ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 75/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Ε.Δ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Εθνικό Αθλητικό Κέντρο Νεότητας Αγίου Κοσμά (ΕΑΚΝ/ΑΚ)», που εδρεύει στον ……. Αττικής, ……… (…………..), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Όλγα Αγγελοπούλου.
Της εφεσίβλητης: Της εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στον ……… Αττικής, οδός …………., με ΑΦΜ …….., τελούσα υπό εκκαθάριση, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον εκκαθαριστή αυτής ……., κάτοικο ……….., με ΑΦΜ ………., η οποία δεν παραστάθηκε.
Το ενάγον άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 12-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2270/2022 απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το ενάγον, με την από 3-7-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………./2024 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από την σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε η εφεσίβλητη, ούτε κατέθεσε δήλωση μη παράστασης κατά το άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επικυρωμένο δε ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου για την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη, όπως αυτή εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …../5-8-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………, που προσκομίζει και επικαλείται το εκκαλόν. Επομένως, εφ’ όσον η εφεσίβλητη δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε νομίμως η υπόθεση, με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά), η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρούσα και αυτή (άρθρ. 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλη και κατά τόπο, Δικαστηρίου (άρθρα 19 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από τoν, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθέντα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 3-7-2024 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της εκκαλουμένης η οποία έλαβε χώρα στις 12-7-2022 (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. παρ. 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της το εκκαλόν δεν υποχρεούται στην καταβολή παράβολου, βάσει του άρθρου 11 παρ. 1 του κ.δ. από 26-6/10-7-1944, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, εφαρμόζεται και επί των ν.π.δ.δ.., τα οποία απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παράβολου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ή για την διενέργεια οποιοσδήποτε δικαστικής πράξης ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών.
Με την από 12-5-2021 αγωγή του, όπως το περιεχόμενό της διορθώθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις, το ενάγον και ήδη εκκαλόν εκθέτει, ότι κατόπιν της υπ αριθμ. …../5-6-2003 διακήρυξης δημοπρασίας, το …………, διάδοχος του οποίου τυγχάνει το ενάγον, μίσθωσε στον πλειδότη . …… δύο οικόπεδα κείμενα στην περιοχή του …. Πειραιά μεταξύ των οδών ………… με επιφάνεια 1.371,52 τμ και 245,08 τμ, προκειμένου η τελευταία να χρησιμοποιήσει αυτά ως επιχείρηση στάθμευσης αυτοκινήτων. Ότι, στη συνέχεια, το ενάγον με τον ανωτέρω πλειοδότη και την εταιρία «………….», συμφώνησαν με το από 29-3-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό τη μεταβίβαση τη μισθωτικής σχέσης από τον πλειοδότη στην ως άνω εταιρία, αναγνωρίζοντας ότι η μισθωτική σχέση θα συνεχιζόταν υπό τους όρους της αρχικής μίσθωσης, μεταξύ της νέας μισθώτριας και του ενάγοντος ενώ αυτή παρατάθηκε στη συνέχεια με το από 29-3-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι