ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 540 /2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Γ.Λ. .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2169/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία , όπως οι διατάξεις της ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου),όπως η ένδικη, έχει ασκηθεί νομότυπα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ), και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών ( άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο σώμα αντιγράφου αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ………., στις 14-6-2017, και η έφεση ασκήθηκε από τον εκκαλούντα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 6-7-2017, σύμφωνα με την αναφερθείσα παραπάνω έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), και στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ έχουν καταβληθεί από τον εκκαλούντα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολα, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 137/2005, ΑΠ 1920/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 292/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λ.π.). Ετσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητος του, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ (ΑΠ 121/2012, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1294/2017,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ενώ, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ` άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1662/2005, 1030/2009, 333/2010, 179/2011, 271/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισµό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόµου της προσβολής. Όµως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφηµιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος κτλ και συνεπώς παραµένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζηµίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει µία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίµαχες κρίσει; περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήµατος της συκοφαντικής δυσφήµισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιµής του άλλου (ΑΠ 109/2012), περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγοµένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 265/2015 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος ενάγων ………….. καθώς και ο δεύτερος ενάγων ……… – ήδη εφεσίβλητος, εξέθεταν στην από 4-7-2016 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …… αγωγή τους, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι ο εναγόμενος στην από 16-9-2015 (ΑΒΜ ………) μήνυσή του, της οποίας έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, που άσκησε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, κατά του ……., δικαστικός πληρεξούσιος του οποίου ήταν ο πρώτος ενάγων και κατά του δεύτερου ενάγοντος, ισχυρίστηκε τα εκεί, καθώς και στην αγωγή, αναφερόμενα ψευδή γεγονότα, ενώ γνώριζε το ψεύδος αυτών, τα οποία ήταν προσβλητικά της προσωπικότητας των εναγόντων και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την επαγγελματική τους υπόληψη, διαπράττοντας, εις βάρος τους, τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης. Ζητούσαν δε ακολούθως, οι ενάγοντες (όπως παραδεκτά περιόρισαν το αίτημα της αγωγής τους, με τις προτάσεις τους αλλά και με δήλωσή τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 30.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή τους, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφαιρουµένου του ποσού των 44 ευρώ που ο καθένας επιφυλάσσεται να ζητήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί η προσωπική κράτηση του τελευταίου, διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να επιβληθούν εις βάρος του τα δικαστικά τους έξοδα.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 2169/2017) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ορθώς έκρινε την αγωγή παραδεκτή και ορισμένη, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς του εναγομένου, τους οποίους επαναφέρει στον δεύτερο λόγο της έφεσής του, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, όπως αυτά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη ήτοι αναφέρεται σε αυτήν τόσο η ύπαρξη παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του δεύτερου ενάγοντος, δια των αναφερθέντων εις βάρος του προσβλητικών και βλαπτικών για την τιμή και την υπόληψή του, εκ μέρους του εναγομένου, γεγονότων στην ως άνω μήνυσή του, τα οποία αυτός γνώριζε ότι δεν είναι αληθή και τα οποία στοιχειοθετούν τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης, καθώς επίσης η υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα και η, εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, επέλευση ηθικής βλάβης στον δεύτερο ενάγοντα, του οποίου αμφισβητήθηκε η επαγγελματική ακεραιότητα, η ηθική και η εντιμότητα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή (σελ.13 επ., 36 επ., 41,42). Στη συνέχεια, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον πρώτο ενάγοντα και την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον δεύτερο ενάγοντα.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος -ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του κατά του δεύτερου ενάγοντος – εφεσίβλητου για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί συνολικά, ήτοι και ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, η ως άνω αγωγή του αντιδίκου του, άλλως να μεταρρυθμιστεί. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ότι ενόψει ότι, ως προς τον 1ο ενάγοντα, όπως προεκτέθηκε, απορρίφθηκε η αγωγή με την εκκαλουμένη απόφαση κι ως προς το κεφάλαιό της αυτό δεν εκκαλείται, το παρόν δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί με τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν σ΄ αυτόν, παρά μόνο στο βαθμό που συνέχονται με αυτά που αφορούν στον 2ο ενάγοντα.
