δύο εβδομάδων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και η πληρωμή να λάβει χώρα δια τραπεζικού εμβάσματος σε 3 δόσεις (προπληρωμή) αντί για “CAD” και στις 9.5.2016 η ενάγουσα ενημέρωσε την εναγόμενη για χορήγηση επισταλίας 10 ημερών. Την περίοδο εκείνη, όμως, είχαν ήδη ξεκινήσει οι απεργίες στους λιμένες Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εκφόρτωση του εμπορευματοκιβωτίου. Όπως προκύπτει από τις από 17.5.2016 και 6.6.2016 ηλεκτρονικές επιστολές της ενάγουσας ούτε και τότε είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις των μερών, δείχνοντας αμοιβαίως κατανόηση στην αδυναμία εκφόρτωσης, μάλιστα δε μετά από συνάντηση τους σε συνέδριο στο Σαν Ντιέγκο στις 6.6.2016 η ενάγουσα ζήτησε ενημέρωση για την πορεία των απεργιών και η εναγόμενη στις 7.6.2016 την ενημέρωσε ότι οι απεργίες θα συνεχίζονταν, για το οποίο, με την από 8.6.2016 ηλεκτρονική επιστολή της η ενάγουσα έδειξε κατανόηση. Με νέα επιστολή της η ενάγουσα στις 14.6.2016 πρότεινε την αλλαγή του λιμένα εκφόρτωσης (Πειραιά αντί της Θεσσαλονίκης), όπως είχε σύσταση από άλλον πελάτη της στην Ελλάδα. Το ίδιο δε αίτημα (για εκφόρτωση στον λιμένα Πειραιώς) επανέλαβε στις 15.6.2016, καθώς η αρχική απάντηση της εναγόμενης την προηγούμενη ημέρα ήταν αρνητική, λόγω της πολύ περιορισμένης λειτουργίας του λιμένα Πειραιώς. Όμοια επιστολή δε απέστειλε στις 16.6.2016 και στις 17.6.2016 με πιο επιτακτικό ύφος, ενώ στις 21.6.2016 με νέα επιστολή ζήτησε πληροφορίες για την μη παραλαβή του φορτίου από τον λιμένα Πειραιά, όπως προκύπτει ότι εν τέλει συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών. Με απαντητική επιστολή στις 22.6.2016 η εναγόμενη δήλωσε στην ενάγουσα ότι καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για παραλαβή του φορτίου, ότι λόγω συσσώρευσης εμπορευματοκιβωτίων υπάρχουν καθυστερήσεις κι ότι για την πληρωμή θα πρέπει να αλλάξει ο τόπος εκφόρτωσης από Θεσσαλονίκη σε Πειραιά κι ότι, εν τέλει, η πληρωμή να γίνει άπαξ (“CAD”), στην οποία (επιστολή) η ενάγουσα ζήτησε να προκαταβληθεί μέρος του τιμήματος, το οποίο αρνήθηκε η εναγόμενη δηλώνοντας ότι θα προπληρώσει ολόκληρο το φορτίο. Την επόμενη ημέρα (23.6.2016) με ηλεκτρονική της επιστολή η ενάγουσα επανέφερε στο αίτημα της για προκαταβολή 20 % επί του ποσού δηλώνοντας ότι η αλλαγή φορτωτικής έχει σημαντικό κόστος, αίτημα που απέρριψε η εναγόμενη ενημερώνοντας ότι χρειάζεται την φορτωτική για να προχωρήσει την διαδικασία παραλαβής καταβάλλοντας ταυτόχρονα και το τίμημα, αίτημα που εν τέλει έγινε δεκτό από την ενάγουσα με απαντητική επιστολή της ίδιας ημέρας. Εν τέλει την 1.7.2016 απεστάλη το αντίγραφο της φορτωτικής για να προχωρήσει η διαδικασία και ζητήθηκε η καταβολή του τιμήματος από την εναγόμενη με επιστολή της ενάγουσας της ίδιας ημερομηνίας, καθώς και με δύο επόμενες της 4.7.2016, οπότε απέστειλε και το ενιαίο τιμολόγιο, μαζί με τραπεζικές λεπτομέρειες. Στις 7.7.2016 η ενάγουσα ζήτησε πληροφόρηση για την πληρωμή, όμοια δε επιστολή εστάλη στις 8.7.2016 επισημαίνοντας τον κίνδυνο από τις υψηλές θερμοκρασίες, στην οποία απάντησε η εναγόμενη με επιστολή της στις 11.7.2016, δηλώνοντας ότι ο κίνδυνος για την κατάσταση του εμπορεύματος είναι δικός της κι ότι έχει προχωρήσει την διαδικασία για την πληρωμή του τιμήματος, χωρίς όμως να προβεί σε κάποια ενημέρωση της ενάγουσας τις επόμενες ημέρες, με αποτέλεσμα η ενάγουσα με την από 26.7.2016 να τάξει εύλογη προθεσμία τριών ημερών, προκειμένου να παραλάβει το φορτίο, δηλώνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση «θα ξεκινήσει τις αντίστοιχες νομικές διαδικασίες προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων της», δήλωση που σαφώς υποδηλώνει την άσκηση δικαιώματος υπαναχώρησης μετά την πάροδο της προθεσμίας που τάχθηκε δεδομένου ότι η εναγόμενη είχε ήδη παραβιάσει την υποχρέωση της παραλαβής του φορτίου, καθώς ότι από τις 4.7.2016 μπορούσε το επόμενο χρονικό διάστημα των 22 ημερών να παραλάβει το φορτίο, αφού η κατάσταση στον λιμένα έβαινε διαρκώς ομαλοποιούμενη. Επιπλέον από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις δεν προέκυψε ότι προέβη σε κάποια ενημέρωση της ενάγουσας για οποιοδήποτε σχετικό νέο κώλυμα μετά τις 11.7.2016, ούτε για την περαιτέρω πρόοδο των ενεργειών της, ως όφειλε, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό η εναγόμενη τη σύμβαση, Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω εφόσον κατά τη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη είχε περιέλθει σε κατάσταση υπερημερίας τουλάχιστον από τις 21.7.2016, οπότε είχαν παρέλθει δεκαπέντε ημέρες από την παροχή αντιγράφου φορτωτικής και τιμολογίων, νομίμως η ενάγουσα υπαναχώρησε από την σύμβαση στις 30.7.2016, μετά την παροχή και νέας καταληκτικής προθεσμίας τριών ημερών εκ μέρους της ενάγουσας που, ενόψει της προηγηθείσας αδράνειας της εναγομένης, κρίνεται εύλογη. Πλέον ειδικότερα σε σχέση με το ασκηθέν από την ενάγουσα δικαίωμα υπαναχώρησης το οποίο η εναγομένη θεωρεί ότι ασκήθηκε παρά το νόμο και αυθαίρετα και συναρτάται με τους προβληθέντες στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση λόγους πρέπει να αναφερθούν τα εξής:
Με τον πρώτο λόγο της ανωτέρω έφεσης η εκκαλούσα εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η αντίδικος της αυθαίρετα και αντισυμβατικά απέσυρε το φορτίο, η αυθαιρεσία της δε αυτή συνιστά παράβαση της σύμβασης από τη δική της πλευρά δεδομένου ότι στη μεταξύ τους σύμβαση δεν οριζόταν δήλη ημέρα παράδοσης των εμπορευμάτων, η οποία εν τέλει θα καθοριζόταν από τη καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις συνήθειες που επικρατούν σε κάθε λιμένα και άλλα. Ωστόσο σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω η εναγομένη κρίθηκε ότι είναι αυτή που κωλυσιεργούσε για τη παραλαβή του φορτίου, οπότε και εύλογα άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης ενώ ο ισχυρισμός περί μη συμβατικού καθορισμού του χρόνο παράδοσης του φορτίου δεν κρίνεται βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι από την προπαρατεθείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία των μερών προκύπτει ότι η ενάγουσα τουλάχιστον από 21.7.2016 ήταν έτοιμη να παραδώσει το φορτίο, χωρίς όμως αντιστοίχως να στέρξει η εναγομένη προς εκπλήρωση των δικών της συμβατικών υποχρεώσεων, ήτοι της της καταβολής του τιμήματος και της παραλαβής του φορτίου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ενάγουσα – πωλήτρια πριν την άσκηση της υπαναχώρησης έταξε τριήμερη προθεσμία συμμόρφωσης της προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά το άρθρο 59 της Σύμβασης της Βιέννης αποτυπώνεται η θεμελιώδης αρχή του ληξιπροθέσμου των χρηματικών αξιώσεων χωρίς να προηγηθεί όχληση, ήτοι εν προκειμένω η εναγομένη τουλάχιστον από 1.7.2016 και εναλλακτικά από 4.7.2016, όπου είχε λάβει αντίγραφο της φορτωτικής και είχε αρθεί το κώλυμα της οδικής μεταφοράς του φορτίου, οπότε και έπρεπε να πληρώσει το τίμημα χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε πρόσκληση προς συμμόρφωση από την πλευρά της ενάγουσας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσης να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Με τον τρίτο και πέμπτο λόγο της ίδιας έφεσης η εναγομένη – εκκαλούσα διατείνεται ότι η ενάγουσα δεν τήρησε τους όρους του άρθρου 63 της Σύμβασης