μετά την υπεισέλευση του ενάγοντος ως καθολικού διαδόχου του . ……… διά του αρθρου 57 παρ. 2 α του ν. 4002/2011 συμφωνήθηκε η παράταση της μίσθωσης με το από 11-4-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μέχρι την 29-3-2019 με το οποίο συμφωνήθηκε μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 1850 ευρώ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου 3,6 %, ενώ με το από 15-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε η υπεισέλευση της εναγόμενης στην εν λόγω μίσθωση και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της «……..», διατηρουμένων σε ισχύ των όρων περί καταβολής ίδιου μισθώματος και τέλους χαρτοσήμου. Ότι η εναγόμενη ζήτησε την παράταση της μίσθωσης μέχρι 31-12-2020, με τα υπ’ αριθμ. ……/27-12-2018 και …/18-2-2019 έγγραφά της. πλην όμως το ενάγον τα αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι θα εκκινήσει νέα διαδικασία δημόσιου πλειδοτικού διαγωνισμού. Ότι βάσει του όρου 16 του αρχικού από 5-8-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού, της επέτρεψε να παραμείνει στο μίσθιο μέχρι την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και τη σύναψη νέας μίσθωσης. Ότι στη συνέχεια ξεκίνησαν οι διαδικασίες διενέργειας του διαγωνισμού, στον οποίο συμμετείχαν πέραν της εναγόμενης, η οποία αφού έλαβε γνώση και αποδέχθηκε τους όρους του διαγωνισμού, υπέβαλε έγγραφη προσφορά για τη μίσθωση των δύο οικοπέδων ποσού 4.600 ευρώ και η εταιρία «……………». Ότι η τελευταία αναδείχθηκε πλειοδότης του διαγωνισμού με προσφορά 5.188 ευρώ μηνιαίου μισθώματος. Ότι μετά την ανάδειξη του πλειοδότη, το ενάγον ζήτησε από την εναγομένη να παραδώσει ελεύθερο το μίσθιο, ενώ η τελευταία αρνήθηκε διά της από 6-8-2019 εξώδικης απάντησής της δηλώνοντας ότι το από 15-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης είχε τριετή αναγκαστική διάρκεια. Ότι ακολούθως, δυνάμει της 162/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, εξαφανίστηκε η υπ’ αριθμ. 1235/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε διά της υπ’ αριθμ. 3469/2020 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, και αφού έγινε δεκτή η με αριθμό κατάθεσης ………../2019 αγωγή του ενάγοντος, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα των από 11-4-2017 και 15-3-2018 συμβάσεων μίσθωσης που συνήψε το ίδιο με την εναγόμενη, λόγω αντίθεσης στο άρθρο 38 του π.δ. 715/1979. Ότι περαιτέρω υποχρεώθηκε, δυνάμει της ανωτέρω απόφασης, η εναγόμενη και κάθε τρίτος, που έλκει από αυτή δικαιώματα να αποδώσει στο ενάγον τη χρήση του μίσθιου. Ότι τα ανωτέρω συνιστούν αδικοπραξία, και η εναγόμενη από την 6-8-2019 ζημίωσε το ενάγον κατά το ποσό το οποίο με βεβαιότητα θα πετύχαινε να εισπράξει, σύμφωνα με τη μισθωτική αξία του ακινήτου, αν η εναγόμενη δεν παρακρατούσε παράνομα το μίσθιο. Ότι, επομένως, από τις 6-8-2019 μέχρι τις 12-5-21 ήτοι για 21,2 μήνες της προκάλεσε: α) θετική ζημία ίση με το ποσό των (5.374,77 – 1.916,60) Χ 21,2 = 3.458,17 Χ 21,2 = 73.313,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 6-8-2019 άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και β) ζημία λόγω ηθικής βλάβης για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται το ποσό των 20.000 ευρώ. Ότι εξάλλου, πέραν των ανωτέρω, η εναγόμενη, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης, κατέστη άνευ αιτίας πλουσιότερη, επειδή από την έναρξη της από 15-3-2018 σύμβασης μίσθωσης μέχρι την 5-8-2019, ήτοι για 16,33 μήνες, οφείλει στο ενάγον το ποσό το οποίο με βεβαιότητα θα πετύχαινε να εισπράξει, σύμφωνα με τη μισθωτική αξία του ακινήτου, την οποία εκτιμά στο ποσό των 