Από την εκτίμηση της υπ’ αρ. ….. ένορκης βεβαίωσης του ……, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., µετά από εµπρόθεσµη και νοµότυπη κλήτευση των εναγόντων, δυνάμει των υπ΄αρ. …….. εκθέσεων επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ….., όπως σημειώνεται στο σώμα της, καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλειφθεί κανένα κι ανεξαρτήτως αν παρακάτω γίνεται ειδική μνεία σε κάποια από αυτά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Ο ………., είναι ιδιοκτήτης ενός ακίνητου (καταστήµατος), εμβαδού 220 τ.µ, το οποίο βρίσκεται στη νήσο των Σπετσών (περιοχή «…») στο …., το οποίο εκμίσθωσε, με το από 20-4-2003 ιδιωτικού συµφωνητικού στη σύζυγο του αδελφού του εναγοµένου, ……., για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών, ήτοι από 20-4-2003 έως 20-4-2008, για να το χρησιμοποιήσει η τελευταία (μισθώτρια), ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατόριο), αντί µηνιαίου µισθώµατος 965 ευρώ, αναπροσαρµοζοµενου µετά την πάροδο του πρώτου έτους της µίσθωσης κατά ποσοστό 5%, επί του εκάστοτε καταβαλλομένου µισθώµατος. Στο ως άνω συµφωνητικό µίσθωσης, συµβλήθηκε ο εναγόμενος, ως εγγυητής, ο οποίος, εγγυήθηκε, την τήρηση όλων των όρων της μίσθωσης εκ μέρους της μισθώτριας, παραιτούµενος από την ένσταση διζήσεως, όπως αναφέρεται στον όρο 23 του συμφωνητικού αυτού. Σύµφωνα δε, µε τον όρο 22 του ίδιου συµφωνητικού εκµισθώθηκαν συγχρόνως και τα αναφερόµενα στην προσαρτηθείσα σε αυτό κατάσταση κινητά πράγµατα, ιδιοκτησίας του ………, που υπήρχαν εντός τον µισθίου, για τα οποία η µισθώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να τα επιστρέψει στην ίδια κατάσταση κατά τη λήξη της µίσθωσης, για την οποία (υποχρέωση) εγγυήθηκε επίσης ο εναγόµενος. Εν συνεχεία, µε το από 9-12-2008 ιδιωτικό συµφωνητικό τροποποίησης µίσθωσης καταστήµατος, που καταρτίσθηκε μεταξύ των ίδιων προσώπων, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων ( ήτοι της νέας διάρκειας της µίσθωσης και του ύψους του µισθώµατος), να επιτραπεί στη µισθώτρια, η σύσταση εταιρίας, στην οποία θα συµµετέχει η τελευταία κατά ποσοστό τουλάχιστον 51%, ευθυνόµενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως προς την καταβολή τον µισθώµατος. Ακολούθως, µε το από 26-3-2011 ιδιωτικό συµφωνητικό υπεκµίσθωσης, συµφωνήθηκε µεταξύ του ………, της µισθώτριας, της ετερόρρυθµης εταιρίας µε την επωνυµία «…….» και της …….., η υπεκµίσθωση του καταστήµατος από τις δεύτερη και τρίτη αυτών στην τελευταία (………) για το χρονικό διάστημα από 1-4-2011 έως 30-9-2011, µε τους ίδιους όρους που αναφέρονταν στο από 20-4-2003 αρχικό ιδιωτικό συµφωνητικό µίσθωσης, αντί μηνιαίου μισθώματος 1.200 ευρώ και µε καταβολή αυτού εκ µέρους της υποµισθώτριας απ’ ευθείας στο λογαριασµό του ……….. Επίσης, την ίδια ημερομηνία με την υπεκµίσθωση, καταρτίστηκε και το από 26-3-2011 ιδιωτικό συµφωνητικό πώλησης της επιχείρησης, που προσυπέγραψε ο ως άνω εκμισθωτής, και με το οποίο συµφωνήθηκε µεταξύ της παραπάνω ετερόρρυθµης εταιρίας «…..» και της …… .. (υπομισθώτριας), η πώληση και µεταβίβαση της λειτουργούσας στο µίσθιο κατάστηµα επιχείρησης στην τελευταία, αντί τιµήµατος 100.000 ευρώ, το οποίο θα καταβαλλόταν τµηµατικά στην εν λόγω εταιρία, εξέδοσε δε σχετικά αυτή, συναλλαγµατικές αποδοχής της ……..,ενώ, τέλος, υπογράφηκε το από 20-5-2011 τροποποιητικό ιδιωτικό συµφωνητικό πώλησης επιχείρησης, που µεταξύ των ιδίων ως άνω προσώπων, µε το οποίο µετατέθηκε ο χρόνος πληρωµής παραπάνω συναλλαγματικών, καθώς