ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4Ο ΤΜΗΜΑ-
ΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΈΛΕΣΗ
Αριθμός απόφασης 74/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα ………….
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ : ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Θεόδωρο Αρβανιτόπουλο και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΘ’ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ : …………. ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η εκκαλούσα, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας την από 1.3.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./1.3.2013 ανακοπή και τους από 9.4.2013 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης …../10.4.2013 πρόσθετους λόγους αυτής, επί των οποίων, κατόπιν της υπ’ αριθμ.30/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που κήρυξε εαυτό κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε την εκδίκαση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της υπ’αριθμ.52/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία θεώρησε μη ασκηθείσα την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, που εξαφανίστηκε με την υπ’ αριθμ.104/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, της υπ’αριθμ.1650/2021 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους, ως προς τον δεύτερο των ανακοπτόντων και ανέβαλλε ως προς τους λοιπούς διαδίκους την πρόοδο της δίκης, επιτρέποντας προσωρινά στη δικηγόρο Αθηνών, . ……, να μετάσχει προσωρινά στη δίκη, ως πληρεξούσια της ανακόπτουσας-προσθέτως ανακόπτουσας, προκειμένου να συμπληρώσει εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την επίδοση της απόφασης τις αναφερόμενες στο σκεπτικό ελλείψεις ως προς: α) την εκπροσώπηση της πρώτης των ανακοπτόντων ανώνυμης εταιρείας και β) την παροχή πληρεξουσιότητας προς την ανωτέρω δικηγόρο να την εκπροσωπήσει και μετά την συμπλήρωση των ελλείψεων, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2135/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τα απέρριψε.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα-προσθέτως ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 28.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./28.7.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./1.8.2022 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 3.11.2022, κατά την οποία ματαιώθηκε.
Ήδη φέρεται για συζήτηση με την από 20.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………/20.6.2023 κλήση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 20.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./20.6.2023 κλήση, νόμιμα φέρεται για συζήτηση η κρινόμενη από 28.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../28.7.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./1.8.2022 έφεση, της ανακόπτουσας, καθ’ης η εκτέλεση και ήδη εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2135/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, ερήμην του καθ’ου και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 1.3.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../1.3.2013 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, ανακοπής αυτής, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και των από 9.4.2013 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ……/10.4.2013 πρόσθετων λόγων της ανακοπής, τα οποία απέρριψε, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 30/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που κήρυξε εαυτό κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε την εκδίκαση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της υπ’αριθμ. 52/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία θεώρησε μη ασκηθείσα την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, που εξαφανίστηκε με την υπ’αριθμ.104/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και εν συνεχεία της υπ’αριθμ.1650/2021 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους, ως προς τον δεύτερο των ανακοπτόντων, ………. και ανέβαλλε ως προς τους λοιπούς διαδίκους την πρόοδο της δίκης, επιτρέποντας προσωρινά στη δικηγόρο Αθηνών, ……….., να μετάσχει προσωρινά στη δίκη, ως πληρεξούσια της ανακόπτουσας-προσθέτως ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας, προκειμένου να συμπληρώσει εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την επίδοση της απόφασης τις αναφερόμενες στο σκεπτικό ελλείψεις ως προς: α) την εκπροσώπηση της πρώτης των ανακοπτόντων ανώνυμης εταιρείας και β) την παροχή πληρεξουσιότητας προς την ανωτέρω δικηγόρο να την εκπροσωπήσει και μετά την συμπλήρωση των παραπάνω ελλείψεων. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ανακόπτουσας, στις 8.2.2024 στον καθ’ου η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, συντασσομένης της υπ’αριθμ……/8.2.2024 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Καλαμάτας, …….., που προσκομίζεται από την εκκαλούσα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε προ πάσης επιδόσεως στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28.7.2022, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην του εφεσιβλήτου, καθόσον, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ…… και …../8.2.2024 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Καλαμάτας, ………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία ματαιώθηκε και ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 20.6.2023 κλήσης, με την οποία επαναφέρεται για συζήτηση, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτόν, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο τούτη, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει, συνεπώς, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν.3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης και όσον αφορά και τις ειδικές διαδικασίες, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].