5.374,77 ευρώ και επικουρικά στο ποσό των 2.090 ευρώ, ήτοι το ποσό των 3.548,17X16,33=56.471,92 ευρώ, άλλως επικουρικά το ποσό των (2090-1916,60)Χ16,33 = 248,64 Χ 16,33 = 4.060,29 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 6-8-2019 άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ότι, εξάλλου, η εναγόμενη που κατέβαλε ως μίσθωμα/αποζημίωση χρήσης από 15-3-2018 το ποσό των 1.916,60 ευρώ συπεριλαμβανομένου χαρτοσήμου, δεν το κατέβαλε ολόκληρο για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο του 2020 για τους οποίους κατέβαλε μόνο το ποσό των 1.200 ευρώ το μήνα ενώ το μήνα Δεκέμβριο κατέβαλε το ποσό των 700 ευρώ οφείλοντας το υπόλοιπο και εντός του 2021 δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Ότι κατά συνέπεια, η εναγόμενη οφείλει ως διαφορά αποζημίωσης χρήσης των παραπάνω μηνών το ποσό των 13.666 ευρώ. Με το ιστορικό αυτό το ενάγον ζητεί: Να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των 73.313,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 6-8-2019 άλλως από την επίδοση της αγωγής, έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής, έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, το ποσό των 56.471,92 ευρώ και επικουρικά το ποσό των 4.060,29 ευρώ από 6-8-2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και το ποσό των 13.666 ευρώ από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και τέλος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 163.451,12 ευρώ για τις παραπάνω αιτίες επικουρικά δε το ποσό των 111.039,49 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά του σε βάρος της εναγόμενης. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2270/2022 απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Ειδικότερα, επιδίκασε στο ενάγον αποζημίωση ποσού 69.353,68 ευρώ και ποσό 13.666 για αποζημίωση χρήσης και συνολικά το ποσό των 83.019,68 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, απέρριψε ως νόμω αβάσιμο το αίτημα του ενάγοντος για καταβολή αποζημίωσης ποσού 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και το αίτημα για την καταβολή του ποσού των 56.471,92 ευρώ και, επικουρικά, του ποσού των 4.060,29 ευρώ, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το ενάγον – εκκαλόν και ζητεί κατ’ ορθή εκτίμηση των διατυπωθέντων στην έφεση αιτημάτων του και των λόγων που εκτίθενται σε αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει καθ΄ ολοκληρίαν δεκτή η επίδικη αγωγή του.Κατά το άρθρο 601 ΑΚ ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει, ότι, μετά την κατά οποιοδήποτε τρόπο λήξη της μίσθωσης, εάν ο μισθωτής δεν αποδίδει το μίσθιο, αλλά εξακολουθεί να το παρακρατεί, δεν οφείλει μίσθωμα, αλλά αποζημίωση χρήσης, η οποία ορίζεται από τη διάταξη αυτή ίση με το μέχρι τη λήξη της μίσθωσης μίσθωμα, χωρίς να αποκλείεται και η απαίτηση αυξημένου ποσού εάν ο εκμισθωτής αποδεικνύει περαιτέρω ζημία. Η θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ αξίωση του εκμισθωτή προς αποζημίωση, γεννάται από την επόμενη ημέρα της λήξης της μίσθωσης και διαρκεί μέχρι την ημέρα της απόδοσης της κατοχής του μισθίου, αποτελεί δε μετενέργεια της σύμβασης μίσθωσης και για την οφειλή αυτής δεν απαιτείται και η χρήση του μίσθιου από τον πρώην μισθωτή αφού γενεσιουργός λόγος της ευθύνης του είναι η μη προσήκουσα απόδοση της κατοχής (βλ. ΑΠ 229/2012, ΧρΙΔ 2013.422, ΑΠ 1815/2007, ΑΠ 1470/2009, 1842/2008, δημ Νόμος, X. Παπαδάκη, Αγωγές απόδοσης, εκδ. 1990, παρ. 1096,1413,1429, σελ. 384, 479, 482 κ/3λ 1423, σελ. 481). Για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης αυτής δεν συνυπολογίζεται το τυχόν τέλος χαρτοσήμου, με το οποίο βαρύνεται ο μισθωτής, δεδομένου ότι δεν αποτελεί μίσθωμα (βλ. ΑΠ 565/1996 ΕλλΔνη 38. 