συμφωνήθηκε ότι τα µισθώµατα των µηνών από 1-10-2011 έως και 30-4-2012 που ανέρχονταν στο ποσό των 8.400 ευρώ θα καταβάλλονταν από την …. στον …. και επίσης ότι η µεταβίβαση των παγίων στοιχείων από την «…….» προς την ….. θα γινόταν µετά την ολοσχερή καταβολή του τιµήµατος στην πρώτη και την εν συνεχεία καταβολή από τη …….. στον …. των µισθωµάτων των µηνών µέχρι και την 30-4-2012, οπότε πλέον και θα λυνόταν η µεταξύ του τελευταίου και της αρχικής µισθώτριας υφιστάµενη µίσθωση και θα συναπτόταν νέα µίσθωση µεταξύ του …… και της ……… Ενόψει, όµως, ότι οι προαναφερθέντες υπόχρεοι καταβολής των µισθωµάτων, αν και έκαναν χρήση του µισθίου, καθυστερούσαν να καταβάλλουν τα οφειλόμενα µισθώµατα, ο ….., κατέθεσε σε βάρος των µισθωτριών αλλά και του εναγοµένου ως εγγυητή (της δεύτερης μισθώτριας), την από 20-3-2012 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που επιδόθηκε στον εναγόµενο την 28-3-2012, δυνάµει της υπ’ αρ. …….. έκθεσης επίδοσης του δεύτερου ενάγοντος, δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία (αγωγή), προέβη στην καταγγελία της εν λόγω µίσθωσης και ζητούσε την καταβολή των οφειλόµενων µισθωµάτων, που αντιστοιχούσε σε καθεµία εξ αυτών (µισθωτριών) κατά τα συμφωνηθέντα, καθώς και την απόδοση του µισθίου και των κινητών που είχε εκµισθώσει. Οι εναγόμενοι της ως άνω αγωγής, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος της ένδικης αγωγής – εκκαλών, κατά τη συζήτηση αυτής, που έλαβε χώρα στις 21-5-2012, δεν παραστάθηκαν, µε αποτέλεσµα να εκδοθεί ερήµην τους, η υπ’ αρ. 4549/2012 απόφαση ως ανω δικαστηρίου, µε την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκαν όλοι οι εναγόµενοι, µεταξύ των οποίων και ο νυν εναγόµενος, στην καταβολή των ποσών που αναφέρονται σε αυτήν και στην απόδοση στον ……… του µισθίου και των επίσης αναφερομένων σε αυτή κινητών. Στη συνέχεια, στις 23-1-2013, κατόπιν εντολής του πρώτου ενάγοντος, ως πληρεξουσίου δικηγόρου του ………., επιδόθηκε από το δεύτερο ενάγοντα – δικαστικό επιμελητή στον εναγόμενο, ακριβές αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω απόφασης µε επιταγή προς απόδοση της χρήσης του µισθίου ακινήτου και των κινητών πραγµάτων και προς πληρωµή, ενώ σε εκτέλεση αυτής, στις 13-2-2013 έλαβε χώρα αποβολή των µισθωτών από το µίσθιο και εγκατάσταση του ……., συνταχθείσας της υπ’ αρ. …….. έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης του δευτέρου ενάγοντος – δικαστικού επιμελητή και καταγράφηκαν από τον τελευταίο τα κινητά πράγµατα που βρέθηκαν εντός του µισθίου. Ακόμη, δυνάμει της υπ’ αρ. ….. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, που συνέταξε επίσης ο δεύτερος ενάγων και επιδόθηκε στον εναγόµενο στις 9-12-2013, με την υπ’ αρ. …… έκθεση επίδοσης του δευτέρου ενάγοντος, επιβλήθηκε κατάσχεση εκ μέρους του …….. σε ακίνητο του εναγοµένου, ορίστηκε δε πλειστηριασµός αυτού για τις 29-1-2014. Με την υπ’ αρ. 213/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του εναγομένου, διορθώθηκε η ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και η περίληψη αυτής, ως προς την περιγραφή του ακινήτου και την τιµή πρώτης προσφοράς, ορίστηκε δε, ως νέα ηµεροµηνία διενέργειας του πλειστηριασµού η 9η-4-2014 κατά την οποία, όμως, υπογράφηκε, ενώπιον του Συµβολαιογράφου Σπετσών ….., µεταξύ του ……. και του εναγοµένου, η υπ’ …. πράξη αναβολής πλειστηριασµού, σύµφωνα µε την οποία τελευταίος ανεστάλη συναινετικά και ο εναγόµενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στον ….. στις 10-6-2014, το ποσό των 7.000 ευρώ, το οποίο θα καταλογιζόταν στα µέχρι τότε έξοδα εκτέλεσης, και ορίσθηκε ως νέα ηµερομηνία του πλειστηριασµού η 30η-7-2014. Προς εκπλήρωση δε της ως άνω υποχρέωσης ο εναγόµενος κατέβαλε στον …. το ποσό των 10.000 ευρώ. Στις 14-4-2014 δυνάµει ιδιωτικού συµφωνητικού ο εναγόµενος ενεργώντας στο όνοµα και για λογαριασµό της αρχικής µισθώτριας, ……….., µεταβίβασε στον ……… τα ευρισκόµενα εντός του µισθίου κινητά πράγµατα κυριότητας της τελευταίας, για τα οποία ο ….. είχε ορισθεί µεσεγγυούχος, συµψηφίζοντας την απαίτηση της µισθώτριας µε την απαίτηση του ………. κατά της µισθώτριας και του εναγοµένου για την απόδοση σε αυτόν των εκµισθωµένων κινητών, κυριότητας του ιδίου (……….), τα οποία δεν του είχαν επιστραφεί κατά τη λήξη της µίσθωσης. Ακολούθως, στις 30-7-2014 ενώπιον του προαναφερθέντος Συµβολαιογράφου, υπογράφηκε µεταξύ του …. . και του εναγοµένου, η υπ’ αρ. ….. πράξη αναβολής πλειστηριασµού, σύµφωνα µε την οποία ο πλειστηριασμός ανεστάλη, εκ νέου, συναινετικά και ο εναγόµενος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στον ……. το ποσό των 13.000 ευρώ, ορίσθηκε δε νέα ηµέρα πλειστηριασµού η 15η -7-2015, κατά την οποία µαταιώθηκε η διενέργεια του πλειστηριασµού λόγω της παράτασης της τραπεζικής αργίας η οποία είχε κηρυχθεί µε την από 28-6-2015 Π.Ν.Π.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 16-9-2015 ο εναγόµενος, υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών Πειραιώς την από 16-9-2015 µε ΑΒΜ ……. μήνυση (έγκληση) εναντίον του …….. για τα αδικήµατα της απάτης ιδιαιτέρως µεγάλης ζηµίας κατ’ εξακολούθηση, και της απάτης ενώπιον δικαστηρίου ιδιαιτέρως µεγάλης ζηµίας και σε βάρος του δευτέρου ενάγοντος – δικαστικού επιμελητή, ο οποίος είχε διενεργήσει τις επιδόσεις, για παράβαση καθήκοντος, καθώς αν και όφειλε να απόσχει από τα καθήκοντά του, λόγω της συγγενικής του σχέσης µε τον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος είναι αδελφός του και ως εκ τούτου να µην αποδεχθεί την εντολή από τον τελευταίο προς διενέργεια όλων των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του εναγοµένου, αυτός προέβη στην εκτέλεσή της προκειµένου να βλάψει τον εναγόµενο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ο εναγόμενος στην ως άνω μήνυσή του, ότι ο δεύτερος ενάγων – δικαστικός επιμελητής, αφενός μεν, παραβαίνοντας το καθήκον του, υποτίμησε υπερβολικά η αξία του ακινήτου του, καθώς µε την ως άνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, που αυτός συνέταξε, εκτιµήθηκε η αξία του εν λόγω ακινήτου του εναγομένου στο ποσό των 380.000 ευρώ, ενώ µε την υπ’ αρ. 213/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορίσθηκε η αξία του στο ποσό των 650.000 ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς στο ποσό των 480.000 ευρώ, αφετέρου δε επέδειξε αναξιοπρεπή συμπεριφορά στην υπηρεσία του, κατά την επίδοση της ως άνω υπ΄αρ. ……… έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης διότι, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, την ημέρα αυτή (9-12-2013), αντίκρισε έξω από την οικία του τον επιμελητή (δεύτερο ενάγοντα), που τον πληροφόρησε ότι ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει θυροκόλληση, θεωρώντας ότι απουσιάζει, της ως άνω έκθεσης, η οποία, όμως, ήταν παραπεταμένη σε ένα λάκκο με λασπόνερα της αυλής του εναγομένου, ο οποίος του δήλωσε ότι θα την παραλάβει κανονικά και αναγκάστηκε ο ίδιος να αναλάβει από τον λάκκο και να υπογράψει την έκθεση επίδοσης.