ΙΙ. Η ανακόπτουσα, καθ’ης η εκτέλεση ανώνυμη εταιρεία, με την από 1.3.2013 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 9.4.2013 πρόσθετους αυτής λόγους, ζήτησε για τους αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της επισπευδομένης από τον καθ’ου σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση της από 26.2.2013 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ.73/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, βάσει της οποίας επιτάσσεται από τον επισπεύδοντα, καθ’ου η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητο, να του καταβάλει για επιδικασθέν κεφάλαιο, τόκους υπερημερίας, δικαστικά έξοδα και έξοδα εκτέλεσης, το συνολικό ποσό των 58.206,22 ευρώ, βάσει της αναφερόμενης σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε την συμπλήρωση των ελλείψεων, που είχαν ταχθεί με την υπ’αριθμ.1650/2021 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ως προς την εκπροσώπηση της ανακόπτουσας και την δικαστική εκπροσώπηση της, έκρινε παραδεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους της, ακολούθως, ερεύνησε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων τους και τα απέρριψε καθ’ολοκληρίαν.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του η ηττηθείσα ανακόπτουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνουν δεκτά στο σύνολο τους.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 46α§1 του Ν.1892/1990 “Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις”, που προστέθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2000/1991, προβλέπεται η θέση σε ειδική εκκαθάριση της επιχείρησης, η οποία έχει αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία της για οικονομικούς λόγους ή είναι σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή έχει πτωχεύσει ή τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε μορφής ή παρουσιάζει έκδηλη οικονομική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της. Η θέση σε ειδική εκκαθάριση των επιχειρήσεων αυτών διατάσσεται με απόφαση του Εφετείου της έδρας της επιχείρησης, μετά από αίτηση πιστωτών που εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον του συνόλου των κατά της επιχείρησης απαιτήσεων, όπως οι απαιτήσεις αυτές εμφανίζονται νομίμως στο τελευταίο, πριν από την αίτηση, νόμιμα καταχωρημένο υπόλοιπο πιστωτών στο γενικό καθολικό και εν ελλείψει αυτού ή σε περίπτωση μη νόμιμης τήρησής του, όπως αποδεικνύονται με κάθε νόμιμο τρόπο. Εκκαθαριστής διορίζεται υποχρεωτικώς τράπεζα, που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή θυγατρική επιχείρηση τέτοιας τράπεζας που υποχρεούνται να υποδείξουν οι αιτούντες πιστωτές, συνυποβάλλοντες στο Εφετείο δήλωση της ότι αποδέχεται την υπόδειξη της ως εκκαθαριστή. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να προβεί στη λεπτομερή καταγραφή και την εν συνεχεία πώληση, με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, όλου του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου, είτε η επιχείρηση βρίσκεται σε λειτουργία είτε όχι. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 του ν.1386/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 του ν.1882/1990, με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, που ορίζεται εκκαθαριστής, παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρείας ή η τυχόν προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε., αναστέλλεται η περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη προσωρινών συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων και αναστέλλονται οι τυχόν εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες. Η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης ανήκει στον εκκαθαριστή. Κατά τις περιπτώσεις που δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες του εκκαθαριστή στρέφονται κατά της εταιρείας ως οφειλέτη, η εκπροσώπηση της τελευταίας γίνεται από το διοικητικό συμβούλιο που είχε νόμιμα εκλεγεί πριν από την τυχόν πτώχευση ή την υπαγωγή της στην προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε., ή την υπαγωγή της στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, κατά περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, με την οποία ανώνυμη εταιρεία τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση και διορίζεται εκκαθαριστής, παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων της διοίκησης της εταιρείας η δε διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της περιέρχεται στον εκκαθαριστή. Εξαίρεση αυτού του κανόνα υπάρχει στην περίπτωση συγκρούσεως των συμφερόντων μεταξύ του εκκαθαριστή και της εταιρίας, που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, η οποία υπάρχει, όταν ο εκκαθαριστής στρέφεται με δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες του κατά της εταιρείας, ως οφειλέτη, οπότε η εκπροσώπηση της τελευταίας γίνεται από το διοικητικό συμβούλιο που είχε νόμιμα εκλεγεί πριν από την υπαγωγή της υπό ειδική εκκαθάριση, η θητεία του οποίου παρατείνεται για το σκοπό αυτό μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισης (ΑΠ 1297/2019, ΑΠ 1861/2014). Για τον ίδιο λόγο (της σύγκρουσης των συμφερόντων) πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκπροσώπηση της οφειλέτριας εταιρείας, στην περίπτωση ασκήσεως από αυτήν της πιο πάνω ανακοπής κατά του επισπευδόμενου από την ειδική εκκαθαρίστρια πλειοδοτικού διαγωνισμού των περιουσιακών της στοιχείων, γίνεται από το διοικητικό της συμβούλιο που είχε νόμιμα εκλεγεί πριν από την υπαγωγή της στην ειδική εκκαθάριση (ΑΠ 820/2010).