κατά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, όπου στην παρ.1 του οποίου αναφέρεται ότι ο πωλητής μπορεί να τάξει πρόσθετη προθεσμία εύλογης διάρκειας στον αγοραστή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, στη δε παρ.2 αναφέρεται ότι ο πωλητής δεν μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε έννομο βοήθημα λόγω αθέτησης της σύμβασης κατά τη διάρκεια αυτής της προθεσμίας, εκτός αν ο αγοραστής τον έχει ειδοποιήσει ότι δεν θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του μέσα στην προθεσμία που του τάχθηκε, ενώ σε κάθε περίπτωση η τριήμερη προθεσμία που τάχθηκε σε αυτήν πριν την άσκηση του δικαιώματος δε μπορεί να θεωρηθεί εύλογη. Ωστόσο σύμφωνα με τα όσα κρίθηκαν ανωτέρω η ενάγουσα κατά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης που έλαβε χώρα την 30.7.2016 και όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως στο πλαίσιο της άσκησης του υπό κρίση δικαιώματος, η ενάγουσα πράγματι έταξε σχετική εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης, μολονότι δεν υποχρεούτο να πράξει τούτο εφόσον δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση από τη Σύβαση της Βιέννης. Επιπλέον όσον αφορά το εύλογο του παρασχεσθέντος χρόνου συμμόρφωσης της εναγομένης προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις δεν έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα και τις θεμελιώσεις αρχές που διέπουν τη Σύμβαση της Βιέννης ούτε και της καλής πίστης και των συνετών συναλλακτικών ηθών που διέπουν το διεθνές εμπόριο δεδομένου ότι η συναλλακτική συμπεριφορά της ενάγουσας πρέπει να αξιολογηθεί στο σύνολο της και με βάση τις άνω παραδοχές αυτή ενήργησε μέσα στο πνεύμα και στις αρχές της Σύμβασης της Βιέννης, δεδομένου ότι αφενός επιδίωξε την κατά το δυνατό διατήρηση της μεταξύ τους σύμβασης λαμβανομένων υπόψη των εξωγενών παραγόντων παρακώλυσης της εκπλήρωσης της σύμβασης, αφετέρου μολονότι δεν υποχρεούνταν με βάση την εφαρμοζόμενη Σύμβαση της Βιέννης να τάξει προθεσμία προς εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων εντούτοις έταξε τέτοια προθεσμία, η οποία ως προς το μήκος της πρέπει να θεωρηθεί εύλογη σε συνδυασμό με το χρονικό διάστημα της απραξίας της εναγομένης, η οποία κατά τα ανωτέρω προσμετράται σε μήκος χρόνου τριάντα ή τουλάχιστον είκοσι έξι ημερών. Κατά συνέπεια τα όσα αναφέρονται στο τρίτο και πέμπτο λόγο της ίδιας έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα – εναγομένη της υπό στοιχείο Α έφεσης ισχυρίζεται ότι δικαίωμα υπαναχώρησης ασκήθηκε καθ’ υπέρβαση της θεμελιώδους αρχής της Σύμβασης της Βιέννης που αντανακλά στην αρχή της κατά το δυνατόν διατήρησης της σύμβασης και λύσης της μόνο σε ακραίες περιπτώσεις <<ουσιωδών συμβατικών παραβάσεων>> θεωρώντας ότι η βλάβη που υπέστη η ενάγουσα από την παραβίαση των συμβατικών της υποχρεώσεων ήταν ήσσονος σημασίας και αναλίσκετο στην ολιγοήμερη αναμονή της ώστε η εναγομένη να μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Πλην όμως, σύμφωνα με τα όσα προέκυψαν από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις η ενάγουσα δεν ενήργησε αντίθετα προς το πνεύμα της Σύμβασης και τη διατήρηση της μεταξύ τους σύμβασης δεδομένου ότι η ίδια απέστειλε αντίγραφο της φορτωτικής του ένδικου φορτίου χωρίς να της έχει καταβληθεί το τίμημα αναμένοντας επί τριάντα άλλως εικοσιέξι ημέρες να εκπληρώσει η εναγομένης τις συμβατικές της υποχρεώσεις σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το φορτίο ξηρών καρπών ήταν ευπαθές και υπόκειτο σε αλλοίωση λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που σημειώθηκαν κατά το μήνα Ιούλιο 2016 στην Ελλάδα, κάτι το οποίο μπορούσε να οδηγήσει σε