Τα παραπάνω, όμως, αναφερόμενα, στην εν λόγω μήνυση του εναγομένου κατά του δεύτερου ενάγοντος, γεγονότα, τα οποία ήταν προσβλητικά για την τιμή και την υπόληψή του τελευταίου, αφού τον παρουσίαζε ως ασυνείδητο δικαστικό επιμελητή που παραβιάζει το επαγγελματικό του καθήκον και φέρεται αναξιοπρεπώς κατά την υπηρεσία του, πετώντας τα προς επίδοση έγγραφα σε λάκκους με λασπόνερα, αντί να τα επιδώσει προσηκόντως, δεν ήταν αληθινά, ο δε εγκαλών-εναγόμενος, γνώριζε το ψεύδος αυτών και παραταύτα προέβη στην υποβολή της εν λόγω μήνυσης (και μάλιστα μετά την πάροδο δύο περίπου ετών μετά την επίδοση της επίμαχης έκθεσης κατάσχεσης κι ενώ είχαν ήδη μεσολαβήσει αλλεπάλληλες αναστολές πλειστηριασμών του κατασχεθέντος ακινήτου αλλά και ανακοπές του, χωρίς να έχει παραπονεθεί σχετικά με τα αναφερόμενα, στη μήνυση αυτή, περιστατικά), για να προκαλέσει τη δίωξή του. Η ως άνω δε μήνυση του εναγομένου, απορρίφθηκε με την υπ΄αρ. …… διάταξη του Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών Πειραιώς, με την οποία, επίσης, επιβλήθηκαν τα έξοδα εις βάρος του, καθώς θεωρήθηκε ότι συντρέχουν οι προυποθέσεις του άρθρου 585 παρ.4 ΚΠΔ, ήτοι ότι η μήνυση ήταν ψευδής και έγινε από δόλο. Κατόπιν δε προσφυγής του εναγομένου κατά την ως άνω απορριπτικής διάταξης, εκδόθηκε η υπ΄αρ. …….. διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, µε την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του. Πιο συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο πρώτος ενάγων, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ως άνω …….., έδωσε εντολή στο δεύτερο ενάγοντα – δικαστικό επιμελητή, ο οποίος τυγχάνει να είναι αδελφός του (πρώτου ενάγοντα), να προβεί στη σύνταξη της εν λόγω έκθεσης κατάσχεσης και στην επίδοση αυτής, δεν συνιστά παράβαση καθήκοντος, καθώς από καμία διάταξη δεν προκύπτει τέτοια απαγόρευση. Το άρθρο δε που επικαλείται ο εναγόμενος (36 παρ.1 ν. 3528) στον πρώτο λόγο της έφεσής του, όπου αναφέρεται ότι ΄΄… ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται, είτε ατομικώς είτε ως μέλος του συλλογικού οργάνου, να αναλαμβάνει την επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων, εάν ο ίδιος ή σύζυγός του ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο με το οποίο τελεί σε σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας έχει πρόδηλο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης‘’, δεν αφορά την ένδικη περίπτωση, διότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τέτοιο συμφέρον. Ο εναγόμενος γνώριζε δε ότι δεν ήταν επιλήψιμο κάτι τέτοιο και σε κάθε περίπτωση από βαρεία αμέλεια αγνοούσε, καθώς θα μπορούσε ευκόλως να το πληροφορηθεί, (π.χ από το νομικό του παραστάτη) και παρόλο αυτά προέβη στην εν λόγω έγκλησή του. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου, τον οποίο επιβεβαιώνει ο ενόρκως βεβαιών ….., ο οποίος δεν ήταν παρών στο περιστατικό, αλλά, όπως αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του, του το μετέφερε ο αδερφός του (εναγόμενος) ότι δηλ. ο δεύτερος ενάγων είχε πετάξει το έγγραφο της ως άνω έκθεσης επίδοσης, σε ένα λάκκο με λασπόνερα και ο ίδιος ο εναγόμενος το ανέλαβε και το υπέγραψε, δεν κρίνεται πειστικός, διότι, αν πράγματι είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αφενός μεν δεν ήταν λογικό αυτός να υπογράψει την έκθεση επίδοσης, πράγμα που έκανε, αφετέρου δε, το έγγραφο θα είχε εμφανώς μερικώς η ολικώς καταστραφεί. Το γεγονός δε ότι ,όπως αναφέρει επίσης στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, δεν προέβαλε ακυρότητα της επίδοσης, δεν αναιρεί το γεγονός ότι κατηγορώντας τον δεύτερο ενάγοντα για αναξιοπρεπή συμπεριφορά στην υπηρεσία του, (ενώ γνώριζε, αφού ήταν παρών στο περιστατικό και υπέγραψε την έκθεση επίδοσης, ότι αυτή είχε γίνει προσηκόντως), προσέβαλε την τιμή και την επαγγελματική του υπόληψη. Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, αναληθές είναι το γεγονός που επικαλείται ο εναγόμενος στην ως άνω μήνυσή του ότι δηλ. ο δεύτερος ενάγων, εκ δόλου και κατά παράβαση του καθήκοντός του, υποτίμησε καταφανώς την αξία του ακινήτου του, µε την παραπάνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αυτού που συνέταξε ο τελευταίος, ώστε να του προκαλέσει περιουσιακή βλάβη. Ειδικότερα, στην επίμαχη έκθεση κατάσχεσης, η αξία του εν λόγω ακινήτου, όπως προαναφέρθηκε, ορίσθηκε από τον δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των 380.000 ευρώ, η οποία δεν ήταν μικρότερη της αντικειμενικής αξίας αυτού, όπως προέβλεπε ο νόμος. Η δε εκτίμηση της αξίας των υπό κατάσχεση ακινήτων στο ποσό της αντικειμενικής αξίας, αποτελούσε και τη συνήθη πρακτική εκ μέρους των δικαστικών επιμελητών και δεν συνιστά παράβαση καθήκοντος εκ μέρους του ως άνω ενάγοντος. Το ότι μετέπειτα µε την υπ’ αρ. 213/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διορθωτική της αξίας του ακινήτου, μετά από σχετική αίτηση αναστολής του εναγομένου, ορίσθηκε η αξία του ακινήτου στο ποσό των 650.000 ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς σε 480.000 ευρώ, όπου, όμως, αναφέρεται ότι αυτή υπερβαίνει την αντικειμενική αξία του ακινήτου, δεν σημαίνει ότι ο δεύτερος ενάγων προέβη στην εν λόγω έκθεση κατάσχεσης, σε ΄΄καταφανή και άδικη υποτίμηση της αξίας του ακινήτου του εναγομένου΄΄, όπως ο τελευταίος υποστηρίζει και με την ένδικη έφεσή του.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι τα ως άνω περιστατικά και ισχυρισμοί για τον δεύτερο ενάγοντα που ο εναγόμενος διέλαβε, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, στην επίμαχη μηνυτήρια αναφορά, με σκοπό της καταδίωξή του, του περιεχομένου των οποίων έλαβαν γνώση οι αστυνομικοί του Αστυνομικού Τμήματος Σπετσών, ο Εισαγγελέας κι ο γραμματέας, που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, κατ’ αντικειμενική κρίση, μπορούσαν να βλάψουν, πράγμα που γνώριζε ο εναγόμενος, και πράγματι έβλαψαν την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική υπόσταση του άνω ενάγοντος, ο οποίος είναι επί σειρά ετών δικαστικός επιμελητής. Και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, εμφάνιζε τον δεύτερο ενάγοντα ως έναν δικαστικό επιμελητή που δεν πραγματώνει επιμελώς τα καθήκοντά του, τα οποί αντίθετα παραβαίνει και φέρεται αναξιοπρεπώς κατά την υπηρεσία του, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο σε αμφισβήτηση την προσωπική και επαγγελματική εντιμότητα του προσώπου του και καθιστώντας τον ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Επομένως, στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος, με το οποίο προσβάλλεται, όπως λέχθηκε, η προσωπικότητά του, καθώς και της ψευδούς καταμήνυσης, με αποτέλεσμα να υπέχει ο εναγόμενος υποχρέωση καταβολής σε αυτόν, χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί παρακάτω.