IV. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του τρίτου λόγου της ανακοπής της και των πρώτου και δεύτερου πρόσθετων λόγων αυτής, με τους οποίους υποστηρίζει την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος της με την προσβαλλόμενη επιταγή εκτέλεσης, διότι η ήδη αμετάκλητη υπ’ αριθμ.73/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που αποτελεί και τον εκτελεστό τίτλο βάσει του οποίου κινείται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν δεσμεύει την ίδια (ανακόπτουσα), η οποία δεν υπήρξε διάδικος στην εν λόγω δίκη, εφόσον η απόφαση είχε εκδοθεί επί αγωγής ασκηθείσης από τον καθ’ ου η ανακοπή κατά της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………», ως καθολικής διαδόχου και ειδικής εκκαθαρίστριας της ανακόπτουσας, κατ’ άρθρο 9 του ν.1386/1983 και 46α του ν.1892/1990, χωρίς ποτέ η προαναφερόμενη εταιρία να αποκτήσει την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου, αλλά μόνον της ειδικής εκκαθαρίστριας της ανακόπτουσας εταιρίας, επομένως, το δεδικασμένο της ως άνω αποφάσεως δεν ισχύει έναντι της ανακόπτουσας, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ και, ως εκ τούτου, είναι μη νόμιμη η κοινοποίηση σε αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και οποιαδήποτε περαιτέρω πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, επικουρικά δε, η προσβαλλόμενη από 26.2.2013 επιταγή είναι άκυρη, διότι στρέφεται κατά προσώπου διαφορετικού από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο ως υπόχρεο, χωρίς να περιέχονται σε αυτή τα πραγματικά εκείνα περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η νομιμοποίηση της, ως καθ’ης η εκτέλεση, επιπροσθέτως δε, και αν ακόμη η δίκη διεξήχθη από νομιμοποιούμενο μη υπόχρεο πρόσωπο (όπως σε περίπτωση πτώχευσης από τον σύνδικο), το δεδικασμένο ισχύει όσο διαρκούν οι σχετικές εργασίες (πτώχευσης κλπ.) και όχι αργότερα, καθόσον εν προκειμένω, μετά την ανάκληση της απόφασης με την οποία η ανακόπτουσα εταιρία είχε τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, δυνάμει της υπ’αριθμ.468/2004 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………» έπαυσε να έχει την ιδιότητα της ειδικής εκκαθαρίστριας, κατ’ άρθρο 46α του ν.1892/1990, ήδη από τον Σεπτέμβριο 2004, που κατέστη αμετάκλητη, επομένως η ανακόπτουσα εταιρία ανέκτησε πάλι πλήρως την αυτοτελή νομική της υπόσταση και αφού δεν είχε προσεπικληθεί στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ.73/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο αυτής.
