Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 83/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός 83/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ 2ης ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ-2η ΔΥΠΕ», το οποίο εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αγγελικής Σκουτέρη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Των εφεσίβλητων: 1)……..  έως και  44)………… οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ελευθέριου Τάγαρη, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν οι εφεσίβλητοι την με αριθμό εκθ. καταθ. …../2020 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 3346/2023 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το εκκαλούν με την με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2023 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος κατά της 3346/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522,533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι ιατροί του κλάδου ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ασκώντας πλήρως και αποκλειστικώς τα συναρτώμενα με την ειδικότητά τους καθήκοντα και ότι το εναγόμενο εφαρμόζοντας τις αντισυνταγματικές περικοπές που προέβλεψαν οι Ν. 4093/2012 και 4472/2017 τους καταβάλει αποδοχές υπολειπόμενες των προβλεπομένων, ζητούν επικαλούμενοι την αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει ως διαφορά αποδοχών για έκαστο εξ’ αυτών, τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, επικαλούμενο εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Το Σύνταγμα στο άρθρο 4 ορίζει « Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο άρθρο 25 παρ.1 «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Στο άρθρο 21 «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και στο άρθρο 22 το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Από το συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα όμως αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, δεδομένου ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι ενόψει της καθιερουμένης στο άρθρο 25 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, όπως έχει κριθεί με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ 431/2018 και 3372-3373/2015. Περαιτέρω γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως για την προστασία της υγείας των πολιτών εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων και γενικότερα τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Προς εκπλήρωση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας, δημιουργήθηκε το «Εθνικό Σύστημα Υγείας» με το οποίο οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του Ε.Σ.Υ και καθορίστηκε ειδικό μισθολόγιο, με τη χρήση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων συναφών προς το αντικείμενο των εν λόγω ρυθμίσεων. Η θέσπιση ειδικού μισθολογίου και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών από το νομοθέτη υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να εξασφαλιστεί στο γιατρό του ΕΣΥ ένα εισόδημα που να τον απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες, ώστε ανεπηρέαστος να επιτελεί το έργο του. Περαιτέρω όμως με τις διατάξεις της παραγράφου Ε του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από το νομοθέτη ως ειδικά μισθολόγια με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα ορίστηκε ότι τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη για λειτουργούς καταργούνται, ενώ επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ με τη μείωση του βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου, των προβλεπόμενων επιδομάτων και αποζημιώσεων, όπως επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών, άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του ΕΣΥ, της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Διευθυντές των Νοσοκομείων και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών, εργαστηρίων και μονάδων, τη μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας και της προσαύξησης ενεργού εφημερίας αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας. Περαιτέρω, αν και καθένα από τα μισθολόγια αυτά αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με διαφορετικά καθήκοντα και αποστολή, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και το μισθολόγιο των ιατρών του ΕΣΥ, ο νομοθέτης αντιμετώπισε όλα αυτά τα μισθολόγια ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε να μειωθεί στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Στις μειώσεις που επέφερε ο νομοθέτης και στο μισθολόγιο των ιατρών του ΕΣΥ και ειδικότερα στο ύψος του βασικού μισθού όλων των κλάδων της ιεραρχίας τους καθώς και στο ύψος του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου και της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, πρέπει να συνυπολογιστεί η σταδιακή μείωση του αφορολόγητου ορίου και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος. Περαιτέρω οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του ΕΣΥ που επήλθαν με το Ν. 4093/2012, στις οποίες συνυπολογίζεται η πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, οι προγενέστερες μειώσεις που επεβλήθησαν διαδοχικά στις αποδοχές τους και οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Επομένως ενόψει των ανωτέρω οι προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4093/2012 με τις οποίες θεσπίστηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του ΕΣΥ αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4,21 και 25 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες ( ΣτΕ 431/2018, Ολομ. Ελ.Συν. 7412/2015). Επομένως, οι εν ενεργεία ιατροί του ΕΣΥ, δικαιούνται τη διαφορά των αποδοχών τους, όπως είχαν διαμορφωθεί δίχως τις περικοπές που επήλθαν με τον Ν.4093/2012 (Ολ.ΑΠ 3/2022, 4/2022).

Από τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες, οι οποίοι είναι ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, απασχολούνται στο εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Από την πρόσληψή τους, τις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη ημερομηνίες, οι οποίες δεν αμφισβητούνται, ασκούν τα καθήκοντά τους, ανάλογα με την ειδικότητά τους, λαμβάνοντας όμως αποδοχές υπολειπόμενες των προβλεπομένων, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4093/2012, οι οποίες αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4, 21 και 25 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω οι καθαρές αποδοχές των εναγόντων μειώθηκαν περαιτέρω με τον Ν. 4472/2017, γεγονός που καθιστά τις σχετικές με το μισθολογικό τους καθεστώς ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου ομοίως αντισυνταγματικές και αντίθετες προς τις ανωτέρω αρχές. Επομένως οι ενάγοντες, για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, που απασχολήθηκαν στο εναγόμενο, δικαιούνται έκαστος εξ’ αυτών, τα επιδικαζόμενα με την εκκαλουμένη απόφαση χρηματικά ποσά, ως διαφορές αποδοχών, που θα έπρεπε να λαμβάνουν χωρίς τις αντισυνταγματικές περικοπές του Ν. 4093/2012.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας ( άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.

Δέχεται τυπικά και Απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6.2.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