Εξάλλου, το ότι τα πρόσωπα που έλαβαν γνώση των όσων, προσβλητικών για την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος -εφεσίβλητου, ψευδών γεγονότων, ισχυρίστηκε στην εν λόγω μήνυσή του, ήταν εισαγγελείς και γραμματείς, στα πλαίσια των εργασιακών καθηκόντων τους, δεν αναιρεί την έννοια του τρίτου προσώπου ενώπιον του οποίου διαδόθηκαν αυτά (όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος στις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου) και συνεπώς τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμησης (ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1294/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πέραν δε αυτού, τα γεγονότα αυτά διαδόθηκαν και στον επαγγελματικό κύκλο του δεύτερου ενάγοντος, ενόψει ότι οι δικαστικές ενέργειες ,όπως περιγράφηκαν παραπάνω, στις οποίες εμπλέκονταν ο ……. και οι διάδικοι με τις ανωτέρω ιδιότητές τους, εκκρεμούσαν επί καιρό, δεδομένου μάλιστα ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τέτοιου είδους φήμες για τόσο σοβαρές κατηγορίες εις βάρος δικαστικών επιμελητών δεν αργούν να γίνουν γνωστές στον κύκλο τους. Δεν προέκυψε δε κανενός είδους συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος, όπως, όλως αορίστως, ισχυρίζεται ο εναγόμενος στην έφεσή του, στην βλάβη που αυτός υπέστη από την εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά του. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του εναγομένου, περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων, ο οποίος απορρίφθηκε επίσης με την εκκαλουμένη ως μη νόμιμος, που επαναφέρει στην ένδικη έφεσή του, επειδή όσον αφορά στο δεύτερο ενάγοντα, δεν στράφηκε εναντίον του ασκώντας αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια για να ζητήσει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για τη ζημία που υπέστη από τις καταγγελόμενες από αυτόν πλημμέλειες του δεύτερου ενάγοντος κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως δικαστικού επιμελητή, το περιστατικό αυτό, είναι προφανές, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι δεν στοιχειοθετεί, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους του δεύτερου ενάγοντος, ο οποίος δικαιούται να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του αισθανόμενος ότι θίγεται από την ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου με τα προσβλητικά για την προσωπικότητά του γεγονότα που αναφέρονται από τον τελευταίο στην επίμαχη μήνυσή του, ανεξάρτητα από το αν ο εναγόμενος στράφηκε ή όχι αστικά εναντίον του, χωρίς αυτή η ενέργειά του (δεύτερου ενάγοντος) να είναι αντίθετη στην καλή πίστη ή να υπερβαίνει τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του ένδικου δικαιώματος. Σχετικά δε με τον ισχυρισμό του εναγομένου – εκκαλούντος ότι δεν έστρεψε τη μήνυση εναντίον του δεύτερου ενάγοντα πρέπει να αναφερθούν τα εξής. Ναι μεν στην προμετωπίδα του εγγράφου της επίμαχης μήνυσης δεν αναφέρεται το όνομα του δεύτερου ενάγοντος ως μηνυομενου, αλλά στο περιεχόμενο αυτής αναφέρεται ονομαστικά ο ως άνω ενάγων ότι έχει προβεί στις προπεριγραφείσες ενέργειες, που συνιστούν παράβαση του καθήκοντός του ως δικαστικού επιμελητή, στο τέλος δε της μήνυσης ζητείται η ποινική διερεύνηση της υπόθεσης και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά αφενός μεν του ……., αφετέρου δε ΄΄κάθε υπαιτίου ή συμμετόχου αρμόδιου θεσμικού παράγοντα ή εξωθεσμικού ’’, ενώ επίσης ζητείται και ‘’…η διενέργεια ελέγχου και επιθεώρησης του δικαστικού επιμελητή ……….. …’’ (δεύτερου ενάγοντος). Άλλωστε και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς στην προαναφερθείσα διάταξή του με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω μήνυση του εναγομένου, αναφέρει στην αρχή αυτής …΄΄ Αφού λάβαμε υπόψη την από 16-9-2015 έγκληση του . …. εις βάρος του …… και την με την ίδια ημερομηνία μήνυση που εμπεριέχεται σε αυτή σε βάρος του δικαστικού επιμελητή … του .., τους οποίους καταγγέλει ότι τέλεσαν εις βάρος του ο μεν πρώτος το έγκλημα της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας κατ΄εξακολούθηση και της απάτης ενώπιον του δικαστηρίου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, ο δε δεύτερος το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος …’’.