106, ΕφΘεσ 12/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2922/2005 Αρμ 2006. 246, ΕφΛαρ 37/2004, ΤΝΠ Νόμος). Επίσης μόνη η αθέτηση της προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν μία υπαίτιος ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο δε συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, το οποίο επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί οποιοσδήποτε σε άλλον υπαπίως ζημία. Στην περίπτωση αυτή, λόγω συρροής ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, η από την αδικοπραξία ευθύνη θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους. Υπό την έννοια δε αυτή είναι δυνατή κατ’ αρχήν η συρροή ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής από αδικοπραξία ευθύνης και στην περίπτωση φθορών του μισθίου, οπότε ο εκμισθωτής θα μπορεί να ασκήσει παράλληλα τη συμβατική αξίωση του για αποζημίωση και την συρρέουσα από αδικοπραξία. Για τη θεμελίωση όμως της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημιώσεως και συγκεκριμένα την παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας. Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε την ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παράβαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο ανωτέρω αξιώσεων έγκειται στο ότι, αν η αξίωση θεμελιώνεται στη σύμβαση ο εκμισθωτής ενάγων υποχρεώνεται να αποδείξει μόνο την ύπαρξη της σύμβασης και την παράβαση της ενοχικής υποχρεώσεως του μισθωτή επί της οποίας στηρίζει το περί αποζημιώσεως αίτημα. Εναπόκειται δε στον εναγόμενο οφειλέτη, να αποδείξει ότι οι ζημίες δεν οφείλονται σε πταίσμα του, αλλά σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, ενώ όταν η αξίωση θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, ο ενάγων υποχρεούται να αποδείξει και το πταίσμα, δηλαδή την υπαιτιότητα του εναγόμενου (ΑΠ 1667/2009, ΑΠ 513/2009, ΑΠ 212/2000, Εφ Αθ 2322/2023, ΕφΘεσ 304/2016, ΕφΑθ 2736/2003, ΤΝΠ Νόμος).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και της οποίας η κατάθεση περιλαμβάνεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλουμένης και όλων των εγγράφων που προσκομίζονται, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτηση, οι οποίες δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/2003 Πράξης Διακήρυξης Δημοπρασίας, την οποία εξέδωσε το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «………………», δικαιοπάροχος του ενάγοντος, προκηρύχθηκε η διενέργεια δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού για την εκμίσθωση δύο οικοπέδων επιφάνειας 1.371,52 τμ και 245,08 τμ, αντίστοιχα, κείμενων στην περιοχή «……» Πειραιά για την εγκατάσταση σε αυτά σταθμού στάθμευσης οχημάτων. Ο διαγωνισμός ορίστηκε να διεξαχθεί την 18-7-2003. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε τριετής με αναπροσαρμογή μισθώματος μετά την παρέλευση διετίας ίσης με το ύψος του αθροίσματος του τιμαρίθμου της διετίας (παρ.3), προσαυξημένου κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες και ελάχιστο όριο εκκίνησης του μισθώματος ορίστηκε το ποσό των 1.500 ευρώ κατά μήνα, προκαταβαλλομένου εντός τους πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα (παρ. 4 και 6). Η συμμετοχή στον διαγωνισμό για κάθε διαγωνιζόμενο θα σήμαινε ότι γνωρίζει και εγκρίνει το προς εκμίσθωση μίσθιο (παρ. 22). Πλειοδότης αναδείχθηκε από την αρμόδια διοικητική επιτροπή ο ……………. και με το από 5-8-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως παραδόθηκαν σε