μερική ή ολική καταστροφή του φορτίου και συνεπάγεται την περαιτέρω διπλή οικονομική επιβάρυνση της ενάγουσας αφενός λόγω της υπερημερίας της εναγομένης αφετέρου λόγω της μερικής ή ολικής απώλειας του εμπορεύματος. Κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Ακολούθως η εναγομένη προς απόρριψη της αγωγής προέβαλε πρωτοδίκως διάφορους ισχυρισμούς υπό την μορφή ενστάσεων τις οποίες απέρριψε η εκκαλουμένη απόφαση και τις οποίες επαναφέρει προς κρίση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με συγκεκριμένους λόγους έφεσης. Ειδικότερα: Με τον έκτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της περί απαλλαγής της από την ευθύνη καθώς η μη εκπλήρωση οφείλεται σε εξωτερικά εμπόδια. Πλέον συγκεκριμένα: α) η εναγομένη πρωτοβαθμίως είχε επικαλεστεί τον απαλλακτικό της ευθύνης λόγο που εδράζεται στη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 79 της Σύμβασης της Βιέννης σύμφωνα με την οποία: <<1. Ενας συμβαλλόμενος δεν έχει ευθύνη για τη μη εκπλήρωση μιας από τις υποχρεώσεις του, αν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση οφειλόταν σε εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του και ότι δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτόν να έχει λάβει υπόψη του το εμπόδιο κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης ή να έχει αποφύγει ή υπερβεί αυτό ή τις συνέπειές του>>. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της αυτού επικαλέστηκε τα προαναφερθέντα από 14.6.2016 και 11.7.2017 ηλεκτρονικά μηνύματά της που αναφέρονται στην αντικειμενική της αδυναμία να παραλάβει το φορτίο λόγω της απεργίας του προσωπικού φορτοεκφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων στο λιμένα Πειραιώς. Η εκκαλουμένη απόφαση η οποία απέρριψε τον εν ισχυρισμό της αυτό ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις καθώς, όπως έγινε δεκτό και από το παρόν Δικαστήριο οι προαναφερθείσες ηλεκτρονικές επιστολές εξ απόψεως χρόνου δεν συνδέονται με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά σε σχέση με την υπερημερία της εναγομένης δεδομένου ότι κατά τον κρίσιμο μήνα του Ιουλίου 2016 την προτελευταία ημέρα του οποίου ασκήθηκε το ένδικο δικαίωμα η εναγόμενη αφενός δεν είχε ενημερώσει την αντίδικό της εάν εξακολουθούσαν να υφίστανται τα εξωγενή εμπόδια που παρεκώλυαν την εκπλήρωση της σύμβασης, αφετέρου από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι κατά το κρίσιμο τούτο χρονικό διάστημα είχε αρχίσει να αποκαθίσταται η ροή των εργασιών εκφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων στο λιμένα Πειραιώς. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος περί απαλλαγής της ευθύνης της εναγομένης κατά το άρθρο 79 της Σύμβασης δεδομένου ότι η υπερημερία της εναγομένης δεν αποδείχθηκε ότι οφειλόταν στο γεγονός της απεργίας το οποίο αντικειμενικά αποτελεί εμπόδιο πέρα από το πεδίο επιρροής της τελευταίας δεδομένου ότι μετά την μερική αποκατάσταση της λειτουργίας του ρυθμού εργασίας στις εγκαταστάσεις του …. κατά το μήνα Ιούλιο 2016 και για χρονικό διάστημα τριάντα (30) τουλάχιστον ημερών μπορούσε να υπερβεί αυτό και τις συνέπειες της υπερημερίας της. Κατά το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης η εναγομένη επαναφέρει προς κρίση τον πρωτοδικώς υποβληθέντα ισχυρισμό της που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 80 της Σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο ένα μέρος δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη μη εκπλήρωση από το άλλο μέρος, εφόσον η μη εκπλήρωση προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη του πρώτου μέρους, θεωρώντας ότι εάν η ενάγουσα δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης τότε θα είχε παραλάβει το φορτίο εντός εύλογης προθεσμίας. Η εκκαλούμενη απόφαση ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο δεδομένου ότι όπως έγινε δεκτό και από το παρόν Δικαστήριο το η μη παράδοση του φορτίου αποτελεί αντανακλαστική συνέπεια που επήλθε από την άσκηση νόμιμου δικαιώματος της ενάγουσας που ανέκυψε από την υπερημερία της εναγομένης να εκπληρώσεις τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω και ο έκτος λόγος της έφεσης αυτής πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. β) Με τον έβδομο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα -εναγομένη επαναφέρει προς κρίση τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της που συνιστά την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επικαλούμενη ότι υπό τις συνθήκες που εκθέτει όφειλε η ενάγουσα να της παράσχει εύλογη προθεσμία, κρίθηκε δε νόμιμος, ερευνώμενος στο πλαίσιο εξέτασης των αρνητικών ισχυρισμών της αγωγής και ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 7§2 της Σύμβασης, κατά το οποίο ζητήματα που δεν αντιμετωπίζονται με τη Σύμβαση (είτε ρητώς είτε με ερμηνεία της) επιλύονται καταρχήν με αναγωγή στις θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης, στις οποίες εντάσσεται και η αρχή ότι τα μέρη πρέπει να επιδεικνύουν τη συμπεριφορά ενός συνετού συναλλασσόμενου (Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ Ι, 2012, σ. 117). Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε σιγή από την εκκαλουμένη απόφαση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, η οποία με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έκαμε δεκτά και διαμόρφωσε την ελάσσονα πρόταση του δικανικού της συλλογισμού δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που απαιτήθηκε για την ουσιαστική απόρριψη της ένστασης αυτής. Ειδικότερα η εκκαλουμένη εκτιμώντας την ένσταση αυτή υπό το πρίσμα και τις αρχές της Σύμβασης Βιέννης και όχι στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου και δη αυτή της ΑΚ 281ΑΚ διαπίστωσε ότι η ενάγουσα άσκησε νόμιμο δικαίωμα της που ανέκυψε από την αδικαιολόγητη υπερημερία της εναγομένης να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι της αγοράστριας – ενάγουσας, η οποία τηρώντας βασικές αρχές που διέπουν τη Σύμβαση όπως η αρχή της διασφάλισης της καλής πίστης στο διεθνές εμπόριο (7 παρ.1) αλλά και της κατά το δυνατό διατήρησης της σύμβασης και λύσης της σε ακραίες περιπτώσεις <<ουσιωδών παραβάσεων, (63, 64) όπως κρίθηκε ότι συνιστά και η υπό κρίση περίπτωση υπερημερίας της εναγομένης δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η συναλλακτική συμπεριφορά της ενάγουσας συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί και ο υπό εξέταση λόγος της έφεσης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές σε σχέση αφενός με την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από την πλευρά της ενάγουσας, αφετέρου με την απόρριψη των απαλλακτικών της ευθύνης λόγων της εναγομένης σε συνδυασμό με τα πραγματικά περιστατικά που έγινα δεκτά από το παρόν Δικαστήριο οι αξιώσεις της ενάγουσας που απορρέουν από την υπερημερία της εναγομένης και έχουν καταστεί επίδικες με την υπό κρίση αγωγή διαμορφώνονται ως εξής: Η τιμή της συγκεκριμένης ποικιλίας αμυγδάλων κατά την ημέρα της νόμιμης υπαναχώρησης από την σύμβαση της ενάγουσας ανερχόταν στην Ισπανία (και συγκεκριμένα στην αγορά της Μούρθια) σε 5,90 ευρώ/κιλό, ενώ κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ανερχόταν σε 9,05 ευρώ/κιλό, με βάση την οποία και ορίστηκε το τίμημα της επίδικης πώλησης στο ίδιο ποσό/κιλό (βλ. και προσκομιζόμενα δελτία