Ακόμη, αντίθετα με όσα αβασίμως αναφέρει ο εναγόμενος στον τρίτο λόγο της έφεσής του, καθίσταται σαφές από τα αναγραφόμενα στην εκκαλουμένη ότι λήφθηκε υπόψη, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η υπ΄αρ. … ένορκη βεβαίωση του ως άνω …………., καθώς η τελευταία μνημονεύεται στα αποδεικτικά στοιχεία που εκτιμήθηκαν από αυτό ,όπως και τα έγγραφα που προσκόμισε ο εναγόμενος. Το γεγονός δε ότι δεν γίνεται ειδικότερη μνεία αυτής στο αιτιολογικό της απόφασης, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκε υπόψη, καθώς, δεδομένης της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων εκ μέρους του δικαστηρίου, εναπόκειται στη δικαιοδοτική του κρίση σε ποιο αποδεικτικό μέσο θα δώσει βαρύτητα.
Τέλος, ο ισχυρισμός –ένσταση του εναγομένου, ότι προέβη στην άσκηση της εν λόγω μήνυσης για να υπερασπιστεί και να διαφυλάξει τα νόμιμα δικαιώματά του, που προβλήθηκε από αυτόν πρωτοδίκως κι απορρίφθηκε, τον οποίο επαναφέρει με τον δεύτερο, επίσης, λόγο της έφεσής του, αληθής υποτιθέμενος, δεν αίρει την ευθύνη του για τη συκοφαντική δυσφήμηση των εναγόντων, καθώς η περίπτωση αυτή άρσης του αδίκου της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1γ Π.Κ, εφαρμόζεται, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, μόνο επί απλής δυσφήμησης δηλ. αν τα δυσφημιστικά γεγονότα που αναφέρονταν στην εν λόγω μήνυση ήταν αληθή, ενώ στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ήταν ψευδή, οπότε πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα εξέτασης του ισχυρισμού του άρθρου 367 παρ.2β ΠΚ, περί σκοπού εξύβρισης, ως αντένστασης του ενάγοντος προς αντίκρουση της ως άνω ένστασης, η οποία (αντένσταση), κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, εσφαλμένως και καθ΄ υπέρβαση των δικονομικών αρχών, θεωρήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι νομίμως προτάθηκε, ενώ δεν είχε προταθεί, όπως διατείνεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, ο οποίος, όμως, αλυσιτελώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, προβάλλεται και συνεπώς τυγχάνει απορριπτέος .
Από τα παραπάνω δε πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, όπως επίσης προεκτέθηκε, ότι ο δεύτερος ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, για την ανόρθωση της οποίας, πρέπει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, να επιδικασθεί σε αυτόν ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο, το παρόν Δικαστήριο κρίνει εύλογο, εφαρμοζόμενης της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ), λαμβανομένων υπόψη του είδους, της έντασης της προσβολής, την ταλαιπωρία και στεναχώρια που υπέστη από αυτήν ο δεύτερος ενάγων, όπως τα γεγονότα αναλυτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, του βαθμού της υπαιτιότητας του εναγόμενου καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης τόσο του ενάγοντος όσο και αυτής του εναγομένου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου που προβάλει με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο θεωρεί υπέρμετρη την επιδίκαση ως χρηματικής ικανοποίησης του ως άνω ποσού με την εκκαλουμένη και ζητεί την μείωσή της.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον δεύτερο ενάγοντα – ήδη εφεσίβλητο, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο – ήδη εκκαλούντα να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 4.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα προεκτεθέντα, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία, το παρόν δικαστήριο επιτρεπτώς συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθεί εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ), όπως αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων που κατέθεσε ο εκκαλών στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’αρ. 2169/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση .
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ .
Διατάσσει να εισαχθούν στο δημόσιο ταμείο, τα, κατατεθέντα από τον εκκαλούντα, παράβολα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 31 Αυγούστου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