χρήση τα παραπάνω δύο οικόπεδα του άλλοτε «…….», έναντι μηνιαίου μισθώματος 2.090 ευρώ, πλέον αναλογούντος χαρτοσήμου σε ποσοστό 3,6 %. Στη συνέχεια, καταρτίστηκε μεταξύ των μερών το από 29-3-2004 νέο ιδιωτικό συμφωνητικό κατά το περιεχόμενο, του οποίου υπεισήλθε στη θέση του μισθωτή, συνεπεία μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης, η εταιρία με την επωνυμία «………..», δικαιοπάροχος της εναγόμενης, η οποία έκτοτε κατέστη υπέγγυα για την καταβολή των μισθωμάτων, υπεισερχόμενη σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της σύμβασης μίσθωσης. Ακολούθως, με το από 29-3-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του ως άνω δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και της ανωτέρω νέας μισθώτριας εταιρίας «…………….», συμφωνήθηκε η παράταση της κατά τα άνω μεταβιβασθείσας μισθωτικής σχέσης έως τις 7-8-2009. Κατόπιν επήλε η υπεισέλευση του ενάγοντος, λόγω συγχώνευσης, στη θέση του εκμισθωτή διά του άρθρου 57 παρ. 2 α’ του ν. 4002/2011, και εν συνεχεία, με το από 11-4-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό, συμφώνησαν και επιβεβαίωσαν ότι η διάρκεια της μίσθωσης παρατείνεται μέχρι 29-3-2019, ενώ το μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 1.850 ευρώ πλέον τέλος χαρτοσήμου 3,6 %, ήτοι 1.916,60 ευρώ μηνιαίως. Τέλος, με το από 15-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, που χαρακτηρίστηκε νέα μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης, το ενάγον πλέον και η έως τότε μισθώτρια, συμφώνησαν με την επίσης συμβαλλόμενη ήδη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………….», τη μεταβίβαση σε αυτήν της παραπάνω ενοχικής σχέσης. Οι ανωτέρω όμως από 11-4-2017 και 15-3-2018 συμβάσεις παράτασης της μίσθωσης, έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα άκυρες διά της υπ’ αριθμ. 162/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, λόγω έλλειψης των διατυπώσεων του άρθρου 38 του πδ 715/1979. Λίγο πριν τη λήξη της παραπάνω μίσθωσης η εναγομένη ζητούσε εκ νέου παράταση της μίσθωσης διά των υπ’ αριθμ. …/27-12-2018 και …../18-2- 2019, ……./19-1-2017 εγγράφων της, πλην όμως το ενάγον αρνήθηκε την εκ νέου παράταση και προκήρυξε νέα διαδικασία δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού για την εκ νέου εκμίσθωση του εν λόγω χώρου, ενώ ενημέρωσε την εναγόμενη ότι προτίθεται να κάνει χρήση του ενεργοποιήσει τον όρο 16 του αρχικού από 5-8-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου η τελευταία μπορούσε να χρησιμοποιεί το μίσθιο χώρο, μέχρι την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και τη σύναψη νέας σύμβασης, καταβάλλοντας αποζημίωση χρήσης ίση με το καταβαλλόμενο μίσθωμα. Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. …/3-6-2019 διακήρυξη του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού εκμίσθωσης ακινήτων στον οποίο συμμετείχε η εναγόμενη ως υποψήφια μισθώτρια, αποδεχόμενη πλήρως τους όρους του διαγωνισμού, και ομοίως συμμετείχε στο διαγωνισμό η εταιρία «.. ……..». Η τελευταία, ωστόσο, αναδείχθηκε πλειδότης, αφού υπέβαλε την μεγαλύτερη προσφορά μηνιαίου μισθώματος ύψους 5.188 ευρώ. Μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού η εναγόμενη αρνήθηκε την απόδοση του μίσθιου, επικαλούμενη για πρώτη φορά, με το από 11-7-2019 εξώδικό της, ότι το από 15-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε αναγκαστική τριετή διάρκεια, η ισχύς της οποίας δεν είχε παρέλθει. Το ενάγον διά της από 15-7-2019 εξωδίκου δηλώσεώς του, που επιδόθηκε στις 31-7-2019, έταξε στην εναγόμενη πενθήμερη προθεσμία προς απόδοση του μίσθιου, διότι ήταν έτοιμη να συνάψει νέα μίσθωση με την πλειοδότρια εταιρία. Η τελευταία δήλωσε ρητά διά της από 6-8-2019 εξωδίκου της, ότι δεν προτίθεται να αποδώσει το μίσθιο ενώ εξακολουθούσε να καταβάλει το συμφωνηθέν μεταξύ τους μίσθωμα. Έτσι, το ενάγον προσέφυγε στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ώστε να διαταχθεί δικαστικά η απόδοση του μίσθιου, αφού αναγνωριστεί η ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων. Δυνάμει δε αρχικά, της υπ’ αριθμ. 