τιμών αμυγδάλων των ημερομηνιών αυτών), ήτοι η απώλεια της αξίας ανά κιλό ανέρχεται στο ποσό των 3,15 ευρώ, οπότε επί συνολικού φορτίου 15 τόνων ή άλλως 15.000 κιλών η ζημία ανέρχεται στο ποσό των 47.250 ευρώ. Η εκκαλουμένη απόφαση αντί του ποσού αυτού επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 7.746,40 ευρώ με την αιτιολογία ότι πρέπει να κριθούν βάσιμες κατ’ ουσίαν οι ενστάσεις που προβλήθηκαν κατά τα άρθρα 79 και 80 της σύμβασης καθώς το συνολικό χρονικό διάστημα καθυστέρησης εκπλήρωσης της επίδικης παροχής (δεύτερο φορτίο) από την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία άφιξης του δεύτερου μέρους της παραγγελίας (31.10.2015) έως την νόμιμη υπαναχώρηση της ενάγουσας μετά την αθέτηση της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας (30.7.2016) ήταν 273 ημέρες, εκ των οποίων η εναγόμενη ευθύνεται για αδράνεια 45 ημερών, λόγω των γεγονότων ανωτέρας βίας που η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι οδήγησαν σε αναβολή της αποστολής/παραλαβής του φορτίου με την σύμφωνη μάλιστα γνώμη της ενάγουσας, καθώς και του χρονικού διαστήματος καθυστέρησης για το οποίο θεωρεί ότι ευθύνεται η ενάγουσα. Επομένως, η ευθύνη της εναγόμενης για την αρνητική διακύμανση του προϊόντος (9,05 – 5,90=3,15 ευρώ/κιλο) από την πώληση του μέχρι την ανάληψη του φορτίου ποσού (14.919 κιλά Χ 3,15 ευρώ/κιλο =) 46.994,85€ ανέρχεται σε (46.994,85€ Χ 45/273=) 7.746,40 ευρώ. Η εκκαλούσα ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β έφεσης της διατείνεται ότι η εκκαλουμένη κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αναγνώριση <<οικείου πταίσματος>> σε αυτήν και συμμετοχή της στην πρόκληση ζημίας με βάση τις ημέρες καθυστέρησης ως προς τον υπολογισμό της ζημίας της σε σχέση με τη μείωση της τιμής μονάδας του εμπορεύματος έκρινε ότι έπρεπε να λάβει το μειωμένο ποσό των 7.746,40 ευρώ αντί του αιτουμένου συνολικού ποσού των 47.250 ευρώ. Ωστόσο η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε ως βάσιμες κατ’ ουσίαν τις ενστάσεις των άρθρων 79 και 80 της Σύμβασης της Βιέννης δεχόμενη την ύπαρξη συνυπαιτιότητας στο πρόσωπο της ενάγουσας σε σχέση με την προκληθείσα σε αυτή ζημία με βάση τις ημέρες καθυστέρησης εσφαλμένα εφάρμοσε αυτές στην υπό κρίση περίπτωση δεδομένου ότι η καθυστέρηση παράδοσης του φορτίου δεν συνέχεται αιτιωδώς με το ασκηθέν δικαίωμα υπαναχώρησης που ως γενεσιουργό λόγο είχε την υπερημερία της εναγομένης να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις να εξοφλήσει το τίμημα και να παραλάβει το φορτίο. Πλέον συγκεκριμένα κρίσιμος χρόνος για τη διάγνωση του αιτουμένου κονδυλίου αποτελεί ο χρόνος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης αφού η ύπαρξη της αξιώσεως αυτής συναρτάται με την άσκηση του τελευταίου και αποτελεί αντανακλαστική συνέπεια που συνέχεται αιτιωδώς με την υπερημερία της εναγομένης να εκπληρώσει τις άνω υποχρεώσεις της. Το γεγονός της μεταβολής της αγοραίας αξίας του φορτίου των ξηρών καρπών η οποία με την πάροδο του χρόνου μεταβάλλεται με βάση τις συνθήκες της αγοράς που διαμορφώνεται από τους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης δεν ασκεί επιρροή στο οικονομικό αντάλλαγμα της ένδικης σύμβασης αφού κρίσιμο μέγεθος για τη διακρίβωση αυτού αποτελεί πάντα το τίμημα που συμφωνήθηκε και οφείλεται μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Εξάλλου δε πρέπει να διαλάθη της προσοχής ότι μετά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης παύει να υφίσταται το συμβατικό υπόβαθρο της πώλησης και η μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σχέση μεταβάλλεται σε μια σχέση εκκαθάρισης των αμοιβαίων απαιτήσεων