Με αυτό το περιεχόμενο, οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής και πρόσθετοι, δεν έχουν νόμιμο έρεισμα, δεδομένου ότι, ο διορισμένος δυνάμει της υπ’αριθμ.621/3.6.1999 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, ειδικός εκκαθαριστής της τεθειμένης υπό ειδική εκκαθάριση ανακόπτουσας εταιρείας, κατ’ άρθρο 46α του ν.1892/1990 και συγκεκριμένα η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», νόμιμα εκπροσώπησε δικαστικά την ανακόπτουσα και διεξήγαγε με την ιδιότητα αυτή την δίκη εργατικής διαφοράς, που εισήχθη με την από 1.12.1999 αγωγή, βάσει της από 1.1.1990 σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, μεταξύ του ενάγοντος, νυν επισπεύδοντος την προσβαλλομένη εκτέλεση, καθ’ου η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, Οδυσσέα Παπαγιαννόπουλου και της τελούσας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπό ειδική εκκαθάριση, εναγομένης εργοδότριας εταιρείας με την επωνυμία «…………….», ήδη ανακόπτουσας-εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.73/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, όπως προκύπτει εναργώς από το περιεχόμενο της εκτελούμενης απόφασης, εφόσον με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, με την οποία η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση και διορίστηκε η ανωτέρω εκκαθαριστής, έπαυσε αυτόματα η εξουσία των οργάνων της διοίκησης της εν λόγω εταιρείας, η δε διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της περιήλθε στην ορισμένη ως άνω, ειδική εκκαθαρίστρια. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τον αδόκιμο χαρακτηρισμό της ειδικής εκκαθαρίστριας, ως καθολικής διαδόχου, της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας εργοδότριας εταιρείας, που περιελήφθη εσφαλμένα στο προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης, προφανώς κατ’αντιγραφή του εισαγωγικού δικογράφου της αγωγής, που όμως δεν δεσμεύει το Δικαστήριο και βρίσκεται σε αντίθεση με την πραγματική ιδιότητα αυτής, ως ειδικής εκκαθαρίστριας, με την οποία παραστάθηκε και ό,τι η εν λόγω ιδιότητα συνεπάγεται, κατά τις ρηθείσες στην μείζονα σκέψη νομοθετικές διατάξεις. Επομένως, το δεδικασμένο της ήδη αμετάκλητης υπ’ αριθ. 73/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, βάσει του οποίου επισπεύδεται η προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση και εκδόθηκε μεταξύ του υπό ειδική εκκαθάριση νομικού προσώπου της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας, νομίμως εκπροσωπουμένης από την ανωτέρω ορισμένη ειδική εκκαθαρίστρια της, κατ’ άρθρο 9 του ν.1386/1983 και 46α του ν.1892/1990 και του ενάγοντος εργαζομένου, ισχύει υπέρ και κατά των διαδίκων και συνεπώς, δεσμεύει την καθ’ης η εκτέλεση, ανακόπτουσα, που νομιμοποιείται στην διενεργούμενη εκτέλεση, ως οφειλέτης, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της, ως αβασίμων.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής και τον πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534ΚΠολΔ), ορθά, κατ’αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέοι τυγχάνουν οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
V. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 1519/2017, ΑΠ 2045/2014, ΑΠ 1627/2012). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Προκειμένου δε να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016). Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκομένου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη (ΑΠ 558/1995). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατά την παραπάνω διάταξη, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχάς αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 339/2019, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΑΘ 327/2018, ΕφΑΘ 5/2018, ΕφΘεσ 2256/2018).
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης αναφορικά με τον επικουρικά προβαλλόμενο τέταρτο λόγο της ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του καθ’ου προς επίσπευση της σε βάρος της ανακόπτουσας αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στο ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, έλαβε χώρα προ του διορισμού προσωρινής διοικήσεως του νομικού προσώπου της ανακόπτουσας, από την άσκηση δε της εργατικής αγωγής το έτος 1999 μεσολάβησαν 14 έτη.
Τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να θεμελιώσουν καταχρηστικότητα στην άσκηση του δικαιώματος του καθ’ου – εφεσιβλήτου να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, κατά προφανή υπέρβαση των αντικειμενικών ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, εφόσον τα εκτιθέμενα ως άνω περιστατικά, αναγόμενα στα κίνητρα και τον σκοπό του καθ’ου, προς ικανοποίηση της απαίτησης του, σε συνάρτηση με το είδος των μέσων εκτέλεσης, που χρησιμοποιήθηκαν και όλες τις εκτιθέμενες λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς του, δεν στοιχειοθετούν δόλο εκ μέρους του καθ’ου με σκοπό πρόκλησης βλάβης της ανακόπτουσας, μήτε παραβίαση της αρχής της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου για τον οφειλέτη, ούτε τα ιστορούμενα περιστατικά δικαιολογούσαν την επικαλούμενη πεποίθηση της ότι ο καθ’ου δεν θα προέβαινε σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτως ώστε δεν συντρέχει αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, απορριπτομένων των ισχυρισμών της, εξ αυτού του λόγου, ακυρότητας της τελευταίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης, που αντίθετα πλήττει την εκκαλουμένη ότι υπέπεσε στις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμου.