1235/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και στη συνέχεια με διαφορετική αιτιολογία, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 162/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ως προελέχθη, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα των παραπάνω συμβάσεων μίσθωσης και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να αποδώσει στο ενάγον τη χρήση του μίσθιου. Με τον πρώτο λόγο έφεσης το ενάγον διαμαρτύρεται διότι ενώ ζητούσε, με το πρώτο αίτημα της αγωγής του, να του καταβάλει η εναγόμενη, ως αποζημίωση από αδικοπραξία, το ποσό των 73.313,20 ευρώ, που συνίσταται στη ζημία την οποία προκάλεσε με την μη έγκαιρη απόδοση των μισθίων, νοώντας ως τέτοιας της διαφοράς μεταξύ του συνολικού μισθώματος που θα λάμβανε από την πλειοδότρια εταιρεία «…………….», ποσού 5.374,77 ευρώ, πλέον του αναλογούντος χαρτοσήμου ποσοστού 3,6% (187,77 ευρώ) και του μισθώματος που η εναγόμενη κατέβαλε, ποσού 1.916,60 ευρώ, παρά ταύτα η εκκαλουμένη δεν του επιδίκασε την πλήρη δικαιούμενη αποζημίωση, αλλά αφαίρεσε από αυτή το ποσό που αφορά στο τέλος χαρτοσήμου επιδικάζοντας συνολικό ποσό 69.353,68 ευρώ, αντί για το ποσό των 73.313,20 ευρώ. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής: Το ενάγον ζήτησε το παραπάνω αναφερόμενο ποσό, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Ωστόσο, βάσει και των αναφερομένων στη νομική σκέψη, μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, όμως μπορεί ορισμένη ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί οποιοσδήποτε σε άλλον υπαιτίως ζημία «του μη ζημιούν υπαιτίως άλλον». Η ευθύνη από την αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 και ΑΠ 384/1973 και Απόστολου Γεωργιάδη – Μιχαήλ Σταθόπουλου, ΑΚ κατ’ άρθρο ερμηνεία, σχόλια άρθρων 914-918 αρ. 2). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί αδικοπραξίας. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως τα περιστατικά της συμπεριφοράς της εναγόμενης αναφέρθηκαν στην ένδικη αγωγή, η παράνομη ενέργεια της τελευταίας, συνιστά αθέτηση μόνον των υποχρεώσεών της εκ της περιγραφόμενης στην αγωγή σύμβασης μίσθωσης και όχι αδικοπραξία, η οποία μπορούσε να είχε τελεσθεί και χωρίς την ύπαρξη της επίδικης συμβατικής σχέσης. Η παράνομη κατακράτηση του μισθίου μετά τη λήξη της μίσθωσης είναι αντισυμβατική συμπεριφορά και όχι αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 212/2000 ΕλλΔνη 41.755). Συνεπώς, το ενάγον δεν δικαιούται το τέλος χαρτοσήμου, βάσει της διάταξης του 914 ΑΚ. Επιπλέον, η αναφορά στο δικόγραφο της έφεσης του άρθρου 601 ΑΚ και η προσπάθεια του ενάγοντος να θεμελιώσει και στη συμβατική ευθύνη το επίδικο αίτημα, συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής και ως τούτου καθίσταται απορριπτέα (άρθρο 526 ΚΠολΔ). Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Ακόμη, για τους λόγους που αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω, τυγχάνει απορριπτέος και ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο διαμαρτύρεται το εκκαλούν διότι η εκκαλουμένη απέρριψε ως νόμω αβάσιμο το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Δεν έσφαλε συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο, που έκρινε την επίδικη αγωγή, κατά το κεφάλαιο που αφορούσε την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ως μη νόμιμη και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν στον δεύτερο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμα. Με τον τρίτο λόγο έφεσης το εκκαλούν διαμαρτύρεται για την απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως μη νομίμου, του αιτήματος περί καταβολής του ποσού των 56.471,92 ευρώ και επικουρικά του ποσού των 4.060,29 ευρώ, που αντιστοιχεί, σύμφωνα με το ενάγον, στο μηνιαίο ποσό το οποίο με βεβαιότητα το ίδιο θα πετύχαινε να εισπράξει, σύμφωνα με τη μισθωτική αξία του ακινήτου, ύψους 5.374,77 ευρώ και επικουρικά ύψους 2.090 ευρώ, από την έναρξη της από 15-3-2018 σύμβασης μίσθωσης μέχρι την 5-8-2019, οπότε το ενάγον ζήτησε την απόδοση του μισθίου, ήτοι για 16,33 μήνες. Ωστόσο, με το από 15-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης οικοπέδου, συμφωνήθηκε η υπεισέλευση της εναγόμενης εταιρείας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της …………., τα απορρέοντα από τη μισθωτική σχέση. Με τους όρους δε 3 και 4 του από 15-3-2018 ιδιωτικού συμφωνητικού διατηρήθηκε σε ισχύ ο όρος για την καταβολή μηνιαίου μισθώματος ποσού 1.850 ευρώ, συν το αναλογούν χαρτόσημο 3,6 %. Επομένως, αν και στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 162/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της παραπάνω σύμβασης μίσθωσης, κατά τον χρόνο εκείνο (15-3-2018), το ενάγον συναίνεσε ρητά στην καταβολή του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού ως μηνιαίο μίσθωμα, εκ μέρους της εναγόμενης. Εξάλλου, στο χρονικό αυτό διάστημα δεν αναφέρεται από το ενάγον ότι υπήρχε συγκεκριμένη πρόταση, από συγκεκριμένο υποψήφιο μισθωτή. Το γεγονός ότι επιτεύχθηκε στη συνέχεια από την εταιρεία «… …….», με τη διακήρυξη του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού εκμίσθωσης ακινήτων, μεγαλύτερο μίσθωμα, ουδόλως, άνευ άλλου, σημαίνει ότι το πιο πάνω μίσθωμα θα είχε συμφωνηθεί και κατά την ημερομηνία της 15-3-2018. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται ο πλουτισμός της εναγόμενης, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στα ίδια και απέρριψε το σχετικό αγωγικό αίτημα, τόσο κατά την κύρια, όσο και κατά στην επικουρική του βάση, ως νόμω αβάσιμο, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος έφεσης. Περαιτέρω, διαμαρτύρεται το ενάγον για τον λόγο ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της κάποια έγγραφα που προσκομίστηκαν με την προσθήκη στις προτάσεις του, θεωρώντας ότι αυτά προσκομίστηκαν για την ενίσχυση του αγωγικού αιτήματος, ενώ στην πραγματικότητα προσκομίστηκαν για αντίκρουση προβληθέντων ισχυρισμών από την εναγόμενη με τις προτάσεις αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος αλυσιτελώς προβάλλεται εν προκειμένω, δοθέντος ότι κάποια εξ αυτών προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο και λαμβάνονται υπόψη, δεν κρίνεται δε ότι δεν προσκομίστηκαν στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (άρθρο 529 ΚΠολΔ – ΑΠ 10/2024, ΤΝΠ Νόμος).
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε όσα και το παρόν ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, αλλά και εκτίμησε τις αποδείξεις, με αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (534 ΚΠολΔ) και πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση ερήμην της εφεσίβλητης.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 4.2.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