στο πλαίσιο της οποίας αναφύεται και η ένδικη αξίωση. Κατά συνέπεια δεν δύναται να γίνει λόγος περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην επέλευση της συγκεκριμένης ζημίας καθώς μέχρι την άσκηση του δικαιώματος υπήρχε η εκατέρωθεν κοινή βούληση προς ολοκλήρωση της εκκρεμούς συμβάσεως πώλησης οπότε δεν μπορεί να αποδοθεί οικείο πταίσμα στη ενάγουσα, η οποία απέκτησε την αξίωση της αυτή από την άσκηση του ένδικου δικαιώματος και εφεξής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε τα αντίθετα και έκανε δεκτό εν μέρει το εν λόγω κονδύλιο για ποσό 7.746,40 ευρώ αντί του συνολικά αιτούμενου κονδυλίου από ευρώ 47.250 έσφαλε ως προς την εφαρμογή των προαναφερθέντων κανόνων δικαίου κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β έφεσης της ενάγουσας – εκκαλούσας ως βάσιμου κατ’ ουσίαν και αντιστοίχως απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του δευτέρου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης της εναγομένης – εκκαλούσας που βάλλει κατά του ίδιου κονδυλίου κατά το μέρος που έγινε αυτό δεκτό, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών δύο λόγων της ίδιας έφεσης που στρέφονται κατά του ίδιου κονδυλίου κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Ακολούθως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατέβαλε στην εταιρία “………….” για τέλη αποβάθρας 63,96 ευρώ στην Βαρκελώνη, για έξοδα άφιξης ποσό 550 ευρώ, χρέωση αποβάθρας 1.270 ευρώ, σταλίες 1.500 ευρώ, έξοδα φόρτωσης 440 ευρώ, ναύλο 600 ευρώ και έξοδα άφιξης και διανομής 595 ευρώ, ήτοι 4.955 ευρώ πλέον ΦΠΑ επί των ανωτέρω ποσών πλην του θαλάσσιου ναύλου, ποσού 914,55 ευρώ και συνολικά 5.869,55 ευρώ (βλ. τιμολόγιο υπ’ αριθμ. ……….). Επιπλέον, κατέβαλε στην ίδια εταιρία για έξοδα αλλαγής προορισμού ποσό 230 ευρώ (βλ. τιμολόγιο υπ’ αριθμ. ……..), καθώς και για έξοδα υποκαπνισμού του φορτίου το ποσό των 85,49 ευρώ στην εταιρία “………….” (βλ. τιμολόγιο υπ’ αριθμ. ………). Τέλος, από την παραμονή του προϊόντος στο εμπορευματοκιβώτιο υπό υψηλές θερμοκρασίες καταστράφηκε μικρό μέρος του εμπορεύματος (φύρα) και συγκεκριμένα εμπόρευμα 81 κιλών αξίας (81 Χ 9,05 ευρώ =) 733,05 ευρώ, ενώ η ενάγουσα επιβαρύνθηκε επιπλέον και με τα έξοδα συσκευασίας φορτίου αξίας 450 ευρώ, όπως απαιτείται για την διαδικασία υποκαπνισμού. Να σημειωθεί ότι η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα ανωτέρω αναφερόμενα κονδύλια πλην του πρώτου από αυτά για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω απέρριψε τις ενστάσεις που προβλήθηκαν κατά τα άρθρα 79 και 80 της σύμβασης ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια για το λόγο ότι αυτά δεν συνέχονται με την καθυστέρηση εκπλήρωσης της σύμβασης και την αρνητική διακύμανση της τιμής του πωληθέντος προϊόντος, αφού οι συμφωνίες των μερών, η προεκτεθείσα καθυστέρηση αποστολής του φορτίου πριν τα Χριστούγεννα και οι προεκτεθέντες λόγοι ανωτέρας βίας δεν επηρέασαν τα συγκεκριμένα αγωγικά κονδύλια. Να επισημανθεί ότι η εκκαλουμένη σχετικά με την κρίση τηε αυτής δεν επλήγη με λόγο έφεσης, οπότε και δεν καθίσταται αντικείμενο εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο.