VI. Με τον πέμπτο λόγο της ένδικης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη από 26.03.2013 επιταγή είναι αόριστη, διότι δεν προσδιορίζει τα ειδικότερα αυτής κονδύλια αυτοτελώς κατά είδος και ποσό και ειδικότερα, τα ποσά που αφορούν τη λήψη του απογράφου, του αντιγράφου αυτού και την εντολή προς επίδοση της από 20.10.2005 πρώτης επιταγής, συνολικού ποσού 700 ευρώ, καθώς επίσης απαιτεί επιπλέον για την σύνταξη της από 20.10.2005 πρώτης επιταγής το ποσό των 800 ευρώ (ορθό 1.000 ευρώ), ενώ για την σύνταξη της παρούσας επιταγής το διαφορετικό ποσό των 500 ευρώ.
Τα ανωτέρω επιτασσόμενα με την προσβαλλόμενη επιταγή ποσά δεν ενέχουν αοριστία, ούτε υφίσταται ασάφεια, ώστε να απαιτείται περισσότερη εξειδίκευση τους, μήτε καταλείπεται αμφιβολία τί αφορούν και σε ποίες συγκεκριμένα αιτίες αναφέρονται, μήτε επιτάσσονται για την ίδια αιτία δύο διαφορετικά ποσά, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, λαμβανομένου υπόψη, ότι είχε προηγηθεί η επίδοση το έτος 2005 της πρώτης, ως άνω, επιταγής προς πληρωμή, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της ανακοπής, πλην όμως δεν επακολούθησαν άλλες πράξεις εκτέλεσης, κατόπιν συνεννόησης των διαδίκων. Όσον αφορά ειδικότερα το κονδύλι των 700 ευρώ για τη λήψη του απογράφου, του αντιγράφου αυτού και την εντολή προς επίδοση της από 20.10.2005 πρώτης επιταγής, δεν απαιτείτο ανάλυση των επιμέρους ποσών, άλλωστε, από το επιδιδόμενο στην ανακόπτουσα ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του υπ’αριθ……/2005 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθ. 73/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, με την κάτωθι τούτου προσβαλλομένη από 26.2.2013 δεύτερη επιταγή προς εκτέλεση, προκύπτει ότι για την έκδοση του απογράφου του εκτελεστού τίτλου καταβλήθηκαν τέλη απογράφου ποσού 586,16 ευρώ με το υπ’ αριθ. ……….. διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Καλαμάτας, όπως βεβαιώνεται με την από 3.6.2005 σχετική επισημείωση επί του σώματος τούτου της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Εξάλλου, δεν διατυπώνονται συγκεκριμένες αιτιάσεις αναφορικά με τα επιτασσόμενα ποσά για την σύνταξη των επίμαχων επιταγών, ως προς το δικαίωμα είσπραξης δικηγορικής αμοιβής, σύμφωνα με τον Κώδικα Περί Δικηγόρων, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται ο χαρακτηρισμός τους από την ανακόπτουσα, ως υπέρογκων, σε συγκεκριμένα στοιχεία, λαμβανομένου υπόψη ότι η αμοιβή απαιτείτο να είναι ανάλογη με την εργασία του πληρεξούσιου δικηγόρου, που προέβη στη σύνταξη της, η δε προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση περιλαμβάνει και υπολογισμό τόκων υπερημερίας, ύψους 30.603,39 ευρώ, επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου 24.425,83 ευρώ, από την επίδοση της αγωγής του καθ’ου μέχρι την σύνταξη της.
Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.
VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, κατ’ουσίαν, η έφεση και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Προκαταβλητέο παράβολο ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται, καθόσον στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση δεν προβλέπεται η άσκηση του ένδικου αυτού μέσου (937 παρ.1 β΄ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσιβλήτου την ένδικη έφεση.
Δέχεται την έφεση τυπικά.
Απορρίπτει την έφεση, κατ’ουσίαν,
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 4.2.2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4.2.2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