ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 82/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» με τον διακριτικό τίτλο « ……………», η οποία εδρεύει στην ……….., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ευάγγελου Μπαταγιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: ……………., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ελεάνας Παναγοπούλου.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε η εφεσίβλητη την με αριθμό εκθ. καταθ. ……/2019 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 542/2024 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εκκαλούσα, εναγομένη με την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2024 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας κατά της 542/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), εφόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522,533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το Νοέμβριο του έτους 2016 προσλήφθηκε από την εναγομένη εμπορική εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της εμπορίας αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και της παραγωγής και επεξεργασίας ζωοτροφών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου με πλήρες ωράριο απασχόλησης καθημερινά, στο υποκατάστημά της που διατηρεί στον Πειραιά. Ότι ενώ εκτελούσε τα καθήκοντά της λαμβάνοντας παραγγελίες και εκδίδοντας παραστατικά υπό τις υποδείξεις των εκπροσώπων της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας και της έτερης υπαλλήλου ………….., η εναγομένη την 20.11.2018 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, ενώ της γνωστοποιήθηκε και η άσκηση έγκλησης σε βάρος της για υπεξαίρεση αντικειμένου μεγάλης αξίας από εντολοδόχο κατά συναυτουργία. Ότι η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από την εναγομένη, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή της, εν γνώσει της αναλήθειας των περιστατικών που επικαλούνται οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγόμενης, είναι καταχρηστική και συνακόλουθα άκυρη. Ότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της δικαιούται μισθούς υπερημερίας καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς της και τη μείωση της επαγγελματικής της αξίας από την εναγόμενη. Ζητεί περαιτέρω να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.968 ευρώ με το νόμιμο τόκο, που αφορά μισθούς υπερημερίας κατά τα ειδικότερα στην αγωγή χρονικά διαστήματα και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το ποσό των 25.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 του Ν. 2112/1920, 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν υπό την επίκληση από τον εργοδότη λόγων που δικαιολογούν την καταγγελία, υποκρύπτονται επίμεμπτα κίνητρα αυτού, τα οποία και αποτέλεσαν την πραγματική αιτία της καταγγελίας. Η καταγγελία, όμως, δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου καθώς και όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δε δικαιολογείται από συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως, λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη ( ΑΠ 102/2017, ΑΠ 394/2016 Νόμος).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του μισθωτού, ήτοι μείωσης της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση ή που συνιστούν αδικοπραξία, περίπτωση που συντρέχει επί καταχρηστικής καταγγελίας, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται κατ’ εύλογη κρίση από το δικαστήριο (ΑΠ 22/2014, ΑΠ 282/2009 Νόμος).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της ενάγουσας, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας την εμπορία αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων καθώς και την παραγωγή και επεξεργασία ζωοτροφών διατηρώντας υποκαταστήματα σε πολλές περιοχές της χώρας. Στο υποκατάστημά της που βρίσκεται στον Πειραιά προσλήφθηκε η ενάγουσα περί τις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2016 προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου, με πλήρες ωράριο απασχόλησης, υπό τις υποδείξεις των εκπροσώπων της εναγόμενης και της έτερης υπαλλήλου που εργαζόταν στο κατάστημα ………………. Τα καθήκοντά της συνίσταντο στην πώληση των προϊόντων με την λήψη των παραγγελιών και την έκδοση των αντίστοιχων παραστατικών πώλησης και διακίνησης εμπορευμάτων. Περί τις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2018 η εναγομένη προέβη σε έλεγχο απογραφής των αποθεμάτων του υποκαταστήματος της στον Πειραιά από τον οποίο διαπιστώθηκε, από την αντιπαραβολή των ποσοτήτων των εμπορευμάτων που απεστάλησαν στο υποκατάστημα εντός του έτους 2018 και των πωλήσεων του υποκαταστήματος το ίδιο διάστημα, σε συνδυασμό με τα ευρισκόμενα εντός του καταστήματος αποθέματα, έλλειμμα, συνεπεία του οποίου τους δημιουργήθηκαν υπόνοιες ότι η ενάγουσα με την υπάλληλο ……………… διακινούσαν προς τρίτους καθημερινά εμπορεύματα, τα οποία αφενός δεν έφεραν παραστατικά αφετέρου τα παραστατικά που έφεραν ήταν πλαστά, αποκομίζοντας από την παράνομη πώληση των εμπορευμάτων, εν αγνοία της εναγομένης εταιρείας, το αντίστοιχο τίμημα. Ακολούθως η εναγομένη στις 20.11.2018 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας ενώ κατέθεσε έγκληση σε βάρος της για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση, κατά την οποία όμως εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως η ενάγουσα κρίθηκε αθώα των αποδιδόμενων κατηγοριών της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα κατά μόνας και κατά συναυτουργία και της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση. Επομένως η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, με τον ανωτέρω τρόπο που έγινε, κρίνεται άκυρη ως καταχρηστική, δοθέντος ότι με την υποβολή της σε βάρος της έγκλησης με την οποία η εναγομένη εγκαλούσε την ενάγουσα για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κρίθηκε αθώα από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, δεν αποδείχθηκε αφενός η αποδιδόμενη σε βάρος της αξιόποινη πράξη, αφετέρου πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της και παραβίαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, που θα καθιστούσαν έγκυρη την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της. Επομένως η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, ώστε να δικαιούται τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας που επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και την επιδικαζόμενη χρηματική ικανοποίηση, αφού από την άκυρη απόλυσή της, η οποία επιστηρίχθηκε στην υποβληθείσα σε βάρος της έγκληση από την εναγομένη, υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς της σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο, για την αποκατάσταση της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής της προσωπικότητάς της και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, της επιδικάστηκε το ανάλογο χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο, απορριπτομένων των ισχυρισμών της εναγομένης περί εγκυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και της μη υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς της.
Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης της εκκαλούσας με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης λόγω της ήττας της ( άρθρο 176 ΚΠολΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6.2.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