Η εκκαλούσα – εναγομένη με τους ένατο και δέκατο λόγους της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης διατείνεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα καταδίκασε αυτή σε αποζημίωση κόστους επιστροφής και των εξόδων συσκευασίας του φορτίου για το λόγο ότι αφενός η ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα υπαναχώρησης, αφετέρου το χρονικό διάστημα της αποδιδόμενης σε αυτήν αδράνειας συνιστά εύλογη περίοδος χάριτος προκειμένου αυτή να προσαρμοστεί στη κανονικότητα λαμβανόμενου υπόψη ότι το καλοκαίρι εκείνο είχαν λάβει χώρα πρωτοφανή και εξαιρετικά γεγονότα που εμπόδιζαν τη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων. Ωστόσο οι ανωτέρω λόγοι της έφεσης με το πιο πάνω περιεχόμενο οι οποίοι βάλλουν κατά των προαναφερθέντων κονδυλίων αλυσιτελώς προβάλλονται καθώς στρέφονται κατά του νομίμου και βασίμου του ασκηθέντος δικαιώματος υπαναχώρησης και όχι ως προς την νομιμότητα και βασιμότητα ενός εκάστου εξ αυτών, οπότε και πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και μη υπαρχόντων άλλων λόγων έφεσης προς διερεύνηση πρέπει αφενός η υπό στοιχείο Α΄ έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αφετέρου να γίνει δεκτή η υπο στοιχείο Β΄ έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 54/2021 απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης. Αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προμνησθείσες νομικές διατάξεις, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (47.250 + 5.869,55 + 230 + 85,49 + 733,05 + 450=) 54.618,09 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας που ορίζει το ελληνικό δίκαιο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν, η δε εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ανάλογο με την έκταση της νίκης της τελευταίας (άρθρα 183, 178, 191.2 Κ.Πολ.Δ). Περαιτέρω κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως, αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012, ενόψει της μερικής νίκης της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β’ έφεσης πρέπει να επιστραφεί το κατατεθέν από αυτήν παράβολο, ενώ πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του αντίστοιχου παραβόλου της εκκαλούσας – εναγομένης της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της απόρριψης του ενδίκου μέσου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 15.11.2022 [ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ. ………/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……. Εφετ.] και από 2.3.2022 [ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022 Πρωτ και ΑΚ/ΕΑΚ ………./202] εφέσεις αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμ. 54/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τμήματος Ναυτικών Διαφορών, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 17.8.2018 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2018 αγωγής.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 15.11.2022 [ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ. ………/2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……. Εφετ.] έφεση κατά της υπ’αριθμ. 54/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τμήματος Ναυτικών Διαφορών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα της άνω έφεσης e- παραβόλου άσκησης έφεσης.
Δέχεται τυπικά την από 2.3.2022 [ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022 Πρωτ και ΑΚ/ΕΑΚ ……/202] έφεση.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την με αριθμό 54/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τμήματος Ναυτικών Διαφορών.
Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου άσκησης της ανωτέρω έφεσης που μνημονεύεται στο σκεπτικό.
Κρατεί και αναδικάζει την υπόθεση επί της από 17.8.2018 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018 αγωγής.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δεκαοκτώ και εννέα λεπτών (54.618,09) ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας που ορίζει το ελληνικό δίκαιο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλει σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 31η Ιανουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